Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

MARIA SCHNEIDER ORCHESTRA 8 χρόνια μετά

Το πρώτο jazz, ή περί την jazz, CD με την ορχήστρα της μετά από 8 χρόνια κυκλοφόρησε εσχάτως η πολυβραβευμένη bandleader (όχι μόνο στο χώρο της jazz, αλλά και σ’ εκείνον της «κλασικής») Maria Schneider. O τίτλος του είναι The Thompson Fields[artistShare, 2015] και πρόκειται για μια… κανονική κυκλοφορία τής artistShare. Δεν ξέρω αν έγινε κατανοητό το υπονοούμενο… μάλλον όχι, και γι’ αυτό ας εξηγηθώ.
Η artistShare υπήρξε μία πρωτοπόρα ετικέτα όσον αφορά στο περιώνυμο πια crowd funding. Μάλιστα έχει κι ένα σχετικό ρεκόρ. Είναι η πρώτη εταιρεία που κατάφερε να αποσπάσει Grammy για παραγωγής της, δίχως το συγκεκριμένο άλμπουμ να υπάρχει σε φυσική μορφή στα καταστήματα (ένα άλμπουμ, που το είχαν πληρώσει από την αρχή έως το τέλος του οι fans και κυκλοφορούσε μόνο στο internet). Μιλάμε, φυσικά, για το “Concert in the Garden” της Maria Schneider από το 2005.
Με το παρόν “The Thompson Fields” η Schneider επιστρέφει σ’ εκείνο που γνωρίζει να κάνει καλύτερα απ’ όλα. Να συνθέτει για… και να διευθύνει την ορχήστρα της, ένα σχήμα από 18+1 μέλη αποτελούμενο από «ονόματα». Να μερικά: Steve Wilson σαξόφωνα, κλαρινέτα, φλάουτα, Donny McCaslin τενόρο, κλαρινέτο, φλάουτο, Marshall Gilkes τρομπόνι, Frank Kimbrough πιάνο και άλλοι πολλοί. Από τις bandleaders που αναμόρφωσαν το χώρο των «μεγάλων ορχηστρών» την τελευταία 20ετία, η Schneider έχει τη γνώση και το «βάρος» να διευθύνει ένα μεγαλεπήβολο, φύσει και θέσει, σχήμα. Θέλω να πω πως δεν είναι απλώς και μόνον η αριθμητική διάστασή του που το κάνει ξεχωριστό, όσο κυρίως το ρεπερτόριό του, οι συνθέσεις δηλαδή της Schneider, που επιχειρούν να συγκεράσουν άπασες τις «αγάπες» της – χοντρικά την jazz και την «κλασική», καθώς και ό,τι κινείται ενδιαμέσως, περιβάλλοντάς τες, πάντα, μ’ ένα «θέμα». Επί του προκειμένου το «θέμα» είναι κάπως νοσταλγικό και φυσιολατρικό, συνδυάζοντας παιδικές αναμνήσεις και οικολογικές ανησυχίες.
Κατ’ αρχάς, τι είναι τα… Thompson Fields; Μεγάλες αγροτικές εκτάσεις τις οικογένειας Thompson, κοντά στην κωμόπολη Windom της Minnesota. Η Schneider πέρασε εκεί τα παιδικά της χρόνια και όπως γράφει χαρακτηριστικά: «από την σκοπιά του μεγάλου σιλό ένιωθα τον άνεμο να μεταφέρει διάφορες ιστορίες της νεότητάς μου, μα ακόμη κι εκείνες ολόκληρης της κοινότητας». Το συγκεκριμένο track, με το πιάνο του Frank Kimbrough και την κιθάρα του Lage Lund σε ρόλους lead, στηρίζεται σ’ ένα μελωδικό μπαράζ, το οποίον «ανοίγει» συνεχώς, για να κλείσει όταν πρέπει, πάντα μέσα σ’ ένα κλίμα… ηχητικής θαλπωρής και αφηγηματικής ηρεμίας. Δεν πρόκειται για jazz με τη στενή έννοια, αλλά για «σύγχρονη μουσική», που αποκτά νόημα μέσα από μιαν… επέλαση εικόνων.
Το άλμπουμ ανοίγει με μια 5λεπτη σύνθεση (πάντα της Schneider), που έχει τίτλο “Walking by flashlight”. Το άλτο κλαρινέτο του Scott Robinson είναι σε πρώτο πλάνο, αλλά εκείνο που πραγματικά πρωταγωνιστεί εδώ είναι ένα ποίημα του Ted Kooser, το Winter morning walks”. Ένας μοναχικός περίπατος, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, τι μπορεί να σημαίνει; Πιθανώς κάτι βαθύ, κάτι οδυνηρό, αλλά ίσως και όχι... Μια τέτοια διφορούμενη αίσθηση αφήνουν, πάντως, οι κλίμακες της Schneider, επιχειρώντας να αποτυπώσουν το ανέκφραστο.
Στο “The monarch and the milkweed” η φύση πρωταγωνιστεί και πάλι – μια πεταλούδα (ο μονάρχης) κι ένα γαλακτώδες φυτό (το milkweed). Το κομμάτι επιχειρεί να περιγράψει έναν «κύκλο ζωής», καθώς το συγκριμένο φυτό, είναι το μόνο που επισκέπτονται οι συγκεκριμένες πεταλούδες (που πετάνε από το Μεξικό, προς τους αμερικανικούς λειμώνες) για να απομυζήσουν τα άνθη του. Η «ομορφιά» πρωταγωνιστεί κι εδώ, με τα soli στο τρομπόνι και το φλούγκελχορν να περιγράφουν τις λεπτές αποχρώσεις της.
Μια άλλη σύνθεση της Schneider έχει τίτλο “Arbiters of evolution” (Ρυθμιστές της εξέλιξης) και αναφέρεται στο… ιεροτελεστικό ζευγάρωμα των παραδείσιων πουλιών της Νέας Γουινέας. Με οδηγούς τον Donny McCaslin στο τενόρο και τον Scott Robinson στο βαρύτονο, η Schneider δημιουργεί ένα πολυμεταβλητό ηχητικό περιβάλλον, μέσα από το οποίο αναδύεται, αυτόφωτη, η δική της jazz. Ένα πάντρεμα, το ξαναλέω, αφροαμερικανικών και ευρωπαϊκών επιρροών, κάπως σαν μια… μεγάλη ορχήστρα δωματίου.
Σε γενικές γραμμές άπασες οι συνθέσεις του “Thompson Fields” φανερώνουν ένα πράγμα. Τον σταθερό προσανατολισμό τής Maria Schneider προς έναν τύπο… ορχηστρικής jazz, αρκετά διανοουμενίστικης ορισμένες φορές, που δεν χάνει ποτέ, όμως, την επαφή της με το λαϊκό, συναισθηματικό στοιχείο. Δεν είναι εύκολο αυτό… δηλαδή είναι κατόρθωμα! Ακούω, για το τέλος, το πανέμορφο “Nimbus” (γραμμένο για τις απότομες μεταβολές του καιρού στις μεσοδυτικές Πολιτείες) και σκέφτομαι πως ένα τέτοιο κομμάτι θα μπορούσε να το απολαύσει, στον μέγιστο βαθμό, ο καθείς, σε οποιοδήποτε μήκος και πλάτος. Και ο κάτοικος του Windom, αλλά κι ενός ελληνικού νησιού… που μπορεί να στέκεται μόνος του, σε μιαν ήσυχη άκρη, αγναντεύοντας τη θάλασσα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου