Σάββατο 8 Μαΐου 2010

ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΔΙΣΚΟΙ ΜΕ ΝΟΗΜΑ…

Οι διάφοροι ήχοι – παλαιοί, καινούριοι – που ακούω σε καθημερινή βάση, μπαίνουν συν τω χρόνω σε μια σειρά. Επειδή, όμως, όπως έχω ξαναγράψει, δεν αντιμετωπίζω τη μουσική με όρους «μπρος-πίσω», συνήθως εμφανίζομαι… ανεπίκαιρος. Ποια «επικαιρότητα» εξάλλου με αναγκάζει να γράφω για τους Greatest Show on Earth ή για τον K.Βήτα; Καμμία. Ίσως η επικαιρότητα να με ανάγκαζε να γράψω για την αθλιότητα της εξουσίας και των καθεστωτικών MME να αποδυναμώσουν την πιο υγιή διαμαρτυρία του κόσμου την τελευταία 35ετία απέναντι στην κυβερνητική ανηθικότητα και ανεντιμότητα, βάζοντάς την στη ζυγαριά (τη διαμαρτυρία) μαζί με το θάνατο των τριών φουκαράδων - που οδηγήθηκαν εκεί, σαν πρόβατα επί σφαγή, από το ίδιο το κράτος, που κόβει και ράβει το πλαίσιο εργασίας και την εργοδοσία τους, που το υπαγορεύει. (Πριν λοιπόν από τη φυσική αυτουργία, που, εξυπακούεται, πρέπει να αποδοθεί με όλα τα συμπαρομαρτούντα, υπάρχει η ηθική αυτουργία... για την οποίαν η... ιντελιγκέντσια της Αριστεράς, κάτι προκομένοι εργοδότες και μολυβοσπρώχτες, κάνει πως δεν καταλαβαίνει). Κατά τα λοιπά, εκείνο που με νοιάζει περισσότερο είναι να μην διαφύγει κάτι ουσιαστικό, κάποιο παράγωγο της σκέψης, την ώρα που θ’ αποφασίσω να κοινοποιήσω μια γνώμη. Έτσι κάπως κατεβαίνουν κι οι γραμμές, για τα CD που ακολουθούν… ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΙΓΑΝΙΔΗΣ… παρουσία του πελάτου
Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω γράψει για τον Μιχάλη Σιγανίδη· για το έργο του Μιχάλη Σιγανίδη εννοώ. Τέσσερις-πέντε σίγουρα. Αφορμές παρέχει, πάντα, η κατά καιρούς δισκογραφία του. Πιθανώς και κάποια live. Παρ’ ότι έχω μετάσχει σε «ζωντανά» του Σιγανίδη, παρ’ ότι έχουμε κοινούς φίλους, παρ’ ό,τι έχουμε βρεθεί στους ίδιους χώρους παρακολουθώντας συναυλίες (τελευταία φορά πρέπει να ήταν σε κάποιο φεστιβάλ της ECM στους Βράχους), παρ’ ότι έχει ψάξει ο ένας τον άλλον, τελικώς, μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει κατορθωτό να τα πούμε από κοντά. Όσο, λοιπόν, δεν βρισκόμαστε εκ του σύνεγγυς, εγώ θα είμαι ’δω προκειμένου να φισκάρω… κειμενικώς τον μεταξύ μας χώρο.
«Ο Μιχάλης Σιγανίδης και οι Φίλοι Μίλτου Σαχτούρη ζωντανά στην Μουσική Σκηνή αυλαία» [Lyra, 2009]… 28, 29 και 30 Απριλίου του 2009. Αντώνης Ανισέγκος πιάνο, Κώστας Θεοδώρου τύμπανα, Αλκίνοος Ιωαννίδης φωνή, φλογέρες, Χάρης Λαμπράκης νέι, πλήκτρα, Θοδωρής Ρέλλος σαξόφωνο, φωνή, Μιχάλης Σιγανίδης κοντραμπάσο, κιθάρα, φωνή, Σαβίνα Γιαννάτου φωνή και ακόμη Βικτωρία Βελίκοβα και Λίνος Ιωαννίδης… είναι όλα τα πρόσωπα-στοιχεία που χώρεσαν στο εξώφυλλο (μπήκαν κι άλλα) και που δίνουν μία πρώτη πληροφόρηση, σε σχέση με τα που και με τα πώς του θεσσαλονικέως… κοπτοράπτου. Το άλμπουμ ξεκινά με το «Το πρωί και το βράδυ», το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, που είχαμε πρωτακούσει σ’ εκείνο το γωνιαίο LP της Lyra, το 1990. Μένω εδώ, καθότι ο Σαχτούρης κατά Σιγανίδην έχει περάσει πια στο τζαζικό μεδούλι μας, ως κάτι το αρτιμελές και το αυτόχθονο. Φρονώ, δηλαδή, πως έχουμε να κάνουμε με μία από τις ελάχιστες εκείνες, μετρημένες στο αριθμητήριο, περιπτώσεις όπου ο όρος «ελληνική jazz» αρχίζει να περιζώνει και να περιζώνεται από ένα ασφαλέστατο πλέγμα. Το ραπάρισμα του ποιητή, πάνω σ’ ένα χαλί που ξεδιπλώνουν με τόλμη το μπάσο, το σαξόφωνο, τα ντραμς και το πιάνο, δεν λειτουργεί, τυπικώς, ως μελοποίηση, αλλά, πρακτικώς, ως μιαν απόπειρα να απεμπλακεί ο λόγος από την έλλογη αποστολή του. Να καταγραφεί δηλαδή ως ένα ηχητικό αξεσουάρ ανάμεσα σε άλλα, όχι αναγκαστικώς… ασημαντότερα, που άπτονται της μνήμης και των διαβαθμίσεων της συνείδησης. Τούτο, δε, το επιχείρησε με ξεχωριστή επιτυχία, κατά πρώτον, ο Μιχάλης Σιγανίδης ήδη από την εποχή του «μικρού αδερφού» [Lyra, 1988] και βεβαίως από το «Πρωί και το Βράδυ». Έτσι, η παράσταση στην Αυλαία μοιάζει σαν να ανακεφαλαιώνει μία 20ετή ιστορία και, ταυτοχρόνως, να υποσκάπτει μιαν επόμενη. Εκείνη, που θέλει τα «ζωντανά» να εξελίσσονται μέσω μιας κανονικοποιημένης φόρμας, αναπαριστώντας ευσταθώς την τάξη, αποκλείοντας με επίταση το αναπάντεχο· κι είναι κομμάτια, όπως το «Κουατροτσέντο κουατόρντισι μίλα μπάτσοι», που κατεδαφίζουν μονομιάς αυτήν την τηλεοπτική ακινησία, αντικαθιστώντας την από ένα ραδιοφωνικού τύπου σάρωμα. Αν και το τρόχισμα της μπάρας δείχνει, ώρες-ώρες, να μην έχει τελειωμό. Από τον υποβολέα (καραόκε) στο «Μην απελπίζεσαι» του Τσιτσάνη και τον ελεύθερο χώρο που παραδίδει ο ποιητής τού «Κύριε», έως την Καίτη Γαρμπή, τις κοτσάνες των λαϊκών σίριαλ, τα εκκωφαντικά δελτία, και τις πολλάκις αχαρακτήριστες ραδιο-διαφημίσεις (εκατό φορές απεχθέστερες – τη δουλειά τους, όμως, την κάνουν… – εκείνων των τηλεοπτικών).
«Ήθενα να κάψω το αυτοκίνητο, για να μην μείνει στο γιό μου και τη γυναίκα μου…». Ό,τι πιο λογικό. Όχι σαν τον Σαρδανάπαλο, που κάηκε μαζί με τους θησαυρούς του…
Κ.ΒΗΤΑ: Κάψουλες (όχι σαν αυτές που πίνουμε…)
Για τον Κ.Βήτα η τραγουδοποιία προσμετρά συν τω χρόνω βαθύτατα νόηματα, αποκτά μιαν άλλη σημασία. Επιχειρώντας, μέσω διαδικασιών αφαίρεσης, ν’ απαλλαχθεί από τα περιττά και τα ασήμαντα, προσεγγίζει όλο και περισσότερο το καθαρό τραγούδι, τη φυσική απαγγελία. Δεν ξέρω αν το επόμενο άλμπουμ του θα είναι a cappella… προσωπικώς δεν θα παραξενευτώ, όμως αυτή η minimal, lo-fi συνοδεία του λόγου, κάπου οδηγεί, κάπου καταλήγει. Τα τραγούδια του Κ.Βήτα στην «Ένωση» [Lyra, 2009] τείνει ν’ αποκτήσουν απλές, πρωτογενείς, pop όπως συνηθίζουμε να τις αποκαλούμε, διαστάσεις, επιζητώντας να συναντηθούν με την εφηβική αγνότητα, το παιδικό απροσπέλαστο. Απαιτούνται συνθήκες. Θετική προδιάθεση, απενεργοποίηση κάθε τοξικής παρέμβασης, ευσταθή εσωτερική ισορροπία – καταστάσεις που μπορεί να δημιουργήσουν μόνον η αποδοχή μιας φυσικής θεωρίας ή, ενδεχομένως, μια θρησκεία. Στην περίπτωση του Κ.Βήτα έχω την αίσθηση πως ισχύει το δεύτερο. Ένας προσωπικός χριστιανισμός, που περιζώνεται από το τρίπτυχο που οριοθετούν οι λέξεις «αγάπη», «πραότης», «ωραιότης». Το ίδιο έπρατταν κι οι Poll, εκεί στις αρχές του ’70 – με μία ουσιώδη διαφορά. Δεν ήξεραν... Η «γνώση», με άλλα λόγια, είναι ό,τι μετατρέπει τη… χρηστότητα του Κ.Βήτα σε τραγουδοποιία σημερινή. Ό,τι τον κάνει να βλέπει στη λάσπη το αστέρι.
Η «Διάνοια» είναι μπαλάντα σπάνιας κοπής. Τελείως hippy, βουτηγμένη σε μία folky ατμόσφαιρα, σε κάνει… άλλον άνθρωπο. Ο παραληρηματικός «Ναυαγοσώστης» έχει κάτι το υπερβατικό· δύσκολα μένεις ατάραχος. Το «Δωμάτιο», ένα καταπληκτικό 2λεπτο τραγούδι (αποδίδει ο Βασιλικός), μου θύμισε 4AD, David Sylvian… τέτοια πράγματα. Το «Τραίνο» μία άλλη αφηγηματική στιγμή, για φωνή και κιθάρα μόνο, μεταφέρει κάτι από τη φανταστική πινακοθήκη των τραγουδιών του Γιώργου Ρωμανού (στα sixties). Φυσικά, ενδιαμέσως περιπλανιέσαι (και) στις πιο ερημικές ατραπούς του Κ.Βήτα, που σε κρατούν σε μια κατάσταση… ψύχους· στη «Μια ζεστή μέρα» φερ’ ειπείν, στο «Άκρο» ή την «Εξορία». Το αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, είναι out. Καλύτερα, μία διελκυστίνδα ανάμεσα στο «έσω» και το «έξω» διάστημα, έτσι όπως αιμοδοτείται αυτή από ατελείωτα δημιουργικά κβάντα.

2 σχόλια:

  1. Γειά σου Φώντα. Το blog σου είναι φανταστικό και αυτό που μου αρέσει ιδιαίτερα είναι ο πλουραλισμός μουσικών και τάσεων. Σε ευχαριστώ βέβαια και για τα κείμενά σου τόσα χρόνια στο jazz & τζαζ.
    Έχω ένα πολύ καινούργιο blog και θα το εκτιμούσα αν κάποια στιγμή είχες χρόνο να το επισκεφθείς. 'Ακης.
    (http://emeisonline.blogspot.com)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γεια σου Άκη. Χαίρομαι που σου αρέσει το blog. Μπήκα και στο δικό σου. Καλή συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή