Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Κ. ΓΑΛΙΑΤΣΑΤΟΣ μια ψυχεδελική αφήγηση από την Ελλάδα του ’60

Πριν λίγο καιρό σ’ ένα από τα ψαξίματά μου εντόπισα ένα βιβλίο, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Είχε τίτλο Οι Δέκα Κύκλοι και ήταν γραμμένο από κάποιον Γεράσιμο Κ. Γαλιατσάτο. Το βιβλίο εκδόθηκε ιδιωτικώς στην Αθήνα στις αρχές του 1960 (έτσι αναγράφεται εντός), έχοντας ένα μάλλον ασυνήθιστο ασπρόμαυρο εξώφυλλο, στο οποίο εντυπωσιάζει η γοτθική… χεβυμεταλλική γραμματοσειρά, μαζί με τα παράξενα σκίτσα και τον διάκοσμο. Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Τη Θεωρία (σελ.5-43) και το Χωρίς Προσωπείο (σελ.45-62). Το πρώτο μέρος, που μου άρεσε περισσότερο, είναι μία παραληρηματική, ποιητική (ή έστω ποιητικίζουσα για τους πιο δύστροπους…) αφήγηση δέκα διαδοχικών μετενσαρκώσεων, η οποία κινείται στις παρυφές, για να μην πω στην ουσία, της ψυχεδελικής λογοτεχνίας! Πάρτε μια ιδέα, από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου και επανέρχομαι… 
Για πολλές φορές βρέθηκα στη ζωή, και τώρα που έχω φθάσει στον δέκατό μου κύκλο, δηλαδή ενώ έχω βρεθεί για δεκάτη φορά στη ζωή, περνώντας από διάφορα στάδια, όπως κανείς θα έλεγε, σού διηγούμαι αυτά που θυμάμαι δίνοντάς σου ό,τι μπορώ από τη σκέψη μου και κράτησε ό,τι θέλεις. 
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα για πρώτη φορά στη ζωή, ούτε και μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, όσο κι αν έσπασα το κεφάλι μου, την αρχή της ζωής μου. 
Εκείνο όμως που ξέρω είναι από κει και πέρα, που όπως πολύ καλά θυμάμαι, για δέκατη φορά έχω βρεθεί στον κόσμο, χωρίς να ξέρω τι προηγήθη και είναι άγνωστο σε με, πόσο ακόμη θα ακολουθήσει αυτή η ιστορία, τόσο άγνωστο όσο επίσης δεν ξέρω πόσο πριν από ό,τι θυμάμαι είχε προηγηθεί. 
Επειδή όμως πιστεύω ότι η ζωή περνά από δοκιμασίες για να φθάσει κανείς στο τέλειο και στο άυλο, γι’ αυτό και τούτα σου αναφέρω. 
Και να τώρα Εσύ, που σε λένε άνθρωπο και ξέρεις να διαβάζεις και να γράφεις, πράγματα που γω δεν γνώριζα, όταν για πρώτη φορά βρέθηκα στη ζωή, σαν άνθρωπος και σαν εσένα έμοιαζα, πως πέρασε ο κάθε κύκλος μου αυτό που λες Εσύ ζωή. 
Πάρε ό,τι θυμάμαι, μήπως σου χρειασθεί καμμιά φορά και χωρίς να χάνεις τίποτε αποχτάς ένα εφόδιο στη ζωή σου, να γίνεις ίσως άτρωτος ή να μάθεις να πιστεύεις και αν ξέρεις να υποφέρεις για να’ σαι αρεστός στον εαυτό σου. 
Έτσι πλουτίζεσαι από γνώσεις, που πρέπει να κατέχεις, αφού άλλωστε μπορείς να ακουστείς και να σε καταλάβουν και να καταλάβεις αρκετά από τα όντα που σου μοιάζουν επί της γης και λέγονται άνθρωποι. 
Ξέρε όμως, πως πολύ θα αργήσεις να αντιληφθείς και να καταλάβεις, πολύ δε περισσότερο να σε καταλάβουν τα τόσα όντα που υπάρχουν σε γη και θάλασσα, που ίσως και συ κάποτε να ήσουν σαν ένα από αυτά ή αυτά σαν εσένα κι’ ίσως πολλές φορές επιθυμήσεις να είσαι κάτι σαν αυτά. 
Αλλά για να μη σε κουράζω, γιατί δεν είναι φρόνιμο, ας αρχίσω να σου διηγηθώ τα όσα θυμάμαι, μήπως και συ βρεις κάποτε τον εαυτό σου και τότε έρθει στο μυαλό σου, ότι δεν είσαι ο πρώτος ή ο έσχατος και ίσως βάλεις νερό στο κρασί σου να γίνεις καλλίτερος από ό,τι τώρα είσαι.(…). 
Αυτή η εισαγωγή μού θύμισε ένα άλλο ελληνικό ψυχεδελικό αφήγημα, το περίφημο Πεγυότλ [Φέξης, Αθήνα 1961 - Συνεργατικές Εκδόσεις Κοινότητα, Αθήνα 1982 - Πρίσμα/ Ψυχεδελική Βιβλιοθήκη-1, Αθήνα 1990] τού, κατά τα λοιπά συντηρητικού, Σπύρου Μελά (1882-1966) εκεί όπου στην εισαγωγή του («Γνωριμία με τον Εχινόκακτο») διαβάζουμε…
Καμιά φορά στέκομαι και ρωτιέμαι: Πόσες ζωές έχω περάσει; Θέλω χρόνια να τις μετρήσω, να τις ιστορήσω δε θα ’φτανε το απέραντο υφάδι του χρόνου. Έχω κάμει το γύρο των άστρων. Κι’ έχω ζήσει, στη φλούδα τους, το σκίρτημα των πρώτων πλασμάτων. Μυριάδες μορφές έχει πάρει το είναι μου. Η καρδιά μου έχει χτυπήσει μέσα στα πιο αλλόκοτα σχήματα της ζωής. Κι’ η μνήμη μου, στα δίχτυα της τ’ ακατάλυτα, πιο αχανή κι’ απ’ αυτά που κρατάνε τους κόσμους, έχει περιπλέξει, αρίφνητα κοπάδια πουλιών, όλα τα καθέκαστα.
Και τα δύο βιβλία, που τα χωρίζει ένας χρόνος –τού... μάλλον μιας κάποιας ηλικίας Γαλιατσάτου, υπενθυμίζω, εκδόθηκε το 1960, ενώ εκείνο του 79χρονου(!) Μελά την επόμενη χρονιά– δομούνται γύρω από ένα σμάρι καταιγιστικών συνειδησιακών μετασχηματισμών, που είναι το πιο βασικό γνώρισμα της ψυχεδελικής αφήγησης. Έτσι λοιπόν η ελληνική... ψυχεδελική γερουσία των αρχών του ’60, ρίχνει αγρίως στ’ αυτιά στις... λογοτεχνικές και άλλες τινές ασυναρτησίες τής λεγόμενης «ψυχεδελενεολαίας» των τελών της δεκαετίας, συμπορευόμενη, κατά μίαν έννοια, με ό,τι συνέβαινε έξω (Aldous Huxley) και συναγωνιζόμενη (Μελάς) στο αυτό επίπεδο.
Βεβαίως –ακόμη και για την περίπτωση του Μελά, που γνώριζε, έστω και κατ’ όνομα, τα φυσικά ψυχοτρόπα– δεν μπορεί να υποστηριχθεί, πειστικώς, πως κάποια ουσία ήταν εκείνη που επέδρασε εντός του (χωρίς αυτό να μπορεί και να αποκλειστεί!), προκειμένου να καταγραφεί το τελικό γραπτό αποτέλεσμα. Και αν, εν πάση περιπτώσει, το Πεγυότλ είναι ένα μικρό, ξεχασμένο αριστούργημα τής ελληνικής λογοτεχνίας (πράγμα, που σημαίνει πως ο Μελάς είχε… σώας τας φρένας, βάζοντας όλο το ταλέντο του, στην προσπάθειά του να περιγράψει μια σειρά εξωφρενικών συνειδησιακών μετατροπών), ο Γαλιατσάτος με την απλή, ενδεχομένως άτεχνη, αλλά γεμάτη πάθος ιδιότροπη γραφή του δεν μπορεί παρά να μοιάζει μ’ έναν αληθινό (εγχώριο) ψυχεδελικό πρωτοπόρο… 
Και να εκεί που σαν φυσαλίδες ο όρκος τής εκδίκησης στην επιφάνεια της θάλασσας έπλεαν, τα μάτια ενός Καπετάνιου που εκεί κοντά αρμένιζε με το πλεούμενό του, με πόνο με κοιτάζουν, όχι εμέ γιατί δεν μ’ έβλεπε, αλλά τις φυσαλίδες και δυο χονδρά δάκρυα από τα μάτια του κυλάνε και αυτοστιγμεί μπαίνω στον άλλο κύκλο μου, τον τέταρτο κατά σειρά στη νέα μου ζωή. 
Πολύς καιρός επέρασε ώσπου να καταλάβω τι με τον εαυτό μου εγινότανε, γιατί ο Καπετάνιος για πολύ καιρό ταξίδευε κι έτσι κλεισμένος μέσα του εγώ βρισκόμουνα. Κι’ από καιρούς σαν στο σπιτικό του βρέθηκε και με την γυναίκα του σε χάιδια ήρθανε, άρχισε και για με ο καιρός να πλησιάζει να έλθω πάλι στη ζωή.(…) 
Φραγμός για με κανένας δεν υπήρχε. Η ζωή μου περνούσε χωρίς σκέψεις και τα χρόνια, όπως εσύ το καιρό μετράς, περνούσαν χωρίς ποτέ στο μυαλό μου να βάλω, πως κάποια μέρα θα τελείωνα εγώ ή το κορμί μου, αν έτσι πρέπει να το πω, σύμφωνα μ’ αυτά που τώρα διηγούμαι. 
Ώσπου, κάποτε εκεί που περπατούσα, μπροστά μου κάτι σαν σύννεφο είχε σταθεί, κάτι σαν δίχτυ ήταν και από φόβο κυριεύθηκα, πως δεν θα το περνούσα. 
Σαν κάτι να μ’ έτρωγε και βάζοντας όλη την δύναμή μου, για να το προσπεράσω, πέφτω και τσακίζομαι. 
Τώρα, σωρός κουβάρι κάτω, όπως ήμουνα, να σηκωθώ πια δεν μπορώ, κι’ άλλοι με πατάνε κι έρχεται το τέλος μου. Πριν όμως ακόμη τελειώσω, στην προβοσκίδα μου εμπρός μια αράχνη με ζυγώνει και αρχίζει με τα δίχτυα της στο γύρω μου να πλέκει το ίδιο εκείνο δίχτυ, σαν κείνο που είχα συναντήσει. Και τότε μόνο σκέφτηκα, πως τέτοιο πραγματάκι εμένα με κατέβαλε, γιατί με πήρε ο φόβος πως κάτι άλλο ήτανε. 
Μα χάνοντας τις σκέψεις μου, απ’ τα πολλά που από το μυαλό μου επερνούσαν, μία στριγκλιά ξεπήδησε από μέσα μου και όλο μου το είναι, ξεροβογκώντας έλεγα: Αχ να ’μουνα αράχνη! 
Και ευθύς αμέσως, λες και αυτό ήτανε, ο κύκλος μου περνάει και αφήνοντας εκείνο το ολόκληρο κουφάρι, μπαίνω σε κείνη την αράχνη, που δίχτυ σε μένα έφτιανε. 
Έτσι, ο κύκλος πέρασε, που όπως θυμάμαι, ήταν ο έβδομος, τον όγδοο να πάρω και τώρα αράχνη γίνομαι, χωρίς χρονοτριβή. 
Και τούτη εδώ τη φορά, ώσπου να νοιώσω τον εαυτό μου, ότι αράχνη έγινα, είδα κι’ έπαθα, γιατί καλά δεν γνώρισα την μάννα μου και σαν στο φως βρέθηκα, άρχισα να τρέφομαι από μικρότερα όντα από εμέ, που στήνοντας το δίχτυ μου σ’ αυτό τα έπινα. 
Πολλές φορές, στα δίχτυα μου μπλεκόντανε και κάτι φτερωτά όντα, που τρεις φορές μεγαλύτερα από μένα ήτανε και τότε το αίμα τους ερούφαγα ώσπου τα άφηνα φτερό με φτερό. 
Αυτή ήταν η ζωή μου συνεχώς και όταν ένοιωθα κίνδυνο, από τον εαυτό μου εκρεμώμουν, αφήνοντας σαν κλωστή μια ίνα από πίσω μου και χανόμουνα ώστε να μη με βρουν.(…)

2 σχόλια:

  1. Φίλε Φώντα, το πλήρες κείμενο από το Πεγυότλ του Μελά δημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο του Σαραντάκου στη διεύθυνση
    http://sarantakos.wordpress.com/2014/02/23/peyotl/#comment-206359
    Το δακτυλογράφησα εγώ και θα με ενδιέφερε να δακτυλογραφήσω και το εν λόγω αφήγημα του Γαλιατσάτου αν συμφωνείς, καθώς είναι σπάνιο και δύσκολο να βρεθεί. Αν θέλεις, στείλε μου σκαναρισμένο το βιβλιαράκι για τη μεταγραφή. Η διεύθυνση μου είναι xray@in.gr

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ακόμη και μόνο την «Θεωρία» να σκανάρω (το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου) και μάλιστα με τις σελίδες δύο-δύο, θέλω 20 σκαναρίσματα (σε high res. για να διαβάζονται). Δεν είναι εύκολο αγαπητέ Xray. Τέλος πάντων, θα δω τι μπορώ να κάνω…

      Διαγραφή