Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

κυπριακά...

Ολίγα βιογραφικά είναι απαραίτητα. Το Trio Tekke δημιουργήθηκε στο Λονδίνο το 2005 από τους Κυπρίους Αντώνη Αντωνίου τζουρά, Λευτέρη Μουμτζή κιθάρα, καθώς και τον κοντραμπασίστα Colin Somervell. Σπίθα για τη δημιουργία του γκρουπ υπήρξε η αγάπη τους για το ρεμπέτικο τραγούδι. Τo 2009 κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο «Τα Ρεγγέτικα»… ενώ, στο ίδιο πάντα πλάνο συνεχίζουν και με το δεύτερο άλμπουμ τους, το «Σαμάς» [Ιδιωτική Έκδοση], που είναι κυκλοφορία του ’11. Πριν πάω παρακάτω ας σημειώσω πως ο Λευτέρης Μουμτζής είναι ο J. Kriste/Master of Disguise, το folk-pagan άλμπουμ του οποίου “Girls, Ghosts and Gods” [Puzzlemusik, 2009] καταγράφηκε, οπωσδήποτε, ως μιαν ευχάριστη έκπληξη (στο ίδιο άλμπουμ συμμετείχε και ο κοντραμπασίστας Somervell) και πως υπάρχει εν τέλει μία ευρύτερη κυπριακή παρέα, που θέλει να προτείνει καινούρια πράγματα. Τώρα, θα πει κάποιος «τι καινούρια πράγματα μας λες», όταν οι Trio Tekke διασκευάζουν Σπύρο Περιστέρη, Σπύρο Ολλανδέζο, Απόστολο Χατζηχρήστο και Γιώργο Μπάτη, αναπαράγοντας ένα ρεμπέτικο ή περί το ρεμπέτικο κλίμα; Και όμως, εδώ είναι το κρίσιμο σημείο. Το να μπορείς, δηλαδή, ν’ ακούγεσαι σημερινός μ’ ένα ρεπερτόριο… 80ετίας. Αφήνω δε το γεγονός πως ό,τι ακούμε στο «Σαμάς» δεν είναι αποκλειστικώς versions (τέσσερις), αλλά κυρίως πρωτότυπα κομμάτια (οκτώ). Σ’ αυτά λοιπόν τα πρωτότυπα κομμάτια ανιχνεύεται η ιδιαίτερη απόχρωση του γκρουπ, που συνίσταται στην οριοθέτηση ενός περιπαικτικού, παρεΐστικου και διασκεδαστικού κλίματος, ανακατεύοντας στη διαδρομή acoustic blues, dwag, western swing ακόμη και ηλεκτρακουστικά μουσικά στοιχεία. Το τι ακριβώς εννοώ υπάρχει ως αίσθηση παντού, αλλά κυρίως στα δύο “InDa”, στο μέσον και στο τέλος του άλμπουμ.#
Λουβάνα είναι μία παραδοσιακή κυπριακή σούπα… είναι όμως και μία δισκογραφική εταιρεία, που πήρε εμπρός το Μάρτιο του 2007 στο Λονδίνο, από τον Μουμτζή, τον οποίον θυμόμαστε ακόμη από την παρουσία του σε άλμπουμ τρίτων (π.χ. στο “Meadow Rituals” των Lüüp). Το γενικό συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για έναν δημιουργικό μουσικό, που χειρίζεται ποικίλα όργανα (κιθάρες, πλήκτρα, πνευστά), παντρεύοντας με το δικό του τρόπο ετερόκλητα ηχοχρώματα.
Ένα ακόμη πιο πρόσφατο εγχείρημα του Μουμτζή ακούει στο όνομα Stelafi, ένα ελεύθερο τρίο, που κυκλοφόρησε προσφάτως το πρώτο του άλμπουμ· έχει τίτλο «Ο σιδεροκόφτης» και αποτελεί την τρίτη κυκλοφορία τής Λουβάνα Δίσκοι, η έδρα της οποίας βρίσκεται πλέον στη Λευκωσία. Οι Stelafi, βασικά, είναι τρεις, η Στέλα Φυρογένη φωνή, στίχοι, μελωδίες, ο Ανδρέας Τραχωνίτης κρουστά, φωνές, programming και ο Λευτέρης Μουμτζής κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, κρουστά, μελώδικα, μπουζούκι, recorder, ντραμς, programming, samples, στίχοι και συνθέσεις. Μέσα στα σχεδόν 34 λεπτά που διαρκεί το CD οι Stelafi δεν καθιστούν μόνο σαφή την προβληματική τους, τη σχετική με τη δική τους μείξη των ειδών, καταθέτουν κιόλας μία πολλάκις ενδιαφέρουσα πρόταση, γύρω από το πώς ένα ελληνόφωνο τραγούδι μπορεί να βαδίσει παραλλήλως με τα σύγχρονα ή τα λιγότερο σύγχρονα electro-ρεύματα, τις avant περιπλοκές, το έντεχνο παρελθόν, το rock φυσικά, ακόμη και την bossa nova, δίχως να χάνει την αμεσότητά του. Καθότι υπάρχουν και αγγλόφωνα τραγούδια στο «σιδεροκόφτη», που λειτουργούν όμως με την ίδια λογική· τελικώς, η γλώσσα δεν είναι το πρόβλημα. Τρεις μουσικοί λοιπόν, που χειρίζονται ένα κάρο όργανα, αλλά και άλλοι δέκα(!), που χειρίζονται άλλα… δύο κάρα (ανάμεσά τους ο Φώτης Σιώτας βιολί, βιόλα, ο James Adams και η Ρεβέκκα Κατσαρή τρομπόνια, ο Κώστας Παντέλης ηλεκτρική κιθάρα…) και κυρίως ένα περιπετειώδες άκουσμα, που πιάνει κορυφή με την «Ευκολία» (μίαν αίσθηση Λένας Πλάτωνος των 80s προς το πιο ροκίζον, με τα ίδια, ή μάλλον με τα ανάλογα, υπόγεια μελωδήματα), την bossa «Για χάρη σου» (όσο πιο περιοριστική, τόσο πιο κοντά στην ουσία της), το ακατάτακτο ή εν πάση περιπτώσει… κατά τόπους ψυχεδελικό “Seven flat-headed bubbles” (το ακούμε πιο κάτω), τον εντελώς πλατωνικό «Σιδεροκόφτη», το desert rock “Lizard dance”… Το μέλλον τούς ανήκει (ντεμοντέ ως φράση, αλλά καλή για κλείσιμο).#
Μία τελείως διαφορετική περίπτωση είναι εκείνη των Isaac’s Cello και του “Here’s Your Ears” (2011), της δεύτερης, βάσει κωδικών, κυκλοφορίας της Λουβάνα Δίσκοι· «διαφορετική» παρότι συμμετέχουν εδώ ως guests ο Μουμτζής (moog, πλήκτρα) με τον Τραχωνίτη (κρουστά), οι οποίοι έχουν επιμεληθεί και την παραγωγή. Τρεις είναι και οι Isaac’s Cello –Zeyn Mroueh φωνή, κιθάρες, μπάσο, Jacob Papageorgiou κιθάρα, μπάσο, stylophone, Liam Iacovou ντραμς–, ο ήχος τους όμως είναι διαφορετικός. Το συγκρότημα κινείται σ’ ένα ύφος heavy rock με progressive χαρακτηριστικά (με hard, αλλά κα με μελωδικά στοιχεία στις συνθέσεις του), που ξεκινά από την αγάπη του για τον Hendrix και τους Led Zeppelin (“Catching a rhino”) και καταλήγει στην αγάπη του για τους Radiohead. Φυσικά υπάρχουν και ενδιάμεσες αγάπες, οι οποίες φιλτράρουν, αλλοιώνουν και προσανατολίζουν τον ήχο των Isaac’s Cello προς την κατεύθυνση του προσωπικού – ένα, κάποιες φορές στα όρια του stoner, rock σύγχρονο και… παραδοσιακό στον ίδιο βαθμό, που αποδίδεται με γνώση και με δύναμη συναισθηματική. Τα 51 λεπτά τού “Here’s Your Ears” ρέουν με τη χαρακτηριστικότατη των ανέσεων, με όλες τις παραμέτρους (συνθέσεις, στίχοι, ερμηνείες, «βοήθειες»), να λειτουργούν στην εντέλεια. Ακούγοντας π.χ. το φερώνυμο track (στο τέλος, σε clip από το YouTube) δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς θα μπορούσε να ηχεί καλύτερα ένα rock (εδώ και με στοιχεία ηλεκτρονικά) τραγούδι του σήμερα. Πιθανώς η απάντηση να βρίσκεται στο έσχατο κομμάτι, το “Outro” –εκεί όπου το abstract περιβάλλον είναι μεν εμφανέστερο, αν και το ίδιο λειτουργικώς– αλλά ας μην το παρατραβήξω και φανώ υπερβολικός.
Επαφή: www.louvana.com.cy

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

LEV ένας τζαζ πιανίστας στην Ελλάδα των 50s

Το όνομα του Lev (ή Λεβ), του πιανίστα Lev και της ορχήστρας του, το είχα πρωτακούσει από τον πατέρα μου, που ήταν φίλος του bel canto και γνώριζε ακόμη και τους πιο σκιώδεις έλληνες τραγουδιστές του στυλ, όπως τον Σώτο Σιδηρόπουλο ή τον Γιώργο Λουκά. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά θυμάμαι πως μου είχε μιλήσει για έναν λευκοντυμένο πιανίστα, με τεράστιο όνομα στα χρόνια του ’50. 
Το όνομα του Lev το άκουσα κι άλλες φορές στην πορεία, κάποια στιγμή έφθασαν και τραγούδια του στ’ αυτιά μου, ενώ τα πιο πρόσφατα χρόνια μου είχαν μιλήσει γι’ αυτόν ο Γεράσιμος Λαβράνος και ο Γιώργος Κοντραφούρης. Ο πρώτος μου είχε πει: 
«Το 1954 υπηρετούσα σε μια Βάση που υπήρχε τότε στο Φάληρο. Επειδή όσοι ασχολούμασταν με τη μουσική είχαμε κάποια ‘ειδική μεταχείριση’ βγαίναμε έξω πιο συχνά και κάποια βράδυα βρέθηκα να παίζω πιάνο στον Φλοίσβο. Απέναντι από τη Βάση ήταν ο Ιππόδρομος κι εκεί υπήρχε ένα μαγαζί στο οποίο έπαιζε ο Λεβ, ένας πολύ καλός λευκορώσος πιανίστας. Όταν ο αέρας φύσαγε κατά τη μεριά της Βάσης οι ήχοι του Λεβ ‘πέρναγαν τα σύρματα’». 
Ο Κοντραφούρης δεν είχε προλάβει βεβαίως να γνωρίσει τον Lev (ο Λευκορώσος είχε πεθάνει από το 1968), αλλά είχαν φθάσει στ’ αυτιά του τα κατορθώματά του: 
«Ξέρω για αρκετούς εκείνη την εποχή που βάδιζαν στο δικό τους δρόμο – κι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Λεβ, ένας πιανίστας που έκανε, τότε, πρωτότυπα πράγματα. Δεν ξέρω αν υπάρχει τίποτα δικό του ηχογραφημένο». «Υπάρχουν κάποια πράγματα» του είχα απαντήσει, «αλλά κι εγώ δεν ξέρω αν διασώθηκε κάτι από ’κείνη τη σπουδαία, όπως λένε, ορχήστρα του με Λέανδρο Κοκκόρη, Κώστα Σεϊτανίδη, Ίωνα Αλεξιάδη κ.ά.», συμπλήρωνα…
Οι Lev and his Orchestra το καλοκαίρι του 1960 στον Ιππόδρομο (θερινή Αθηναία). Από αριστερά, μπροστά (καθήμενοι): Κώστας Κοκκιναράς τενόρο, Λέανδρος Κοκκόρης ακορντεόν, Γιάννης Κανακάκης βιολί, Λεβ πιάνο. Από αριστερά πίσω (όρθιοι – αναφερόμαστε πάντα στους μουσικούς με τα λευκά σακάκια): Ίων Αλεξιάδης(;), Ανδρέας Δεληγιαννάκης κρουστά, Κώστας Σεϊτανίδης κοντραμπάσο. Η φωτογραφία προέρχεται από το ένθετο του άλμπουμ «Σχεδόν Απόγευμα» του Λεάνδρου Κοκκόρη.
Την προπερασμένη Κυριακή στο παζάρι, στο Θησείο, ανακάλυψα ένα δισκάκι του Lev το οποίον αγνοούσα. Δεν μου είχε μιλήσει ποτέ κανένας γι’ αυτό, ούτε είχα διαβάσει κάπου κάτι. Γενικώς, αγνοώ την περισσότερο τζαζ δισκογραφία αυτού του μουσικού κι αν εξαιρέσεις την παρουσία του (Lev Orchestra) στο soundtrack της ταινίας τού Jiří Sequens Επιτάφιος για Εχθρούς και Φίλους [Lyra LE 2042, 1966] με τρία κομμάτια (Blues, Time for dance, Theme from the film) δεν είχα υπ’ όψιν μου κάτι άλλο. Το 45άρι είναι αρκετά παλαιό –κατά πάσα πιθανότητα από το 1961 ή και το ’60– ανήκει στην «332» σειρά της Philips, με το “Minigroove” στην ετικέτα, και περιέχει τα κομμάτια “Nights of Moscow / Lola Lolita” [Philips 332 030 PF]. Και τα δύο κομμάτια υπογράφονται από τους Lev and his Orchestra.Παρένθεση. Το ελληνικό όνομα του Lev, βάσει των στοιχείων του Λεξικού της Ελληνικής Μουσικής του Τάκη Καλογερόπουλου, ήταν Λέων Κανακάκης, και με την επωνυμία Ορχήστρα Lev-Kanakakis εμφανιζόταν σε κέντρα των Αθηνών εκείνη την εποχή (fifties-early sixties). Το “Kanakakis” αναφερόταν στον βιολιστή Γιάννη Κανακάκη, που, λογικώς, ήταν συγγενής του (αδελφός;). Άλλα μέλη της Ορχήστρας ήταν ο Λέανδρος Κοκκόρης ακορντεόν, πιάνο (η Ορχήστρα είχε δύο πιανίστες δηλαδή), ο Κώστας Σεϊτανίδης κοντραμπάσο, ο Ανδρέας Δεληγιαννάκης κρουστά, ο Κώστας Κοκκιναράς σαξόφωνο, ο Ίων Αλεξιάδης κιθάρα (πατέρας του γνωστού πιανίστα τής improv-jazz Μηνά Αλεξιάδη). Ο Καλογερόπουλος γράφει επίσης πως στα χρόνια του ’60 σαξοφωνίστας στην μπάντα τού Lev ήταν ο Χριστόφορος Ρίμπας, που αργότερα εμφανίστηκε με τους Jaguars, τους Sounds κ.ά. Κλείνει η παρένθεση.
Το πρώτο από τα δύο τραγούδια, το “Nights of Moscow”, είναι το γνωστό… σοβιετικό άσμα (σύνθεση του Vasily Solovyov-Sedoi βασισμένη σε στίχους του Mikhail Matusovsky). Το τραγούδι διατηρεί όλα εκείνα τα folk ρωσικά χαρακτηριστικά του, με την ηλεκτρική κιθάρα ν’ συνοδεύει σε oriental παίξιμο, τα chorus vocals να προσθέτουν σε… κοζακική exotica και την ερμηνεία του ίδιου του Lev (στη ρωσική φυσικά) να σπάει τα κοντέρ (ο άνθρωπος είχε και φωνάρα). 
Έτσι για την πληροφορία να πω πως το “Nights of Moscow” το τραγούδησαν λίγο αργότερα (με αγγλικούς στίχους) και οι Stylistes, στο 45άρι “The house of the rising sun/ Nights of Moscow” [RCA Victor 50g 4005, 1965]. 
Εκείνο όμως το track που σε στέλνει είναι το flip-side, το “Lola Lolita” ή “Ave Maria Lola” του Ισπανού (αλλά με όλη την καριέρα του να εξελίσσεται στην Κούβα) Sergio G. Siaba, μία ξεσηκωτική guaracha, με σπάνιας ομορφιάς σόλο από τον Lev στο πιάνο και ερμηνεία από τον Κώστα Σεϊτανίδη (μάλλον). (Στο δισκάκι διαβάζουμε “Vocal by KCSTA”, αντί για “Vocal by KOSTA”). Καταπληκτικό κομμάτι, κι ένα από τα ωραιότερα cuban-latin-jazz, που ηχογραφήθηκαν ποτέ στον τόπο μας.

SCOTT DUBOIS - CHRIS GARRICK

Κιθαρίστας και συνθέτης (σήμερα στα 34 του) ο Scott DuBois έχει βρεθεί στη σκηνή με τον David Liebman (συμμετείχε στα άλμπουμ του “Monsoon” το 2004 και “Tempest” το 2006, αμφότερα για τη Soul Note) και ακόμη με τους Chris Potter, Andrew D’Angelo, Bob Mintzer, Tony Malaby κ.ά. Βραβευθείς σε διαγωνισμούς (Thelonious Monk Jazz Competition) και με τις ενθαρρυντικές κριτικές να τον συνοδεύουν από τότε που ξεκίνησε τη διαδρομή του, ο DuBois έχει τελευταίο άλμπουμ (2010) στην αμερικανική Sunnyside Communications που τον φέρνει και πάλι στο προσκήνιο. Έχοντας δίπλα του τον σαξοφωνίστα-μπάσο κλαρινετίστα Gebhard Ullmann (έχει παίξει-δισκογραφήσει με τους Paul Bley, Lee Konitz, Han Bennink, Alexander Von Schlippenbach, William Parker…), τον μπασίστα Thomas Morgan (από Paul Motian’s Band, Steve Coleman’s 5 Elements και John Abercrombie Quartet, με το οποίο κουαρτέτο έχει γράψει στην ECM) και τον δανό ντράμερ Kresten Osgood (εγγραφές με Sam Rivers, Paul Bley, Dr. Lonnie Smith…), ο DuBois, στο “Black Hawk Dance” παρουσιάζει μία σειρά επτά δικών του συνθέσεων (περί τα 54 λεπτά η διάρκεια) ποικίλων τεχνοτροπιών και ατμοσφαιρών. Αν και το εισαγωγικό κομμάτι “Black hawk dance” κατακρατεί κάποια ethnic στοιχεία, ανακαλώντας στη μνήμη μου τη σχετική jazz των Pachora φερ’ ειπείν, αν και το χαμηλό τόνων “Illinois procession rain” θα μπορούσε να θυμίζει την ιδιόμορφη jazz ενός άλλου λησμονημένου κιθαρίστα, του Amancio D’Silva, είναι τα από ’κει και πέραν κομμάτια (το “Dust celebration”, το “River life”, το “Souls” και ιδίως το “Louis Frederic”) που φέρνουν την μπάντα του Scott DuBois πλησίον και πολλές φορές εντός ενός ελεύθερου πεδίου, αυξάνοντας κατακορύφως το ακροαματικό ενδιαφέρον.
Το νέο CD του Scott Dubois θα έχει τίτλο “Landscape Scripture” [Sunnyside] και θα κυκλοφορήσει την 13/3.
Επαφή: www.scottdubois.com
Οδηγώντας το μάτι σου, θέλοντας και μη, στα υπερτονισμένα ονόματα των βιολιστών Mark Feldman, Fritz Kreisler, Joe Venuti, Nigel Kennedy, Regina Carter, Michael Urbaniak και Didier Lockwood, έτσι όπως παρατίθενται σ’ ένα φεγιέ με κάποιες πληροφορίες γύρω από το έσχατο CD “Flight Mode” [Flying Blue Whale] του βρετανού βιολιστή Chris Garrick (γιός μιας μορφής της british jazz, του Michael Garrick), οπωσδήποτε παραξενεύεσαι. Τέτοια πληθώρα βιρτουόζων από την jazz και την κλασική τοποθετούν, αυτομάτως, πολύ ψηλά τον πήχυ, επηρεάζοντας (ας το πω), με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την επικείμενη ακρόαση. Περιμένεις (ας το ξαναπώ) κάτι το διαφορετικό, κάτι που να αιτολογεί π.χ. το… μεγάλο καλάθι, κι όχι απλώς ένα καλό άλμπουμ, με ενδιαφέρουσες versions (“It ain’t necessarily so” του G. Gershwin, “How insensitive” του A.C. Jobim), αλλά και με μιαν όντως ενδιαφέρουσα σύνθεση του υπογράφοντος, την 5μερή σουίτα “We’ll be somewhere else” (με το “Chaos in paradise” να ξεσηκώνει).
Εν πάση περιπτώσει. O Chris Garrick, όπως και οι μουσικοί που τον συνοδεύουν (Tom Hooper ντραμς, David Gordon πιάνο, keyboards, Ole Rasmussen κοντραμπάσο) συντάσσουν ένα απολύτως ενδιαφέρον άλμπουμ μέσα στα πλαίσια της νέας jazz, κλείνοντας το μάτι περισσότερο προς το folk και βεβαίως προς το... κατακαημένο fusion των 70s (αλήθεια που είναι οι Jean-Luc Ponty και Gerry Goodman;) και λιγότερο προς την κλασική (σύγχρονη ή παλαιότερη) ή την ελεύθερη φόρμα.
Επαφή: www.chrisgarrick.com

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

TOKYO INTERNATIONAL POP FESTIVAL 1969-1989

Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έψαχνα στο δίκτυο, όταν έπεσα πάνω σ’ ένα λεπτομερέστατο site που αφορούσε στο Tokyo International Pop Festival της εικοσαετίας 1969-1989. Πήρα σβάρνα όλες τις χρονιές και κατέγραψα τις εκεί ελληνικές παρουσίες. Να τα αποτελέσματα…
1969
Χωρίς συμμετοχή
1970 
Ζωή Κουρούκλη – Είναι κάποιος άλλος (πρώτος ημιτελικός)
Σώτος Παναγόπουλος – Give me wings (2ος ημιτελικός)
[Αγγλόφωνο τραγούδι ο Παναγόπουλος σε φεστιβάλ εκείνης της εποχής εκπροσωπώντας την Ελλάδα; Προφανώς, πρόκειται για τη μετάφρασή του. Στη δισκογραφία πέρασε με τον Δάκη ως «Δώσε μου φτερά» στο 45άρι «Δώσε μου φτερά/ Κλείσε τα μάτια και θυμήσου» (Minos 5158, 1970). Το τραγούδι ήταν σύνθεση του Ανδρέα Χατζηαποστόλου σε στίχους Τάκη Σωτήρχου]
1971
Μαρίνα – Ένα φίλο ζητώ (πρώτος ημιτελικός)
1972 
Ελπίδα – Mh teaee (18ον ανάμεσα στα 21 τραγούδια του τελικού, 19/11/1972)
[Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις για ποιο τραγούδι πρόκειται.]
1973 
Mariangela – You were right (πρώτος ημιτελικός)
[«You were right/ Συννεφιά» Polydor 2061 162, 1973]
1974 
Ελπίδα – Μην υποχωρείς (4/23 στον τελικό, 17/11/1974)
[Το τραγούδι ανθολογείται στο άλμπουμ World Popular Song Festival ’74. Επιτυχία για την Ελπίδα στην Ελλάδα. Ακούγεται και στο LP της Κοίτα το Φως Philips 9112 001, του 1975.] 
1975 
Βλάσης Μπονάτσος – Κυριακή (18/21 στον τελικό, 16/11/1975)
[Είχε κυκλοφορήσει σε 45άρι από τη Lyra. Η άλλη πλευρά ήταν το «Όσο κι αν ψάχνω» από το LP «Καινούργια Μέρα». Αν και το είχα παλαιά αυτό το single, το τραγούδι δεν το θυμάμαι. Αν το έχει κανείς ας το ανεβάσει.]
1976
Mariangela – Think I’m losing my men (πρώτος ημιτελικός)
1977
Χωρίς συμμετοχή
1978 
Άννα Βίσση – Αν το μπορείς (πρώτος ημιτελικός)
1979-1982
Χωρίς συμμετοχή
1983 
Μπέσυ Αργυράκη – Le chant des gitans (4/17 στον τελικό, 30/10/1983)
[Σύνθεση του Σπύρου Παπαβασιλείου σε στίχους Π. Κάλκου. Το τραγούδι ακούγεται και στο LP “World Popular Song Festival In Tokyo ’83”. Το παράξενο είναι πως στην Ελλάδα διαφημίστηκε ως «Πρώτο Βραβείο Φεστιβάλ Τόκυο, 1983» σε εξώφυλλο LP και ετικέτα single, όταν πρωτιά, βάσει του σχετικού site, είχε καταλάβει το “Times goes by” των Ούγγρων Newton Family]
1984
 Χωρίς συμμετοχή
1985 
Κλεοπάτρα – Πρώτη του Μάη (ημιτελικός)
1986-1989
Χωρίς συμμετοχή

Εδώ http://is.gd/flbh04 η πρώτη διοργάνωση (1969) του φεστιβάλ. Στο κάτω μέρος της σελίδας πατάς τα σχετικά πλαίσια με τις χρονιές και μεταφέρεσαι σε όποια θες.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

CARNAVAL A PATRAS

Το δισκάκι “Dansez le Sirtaki” για το οποίο θα πω δυο λόγια, για κάποιο λόγο, είναι γαλλικό, extended play (περιέχει 4 κομμάτια δηλαδή) και κυκλοφόρησε στην Columbia [ESRF 1658], το 1965. Είναι δε ενδεικτικό της τρελής κατάστασης που είχε διαμορφωθεί στη Γαλλία και αλλαχού, μετά την επιτυχία της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη “Zorba the Greek” (1964). Δεκάδες ορχήστρες προσέθεταν στο ρεπερτόριό τους τα βασικά θέματα του soundtrack του Μίκη Θεοδωράκη, συμβάλλοντας έτσι σε μία άνευ προηγουμένου λαϊκοποίηση του συρτακίου καθιστώντας το σήμα κατατεθέν· κάτι σαν εθνικό χορό του νεοέλληνα (ακόμη και σήμερα το ίδιο συμβαίνει). Αυτό το δισκάκι λοιπόν, που περιείχε τα κομμάτια “Theme de Zorba, Danse de Zorba/ Carnaval a Patras, Les bergers de Mykonos”, το υπέγραφε κάποιος Niki Kiriakis με την Ορχήστρα του (et son Orchestre). Ποιος να ήταν, όμως, αυτός ο… Kiriakis και τι σχέση μπορεί να είχε με την Ελλάδα (αν κρίνουμε και από τους τίτλους των δύο ορχηστρικών της δεύτερης πλευράς); Τρία τα ενδεχόμενα…Μπορεί να ήταν κάποιος άγνωστος γάλλος μαέστρος, ελληνικής καταγωγής (αν και δεν το βλέπω πολύ πιθανό). Μπορεί να ήταν ο Γιάννης Σπανός(!), που υπέγραφε τότε στη Γαλλία και ως Kyriakos and his Orchestra, έχοντας μάλιστα ξαναηχογραφήσει τον «Ζορμπά» (πιθανόν). Μπορεί, τέλος, να ήταν κάποιος άλλος γάλλος(;) μαέστρος, ο οποίος για εμπορικούς καθαρά λόγους (ναι, το να ήσουν Έλληνας μέτραγε διεθνώς στα mid-sixties) υιοθετούσε ένα δικό μας ονοματεπώνυμο· κάτι, που, εν πάση περιπτώσει, δε θα συνέβαινε για πρώτη φορά, αφού και ο Paul Mauriat, ως Nico Papadopoulos, είχε ηχογραφήσει τα «Παιδιά του Πειραιά» και το “Hassapico nostalgique” του Χατζιδάκι στις αρχές του ’60. Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να αναφερόμουν στον Giuseppe Mengozzi, συνθέτη της «Πάτρας» και της «Μυκόνου», όπως διαβάζω στα credits. Ό,τι κι αν ισχύει, πάντως, μικρή η διαφορά…
Ο «Ζορμπάς», είτε στο θέμα είτε στο χορό, είναι «Ζορμπάς» – δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Το “Les berges de Mykonos” με λίγη φαντασία θα μπορούσε να το είχε συνθέσει ακόμη και ο Χατζιδάκις (όμορφο κομμάτι, ονειροπόλου διάθεσης), ενώ το “Carnaval a Patras”, με στοιχεία κεφαλλονίτικης αριέτας, είναι… δις χαριτωμένο, φέρνοντας στο νου εικόνες παλαιότερου πατρινού καρναβαλιού· όταν πρωταγωνιστούσαν οι παρέες δηλαδή και όχι η μάζα. Εν πάση περιπτώσει…
Για όλους τους φίλους στην Πάτρα, που ξέρουν να γλεντούν με το δικό τους τρόπο.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΣ εξόριστος σε κρατικό κανάλι

Χθες το βράδυ η ΕΤ1 –το καλύτερο κανάλι της ελληνικής τηλεόρασης– έδειξε την ταινία του Νίκου Ζερβού «Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο» (1979). Την ταινία την είχα δει παλαιά, την έχω και σε DVD, ενώ την άκουγα-έβλεπα και χθες διαβάζοντας παραλλήλως το βιβλίο με το σενάριό της, που είχε κυκλοφορήσει το 1981, από τις εκδόσεις Χιονάτη για μεγάλους του Βαγγέλη Κοτρώνη (1957;-1985). Ο «Εξόριστος…» είχε προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1979, και μαζί με «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα…» του Νίκου Νικολαΐδη και τον «Ασυμβίβαστο» του Ανδρέα Θωμόπουλου αποτελούν μια τριάδα ταινιών που επιχείρησαν να μιλήσουν, την ίδια στιγμή, για το θέμα της ένταξης, ή μη ένταξης μιας συνομοταξίας Ελλήνων (που ανδρώθηκαν, στις δύο πρώτες, με το rock n’ roll και το rock), λειτουργώντας μέσα σε συγκεκριμένους πολιτικοκοινωνικούς μύθους, και που κλήθηκαν κάποια στιγμή να επιλέξουν ανάμεσα στη συντριβή του ονείρου όπως λέμε ή την εθελουσία έξοδο. Βεβαίως, οι τρεις ταινίες είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τη φόρμα –τα έχουμε πει ήδη για την ταινία του Νικολαΐδη, και πιθανώς να τα πούμε κάποια στιγμή και για την ταινία του Θωμόπουλου– έχω όμως την πεποίθηση πως η ταινία του Ζερβού είναι η πιο ειλικρινής και άρα η πιο ουσιαστική από τις τρεις.
Κατ’ αρχάς είναι μία ταινία, που αγαπάει τον άνθρωπο· όχι τον ηθοποιό ειδικώς (μας έχουν ψοφήσει κάποιοι σινε-κριτικοί μ’ αυτή την αηδία), αλλά τον άνθρωπο γενικώς. Είναι μία ταινία χωρίς εντυπωσιακά στοιχεία (στοιχεία ψεύτικου εντυπωσιασμού εννοώ) και κίβδηλους συμβολισμούς, απλή, κατανοητή και ιστορικώς άψογα τοποθετημένη στο μουσικό-κοινωνικό-πολιτικό της πλέγμα, που επιχειρεί μέσω του τρόπου ντιρέκτ, και με την κάμερα συχνά στο χέρι, να δώσει πνοή σ’ ένα όνειρο, που ποτέ (στο φιλμ) δεν μετατρέπεται σε εφιάλτη (ακόμη και στη σκηνή τού τέλους… στο τέλος).Ο 'πειρατής' Νίκος Ζερβός σε εφηβική ηλικία εκπέμποντας από το ραδιοσταθμό A-60. Στον τοίχο τεύχη των Μοντέρνων Ρυθμών και τα εξώφυλλα του “Help!” και του “The Rolling Stones”. Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο.

Γράφει σχετικώς ο Κοτρώνης:
«Βασικός ‘ήρωας’ της ταινίας ο Κώστας Φέρρης, έξοχος σαν ερμηνευτής, που ωστόσο κουβαλάει τα βιώματά του στον τύπο που ‘υποδύεται’ (σ.σ. ως γνωστόν ο Φέρρης έζησε από κοντά τα γεγονότα του Μάη του ’68, αλλά και την άνθηση του rock – στιχουργός, ανάμεσα σε άλλα, στο “666” των Aphrodite’s Child και στον «Ακρίτα» να υπενθυμίσω). Στην ουσία δεν ερμηνεύει κανένα ρόλο, αλλά ζει τον εαυτό του. Και αυτό είναι που έχει αξία. Υπάρχει και μια κοπελιά (Μαρίλλη Τσοπανέλλη), γνώστρια της σεξουαλικότητάς της, νέα που θέλει υποσυνείδητα να συνταιριαστεί με τούτον το ‘θανατοποινήτη’. Με διαθέσεις λανθάνοντα μαζοχισμού θέλει να ενταχθεί σε μια κατάσταση, να βιώσει μια σειρά από βιώματα που της είναι ξένα και τελικά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο απροσπέλαστα. Μετά είναι οι φίλοι, ή καλύτερα ο φίλος (εδώ ξαναβρίσκουμε το γνωστό από το ‘Αλδεβαράν’ Δημήτρη Φινινή – έχει κάνει και τις σκηνογραφίες της ταινίας), που μοιάζει να έχει ενταχθεί πλέον στην καινούργια κατάσταση της τελευταίας 20ετίας του 20ου αιώνα, χωρίς κίνδυνο να διακυβεύσει πλέον την ύπαρξή του. Υπάρχει τέλος και το κοινόβιο, λύση αποτυχημένη λίαν, που τυραννάει τον Φέρρη ‘ήρωα’, μην μπορώντας να την αποδιώξει, γνωρίζοντας ίσως έτσι το δικό του τέλος». 
Στην ταινία υπάρχουν διάφορες ωραίες σκηνές, με τον Ζερβό να ελέγχει πλήρως το υλικό του ακόμη και στα δύσκολα, εκεί όπου τα πάντα φαίνεται να τα καθορίζει η σύμπτωση (π.χ. στη σκηνή της Πανεπιστημίου με τους ήρωες μεθυσμένους όντως, κατά τον Κοτρώνη, ψυχεδελοβαμμένους και χρυσοσκονισμένους να βρίσκονται στο δικό τους σύμπαν, ανάμεσα στο πλήθος που κοιτάζει έκπληκτο και σαν αποχαυνωμένο).
Φυσικά, η μουσική (επιλογές του Ζερβού και του Φέρρη) έχει το δικό της ρόλο στον «Εξόριστο…» και τα κομμάτια των Doors, των Rolling Stones, των Canned Heat, του John Mayall, του JJ Cale, του Leonard Cohen ακόμη και του Bach, εντάσσονται άψογα στη δομή, σχολιάζοντας όσα διαδραματίζονται.
Κι ένα τελευταίο. Τον «Εξόριστο στην Κεντρική Λεωφόρο» (“Exile on Main Street” δηλαδή) τον είχαν μοιράσει σε DVD Τα Νέα το 2005. Πάνω στο φακελάκι… περνάει σαν τρέιλερ η λεζάντα «η ξεκαρδιστική κωμωδία του Νίκου Ζερβού». Αυτός που τη σκέφτηκε, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ήταν τελείως γρόθος.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

REMI KABAKA black goddess

Η βρετανική Soundway συνεχίζει να σκάβει στο… εξωτικό dance παρελθόν των 70s (κυρίως) προσφέροντας (σε επανεκδόσεις) πολύ σπάνιους δίσκους. Στις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες της (έτοιμες ή προγραμματισμένες ) εντάσσονται το “Make Ιt Fast, Make Ιt Slow” (1977) του Rob από την Γκάνα, το “Projection One” (1973) των Edzayawa από το Τόγκο, το “Ifetayo” (1976) των Black Truth Rhythm Band από το Τρίνινταντ… Το “Black Goddess” είναι περυσινό, αλλά έχει (και αυτό) τη σημασία του…
Βασικά έχουμε να κάνουμε με το soundtrack μιας νιγηριανο-βραζιλιάνικης ταινίας από το 1978, γυρισμένης από τον Ola Balogun (ένας από τους πιο αναγνωρισμένους, όπως πληροφορήθηκα, νιγηριανούς σκηνοθέτες). Το στόρι της ταινίας έχει, μέσες-άκρες, ως εξής (οι πληροφορίες από το www.subversivefilmfestival.com): Τον 18ον αιώνα, ο πρίγκιπας Oluyole πέφτει στα χέρια του εχθρού, για να πουληθεί ως σκλάβος και να μεταφερθεί στη Βραζιλία. Δύο αιώνες αργότερα, ένας γέρος πεθαίνει στο Λάγκος και ζητά από το γιο του, τον Babatunde, να επισκεφθεί τη Βραζιλία και να ανακαλύψει τι ακριβώς είχε συμβεί με τον πρόγονό τους. Για να τον βοηθήσει του δίνει ένα ειδώλιο της θεάς Yemoja. Ο Babatunde θα πετάξει σύντομα για το Ρίο ντε Τζανέιρο. Εκεί, με τη βοήθεια ενός γέρου και της μικρής του κόρης θα καταφέρει να εισχωρήσει στην τοπική μαύρη κοινότητα και τις θρησκευτικές λατρείες της. Κατά τη διάρκεια μιας τελετής Candomblé η κόρη του ιερέα Elisa αποκαλύπτει στον Babatunde πως θα βρει εκείνο που ψάχνει σ’ ένα μικρό χωριό της Bahia. Συνοδευόμενος από την Elisa, ο Babatunde ακολουθεί το όραμά της. Το ταξίδι τους παίρνει μυστικιστικές διαστάσεις, όταν σε μιαν εκστατική στιγμή ο Babatunde βλέπει τη ζωή του προπάτορά του και σκλάβου πια Oluyole να εξελίσσεται μέσα σε μια φυτεία. Ο Babatunde είναι στην πραγματικότητα η μετενσάρκωση του Oluyole, ενώ η Elisa είναι η μετενσάρκωση της αγαπημένης του Amanda, που σκοτώθηκε καθώς δραπέτευε από τη φυτεία. Μετά την αφύπνιση, ο Babatunde αντιλαμβάνεται πως το πεπρωμένο του ταξιδιού του δεν ήταν άλλο από την ίδια την Elisa.
Γι’ αυτό το φιλμ που προβλήθηκε στη Νιγηρία ως “Black Goddess” και στη Βραζιλία ως “A Deusa Negra” έγραψε μουσική ο ντράμερ και κιμπορντίστας Remi Kabaka, γνωστός (ίσως) από την παρουσία του σε ηχογραφήσεις των Ginger Baker’s Air Force, Steve Winwood, John Martyn, Hugh Masekela, Jim Capaldi, Paul McCartney κ.ά. To 39λεπτο OST, που ολοκληρώθηκε με τις παρουσίες των Dele Okonkwo τενόρο, σοπράνο, κρουστά, B.D. Wright πλήκτρα, μπάσο, κρουστά και Joni Haastrup lead κιθάρες, πλήκτρα (από τους Monomono) περιλαμβάνει έξι συνθέσεις σ’ ένα afro-jazz (με κάποια στοιχεία funk) στυλ, δίχως να αποφεύγονται (πώς θα μπορούσε να γίνει) τα περισσότερο πνευματικά κομμάτια (το πρώτο “The quest”, το 11λεπτο “Black Goddess”) ή ακόμη και τα ατμοσφαιρικά (το δεύτερο “The quest”). Το “Black Goddess” OST κυκλοφόρησε στην εποχή του μόνο στη Νιγηρία (σε άγνωστη προς εμένα ετικέτα) και τη Βραζιλία (σε London), παραμένοντας, πάντα, ένα δυσεύρετο όσο και ιδιαίτερο άλμπουμ. Η ωραία επανέκδοση της Soundway μάς έδωσε, πέρυσι, τη δυνατότητα να το ακούσουμε.

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

νεοφιλελεύθερος λαϊκισμός

Τα πιο εκνευριστικά (για να χρησιμοποιήσω μία ήπια έκφραση) editorials στον ελληνικό περιοδικό τύπο είναι –και από απόσταση– εκείνα του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice. Δεν αντέχονται (σ’ εμένα αναφέρομαι πάντα). Στο τελευταίο απ’ αυτά (τεύχος 379, 16-22/2) ο εκδότης-διευθυντής της εφημερίδας-περιοδικού γράφει επί λέξει:
«Πολλές κοινωνίες αντιμετωπίζουν προβλήματα, κάποιες μεγαλύτερα απ’ τα δικά μας. Πουθενά δεν καίνε τις πόλεις τους. Πουθενά δεν καταστρέφουν τις ζωές των ανθρώπων. Πουθενά δεν ρίχνουν λάδια στους δρόμους, δεν κλείνουν τα λιμάνια, δεν αφήνουν τους τουρίστες να κατέβουν απ’ τα πλοία. Πουθενά δεν περπατάνε οι ταξιδιώτες φορτωμένοι τις βαλίτσες 5 χιλιόμετρα στην Αττική Οδό, πουθενά δεν κλείνουν τα μνημεία, δεν καταστρέφουν τα φανάρια, δεν κλείνουν τα ξενοδοχεία. Αυτοί που καταστρέφουν το εμπόριο, τον τουρισμό, τα μόνα που έχουμε, που διαλύουν την οικονομία, είναι εχθροί μας».Φυσικά και δεν υπερασπίζομαι καμμία καταστροφή, αλλά πριν αρχίσω να οδύρομαι οφείλω να ψάξω και να δω γιατί συμβαίνουν όλα όσα συμβαίνουν. Αντί να γράφω εξυπνάδες και ανακρίβειες, αντί να λαϊκίζω θλιβερώς, ότι «πουθενά» τάχα «δεν καίνε τις πόλεις τους» –ο Γεωργελές, που αγνοεί ή κάνει πως αγνοεί ένα κομμάτι της κοινωνικής ιστορίας, το οποίο είναι συνδεδεμένο με τις πράξεις αντιβίας, ας ρίξει μια ματιά εδώ http://en.wikipedia.org/wiki/Crisis_situations_and_protests_in_Europe_since_2000 για τα πλέον πρόσφατα γεγονότα, τα οποία σε ουκ ολίγες περιπτώσεις ήταν πολύ χειρότερα των ελληνικών– καλό θα ήταν να σκεφθούμε πάνω στα αποτελέσματα και αφού τα διαχωρίσουμε από τις αιτίες να προσπαθήσουμε να τ’ αλλάξουμε (επεξεργαζόμενοι τις αιτίες). Τα έχουμε ξαναπεί (και δεν εννοώ τον εαυτό μου), αλλά ορισμένοι κάνουν διαρκώς πως δεν καταλαβαίνουν. Με την ανεργία στη νεολαία να υπερβαίνει το 50%, με τους μισθούς πείνας που παρέχουν οι εργοδότες σε όσους είναι τυχεροί και δουλεύουν, με την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής και με το μέλλον του νέου κόσμου ζοφερότερο από ποτέ στη σύγχρονη ιστορία –αφού η προηγούμενη γενιά, η γενιά του κ.Γεωργελέ, φρόντισε να κρατήσει τα πάντα για πάρτη της– το να βγαίνεις και να κάνεις αφ’ υψηλού κριτική, να οδύρεσαι σαν μοιρολογίστρα, να γελοιοποιείσαι κρατώντας κεράκια έξω από το Αττικόν, ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, είναι τουλάχιστον παιδαριώδες (το ξαναλέω, θέλω να είμαι ήπιος στους χαρακτηρισμούς).
Εγώ δεν είδα ποτέ, φερ’ ειπείν, να διαμαρτυρηθεί κάποιος (να βγει με λαμπάδες, με μανουάλια, με ό,τι θέλει) για τις τιμές των εισιτηρίων των κινηματογράφων που είναι σκέτο «φαρμακείο». Όταν ήμουν πιτσιρίκος, τέλη ’60 - αρχές ’70, το εισιτήριο στα συνοικιακά σινεμά είχε πέντε δραχμές, με το μεροκάματο να ανέρχεται στις 70. Δηλαδή η τιμή του εισιτηρίου ήταν το 1/14 του μεροκάματου. Το 1981 το μεροκάματο ήταν 620 δραχμές και η τιμή ενός εισιτηρίου δεν ξεπερνούσε το κατοστάρικο· ήταν δηλαδή το 1/6 ή 1/7 του μεροκάματου. Σήμερα έφθασε το εισιτήριο 10 ευρώ, όταν το νέο μεροκάματο είναι λιγότερο από 20! Εγώ δεν είδα ποτέ κανέναν να βγει και να γράψει στα μέινστριμ έντυπα... μην ξαναμπείτε στους κινηματογράφους αν δε ρίξουν το εισιτήριό τους στα 3 ευρώ. Για να το πω χοντρά, γιατί ορισμένοι μόνο έτσι καταλαβαίνουν. Αν η τιμή του εισιτηρίου ήταν 3 ευρώ δεν θα καιγόταν το Αττικόν. (Αντιλαμβάνεστε τι εννοώ, ευρύτερα – και επί του ειδικού, είναι αλήθεια πως η παλαιά λαϊκή διασκέδαση έχει καταντήσει είδος πολυτελείας). Φυσικά, τούτο δε σημαίνει πως επειδή δεν… θα πρέπει να γίνουν όλα στάχτη και μπούρμπερη. Όμως, αυτό το λέμε εμείς, που μπορεί να είμαστε σαράντα βάλε, να έχουμε τη δουλειά μας (αν έχουμε), κάποια φράγκα (αν…), το σπίτι μας και δεν ξέρω ’γω τι άλλο… Δεν είμαι σίγουρος, δηλαδή, ότι το λέει ο καθείς στα τωρινά του 20.
Το πράγμα ορισμένες φορές, πάντως, ξεφεύγει εντελώς, αγγίζοντας τα όρια της ύβρεως. Στο ίδιο τεύχος τής Athens Voice (379) η Σταυρούλα Παναγιωτάκη στη στήλη της “Info-diet” με τα (+) και (-) έχει τοποθετημένους τους Γλέζο-Θεοδωράκη στα (-) με την υποσημείωση “scary”. Δεν υπάρχει τσίπα πλέον. Έχει χαθεί εντελώς ο σεβασμός. Γιατί, εδώ, δεν διαφωνούμε με απόψεις –κάτι θεμιτό– αλλά κάνουμε πλάκα, περιπαίζοντας δύο ηλικιωμένους ανθρώπους· και πρόσωπα με ιστορία και ό,τι άλλο θέλετε, αλλά κυρίως ανθρώπους.
Στο ίδιο τεύχος πάντα έχουμε και άρθρο της κυρίας Μιράντας Ξαφά –η AV λειτουργεί πλέον σαν τη λάμπα, που έλκει πάνω της όλες τις νεοφιλελεύθερες σκνίπες (η παρομοίωση δεν σχετίζεται με το πρόσωπο της κυρίας Ξαφά, αλλά με τις απόψεις της)– εκεί όπου διαβάζουμε ξανά και ξανά τα ήδη γνωστά και τετριμμένα του χώρου. Για όλα όσα αναφέρει η κυρία Ξαφά, για όλα τα τεχνικά εννοώ, υπάρχουν λύσεις οι οποίες αναδύονται μόνον στην περίπτωση που η χώρα καταφέρει ν’ αποκτήσει ανεξάρτητη εθνική οικονομική πολιτική, έχοντας στη διάθεσή της όλα τα τεχνικά μέσα ώστε να υπερασπιστεί την πορεία της. Φερ’ ειπείν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών (που είναι υπαρκτό) το αντιμετωπίζει η υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος, αφού η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας θα συμβάλει στη συρρίκνωσή του. Σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει βεβαίως ο κίνδυνος του εισαγόμενου πληθωρισμού, αλλά και αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με άλλα τεχνικά εργαλεία, που θα είχε στη διάθεσή της μία εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. (Να μην μπούμε σε λεπτομέρειες. Έχω κάνει οικονομικά στο Πολυτεχνείο και τα παρακολουθούσα γιατί μου άρεσαν, αλλά δεν είμαι οικονομολόγος).
Η ουσία είναι μία. Οι νεο-φιλελεύθεροι έχουν προσδέσει την πορεία της χώρας στο άρμα των αγορών (τα αποτελέσματα τα βλέπουμε και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού). Αυτή την κατάσταση, που εμπεριέχει εντός της τη μεγαλύτερη αντίφαση του καπιταλισμού, αν δεν τη διαλύσουν οι δοκιμαζόμενοι λαοί, θα διαλυθεί αργά ή γρήγορα από μόνη της.
Εν πάση περιπτώσει. Τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα, απ’ όσο τα παρουσιάζουν ορισμένοι. Ο λαϊκισμός υψηλού επιπέδου (των πάσης φύσεως βολεμένων) είναι πολύ χειρότερος από τον «αυριανικό» και τηλεοπτικό λαϊκισμό, εκείνον που απευθύνεται στον «κοσμάκη». Ορισμένοι από την… πολύ σκέψη και την… ανάλυση των γεγονότων, γράφουν ό,τι τους κατέβει μεροληπτώντας και έναντι της ιστορίας, αγνοώντας επιδεικτικώς πως «ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια μας ως αστική νομιμότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σε επιτακτικό κανόνα» (Rosa Luxemburg). Το έχω ξαναγράψει αυτό, αλλά εδώ ταιριάζει περισσότερο.

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

δεν υπάρχει φως… το έχουμε ξαναδεί το έργο

Οι τυφλοί μουσικοί στο blues (ειδικώς στο blues – γιατί ειδικώς στο blues είναι ένα θέμα που σηκώνει κουβέντα) είναι εκατοντάδες. Μερικές δεκάδες είναι μόνον οι «διασημότητες», οι πιο επώνυμοι ας πούμε. Ένας απ’ αυτούς, που εξακολουθούν να διασπείρουν τις πενιές τους τριγύρω, είναι και ο 69χρονος Bryan Lee από το Wisconsin. Ο Lee έχει μακριά καριέρα στο χρόνο (πρωτοέγραψε LP το 1979 και από το 1991 συνεργάζεται κυρίως με την Justin Time). Μάλιστα, πριν από 4-5 χρόνια είχα γράψει καλά λόγια για το άλμπουμ του “Katrina Was Her Name” (2007), που αποτύπωνε τις σκέψεις του καλού μουσικού για τη Μεγάλη Καταστροφή. Το “My Lady Don’t Love My Lady” [Justin Time, 2009] είναι ένα από τα σχετικώς πρόσφατο CD του Bryan Lee, ένα ουσιαστικό blues άλμπουμ σε παραγωγή του Duke Robillard. Ο Lee είναι καλός σε όλα. Παίζει κιθάρες και τραγουδά με άνεση. Διασκευάζει με κέφι και πάθος αγαπημένους του συνθέτες-bluesmen-τραγουδοποιούς (Doc Pomus, Willie Mabon, Earl King, Junior Wells, Big Bill Broonzy…), γράφει ωραία δικά του κομμάτια (με μια νέο-ορλεανική σφραγίδα, αλλά όχι μόνο), έχει αγαπητό όνομα στην πιάτσα, έλκοντας δίπλα του άλλους παικταράδες (Buddy Guy, Kenny Wayne Shepherd…). Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ένα απολύτως ευχάριστο blues άλμπουμ, που ναι μεν δεν διεκδικεί κάποια πρωτοτυπία, αλλά, από την άλλη, δεν αφήνει να πέσει και τίποτα κάτω από το παρελθόν της blues-ηλεκτρικής ιστορίας (Σικάγου τε και περιχώρων…).#
Έχω χάσει επεισόδια, όσον αφορά στη δισκογραφική πορεία του Lucky Peterson, αφού το τελευταίο δικό του CD, για το οποίο θυμάμαι πως έγραψα είναι το “Move” [Verve] πίσω στο 1997. Από ’κει και κάτω ο νεοϋορκέζος bluesman έχει βγάλει δύο άλμπουμ στην Blue Thumb (1999, 2001), ένα στην Dreyfus (2003) και μετά από κάποιαν απουσία φαίνεται (φαίνεται λέω) να επανεμφανίζεται με το “Heart of Pain” (2010) στην JSP, αλλά και με το “You Can Always Turn Around” (2010), ένα πολύ καλό, βασικά acoustic, έργο, που κυκλοφόρησε (κι αυτό) για την Dreyfus Jazz. Ο Peterson είναι ένας ολοκληρωμένος μουσικός, πράγμα το οποίον αποδεικνύεται όχι μόνον από τα όργανα που χειρίζεται (keyboards, κιθάρα, μπάσο, ντραμς, τρομπέτα), αλλά και από το ρεπερτόριο που επιλέγει να ερμηνεύσει σ’ αυτό το… προτελευταίο εξαίρετο άλμπουμ του. Κλασικά τραγούδια του Robert Johnson, του Blind Willie McTell, του Rev. Gary Davis, του Curtis Mayfield, κομμάτια του Tom Waits και της Lucinda Williams, νεότερων τραγουδοποιών όπως του Bill Callahan και του Ray LaMontagne, μα ακόμη και του πατέρα του James Peterson, ενός ολίγον ακριβοθώρητου bluesman, που εγκατέλειψε τα εγκόσμια τον Δεκέμβριο του 2010. Αν και η μπάντα που τον συνοδεύει είναι κατά βάση ακουστική (ανάμεσα ο μπασίστας Scott Petito, από τη δεύτερη εποχή των Fugs, αλλά και η σύζυγός του τραγουδίστρια Tamara Peterson), αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτα τον Lucky Peterson να δώσει ένα δυναμικότατο άλμπουμ, με έξοχες versions, από τις οποίες δεν απουσιάζει ποτέ το συναισθηματικό στοιχείο. Τέλειο το “Trampled rose” του Tom Waits, όπως και το “Atonement” της Lucinda Williams (το πιο full electric κομμάτι του CD), και εντός της νέας παραδοσιακότητας τα “I believe I’ll dust my broom” και “Statesboro blues”.#
Παλαιός γνώριμος ο Tino Gonzales, ο οποίος ξεπέρασε τα εξήντα (ως γεννηθείς το 1951 στο Chicago). Το πιο πρόσφατο CD του, που έχει τίτλο “Funky Tortillas” και υπογράφεται από κοινού με τους Los Reyes del K.O., έχει τρία χρόνια πίσω του, όντας βγαλμένο για την Blues Boulevard, το blues παράρτημα δηλαδή της βελγικής Music Avenue. Ηχογραφημένο και «τελειωμένο» στο Βερολίνο, το Malmö και το Freiburg, το “Funky Tortillas” εμφανίζει διαφορετικές line-up από τραγούδι σε τραγούδι, παρότι οι Marcos Coll φυσαρμόνικα και Adrian Costa φωνή, κιθάρες (οι Reyes del K.O. δηλαδή) έχουν σχετικώς σταθερή παρουσία. Τα τραγούδια τού Gonzales ανέκαθεν ήταν… αριστερόστροφα. Τούτο το είχα επισημάνει από παλαιά (3/2004), όταν χρησιμοποίησα ένα τραγούδι του στο “Blues Blasters” CD του Jazz & Τζαζ (τεύχος 132) και το ξαναλέω και τώρα ακούγοντας θέματα όπως τα “How lucky we are?”, “Cloak of misery”, “We all lose” κ.λπ. Συνθετικώς και φυσικά παικτικώς, το άλμπουμ κινείται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο, παρουσιάζοντας ένα… πανόραμα blues τραγουδιών (από hard driving έως μπαλάντες), επί των οποίων κυριαρχεί η φωνή και η κιθάρα τού Gonzales, αλλά, ανά κομμάτι, και διάφοροι άλλοι παίκτες (όπως ο οργανίστας Sahm στο “We all loose” ή ο πιανίστας Christian Rannenberg στο “The last time”, εκεί όπου το σόλο φυσαρμόνικας του Coll σπάει καρδιές). Και κάτι τελευταίο. Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Bill Perry, ενός πολύ σημαντικού παίκτη, που είχε περάσει και από την Αθήνα και ο οποίος πέθανε το 2007, στα 50 του χρόνια. #
Ομολογώ πως τον Little Al Thomas δεν τον γνώριζα. Τουλάχιστον δεν θυμάμαι τ’ όνομά του. Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει κάτι δικό του. Γεννημένος στο Chicago το 1930, ο Thomas υπήρξε «τρόφιμος» της Maxwell Street, ανοίγοντας σώου του Bobby Bland και συνοδεύοντας (όντας τραγουδιστής) τον κιθαρίστα Lacy Gibson (ο οποίος Gibson – άσχετο – είχε γράψει για την El Saturn τού… κουνιάδου του Sun Ra!). Επηρεασμένος από το τραγούδισμα του Louis Jordan, αλλά κυρίως του B.B King, ο Little Al Thomas πρέπει να άργησε στην ηχογράφηση προσωπικής δουλειάς· κάτι που, μάλλον, τοποθετείται μετά το 2000. Το “Not my Warden” [Blues Boulevard, 2010] γίνεται με τη βοήθεια των Deep Down Fools (John Edelmann κιθάρες, Marty Binder ντραμς, Rob Waters hammond B3, Eddie Galchick, Mike Scharf μπάσο) κι είναι ένα θαυμάσιο δείγμα σύγχρονου rhythm n’ blues της πόλης, γραμμένου στα Joyride Studios του Chicago. Η μπάντα παίζει πραγματικά καλά, με τον χαμοντίστα να δίνει την άλλη διάσταση, τον κιθαρίστα να τα χώνει εκεί όπου πρέπει, και τον Little Al Thomas να ερμηνεύει με ένταση και ζέστη, μερικά θαυμάσια τραγούδια (“Anger heats my house”), συνθέσεις, κυρίως, του John Edelmann.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ οκτώηχος

Πριν λίγες μέρες ο spacefreak μου έδωσε ένα CD – ένα παράξενο CD που περιλαμβάνει τα δύο άλμπουμ που ηχογράφησαν οι έλληνες progsters Pete and Royce, στη διετία 1980-81. Παράξενο γιατί η εμφάνισή του είναι ιδιαίτερη –ασημένιο all paper gatefold cover, με ανάγλυφα γράμματα και παραστάσεις– αλλά και γιατί η εταιρεία που το εξέδωσε (MusicBazz) έχει ως έδρα της τη Γενεύη. Το CD είναι επίσημο (official) και περιλαμβάνει folded ένθετο με φωτογραφίες και πληροφορίες. Σε επόμενη ανάρτηση θα πω περισσότερα (και για την έκδοση και για τους Pete and Royce). Τώρα –και με την αφορμή– θέλω να γράψω για την εταιρεία που έδωσε εκείνο το πρώτο LP του progressive συγκροτήματος, το “Suffering of Tomorrow” (1980), και για τον άνθρωπο που βρισκόταν πίσω από αυτήν. Το θέμα μας δηλαδή είναι ο πιανίστας-συνθέτης-αυτοσχεδιαστής Νίκος Γεωργούσης και η Οκτώηχος.
Τον Νίκο Γεωργούση τον γνωρίζω (δεν εννοώ προσωπικώς) από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν είχα διαβάσει στο περιοδικό Σχολιαστής (νομίζω) για την παρουσία του στο Φεστιβάλ Praxis του 1986, που διοργάνωνε ο Κώστας Γιαννουλόπουλος. Ο Γεωργούσης είχε παρουσιάσει στο Παλλάς (5 Μαρτίου) τις «Εικόνες» του, ένα έργο για σόλο πιάνο το οποίο είχε κυκλοφορήσει και σε δίσκο ανεξάρτητης παραγωγής την προηγούμενη χρονιά και που έφερνε τον πατρινό συνθέτη εντός ενός εσωστρεφούς «Jarrett-ικού» περιβάλλοντος. Τα λόγια τού ιδίου στο οπισθόφυλλο, προδιαγράφουν το ύφος των εικόνων του: «Τη δουλειά μου αυτή την αφιερώνω στους γονείς μου, στους δασκάλους μου Δ. Ορπή και Max Deutsch και στους ανθρώπους που αγαπώ και που άδικα χάνονται… Αθήνα, Μάρτης 1985».
Έκτοτε, και μέχρι τον Μάιο του 1997, δεν ξανάκουσα τίποτα για τον Νίκο Γεωργούση. Όμως, στο Jazz & Tζαζ εκείνου του μήνα (τεύχος 50) ο Θωμάς Ταμβάκος σ’ ένα κείμενό του για τον συνθέτη δεν θα κάλυπτε απλώς το μεσοδιάστημα, θα κάλυπτε το άπαν... Αντιγράφω…
«Ο Νίκος Γεωργούσης γεννήθηκε στην Πάτρα, το 1955, τόπος των πρώτων του μουσικών ακουσμάτων και προσεγγίσεων από την πλευρά του εκτελεστή, έχοντας απέναντί του το κλαβιέ του πιάνου. Έφηβος, ανήσυχος, μεσούσης της χούντας, το 1970 ήρθε στην Αθήνα. Στόχος του η μαθητεία στη μουσική τέχνη. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Διονύσιος Ορπής, σπουδαίος πιανίστας. Πήρε δίπλωμα πιάνου το 1975, από το Ωδείο Αθηνών. Δεν αρκέστηκε σε αυτό και συνέχισε με ανώτερα θεωρητικά κοντά στους Θάνο Ερμήλιο και Κωνσταντίνο Κυδωνιάτη. Η πρώτη σημαντική παρουσία του ως συνθέτης χρονολογείται από το 1979 ('Ελληνικός χορός για τούμπα και κλαρινέτο με σπέρματα αυτοσχεδιασμού'). Την ίδια χρονιά συνέστησε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, την Οκτώηχο, με σκοπό την έκδοση ανεξάρτητων δισκογραφικών παραγωγών, όπως αυτή του ‘Ελεύθερου Κόσμου’, μία συλλογή οκτώ μελοποιημένων ποιημάτων του Κώστα Βάρναλη».
Τον δίσκο αυτόν, τον Ελεύθερο Κόσμο, που μπορεί να τον έβλεπα και νωρίτερα στα διάφορα ψαξίματα αλλά τον προσπερνούσα, τον αγόρασα κάποια στιγμή μετά την αναφορά του Θωμά στο περιοδικό. Πρόκειται για ένα έντεχνο άλμπουμ, στηριγμένο σε ποιήματα του Κώστα Βάρναλη, που επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί από το ανάλογο μεταπολιτευτικό κλίμα και εν μέρει το καταφέρνει. Στα συν οι ενορχηστρώσεις (φλάουτο, φυσαρμόνικα, βιολοντσέλο, κλαρινέτο, κιθάρες, βιολί, μαντολίνο, ντραμς, κρουστά, συνθεσάιζερ, πιάνο) και οι μελωδίες του Γεωργούση («Αρχή Σοφίας», «Πρωτομαγιά ’44»), όμως κάτι η φθηνοπαραγωγή, κάτι οι ερασιτεχνικές φωνές, η ουσία είναι πως το άλμπουμ δεν προσφέρει το απαραίτητο ξεπέταγμα. Τα γράφει και ο ίδιος ο συνθέτης στο οπισθόφυλλο: «Πάνω από ένα χρόνο συνολικά δουλεύτηκε το έργο για να αποκτήση αυτή τη μορφή, που και τώρα δεν είναι 100% ολοκληρωμένη. Δυσκολίες που αρχίζουν από το οικονομικό και φθάνουν μέχρι την όχι απόλυτα σωστή εκτέλεση – απειρία και έλλειψη σχεδιασμού, απρόβλεπτες καταστάσεις». Παρά ταύτα ο πρόλογος, με την αφήγηση του Πάνου Χατζηκουτσέλη, σε βάζει σ’ ένα κλίμα…
«Ο αυτοσχεδιασμός στη μουσική θεωρία και πράξη με το έργο ‘Θλίψη’ για πιάνο και κρουστά από το 1980, δισκογραφήθηκε στην Οκτώηχο και αποτελεί κεφάλαιο για την ελληνική τζαζ. Ο ίδιος ο Γεωργούσης στο πιάνο και ο Θ. Δελαπάσχος στα κρουστά χρησιμοποίησαν απλές μουσικές φράσεις, στηριζόμενοι στον αυθορμητισμό και τον αυτοσχεδιασμό, προσπαθώντας να μεταφέρουν σε ήχο αυτά τα συναισθήματα που κάθε άνθρωπος νιώθει καθημερινά στη ζωή του, στη δουλειά του, στο σπίτι του… (από το οπισθόφυλλο του άλμπουμ)». Το άλμπουμ «Θλίψη» το έχω ακούσει πριν πολλά χρόνια στο σπίτι ενός φίλου (μου είχε φανεί ενδιαφέρον) και δυστυχώς δεν το έχω βρει ποτέ μπροστά μου να το αγοράσω σε μια λογική τιμή. Εμφανίζεται και στο eΒay, αλλά με τιμές 80, 100 και 120 δολάρια, μπορεί και παραπάνω! Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένας δίσκος κοστολογείται τόσο, όσο σπάνιος κι αν είναι, από τη στιγμή που δεν τον ψάχνει κανείς. Ρητορική η ερώτηση… Εν πάση περιπτώσει, αν ενδιαφέρεται κάποιος έμπορος να μου τον πουλήσει μέχρι 20 ευρώ εδώ είμαι, αλλιώς βολεύομαι μ’ ένα απλό CD-R και δύο αντίγραφα των εξωφύλλων…
Η «Θλίψη» λοιπόν ήταν το δεύτερο LP του Γεωργούση, αλλά και το δεύτερο της Οκτωήχου, με το τρίτο άλμπουμ να έρχεται λίγο αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά (1980). Αναφέρομαι στο “Suffering of Tomorrow” των Pete and Royce, η επανέκδοση του οποίου, όπως είπα και στην αρχή, μου έδωσε αφορμή για την παρούσα αναφορά. Έχω την αίσθηση πως τέταρτο LP στην εταιρεία δεν υπήρξε…
«Η δίψα του Νίκου Γεωργούση για γνώση οδήγησε τα βήματά του στην Πόλη του Φωτός, το 1981. Παρέμεινε εκεί τρία χρόνια. Πρώτη αναφορά στους δασκάλους του. Μεγάλα ονόματα στον ευρωπαϊκό μουσικό χώρο: Max Deutsch, Jacques Casteredes. Στο πέρας των σπουδών του λαμβάνει πτυχίο μουσικολογίας και DEA κριτικής της τέχνης. Η δεινή ικανότητά του στη σύνθεση έφερε στο φως πάνω από δέκα έργα. Έργα σύγχρονης μουσικής για μικρά και μεγάλα σύνολα, με τη χρήση υπερσύγχρονων τεχνικών δομικής επεξεργασίας-μετασχηματισμού των μοτίβων. Παράθυρα για φωνή και πιάνο, φόρος τιμής στον Κωνσταντίνο Καβάφη σε γαλλική μετάφραση Marguerite Yourcenar, Τριλογία για σόλο φλάουτο, Miranda για ενόργανο σύνολο, αφιερωμένο στην αγαπημένη του σύντροφο, Le Cheval Fou για ενόργανο σύνολο, Γραφειοκρατία για κλαρινέτο και μανγητοταινία, σημαντικό έργο ηλεκτρακουστικής μουσικής. Η μισή του ψυχή όμως ανήκε στην τζαζ και το 1984 συζητήθηκε αρκετά στους παρισινούς κύκλους η εμφάνισή του με το πιανιστικό Improvisations et Oeuvres, αυτοσχεδιαστικός οίστρος με συρραφή προηγούμενων έργων του. Από το Χάος του 1984, τελευταίο συμφωνικό του έργο για δύο ομάδες οργάνων, στις δισκογραφημένες Εικόνες του 1985 για πιάνο». Ο Νίκος Γεωργούσης θα συνθέσει περαιτέρω, θα γράψει μουσικές για θεατρικά (π.χ. για τον «Φονιά» του Μήτσου Ευθυμιάδη), αλλά η μοίρα θα τον οδηγήσει, δυστυχώς, πολύ νωρίς, στην τελευταία πράξη του έργου· το Δεκέμβριο του 1992, στα 37 του, θα φύγει από τη ζωή χτυπημένος από καρκίνο. Σήμερα, 20 χρόνια μετά το θάνατό του, θα ήταν ευχής έργον αν επανεκδίδονταν τα άλμπουμ που πρόλαβε να ηχογραφήσει. Aκόμη, αν έχουν διασωθεί οι παρτιτούρες, να εκτελεστούν και να δοθούν στη δημοσιότητα και κάποια ανέκδοτα έργα του.
Δισκογραφία Νίκου Γεωργούση
1.
Νίκος Γεωργούσης: Ελεύθερος Κόσμος [Οκτώηχος Ο.Η.Σ. 1472, 1979]
2.
Ν. Γεωργούσης/Θ. Δελαπάσχος:Θλίψη[Οκτώηχος Ο.Η.Σ. 1572, 1980]
3.
Νίκος Γεωργούσης: Εικόνες [Ιδιωτική Έκδοση CP 980, 1985]
Οι δίσκοι στην Οκτώηχο
1.
Νίκος Γεωργούσης: Ελεύθερος Κόσμος [Οκτώηχος Ο.Η.Σ. 1472, 1979]
2.
Ν. Γεωργούσης/Θ. Δελαπάσχος:Θλίψη[Οκτώηχος Ο.Η.Σ.1572, 1980]
3.
Pete and Royce:Suffering of Tomorrow[Οκτώηχος O.H.S.1672, 1980]

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

στις σκιές των αγαλμάτων…

Όταν πριν ένα μήνα περίπου έγραφα για το «Δια ταύτα…» του Πάνου Σαββόπουλου (http://is.gd/XXxuxY) δεν υπήρχε κάτι ανεβασμένο στο δίκτυο, ώστε να συμπληρώσει το κείμενο. Τώρα υπάρχει. Γι’ αυτό κι εγώ προτείνω, από εδώ, τον «Τετραδάκο», ένα τραγούδι που θα είχε γράψει ιστορία αν κυκλοφορούσε το 1973.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ – BRIAN ENO

Πρωτοδιάβασα για το “The Devil’s Men” (1976) του Κώστα Καραγιάννη (1932-1993) στο περιοδικό Cine7, μάλλον στο τεύχος 11 (Απρίλιος του 1988). Το Cine7 το αγόραζα κάθε μήνα κι είχα όλα τα τεύχη του έως ενός σημείου, αλλά όταν προχώρησα σ’ ένα πρώτο ξεκαθάρισμα (εκεί γύρω στο ’95) πέταξα αρκετά. Απ’ αυτά που κράτησα, και τα οποία εξακολουθώ να τα έχω στοιβαγμένα σ’ ένα dexion, στο τεύχος 12 (Μάιος 88) κάποιος αναγνώστης στην Αρένα –στις σελίδες επιστολών του περιοδικού– απαντά σε μιαν ερώτηση που είχε τεθεί (μάλλον από τον Βάσο Γεώργα) στο τεύχος 11, στη στήλη Ques Que Tan Dem, και η οποία αφορούσε στον συνθέτη του soundtrack τού “The Devil’s Men”, τον Brian Eno! Διαβάζοντας το κομμάτι –εκείνη την εποχή, αλλά το ίδιο θα έλεγα και τώρα– δεν το πίστευα. Πώς ήταν δυνατόν ο Eno να είχε γράψει μουσική και δη avant-ηλεκτρονική, όπως θα διαπίστωνα αργότερα, σε μιαν ας πούμε ελληνική ταινία, σκηνοθετημένη από τον Κώστα Καραγιάννη; Απ’ ό,τι φάνηκε ήταν.Είχα ψάξει λοιπόν για την ταινία και την είχα δει εκείνη την εποχή στο βίντεο (χωρίς υπότιτλους), για να την δω ξανά το 2005, όταν αγόρασα το σχετικό DVD της βρετανικής εταιρείας DD Home Entertainment, που ειδικευόταν στο horror φιλμ (Frankenstein and the Monster from Hell, Island of Terror, Night of the Big Heat, The Creeping Flesh και τα ρέστα). Η έκδοση ήταν πολύ περιποιημένη. Με ωραία εικόνα και ήχο, extras (π.χ. μια συνέντευξη με τον Christopher Lee –δεν έπαιζε στην ταινία– που θυμόταν τη συνεργασία του με τον πρωταγωνιστή τού “The Devil’s Men” τον Peter Cushing) και ακόμη 24σελιδο πολύχρωμο booklet με στοιχεία και φωτογραφίες.
Την παραγωγή της ταινίας είχε αναλάβει η ανεξάρτητη εταιρεία Poseidon Films, η οποία είχε ιδρυθεί στο Λονδίνο από τον Ελληνοκύπριο Φρίξο Κωνσταντίνου (Frixos Constantine) και τον Κώστα Καραγιάννη (Costas Carayiannis ή και… Dacosta Carayan). Ο Κωνσταντίνου είχε επιχειρήσει να φέρει χρήμα στην Ελλάδα με σκοπό να παράξει ανάλογες ταινίες και επί χούντας, αλλά οι συνταγματάρχες δεν ενδιαφέρονταν για… διαόλους και τριβόλους. Έτσι, μετά την πτώση της δικτατορίας, οι παραγωγοί φαίνεται πως βρήκαν ανταπόκριση από την κυβέρνηση Καραμανλή και εκμεταλλευόμενοι το φυσικό τοπίο, την όρεξη για δουλειά των δοκιμασμένων ελλήνων τεχνικών που ήταν αραχτοί και φυσικά τα φθηνά μεροκάματα, άρχισαν να βάζουν εμπρός τα σχέδιά τους. Μπήκε στη φάση και ο μέγας βρετανός σκηνοθέτης του «Ηδονοβλεψία» Michael Powell και το πράγμα άρχισε να κινείται.
Μία από τις πρώτες ταινίες, που σκόπευε να γυρίσει η Poseidon Films ήταν το “The Tempest” (σε σενάριο… William Shakespeare και διαμόρφωση για το σινεμά από τους Κωνσταντίνου και Καραγιάννη). Μάλιστα, τα γυρίσματα θα ξεκινούσαν από τη Ρόδο την 5/3/1975, αλλά τα πράγματα πήγαν εντελώς στραβά και η ταινία έμεινε στα χαρτιά. Εκείνη την εποχή πάντως (1976) ο Powell θα ανακατευτεί, ως σχολιαστής, σε μιαν άλλη ελληνική ταινία τής Poseidon, ένα ντοκυμαντέρ υπό τον τίτλο “Knossos: The Lost Capital of Atlantis” (σκην. Bianka Dadswell), που καταπιανόταν με την ιστορία του Μινωϊκού Πολιτισμού. Αργότερα (1978) ο Powell θα καταφέρει, τελικώς, να γυρίσει ένα φιλμ για την Poseidon (ήταν και το τελευταίο του), που είχε τίτλο “Return to the Edge of the World”· ένα ντοκυμαντέρ κατά βάση, που αφορούσε στο παλαιότερό του, από το 1937, “The Edge of the World”, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Ο Καραγιάννης με τις μουστάκες, ο Cushing και ο Pleasence κοιτούν απορημένοι, η Peters και ο… λοχαγός Ψάχος είναι στραμένοι προς τον σκηνοθέτη. Τον Brian Eno δεν τον βλέπω πουθενά…
Επηρεασμένοι προφανώς από το… μινωϊκό κλίμα της “Knossos…”, οι Κωνσταντίνου και Καραγιάννης βάζουν μπροστά την 13/10/1975 μια ταινία με υπόθεση, πρωταγωνιστής της οποίας θα ήταν ο… Μινώταυρος. Τα γυρίσματα θα τελείωναν μέσα σε επτά εβδομάδες και το χρήμα θα έπεφτε εξ ημισείας από την Getty Picture Corporation (της γνωστής οικογενείας των πετρελαιάδων-μεγαλοσυλλεκτών έργων Τέχνης – Κρήτη, Μινωϊκός πολιτισμός και τα λοιπά… θα τα έχωσαν κανονικά) και την Poseidon Film. Με γυρίσματα στα σπήλαιο Διρού, στον Ακροκόρινθο και στο Ναό της Αρτέμιδος στην Βραυρώνα το “The Devil’s Men” είναι η ιστορία ενός παπά (Donald Pleasence), ενός ιδιωτικού ντεντέκτιβ (Κώστας Καραγιώργης) και μιας κοπέλας (η τραγουδίστρια Karol Keyes, από το… northern soul γκρουπ Karol Keyes & The Big Sound, που αργότερα έγινε η ηθοποιός Luan Peters – ως Luan Peters συμμετείχε στα mid-70s στο γκρουπ 5000 Volts, αντικαθιστώντας κάποιες φορές την Tina Charles), η οποία ψάχνει τους φίλους της που χάθηκαν στα ερείπια ενός αρχαίου ναού, κοντά σ’ ένα… καταραμένο χωριό. Εκεί, κάνει κουμάντο ο Βαρώνος Corofax (Peter Cushing), ένας παγανιστής που έχει βρει τον τρόπο να… ταΐζει άγουρη σάρκα τον Μινώταυρο. Ας μην πω περισσότερα, επειδή η ταινία διατίθεται γενικώς στο δίκτυο και μπορείτε να τη δείτε όποιαν ώρα θέλετε. Στο “The Devil’s Men” πρωταγωνιστούν κι άλλοι έλληνες ηθοποιοί. Ο αστυνόμος Fernando Bislani, που δεν ήταν άλλος από τον πρόωρα χαμένο Δημήτρη Μπισλάνη, η Άννα Ματζουράνη (κι αυτή έχει φύγει από τη ζωή), ο Νίκος Βερλέκης, ο Ανέστης Βλάχος (υποδύεται έναν μπακάλη απ’ ό,τι θυμάμαι – την ταινία δεν έχω χρόνο να την ξαναδώ τώρα), η Έφη Κοσμά, η τραγουδίστρια Gelsomina (που ήταν Ιταλίδα, από την παρέα του Tony Pinelli, αλλά έκανε καριέρα στην Ελλάδα), ο Bob Behling και η Jane Lyle (το… κολασμένο ζευγάρι από το “Island of Death” του Νίκου Μαστοράκη) και ακόμη η καρατερίστα Jessica Dublin, που εμφανιζόταν και στα «Ψυχή και Σάρκα», «Το Αγκίστρι», «Το Κορίτσι Βόμβα», “Island of Death” κ.ά. Επίσης, στο τεχνικό της τμήμα συναντάμε τον Πέτρο Καπουράλη στα ντεκόρ και τον Άρη Σταύρου στη φωτογραφία.Η αλήθεια, σε κάθε περίπτωση, είναι πως ο Καραγιάννης έχει κάνει αρκετά καλή δουλειά. Στήνει ωραίες σκηνές, κινηματογραφεί με γνώση τις τελετές στους εσωτερικούς χώρους, ενώ και στις εξωτερικές λήψεις, βοηθούμενος από το άψογα φωτισμένο φυσικό ντεκόρ, τού Ακροκόρινθου ας πούμε ή του σπηλαίου στον Διρό, κατορθώνει να εμφυσήσει σε κάποια πλάνα του μιαν ιδέα απόκοσμης ποίησης (στο ύφος ορισμένων παραγωγών της Hammer). Και φυσικά, επειδή είχε στη διάθεσή του κάποιο σενάριο που κυλούσε (Arthur Rowe) παρέδωσε μια ταινία που δεν είναι «Ταγκό 2001», ούτε «Πονηρό Θηλυκό… Κατεργάρα Γυναίκα!».
Το “The Devil’s Men”, που προβλήθηκε κομμένο και στην Αμερική, με τον πιο… οικογενειακό τίτλο “Land of Minotaur”, μένει στην ιστορία και για έναν ακόμη λόγο· για τη μουσική του, που ήταν συντεθιμένη από τον Brian Eno. Το ερώτημα είναι πώς έμπλεξε με τον Καραγιάννη ο Brian Eno, και επ’ αυτού δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πληροφορία – αν και, σαν όνειρο, νομίζω πως κάτι είχα διαβάσει παλαιά. Στα σχόλια της ανάρτησης για το “Island of Death” του Μαστοράκη http://is.gd/zi26iC ένας αναγνώστης, ο Senor Pocopico, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όσον αφορά το ‘Devil's Men’, άλλο απερίγραπτο balkanploitation, o Καραγιάννης είχε πεί σε μια συνέντευξη που είχα διαβάσει αιώνες πριν (πάνω κάτω ό,τι θυμάμαι): ‘Είχε έρθει και ένας Άγγλος που έκανε διακοπές κάθε χρόνο στη Σαντορίνη και μου πρότεινε να γράψει τη μουσική. Εγώ τότε δεν ήξερα ποιος είναι, τον έβλεπα εκεί τα καλοκαίρια, μια καραφλή αδερφή ήταν...’ (αυτό το θυμάμαι verbatim!)». Όπως κι αν έχει, το 1976, ο Brian Eno ετοιμάζει τα σχετικά soundtracks για το “Sebastian” του Derek Jarman και για το “The Devil’s Men” του Κώστα Καραγιάννη. Για το δεύτερο μάς επιφυλάσσει την αγχωτική, ηλεκτρονική εισαγωγή (στους τίτλους) και διάφορες electro-σφήνες σε επί μέρους σκηνές, εν μέρει σχολιαστικές, αλλά βασικά υποβοηθητικές στον τρόμο. Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ η μουσική δεν έχει ιδιαιτέρως μεγάλη διάρκεια, αλλά σε κάποιες σκηνές… είναι σαν να πρωταγωνιστεί.
Στα credits αναφέρεται κάτι περί… original title song by Karl Jenkins, αλλά εγώ δεν θυμάμαι στην ταινία κανένα τραγούδι του ηλεκτροπιανίστα και reedman των Nucleus και των Soft Machine. Υπάρχουν κάποια φωνητικά στους «διαβολανθρώπους», που μπορεί να είναι όντως του Paul Williams (από Zoot Money’s Big Roll Band, Aynsley Dunbar Blue Whale, Juicy Lucy, Tempest κ.λπ.) το όνομα του οποίου αναφέρεται στα credits, αλλά τραγούδι δε θυμάμαι. Πάντως, απ’ ό,τι διαβάζω στους τίτλους αρχής, στο soundtrack πρέπει να ανακατεύτηκε κι η μουσική βιβλιοθήκη De Wolfe, με την οποία συνεργαζόταν εκείνη την εποχή (1976) ο Karl Jenkins. Στο label μάλιστα είχε βγει και το LP “Rubber Riff” [Music De Wolfe DWS/LP 3331] που περιείχε 14 συνθέσεις του με… modern rock music featuring keyboards and guitar. Το LP αυτό 18 χρόνια αργότερα, το 1994, το επανεξέδωσε σε CD η Voiceprint κάτω από το όνομα των Soft Machine.
Κι επειδή λέω να κλείσω με κάτι μουσικό. H πρωταγωνίστρια Luan Peters, πρώτα ως Karol Keyes, τραγουδούσε άσματα σαν το “One in a million” (1966), ενώ ως Luan Peters τα έδινε όλα για τη μεγάλη επιτυχία (Νο 4 το φθινόπωρο του ’75) των 5000 Volts “I’m on fire” (επιτυχία με την Tina Charles βεβαίως), τραγούδι που είπε στη γλώσσα μας και η Gelsomina, ως «Ξέρεις τώρα τι θα πη αγάπη», στο 45άρι «Ζω/ Ξέρεις τώρα τι θα πη αγάπη» [Polydor 2061 255, 1976].
Αν η εισαγωγή σάς θυμίζει το “Black is black” είναι τελείως συμπτωματικό...

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

RISTO – TV-RESISTORI

Οι Φινλανδοί Risto έχουν κυκλοφορήσει έως σήμερα τέσσερα άλμπουμ. Το Risto [Fonal FR-34, 2004], το Aurinko aurinko plaa plaa plaa [Fonal FR-47, 2006], το Live! [Fonal FR-58, 2008] και το Sahkohairioon [Fonal FR-63, 2009]. Στην παρούσα συλλογή, που έχει τίτλο “176-671 (Ensimmaiset askeleet)” [Fonal, 2010] ανθολογούνται τέσσερα κομμάτια από το πρώτο τους άλμπουμ, τέσσερα από το δεύτερο, κανένα από το τρίτο (το live), τέσσερα από το τέταρτο, ενώ υπάρχουν και δύο ανέκδοτα (το πρώτο και το τελευταίο της παρούσης). Για το τρίτο και το τέταρτο άλμπουμ τους έχω γράψει παλαιότερα στο blog. Οπότε, ας πω δυο λόγια, εδώ, για τα δύο πρώτα, υπενθυμίζοντας τα του πιο πρόσφατου CD τους (“Sahkohairioon”), προκειμένου να καταγραφεί μία κάπως γενικότερη άποψη.
Οι Risto είναι μπάντα… φινλανδική. Εννοώ πως τραγουδούν στη γλώσσα τους, ενώ τους διακρίνει κι αυτή η weird όπως και κομματάκι ερεβώδης αντίληψη, όσον αφορά στους ήχους, στα λόγια, στις εικόνες. Το “Risto”, κρίνοντας από τα κομμάτια που εδώ παρουσιάζονται, είναι το πιο poppy, το πιο psych και το πιο ανέφελο άλμπουμ τους, ένα απόσταγμα της δημιουργικής αφέλειας των Φινλανδών, μέσα από την οποίαν (αφέλεια) ξεπηδούν οι παγωμένες μελωδίες του “Nina, olen palasina” και του “Unessa mies, valveilla nainen” (αμφότερα πανέμορφα).
Στο δεύτερο “Aurinko aurinko plaa plaa plaa”, η κατάσταση βαραίνει περισσότερο. Τα τραγούδια είναι πιο σκοτεινά, κάπως τελετουργικά, μεγαλώνουν σε διάρκεια, ενώ δεν απολείπουν και οι punky αναφορές, που θα γίνονταν ακόμη περισσότερο σαφείς στο (επόμενο) live άλμπουμ.
Στο τέταρτο, το “Sahkohairioon”, είναι θεμιτό να υποστηρίξει κάποιος πως από τη μία μεριά o βρετανικός παράγων – A Certain Ratio, The Pop Group, Gang of Four, Human League, Deep Freeze Mice, για να μη μιλήσω για τους Beatles! – και, οπωσδήποτε, τα τοπικά γκρουπ Suonihiuksisto, Matosalaatti, Banjo Band “Bullet” και Deep Turtle έχουν επιδράσει με αποφασιστικό τρόπο στο μέταλλο των Risto, το οποίον, εδώ, ξεκαθαρίζει απολύτως. Με ανανεωμένη line-up –Minna Kortepuro μπάσο, Tuomas Eriksson κιθάρες, Alina Toivanen ντραμς, Risto Yliharsila τραγούδι, Laura Laurila βιολί, Mirja Mattinen τσέλο– οι Φινλανδοί τονώνουν το στοιχειώδες όσον αφορά στα ρυθμικά, μελωδικά και αρμονικά τους συστατικά, μετερχόμενοι παλαιολιθικά εφέ, οικοδομώντας, εναλλάξ, art και core περιβάλλοντα. Θα έλεγα δε ότι καθώς εξελίσσεται το άλμπουμ, πλησιάζοντας προς το τέλος του, το ενδιαφέρον ανεβαίνει· με το έσχατο κομμάτι “Putoan kaivossa”(ακούγεται κι εδώ) ν’ αποτελεί, ίσως (ίσως λέω), την πρόταση των Risto για ένα σύγχρονο, lo-fi πάντα, φινλανδικό τραγούδι, με μαγιά τη folk πρωτογενή ύλη. (Πάντως, τα δύο καινούρια tracks, το “Seuraavan sukupolven psykopaatti” που είναι εντελώς minimal, τύπου british 80s και το “Lyo”, που είναι περισσότερο εντεχνο-λυρικό, χωρίς να μπορείς να το πεις folky, δεν επιβεβαιώνουν την εν λόγω στροφή).#
Ακόμη ένα ερασιτεχνικώς φτιαγμένο άλμπουμ από τη Fonal. Κι όταν λέω ερασιτεχνικό εννοώ πως το όλον κλίμα, η συνολική ατμόσφαιρα, η περιεκτική αίσθηση που σου αφήνει αυτό το 40λεπτο LP/CD είναι εκείνη της παρέας, του «κάνουμε κάτι για το κέφι μας», χρησιμοποιώντας τις απλούστερες των συνταγών, τα πιο απαραίτητα από τα όργανα, τις πιο homemade τεχνικές παραγωγής και ηχογράφησης.
Τραγουδώντας λοιπόν στην φινλανδική, όπως η πλειονότητα των ονομάτων της Fonal (ή μήπως όλα-όλοι;), και προσανατολισμένοι προς μία sixties τραγουδοποιητική αφήγηση, οι TV-Resistori παρουσιάζουν στο φερώνυμο CD/LP τους [Fonal, 2011] μία σειρά (δέκα) ασμάτων, τα οποία διακρίνονται για τις… ενδιαφέρουσες μελωδίες τους, την αρμονική τους επεξεργασία (για τους στίχους δεν μπορώ να πω κάτι περισσότερο), τη δημιουργική προσκόλλησή τους στο folk, την country (το bluegrass!), την pop των sixties, έτσι όμως όπως θα μπορούσε να τα αποδώσει μία… eighties μπάντα. Το αποτέλεσμα, μετά απ’ όλα όσα προείπα, είναι εκείνο που αναμένει ο καθείς. Όμορφα, απλά τραγούδια, με κάποια, οπωσδήποτε, να ξεχωρίζουν. Κορυφαίο όλων το 4λεπτο “Minne ratsuni laukkaa”, που θα μπορούσε να θυμίζει ακόμη και Deep Freeze Mice. Αντιλαμβάνεστε νομίζω.

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

track list

1. Τη συγκέντρωση της Κυριακής τη διέλυσε η Αστυνομία, αφού κανείς δεν μπορεί να παραμείνει σε μια διαδήλωση όταν αδυνατεί ν’ ανασάνει.
2. Όσοι επιθυμούν να δημιουργούν επεισόδια δεν αντιμετωπίζονται με δακρυγόνα, καθότι αυτοί (οι ταραξίες) είναι προστατευμένοι (με μάσκες κ.λπ.). Μπορεί να αντιμετωπιστούν με άλλους τρόπους (με αντλίες νερού, με… σκατοβόλα). Βεβαίως ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι η πρόληψη, αλλά με το ποσοστό ανεργίας στη νεολαία να ξεπερνά το 50%, η όποια διάθεση για πρόληψη (που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει) είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
3. Άρα τα δακρυγόνα επί της ουσίας ρίπτονται εναντίον των ανυποψίαστων και όσων επιθυμούν απλώς να διαδηλώσουν.
4. Τα τηλεοπτικά κανάλια, για άλλη μια φορά, επετέλεσαν το… ρόλο τους. Δεν μετέδωσαν τίποτα από τη συγκέντρωση –η οποία συγκέντρωση δεν ξεκίνησε όταν άρχισαν τα επεισόδια, αλλά πολύ νωρίτερα– επιλέγοντας, ως συνήθως, την εικόνα της καταστροφής και την μπουρδολογία. Αν έχεις πέντε δράμια μυαλό σού γυρίζουν, απλώς, τα έντερα.
5. Ο κόσμος (ο πολύς κόσμος), παρ’ όλη την ασκούμενη τρομοκρατία, είναι διατεθειμένος να βγει και να ξαναβγεί από τα σπίτια του υποστηρίζοντας τα προφανή. Εξάλλου, έχουν απομείνει ελάχιστα για να χαθούν.
6. Αξίζει μία υπόκλιση (αν και δεν την έχουν ανάγκη) στους Γλέζο-Θεοδωράκη, οι οποίοι σ’ αυτή την ηλικία εξακολουθούν να μη λογαριάζουν τη ζωή τους. Έχουν περάσει, ως γνωστόν, πολύ χειρότερα.
7. Η φραστική βία (περί επικείμενης χρεοκοπίας, αν δεν…) συναγωνιζόταν την πρακτική και εφαρμόσιμη. Η «άλλη άποψη» λοιδορείται και εξοβελίζεται, από κάθε συζήτηση στο υψηλό κλιμάκιο. Κανένα σχέδιο δεν υπάρχει στον ορίζοντα, για το πώς θα μπορούσε να πορευτεί η χώρα, αν το πράγμα οδηγηθεί στο απροχώρητο.
8. Εντός του Κοινοβουλίου η κωμωδία υπήρξε απερίγραπτη. Το… αντι-μνημονιακό Πα.Σο.Κ. βρήκε την ευκαιρία (με ξένα κόλλυβα) να το παίξει επανάσταση και η αντι-μνημονιακή Ν.Δ. (εδώ γελάμε) απεκάλυψε τις πραγματικές της προθέσεις, έστω και λαβωμένη κατά το 1/4. Αμφότεροι, είναι έτοιμοι να διαλυθούν στο πρώτο θρόισμα.
9. Η ελληνική πολιτική ζωή έχει γίνει μπαλάκι στα χέρια κάποιου Σόιμπλε, που έχει το θράσος να μας υποδεικνύει ακόμη και το πότε (και το αν) θα πρέπει να γίνουν εκλογές. Προφανώς δε φταίει ο Γερμανός, αλλά τα… ντόπια κρέατα που κάθονται και χάβουν ό,τι λέει· ορισμένοι, μπορεί και να συμφωνούν μαζί του, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει – έτσι συμβαίνει από… 70ετίας. Στάση προσοχής στ’ αφεντικά με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, και παλικαρισμοί, και δακρυγόνα, και ξύλο, και εις το πυρ το εξώτερον κάθε ηθικό δικαίωμα εκείνων που υποτίθεται ότι υπηρετούν.
10. Κάποιος Γάλλος… σοσιαλιστής, και αυριανός πρωθυπουργός (ως φαίνεται), χύνει, σήμερα, δάκρυα για την Ελλάδα. Αύριο; Μην τον είδατε, μην το απαντήσατε.
11. Έχουμε μείνει χωρίς ουσιαστικά στηρίγματα. Η Ευρώπη δεν μας θέλει. Παίξαμε άθλια και χάσαμε ακόμη και παραδοσιακούς φίλους. Η εσωστρέφεια δεν είναι καλό πράγμα, αλλά έχω την αίσθηση πως πρέπει να δούμε λίγο τη γειτονιά μας. Πρέπει να τελειώνουμε, με κάποιον τρόπο, με τα Σκόπια. Να δούμε τι μπορεί να γίνει με την Τουρκία. Να διευθετηθούν οι διαφορές. Να πάρουμε κάτι, χωρίς να δώσουμε τα πάντα.
12. Ας κάνουμε και πέντε πράγματα για την «έρημη χώρα», είτε χρεοκοπήσουμε, είτε όχι. Δεν θα πω τι. Τα ξέρουμε όλοι.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

STRESS ξέχασες κιόλας τη ζωή σου

Μερικά γνωστά, ή περίπου γνωστά πράγματα. Οι Stress υπήρξαν ένα από τα πρωταρχικά ελληνικά punk συγκροτήματα, αφού σχηματίστηκαν, στην Αθήνα, το 1980· είναι τόσο παλαιοί δηλαδή όσο σχεδόν και οι Παρθενογένεσις (που είχαν ανοίξει το χορό, αφού σχηματίστηκαν τον Ιανουάριο του 1979), αλλά όχι παλαιότεροι από τους Vavoura Band, που ηχογράφησαν το πρώτο punk τραγούδι στην Ελλάδα, το “Vana G. Vanna” (1980). Ακόμη, ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν (μαζί με τον αγγλικό) και τον ελληνικό στίχο στα τραγούδια τους (κυρίως αυτόν δηλαδή), εγκαινιάζοντας κατά μίαν έννοια την ελληνόφωνη εκδοχή του εντόπιου punk, άρα και την αμεσότητά του.
Είχα παρακολουθήσει τους Stress –όπως και διάφορα άλλα ομοειδή σχήματα της εποχής– σε live στην Πάτρα και την Αθήνα, ενώ είχα αγοράσει στην ώρα τους τόσο τη συλλογή Διατάραξη Κοινής Ησυχίας [Enigma, 1984] στην οποία συμμετείχαν με δυο τραγούδια (πλέον δεν την έχω), όσο και το LP τους Ο Ήχος της Ανασφάλειας [Ανεξάρτητη Παραγωγή, 1985], το οποίον και διατηρώ ακόμη στη δισκοθήκη ως μνημείο της νεότητός μου, μιας και το είχα αγοράσει... εν καμίνω. (Τον Ήχο της Ανασφάλειας ΙΙ που είχε βγει από την Wipe Οut! δεν τον απέκτησα ποτέ, καθότι τα μουσικά μου γούστα, το ’92, ήταν πια διαφορετικά). Έτσι λοιπόν, και με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία δύο 45αριών των Stress από την B-Otherside, είπα να ξανακούσω μετά από 25 χρόνια (πάνω-κάτω) εκείνο το παλαιό LP, προκειμένου να ξαναμπώ στο πνεύμα, ανακαλώντας ταυτοχρόνως ό,τι ήταν δυνατόν από την εποχή. Φυσικά, από εδώ, τώρα, δεν πρόκειται να παρελάσουν αναμνήσεις (δεν μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο)· απλώς, οι αναμνήσεις θα συνδεθούν με το σήμερα, προκειμένου να βγει κάποιο συμπέρασμα.Οι Stress (αφού γι’ αυτούς μιλάμε τώρα), ήταν ένα απολύτως αυθόρμητο συγκρότημα. Τούτο σημαίνει πως ενώ είχαν τη δυνατότητα, ως γκρουπ, να φτιάξουν «ωραιότερα» τραγούδια (αν την έψαχναν παραπάνω δηλαδή, καθότι ως μουσικοί δεν ήταν αμελητέοι), εκείνοι προτίμησαν να μη νερώσουν την πρώτη-πρώτη έμπνευση, καταγράφοντας –ως ένα γνήσιο και απέριττο punk γκρουπ που ήταν–, το αρχικό και αμόλυντο αίσθημα. Τους θυμάμαι στα live πόσο ταγμένοι και αποφασισμένοι πάταγαν επί σκηνής, και παρότι δεν καταλάβαινες γρι απ’ ό,τι έλεγαν (έφταιγαν οι χώροι, ο κακός ήχος, ο τρόπος που στρίμωχναν τις ελληνικές λέξεις ανάμεσα στα μέτρα – πολλές εκ των οποίων ήταν φαγωμένες ή παρατονισμένες, προκειμένου να μπορέσει, με κάποιον τρόπο, να ειπωθούν) εντούτοις σου άφηναν ακεραία την αίσθηση της αγνότητας και της αυθεντικότητας, που οφείλει να έχει κάθε punk συγκρότημα, πριν μετατραπεί σε εμπόρευμα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο –κι επειδή οι Stress ήταν με την καλή έννοια χύμα, δίχως να νοιάζονται για πολλά-πολλά–, πέτυχαν να επηρεάσουν, βαθειά, όμορες ομάδες (ας πούμε τους Panx Romana). Κι αν οι αναμνήσεις παραμένουν σχετικώς θολές, με την ουσία τους καταγεγραμμένη πάντως στο προσωπικό συνειδητό, υπάρχει ο Ήχος της Ανασφάλειας, το LP, που επιβεβαιώνει πολλά από τα λεχθέντα.
Αρχικώς, κάτι που δε νομίζω να παρατηρείται σε κανέναν άλλο δίσκο ελληνικού συγκροτήματος. Ένα άλμπουμ με τρεις(!) track lists (άλλη στο εξώφυλλο, άλλη στα labels και άλλη ακούς) και με μεταφρασμένο το όνομα του γκρουπ στην ετικέτα –Άγχος αντί Stress. Τι φανερώνει αυτό; Μα την εντελώς ερασιτεχνική αντίληψη με την οποία δρούσε το συγκρότημα. Όλα δημιουργούνταν πάνω στο βράσιμο, με το τώρα να διαφοροποιείται από το χθες… κι από το αύριο. Έπειτα, ήταν τα τραγούδια – στο γνωστό, ρομαντικό κατά βάθος, καταγγελτικό στιχουργικό στυλ, που έδιναν στίγμα από το πρώτο μέτρο (Αθήνα, Άγχος, 1984… παρά κάτι, Στρατιώτης, Περιθωριακός, Υποκριτές, Άβουλο ον). Εκεί, στο άλμπουμ, η λογοκριμένη Γενοκτονία (ακουγόταν μόνον η αρχή και το τέλος της, με όλο το υπόλοιπο τραγούδι κενό), το instro Ινδιάνικο, κι ένα τραγούδι που μέτρησε στην εποχή του, η Λέρος.
Προσωπικώς και κάπου εκεί, λίγο μετά τα μέσα του ’80 δηλαδή, σταμάτησα να έχω πολλά-πολλά με τη «ζωντανή» σκηνή, που αγρίευε ακόμη περισσότερο απ’ όσο άντεχα, παρότι στην πορεία αγόρασα τα πρώτα LP των Panx Romana και Γενιά του Χάους (κατά τη γνώμη μου πρόκειται για τα δύο καλύτερα του greek punk), κάτι των Γκούλαγκ και των Αντί, ένα των Αντίδραση και ίσως μερικά ακόμη· περισσότερο για ακαδημαϊκούς λόγους.
Κι ενώ τα λέμε αυτά, ας πούμε και λίγα λόγια για τα 7ιντσα “Athens Burning” (τίτλος που αφορά, υποθέτω, στο 1980 και στα θύματα της τότε αστυνομικής βίας, τον Κουμή και την Κανελλοπούλου) που έδωσαν αφορμή γι’ αυτή τη μικρή αναδίφηση.
Ρίχνοντας λοιπόν στο πικάπ την Side A, από το “Athens Burning I” [B-Otherside, 500 αντίτυπα] και ακούγοντας το φερώνυμο αγγλόφωνο (rec. 1-2/1983) και το “Devil driver” (rec. 12/1982) επιβεβαιώνω εκείνο που έγραψα στην αρχή, πως οι Stress ήταν ένα δυνατό γκρουπ, που θα μπορούσε να διαπρέψει με άνεση και σε πιο… έντεχνα χωράφια. Με τις κιθάρες να λαλάνε, και το rhythm section να σκίζεται, τα δύο κομμάτια (και ιδίως το “Devil driver”, που μου θυμίζει πιο αυθάδεις Reporters) είναι ωραία δείγματα new-wave/punk, που θα μπορούσε κάλλιστα να είχαν βρει στέγη στην Creep Records. Στη Side B υπάρχουν τρία ελληνόφωνα κομμάτια (rec.1-2/1983), τα γνωστά από το LP «Χαφιές» και «Περιθωριακός» (που εδώ μου αρέσουν περισσότερο – ιδίως ο «Περιθωριακός» με την κιθαριστική φρασιολογία του Λούη Κοντούλη να υπερβαίνει τα πλαίσια του χώρου) και το «Ξέχασες κιόλας τη ζωή σου» (στη θεματική του «Άγχους»).
Το “Athens Burning II” [B-Otherside, 500 αντίτυπα] ξεκινά με δύο κομμάτια που τ’ ακούμε και στο άλμπουμ (γραμμένα στο διάστημα 1-2/1983), τον «Στρατιώτη» και το «Ινδιάνικο». Για το δεύτερο έχω τη γνώμη πως είναι ένα δυνατό instro, και πως αν έβγαινε τότε σε 45άρι, με πρώτη πλευρά το “Devil driver”, τώρα θα μιλούσαμε για κάτι άλλο (με αυταπόδεικτο ιστορικό βάρος). Το «Φόβος» που ανοίγει τη B Side (rec.3-4/1985) προέρχεται, και αυτό, από την εποχή του μεγάλου δίσκου και όπως το ακούω εδώ είναι πάλι προτιμότερο. Το έσχατο «Σκέψου πριν είναι αργά» (rec.1-2/1983) είναι ένα ακόμη πυρωμένο track, πάνω στο οποίο απλώνεται το τετράστιχο «Μην κοιτάς που σου γελούν/ αύριο πάλι θα σε πατούν/ πιέσεις, υποσχέσεις/ ψεύτικες διαπραγματεύσεις».
«Αθήνα, Ελλάδα, και Stress...», όπως ακούγεται να λέει από ραδιοφωνική εκπομπή της εποχής (την Χωρίς Περιστροφές;) και ο Αργύρης Ζήλος…

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

NICHOLAS URIE – CHARLES BUKOWSKI

Τρία σαξόφωνα (σοπράνο, άλτο, τενόρο), μπάσο κλαρίνο, τρεις τρομπέτες, δύο τρομπόνια, πιάνο, μπάσο, ντραμς και ακόμη φωνή περιλαμβάνει η μπάντα του Nicholas Urie, ενός νέου μουσικού (μόλις 26 ετών), ενός αυθεντικού ταλέντου (διευθυντής ορχήστρας) του σύγχρονου jazz circuit. Το “My Garden” [Red Piano, 2011], που ακολουθεί το “Excerpts from An Online Dating Service” [Red Piano, 2009], είναι ένα concept άλμπουμ βασισμένο (γιατί αυτό είναι το concept) στην ποίηση του Charles Bukowski (1920-1994).Όπως εξηγεί ο ίδιος ο Urie, στο κείμενο που υπάρχει τυπωμένο στο άλμπουμ του, ο Bukowski υπήρξε ήρωας ενός συγκεκριμένου τρόπου σκέψης, ζωής και δράσης στη νότια Καλιφόρνια και πως ως νοτιοκαλιφορνέζος και ο ίδιος ήταν βαθύτατα επηρεασμένος, στην εφηβεία του, από την ποίησή του. Βεβαίως, μεγαλώνοντας, όπως ο ίδιος πάντα υποστηρίζει, θ’ ανακαλύψει και άλλα στοιχεία στα ποιήματα, τις νουβέλες και τις μικροϊστορίες του Bukowski, στοιχεία που θα τον εξαναγκάσουν κατά μίαν έννοια να συντάξει το εν λόγω άλμπουμ. Έτσι, λοιπόν, και παρότι ο Charles Bukowski δεν είναι ένας τζαζ ποιητής –όπως μπορεί να είναι άλλοι συνάδελφοί του, του beat κυκλώματος φερ’ ειπείν–, έχει κάποια στοιχεία στη γραφή του, που μπορεί να συνδυαστούν με μιαν jazz αφήγηση. Κυρίως το κοφτερό λακωνίζειν, όσον αφορά στη φόρμα, που μπορεί με μιαν ευκολία να προσαρμοστεί στο ηχητικό δρώμενο, και βεβαίως τα γνωστά θέματα τα σχετικά με το γυναικείο φύλο, τα ποτά, και την (κυνική) κοινωνική κριτική, που μπορεί εκ πρώτης να μην ταυτίζονται με τον τζαζ τρόπο ζωής, διατηρούν όμως μια (σοβαρή) τομή μ’ εκείνον. Κατά τα λοιπά, η Christine Correa (συνεργάτις και του Ran Blake, ανάμεσα σε άλλα) φαίνεται πως είναι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο στην απόπειρα ν’ αποδοθούν οι στίχοι του Bukowski, υπό την έννοιαν ότι οι τραγουδο-απαγγελίες της διαμορφώνονται όχι μόνο σε σχέση με τα λόγια, αλλά και σε σχέση με τον ηχητικό δεδομένο· άκου ας πούμε το “For crying out loud” με τις παραμορφωμένες συλλαβές, τις τραβηγμένες καταλήξεις, τα απότομα κοψίματα κ.λπ. Υπάρχουν λοιπόν οι επιμέρους half-sung, half-spoken τεχνικές, υπάρχει όμως και το μεσαιο-μπαντικό background (όταν είναι background και δεν είναι μπροστά), τα αφηγηματικά στοιχεία (ιδίως από το κοντραμπάσο του John Hebert) που παρέχουν ακόμη περισσότερο δύναμη στο λόγο, φυσικά ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός, οπωσδήποτε οι contemporary διδαχές και βεβαίως τα σχολιαστικά παιξίματα των πνευστών και του πιάνου (Frank Carlberg), που δίδουν (άπαντα) στο “My Garden” τη σιγουριά του ολοκληρωμένου.
Επαφή: www.redpianorecords.com

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

PAUL CARDAN καπιταλισμός και βαρβαρότητα

Ήμουν έξω από τη Μεγάλη Βρετανία πεντέμισι-έξι παρά, όταν έσκασαν οι πρώτες κρότου-λάμψης και οι σωροί των δακρυγόνων, που έκαναν την παρουσία μας στη διαδήλωση αδύνατη. Αφού στην οπισθοχώρηση τη γλιτώσαμε και δεν ποδοπατηθήκαμε από το πλήθος που απομακρυνόταν όπως-όπως από το Σύνταγμα, ανέβηκα τη Βουκουρεστίου και την Κανάρη, και στην Πλατεία Κολωνακίου άραξα σ’ ένα μάρμαρο· κι επειδή είχε ακόμη φως (μεγάλωσαν οι μέρες) άρχισα να ξαναξεφυλλίζω ένα βιβλίο (που το είχα μαζί μου), ειδικό για την περίσταση…
Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον πόνημα σχετικό με τον τρόπο που λειτουργεί ο καπιταλισμός (μέσα από τις ενδογενείς αντιφάσεις του) και τον τρόπο με τον οποίον ελίσσεται στο ιστορικό προτσές (ας χρησιμοποιήσω αυτή την παλαιά ξύλινη λέξη), ενσωματώνοντας στην πορεία τις λαϊκές αντιστάσεις, χαλαρώνοντας τα λουριά των εκμεταλλευομένων (όταν το κρίνει), ίνα περισωθεί το είναι του κάτω (και) από ιδιάζουσες συνθήκες. Αναφέρομαι στο Το Επαναστατικό Κίνημα στο Σύγχρονο Καπιταλισμό [εκδ. Πράξη, Αθήνα 1972, σε μετάφραση του Κερκυραίου Άγι Στίνα – για το ποιος είναι ο Στίνας ψάξτε το], μία μελέτη του Paul Cardan –ένα από τα ψευδώνυμα του Κορνήλιου Καστοριάδη, που το χρησιμοποιούσε βασικά πριν αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα–, η οποία είχε πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό Socialism ou Barbarie, στα τεύχη 31, 32 και 33 στο διάστημα 2/1961-2/1962. Γράφει μεταξύ άλλων ο Καστοριάδης:
«Το σύνολο των μέσων που χρησιμοποιεί ο καπιταλισμός υπακούει πάντα στην ίδια προσταγή: τη διατήρηση της κυριαρχίας του, την επέκταση του ελέγχου του στην κοινωνία γενικά, στο προλεταριάτο ιδιαίτερα. Οποιαδήποτε κι αν είναι στην αρχή η επίδραση άλλων παραγόντων –όπως η πάλη ανάμεσα στους ίδιους τους καπιταλιστές ή μια τεχνική εξέλιξη, που δεν έχει ακόμα υποταγεί στο κεφάλαιο– η σπουδαιότητά τους ελαττώνεται προοδευτικά, σε άμεση αναλογία με την προλεταριοποίηση της κοινωνίας και την επέκταση της πάλης των τάξεων. Στις προηγούμενες κοινωνίες, σφαίρες της ζωής διαφορετικές από την παραγωγή, την οικονομία και την πολιτική, υπονοούσαν απλώς τη σχέση τους με την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Σήμερα, αυτές οι σφαίρες βρίσκονται μέσα στη σύγκρουση και ρητά έχουν ολοκληρωθεί μέσα στο δίχτυ της οργάνωσης, σ’ αυτό που η κυρίαρχη τάξη τείνει να περικλείσει ολόκληρη την κοινωνία. Όλοι οι τομείς της ανθρώπινης ζωής πρέπει να υποταγούν στον έλεγχο των διευθυνόντων. Όλες οι πηγές και τα μέσα χρησιμοποιούνται από τον καπιταλισμό, ενώ και η επιστημονική γνώση είναι επιστρατευμένη στην υπηρεσία του: η ψυχολογία και η ψυχανάλυση, η βιομηχανική κοινωνιολογία και η πολιτική οικονομία, η ηλεκτρονική και τα μαθηματικά καταθέτουν τη συνεισφορά τους για να εξασφαλίσουν την επιβίωση του συστήματος, να φράξουν τις ρωγμές του, να του επιτρέψουν να διεισδύσει στο εσωτερικό της εκμεταλλευόμενης τάξης, να κατανοήσουν τις αιτιολογίες και τις συμπεριφορές και να τις χρησιμοποιήσουν προς όφελος της ‘παραγωγής’, της ‘κοινωνικής σταθερότητας’ και της πώλησης άχρηστων αντικειμένων.(...)
Παραδοσιακά, η τρομοκρατία είναι ένα από τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιεί η εξουσία για να συντρίψει τη δραστηριότητα κάθε αντιπολίτευσης. Αλλά αυτή δεν είναι πάντα εφαρμόσιμη, ούτε πάντα η πιο προσοδοφόρος. Η ‘ειρηνική’ χειραγώγηση των μαζών, η βαθμιαία αφομοίωση των οργανωμένων αντιπολιτεύσεων, μπορεί να είναι περισσότερο αποτελεσματικές». 

Εχθές και σήμερα γίναμε μάρτυρες και των δύο μέσων, και των… επιστημονικών και των παραδοσιακών, για να μην έχουμε να λέμε…