Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

progressive από την Αμερική

Όχι αμερικανικό progressive, αλλά progressive από την Αμερική. Από τον πάντα σε έξαρση κατάλογο της νεοϋορκέζικης MoonJune
Το Senna [MJR048, 2012] είναι το έκτο άλμπουμ των Καναδών Mahogany Frog (από το Winnipeg της Manitoba) και το δεύτερό τους για την MoonJune (μετά το “Do 5” του 2008). Το συγκρότημα είναι τετραμελές αποτελούμενο εκ των Graham Epp και Jesse Warkentin ηλεκτρικές κιθάρες, πλήκτρα και ακόμη τους Scott Ellenberger μπάσο, πλήκτρα και Andy Rudolph ντραμς, ηλεκτρονικά. Οι Mahogany Frog μπορεί να είναι επηρεασμένοι από τους Yes φερ’ ειπείν, αλλά έχω την αίσθηση πως γράφουν πιο ενδιαφέρουσα μουσική από ’κείνους (γενικώς το λέω). Δεν θέλω να υποτιμήσω τους Yes (ίσα-ίσα μου αρέσουν πολύ στην πρώτη πλευρά του “Tales…”, στο “Relayer”, σε κάποια τραγούδια από τα δύο πρώτα LP τους, το φοβερό “Then” π.χ. ), αλλά, κυρίως, να δείξω το επίπεδο έμπνευσης των Καναδών, οι οποίοι παρότι κινούνται στο χώρο του complex-rock, οι συνθέσεις τους δεν είναι κουραστικές· κάτι που δεν οφείλεται μόνο και μόνο στη διάρκειά τους –το άλμπουμ αποτελείται από οκτώ κομμάτια, που απλώνονται σε 43 λεπτά–, αλλά κυρίως στο ταλέντο τους ως μουσικοί. Δεν ξέρω αν έχουν ακούσει ιταλικά prog συγκροτήματα των 70s οι Mahogany Frog (τους Balletto di Bronzo του “Ys” ή τους Biglietto per l'Inferno), αλλά το αποτέλεσμα της δουλειάς τους στο “Senna”, μόνο με την προσφορά των καλυτέρων ιταλικών γκρουπ του είδους μπορεί να συγκριθεί. Πολύ ωραίο άλμπουμ!
Η MoonJune είναι μία από τις λίγες, υποθέτω, διεθνείς εταιρείες που προβάλλουν το σύγχρονο ινδονησιακό rock. Η χώρα, που έχει πληθυσμό 240 εκατομμύρια ανθρώπους (η τέταρτη πολυπληθέστερη στον κόσμο), δεν μπορεί να μην διαθέτει μία ακμαία σύγχρονη rock σκηνή… από τη στιγμή κατά την οποίαν ήταν ακμαία η σκηνή της στα sixties και τα seventies! Η τελευταία ανακάλυψη της αμερικανικής εταιρείας είναι οι Ligro, ένα τρίο (Agam Hamzah κιθάρες, Adi Darmawan μπάσο, Gusti Hendy ντραμς) που υφίσταται από το 2004 –έχοντας ηχογραφήσει ήδη ένα άλμπουμ (“Dictionary 1”), που κυκλοφόρησε, πιθανώς, μόνο στην Ινδονησία– και που τώρα έχει έτοιμη την πρώτη διεθνή κυκλοφορία του. Το Dictionary 2” [MJR047, 2012] είναι ηχογραφημένο στην Jakarta τον Μάρτιο του ’11 και αποτελεί μία από τις ωραιότερες προτάσεις (που άκουσα εσχάτως) στο χώρο του fusion. Άσσος κιθαριστής ο Hamzah μεταφέρει στις συνθέσεις τού γκρουπ οπωσδήποτε έναν Hendrix-οειδή αέρα, όμως δεν είναι μόνον ο Jimi, ή και άλλοι συνοδοιπόροι κιθαρίστες, που αφήνουν το… πνεύμα τους στην ηχογράφηση. Οι Ligro είναι ένα συγκρότημα με ευρύτερες αναφορές, που ξεκινούν από τον Bach και την κλασική του 20ου αιώνα (Στραβίνσκι), φθάνοντας έως τις παρυφές του κιθαριστικού psych-rock (“Bliker 3”) και τον Miles Davis των seventies (“Miles away”). Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση είναι… υπεράνω υποψίας. Το “Dictionary 2” είναι ένας σπουδαίος, σύγχρονος, fusion δίσκος.
Βέλγοι από την Γάνδη είναι οι SH.TG.N. Σχηματίστηκαν τον Φεβρουάριο του ’09, όπως διαβάζω στο site τής MoonJune, και το Sh.tg.n [MJR046, 2012] είναι το πρώτο άλμπουμ τους – ζωντανά ηχογραφημένο στην Λιέγη τον Νοέμβριο του ’11. Το συγκρότημα αποτελείται από μέλη προηγούμενων σχημάτων, έχοντας ως leader (μάλλον), τον κιμπορντίστα Antoine Guenet (από τους Wrong Object). Οι υπόλοιποι παίκτες είναι ο τραγουδιστής Fulco Ottervanger, ο βιμπραφωνίστας Wim Segers, ο κιθαρίστας Yannick De Pauw, ο μπασίστας Dries Geusens και ο ντράμερ Simon Segers. Τo στυλ των Sh.tg.n είναι εκείνο του hard progressive. Του πολύ hard ενίοτε και του αρκούντως progressive πάντα. Βασικά, τα πολλά γίνονται από τον τραγουδιστή και τον κιθαρίστα, με το rhythm section στο ρόλο του και τα υπόλοιπα όργανα να συμπαρίστανται συνήθως σ’ ένα «πίσω» πλάνο. Επειδή πρόκειται για live το άκουσμα είναι λίγο… ακανθώδες. Κομματάκι ακατέργαστο εννοώ. Δεν ξέρω αν αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σ’ ένα progressive σχήμα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, θα ήθελα ν’ ακούσω τους SH.TG.N και σε μια στούντιο δουλειά, επειδή έχω την εντύπωση πως ήχος τους θα είναι πιο ραφιναρισμένος (δίχως να είναι κάπως θαμμένα τα πλήκτρα και το βιμπράφωνο). Έστω κι έτσι όμως ο περφεξιονισμός του γκρουπ είναι φανερός· ακόμη και στο τελευταίο και πιο ενδιαφέρον κομμάτι του άλμπουμ τους (“Black beetle”).
Για τον ινδονήσιο κιθαρίστα Tohpati έχω γράψει κι άλλες φορές αναφερόμενος στα συγκροτήματά του, τους simakDialog και τους Ethnomission. Τώρα έχω μπροστά μου ένα τρίτο σχήμα, επί του οποίου ηγείται ο… θρασύς κιθαριστής, τους Tohpati Bertiga. Το πρώτο άλμπουμ τους έχει τίτλο Riot [MJR045, 2012], είναι live στο στούντιο (με τη χρήση ελαχίστων overdubs) και πρωτοκυκλοφόρησε στην Ινδονησία το 2011 σε κάποιαν εταιρεία ονόματι Demajors. Τον Tohpati συνοδεύουν, εδώ, ο μπασίστας Indro Hardjodikoro και ο ντράμερ Adityo Wibowo. Power trio είναι οι Tohpati Bertiga και αυτή τη δύναμη, που τους διακρίνει ως σχήμα, την διοχετεύουν προς ωραίες jazz-rock και fusion κατευθύνσεις. Υπάρχουν tracks στο “Riot”, που φανερώνουν τη γενικότερη μουσική γνώση (και τα ακούσματα) του Tohpati –όπως το “Middle East”, στο οποίον ο Ινδονήσιος μελωδεί… οριενταλικώς–, αλλά και άλλα που ακούγονται πιο… πεζά μέσα στην βαρβαρική μεταλλικότητά τους (“Upload”). Άλλα πάλι, όπως το “Rock camp”, παραθέτουν σειρές κιθαριστικών riffs (πάνω στα οποία μπορεί να στηριχθούν περισσότερα του ενός τραγούδια). Οι ιδέες του Tohpati ακολουθούν, είναι αλήθεια, ιδιαίτερες δαιδαλώδεις διαδρομές βγαίνοντας, συχνά, σε περίεργα ξέφωτα. Π.χ. το κομμάτι “Disco robot” ξεκινά με κάτι τυπικά μπλιμπλίκια πριν παραδοθεί σ’ ένα φάνκικο μεταλλικό rock που θα μπορούσε ν’ αφορά ακόμη και στα οργανικά περάσματα των Mothers Finest, με το “Lost in space” να ανακαλεί, τόπους-τόπους, κάτι από την… διαστημική περιπλάνηση των Pink Floyd. Ο Tohpati, σε κάθε περίπτωση, είναι πάντα το ατού.
Επαφή: www.moonjune.com

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΛΩΡΙΝΙΩΤΗΣ για τη μάνα μας

Πριν λίγες ημέρες ένας φίλος του Δισκορυχείου μού έστειλε μερικά «χατζιδακικά» απόρρητα. Τον ευχαριστώ πολύ και από εδώ. Ένα από αυτά τα απόρρητα ήταν και η ιστορική εκπομπή που είχε παρουσιάσει ο Μάνος Χατζιδάκις, στο Τρίτο Πρόγραμμα, το 1979, έχοντας ως καλεσμένο τον Γιάννη Φλωρινιώτη. Την εποχή που «ξέσκιζε» ο Φλωρινιώτης με το «Πειράζει που είσαι μεγάλη φίρμα» και όλα τα υπόλοιπα ο Χατζιδάκις, θες από πρόκληση (για την πρόκληση), ώστε να την «σπάσει» στους σεμνότυφους του Τρίτου, τους κλασικοανατραφείς και τις ναρκωμένες συνειδήσεις, θες επειδή γούσταρε τον τραγουδιστή (όπως τον γούσταρε κι η μισή Ελλάδα δηλαδή), θες γιατί έβλεπε σ’ αυτόν κάτι που δεν έβλεπαν όλοι οι υπόλοιποι… τυφλοί (σωστοί, οι… τυφλοί), προβαίνει σ’ αυτήν την εκπομπή, η οποία, έτσι όπως την ξανακούω, τώρα, έχω την αίσθηση πως αγγίζει, στη μεγαλύτερη διάρκειά της, τα όρια του kitsch. Υπό την έννοια της «επικοινωνίας» των αντιθέτων· ενός «βέλτσιου» φιλοσοφικο-ποιητικίζοντος λέγε-λέγε από τη μια μεριά, που δεν αιτιολογείται, ούτε ακολουθείται από το απέναντι στρατόπεδο. Λυπάμαι, αλλά εμένα το σκηνικό μου θύμισε μιαν υποτιθέμενη, αλλά απολαυστική συνέντευξη στο περιοδικό Αγκάθι, στις αρχές των 80s, του παλαιού ποδοσφαιριστή Νίκου Αναστόπουλου (Θανάσης Μάνθος κερνούσε, Θανάσης Μάνθος έπινε), που σατίριζε ακριβώς αυτό: «Κάθε μεταβλητή δε δρα πάντα αμφίπλευρα, εφόσον σύγκειται σε ψαύση. Καταλαβαίνεις, η σχεδίαση της γειτνίασης έχει μεγάλη σχέση με τις μαλακίες που θα κάνει ο τερματοφύλακας. Υπάρχει όμως πάντα μια συνείδηση. Δηλαδή καθετί δεν είναι μόνο αίτιο-αιτιατό. Η πάσα και το σουτ δεν είναι τελικά καθοριστικά ως προς το γκολ. Υπεισέρχονται διάφοροι αντίξοοι παράγοντες, όπως η γκαντεμιά και η κωλοφαρδία».
Ο Φλωρινιώτης –παρ’ όλο τον αγώνα που δίνει από μικροφώνου ο Χατζιδάκις– δεν διαβαίνει το ποτάμι, παραμένοντας στη δική του όχθη· έχει τον δικό του προφορικό λόγο, λέει τα δικά του τραγούδια, λες και αδιαφορεί για τις εκφραστικές ακροβασίες του οικοδεσπότη του. Το αποτέλεσμα είναι να διευρύνεται το χάσμα ανάμεσα στον έναν που έχει τον τρόπο να αντιλαμβάνεται (εκείνο που θέλει να αντιλαμβάνεται), και στον άλλον που ζει, υποτίθεται, τον ύπνο του δικαίου, με την τύχη και την δόξα να δουλεύουν ερήμην του. «Είναι ένας μεγάλος τραγουδιστής, μόνο που δεν το ξέρει ο ίδιος», υποστηρίζει ο Χατζιδάκις.
Μα δεν υπήρξε ποτέ «μεγάλος τραγουδιστής» ο Φλωρινιώτης, ούτε είπε ποτέ «μεγάλα τραγούδια». Το λέει και ο ίδιος στη συγκεκριμένη συνέντευξη. Γιατί ο «μεγάλος τραγουδιστής» καταξιώνεται και μέσω του ρεπερτορίου του. Ο Χατζιδάκις οδηγείται σε ακραίες καταστάσεις, όταν συγκρίνει τον καλεσμένο του με τον Carlos Gardel ή τον Mouloudji. Υπήρξε, όμως, σταρ o Φλωρινιώτης, και αυτό το ήξερε κι ο ίδιος. Γνώριζε τον εαυτό του. Επειδή δεν ήταν «μεγάλος τραγουδιστής» κατέγινε σε άλλα... περί του τραγουδιού, προκειμένου να καλύψει το συγκεκριμένο έλλειμμα. Λίγο χορός, λίγο σώου, ένας λεπτολογημένος ακκισμός, που τον βοήθησε να σταθεί όρθιος στις σκληρές απαιτήσεις της πίστας (και της νύχτας). Έφτιαξε ένα καλούπι o άνθρωπος, για να επιβιώσει. Και γι’ αυτό του άξιζαν και του αξίζουν συγχαρητήρια. Φυσικά και η φωνή του είχε κάποια πράγματα να πει, πράγμα που θα μπορούσε σ’ ένα άλλο σκηνικό, με κάποιες διαφορετικού τύπου ενορχηστρώσεις –κοντά σ’ εκείνες των δίσκων του και όχι σαν τις ενοργανώσεις που επιχείρησε στο στούντιο του Τρίτου ο Χατζιδάκις–, να δείξει το παραπάνω. Δεν ευνοήθηκε, εν ολίγοις, από τις ακροβασίες και τα παράτολμα του οικοδεσπότη του. Κανένα από τα τραγούδια που ερμήνευσε στο Τρίτο, πλην ενός (πάντα θα υπάρχει μιαν εξαίρεση), δεν υπήρξε «καλύτερο» από εκείνα που απέδωσε στα άλμπουμ. Δεν βοηθήθηκε ούτε από τις κιθάρες, ούτε από το τσέμπαλο, το τύμπανο ή το πιάνο, κυρίως γιατί η πρώτη ύλη δεν γινόταν να πάει κάπου αλλού, κάπου πέρα· εκεί όπου ήθελε να την τοποθετήσει ο Χατζιδάκις. Όμως, το τραγούδι για τη «Μάνα» του Κώστα Ψυχογιού, επειδή ως τραγούδι ήταν πολύ καλό από τη γέννα του, έχοντας κι ένα βάθος που δεν ταυτιζόταν απλώς και μόνο με τη νύχτα, έδεσε με την «χατζιδακική» σόλο κιθάρα συνοδεία, περισσότερο και από την ορχήστρα.
Ακούστε την εκτέλεση του δίσκου και μετά πατήστε το link, για ν' ακούσετε τη «Μάνα» όπως την τραγούδησε ο Φλωρινιώτης στην ιστορική εκπομπή με τον Χατζιδάκι…

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ – ΒΕΡΑ ΚΡΟΥΣΚΑ δύο ωραίες γυναίκες

Την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα ο Νεκτάριος Παπαδημητρίου, του δισκάδικου A Strange Attractor στην Βαλτετσίου 31 (για να μην λέτε πως δεν διαφημίζω τα σωστά μαγαζιά), μου χάρισε ένα παλαιό θεατρικό πρόγραμμα μιας παράστασης που είχε ανεβάσει η Έλλη Λαμπέτη στο  Θέατρον Βρετάνια, την χειμερινή περίοδο 1969-1970. Επρόκειτο για τα «Σαράντα Καράτια» των Pierre Barillet και Jean-Pierre Grédy, μία κωμωδία καταστάσεων (δηλαδή συμπτώσεων) απ’ αυτές που θα μπορούσε να δούμε και στον ελληνικό κινηματογράφο της εποχής. Αντιγράφω την υπόθεση από τους ανθρώπους του retromaniax:
«Μια γοητευτική σαραντάρα, από το Παρίσι, η Λίζα βρίσκεται για διακοπές στην Ελλάδα. Σε κάποιο ερημικό και μαγευτικό ακρογιάλι, όπου έχει πάει για μπάνιο, διαπιστώνει ότι η μηχανή του αυτοκινήτου της έχει πάθει βλάβη και είναι αδύνατο να επιστρέψει στο ξενοδοχείο της, στην πόλη. Ενώ είναι απελπισμένη, φτάνει στο ακρογιάλι –με τη μοτοσικλέτα του– ένας γοητευτικός και πολύ ζωηρός νεαρός, ο Γκυγιώμ Σαρμονιέ. Από σύμπτωση είναι κι αυτός απ’ το Παρίσι. Γνωρίζονται, κάνουν μαζί μπάνιο, ξεχνιούνται. Έχει πια βραδιάσει, η ακρογιαλιά είναι παντέρημη και η κυρία των Σαράντα Καρατίων υποκύπτει στην αδυναμία της στιγμής. Την άλλη μέρα φεύγει από την Ελλάδα, δίνοντας ψεύτικο όνομα στον νεαρό Γκυγιώμ Σαρμονιέ. Στο Παρίσι την περιμένει η νεάζουσα μαμά της Μονέτ, η τηνέιτζερ κόρη της Αννίκ και η δουλειά της. Δυο φορές ζωντοχήρα, έξυπνη και σοβαρή, η Λίζα διευθύνει με επιτυχία ένα μεσιτικό γραφείο. Η ζωή της κυλάει ήρεμα, ανάμεσα στο σπίτι και το γραφείο. Ο μοναδικός άντρας που βλέπει, πότε-πότε, είναι ο πρώτος σύζυγός της Ερβέ. Αλλά η ζωή παίζει, συχνά, περίεργα παιχνίδια: Νά ’σου μια βραδιά και εμφανίζεται στο σπίτι της ο νεαρός Γκυγιώμ Σαρμονιέ, φίλος της κόρης της Αννίκ, για να την συνοδεύσει σ' ένα κλαμπ. Μένει άναυδος καθώς αντικρίζει τη Λίζα...».
Το έργο ανεβαίνει για πρώτη φορά την περίοδο 1968-69 στο Θέατρο Κεντρικόν σε μετάφραση Κώστα Σταματίου, σκηνογραφία Διονύση Φωτόπουλου και μουσική Γιάννη Σπανού, με πρωταγωνιστές τους Έλλη Λαμπέτη (Λίζα), Τζόλυ Γαρμπή (μαμά Μονέτ), Κώστα Καρρά (Γκυγιώμ Σαρμονιέ), Βέρα Κρούσκα (Αννίκ), Γιώργο Μούτσιο (Ερβέ) και Γιώργο Μοσχίδη, ενώ στην παράσταση της επομένης χρονιάς το ρόλο του Καρρά είχε αναλάβει ο Λευτέρης Βουρνάς κι εκείνον της Τζόλυς Γαρμπή η Άννα Παϊτατζή (υπήρχε, δε, ρόλος και για την Δέσποινα Νικολαΐδου).
Ξεφυλλίζοντας το πρόγραμμα θαύμασα τις φωτογραφίες της Έλλης Λαμπέτη και της Βέρας Κρούσκα. Τις σκανάρω, λοιπόν, για να τις δείτε κι εσείς…

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

SOCOS & THE LIVE PROJECT BAND εντός ορίων

Είχε πέσει στα χέρια μου ένα promo CD του άλμπουμ των Socos&TheLiveProjectBand «Αντάρτικο Πόλεων» πριν κανα χρόνο (μπορεί και περισσότερο) μέσω της Puzzlemusik. Το άλμπουμ εκείνο δεν είχε κυκλοφορήσει κανονικά, παρά μόνον ως free, με downloading από το site της μπάντας, οπότε η παρούσα 2LP κυκλοφορία τής B-Other Side μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη σε… χειροπιαστό format. Χρειαζόταν; Άκου λέει… Και με το παραπάνω!!
Το «Αντάρτικο Πόλεων» είναι ένα πρώτης τάξεως άλμπουμ, ένα από τα σημαντικότερα που κυκλοφόρησαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Δεν κρίνω τον φορτισμένο (εγώ θα πω και τον αμφιλεγόμενο από την ώρα που γεννήθηκε) τίτλο, ούτε μ’ ενδιαφέρει, ούτε μπορώ να ξέρω τι εννοεί ο καθείς, ακόμη και ο Socos, προφέροντάς τον σήμερα, εκείνο που ξέρω είναι πως εδώ περιλαμβάνονται εξαιρετικά τραγούδια, τα οποία, από ηχητικής πλευράς διατηρούν σφοδρές punky, hard core, electro-noise, ακόμη και «έντεχνες» έως και μπαλαντικές αναφορές, ενώ στιχουργικώς επιχειρούν να περιγράψουν (όχι να δώσουν λύσεις – δεν είμαστε για τέτοια) την αδηφάγα καθημερινότητα, την κοινωνική περιθωριοποίηση, τα κίβδηλα αισθήματα, την αδυναμία επικοινωνίας, την πάσα εκμετάλλευση, τους μεγαλόσχημους κλέφτες, τις παραμύθες, την άνωθεν βία, τον καλυμμένο και ακάλυπτο φασισμό και όλα τούτα μ’ έναν τρόπο υψηλό, καλλιτεχνικό, διόλου στο πόδι ή λαϊκιστικό. Στο ίδια επίπεδο, αλλά όχι αναγκαστικώς στην ίδια κατηγορία, με το πρώτο άλμπουμ των Τρύπες και το μοναδικό των Εν Πλω, το εν λόγω double LP είναι μια πανοραμική, ελληνική, φωτογραφία της στιγμής, μάλλον Α/Μ, οπωσδήποτε υποφωτισμένη, μα καθόλου κουνημένη ή φιλτραρισμένη. Απολύτως λειτουργικά για την περίπτωση παιξίματα, ποικίλων ειδών φωνητικά (γυναικεία-ανδρικά, πειραγμένα ή κανονικά), ρυθμοί συχνά ιλιγγιώδεις που επιβάλλουν μία, έτσι κι αλλιώς, αγχωτική ανάγνωση, ατέρμονες, επαναληπτικές μελωδίες που σφηνώνονται στ’ αυτιά σου και στο στόμα, ένα σύστημα εικόνων, μερικές δράκες λέξεων που επιχειρούν να αποτυπώσουν με λόγο σαφή και ξεκάθαρο εκείνο που συμβαίνει. ΤΩΡΑ. Το “Brunette”, το «Εντός ορίων», το “Party” (ακούγεται η Θέκλα Τσελεπή), η «Ερυθροphobia» και κάθε ένα από τα υπόλοιπα tracks του 3-sided LP (η τέταρτη πλευρά περιλαμβάνει remixes από τους Χρήστο Αλεξόπουλο, Γιώργο Πρινιωτάκη, Αλέξιο Μπόλπαση και Socos) είναι και μία αυτάρκης όσο και αυτοδύναμη περιγραφή ενός ζοφερού καθεμέρα, που, κάποιοι από ’μας, νομίζουμε ότι το ζούμε και ίσως γι’ αυτό φροντίζουμε να το αγνοούμε. Οι Socos&TheLiveProjectBand (Μπάμπης Αντωνάτος κιθάρα, Δημήτρης Αντωνιάδης τύμπανα, Κυριάκος Βοργιάς μπάσο, Μαρία Λατσίνου φωνή, Μαρίνος Τζιάρος φωνή, Socos κιθάρα, φωνή) πλην των όσων άλλων βρίσκονται εδώ και για να μας το υπενθυμίσουν.
Επαφή: www.b-otherside.gr

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

VIEUX FARKA TOURÉ ένας διαφορετικός υιός

Ο Vieux Farka Touré είναι, ως γνωστόν, γιός του θρύλου μαλινέζου κιθαρίστα και τραγουδοποιού Ali Farka Touré (1939-2006). Γεννημένος στη Niafunké πριν 32 χρόνια, ο Vieux Farka είναι ήδη ένας αναγνωρισμένος συνθέτης και τραγουδιστής και, κυρίως, ένας εντυπωσιακός κιθαρίστας, ο οποίος βαδίζοντας στα χνάρια του πατέρα του έχει ως στόχο (ας το πω έτσι) να τον ξεπεράσει. Ο Ali Farka Touré είναι, βεβαίως, ένας μύθος για το Mali, αλλά αν ο Vieux Farka συνεχίσει έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο δηλαδή, σύντομα θα έρθει η μέρα που θα… παραμιλάει όχι μόνον η πατρίδα του γι’ αυτόν, αλλά ολόκληρος ο κόσμος (αν δεν το πράττει ήδη). Αναφέρομαι, για να το πω με όσο πιο απλά λόγια γίνεται, σ’ έναν εκ-πλη-κτι-κό μουσικό, ο οποίος σμπαραλιάζει με τα τραγούδια του δύο μεγάλες παραδόσεις (η μία είναι η δική του, η άλλη είναι τα blues), οδηγώντας μία καινούρια. Δεν χρειάζεται να είσαι Μαλινέζος για ν’ αντιληφθείς την originality του παίκτη, τη συνθετική του διαύγεια, την ερμηνευτική ορμή, τα ιλιγγιώδη soli του.
Να τι έγραφα πριν κάποιο καιρό για το Fondo του [Six Degrees, 2009]: «Αν υπάρχει κάτι που διακρίνει τον Vieux Farka από τον Ali Farka, τούτο είναι η συνολική αίσθηση-αντιμετώπιση του υιού, όσον αφορά στη μουσική παράδοση του τόπου του και περαιτέρω ο εξακοντισμός της προς τη βαθεία dance σκηνή. Επ, μισό λεπτό. Δεν αναφέρομαι στα ημιθανή τζιριτζίρια των καπνισμένων laptops, αλλά σ’ εκείνες τις χορευτικές φόρμες, που σκύβουν στις παραδόσεις των αφρολαών, αντλώντας από ’κει τις νέες ρυθμικές. Θα το χαρακτήριζα άλμπουμ σπάνιας δυναμικής το “Fondo”. Όχι μόνο για τα απίθανα κιθαριστικά παιξίματα, τα απομακρυσμένα τω όντι από την τζαζ-ροκική μανιέρα, με τη βασίλισσα ηλεκτρική ξανά στο θρόνο της (η πιο κοντινή δυτική πενιά, που μπορώ να σκεφθώ, είναι εκείνη του Duane Allman –τρελό;– όχι πριν ακούσετε), ούτε μόνο για την απίστευτη διάχυσή του σε funk, rock και blues καταστάσεις. Είναι, βασικά, η μοναδική εικόνα μιας μουσικής αυτοκρατορίας, που μπορεί να διαλύσει στο πέρασμά της οτιδήποτε».
Και που θα φαίνονταν καλύτερα όλα τούτα αν όχι σ’ ένα live, σαν το Vieux Farka Touré Live [Six Degrees, 2010]; Ηχογραφημένο στην Μελβούρνη, στο Colorado Springs, στο San Francisco και στο Queensland (της Αυστραλίας), το “Live” είναι ένα ύπατο δείγμα αληθινά «ζωντανού» δίσκου. Ένα ωριαίο επιστέγασμα της τέχνης του Vieux Farka, της ικανότητάς του να σε καθηλώνει με τα απίστευτα τραγούδια του και τα ακόμη πιο απίστευτα κιθαρο-παιξίματά του. Δίπλα του πανάξιοι συμπαραστάτες ο μπασίστας Mamadou Sidibé, ο ρυθμικός Aly Magassa, ο ντράμερ Tim Keiper και ο Souleymane Kané djembé, φωνητικά.
Πρόπερσι (2011) ο Vieux Farka Touré κυκλοφόρησε ένα ακόμη άλμπουμ (το τέταρτο, ή μάλλον πέμπτο του), που είχε τίτλο The Secret[Six Degrees]. Ηχογραφημένο στο Bogolan στούντιο του Bamako και στο Bunker της Νέας Υόρκης σε παραγωγή του κιθαρίστα των Soulive Eric Krasno, το “The Secret” είναι ένα ακόμη εντυπωσιακό CD. Και τα δώδεκα κομμάτια του σού παίρνουν το scalp (σε κάποια συμμετέχουν οι Dave Matthews, John Scofield και Ali Farka Touré – προφανώς από παλαιότερη εγγραφή), με τις εντυπωσιακές ενοργανώσεις τους (κιθάρες, κρουστά, το όργανο του Ian Neville, μπάσο, ντραμς, φλάουτα, chorus vocals κ.λπ.), τα νωχελικά tempi τους, τους εξωπραγματικούς μελωδισμούς, τα επιστημονικώς ενταγμένα rock, jazz και blues ηχοχρώματα στο κυρίως afro σώμα. Ν’ αρχίσεις να μιλάς και να γράφεις για κάθε ένα από τα κομμάτια τού «μυστικού» είναι καθαρή ματαιοπονία. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να προσπαθείς να εκλογικεύσεις το άπιαστο ταλέντο αυτού του, από άλλο κόσμο, καλλιτέχνη.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

NALYSSA GREEN άξονας η φύση

Έχοντας στ’ αυτιά μου το περισσότερο folk Barock” [Inner Ear, 2011], το προηγούμενο άλμπουμ της Nalyssa Green (να υπενθυμίσω πως πρόκειται για ελληνίδα τραγουδοποιό, με το ονοματεπώνυμό της να είναι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο) μπορώ να πω –κι ενώ είχα ρίξει μια ματιά στα στιχάκια τού νέου της άλμπουμ– πως παραξενεύτηκα με το πρώτο άκουσμα τού The Seed [Inner Ear, 2012]. Ένα άλμπουμ πιο βαρύ, πιο rock, πιο κοντά σε κάτι που δεν κάνει αναγκαστικώς (αναγκαστικώς λέω) τη διαφορά. Και τούτο το σημειώνω καθότι καταγράφεται μία, ή μάλλον περισσότερες… αντιστίξεις. Ενώ από τη μια μεριά έχουμε έναν folk προάγγελο (το “Barock” εννοώ), από την άλλην έχουμε ένα rock γενικώς άλμπουμ, το οποίον ούτε τη φωνή τής (και) τραγουδίστριας αναδεικνύει, ούτε «κολλάει» με τη στιχουργική της. Αφήνω δε το cover, που είναι εξαιρετικό και κομματάκι… παγανιστικό (θα ταίριαζε γάντι δηλαδή σ’ ένα folk περιεχόμενο και ουχί σε ένα… κάπως προς το rock). Μία κοριτσίστικη φωνή, του συγκεκριμένου χρώματος και της συγκεκριμένης έντασης και έκτασης, όσο να ’ναι καταπλακώνεται κάτω από το κιθαρο-μπάσο-ντραμς, ενώ και η όμορφη, απέριττη, περί φύσεως, στιχοπλοκή, μια χαρά θα έβγαινε προς τα έξω τη συνοδεία μιας ακουστικής κιθάρας ή ενός πιάνου. Αφήνω δε το γεγονός ότι, κάποιες φορές, είχα την αίσθηση (π.χ. στο φερώνυμο τραγούδι, ή στο “The wave”) πως άκουγα κάτι στο στυλ της Μαριέττας Φαφούτη. Ακόμη και οι φωνές δηλαδή μου φάνηκαν «ίδιες»· κάτι που, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε περάσει καθόλου από το νου μου, όταν έγραφα για το “Barock”.
Η Nalyssa Green ξέρει να γράφει τραγούδια, ξέρει να δίνει και μια βαρύτητα στα άλμπουμ της, εκμεταλλευόμενη ένα κάποιο concept· εδώ το θέμα αφορά στην πορεία του ανθρώπου μέσα στο φυσικό στοιχείο και πως αυτό –το φυσικό στοιχείο– μπορεί να επηρεάσει ή θα έπρεπε να επηρεάζει τις διάφορες όψεις της ζωής μας (κοινωνική, ερωτική, ή ό,τι άλλο). Υποστηρίζω λοιπόν πως τα πιο ήπια τραγούδια του “The Seed” είναι εκείνα που ταιριάζουν περισσότερο στη φωνή της καλλιτέχνιδας. Ή, για να γίνω πιο σαφής, ας γράψω καλύτερα για τα ακουστικά μέρη των τραγουδιών. Με αφορμή, λοιπόν, το “The Seed” δράττομαι της ευκαιρίας προκειμένου να τονίσω κάτι γενικότερο.
Υπάρχει ένα πρόβλημα ήχου σε διάφορες σημερινές παραγωγές. Όπως τις ακούς μοιάζουν μεταξύ τους. Αυτό δεν είναι καλό. Μέχρι να βρεθεί ένας ήχος που να ταιριάζει στο κάθε γκρουπ, στον κάθε καλλιτέχνη, που να τον διαφοροποιεί από άλλους «ίδιους» (κάτι που είναι θέμα εμπειρίας, γνώσεων και ταλέντου βασικά) καλόν είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τις εκάστοτε ενοργανώσεις να λαμβάνουν υπ’ όψιν τα πρωτογενή υλικά (τη φωνή ας πούμε) και όχι τις διάφορες περιρρέουσες καταστάσεις.
Και για να επανέλθω στο “The Seed”, θα πω, ή μάλλον θα ξαναπώ, πως η Nalyssa Green είναι μία ενδιαφέρουσα νέα τραγουδοποιός (κάτι που αποδεικνύεται από κομμάτια όπως το “The moon”, το “Repetition”, το “Revolution of beauty” ή το “Push your lips”). Εκείνο το οποίον απαιτείται, προκειμένου τα τραγούδια της να αναδεικνύονται περισσότερο, είναι μία πιο ταιριαστή ενοργάνωση. Μιαν ενοργάνωση που να λαμβάνει υπ’ όψιν της τη φωνή και το στιχουργικό υλικό και όχι να το υπερβαίνει.
Επαφή: www.inner-ear.gr 

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

NO MAN’S LAND 22 χρόνια πριν

Το Mary Jane ήταν ένα fanzine, όπως έχω ξαναγράψει, που βγάζαμε με τον φίλο Γιάννη Κοκκίνη στην Πάτρα το 1990-91. Την είχαμε δει εκδότες, τότε, ραδιοφωνικοί παραγωγοί στον «ρεφενετζίδικο» σταθμό Μουσικός Δίαυλος, ακόμη και... ατζέντηδες, βάζοντας τελικώς μόνον από την τσέπη μας και πάντα υπέρ πίστεως. Εκτός, λοιπόν, από το περιοδικό και τις εκπομπές, καλούσαμε και συγκροτήματα από την Αθήνα, τα οποία στριμώχναμε στο Swing Bar, στο πιο μικρό πάλκο που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Πραγματικά, τώρα, προσπαθώ να θυμηθώ που τοποθετούνταν οι ενισχυτές και πως έβγαινε άκρη με τα καλώδια... πώς δεν μπερδευότανε ο κόσμος δηλαδή, τρώγοντας τα μούτρα του. Γιατί ο κόσμος –αν και ο χώρος ήταν μικρός– ήταν πάντα πολύς· δεν έπεφτε καρφίτσα.
Μία από τις ωραιότερες συναυλίες που είχαμε κάνει ήταν κι εκείνη των No Mans Land (2/3/1991). Ένα εξαιρετικό live, που ακόμη το θυμάμαι για την ενέργεια και τη δύναμή του. Ήταν λίγο μετά την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ (ας το πούμε έτσι) του συγκροτήματος, του 12ιντσου “The Reality Trip” [Brummel Records 9014 B] από το 1990, που έπαιζε στις 45 στροφές· όταν είχε αποχωρήσει η Εύη Χασαπίδου-Watson από την line-up δηλαδή, με το γκρουπ να συνεχίζει ως τετράδα (Άγις Γράβαρης όργανο, φωνή, Βασίλης Αθανασιάδης φωνή, κιθάρες, Γιώργος Νίκας ντραμς, Γιώργος Παπαγεωργιάδης μπάσο).
Είκοσι δύο χρόνια μετά οι No Mans Land είναι πάντα στο δρόμο, δίνοντας live (απόψε στο Floral, μαζί με μέλη των Purple Overdose) και κυκλοφορώντας νέο υλικό (το “Unprotected” στην Anazitisi Records).

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ζητώ τη βοήθειά σας…

Θέλω να σιγουρέψω κάποια στοιχεία για τα δεκάιντσα LP που ηχογράφησε ο κιθαρίστας Σπύρος Πιπεράκης στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και ζητώ τη βοήθειά σας.

Υπάρχει ένα δεκάιντσο στην Fidelity που έχει τίτλοMoonlight in Greece/ Melodies of Hadjidakis”. Θέλω να ξέρω τον ακριβή κωδικό (νούμερο και prefix) και το πώς υπογράφεται. SPYROS PIPERAKIS & HIS ENSEMBLE ή κάπως αλλιώς; Τι γράφει ο δίσκος στο back cover (με αγγλικά ή ελληνικά στοιχεία); Ο κωδικός του είναι 0106 PL ή 0106 PR; Και αν δεν είναι κανένας από τους δύο, τότε σε τι ακριβώς αντιστοιχούν οι συγκεκριμένοι κωδικοί;

Υπάρχει επίσης ένα δεκάιντσο στην Fidelity που έχει τίτλο Greetings from Manos Hadjidakis” με κωδικό, κατά πάσα πιθανότητα, 0302 PL. Πώς υπογράφεται αυτό; Πάλι ως… SPYROS PIPERAKIS & HIS ENSEMBLE, ή κάπως αλλιώς;

Μήπως υπάρχει και τρίτο δεκάιντσο;

Για κάθε πληροφορία θα είμαι υπόχρεος και όχι μόνον... Περισσότερα στο άμεσο μέλλον…

φινλανδικές εκτροπές

Το Kuka Siellä?” [Fonal FR-85, 2012] των Barry Andrewsin Disko προέρχεται από τον πάντα απρόοπτο κατάλογο της φινλανδικής Fonal Records κι είναι ένα ιδιαίτερο CD/LP με… κλασικές Fonal αναφορές. Υπάρχει η pop, έτσι όπως εκείνη ανασύρεται μέσα από τις πιο 80s στιγμές της, υπάρχει το «παράξενο», το πείραμα, ο μινιμαλισμός, υπάρχει βεβαίως και η folk συνείδηση, αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχει η διαχείριση, το ενοποιητικό βλέμμα του Barry Andrews από το Rovaniemi (πραγματικό όνομα Jukka Herva), που κάνει το “Kuka Siellä?” να φαντάζει (είναι) ως κάτι μοναδικό.
Ο Syd Barrett από τη μια μεριά και ο Pekka Streng από την άλλη (ένας φινλανδός psych-folk ήρωας των early seventies, που αν και πέθανε μόλις στα 27 του άφησε ισχυρό ίχνος στη σκηνή) είναι οι πόλοι, μεταξύ των οποίων κινείται ο Andrews, παρουσιάζοντας ένα 45λεπτο άλμπουμ πληθωρικών ψυχεδελικών ριγών, που άλλοτε poppy και ανάλαφρο και άλλοτε πένθιμο, βαρύτατο και μυστικιστικό κατορθώνει να σε «κρατήσει» έως την τελευταία νότα. Δύσκολα ξεχωρίζεις κομμάτι, στέκεσαι όμως στο αργό-τελετουργικό “Kuka Siellä?”, στο κάπως μηχανιστικό, αλλά αιθέριο “Lintu tuli taloon”, στο σχεδόν 11λεπτο experimental Kemijoki tulvii”, που είναι από μόνο του η ηχητική αποτύπωση μιας… φυσικής διαδικασίας.
Το LP Vähän Multaa Päälle [FR-87LP, 2012] είναι μια συλλογή με ανέκδοτα κομμάτια των Motelli Skronkle, Ville Leinonen, Pekko Käppi, Death Hawks και Tuusanuuskat. Τα δύο tracks των Motelli Skronkle κινούνται μεταξύ της ηλεκτρισμένης avant-garde και της πιο αποστασιοποιημένης pop. Έχουν κάποιο ενδιαφέρον, ιδίως το “Riemuvoitto”, που αναπτύσσεται με μιαν raga αίσθηση (στον λίγο χρόνο που διαρκεί). Ο Pekko Käppi παίζει βασικά με ανάποδες ταινίες, χρησιμοποιώντας, σαν σύρσιμο στο background, τα κάπως τελετουργικά φωνητικά (του), ενώ ο Ville Leinonen που κλείνει την πλευρά δίνει ένα όμορφο ψυχεδελικής κατεύθυνσης track, με ωραία, επαναλαμβανόμενη, μελωδική γραμμή (έχω την αίσθηση πως ο Brian Eno τον στοιχειώνει). Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το “Buddiman” των Death Hawks. Μορικονικές κιθάρες εισάγουν ένα κομμάτι που ξεκινά με pop λογική, για να συνεχίσει σ’ ένα avant-psych παραλήρημα, σε γρήγορο τέμπο, πριν ολοκληρωθεί ηλεκτρονικώ τω τρόπω. Ενδιαφέρον έχει και το “Kukkien Guantanamo Bay” των Tuusanuuskat, που είναι απολύτως ηλεκτρονικό και που θα μπορούσε να θυμίζει Tangerine Dream των χρόνων του ’80. Ποικιλία με ταυτότητα, γενικώς, από μιαν εταιρεία με σαφή, αλλά όχι προφανή αισθητική
Επαφή: www.fonal.com

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

επιστημονική φαντασία, ελληνικό ροκ κ.λπ.

Μπορεί να μην είμαι και τόσο λάτρης της επιστημονικής φαντασίας (είμαι πιο πολύ άλλων εκφάνσεων του φανταστικού), ξεφυλλίζω όμως ό,τι πέσει στα χέρια μου.
Προσφάτως αγόρασα με 1 ευρώ (ήταν αυτός ένας λόγος, αλλά μου άρεσε επίσης το εξώφυλλο, όπως και το… cult του πράγματος) ένα παράξενο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, για το οποίο δεν βρήκα, εκ των υστέρων, τίποτα ουσιαστικό στο διαδίκτυο. Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από κάποια Φραντζέσκα Στελλακάτου, έχει τίτλο Ταξιδεύοντας στη Σελήνη και τον Άρη και εκδόθηκε ιδιωτικώς στην Αθήνα, το 1963! Το παράξενο με το βιβλίο αυτό είναι πως διαθέτει πρόλογο από τον Hermann Oberth (1894-1989), τον «πατέρα» (ή εκ των «πατέρων» τέλος πάντων) της πυραυλικής τεχνολογίας και της αστροναυτικής! Να τι γράφει ο Dr. Oberth (μεταφέρω όλον τον πρόλογό του):
«Η επιστήμη του Διαστήματος έχει μακρυνό πρόγονο τον μύθο και τη φαντασία, πνευματικό της δε τέκνο είναι το μυθιστόρημα. Λίγα χρόνια μας χωρίζουν από την ημέρα, που ο πρώτος τεχνητός δορυφόρος ετέθη σε τροχιά γύρω από τη Γη, κι η πρόοδος της Αστροναυτικής κατέστη αλματώδης. Κάθε μήνα που περνά νέο βήμα σημειώνεται προς τα εμπρός. Ο άνθρωπος μ’ απροσδόκητη ταχύτητα εισέρχεται σε μεγαλύτερο βάθος στον πλανητικό χώρο, για να τον εξερευνήση κι ειρηνικά να τον χρησιμοποιήση για το καλό όλων.
Ένας πυρετός επιστημονικός φλογίζει τις καρδιές όλων, με φυσικό επακόλουθο να κεντρίζεται η φαντασία ανδρών και γυναικών, μικρών και μεγάλων.
Η Ελληνική Αστροναυτική Εταιρία πέτυχε να δημιουργήση αγάπη της Κοινής Γνώμης για τα επιτεύγματα της επιστημονικής τεχνολογίας. Και να, που παράλληλα έσπρωξε το ενδιαφέρον μέχρι του σημείου, ώστε ν’ αναπτύξη και τον τομέα της Αστροναυτικής Φιλολογίας, με το ανά χείρας έργο της κ. Φραντζέσκας Στελλακάτου ‘Ταξιδεύοντας στη Σελήνη και στον Άρη’. Έχω τη γνώμη ότι είναι έργο άξιο, ιδιαιτέρας προσοχής κι επαίνου. Πρόκειται για μιαν αξιόλογη εργασία κι είναι βέβαιο ότι η συγγραφεύς έχει καταβάλει πολλή προσπάθεια και πολλούς κόπους. Το χαρακτηρίζουν η σαφήνεια, η απλότης της αφηγήσεως κι η αληθοφάνεια διαφόρων περιστατικών.
Έχει πολλά σημεία, που το διακρίνει η πρωτοτυπία και, ενώ διατηρεί ευλάβεια σ’ ωρισμένες αρχές της επιστήμης, δίνει στον κεντρικό πυρήνα του μύθου συναρπαστικό περιεχόμενο. Είναι μυθιστόρημα, που διεγείρει γενικά το ενδιαφέρον κι αφορά όχι μόνο τους ειδικούς, αλλά και πάντα μη ειδικό. Εισάγει δεν τον αναγνώστη στις θεμελιώδεις αρχές των διαστημικών ταξιδιών. Αλλ’, επί πλέον, το παρόν βιβλίον παρουσιάζει και κάποια άλλο ενδοαφέρον: Το πώς, δηλαδή, βλέπει μια γυναίκα-συγγραφέας την υπόθεσι των διαστημικών ταξιδιών.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι πλημμυρίζει από αισιοδοξία για το μέλλον και τους μεγάλους σκοπούς της Αστροναυτικής. Μεσ’ από τα γεγονότα, που ιστορούνται με πυκνή αλληλουχία, η κ. Φραντζέσκα Στελλακάτου εμφανίζεται πιστή οπαδός της σύγχρονης επιστήμης του Διαστήματος. Είμαι βέβαιος, ότι η εκλεκτή συγγραφεύς προσφέρει συμβολή στην ανάπτυξι της θετικής διαστημικής Τεχνικής στη χώρα του Δαιδάλου και του Ικάρου, στην ωραία Ελλάδα, με την οποία έχω συνδεθή από ταξίδι, που έκανα το έτος 1961. Επομένως, ο καθένας, που έχει ενδιαφέρον για τις πτήσεις μέσα στο κοσμικό Διάστημα, πρέπει να συντελέση στην περαιτέρω διάδοσι του παρόντος βιβλίου.
Νυρεμβέργη 7 Ιουλίου 1963
Δρ. Χέρμαν Όμπερθ, Καθηγητής».
Φυσικά, το Ταξιδεύοντας στη Σελήνη και στον Άρη μπορεί να μην είναι το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα (ή βιβλίο τέλος πάντων) επιστημονικής φαντασίας (το Από τη Γη στον Άρη του Δημοσθένη Βουτυρά, που επανακυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, πρωτοτυπώθηκε το 1929), πιθανώς να είναι όμως το πρώτο γραμμένο από γυναίκα· κάτι που, όπως και να το κάνουμε, έχει μια σημασία. 

Ένα πράγμα που μου έκανε παλαιόθεν εντύπωση ήταν μία ροπή των ροκάδων φίλων μου σε πρώτη φάση (αφορούσε και σ’ εμένα ως ένα βαθμό) προς το φανταστικό. Δεν υπήρχε περίπτωση να εύρισκες ροκά στην παρέα (στα eighties αναφέρομαι), που να μην είχε διαβάσει Poe και Lovecraft (τουλάχιστον), τα διηγήματα τρόμου των εκδόσεων Ωρόρα (στις μεταφράσεις του Γιώργου Μπαλάνου), περιοδικά όπως ο Απαγορευμένος Πλανήτης και άλλα διάφορα. Φυσικά, από κοντά, πρώτο ρόλο είχαν και οι ανάλογες ταινίες. Το rock κόλλαγε, σε πολλούς, με όλα αυτά τα πράγματα, περισσότερο ας πούμε από τον Frantz Fanon ή τον Ernst Fischer. Δεν μπορώ να την εξηγήσω εντελώς αυτήν την συσχέτιση (κάτι καταλαβαίνω…), πώς, με ποιον τρόπο δηλαδή, το rock, που ήταν ένα απλωμένο κοινωνικό φαινόμενο (διεθνώς πρώτα-πρώτα, αναλόγως και εν Ελλάδι), συνομιλούσε τόσο στενά με αυτού του τύπου τις υποκουλτούρες (όχι με αρνητικό πρόσημο ο χαρακτηρισμός). Κάτι συνέβαινε. Κάποιες υπόγειες διαδρομές ένωναν τους ροκάδες –τόσο της δικής μου εποχής, όσο και της προηγούμενης– με το πέραν του κόσμου τούτου. Πιθανώς να οφειλόταν αυτό στον χαρακτήρα της «απόδρασης» που για πολλούς, ή έστω για κάποιους, είχε το rock (και που διέθετε σε πληθώρα το φανταστικό)· κάτι που μπορεί να πήγαινε παραλλήλως με την άρνηση της καθημερινότητας και ενδεχομένως των προβλημάτων της – ή, όμως, και με το ξεπέρασμά τους, με την αναζήτηση αρμονικότερων τρόπων διαβίωσης και επιβίωσης στους έξω κόσμους. Παράγωγα του rock (και όχι μόνον αυτού, άκου Sun Ra π.χ., για να αναφερθώ σε ένα χοντρό όνομα) στηρίχτηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στο φανταστικό ή επηρεάστηκαν άμεσα απ’ αυτό (όπως ας πούμε το space-rock ή μεγάλο τμήμα του heavy metal), ενώ και στην ψυχεδελική εποχή, όπως και στην ακόλουθη περίοδο τού progressive το «ταξίδι» προς τους άλλους κόσμους ήταν σχεδόν μόνιμο και αναπόδραστο.
Γιατί να παραξενεύει, λοιπόν, το γεγονός πως αρχισυντάκτης στο πρώτο περιοδικό για την επιστημονική φαντασία που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα ήταν ο Πητ Κωνσταντέας; Γνωστός, φυσικά, στους έλληνες ροκάδες από τις δισκοκριτικές του στο Ποπ & Ροκ, τα σχετικά βιβλία (Frank Zappa) και τις μεταφράσεις του (The Who), την ροκ εκπομπή Στούντιο 13 στην κρατική ραδιοφωνία, τις ροκ εγκυκλοπαίδειες κ.λπ., κ.λπ. Αναφέρομαι, βεβαίως, στο περιοδικό Αναλόγιο του Κώστα Καβαθά, που πρωτοκυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1976. Το περιοδικό τύπωσε 9(;) τεύχη πριν κλείσει μέσα στο ’77, με τον Κωνσταντέα να κρατά (και) τη στήλη της σχετικής βιβλιοκριτικής.
Στενή σχέση με το rock είχε βεβαίως κι ένας άλλος πιονιέρος της εγχώριας επιστημονικής φαντασίας, ο Άγγελος Μαστοράκης, ο οποίος τον Απρίλιο του ’78 τυπώνει το πρώτο τεύχος του NOVA, ενός επίσης επιστημονικής φαντασίας περιοδικού που κυκλοφόρησε ακόμη λιγότερα τεύχη από το Αναλόγιο (μόλις έξι σε δύο περιόδους). Να πω πως ο Μαστοράκης ήταν βασικός συνεργάτης (ηχολήπτης) του Διονύση Σαββόπουλου στη δεκαετία του ’70 (στη δισκογραφία το όνομά του αναφέρεται μόνο στους «Αχαρνής»), ενώ βρέθηκε πίσω από τους Socrates, τα Μπουρμπούλια, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και βεβαίως τον Εξαδάκτυλο και τον Δημήτρη Πουλικάκο (παίζει φυσαρμόνικα και κάνει φωνητικά στο «Μεταφοραί-Εκδρομαί ο Μήτσος», ενώ ήταν και ηχολήπτης στο «Crazy Love στου Ζωγράφου»). Ήταν επίσης υπεύθυνος ήχου στο Ρόδον (έτσι νομίζω – στην αρχή της λειτουργίας του), είχε κάνει remixing και παραγωγή στο καλύτερο LP του Ross Daly, το “Ross Daly” [Private Pressing, 1986], ήταν υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού… για τα κόμιξ και την επιστημονική φαντασία 9, που μοιραζόταν τις Τετάρτες μαζί με την Ελευθεροτυπία, ενώ είναι ακόμη γνωστός και για τις μεταφράσεις του (Carlos Castaneda, William Burroughs). Το 1994 ο Άγγελος Μαστοράκης είχε δώσει μια συνέντευξη στον Βασίλη Κ. Καλαμαρά στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (10/7/1994) με αφορμή την τότε επανεκκίνηση του NOVA (βγήκαν δύο τεύχη) όπου μεταξύ άλλων σημείωνε: «Στην επιστημονική φαντασία περιγράφεται ένας μελλοντικός κόσμος, στον οποίον οι τεχνολογικές εξελίξεις φέρουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον. Στην ουσία εξιστορείται μια κρίση. Η λύση αυτής της κρίσης είναι το νέο μας όραμα για τον άνθρωπο και τον κόσμο».
Κοιτάζοντας, τώρα, τα δεκάδες ονόματα που αναγράφονται στο «Μεταφοραί-Εκδρομαί ο Μήτσος», στο εξώφυλλο και στα 4σέλιδο ένθετο, σκέφτομαι πως πλην του Άγγελου Μαστοράκη είχαν άμεση σχέση με την επιστημονική φαντασία τόσο ο Δημήτρης Πουλικάκος, όσο κυρίως ο Πάνος Κουτρουμπούσης (είχε συμβάλλει στο εξώφυλλο εκείνου του δίσκου μέσω των φωτογραφιών του). Ο Πουλικάκος, ας πούμε, είχε μεταφράσει το βιβλίο τού Μάρραιη Λάινστερ (Murray Leinster) Η Άλλη Πλευρά του Απείρου [Έψιλον, Αθήνα 1967;], ενώ και ο Κουτρουμπούσης, στην ίδια σειρά (μία από τις πρώτες απόπειρες για σοβαρό βιβλίο επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα) είχε μεταφράσει-εικονογραφήσει την Επιστροφή στη Γη [Έψιλον, Αθήνα 1967;] του Ρότζερ Ζελάζνυ (Roger Zelazny). Φυσικά ο Κουτρουμπούσης την ίδιαν εποχή (στα τέλη των sixties) συνεργαζόταν και με τις νεοϋορκέζικες εκδόσεις Αce Books (ιστορικός science fiction οίκος, που ιδρύθηκε το 1952). Εκεί, στη σειρά ace double εικονογράφησε βιβλία των Nick Kamin, Walt and Leigh Richmond, K M O'Donnell, αλλά και συλλογές (Τhe Best from Fantasy and Science Fiction) με ιστορίες των Isaac Asimov, Roger Zelazny, Zenna Henderson κ.ά.
Αυτή η κοινωνική διάσταση της επιστημονικής φαντασίας, στην οποίαν αναφέρεται παραπάνω ο Μαστοράκης, ήταν οπωσδήποτε ένα ζητούμενο στη δεκαετία του ’70 (τόσο κατά την περίοδο της Χούντας, όσο και κατά τη Μεταπολίτευση), αλλά και το διαβατήριο, συγχρόνως, ώστε να περάσει το είδος από την κάπως περιθωριακή και pulp κατάσταση, στην οποίαν διαβιούσε, στην πιο… λογοτεχνική. Να καταστεί δηλαδή η επιστημονική φαντασία σοβαρό λογοτεχνικό είδος και όχι να λογίζεται ως παραλογοτεχνία. Φυσικά ο χαρακτηρισμός «παραλογοτεχνία» ποτέ δεν έγινε αποδεκτός από τους φίλους του είδους, οι οποίοι –εδώ που τα λέμε– δεν είχαν και καμμιάν ιδιαίτερη καΐλα ν’ αποδείξουν τίποτα στους… κουλτουριάρηδες. Επιθυμούσαν όμως, υποθέτω, να δουν προσεγμένες ελληνικές εκδόσεις των αγαπημένων τους (ξένων) βιβλίων. Ίσως η πλέον σοβαρή έως τότε προσπάθεια (γιατί υπήρχαν κι άλλες) καταγραφής και αποτύπωσης τού είδους στη γλώσσα μας να ήταν η Σειρά Επιστημονικής Φαντασίας των εκδόσεων ΑντιΚόσμοι/ Μπουκουμάνης, που ξεκινά το 1975 με τα Δίδυμα Φεγγάρια του Άρη του Ραίη Μπράντμπερυ (Ray Bradbury). Ακολούθησαν Το Δ του Διαστήματος επίσης του Bradbury, Το Σπέρμα του Δαίμονα του Ντην Ρ. Κουντζ (Dean Ray Koontz) που είχε γυριστεί και σε ταινία από τον Donald Cammell (1977), Ο Άνθρωπος με τα Μάτια-Ακτίνες Χ του Ραίη Ράσσελ (Ray Russell), κι αυτό ταινία από τον Roger Corman το 1963, το Ταξίδι Μέσα στο Χώρο και στο Χρόνο του Φίλιπ Κ. Ντικ (Philip K. Dick), το Οι Πράκτορες του Χάους του Νόρμαν Σπίνραντ (Norman Spinrad) και μερικά ακόμη. Υπεύθυνος της σειράς ήταν ο Δημήτρης Παναγιωτάτος, με ειδικό συνεργάτη τον Άδωνι Κύρου. Να υπενθυμίσω πως το 1976 ο Κάλβος είχε εκδώσει το φημισμένο βιβλίο τού Άδωνι Κύρου Ο Σουρεαλισμός στον Κινηματογράφο και πως οι δυο τους (Κύρου και Παναγιωτάτος) είχαν… ξανασυναντηθεί στο βιβλίο Για μια Επαναστατική Παρα-Τέχνη [Πλειάς, Αθήνα 1976], το οποίο περιελάμβανε τις συζητήσεις τους στο Παρίσι γύρω από την Τέχνη του «παρά». Ο Παναγιωτάτος είχε ξεκινήσει την εκδοτική δραστηριότητά του με το περιοδικό Φάσμα της πρώτης εποχής (βγήκαν δύο τεύχη το 1971), συνέχισε μ’ ένα ειδικό τεύχος του Κούρου (1973) αφιερωμένο στο φανταστικό, υπό τον τίτλο Η Φρίκη στο Cinema, για να ολοκληρώσει κατά μίαν έννοια με το βιβλίο του Ο Φανταστικός Κινηματογράφος [Δέκα, Αθήνα 1979], εκεί όπου υπήρχε ειδικό κεφάλαιο για την επιστημονική φαντασία (με τη θεματική της εξέλιξη, το ιστορικό της διάγραμμα και άλλα διάφορα). Αργότερα, ο Παναγιωτάτος παράτησε την πένα, ας το πω έτσι, και περνώντας πίσω από την κάμερα γυρίζει την πρώτη ολοδική του ταινία, που δεν ήταν άλλη από τη Νύχτα με τη Σιλένα (1986). Μάλιστα την ίδια χρονιά είχε κυκλοφορήσει και το σχετικό OST [CBS 450391-1] με την ωραία fusion μουσική του Κυριάκου Σφέτσα (Ανδρέας Γεωργίου, Γιώργος Ζηκογιάννης, Νίκος Τουλιάτος κ.ά. στην μπάντα συνοδείας).
Και αφού καταλήγουμε στα της μουσικής να επανέλθω με κάτι που έχω ξαναγράψει.
Την 28/3/2010 στην ανάρτηση «Space hints… στο παλαιό ελληνικό ροκ» κι ενώ καταπιανόμουν με τα προσφιλή θέματα τής ελληνορόκ στιχουργικής των early seventies κατέληγα στα της… επιστημονικής φαντασίας.
«Μία άλλη τάση αφορούσε σε θέματα που δανείζονταν την ουσία τους από το υπερπέραν. Αναζητείται στο πλανητικό ή διαγαλαξιακό χάος η... τιμωρία για μία Γη που... παραστράτησε, που... λησμόνησε τον προορισμό της, που καταστρέφεται από την αλόγιστη ανθρώπινη συμπεριφορά. Πρώιμες οικο-ανησυχίες; Σχεδόν. Οι Sounds (σε στίχους Ρέτης Ζαλοκώστα) τραγουδούν το 1970, το ‘Έτος 2525’, μεταφέροντας την φουτουριστική επιτυχία των Zager & Evans στη γλώσσα μας, ενώ ο Σωτήρης Κοματσιούλης με την ‘Επιδρομή από τον Άρη’ το 1972 προσφέρει ένα pop-rock gem, με ωραίο hammond και κιθαριστικά κεντήματα για σεμινάριο. Την ίδιαν, περίπου, εποχή ο Γιάννης Πετρίτσης ηχογραφεί τον ‘Αρειανό (1973), ο Ηλίας Ασβεστόπουλος με τους 2002 τραγουδούν το 1975, στον ‘σιδερένιο άνθρωπο’, για το... διαστημόπλοιο από τον Άρη, που δεν ήταν άστρο ούτε φεγγάρι, ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης (1976) ανοίγεται ‘σε άλλους κόσμους μακρυνούς’, ενώ ο Ακρίτας (1973) είναι, από το εξώφυλλό του ήδη, μία κοσμική αλληγορία. Σ’ αυτή την κατηγορία τραγουδιών, ή έργων αν θέλετε, τα ‘Αστρόνειρα’ του Κώστα Τουρνά έχουν ξεχωριστή θέση».
Αλλά και την 14/11/2010, με αφορμή κάποιους δίσκους που είχα βρει στο Μοναστηράκι, αναφέρθηκα για πρώτη φορά σ’ ένα άλλου τύπου… επιστημονικής φαντασίας δισκάκι. «Και η έκπληξη. Το παιδικό 45άρι ‘Ταξίδι στον Άρη’ [Χρυσή Πέννα C.P. 101, άνευ χρονιάς, αλλά, σίγουρα, από τις αρχές των 70s]. Με τράβηξε, φυσικά, το α λα ‘Yellow submarine’… ψυχεδελικό εξώφυλλο. Το έβαλα ήδη στο πικάπ, επειδή προσδοκούσα ν’ ακούσω τίποτα spacey effects (παρότι δεν αναφερόταν πουθενά, στο label ή το cover, κάτι σχετικό). Δεν έπεσα τελείως έξω…».
Αυτά σε πρώτη φάση…