Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

ΣΑΚΗΣ ΜΠΟΥΛΑΣ αναμνήσεις, συνειρμοί

Όσοι από εμάς (λίγοι, κάπως περισσότεροι… δεν ξέρω) μάθαμε να λογαριάζουμε τα σύγχρονα τηλεοπτικά σίριαλ ως σκέτο «χάσιμο χρόνου» (για να μην πω τίποτα χειρότερο και με κόψουνε…) γνωρίζουμε τον Σάκη Μπουλά μόνον ως τραγουδιστή. Ο Μπουλάς είχε φωνάρα, η οποία σε συνδυασμό με την υποκριτική άνεση που διέθετε –ό,τι έχω ψυλλιαστεί προέρχεται, βασικά, από την ταινία τού Σταύρου Τσιώλη «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες!»– θα μπορούσε να τον αναδείξει (η φωνάρα του) σε κορυφαίο ερμηνευτή τού πιο καινούριου ελληνικού τραγουδιού. Βεβαίως, το… πιο καινούριο ελληνικό τραγούδι λίγες φορές θα κατόρθωνε να δημιουργήσει έργο για τη φωνή του αείμνηστου πια ερμηνευτή, αφήνοντας έτσι, και κατ’ ουσίαν, ανεκμετάλλευτο ένα πολύ σημαντικό ταλέντο. Φαίνεται, μάλιστα, πως… πλήρη γνώση της κατάστασης είχε και ο ίδιος ο Σάκης Μπουλάς, ο οποίος κάπου μεταξύ σοβαρού και αστείου (εγώ λέω μεταξύ… σοβαρού και σοβαρού) είχε πει στην Μουσική το 1986, με αφορμή το τότε άλμπουμ του «ΜΠΟΥΛΑΣ Ελλάς»: «(…) Μετά, το άλλο βασικό στοιχείο είναι ότι εγώ είμαι τραγουδιστής και μάλιστα πολύ έμπειρος, δεν προσποιούμαι τον τραγουδιστή, ούτε είμαι ο μίμος που κάνει το τραίνο και τον Lone Ranger (σ.σ. ραδιοφωνικός ήρωας στην Αμερική, με θητεία στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τα κόμιξ, κάπως σαν το Ζορό)». Τελικώς, ελάχιστα σοβαρά δείγματα της ερμηνευτικής ποιότητας του Σάκη Μπουλά καταγράφηκαν στην δισκογραφία και βασικά αναφέρομαι στις seventies συνεργασίες του με τον Διονύση Σαββόπουλο («Αχαρνής»), τον Μιχάλη Γρηγορίου («Ανεπίδοτα Γράμματα») και βεβαίως τον Θάνο Μικρούτσικο – καθότι πολλά από τα υπόλοιπα… απενοχοποιητικά τραγούδια των 80s και πέραν αυτών (δεν λέω «όλα», επειδή δεν τα γνωρίζω όλα…), δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική (ακόμη κι αν η σάτιρα ήταν ο βασικός τους στόχος). Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά, κατ’ εμέ, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 τα τραγούδια του Σάκη Μπουλά (και ορισμένων άλλων) αποτελούσαν μια πιο λαϊκή έκφραση του… ΚΛΙΚαδόρικου life style. Ήτοι, ένα τραγούδι αριστερών καταβολών, αλλά απενοχοποιημένο όπως έγραψα και πιο πάνω (και είναι αυτή η πιο σωστή λέξη), που έφερνε τους… τριανταβάλε της εποχής (διάβαζε «γενιά του Πολυτεχνείου») κατάματα με τη «χαμένη εφηβεία» τους. «Μανάρια», «μανάκια» και… άλλε τινέ γκομενέ, μουσικώς επενδυμένα σ’ ένα ύφος ροκ χαβαλέ. Άλλο, όμως, να βρίσκεται κανείς στα 17 του και άλλο στα διπλάσια…
Το καλοκαίρι του 1981 –επειδή το έψαξα χθες ήταν… Σάββατο 4 Ιουλίου 1981– είχα δει τον Σάκη Μπουλά live, για πρώτη και τελευταία φορά, σε μια… θεόρατη συναυλία στο Γήπεδο της Παναχαϊκής στην Πάτρα, μια συναυλία την οποίαν διαφέντευαν τρεις σημαντικοί συνθέτες της εποχής: οι Μάνος Λοΐζος, Χρήστος Λεοντής και Θάνος Μικρούτσικος. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του μεταπολιτευτικού τραγουδιού όπου τρία τέτοιου δυναμικού και… αναγνωρισιμότητας ονόματα, με περίπου ίδιες, εκείνη την εποχή, πολιτικές αναφορές (που γυρόφερναν το ΚΚΕ, χωρίς να λέω πως ήταν και οι τρεις μέλη του) ένωναν τις δυνάμεις τους σε μια κοινή συναυλία, στην οποίαν θα τραγουδούσαν οι πάντες (Χάρις Αλεξίου, Μανώλης Μητσιάς, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Μεράντζας, Γιάννης Θωμόπουλος, Ισιδώρα Σιδέρη, Σάκης Μπουλάς, Αιμιλία Σαρρή, Δημήτρης  Κατοίκος, Γιώργος Μπαγιώκης, Σοφία Βόσσου – η σειρά των ονομάτων από τον ψηφιακό Ριζοσπάστη εκείνων των ημερών). Τραγουδιστές και τραγουδίστριες εν ολίγοις που συνεργάζονταν στην δισκογραφία με τους τρεις συνθέτες και οι οποίοι θα υποστήριζαν ένα υλικό λίγο-πολύ γνωστό, αφού πολλά από τα τραγούδια του προγράμματος είχαν κυκλοφορήσει ήδη σε δίσκους («Τα Τραγούδια της Χαρούλας», «Για Μια Μέρα Ζωής», «Καπνισμένο Τσουκάλι», «Μαντζουράνα στο Κατώφλι», «Σταυρός του Νότου» κ.λπ.). Μπορεί να έχουν περάσει 33 χρόνια από τότε, αλλά ακόμη έχω στη μνήμη μου την ιδιαίτερη αίσθηση που μου είχε προξενήσει ένα (ανέκδοτο) τραγούδι με τον Σάκη Μπουλά, στο οποίον ακούγονταν κάτι… ασυνάρτητα (έφυγα από τη συναυλία, και παρότι είχα ακούσει μία μόλις φορά το εν λόγω άσμα θυμόμουν καθαρά το ρεφρέν του).
Έτσι, όταν ήρθε ο καιρός (ήταν πια φθινόπωρο του ’81, ήτοι μέρες… Αλλαγής) ν’ αγοράσω την… κασέτα «Συναυλίες ’81» (με τις συμμετοχές μόνον των Λεοντή και Μικρούτσικου, αφού τα κομμάτια του Λοΐζου, για γραφειοκρατικούς-εταιρικούς λόγους μάλλον, δεν είχαν αποτυπωθεί) το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να «ψάξω» τα δύο τραγούδια με τον Σάκη Μπουλά, για να δω μήπως και κάποιο απ’ αυτά ήταν το κομμάτι της συναυλίας. Και όντως δηλαδή, αφού το τραγούδι που με είχε περισσότερο εντυπωσιάσει ήταν το «Μπαλάντα Βιγιόν» σε ποίηση François Villon, μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση και μουσική Θάνου Μικρούτσικου. Μάλιστα σ’ εκείνον το δίσκο ο Μπουλάς είχε ένα ακόμη ωραίο τραγούδι του Μικρούτσικου (στα… απόνερα πια της Μεταπολίτευσης κι αυτό), την «Μπαλάντα του έμπορα» σε ποίηση Bertolt Brecht και μετάφραση Μάριου Πλωρίτη.
Οι συντελεστές του άλμπουμ. Ο Σάκης Μπουλάς (όρθιος) τρίτος από δεξιά. Η φωτογραφία προέρχεται από την Μουσική, τεύχος 47, Οκτώβρης '81.
Γενικώς, ο δίσκος (που ήταν ηχογραφημένος σε στούντιο – δεν ήταν η αποτύπωση του live δηλαδή) είχε ενδιαφέρον, κυρίως όσον αφορά στα ανέκδοτα tracks. Και αναφέρομαι στον «Πανικό» και το «Ασανσέρ» (Θάνος Μικρούτσικος - Μιχάλης Γκανάς) με την Μαρία Δημητριάδη (αμφότερα στο ροκ ύφος του «Εμπάργκο», που θα ακολουθούσε), στο «Βραδυνό όνειρο στη Νέα Υόρκη» (κι αυτό του Μικρούτσικου) ένα νεορομαντικό ορχηστρικό, όχι ακριβώς jazz, με πιάνο και σύνθια (πολύ ωραίο), αλλά και στον «Οδηγητή» του Χρήστου Λεοντή (ποίηση Κώστας Βάρναλης), τον ανεπίσημο (ας τον πω έτσι) ύμνο της ΚΝΕ, έναν εμπνευσμένο παιάνα με chorus vocals στο ύφος των canti rivoluzionari italiani (λογικώς στη χορωδία συμμετέχει και ο Σάκης Μπουλάς – τον ακούω...) που δεν μπόρεσε να περάσει στα πλατύτερα στρώματα· καθότι η «Αλλαγή» έμπαινε φουριόζα, μεταλλάσσοντας σιγά-σιγά και την… επαναστατική μουσική επένδυση.
Ρίξτε «Οδηγητή» ρε κοθώνια· για το ποίημα και το τραγούδι, όχι για την ΚΝΕ… Δε δίνω λέξες παρηγόρια,/ δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·/ καθώς το μπήγω μες το χώμα/ γίνεται φως, γίνεται νους

23 σχόλια:

  1. καλημέρα Φώντα
    Ωραίο το κείμενο για τον Μπουλά, συμφωνώ με αυτά που γράφεις για τα
    μπανάκια-μανάκια.
    Αυτές τις ημέρες πέτυχα αυτό το βιντεάκι στο utube, ακριβώς πάνω σε αυτό
    το θέμα.

    https://www.youtube.com/watch?v=GIPZmpDpXAc

    :-)
    Χαιρετισμοί!

    Antonis X

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φοβερό το βίντεο Antoni X – ευχαριστώ!
      Τώρα το είδα για πρώτη φορά! Μια χαρά τα λέει ο Σαββόπουλος! Ορκίζομαι, δε, σε ό,τι λατρεύω, πως δεν το είχα δει όταν έγραφα στην ανάρτηση περί… «αριστερών καταβολών», «γενιάς του Πολυτεχνείου», «χαμένης εφηβείας» και από ’κει και πέρα για την «απενοχοποίηση», τα «μανάρια» και τα «μανάκια»…
      Το ρίχνει, βεβαίως, στην πλάκα ο Μπουλάς, αλλά δεν πείθει…

      Διαγραφή
    2. Ο Μπουλάς αδίκησε σίγουρα με τις επιλογές του (άραγε κάτω από ποιες συνθήκες) τις ερμηνευτικές του ικανότητες. Όμως υπήρξε ένας εξαιρετικός λαϊκός διασκεδαστής. Κι αυτό λίγο δεν είναι...
      Κατά τα άλλα θεωρώ τα "τραπεζάκια έξω" και το "ζητω το ελληνικό τραγούδι" την... κουλτουριάρικη εκδοχή του "ΚΛΙΚαδόρικου life style". Αλλά εδώ αρχίζει άλλη ιστορία...

      Ι.Χ.

      Διαγραφή
    3. Για τον Σάκη Μπουλά δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο.

      Ο Σαββόπουλος είναι Σαββόπουλος και δεν έχει καμμία σχέση με κανένα life style. Τον απασχολούν άλλα ζητήματα. Πιο προσωπικά, φρονώ, για τα οποία βρίσκει (ή δεν βρίσκει) «λύσεις» μόνος του.

      Τα «Τραπεζάκια Έξω» σηματοδοτούσαν μία ελληνοκεντρική στροφή στην τραγουδοποιία του, μέσω της νεο-ορθοδοξίας, που τότε (1983) απασχολούσε μια μερίδα της διανόησης, δίχως κάποια ευρύτερη λαϊκή απήχηση (η νεο-ορθοδοξία εννοώ). Και life style χωρίς απήχηση δεν υπάρχει – ή, μάλλον, δεν έχει νόημα.

      Για δε την εκπομπή του στην TV, από τις μέσες-άκρες που θυμάμαι, ήταν μία ολίγον σούρεαλ αποτύπωση των καταστάσεων του ελληνικού τραγουδιού της εποχής (αλλά και ολίγον κιτς συνάμα, αφού επιχειρούσε να συνδυάσει τα ασυνδύαστα – αυτό δεν το λέω, κατ’ ανάγκην, ως μειονέκτημα), που ήταν τόσο προσωπική και άρα… ανεπανάληπτη (εννοώ «ακοπιάριστη»), που επίσης απείχε παρασάγγας από το… ΚΛΙΚαδόρικο life style.

      Διαγραφή
    4. Αν το παιχνίδι παίζεται στη λαϊκή απήχηση, τότε οι 200000 δίσκοι και οι 80000 θεατές στο Ολυμπιακό Στάδιο σε μια συναυλία με κύριο όχημα τη συγκεκριμένη δουλειά σημαίνουν: ή ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει τι αγοράζει ή ότι δεν καταλαβαίνει τι ακούει ή ότι τα συγκεκριμένα τραγούδια ξεπερνούν το νεο-ορθόδοξο ρεύμα που υποτίθεται ότι υπηρετούν. Χώρια τα εξώφυλλα και οι συνεντεύξεις σε περιοδικά ποικίλης ύλης και ευρείας κατανάλωσης, χώρια το πόσο επηρέασε ο συγκεκριμένος δίσκος μελλοντικούς "πρωτοκλασάτους" στιχουργούς... Έχω άλλη γνώμη και για την εκπομπή του άλλα κυρίως έχω άλλη γνώμη, όχι για το ταλέντο βέβαια, αλλά για τις προθέσεις του τραγουδοποιού Σαββόπουλου. Σε άλλη ανάρτηση, αφιερωμένη σ΄αυτόν, ίσως μου δοθεί η ευκαιρία να την εκφράσω...

      Ι.Χ.

      Διαγραφή
    5. Νομίζω πως τα μπερδεύουμε λίγο τα πράγματα…
      Life style χωρίς απήχηση δεν υπάρχει. Απήχηση άνευ life style υπάρχει.

      Διαγραφή
  2. Το πρόβλημα είναι ότι ο Σαββόπουλος κατηγορεί τους «δήθεν αριστερούς» που «απενοχοποιήθηκαν» στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ενώ ο ίδιος είναι το καλύτερο παράδειγμα.

    Και αριστερός «από μακρυά» ήτανε (αυτό που κατηγορεί τους άλλους), και άνετος στο να τα παίρνει (εκπομπές στην ΕΡΤ, συναυλίες σε φαντάρους με χορηγό το Υπουργείο Αμύνης, Θεσσαλονίκη πολιτιστική πρωτεύουσα, και τραγούδια-ύμνοι στην Γιάννα Αγγελοπούλου για τους Ολυμπιακούς κλπ κλπ), και πρωτοστάτης στην «απενοχοποίηση».

    Ποιός ξεχνάει π.χ. την συνεργασία του, σε νυκτερινό κέντρο, με τον Πάριο (κάπου 1989 ή 1991 νομίζω, εποχές που το ΚΛΙΚ φρόντιζε την περαιτέρω απενοχοποίηση του Έλληνα).

    Γνώμος



    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μην το μπερδέψουμε το πράγμα.

      Το ζήτημα που ετέθη είναι αν ο Σαββόπουλος εκείνη την εποχή –και μέσα στα χρόνια εγώ θα πω– σχετιζόταν με κάποιο, τέλος πάντων, life style. Αν υπηρέτησε «γραμμή» δηλαδή, που να έγινε κοινή λογική. Και απάντησα πως… «ο Σαββόπουλος είναι Σαββόπουλος και δεν έχει καμμία σχέση με κανένα life style. Τον απασχολούν άλλα ζητήματα. Πιο προσωπικά, φρονώ, για τα οποία βρίσκει (ή ΔΕΝ βρίσκει) ‘λύσεις’ μόνος του».

      Την δημόσια εικόνα του Σαββόπουλου έτσι όπως εκείνη αποκρυσταλλώνεται μέσα από τις συνεντεύξεις του, την γνωρίζω πολύ καλά, όπως γνωρίζω, επίσης, και αυτά που λέτε. Το ζήτημα είναι πως το 1986, όταν προβλήθηκε στην τηλεόραση το «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» το αντιΠΑΣΟΚικό μένος του ήταν ακόμη υπό… εσωτερική διαμόρφωση. Τούτο σημαίνει πως οι κρίσεις του για το γιαλαντζί τραγούδι είχαν ένα νόημα (ήταν ακριβείς κατ’ εμέ – να μην το ξαναπώ), το οποίο (νόημα) δεν πήγαινε κόντρα με την τότε δημόσια εικόνα του (δηλαδή και να πήγαινε, πάλι «ακριβείς» θα ήταν). Βεβαίως, όταν τρία χρόνια αργότερα (1989) τα ’ριχνε αγρίως στο ΠΑΣΟΚ τραγουδώντας…

      «Με ποιους να πάμε, μη ρωτάτε κι ούτε είναι το θέμα εκεί/ ΧΟΥΝΤΑ ΠΕΡΝΑΜΕ, ΠΟΛΕΜΑΤΕ ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΜΑΥΡΙΔΕΡΗ./ Στον ξευτιλισμό, στην κοροϊδία, μας κρατούν συναυτουργούς μόνο επτά χρονών κι είναι θηρία... Πώς τελειώνουμε μ’ αυτούς;»

      ...κανείς δεν πίστευε πως από την άλλη μεριά του σύρματος θα βρισκόταν ο Μητσοτάκ. Κι εκεί, βεβαίως, υπήρξε απομυθοποίηση, η οποία, όμως, ήταν εντελώς προσωπική. Δεν υπαγορεύτηκε δηλαδή από καμμία life style επιλογή. Απλώς, στο ζήτημα που, τότε, τον απασχολούσε ΔΕΝ βρήκε λύση. Το τι έγινε στην Ελλάδα επί Μητσοτάκ το θυμόμαστε. Και το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Ξανά-μανά ΠΑΣΟΚίλα, και μάλιστα χειρότερη από την προηγούμενη.
      Τελικά η χούντα τελείωσε το… ’73, ναι ή όχι; Ο Σαββόπουλος το ’89 έλεγε «όχι». Το… 2014 τι να λέει άραγε;

      Διαγραφή
  3. Με όλη τον σεβασμό προς τους φίλους που γράφουν τα παραπάνω σχόλια, νομίζω έχετε παρερμηνεύσει κάτι:
    Ο Σαββόπουλος στο βίντεο με τον Μπουλά ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΖΕΤΑΙ και σατιρίζει την αρτηριοσκληρωτική στάση των "σοβαρών" κουλτουριάρηδων τραγουδοποιών της τότε (όπως και τώρα) διανόησης. Προφανώς αποδέχεται και γουστάρει το ανάλαφρο, ειλικρινές και ευστόχως κωμικό ύφος των τραγουδιών του Σάκη.
    Και θεωρώ σίγουρο ότι το λογύδριο που εκφωνεί ο Σάκης το έχει γράψει ο ίδιος ο Νιόνιος, αφού "κάνει μπάμ" το ύφος και η φρασεολογία του.

    Τέλος πάντων στίχοι τόσο έξυπνοι, κωμικοί και συγχρόνως ρυθμικοί όσο αυτοί που μας άφησε ο μακαρίτης ο Μπουλάς, νομίζω σπανίζουν μετά το 1990 (με την εξαίρεση ίσως του Δεληβοριά και των ημισκουμπρίων).
    Και τι αυτοσαρκασμός: "Λούζεται η αγάπη μου στο λουτροκαμπινέ"!!!
    Ακόμα γελάμε! Ας αναπαυθεί η ψυχή του...

    Corto Maltese

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Με όλο τον σεβασμό, αλλά βάλατε τα γυαλιά σας ανάποδα και βλέπετε ό,τι θέλετε…

      Ποια ήταν η… «αρτηριοσκληρωτική στάση των "σοβαρών" κουλτουριάρηδων τραγουδοποιών της τότε διανόησης»;

      Ποιοι ήταν οι… «οι "σοβαροί" κουλτουριάρηδες τραγουδοποιοί» της τότε διανόησης;

      Ποιοι «"σοβαροί" κουλτουριάρηδες τραγουδοποιοί» κάθονταν στη στομάχα του Σαββόπουλου (το 1987), αποφασίζοντας, έτσι, εις ανταπάντηση, να πλέξει το εγκώμιο του Μπουλά και των συν αυτώ;

      Διαγραφή
  4. Αυτό που προσπάθησα να πω είναι ότι από τα παραπάνω σχόλια φάνηκε να προσλάβατε το συγκεκριμένο βίντεο ως κόντρα Μπουλά - Νιόνιου. Γράφετε:
    "Το ρίχνει, βεβαίως, στην πλάκα ο Μπουλάς, αλλά δεν πείθει…"

    Μα πρόκειται για ΣΚΕΤΣΑΚΙ από την εκπομπή του Σαββόπουλου. Μαζί και οι δύο το ρίχνουν στην πλάκα. Ο Μπουλάς δεν απολογείται. Απαγγέλει κωμικό κείμενο που έγραψε ο φίλος του ο Νιόνιος και μαζί σατιρίζουν την επιφυλακτικότητα μιας μερίδας διανοουμένων της εποχής για την πιο "ανάλαφρη", κωμική τέχνη.

    Ποιοι ήταν αυτοί οι σοβαροί κουλτουριάρηδες;
    Υποθέτουμε ότι οι στίχοι του Μπουλά δεν θα ήταν αποδεκτοί από τον Ρασούλη, τον Γκαϊφύλλια, τον Αλκαίο κλπ.
    Αλλά επαναλαμβάνω ότι ο Σαββόπουλος αυτοσαρκάζεται. Περιλαμβάνει τον εαυτό του στους "σοβαροφανείς" και κάνει αυτοκριτική στην παλαιότερη διανοουμενίστικη στάση του.

    Σε τι διαφωνείτε από αυτά;

    Corto Maltese

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ο Σαββόπουλος μιλάει πολύ σοβαρά, και δεν κάνει καθόλου πλάκα. Ο Μπουλάς απαντά, κατ’ ουσίαν, με τον δικό του τρόπο, ο οποίος είναι… πλακατζίδικος. Προφανώς γιατί οι διαπιστώσεις είναι σοβαρές, και γιατί όταν κάποιος ακούει την «αλήθεια» είναι πιο εύκολο να το ρίξει στην τρελή, θολώνοντας το τοπίο.
      Τώρα εσείς μας λέτε τα δικά σας. Πως το κείμενο του Μπουλά το έγραψε ο Νιόνιος, και πως και οι δύο τα χώνουν στους κουλτουριάρηδες, στο Ρασούλη και τον Αλκαίο! Τρελά πράγματα! Ναι, ο Ρασούλης ήταν το πρόβλημά τους…
      Εν πάση περιπτώσει διαφωνώ, εντελώς, με όσα λέτε, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν έχει νόημα (για μένα) ο περαιτέρω (on line) διάλογος.

      Διαγραφή
  5. Καλώς λοιπόν. Πάντως δεν περίμενα να ενοχληθείτε. 'Eνα σχόλιο κάναμε...

    Corto Maltese

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ζητώ συγγνώμη, αν ήμουν λίγο απότομος. Ξαναλέω, όμως, πως δεν έχει νόημα να συζητούμε on line από τη στιγμή που διαφωνούμε ριζικώς.

      Διαγραφή
  6. Εντάξει. Διαφωνούμε. Πάντως το ιστολόγιό σας γενικώς το εκτιμώ.

    Corto Maltese

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Μια που είμαστε σ’ αυτό το θέμα:

    «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι λοιπόν. Αλλά ποιο; Της πανομοιότυπης μπακαλοτραγουδίστριας γυναίκας – αράχνης με φόρεμα εισαγόμενο, που τη βλέπουμε ίδια σε όλες τις δήθεν λαϊκές ψυχαγωγικές εκπομπές ή της γυναίκας – πεταλούδας που κυριάρχησε σε εξόφθαλμο γκρο πλαν ( http://www.youtube.com/watch?v=fkRz56ghKdI ) στην εκπομπή του Σαββόπουλου ως κουλτουριάρικο άλλοθι; Ποιο ελληνικό τραγούδι να ζήσει;
    Το «σπίτι στο Κακοσάλεσι», των ελλήνων γεροντοροκάδων; Ή το ταυτολογικό «Είσαι για μένα αυτός που είσαι» της αιώνιας Δούκισσας;
    Δηλαδή ποιος είσαι; Ποιοι είμαστε για σένα κύριε Σαββόπουλε, ερευνητή της «νεοελληνικής μας ταυτοπροωπίας» και δασκαλάκο της παραδοσιακής μας κακομοιριάς; Βλάχοι είμαστε; Ρεμπέτες είμαστε; Ροκάδες είμαστε; Κοινοτιστές, διεθνιστές, άθεοι, νέο-ένθεοι, κρυφο-αποκρυφιστές, χαβαλέδες, ματζίριδες, μεγάλοι, πρώτοι, πονηροί, γάτες, κουφάλες, δικοί μας, εναντίον μας, είμαστε;»

    Γιώργος Βέλτσος, Τα Νέα, 3 Ιανουαρίου 1987

    (από το βιβλίο του «Δεξιά και αριστερά – κείμενα στα Νέα», Πλέθρον, 1989)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τον Βέλτσο δεν τον μπορώ. Το γλωσσικό του ιδίωμα, γενικώς, δεν το αντέχω. Συχνά, νομίζω, πως μιλάει μόνος του, χωρίς ακροατήριο.

      Εδώ, στο απόσπασμα από Τα Νέα, μπορεί να είναι… κατανοητός όσον αφορά στο τι λέει, αλλά είναι παντελώς ακατανόητος όσον αφορά στο τι εννοεί. Δεν του κάνει ούτε η Πλάτωνος, ούτε ο Μηλιώκας, ούτε η Δούκισσα, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος… Μάλλον εκείνος που δεν του έκανε ήταν, πρώτος απ’ όλους, ο Σαββόπουλος.

      Διαγραφή
  8. Στο τέλος ξαναβρέθηκαν επί σκηνής κοσμικού κέντρου συνεργαζόμενοι στην Ελλάς του 2014. Όχι στην μπουάτ το '77. Όχι ως εναλλακτικό αριστερίστικο έντεχνο που απευθύνεται στους φοιτητές και την ανήσυχη νεολαία της μεταπολίτευσης. Στην Ελλάδα της καπιταλιστικής κρίσης βρέθηκαν. Και δεν είχαν τίποτε να πουν. Γιατί τις συμβάσεις τους με την μηχανή τις είχαν κάνει αμφότεροι προ πολλού. Και ήταν ακριβώς οι ίδιες. Γιατί τον ίδιον αριστερισμό (ναι, αυτόν της εποχής της αδικοχαμένης μεταπολίτευσης) αξιοποίησαν (για να μην πω εξαργύρωσαν) και οι δύο. Ο ένας ως διασκεδαστής - ηθοποιός- τραγουδιστής, ο άλλος ως διαπρεπής διανοούμενος - συνθέτης - ποιητής - τραγουδοποιός.Νομίζω ο δεύτερος πολύ πιο ωμά, πολύ πιο κυνικά,πολύ πιο στυγνά από τον πρώτο. Στο μεταξύ, είχαν ήδη προλάβει να γίνουν, ο Σαββόπουλος ομολογουμένως περιέργως πως, κομμάτι της εγχώριας mainstream πασοκο-εποποιίας της δεκαετίας ' 80 -΄90. Κι ύστερα, στα νερά της ελεύθερης αγοράς και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κινήθηκαν με ελιγμούς μάλλον επιτυχείς. Πάντα ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Μπουλάς πρόλαβε μόνο να γίνει συμπαθής και αγαπητός μέσω των τελευταίων χαριτωμένων ομολογουμένως τηλεοπτικών σειρών που έπαιξε. Ο Σαββόπουλος πηδώντας κάτω από το τρένο της δημιουργίας, σωστά διαισθανόμενος πως δεν χρειάζονταν πια να αμολύσει άλλες ποιητικούρες. Αυτές που είχε ήδη αμολύσει του είχαν αποφέρει αρκετά λεφτά, ώστε να περάσει άλλες εκατό ζωές. Και μην μου απαντήσει κανείς πως θα τους ήθελα ακόμα στην μπουάτ, με τους μουσάτους και τους αχτένιστους. Διότι πλείστοι όσοι τρόποι υπάρχουν να διατηρήσει κανείς το καλλιτεχνικό του όραμα ζωντανό και ανήσυχο χωρίς να καταντήσει γραφικός. Τα παραδείγματα πολλά, δυστυχώς τα περισσότερα από τις ξένες σκηνές. Ίσως οι δικοί μας καλλιτέχνες πάσχουν κάτι τις παραπάνω από το κατοχικό σύνδρομο. Κι ένας Αγγελάκας γαμώτο, δεν σώζει την παρτίδα. Κι ας είναι αντικομμουνιστής, γαμώτο (δις).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τον μακαρίτη τον Μπουλά δεν νομίζω πως ενδιαφέρθηκε ποτέ κανείς να τον απομυθοποιήσει, επειδή, προφανώς, δεν έγινε «μύθος». Απεναντίας ο Σαββόπουλος είναι απομυθοποιημένος στα μάτια πολλών (δεν λέω στ’ αυτιά) ήδη από τα seventies. Διάβασα μόλις τώρα, εν τάχει, το δισέλιδο κείμενο του Λεωνίδα Χρηστάκη στο δεύτερο τεύχος του Ιδεοδρόμιου (3/2/1978)… «άρχισε κι αυτός να τρώει καλά»…

      Διαγραφή
    2. - "Τα τραγούδια του Σαββόπουλου σας αρέσουν";

      - " Είναι κλεμμένα τα περισσότερα. Όταν τα πρωτάκουσα νόμιζα ότι ήντουσαν θαυμάσια. Όταν όμως πάντρεψα τις impressions τους με τον τρόπο που ο Σαββόπουλος ζει, κατάλαβα ότι είναι ένας έξυπνος επιχειρηματίας, ο οποίος κορφολογεί τον ενθουσιασμό νέων ανθρώπων και φτιάχνει ωραία συνοθυλεύματα. Γι' αυτό και τα τραγούδια του δεν μένουν, γιατί δεν τα πιστεύει ο ίδιος αληθινά".

      Απομυθοποίηση και για τα αυτιά, από συνέντευξη της Φλέρυς Νταντωνάκη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Αντίο παλιέ κόσμε - Συνομιλίες με αξιοσημείωτους ανθρώπους" (εκδ. Δρομέας).

      Διαγραφή
    3. Δεν συμφωνώ. Υπό μίαν έννοια όλων τα τραγούδια είναι «κλεμμένα» από κάτι προηγούμενο. Χθες μάλιστα, σε μία άλλου είδους κουβέντα, συζητούσαμε με φίλο με ποιον τρόπο ο μέγας Μάρκος Βαμβακάρης ανέδειξε σε αριστούργημα ένα τραγούδι που δεν ήταν δικό του ούτε ως μουσική, ούτε (σχεδόν) και ως στίχος! Το «Αντιλαλούν οι φυλακές» (1936) έχει την ίδια μελωδία με το παραδοσιακό «Τα ούλα σου», ενώ και τα στιχάκια (τα περισσότερα) είναι «αδέσποτα». Έπρεπε όμως να βρεθεί αυτός ο άνθρωπος, ώστε να ενώσει όλα εκείνα που άκουγε από ’δω κι από ’κει, προσθέτοντας τη δική του ενοργάνωση και τη δική του «ανάδελφη» φωνή, μετατρέποντας ένα ξένο επί της ουσίας τραγούδι όχι απλώς σε δικό του, αλλά σε αριστούργημα. Θέλω να πω, για να το πω ευγενικά (και με σεβασμό προς την νεκρή Νταντωνάκη), πως εδώ διαβάζουμε κοτσάνες. Το «Ολαρία ολαρά» ή ο «Μπάλλος» είναι αριστουργήματα επειδή βρέθηκε ένας άνθρωπος, ο Σαββόπουλος, και διηύθυνε υπό την μπαγκέτα του μουσικές, στίχους, ενορχηστρώσεις, ερμηνείες κτλ., δημιουργώντας εκείνο που ακούμε. Δεν μπορεί να το κάνει ο καθείς αυτό. Και αυτό, προσωπικώς, κρίνω.
      Ούτε μπορώ να συσχετίσω τον τρόπο που ζει ο καθείς με αυτά που παρουσιάζει ως καλλιτέχνης (έχει γραφεί πως o Hendrix για να συμμετάσχει στο Woodstock είχε πάρει 32.000 δολάρια, περίπου 1.000.000 δραχμές δηλαδή – πολλά λεφτά για το 1969), γιατί τότε, φοβάμαι, πως θα πρέπει ν’ ακούμε μόνο ρεμπέτικα του ’30 – ούτε καν blues του ’30…

      Διαγραφή
  9. Με κάθε επιφύλαξη, πιστεύω πάντως ότι ο Βαμβακάρης σαν γνήσιος λαϊκός δημιουργός αντλεί από την δεξαμενή της λαϊκής παράδοσης και κάτι τέτοιο μόνο ως κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας δεν θα το εκλάμβανε ποτέ κανείς - ούτε καν ο ίδιος. Ποια λαϊκή μουσική δεν έχει το δικό της κοινό πλαίσιο αναφορών σε στίχους και μουσικές, τα κλισέ της δηλαδή, τα οποία ο κάθε λαϊκός καλλιτέχνης είναι ελεύθερος να μεταλάβει, σαν ένα κομμάτι κι αυτός της ίδιας λαϊκής παράδοσης; βέβαια κι οι ρεμπέτες, σαν να ήταν λόγιοι (δηλαδή επώνυμοι) δημιουργοί, υπέγραφαν τα δημιουργήματά τους. Για λόγους βιοποριστικούς φαντάζομαι. Το γενικότερο πλαίσιο πάντως των νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας φαίνεται πως ήταν μάλλον σταθερά υπονομευμένο, δεδομένων ακριβώς των συνθηκών που προανέφερα. Με την σταδιακή αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας από το '60 και μετά, έρχεται στο προσκήνιο η εικόνα του δημιουργού ως αυτοτελούς οντότητας, που υπογράφει το έργο του επώνυμα. Η λαϊκή τέχνη γίνεται λόγια, δηλαδή επώνυμη και προσωπική. Υπό αυτήν την έννοια ,άλλο να αναπαράγεις λόγια και μουσικές μιας κοινής, σχεδόν προφορικής παράδοσης (υπό την μορφή ανάγλυφων μιας τέχνης ταπεινής που λέει κι ο Τσέρτος), κι άλλο να κάθεσαι στο σαλονάκι σου και να ξεπατικώνεις μοτίβα, τα οποία ύστερα παρουσιάζεις ως πρωτότυπα δημιουργήματά σου. Ατελώς εκφράζομαι, πάντως αν μέσες- άκρες έγινα αντιληπτός θα με ενδιέφερε η γνώμη σας σχετικά.
    Τώρα όσον αφορά τα λεγόμενα της Νταντωνάκη, εγώ περισσότερο κρατώ τον "έξυπνο επιχειρηματία" και τα "ωραία συνοθυλεύματα". Και κει νομίζω πως μόνο κοτσάνες δεν λέει. Ότι η μουσική, όπως και κάθε τι άλλο στον κόσμο που ζούμε, αποτελεί προϊόν που βγαίνει στη διατίμηση είναι κάτι το οποίο δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να αποφύγουμε. Ότι στην Αμερική με την ροκ του '60 (όχι όλη, με ένα κομμάτι της) γίνανε χοντρές μπίζνες, επίσης το ξέρουμε (αν και το τι θα πήρε ο Χέντριξ από τα λεφτά του Γουντστοκ και τι θα του φάγανε οι μανατζαραίοι και οι λοιποί αερητζήδες αετονύχηδες των κάθε λογής εταιριών είναι μια άλλη υπόθεση). Όταν όμως αρχίζεις τις τσάρκες με τα γιωτ των μεγαλοεφοπλιστών, κυκλοφοράς στα μεγάλα σαλόνια και γενικώς συμπεριφέρεσαι ως Λουδοβίκος, ε αυτό δεν μπορεί, κάπου θα καθρεφτίζεται και στο έργο σου. Και είναι σε εκείνο ακριβώς το σημείο που όσους στίχους του Μπρασένς, του Πρεβέρ και του Αναγνωστάκη κι αν τσουρνέψεις, Μπρασένς, Πρεβέρ και Αναγνωστάκης δεν θα γίνεις ποτέ. Και μια τελευταία επισήμανση- ερώτηση, γιατί πολύ φλυάρησα. Τι θα ήταν ο Μπάλος χωρίς τα Μπουρμπούλια; ποτέ δεν θα μάθουμε. Μόνο να υποψιαζόμαστε μπορούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Συμφωνώ με πολλά απ’ αυτά που λέτε – όχι με όλα. Είναι λάθος, ας πούμε, το να επιχειρείται να προσεγγιστεί ένας δημιουργός μ’ έναν μονοδιάστατο τρόπο, αντιμετωπίζοντας «ως ένα» μία 50χρονη καριέρα. Δεν είναι ίδιος, προφανώς, ο Σαββόπουλος του 1964 με τον Σαββόπουλο του 2014 – ενώ έχουν μεσολαβήσει και… μερικοί ακόμη (Σαββόπουλοι) μέσα σ’ αυτά τα 50 χρόνια. Εμένα, κατά κύριο λόγο, δεν μ’ ενδιαφέρουν και τόσο οι δημιουργοί (μην παρεξηγηθεί εντελώς αυτό που λέω), αλλά βασικά οι δίσκοι και τα τραγούδια. Το έργο δηλαδή του καθενός. Αυτό απολαμβάνω, ή όχι, και αυτό κρίνω. Φυσικά κρίνω και τα λόγια (στις συνεντεύξεις τους π.χ.) ή τα μη καλλιτεχνικά έργα, αλλά αυτά δεν μπορεί να επηρεάσουν επ’ ουδενί το καλλιτεχνικό κομμάτι. Αν, σήμερα, ο Σαββόπουλος μπορέσει και γράψει ένα ωραίο τραγούδι θα πρέπει να του το «πιστώσουμε», ανεξαρτήτως… γιωτ, σαλονιών, βυζαντινισμών κτλ. Να είμαστε καθαροί σ’ αυτό. Και ούτε θεωρώ βεβαίως τις «κλοπές» του Σαββόπουλου τέτοιας και τόσης σημασίας (αφήνω, δε το γεγονός τού πόσοι έχουν «κατακλέψει» εκείνον), που να ακυρώνουν εντός μου την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», το «Κιλελέρ» ή τη «Δημοσθένους λέξις». Μην μηδενίζουμε. Χάνουμε εντελώς την ουσία.
      Φυσικά και ο ρόλος των Μπουρμπουλιών υπήρξε σημαντικός στην ηχογράφηση του «Μπάλλου». Ο Σαββόπουλος δεν είχε καμμία σχέση με το ροκ το ’65 και το ’66 – όταν πολλοί άλλοι είχαν. Αντιλήφθηκε όμως εγκαίρως, όχι πρώτος, από τους συνθέτες του ’60 τη δύναμη του ροκ και φροντίζοντας να τακιμιάσει με δυνατούς παίκτες έφερε τα αποτελέσματα που έφερε. Και για να αντιστρέψω το ερώτημα… Τι θα ήταν τα Μπουρμπούλια του «Μπάλλου», χωρίς τις μουσικές, τους στίχους και τις ερμηνείες του Σαββόπουλου; Είναι προφανής η απάντηση.

      Διαγραφή