Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

ΤΑ ΡΟΚ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ μέρος Ι

Προσφάτως κυκλοφόρησε ξανά το βιβλίο τού Γιώργου Τουρκοβασίλη Τα Ροκ Ημερολόγια από τις Εκδόσεις Στο Περιθώριο [πρώτη έκδοση Οδυσσέας, 1984]. Για το βιβλίο αυτό υπήρξε μιαν όχι και τόσο ανεξήγητη ζήτηση τα τελευταία χρόνια, ενταγμένη σ’ αυτό το «κλίμα επιστροφής» που καλλιεργήθηκε εν σχέσει με τα greek eighties. Αφού τυπώθηκαν ξανά κάμποσοι δίσκοι της περιόδου, αφού επανήλθαν στο προσκήνιο συγκροτήματα χαμένα από τότε, αφού γυρίστηκαν ταινίες, γιατί να μην κυκλοφορήσει εκ νέου και κανα βιβλίο; Συνέβη.
Τα καινούρια Ροκ Ημερολόγια έχουν διαφορετικό κασέ από το... original, έχουν περισσότερες Α/Μ φωτογραφίες, ενώ διορθώθηκαν λάθη, όπως και κάποιες πραγματολογικές χοντράδες, που υπήρχαν στην πρώτη έκδοση. Σαν επανέκδοση δηλαδή είναι περιποιημένη (διατίθεται και σε σωστή τιμή), αν και το βασικό μενού παραμένει το ίδιο και... βεβαίως «μπάζει». Και «μπάζει» περισσότερο, τώρα, απ’ όσο «έμπαζε» το 1984. Υπό αυτήν την έννοια και μόνον εγώ θα πω πως δεν ήταν αναγκαία η επανέκδοση τού βιβλίου. Θα προτιμούσα, με άλλα λόγια, ο Τουρκοβασίλης να κυκλοφορούσε ένα φωτογραφικό λεύκωμα π.χ., γιατί οι φωτογραφίες του είναι όντως ωραίες, παρά Τα Ροκ Ημερολόγια.
Στο βιβλίο υπάρχουν κάποια κείμενα τού φωτορεπόρτερ, μα κυρίως μεταφέρονται οι «απόψεις» τινών ροκάδων, φρικιών, πάνκηδων, νιουγουεβάδων και λοιπών «φυλών» της εποχής. Τι λένε όλοι αυτοί; Βασικά... ό,τι τους κατέβει, με τον Τουρκοβασίλη να καταγράφει χωρίς προσωπική κρίση. Τώρα, σε κάθε είκοσι αρλούμπες που θα διαβάσεις από τις «φυλές», μπορεί να υπάρχει και κάτι σωστό ανάμεσα, ok, όμως και αυτό χάνεται μέσα στη γενικότερη αφασία.
Πιθανώς ορισμένοι να πουν πως τα πράγματα, σήμερα, εν σχέσει με τον λόγο γύρω από τη μουσική, είναι ακόμη χειρότερα. Αν όντως συμβαίνει έτσι –και δεν έχω λόγους να μην το δεχθώ, ίσα-ίσα...– τότε το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ένα εγχειρίδιο τής... ροκ κοτσανολογίας, στην Ελλάδα, από τα fifties έως και τώρα. Και υπό αυτή την έννοια η χρησιμότητά του, εν τέλει, ίσως να μην είναι και τόσο μικρή...
Στη συνέχεια σταχυολογώ κάποια λίγα «τρελά», από ’κείνα που καταγράφονται στις πρώτες 100 σελίδες τού βιβλίου και τα οποία αφήνω ασχολίαστα (στην ανάρτηση). Αν υπάρχει λόγος να πω κάτι θα το πω στα σχόλια. Στις υπόλοιπες 90 (σελίδες) θα αναφερθώ μιαν επόμενη φορά... 

«Τη χρονιά ’82-’83 βγαίνουν οι περισσότεροι δίσκοι ελληνικού ροκ και γενικά το ροκ περνάει σαν έννοια στο πλατύ κοινό» (σελ.17)
«Οι νέοι αυτοί αρνούνται να παίξουν το παιχνίδι του κατεστημένου που μιλάει για επιστροφή στις ρίζες και για ελληνικότητα» (σελ.17) 
«Η νέα γενιά του ροκ κάνει αισθητή την παρουσία της στη συναυλία των Police (Μάρτιος ’80), την πρώτη ροκ συναυλία ύστερα από εκείνη τη θρυλική των Rolling Stones του 1967» (σελ.19) 
«Αφού η ελληνική μουσική δεν κατάφερε να γίνει ροκ, έγινε το ροκ ελληνικό!» (σελ.20) 
«Και ότι η κατακραυγή εναντίον τους (των χούλιγκανς) καλλιεργείται από το σύστημα, όχι για λόγους ηθικής τάξης, αλλά γιατί τους βρίσκει εμπόδιο στην παραπέρα εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου» (σελ.32)
«Η Κλειστοφοβία ήταν ένα αβαντγκάρντ ψυχεδελικό γκρουπ. Ο Στέφανος έπαιζε εντελώς πειραματικά κιθάρα, με μια πρόκα. Κανένας δεν ήξερε μουσική από μας» (σελ.42) 
«Το ’83 εκδηλώνεται πιο έντονα μια στροφή από το πανκ στη νέα ψυχεδέλεια, που νωρίτερα είχε εκφραστεί σε ορισμένα τραγούδια των Magic de Spell και στη μουσική των Metro Decay (σελ.50) 
«Τέλος, η λέξη “αντιδραστικός” τώρα έχει πάρει αντίθετη σημασία. Δε σημαίνει δεξιός, σκοταδιστής, αλλά προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά στο σύστημα» (σελ.56-57) 
«Η μουσική είναι ιδεολογία. Φανταστείτε ότι στο μέλλον, μια εξελιγμένη αστυνομία θα ερευνά τις μουσικές προτιμήσεις, για να μαθαίνει τα πολιτικά φρονήματα» (σελ.57) 
«Το ροκ εν ρολ άρχισε το ’54 με τον Bill Haley, με το Rock around the clock. Μετά από εκεί, το πήρανε οι Fats Domino, Chuck Berry, Little Richard. Σε μια φάση ήρθε ένας άλλος τραγουδιστής που τον έλεγαν Elvis Presley, μιμήθηκε όλους αυτούς και έβγαλε κομμάτια δικά του, και τον θεωρούμε τώρα αυτόν σαν τον βασιλιά του ροκ εν ρολ» (σελ.62) 
«Την άλλη δεκαετία, έρχονται οι Beatles, οι Rolling Stones. Βγαίνουνε ο Hendrix, η Joplin, οι Doors, κάτι Bad Company, κάτι Procol Harum, πριν απ’ το ’70» (σελ. 62) 
«Μετά βγαίνει ένα συγκρότημα που λέγεται Pink Floyd. Αυτοί είναι κάτι το ξεχωριστό, δεν κάνουν καμιά μίμηση, η μουσική βγαίνει από μέσα τους, από την ψυχή, γι’ αυτό τη λέμε “ψυχεδελική”» (σελ.62-63) 
«Το ’76, επειδή το ροκ εν ρολ κόντευε να σβήσει, βγήκε το πανκ για να το ανανεώσει. Το πρώτο συγκρότημα οι Sex Pistols, τα “σεξουλιάρικα πιστόλια”, κάνουν κάτι τρελά, κάτι ροκ εν ρολ κινήσεις κι έτσι, ναρκωτικά μέσα, ο μισός κόσμος να ’χει κατεβάσει ηρωίνες, LSD, να ’ναι μαστουρωμένοι όλοι, να παίζουνε μουσικοί αυτοί, να τα σπάνε» (σελ.63)
«Η πρώτη μουσική σε χυδαιότητα είναι το πανκ, αλλά η πρώτη σε ηλιθιότητα είναι το χέβυ μέταλ» (σελ.63) 
«Αν πας στο σπίτι ενός ντισκά, θα βρεις πολλούς δίσκους χέβυ μέταλ, γιατί κατά βάθος αυτό του αρέσει...» (σελ.78)
«Αληθινά λυπάμαι που είμαι Έλληνας. Έχω γνωρίσει ξένα παιδιά και βλέπω τι απλά που είναι» (σελ.80) 
«Γίνεται η δικτατορία. Ήταν σα να ’χεις ανάψει με το ζόρι μια καλή φωτιά και να ’ρθει ο άλλος να σου ρίξει έναν κουβά νερό. Γιεγιέδες, νεανικά συγκροτήματα και πειρατικοί σταθμοί γίνανε φύλλο και φτερό» (σελ.88)
«Ένα ποσοστό πέθανε από LSD, ένα άλλο ποσοστό πήγε φυλακή(...) Αμέσως μετά βγήκε η καινούργια γενιά που ήτανε 16-17 χρονών, που μπήκε κατευθείαν στο άγριο, μπήκε στα χοντρά ναρκωτικά» (σελ.93) 
«Τα περισσότερα συγκροτήματα που παίζουν και βγάζουν δίσκους είναι πουλημένα» (σελ.97)
«Εδώ στην Ελλάδα, το ροκ δεν υπάρχει σαν τρόπος ζωής» (σελ.97)

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

ANN ARBOR BLUES & JAZZ FESTIVAL 1972

Η Ann Arbor του Michigan, πόλη αρκετά κοντά στο Detroit κι ένα από τα κέντρα του αμερικανικού ακτιβισμού, έγινε γνωστή στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70 για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί αποτέλεσε ορμητήριο του John Sinclair και του White Panthers Party και δεύτερον, γιατί εκεί οργανώθηκε το περιώνυμο blues & jazz festival, που είχε ως βασικό στόχο του να αναδείξει προβλήματα και προβληματισμούς τής μαύρης και τής λευκής κοινότητας, πέραν από αισθητικές (διάβαζε μουσικές) κατηγοριοποιήσεις. Όπως γράφει και ο Sinclair στο εξώφυλλο του άλμπουμ:
«Είναι πολύ σοβαρό το θέμα που μπαίνει με την λανθασμένη κατηγοριοποίηση της μουσικής (jazz, blues κ.λπ.), όπως το επιχειρούν ορισμένοι – άτομα γενικώς, που αρέσκονται να ερμηνεύουν τα πράγματα ξέχωρα από την ανθρώπινη έκφραση, σαν κάτι που μελετάται και αναλύεται, όπως ένα άψυχο τεχνούργημα σε κάποιο μουσείο. Όλοι αυτοί ξεχνούν πως η μουσική δεν έχει κανένα απολύτως νόημα ξεκομμένη από το χώρο της, μακριά από τους ανθρώπους –που αναπνέοντας οι ίδιοι, τής δίνουν λόγο ύπαρξης–, από ανθρώπους, εννοώ, ίδιους με όλους εμάς τους υπολοίπους».
Το Ann Arbor Blues & Jazz Festival του 1972 έλαβε χώρα στο Otis Spann Memorial Field και οργανώθηκε από τους Peter Andrews και John Sinclair στις 8, 9 και 10 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς. Τα ονόματα που συμμετείχαν ξεπερνούσαν τα 25, ενώ τα περισσότερα απ’ αυτά καταγράφηκαν στο διπλό LP, που κυκλοφόρησε στις αρχές του ’73.
Πιο συγκεκριμένα χαράχτηκαν στο βινύλιο ο Hound Dog Taylor με τους Houserockers, η Koko Taylor (με το κλασικό “Wang dang doodle), ο Bobby Bland, ο Dr. John (με το ψυχεδελικό “I walked on guilded splinters”, ο Junior Walker με τους All Stars, η Bonnie Raitt (μ’ ένα αφιέρωμα στους Fred McDowell και Sleepy John Estes), o HowlinWolf, ο Muddy Waters (με το “Honey bee”), οι CJQ του τρομπετίστα Charles Moore, η Lucille Spann με τον Mighty Joe Young, ο Freddie King (με το εκρηκτικό “Goindown”), o Luther Allison, οι Boogie Brothers με την Sarah Brown και τον Johnny Nicholas (...πατριωτάκι, με παρουσίες και στην Ελλάδα), ο Johnny Shines (με το “Dust my broom”), ο Otis Rush, η Sippie Wallace και, τέλος, ο Sun Ra με την Solar-Myth Arkestra στην πιο... space-world στιγμή τού live. Επίσης πήραν μέρος, χωρίς να καταγραφούν σ’ αυτό το διπλό LP, οι Mojo Boogie Band, ο LightninSlim, οι Siegel-Schwall Band, ο Little Sonny, ο Robert Jr. Lockwood, ο Miles Davis, ο Pharoah Sanders, οι New Dalta Creative Music Ensemble, ο Archie Shepp και επιπλέον οι Art Ensemble of Chicago. Οι τελευταίοι, μάλιστα, είχαν την τύχη να δουν την παράστασή τους ηχογραφημένη στο LPBap-Tizum” [Atlantic], όπως και μερικοί άλλοι ακόμη (ο Little Sonny για παράδειγμα).
Στους τίτλους τέλους πάλι ο John Sinclair έχει το λόγο:
«Σε όλους εσάς, που δεν είχατε την τύχη να παρακολουθήσετε τις συναυλίες, εύχομαι να περάσετε καλά ακούγοντας αυτόν το δίσκο καθώς το ίδιο ακριβώς ένοιωθαν και οι μουσικοί, όταν τον δημιουργούσαν και να τον αξιολογήσετε θετικά, αφήνοντας τη μουσική να σας προσεγγίσει. Και μετά ίσως μπορέσουμε να πάμε κάπου, να περπατήσουμε όλοι μαζί και να φθάσουμε τόσο μακριά, εκεί όπου μόνον η μουσική μπορεί να μας πάει.  
Δύναμη στους Ανθρώπους της Μουσικής, Όλη η Δύναμη στους Ανθρώπους».

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

TRIO TRARΑ

Η Film Still είναι ακόμη μια εγγραφή τής γνωστής μας αυστριακής εταιρείας JazzWerkstatt, που αρέσκεται, ως γνωστόν, στην jazz-avant και το πείραμα.
Τρίο είναι φυσικά οι Trio Trara αποτελούμενοι εκ των Klemens Lendl βιολί, Peter Rom κιθάρες και Manu Mayr κοντραμπάσο. Με τους μουσικούς να έχουν εντρυφήσει από χρόνια στα σχετικά ηχοχρώματα μέσω άλλων projects (Rom/ Schaerer/ Eberle, FuzzNoir, Die Strottern, Kompost 3 κ.λπ.), έχοντας παραλλήλως και την απαραίτητη θεωρητική κάλυψη ως Αυστριακοί ή, εν πάση περιπτώσει, ως σπουδαγμένοι σε αυστριακές μουσικές σχολές και ωδεία, ώστε να μπορούν να προχωρούν με άνεση προς τις λεγόμενες… αχαρτογράφητες περιοχές, μας παρουσιάζουν εδώ, ως Trio Trara, ένα βινυλιακής διάρκειας σετ που ξαφνιάζει με την αβαντγκαρντίστικη ευφράδειά του. Συνθέσεις και αυτοσχεδιασμοί για τρία όργανα (βιολί, κιθάρες, μπάσο) με συνειδητή αποφυγή των εγωκεντρικών κακοτοπιών και κυρίως με την πεποίθηση πως το τρίο… είναι τρίο και μόνον έτσι, ως τέτοιου τύπου σχήμα δηλαδή, μπορεί να λειτουργήσει.
Επαφή: www.jazzwerkstatt.at/