Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

ΜΑΡΙΖΑ ΚΩΧ & FILTIG Platonia

Δανείζομαι μία περίπου εισαγωγή από ένα παλαιότερο δικό μου κείμενο, την οποίαν προσαρμόζω και εμπλουτίζω.
Ο Filtig (Φίλης Ιερόπουλος) μαζί με την Εύα Ιεροπούλου αποτελούσαν (αποτελούν άραγε ακόμη;) τα Χρώματα, ένα duo που επιχείρησε με ξεχωριστό ενδιαφέρον στην… αφοπλιστική πλευρά της electronica, ενώ είναι επίσης μέλος των Cloudcub, στο άλμπουμ των οποίων “Friendly Warning” (2009) επίσης έχω αναφερθεί. Ακόμη, έχω γράψει για το “The World is Yellow” (2010), ένα προσωπικό CD του το οποίον προσδιορίζει ακόμη περισσότερο τη σχέση τού Αθηναίου, αλλά διαμένοντα στο Λονδίνο(;), μουσικού με τα electro ηχοχρώματα. Υπάρχουν κι άλλα projects τα οποία έχει αποπερατώσει ο Filtig, όπως, ας πούμε, το πιο πρόσφατο «ΘεοδωΡάκος» –το οποίον είναι βασισμένο πάνω σε μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη, επεξεργασμένες μ’ έναν ενσυνειδήτως απλοποιημένο τρόπο μιας και αφορούν σε παιδιά– οι Κασετίνες Ι και II και άλλα διάφορα. Ένα από τα πιο καινούρια άλμπουμ τού Filtig (κυκλοφόρησε το προηγούμενο καλοκαίρι) είναι και τοPlatonia, η απρόσμενη δηλαδή συνεργασία του με την Μαρίζα Κωχ.
Είναι γνωστή η διαδρομή της Μαρίζας Κωχ και δεν χρειάζεται, εδώ, να ειπωθούν περισσότερα. Ίσως εκείνο που θα πρέπει να αναφερθεί –κάτι όχι ιδιαιτέρως γνωστό– είναι η ενασχόληση της Κωχ όχι απλώς με τα παιδικά τραγούδια (κάτι που έχει εν πάση περιπτώσει 35ετή ιστορία), αλλά με τους παιδικούς, άναρθρους ήχους (εκείνους που προφέρουν τα μωρά και άρα εκείνους που δυνητικώς αντιλαμβάνονται). Χαρακτηριστικό άλμπουμ της σ’ αυτό το μοτίβο είναι το «Σαν Ουράνιο Τόξο/ Μουσικά ερεθίσματα για βρέφη» [Verso, 2000], που προσφέρει κάτι πολύ περισσότερο από μιαν απλή, μουσική, βρεφική διαπαιδαγώγηση (εννοώ πως ακούγεται «μια χαρά» κι απ’ τους… μεγάλους). Συνδυάζοντας λοιπόν τα ηλεκτρονικά με τη φωνή τής Κωχ, ο Filtig δημιουργεί ένα παράξενο ηχητικό κράμα, το οποίο επιχειρεί να οικοδομηθεί, συχνά, πάνω στο «στοιχειώδες». Το “Platonia”, με άλλα λόγια, δίχως να είναι αναγκαστικώς «παιδικό», διατηρεί εκείνη την αμόλυντη, πρωτόλεια συνοχή ενός τέτοιου δημιουργήματος, εκμεταλλευόμενο πλήρως τις απλές μελωδικές φράσεις, το minimal πνεύμα, την υπνωτιστική επανάληψη, τις χαμηλές εντάσεις… Υπάρχουν όμως και κομμάτια, όπως το “Neurotrophic”, τα “Transsiberian pt.1” και “pt.2”, το “Trace”, το “Ping” που πάνε το πράγμα πολύ παραπέρα, στα όρια μιας… ηλικιωμένης, όσο και ακριβοθώρητης ηλεκτρονικής περιπέτειας. Ξεπερνώντας δηλαδή κάποιες πρωταρχικές αναφορές, οι συνθέσεις του Filtig αγγίζουν το χώρο του ηλεκτρονικού συστεμισμού (κάτι από Asmus Tietchens π.χ.) και του electro-techno των Matmos. Η Μαρίζα Κωχ, καλλιτέχνις μιας άλλης εποχής, ή και λογικής, αποδεικνύει, εδώ, πως έχει το τσαγανό να συναντηθεί με αυτές τις προχωρημένες φόρμες, ενσωματώνοντας δίχως πρόβλημα τη φωνή της στα ηλεκτρονικά καθέκαστα. Για την δημιουργική αποκοτιά της –πόσες ελληνίδες καλλιτέχνιδες της δικής της γενιάς γνωρίζετε που να τολμούν;– της αξίζει ο έπαινος.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

MECHANIMAL άγονη electro-γραμμή

Έφθασαν στ’ αυτιά μου (και διάβασα) πολλά καλά λόγια για τους Mechanimal (Γιάννης Παπαϊωάννου computers, synths, beats, Freddie F. φωνή, Τάσος Νικογιάννης κιθάρες, Αγγελική Βρεττού βίντεο) – εννοώ για το φερώνυμο LP/CD τους που κυκλοφόρησε από την Inner Ear προς το τέλος του 2012. Όχι πως επηρεάζομαι απ’ όσα ακούω ή διαβάζω (έτσι τουλάχιστον νομίζω…), αλλά, να, ήθελα να δω αν όλο αυτό το hype, όλοι αυτοί οι «ύμνοι» αιτιολογούνταν από την ακρόαση.
Σε γενικές γραμμές νομίζω πως «ναι». Οι Mechanimal έκαναν ένα πραγματικά πολύ ωραίο άλμπουμ, το οποίον, στα 66 λεπτά που διαρκεί, δεν παρουσιάζει χάσματα, δεν παρουσιάζει κοιλιές. Όλα τα κομμάτια εμφανίζουν μιαν ενότητα, κυλώντας μέσα σ’ ένα στιβαρό electro-rock σκηνικό, με μουσικές οι οποίες ρέουν με τον πλέον ευανάγνωστο τρόπο, με λόγια στην αγγλική (των Παπαϊωάννου και Freddie F.) που συλλαμβάνουν κάτι από τις fucking days του καιρού μας (μία κοινωνία σε πολυδιάσπαση, ασυντόνιστη, ασύνδετη, που επιπλέει πάνω στα πάσης φύσεως απόνερα και που προσπαθεί να αναδιατάξει το είναι της ίνα «επικοινωνήσει») και με μιαν άποψη-ηχογράφηση-παραγωγή που θυμίζει eighties και early nineties (όχι τα καθ’ ημάς)· αλλά είναι μίλια μπροστά από τις (καθ’ ημάς) δουλειές της εποχής (απ’ ό,τι είχε δώσει, φερ’ ειπείν, ο Παπαϊωάννου με τους Rehearsed Dreams, τους Spiders Web, τους Raw, ή δεν θυμάμαι, τώρα, με ποιους άλλους ακόμη). Ναι, βοηθούν πολύ οι κιθάρες του Νικογιάννη (ιδρυτικό μέλος των Make Believe), αλλά, βασικά, είναι οι ρυθμικές βάσεις του Γιάννη “ION” Παπαϊωάννου, που κάνουν όλη τη δουλειά. Άψογες οι απαγγελίες του Freddie F., δεν λέω, αλλά εδώ κάπου είναι και η μοναδική μου ένσταση, γι’ αυτόν τον πράγματι απολαυστικό δίσκο.
Γιατί, λοιπόν, ενώ υπάρχουν απαγγελίες και όχι τραγούδι, ο στίχος να μην είναι (ακόμη περισσότερο) ελληνικός; Δεν θα άλλαζε κάτι. Εκτός και αν φθάνουμε να χρησιμοποιούμε μια γλώσσα απλώς και μόνον για τον ήχο της, και όχι για όσα λέμε δια εκείνης. Χάθηκε μιαν ευκαιρία, φρονώ (πολλοί δεν θα συμμεριστούν την άποψή μου, αλλά δεν πειράζει) να βγει ένα ελληνόφωνο electro-rock, που θα μπορούσε να διαγράψει με μιας οτιδήποτε έχει κυκλοφορήσει στο χώρο (με ελληνικό στίχο εννοείται) από τη δεκαετία του ’80 έως σήμερα. Διαγράφει όμως τα αγγλόφωνα, θα μου πείτε, και εν μέρει είναι το ίδιο.
Εξαιρετικό άλμπουμ το “Mechanimal” –το ξαναλέω– και παρότι δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις κομμάτι, καθότι όλα κινούνται από το… εννιά και πάνω, θα αποπειραθώ να το πράξω για ένα. Είναι το “Ghost”, που μου αφήνει μιαν επίγευση από Yello στη ρυθμική του βάση, αλλά και στη γενικότερη δομή του (δεν αναφέρομαι, αυστηρώς, στον ήχο του)· και το λέω τούτο ενθυμούμενος τις σιδερένιες ημέρες του ’80, που σκούριασαν εν τω μεταξύ από το τεχνητό μας δάκρυ…
Επαφή: www.inner-ear.gr

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ ΣΤΑ 70s

Τα καλά πράγματα του ελληνικού ροκ στα seventies είναι μετρημένα κουκιά. Δεν υπάρχει πιο εύκολη λίστα απ’ αυτήν. Παρά ταύτα εγώ θα την… δυσκολέψω όσο μπορώ, επιλέγοντας μόνο δέκα άλμπουμ από το εσωτερικό (θα μπορούσα να επιλέξω 15 δηλαδή και να τα έχω όλα μέσα) και δύο από το εξωτερικό. Η σειρά είναι αλφαβητική…
1. ΑΚΡΙΤΑΣ – Ακρίτας – Polydor 2421 031 – 1973
(ένα «δύσκολο» άλμπουμ, που το εκτιμούν πολλοί)
2. ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΚΑΪΦΥΛΙΑΣ – Ατέλειωτη Εκδρομή – MINOS MSM 254 – 1975
(σπουδαία κομμάτια, κορυφαίος τραγουδιστής)
3. ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ – Πελόμα Μποκιού – Lyra  SYLP 3255 – 1972
(ώρες-ώρες νομίζω πως δεν γράφτηκε ποτέ καλύτερο ροκ άλμπουμ στην Ελλάδα – αναφέρομαι στην πρώτη έκδοση, χωρίς το «Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε»)
4. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΥΛΙΚΑΚΟΣ – Μεταφοραί Εκδρομαί "Ο Μήτσος" – EMI 2J062 70262 – 1976
(έχει το «Σκόνη, πέτρες, λάσπη» και το «Άνευ ουσίας, άνευ σημασίας», δεν χρειάζεται κάτι άλλο)
5. ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ – Δυο Μικρά Γαλάζια Άλογα – SYZP Zodiac 88010 – 1970
(ο Ρωμανός, οι κιθάρες του Καρακαντά, η Ζωή που είναι ένα όνειρο…)
6. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ – Μπάλλος – Lyra SYLP 3573 – 1971
7. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ – Το Βρώμικο Ψωμί – Lyra SYLP 3577 – 1972
(Σαββόπουλος-Μπουρμπούλια-Λαιστρυγόνα, για να λέμε τα πράγματα ως έχουν)
8. ΠΑΝΟΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ – Επεισόδιο – Polydor 2421 009 – 1971
(ένα φυσικό αλλά αποσυνάγωγο εξώφυλλο, ένα ανέλπιστο άλμπουμ)
9. ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ – Φλου – EMI/Harvest 14C 062 - 70913 – 1979
(«φλου, φίλε μου όλα είναι φλου»)
10. VARIOUS – Ζωντανοί Στο Κύτταρο – Zodiac SYZP 88023 – 1971 και Zodiac ZS 8252 (το single)
(η… ποπ στην Αθήνα τον χειμώνα του 1971-72)
Και ακόμη:
1. APHRODITES CHILD – 666 – UK. Vertigo 6673 001 – 1972
2. AXIS – Axis – FR. Riviera XCED 421 088 – 1973
(άλλο επίπεδο)
Να υπενθυμίσω τις sixties επιλογές http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/12/15-60s.html, ενώ, κάποια στιγμή, θ’ ακολουθήσουν και τα 80s...

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

εκδίδεται την 27ην Ιανουαρίου*

Κάθε εβδομάδα διαβάζουμε 4-5 δημοσκοπήσεις λες και οδεύουμε προς εκλογές. Εκτός κι αν οδεύουμε δηλαδή και δεν μας το λένε. Τι μετράνε κατ’ ουσίαν οι δημοσκοπήσεις; Τίποτα απολύτως. Γιατί «τίποτα απολύτως» είναι το αν είπε μία παπαρία λιγότερη ή περισσότερη ο τάδε υπουργός, ο δείνα βουλευτής, ή ο τάδε αρχηγός. Αφήνω δε το γεγονός ότι, κατά κανόνα, δημιουργείται ένα λανθασμένο κλίμα στην κοινωνία. Πως η κυβέρνηση όλα καλά τα καταφέρνει και πως πρέπει όλοι μας να την στηρίξουμε ολόψυχα, γιατί αλλιώς θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει. Δηλαδή μετά τον Μεσσήνιο ο όλεθρος; Μετά την τριανδρία το χάος; Δηλαδή χωρίς τον Φώτη «νίπτω τας χείρας μου» Κουβέλη δεν μπορούμε να υπάρξουμε; Δεν ξέρω ρε γαμώ το, αλλά ορισμένες φορές μπερδεύομαι. Κοιτάζω το χουντοεξώφυλλο πιο κάτω. Βγάζω τον φαντάρο, βάζω έναν «ματατζή» (που μας βοήθησε να ξενακερδίσουμε τις συγκοινωνίες μας…) και ψάχνω για τις διαφορές…
Εδώ οι άνθρωποι έχουν φθάσει στη γελοιότητα να προπαγανδίζουν πως παρά την αύξηση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης έχουν μαζέψει περισσότερα έσοδα. Οι όψιμοι γερο-λαδάδες τρίβουν τα χέρια τους για πέντε δεκάρες παραπάνω που μπήκαν (αν μπήκαν) στα δημόσια ταμεία, αδιαφορώντας για το αν τα 3/4 των Ελλήνων ξυλιάζουν ή καίνε κομοδίνα και καρέκλες. Έχουν γίνει τα απίστευτα με την περιβόητη «λίστα Λαγκάρντ» (βρήκαν έναν, τον «πιο χαζό» λέει ο κόσμος, για να τα φορτώσουν όλα) και κάθε λίγο και λιγάκι μάς μιλάνε για τις «πολιτικές ευθύνες» που έχουν αναλάβει, υποτίθεται, όλοι οι υπόλοιποι. Μα ούτε αυτό δεν έγινε. Ούτε αυτή η… στάχτη δεν πετάχτηκε στα μάτια του κοσμάκη. Άκουσε, ποτέ, κανείς τον «καίσαρα» να πει ότι αναλαμβάνει κάποιαν «πολιτική ευθύνη»; Εγώ τον βλέπω τροφαντότερο από ποτέ. Σαν να μην τρέχει τίποτα.
Δεν υπάρχουν, πάντως, πιο σιχαμένες λέξεις απ’ αυτές τις δύο. Ένα μηδέν. Μία φενάκη. «Πολιτική ευθύνη», και άρα «πολιτική τσίπα» και άρα «πολιτικό φιλότιμο» επιδεικνύει εκείνος που αποσύρεται πάραυτα και οικειοθελώς από το πολιτικό προσκήνιο, κλείνεται σπίτι του και δεν ξαναβγαίνει από ’κει ούτε στον αιώνα τον άπαντα. Για να μην πω πως, κανονικά, θα έπρεπε να πάει κατ’ ευθείαν στην αποθήκη του, αναζητώντας σαπούνι και σχοινί… Αναλόγως και με το μέγεθος της ξεφτίλας δηλαδή. Τι σόι «πολιτική ευθύνη» είναι αυτή, όταν μετράται και επιμετράται με τόση ευκολία; Και πώς αποδίδεται κατά την «κρίση του λαού» (ζήσε Μάη μου…), όταν ο λαός έχει ξεχάσει, συνήθως, τι έφαγε χθες, συνεχίζοντας να παραμυθιάζεται από τους νέους σωτήρες; Στην Άπω Ανατολή το λένε «χαρακίρι». Εδώ το λένε «πίνω εις υγείαν των κορόιδων».
Αφήνω κατά μέρος το γεγονός πως ποικίλοι περιώνυμοι της «πολιτικής ευθύνης» τρυπώνουν ξανά στη Βουλή από διάφορα παράθυρα, είτε αλλάζοντας κόμμα, είτε πηγαίνοντας στο Επικρατείας, είτε ξαποσταίνοντας για κάποιο διάστημα μέχρι να πέσει ο κουρνιαχτός, ώστε να επανέλθουν κατόπιν ως σωτήρες… Και τι σημαίνει ότι αναλαμβάνω την «πολιτική ευθύνη», όταν δεν επιστρέφεις, τουλάχιστον, τους μισθούς και τις απολαβές σου, στη διάρκεια εκείνης της θητείας που παραβίασες το καθήκον σου; Ποια είναι, τελικώς, η μικρότερη (έστω) συνέπεια της «πολιτικής ευθύνης»; Σε τι συνίσταται αυτό το πράγμα; Κοκκινίζεις έστω, ρε παιδί μου, όταν κοιτάς τα μούτρα σου στον καθρέφτη; Στριφογυρίζεις στο κρεβάτι σου τις νύχτες; Βάλτε μας κάμερες να δούμε...
Πάντως ο μηχανισμός της προπαγάνδας (megaλης και άλλης) καλά κρατεί. Μετατρέπει, ταχυδακτυλουργικώς, το μαύρο σε άσπρο και το κατσαρό σε ίσιο. Άλλαξε η ατζέντα (αναφέρομαι στo σκάνδαλo της λίστας) εν μία νυκτί. Κάτι με τις «Αμαλίες» και τα μπουκάλια για την… ανακύκλωση, κάτι με τις χύτρες των «αναρχικών», κάτι με τα χαλκευμένα βίντεο και τις ανούσιες αντεγκλήσεις ανάμεσα στα… κόμματα εξουσίας, να σου μπροστά η Δεξιά, μια και δυο μονάδες. Άντε και με κανα Ζάππειο ακόμη (το πέντε, το έξη, ποιο έχει σειρά;), με κάποια συνέντευξη Τύπου τέλος πάντων για το πώς τηρήθηκε απαρέγκλιτα (μπούχαχα) το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ και την βλέπω αυτοδύναμη την επόμενη εβδομάδα…

* τις υπόλοιπες ημέρες εξομολογείται

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

WADADA LEO SMITH αγωνιστικές μνήμες

Ο Wadada Leo Smith είναι ένας τρομπετίστας που πρωταγωνιστεί στη σκηνή της jazz από τη δεκαετία του ’60. Μέλος του AACM (Association for the Advancement of Creative Musicians, δηλ. Ένωση για την Πρόοδο των Δημιουργικών Μουσικών), της Creative Construction Company και βεβαίως στην ίδια παρέα με τους Anthony Braxton, Leroy Jenkins, Muhal Richard Abrams κ.ά., ο Smith έκανε ακόμη πιο αισθητή την παρουσία του στα seventies μέσω εγγραφών στη δική του εταιρεία Kabell (αλλά και στην ECM και αλλού), περιοδεύοντας ανά τον κόσμο με μουσικούς του «παγκόσμιου χωριού».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 (Νοέμβριος του ’79) ο Leo Smith είχε έλθει στην Ελλάδα, παίζοντας στο Jazz Club του Γιώργου Μπαράκου στην Πλάκα, όπως και στη Θεσσαλονίκη, μ’ ένα ιστορικό σήμερα σχήμα, το τρίο Leo Smith-Peter Kowald-Günter Sommer. Την επόμενη χρονιά (10/1980) το τρίο εμφανίστηκε στο φεστιβάλ Praxis ’80 στο θέατρο Αλάμπρα, ενώ τρία τουλάχιστον γερμανικά LP από εκείνη την εποχή κατέγραψαν τη δύναμή του και στο βινύλιο. Πρόκειται για τα άλμπουμLeo Smith, Peter Kowald, Günter Sommer” [Ανατολική Γερμανία/ Amiga Jazz 8 55 825, rec. 13-14/11/1979], “Touch the Earth” [Δυτική Γερμανία/ FMP 0730, 1980] και “If you Want the Kernels You Have to Break the Shells” [FMP 0920, 1981]. Στην Ελλάδα μπορεί να μην καταγράφηκε σε δίσκο η μουσική του σχήματος κυκλοφόρησε όμως ένα βιβλίο τού Leo Smith, που είχε τίτλο Σημειώσεις για τη Φύση της Μουσικής [Περιοδικό Τζαζ/ Νεφέλη, Αθήνα 1982] σε μετάφραση των Νίκου Σαββάτη και Κώστα Θεοφιλόπουλου.
Πριν τρία χρόνια σχεδόν, ο Leo Smith είχε δώσει μία συνέντευξη στο Jazz & Τζαζ (#204, 3/2010) στον Βαγγέλη Αραγιάννη όπου, ανάμεσα σε άλλα, είχε θυμηθεί και την ελληνική του περιπέτεια: «Μαζί με τον Peter Kowald και τον Günter Sommer διασχίζαμε τη θάλασσα στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή καθώς πηγαίναμε όμως προς τα βουνά βρήκαμε ένα χωριό και πήραμε το πρωινό μας, που αποτελείτο από άσπρα φασόλια και ψωμί. Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη μέρα, γιατί τα φασόλια αυτά ήταν τα καλύτερα που έχω δοκιμάσει στη ζωή μου. Με το τρίο αυτό, με τον Peter και τον Günter, παίξαμε σ’ ένα μικρό κλαμπ και η μουσική ήταν θαυμάσια, πραγματικά εξαιρετική. Μόλις τελειώσαμε μάλιστα είχε έλθει ο Chick Corea που τότε βρισκόταν στην Αθήνα και μας είχε πει: ‘καταπληκτική μουσική, μου άρεσε πάρα πολύ’. Ύστερα πήγαμε βόλτα, όλοι μαζί, και συζητήσαμε για ώρες».
Ten Freedom Summers [Cuneiform, 2012] είναι ο τίτλος του νέου άλμπουμ του Wadada Leo Smith. Αναφέρεται, δε, στα καλοκαίρια των ετών 1954-1964, όταν οι αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων αμερικανών είχαν φθάσει στο απόγαιό τους. Ηχογραφημένο στο Zipper Hall του Colburn School στο Los Angeles, στο διάστημα 4-6/11/2011, τα «δέκα καλοκαίρια της ελευθερίας» είναι απλωμένα σε τέσσερα CD. Αποδίδουν οι Golden Quartet/Quintet δηλ. οι Wadada Leo Smith τρομπέτα, Anthony Davis πιάνο, John Lindberg μπάσο, Pheeroan akLaff ντραμς, Susie Ibarra ντραμς, καθώς και το Southwest Chamber Music, ένα σύνολο εννέα μουσικών (βιολιά, βιόλα, τσέλο, άρπα, φλάουτο κ.ά.) υπό την διεύθυνση του Jeff von der Schmidt. Υπάρχουν, εννοείται, θέματα, τα οποία αποδίδονται πότε από το ένα σχήμα και πότε από το άλλο, αλλά και κάποια όπου τα δύο γκρουπ συγκλίνουν. Ας περάσω όμως σε κάποιες λεπτομέρειες…
Δεν ξέρω αν πρέπει να συμφωνήσω με τον Mark Redlefsen του allaboutjazz, που βλέπει το “Ten Freedom Summers” (κριτική τής 25/6/2012) ως τη φυσική συνέχεια του “Freedom Suite” [Riverside, 1958] του Sonny Rollins, του “We Insist!” [Candid, 1960] του Max Roach και του “Attica Blues” [Implulse, 1972] του Archie Shepp και τούτο γιατί όλα τα προηγούμενα LP πήραν αφορμή και «πάτησαν» πάνω σε γεγονότα που εξελίσσονταν ταυτοχρόνως στο κοινωνικό και το καλλιτεχνικό πεδίο (δεν ακολούθησαν την εποχή τους). Ο Leo Smith δεν αφορμάται από κάτι που συμβαίνει σήμερα (ασχέτως αν οι λόγοι, ώστε να επιδιώκει κάποιος περισσότερα στο επίπεδο των δικαιωμάτων δεν θα σταματήσει να εκλείπουν), απεναντίας γυρίζει το χρονόμετρό του πίσω, στη δεκαετία 1954-1964, και ενθυμούμενος τα ιστορικά γεγονότα, τους αγώνες και τις κινητοποιήσεις του καιρού, εμπνέεται νέες μουσικές (που μοιάζουν, συχνά, με τις παλαιότερες). Θέλω να πω –κάτι που τονίζει και ο Matthew Sumera στις σημειώσεις του ενθέτου, στην έκδοση τής Cuneiform– πως ο Smith επαναφέρει στη μνήμη του τα τρία “Sacred Concerts” (1965-1973) του Duke Ellington και βεβαίως τα πολιτικά άλμπουμ του Max Roach της εποχής, από το “We Insist!” [Candid, 1960] μέχρι το “Lift Every Voice and Sing” [Atlantic, 1971], κι έχοντας αυτά κατά νου (για να μην πω ακόμη και για το πρόσφατο “Soul of the Movement” της Marcus Shelby Orchestra) διαμορφώνει ένα σύμπλεγμα καινούριων συνθέσεων jazz, κλασικού/δωματίου και τζαζο-δωματίου χαρακτήρα, συμπυκνώνοντας δια της μουσικής του ενάμιση αιώνα (και όχι απλώς μια δεκαετία) αφροαμερικανικών ιστορικών αγωνιστικών σταθμών, εκκινώντας από την περίπτωση του σκλάβου Dred Scott (“Dred Scott: 1857”) και φθάνοντας μέχρι την εκλογική νίκη του Προέδρου Obama (τον Νοέμβριο του ’08). Όπως είχε πει ο ίδιος ο Wadada Leo Smith και στο Jazz & Τζαζ (ό.π.): «Η Αμερική άρχισε ν’ αλλάζει από τις πρώτες κοινωνικές επαναστάσεις, οι οποίες οδήγησαν σε μια πολιτική επανάσταση που έγινε από το λαό και από τον πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα. Η νέα αυτή πολιτική μπόρεσε να δημιουργήσει ένα συνασπισμό που υπερβαίνει φύλο, ηλικία και χρώμα. Η νέα Αμερική είναι ακόμη στο στάδιο της ανάδυσης και δεν γνωρίζουμε ακόμη πώς θα εξελιχθεί, αλλά το μέλλον φαίνεται λαμπρό και προσδοκούμε ότι οι σωστές επιλογές θα μας βοηθήσουν να επενδύσουμε σε μια πληρέστερη ενότητα στη δημοκρατία μας».
Στο πρώτο CD των «δέκα καλοκαιριών ελευθερίας» (διαρκεί 72:20) θα μπορούσε να σταθούμε στην 18λεπτη σύνθεση “Emmett Till: Defiant, fearless”, εκεί όπου τα δύο σχήματα, το Southwest Chamber Music και το Golden Quartet, συνεργάζονται με άψογο τρόπο, προσφέροντας μία θαυμάσια στιγμή σύγχρονης jazz-δωματίου με τις όποιες ελεύθερες αυτοσχεδιαστικές επεκτάσεις, στο ξεκίνημα και το κλείσιμό της. Να υπενθυμίσω, μόνον, πως ο Emmett Till ήταν ο μαύρος πιτσιρίκος, που «φάγανε» στο Νότο, το 1955, επειδή φλέρταρε μία λευκή. Εντυπωσιακό κομμάτι είναι και το 15λεπτο blues Thurgood Marshall and Brown vs. Board of Education: A dream of equal education, 1954”. Είναι αφιερωμένο στον αφροαμερικανό δικηγόρο Thurgood Marshall, ο οποίος πρωτοστάτησε σε μία δίκη ορόσημο το 1954, να χαρακτηρισθεί δηλαδή αντισυνταγματική μία διάταξη που χώριζε τα δημόσια σχολεία της χώρας σε «λευκά» και «μαύρα». Εδώ, το Golden Quintet, με την δυναμική ρυθμική γραμμή που επιβάλλουν οι John Lindberg και Pheeroan akLaff/Susie Ibarra, και φυσικά με τα διαπεραστικά, παθιασμένα φυσήματα του Smith, προσφέρει ένα κομμάτι όπως-θα-λέγαμε για ανθολογία. Το 22λεπτο “John F. Kennedys new frontier and the Space Age”, το οποίον αποδίδεται από το Southwest Chamber Music, δεν ξέρω γιατί, αλλά ώρες-ώρες μου θύμισε τις «συμφωνικές» μουσικές του Μίμη Πλέσσα και του Κώστα Καπνίση από τις ταινίες τής Finos Films των τελών του ’60… Δεν είναι η ιδέα μου.
Το δεύτερο CD ξεκινά με το 13λεπτο “Rosa Parks  and the Montgomery Bus Boycott, 381 days”. Εμπνέεται βεβαίως από την Rosa Parks (1913-2005), που αρνήθηκε, στο Montgomery της Alabama την 1/12/1955, να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σ’ ένα λευκό, γεγονός που οδήγησε στο περαιτέρω μποϊκοτάζ των λεωφορείων από τους μαύρους για 381 συνολικώς ημέρες. Ερμηνεύει το κουαρτέτο, με τον πιανίστα Anthony Davis να συναγωνίζεται τον Wadada Leo Smith σε ένταση και περιγραφικότητα. Το “Freedom Summer: Voter Registration, Acts of Compassion and Empowerment, 1964” αναφέρεται σε μιαν εκστρατεία που είχε γίνει τον Ιούνιο του ’64 στην Πολιτεία του Mississippi, και που είχε ως σκοπό να εγγραφούν όσο περισσότεροι Αφροαμερικανοί στους εκλογικούς καταλόγους. Το Κουιντέτο, προσφέρει θαυμάσια jazz, εντόνου συναισθηματικού φορτίου, με το κοντραμπάσο (ενίοτε με δοξάρι) του Lindberg να «βαθαίνει» στο ελεγειακό πεδίο, τα κρουστά των akLaff και Ibarra να συνταράσσουν με τα αναπάντεχα χτυπήματά τους και βεβαίως με το πιάνο (αλλά και την τρομπέτα), να χρωματίζει μία 13λεπτη σύνθεση που θα μπορούσε να διεκδικήσει βραβείο ρυθμικής πολυμορφίας. Το μεγαλόπνοο “Lyndon B. Johnsons Great Society and the Civil Rights Act of 1964” ξεκινά με τα κρουστά της Lynn Vartan, τα οποία μας εισάγουν σε μία 24λεπτη σύνθεση, που αν και αποδίδεται από το Southwest Chamber Music δεν παύει να έχει μία περιπετειώδη ανάπτυξη, με ρυθμικές εναλλαγές, ιδιόμορφη αρμονική θεώρηση και φυσικά «σπασμένες» μελωδίες, που επιτυγχάνουν στιγμιαίες συναισθηματικές ταυτίσεις.
Το 16λεπτο “The Freedom Riders Ride” που ανοίγει το τρίτο CD είναι ένα ακόμη jazz κομμάτι από το Κουαρτέτο, με τα κρουστά της Susie Ibarra να φανερώνουν την άνεση της παίκτριας να κινείται τόσο σε avant όσο και σε jazz δρόμους. Εκρηκτικός ο Smith, δίνει συνήθως το έναυσμα προκειμένου το γκρουπ να συνεχίσει σε… εξτρεμιστικές ταχύτητες, επιτυγχάνοντας τρανά αποτελέσματα. Το “Medgar Evers: A Love-Voice of a Thousand YearsJourney for Liberty and Justice” αναφέρεται φυσικά στον μαύρο ακτιβιστή Medgar Evers που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα της φυλής στον Mississippi και που δολοφονήθηκε τελικώς, στα 38 του, το 1963. Το Southwest Chamber Music αποδίδει μία σύνθεση, το βασικό γνώρισμα της οποίας είναι οι νωχελικοί ρυθμοί και οι εξ ίσου «απλωμένες» μικρομελωδίες. Ελεγειακό χαρακτήρα έχει και το “The D.C. Wall: A War Memorial for All Times”, με το Κουαρτέτο να πενθεί για τα θύματα των πολέμων (και τον Wadada Leo Smith να επεκτείνει το ειρηνιστικό του μήνυμα και πέραν της φυλής).
Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το “September 11th, 2001: A Memorial” από το τέταρτο CD (αν κι εδώ θ’ ανακαλούσα κάτι περισσότερο από Liberation Music Orchestra). Κλασικό στ’ αυτιά μου «ελεύθερο» κομμάτι είναι και το “Democracy”, με τον πιανίστα Davis να βρίσκεται συχνά σε αντίστιξη με τον Smith και με το rhythm section (οι δύο κρουστοί, ο μπασίστας) να επιχειρεί να στρώσει ένα ρυθμικό περιβάλλον. Το έσχατο track διαρκεί 21 σχεδόν λεπτά (συμμετέχουν και τα δύο σχήματα), έχει τίτλο “Martin Luther King, Jr.: Memphis, the Prophecy” και συμβολίζει, και αυτό, το «ειρηνικό» πλέγμα των γενικότερων πολιτικοκοινωνικών απόψεων του Wadada Leo Smith (που αντανακλούν, αν θέλετε και στη μουσική του)· καθότι μετά τα μέσα του ’60 ένα τμήμα της μαύρης διανόησης θα πιάσει στα χέρια του τα όπλα και θα διεκδικήσει με άλλες μεθόδους τα δικαιώματά του.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

URSULA BOGNER περί πλαστότητας και άλλων…

Σπανίως αναδημοσιεύω δελτία Τύπου. Όλοι αντιλαμβάνεστε το «γιατί». Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις. Άλλη μία φορά στο δισκορυχείον έχω προβάλλει ένα δελτίο Τύπου, και μία δεύτερη φορά θα το πράξω τώρα. Αφορά στο live των Andrew Pekler & Jan Jelinek Sonne=Blackbox (Voice and Tape Music by Ursula Bogner) απόψε, στις 20:30, στη KNOT Gallery. Διαβάστε και θα καταλάβετε…
H Ursula Bogner (1946-1994) έζησε μια φαινομενικά απλή αστική ζωή ως φαρμακοποιός στη Γερμανία. Παράλληλα, όμως, με την οικογενειακή της ζωή έφτιαχνε συνθέσεις ηλεκτρονικής μουσικής. Χρησιμοποιώντας tape loops, επεξεργασμένες ηχογραφήσεις φωνής και πρώιμα synthesizers εξέφρασε το πολύ ιδιαίτερο μουσικό της όραμα φτιάχνοντας συνθέσεις, που ενώ παραπατάνε ανάμεσα στην musique concrète και τον kosmische ήχο διατηρούν μιαν ανάλαφρη, παιγνιώδη (και ενίοτε χιουμοριστική) διάθεση. Η μουσική της Bogner, ρυθμική, με λιτές μελωδίες, tape collage και φουτουριστικούς ήχους φέρνει συχνά στο μυαλό τις μουσικές που ξεπήδησαν μέσα από το BBC Radiophonic Workshop. Η ανακάλυψη των χαμένων ηχογραφήσεών της από τον Jan Jelinek το 2008 (που ενθουσιασμένος έσπευσε να τις κυκλοφορήσει στην εταιρία του Faitiche) προκάλεσε ένα σωρό σχόλια σχετικά με την αυθεντικότητα τής ύπαρξης τής Ursula Bogner, καθώς και μια σειρά από άρθρα και συζητήσεις γύρω από την έννοια του «πλαστού» στη μουσική και τα media, ενώ παράλληλα διοργανώθηκαν εκθέσεις που περιελάμβαναν και τα σχέδιά της. Η τελευταία της δουλειά με τίτλο Sonne=Blackbox παρουσιάζεται πλέον ζωντανά από τους Jelinek και Pekler σε οπτικοακουστικές παραστάσεις, που στηρίζονται σε tape loops, αυτοσχεδιασμούς και λόγο.
Jan Jelinek έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν αναγνωρίσιμο, δικό του ήχο μέσα στην σύγχρονη ηλεκτρονική σκηνή. Με το ενδιαφέρον του να εκτείνεται από την reggae έως την library music, φαίνεται να αντλεί για τις δουλειές του από πηγές όπως η kosmische musik, η μοντέρνα electronica και το dub, ήχους τους οποίους στην πορεία τούς εντάσσει μέσα σ’ ένα λιτό πλαίσιο – εκεί όπου φαίνεται και η αγάπη του για τα επαναλαμβανόμενα μέρη, και τη μάλλον lo-fi αισθητική. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτύξει έντονο ενδιαφέρον για την κοινωνική διάσταση του performing, δίνοντας έμφαση σε σχήματα όπως οι Groupshow, ή το duo του με τον ιάπωνα βιμπραφωνίστα Masayoshi Fujita.
Ο Andrew Pekler έχει τη δική του διαδρομή, που με επίσης προσωπικό ύφος διαγράφει από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Στη μουσική του ενσωματώνει στοιχεία από την jazz, την pop, την ηλεκτρονική και την exotica, καθώς και από την modern classical. Έχει κυκλοφορήσει δουλειές του σε διάφορες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες ανά τον κόσμο (Schoolmap, Dekorder, Kranky, Staubgold κ.ά.), ενώ συμμετέχει και στους Groupshow.
Όσον αφορά, τώρα, στην Ursula Bogner να πούμε πως η γερμανίδα φαρμακοποιός εργάστηκε στην φαρμακευτική εταιρία Schering, απέκτησε οικογένεια και, εν γένει, έζησε μια φαινομενικά ήρεμη ζωή. Φαινομενικά, όμως, μιας και αν σπάσει κάποιος την εξωτερική εικόνα μαζί με τα διάφορα στερεότυπα, θα ανακαλύψει πως η Bogner ανέπτυξε ένα ζωηρό ενδιαφέρον για την ηλεκτρονική μουσική. Αυτή η ενασχόληση φαινόταν στον περίγυρό της ως ένα ακόμα εκκεντρικό hobby, για το οποίο, όμως, η ίδια είχε τέτοιο πάθος ώστε άρχισε να συλλέγει αναλογικά synthesizers, να φτιάχνει ορισμένα δικά της κιόλας, δημιουργώντας studio ηχογραφήσεων μέσα στο σπίτι της και παρακολουθώντας σχετικά σεμινάρια από τον Herbert Eimer (ιδρυτή του Studio fur elektronische Musik). Και, βεβαίως, δημιουργώντας σειρά εξαιρετικά ζωηρών, ενδιαφερόντων, μουσικών ήχων, που την έφερναν κοντά στο πνεύμα και τις διαδικασίες που ακολουθούσαν σε ευρωπαϊκά ραδιοφωνικά studios, όταν πρωτο-επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις δυνατότητες που προσέφεραν οι χώροι αυτοί, περνώντας από τις γραμμικής λογικής συμβατικές ραδιοφωνικές εκπομπές σε σύνθετα έργα αποκλειστικά φτιαγμένα για ραδιοφωνική μετάδοση, φρέσκους ηχητικούς πειραματισμούς κ.λπ. (BBC Radiophonic Workshop, Arne Nordheim…). Η Ursula Bogner δούλευε χωρίς ίχνος ακαδημαϊσμού, μα και χωρίς ιδιαίτερες αναφορές στις new-age, esoteric ανησυχίες της που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων την μελέτη των ύστερων θεωριών του Wilhelm Reich πάνω σε εναλλακτικές θεραπευτικές μεθόδους. Ως επιπλέον απόδειξη του αντισυμβατικού της χαρακτήρα αξίζει να σημειωθεί πως, παράλληλα με τις τελευταίες ανησυχίες που σημειώσαμε παραπάνω, διατηρούσε την επιστημονική της θέση στην Schering, ενώ την ίδια στιγμή τα ενδιαφέροντά της απλώνονταν και στις περιοχές του σχεδίου και της τυπογραφίας. Τα σχέδιά της είναι απλά και όμορφα έργα που διακατέχονται από αναφορές στις θεωρίες του Reich, μα και στην μουσική της σκέψη, ενώ συχνά θυμίζουν γραφικές παρτιτούρες. Σταθερά περίεργη, και σε εγρήγορση, δεν είχε την ευκαιρία να δει τις δουλειές της τυπωμένες ενόσω ζούσε – αλλά και για χρόνια μετά τον θάνατό της εξακολουθούσαν να παραμένουν άγνωστες. Τούτο, φυσικά, μέχρι πολύ πρόσφατα, όταν και ανακαλύφθηκαν από τον Jan Jelinek, μέσω του γιού της Sebastian Bogner ύστερα από μια τυχαία συνάντηση. Εκείνος ήταν που του μίλησε για την μητέρα του, δίνοντάς του μια σειρά από αρχειακές ηχογραφήσεις της. Συνεπαρμένος ο Jelinek ξεκίνησε να παρουσιάζει σε οργανωμένες κυκλοφορίες τις δουλειές αυτές στην προσωπική του δισκογραφική εταιρία Faitiche, οι οποίες με την σειρά τους βρήκαν, επιτέλους, το κοινό τους, αφού συγκινούν πλέον ανθρώπους μιας άλλης γενιάς από εκείνης της κυρίας Bogner με διαφορετικές παραστάσεις και μεγαλύτερη ή μικρότερη σχέση με τα ραδιοφωνικά πειράματα εκείνης της εποχής.
Χμμμ… μήπως, θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε την αρχική πρόταση αυτού του κειμένου; Υπήρξε, όντως, η Ursula Bogner; Αποτελεί, δηλαδή, ιστορική προσωπικότητα ανιχνεύσιμη σε γενεαλογικά δέντρα, οικογενειακές ιστορίες επιγόνων, επιστημονικές δημοσιεύσεις, μουσικολογικά αρχεία; Ή, έστω, σε μια τυχαία, πρόχειρη έρευνα στο internet, όπως έγραψε κι ο βρετανός μουσικός και αρθρογράφος Momus; Τα πράγματα αρχίζουν να θολώνουν, ενώ η αμφισβήτηση, στην καλύτερη περίπτωση, ή το αίσθημα πιθανής εξαπάτησης, στην χειρότερη, άρχισαν να εμφανίζονται από αρκετά νωρίς. Κατά τον ίδιο τον Jan Jelinek τέτοιες ανησυχίες οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στις φωτογραφίες της Ursula Bogner που προκαλούν μιαν αίσθηση ξαφνιάσματος και πιθανής αναντιστοιχίας με ό,τι θα είχε κανείς στο νου του, φτάνοντας στο σημείο μερίδα του κοινού να θεωρεί πως πρόκειται για τον ίδιο τον Jelinek μεταμφιεσμένο! Μήπως, όμως, αυτό δεν είναι ένα από τα στερεότυπα που έσπαγε η ίδια η Bogner, ούσα εν ζωή; Μήπως απ’ όλο αυτό το σκεπτικό δεν θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε και στην ιδιαιτερότητα και την αξία του ευρύτερου συστήματος που φαίνεται να απασχολούσε την ίδια, σύμφωνα με τις σημειώσεις και τις ηχογραφήσεις της; Ενός συστήματος στο οποίο συναντά κανείς μια ζωηρή ανησυχία για τις συνδέσεις μεταξύ τομέων συχνά θεωρούμενων ως μακρινών μεταξύ τους, όπως αυτός των φυσικών επιστημών κι εκείνος της μουσικής; Και, τέλος πάντων, πόση σημασία θα είχε όλο αυτό από τη στιγμή που μπορούμε ν' απολαύσουμε ένα καθαρά μουσικό αποτέλεσμα που χαρακτηρίζεται από φρεσκάδα, παρά την άμεση αναφορά του σε δουλειές σαν κι εκείνες του καινοτόμου ραδιοφωνικού εργαστηρίου του BBC;
Πρόκειται για κομμάτια λοιπόν, αρκετά σύντομης διάρκειας, που βγάζουν με αμεσότητα τη χαρά της τριβής με τα μηχανήματα και τις πιθανές αλλοιώσεις του ήχου και που την ίδια στιγμή δεν καταλήγουν σε μιαν απλή συλλογή ήχων (αν και, σίγουρα, θα μπορούσαμε να τα δούμε και σαν library recordings). Αντιθέτως, η Ursula Bogner έφτιαχνε με κέφι και διαρκή εξερεύνηση συνθέσεις με τη δική τους γοητεία, τους ελαφρά περίεργους ήχους, τις αλλοιώσεις της φωνής, τα tape loops. Και βέβαια με χιούμορ, το οποίο δείχνει να «πειράζει» το γενικότερο μουσικό κλίμα, που αν και kosmische αντίληψης είναι, πραγματικά, προσωπικής εκδοχής.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΔΑΜΗΣ - SINCLAIR BEILES Γένεσις

Πέθανε τη Δευτέρα σε ηλικία 84 ετών ο συνθέτης Μιχάλης Αδάμης (το έγραψαν χθες κάποιοι αναγνώστες στο cbox, το επιβεβαίωσα κι εγώ, τηλεφωνικώς, στη συνέχεια από αξιόπιστη πηγή). Ο Αδάμης είχε γεννηθεί στον Πειραιά το 1929 κι είχε αρχίσει να σπουδάζει μουσική από το 1940 (Ωδείο Αθηνών). Συνέχισε με σπουδές, στη δεκαετία του ’50, στο Ωδείο Πειραιώς (Βυζαντινή Μουσική, Αρμονία) και στο Ελληνικό Ωδείο (Ανώτερα Θεωρητικά), ενώ την περίοδο 1962-65 θα μεταβεί για μεταπτυχιακά στη Σύνθεση, την Ηλεκτρονική Μουσική και την Βυζαντινή Μουσικοπαλαιογραφία στο Brandeis University της Βοστώνης. Τούτα σημειώνει ο Τάκης Καλογερόπουλος στο βιβλίο του Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόμος 1 [εκδ. Γιαλλελή, Αθήνα 1998].  
Ο Μιχάλης Αδάμης (η φωτογραφία προέρχεται από το περιοδικό Ήχος & Hi-Fi, 3/1988)
Όπως έχω ξαναγράψει σε ανάρτηση εδώ στο δισκορυχείον (22/1/2011) ο Αδάμης υπήρξε o πρωτεργάτης της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα. Υπενθυμίζω κάτι που είχε πει ο ίδιος στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi, τον Μάρτιο του ’88 (στον Κώστα Στρατουδάκη). «Το 1962-63 πήγα στη Βοστώνη, στο Πανεπιστήμιο Brandeis κι είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ ενεργά με αυτό το είδος της μουσικής.(…). Το ’65 επιστρέφοντας στην Ελλάδα έφερα μαζί μου ορισμένα βασικά μηχανήματα και έτσι μπόρεσα να ιδρύσω το πρώτο στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής. Μετά από μένα άρχισε να συλλέγει μηχανήματα ο Γιάννης Χρήστου και να δημιουργεί το δικό του στούντιο. Κατόπιν ο Ελληνικός Σύνδεσμος Σύγχρονης Μουσικής (ΕΣΣΥΜ) παρήγγειλε ένα μεγάλο συνθεσάιζερ(…). Μετά απ’ αυτό και για αρκετά χρόνια κανένα αξιόλογο μηχάνημα δεν ήρθε στην Ελλάδα, ώστε να συμβαδίσουμε με την Ευρώπη και την Αμερική, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον πολλών συνθετών, μεταξύ αυτών και το δικό μου, για την ηλεκτρονική μουσική να ατονήσει».
Πριν ατονήσει όμως το ενδιαφέρον του Μιχάλη Αδάμη για την ηλεκτρονική μουσική –κι ενώ είχαν προϋπάρξει τρεις δίσκοι 45 στροφών στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και τις αρχές του ’60 (στις Fidelity και Philips) με κάλαντα, τροπάρια και ψαλμούς από την Παιδική Χορωδία του Παρεκκλησίου των Βασιλικών Ανακτόρων υπό την διεύθυνσή του–, εμφανίζονται στη δισκογραφία δύο μνημειώδη για την ελληνική ηλεκτρονική μουσική έργα του: ο «Μινυρισμός» για μαγνητοταινία (1966) και η «Γένεσις» (1968). Και τα δύο έργα παρουσιάστηκαν στην 3η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής, που οργανώθηκε στο Hilton, στο διάστημα 15-22 Δεκεμβρίου του 1968, σε συνεργασία με το Εργαστήρι Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου Goethe, το Μορφωτικό Γραφείο της Αμερικανικής Πρεσβείας, το Γαλλικό Ινστιτούτο και… βεβαίως με τα φράγκα του Ιδρύματος Ford. Ο «Μινυρισμός» εμφανίστηκε στο άλμπουμ «Έλληνες Συνθέτες 1, Από την 3η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής» [EMI/ Columbia] το 1970, ενώ η «Γένεσις», που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο, στο «Έλληνες Συνθέτες 3, Από την 3η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής» [EMI/ Columbia] επίσης το 1970.
Η «Γένεσις» συνετέθη το 1968, αφορούσε σε 3 χορωδίες, απαγγελία και μαγνητοταινία κι ήταν στηριγμένη σε ποίημα (ή στίχους) του Νοτιοαφρικανού Sinclair Beiles και της συζύγου του αμερικανίδας γεωλόγου (ή αρχαιολόγου) και ποιήτριας Annie Rooney. Οι στίχοι είχαν μεταφραστεί από την ελληνίδα ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα, τους απήγγειλε η ηθοποιός Όλγα Τουρνάκη, ενώ στην ηχογράφηση είχαν πάρει μέρος δύο, τελικώς, χορωδίες (οι Χορωδίες Δωματίου Θεσσαλονίκης και Αθηνών, υπό την διεύθυνση των Γιάννη Μάντακα και Στεφάνου Βασιλειάδη αντιστοίχως). Μάλιστα, όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ: «για να παραχθεί ο παρών δίσκος, τα έργα εκτελέστηκαν, με ακριβώς τους ίδιους εκτελεστές και διευθυντές ορχήστρας και χορωδίας, αμέσως μετά τη λήξη της ‘Εβδομάδας’, στα ‘Στούντιο ΣΙΦΙΛΜΣ’ Αθηνών». Λογικό. Δεν ήταν εύκολο να αποτυπωθούν όλα αυτά τα πράγματα live από το Hilton
Την εποχή που είχα αγοράσει αυτό το άλμπουμ (από ένα κεντρικό δισκάδικο της Πάτρας, στα τέλη της δεκαετίας του ’80) δεν μου έλεγαν τίποτα τα ονόματα των ποιητών “S. Beiles” και “A. Rooney” (έτσι είναι γραμμένα στο οπισθόφυλλο). Βεβαίως, η «Γένεσις», που διαρκούσε 18 λεπτά και κατελάμβανε όλη τη δεύτερη πλευρά του άλμπουμ, μου έλεγε πολύ. Ένας συνδυασμός άγριων, ώρες-ώρες, ηλεκτρονικών, σε συνδυασμό με φωνές διαφόρων ηχοσταθμών και απαγγελίες στίχων («η σφαίρα της Γης πέφτει σαν σταγόνα», «η πέτρα πέφτει, απλώνεται σε κύκλους/ νοιώθει το κάθε άγγιγμα/ γρήγορο, αργό, θύελλες, κραδασμοί/ ηχώ του φεγγαριού/ πέτρες, πέτρες, πέτρες, πέτρες/ παίζουν μια μελωδία…»), ενταγμένα όλα μέσα σ’ ένα σαλεμένο, μυστηριακό και απολύτως υποβλητικό περιβάλλον. Χρόνια αργότερα συνειδητοποίησα με τι ακριβώς είχα να κάνω, όταν άρχισα να τακτοποιώ κάποια πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τον Sinclair Beiles (1930-2000), την παρουσία του στην Ελλάδα των sixties και των seventies, και βεβαίως για το πόσο σημαντικός υπήρξε στην απόπειρα δημιουργίας ενός «άλλου» τρόπου αφήγησης, όντας μέλος τής παρέας των beats. Γράφει ο Γιάννης Λειβαδάς στο βιβλίο του Τα Οράματα μιας Απίθανης Γενιάς, Στοιχεία για την beat generation [Κέδρος, Αθήνα 2010]: «Υπάρχει ένα βιβλίο που στον χώρο της αντικομφορμιστικής λογοτεχνίας θεωρείται, δικαίως, θρυλικό. Είναι το ‘Minutes to Go’, το οποίο συνυπέγραψαν το 1968 ο Μπράιον Γκάιζιν, ο Ουίλλιαμ Μπάρροουζ, ο Γκρέγκορυ Κόρσο και ο Σινκλέρ Μπέηλς (σ.σ. το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Παρίσι, από τις εκδόσεις Two Cities, το 1960). Οι τρεις πρώτοι από τους δημιουργούς είναι μάλλον γνωστοί στους υποψιασμένους Έλληνες αναγνώστες. Ο τέταρτος υφίσταται βιβλιογραφικά στη χώρα μας μόνο στην ‘Ανθολογία μπιτ ποίησης’ (σ.σ. από τις εκδόσεις Ροές, το 2003). Ανά τον κόσμο, ο Σινκλέρ Μπέηλς είναι διαβόητος όχι τόσο για το σημαντικό ποιητικό του έργο, που παραμένει μάλλον άγνωστο, αλλά για την αναγραφή του ονόματός του δίπλα στα ονόματα κάποιων ‘ιερών τεράτων’ του λογοτεχνικού χώρου». Φυσικά, όταν αναφερόμαστε στο “Minutes to Go” αναφερόμαστε στο βιβλίο που εγκαινίασε, όπως φαίνεται, το cut-up στη λογοτεχνία το έτος 1960. Και βεβαίως, η παρουσία του Beiles σ' αυτό, ανάμεσα στα υπόλοιπα ονόματα (Burroughs, Gysin, Corso), λέει πολλά.
Προς τα τέλη των 50s ο Beiles γνωρίζεται στον Παρίσι με τον Τάκη (Takis). Διαβάζει στην Galerie Iris Clert το μαγνητικό μανιφέστο τού έλληνα γλύπτη και παίζοντας ρόλο «ζωντανού γλυπτού» (έχοντας μαγνήτη στη ζώνη του), βρίσκεται αιωρούμενος μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο, που είχε κατασκευαστεί ως μέρος ενός ευρύτερου έργου. Στην Wikipedia αναφέρεται πως ο Beiles απέδωσε σ’ αυτό το μαγνητικό γλυπτό την μεταγενέστερη πνευματική του αστάθεια (ο άνθρωπος πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του, διακεκομμένα, σε νευρολογικές κλινικές), παρότι ο Τάκης τον είχε εφοδιάσει με κράνος, για να προστατέψει το κεφάλι του. Σε μια συνέντευξη πάντως του Beiles, που υπάρχει στο βιβλίο του Λειβαδά, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται κάτι τέτοιο. Ο Νοτιοαφρικανός αναφέρεται σ' ένα «ζήτημα χημείας», που το κουβαλούσε «από πάντα».
Ο Sinclair Beiles (η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο της Άμυ Μιμς-Σιλβερίδη)
Στα μέσα των sixties, πιθανώς και νωρίτερα, ο Beiles εγκαθίσταται σχεδόν μονίμως στην Ελλάδα, μετακινούμενος μεταξύ Αθήνας και Ύδρας, εκεί όπου γνωρίζει και γίνεται φίλος με τον Leonard Cohen. Η Άμυ Μιμς-Σιλβερίδη (ιρλανδικής καταγωγής ποιήτρια και μεταφράστρια, συμβία του Μίνου Αργυράκη, που από το 1960 ζούσε στην Αθήνα) γράφει στο βιβλίο της Ο Θησαυρός της Χέλεν Σάλλιβαν [Οδός Πανός, Αθήνα 2007], για τον Sinclair Beiles που ήταν φίλος της: «Ήδη από τη δεκαετία του ’60 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Σινκλέιρ Μπέιλλις ερχόταν τακτικά στην Ελλάδα και μέχρι τον θάνατό του, στην αρχή-αρχή της Τρίτης Χιλιετηρίδας, ζούσε με το όνειρο να γυρίσει και να μείνει για πάντα στην Ελλάδα.(…) Ο Σινκλέιρ ήταν τόσο γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος, που πάντα προσπαθούσε να ενθαρρύνει τους άλλους ποιητές, αντί να τους θάψει». Παρακάτω η Άμυ Μιμς-Σιλβερίδη αναφέρεται σε διάφορα αθηναϊκά ευτράπελα που αφορούσαν στον Beiles και τη συζύγό του Annie Rooney, ευτράπελα που  εξανάγκασαν τον νοτιοαφρικανό ποιητή να εγκαταλείψει την Ελλάδα ως «περσόνα νον γκράτα». Με τη μεσολάβηση όμως ενός «ευυπόληπτου Αθηναίου», δόθηκε και πάλι άδεια στον «ανεπιθύμητο ποιητή» ώστε να επιστρέψει στη χώρα μας.
Στο βιβλίο του Λειβαδά, στη συνέντευξη που παρατίθεται, ο Beiles κάνει λόγο για κάποιον έλληνα μαικήνα, που τον αφήνει να ζει στη βίλα του. Όπως λέει ο ίδιος: «Ως αντάλλαγμα τού δίνω αντίγραφα από χειρόγραφά μου τα οποία τα βάζει σε κορνίζες και τα κρεμάει στους τοίχους(…). Αρχίζω να βγάζω κάποια χρήματα από το γράψιμο – θα γίνει μια παράσταση βασισμένη σε ένα δικό μου κείμενο, με συνοδεία μουσικής, στο Θέατρο του Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών». Η συνέντευξη δόθηκε στον βρετανό συγγραφέα και εκδότη Michael Butterworth τον Ιούλιο του 1975 στο Λονδίνο, οπότε θα πρέπει να ψάξουμε στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών εκείνου του έτους για να δούμε αν ανέβηκε η συγκεκριμένη παράσταση. (Και όντως ανέβηκε την 27/8/1975 με το Ensemble του Μπαλέτου της Όπερας του Εθνικού Θεάτρου της Πράγας). Άλλο, όμως, είναι το θέμα μας τώρα. Ο «ευυπόληπτος Αθηναίος» της Άμυ Μιμς-Σιλβερίδη και ο «έλληνας μαικήνας» του Sinclair Beiles είναι το ένα και το αυτό πρόσωπο; Μπορεί. O «έλληνας μαικήνας», πάντως, πρέπει να ήταν ο Υδραίος Παντιάς Σκαραμαγκάς. Μάλιστα, το επώνυμό του το έδωσε ο Ian Fleming στον κακό Francisco Scaramanga –ήρωας της «τζειμσμποντικής» νουβέλας The Man with the Golden Gun, αλλά και της ταινίας τού ’74 με τον Christopher Lee στον συγκεκριμένο ρόλο– όταν ο βρετανός συγγραφέας επισκέφθηκε την Ύδρα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 60. Εν ολίγοις, ο Παντιάς Σκαραμαγκάς ήταν ένας από τους ανθρώπους (το λέω γιατί υπήρχαν και άλλοι) γύρω από τους οποίους περιστρεφόταν όλη η παρέα των hipsters (και όχι μόνον αυτών) στην Ύδρα των sixties και των seventies.
Και για να επανέλθω στους Sinclair Beiles και Μιχάλη Αδάμη, προκειμένου να κλείσω το κείμενο επειδή μπορεί να τραβήξει κι άλλο... Στην βιβλιογραφία αναφέρεται ένα βιβλίο υπό τον τίτλο The Greek Plays (Electra; Punch and Judy; Genesis; Mme Sausolito) [Nugget Press, 1996], στο οποίον περιλαμβάνονται, προφανώς, τα ποιητικά έργα που έγραψε ο Beiles ενόσω βρισκόταν στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια η «Γένεσις» του Μιχάλη Αδάμη, ως τίτλος, ήταν κατά βάση το έργο του Beiles. Είχαν γνωριστεί οι δυο τους (ο Αδάμης με τον Beiles); Ή, μήπως, η ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον έλληνα συνθέτη και το περιβάλλον της Ύδρας; (Παρεμπιπτόντως, η Καράγιωργα, εκτός από Sinclair Beiles/ Annie Rooney, έχει μεταφράσει και Leonard Cohen τουλάχιστον από το 1975 – αυτό αναφέρεται στην εφημερίδα Τα Νέα της 5/7/2008).
Τι πρέπει να κρατήσουμε, τελικώς, απ’ όλην αυτή την ιστορία; Μα το προφανές. Πως ο Μιχάλης Αδάμης «μελοποιεί», μεταφρασμένους στη γλώσσα μας, στίχους του Sinclair Beiles (μιας θρυλικής ποιητικής φιγούρας, επίλεκτο μέλος της παρέας των beats) δημιουργώντας ένα ελληνικό ηλεκτρονικό έργο «έμβλημα» 45 χρόνια πριν.
Να, τώρα, και μια ηλεκτρονική δισκογραφία του Μιχάλη Αδάμη, η οποία φθάνει έως το 2005, βασισμένη στα στοιχεία που δίνει ο Θωμάς Ταμβάκος στο πολύ χρήσιμο (210 σελίδων) βιβλίο Ελληνικές Μουσικές Γιορτές, 6-14 Μαΐου 2005 [Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Αθήνα 2005]…
Δισκογραφία
1. VARIOUS – Έλληνες Συνθέτες 1/ Από την 3η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής – EMI/ Columbia SCXG 55 – 1970
[περιέχει το «Μυνιρισμός» (1966) για μαγνητοταινία]
2. VARIOUS – Έλληνες Συνθέτες 3/ Από την 3η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής – EMI/ Columbia SCXG 57 – 1970
[περιέχει το «Γένεσις» (1968) για τρεις χορωδίες, απαγγελία και μαγνητοταινία]
3. VARIOUS – Έλληνες Συνθέτες/ 1η + 2η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής – EMI/ His Masters Voice CSDG 62 – 1973
[περιέχει το «Αποκάλυψις, 6η σφραγίδα» (1967) για αφηγητή, πέντε φωνητικές ομάδες και μαγνητοταινία]
4. VARIOUS – Έλληνες Συνθέτες 1/ 4η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής – EMI/ His Masters Voice CSDG 63 – 1973
[περιέχει το «Κράτημα» (1971) για ψάλτη, όμποε, τούμπα και μαγνητοταινία]
5. VARIOUS – Ελληνική Ηλεκτρονική Μουσική 1/ Αδάμης, Βασιλειάδης, Βλαχόπουλος, Μαμαγκάκης, Ξανθουδάκης, Τερζάκης – EMI/ His Masters Voice SCDG 67 – 1974
[περιέχει το «Μεταλλικά Γλυπτά ΙΙΙ» (1972) για μαγνητοταινία]
6. VARIOUS – 4 Γενιές/ Αδάμης, Ξανθουδάκης, Μνιέστρης, Καραθανάσης, Λουφόπουλος, Εμμανουήλ – Ιόνιο Πανεπιστήμιο/ Τμήμα Μουσικών Σπουδών ΙΠ004 – 2002
[περιέχει το «Θεοφανώ ΙΙ» ηλεκτρονική μουσική (1971), αναθεώρηση το 2001]
7. Στο YouTube ακούγεται και το «Ένδον» (2001) για άλτο σαξόφωνο και μαγνητοταινία – δεν γνωρίζω αν έχει δισκογραφηθεί