Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ κοινόβιο

Ο Νίκος Καχτίτσης (Γαστούνη 1926-Πάτρα 1970) είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου πεζογράφους. Ορισμένοι κριτικοί της λογοτεχνίας λένε πως είναι και από τους πλέον σημαντικούς της μεταπολεμικής γενιάς. Δίκιο έχουν.
Είχα την τύχη να έρθω σ’ επαφή από πολύ νωρίς (για μένα) με το έργο τού Καχτίτση, κάποιο από το έργο του τέλος πάντων, παρότι, ποτέ, ούτε τότε που τον «γνώρισα» εγώ (στα μέσα του ’80), ούτε σήμερα το όνομά του ήταν από ’κείνα που απασχολούσαν και τόσο τα λογοτεχνικά κυκλώματα. Περιστασιακά μόνον, από δω κι από ’κει, κάποιοι γράφουν για τον Καχτίτση, τα λίγα βιβλία του οποίου ποτέ δεν εντοπίζονταν, όλα, ανά πάσα ώρα και στιγμή.  
Ο Νίκος Καχτίτσης σε νεκροταφείο του Μόντρεαλ, γύρω στο 1960
Ήταν λοιπόν ένα τεύχος του πατρινού περιοδικού Παράθυρο, το υπ’ αριθμόν 4 από τις αρχές του ’85, εκεί όπου ο πατρινός λογοτέχνης Βασίλης Λαδάς παρουσίαζε ένα μονοσέλιδο κείμενο για τον Καχτίτση, προτείνοντας μάλιστα να δοθεί το όνομά του και σ’ ένα δρόμο της πόλης…
«Θα ήθελε άραγε να ταφεί κάπου στην οδό Αγίου Ανδρέου (σ.σ. κεντρικός δρόμος των Πατρών) ο Καχτίτσης; Ή μήπως σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό του ηλειακού κάμπου, πλάι σε πυκνές φυλλωσιές; Είτε το ’θελε είτε δεν το ’θελε ενταφιάστηκε στο Β Νεκροταφείο Πατρών. Να τολμήσω να προτείνω πως αν όχι η Αγίου Ανδρέου ένας άλλος δρόμος παρακατιανότερος θα μπορούσε να λάβει το όνομα Νίκος Καχτίτσης; Ή θα παρεξηγηθώ από το Δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους, αφού ο Νίκος Καχτίτσης δεν είναι και δεν μπορεί να αποτελέσει σύμβολο λαϊκίστικης νοοτροπίας και ήθους».
Το ονοματεπώνυμο «Νίκος Καχτίτσης» να πούμε πως δόθηκε όντως, κάποια στιγμή, σ’ ένα δρόμο της Πάτρας, σ’ ένα χαμένο αδιέξοδο στενό με πέντε σπίτια, κάπου στα Συχαινά (συνοικία της πόλης, στο δρόμο προς το Πανεπιστήμιο).

Τέλος πάντων εκείνο το κείμενο τού Λαδά (που συνέδεε την εμπορική αρτηρία της πόλης, την Αγίου Ανδρέου, την γεμάτη, κάποτε, με πρατήρια εδωδίμων και αποικιακών, με τον εγκατεστημένο στην άλλη άκρη του κόσμου συγγραφέα) με είχε κινητοποιήσει, τότε και κάπως έτσι είχα οδηγηθεί στα βιβλιοπωλεία, ώστε να βρω και να διαβάσω τον Εξώστη και τον Ήρωα της Γάνδης, που αναφέρονταν και στο κείμενο. Αν και δεν μπορώ, τώρα, να θυμηθώ λεπτομέρειες… είμαι σίγουρος πως εκείνη την εποχή είχα βρει δύο βιβλία του Καχτίτση που μόλις είχαν επανεκδοθεί –για το 1985 λέμε πάντα– χωρίς να είμαι 100% βέβαιος αν ο Λαδάς είχε γράψει τα σχετικά στο Παράθυρο πριν τις επανεκδόσεις ή μετά (μάλλον πριν).
Τα βιβλία αυτά ήταν ο Εξώστης και Η Περιπέτεια Ενός Βιβλίου (η περιπέτεια της έκδοσης του Εξώστη και η μακρόθεν αντιπαράθεση του συγγραφέα με τον γνωστό καλλιτεχνικό επιμελητή και άλλα τινά Κάρολο Τσίζεκ), αμφότερα τυπωμένα από τις εκδόσεις Στιγμή. Τρία χρόνια αργότερα (1988) η Στιγμή θα τύπωνε και τον Ήρωα της Γάνδης κι έτσι κάπως θα ολοκληρωνόταν στη δεκαετία του ’80 μια προσπάθεια αποκατάστασης του ονόματος του Καχτίτση (και του έργου του βεβαίως), που ήταν για χρόνια έξω από τα βιβλιοπωλεία και άρα σχεδόν άγνωστο.
Οι πρώτοι που έκαναν μια προσπάθεια να φέρουν τα βιβλία και τις ιστορίες τού ήδη πεθαμένου Καχτίτση μπροστά στο φως ήταν ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος και ο Ηλίας Πετρόπουλος μέσω του μικρού βιβλίου τους Μνήμη Νίκου Καχτίτση, που είχε κυκλοφορήσει από το περιοδικό Φάσμα (του Δημήτρη Παναγιωτάτου), το 1972. Το βιβλιαράκι ήταν καλαίσθητο, γιατί καλαίσθητα ήταν τα βιβλία και του τυπογράφου Καχτίτση, και σ’ έμπαζε όντως σ’ ένα κλίμα, αφού περιείχε αποσπάσματα από τα εκτενέστερα πεζογραφήματά του, τα Ποιοι οι Φίλοι, Η Ομορφάσχημη, Ο Εξώστης, Ο Ήρωας της Γάνδης μαζί δε και το έξοχο μικρό αφήγημα Ο Θάνατος του Κροκεβιλέ, που θύμιζε Poe ή καλύτερα κάτι από τη Μουσική του Έριχ Ζαν του H.P. Lovecraft.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1976, ο Κέδρος θα επιχειρούσε και την πρώτη κανονική επανέκδοση πεζών του Καχτίτση με τα Ποιοι οι Φίλοι Η Ομορφάσχημη Το Ενύπνιο, που πέρασε όμως απαρατήρητη.

Να πούμε, ώστε να είναι κάπως ολοκληρωμένη αυτή η αναφορά, πως ο Καχτίτσης είχε γεννηθεί στη Γαστούνη της Ηλείας και πως τα εφηβικά του χρόνια τα είχε περάσει στην Πάτρα. Το 1952, στα 26 του, βρίσκεται στο Καμερούν, όπου δουλεύει ως λογιστής σε μια εταιρεία στη Ντουάλα, ενώ το 1956 εγκαθίσταται μονίμως στο Μόντρεαλ του Καναδά. Ζούσε, στην αρχή, παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικών, αγγλικών και γαλλικών, ενώ αργότερα θα διοριζόταν διερμηνέας (Ελλήνων) στα καναδικά δικαστήρια. Ήξερε ότι θα πέθαινε από οξεία λευχαιμία και ίσως γι’ αυτό επέστρεψε στην Πάτρα, όπου και συνέβη το μοιραίο το 1970 (25 Μαΐου) στα 44 μόλις χρόνια του. Άσχετο. Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε και πέθανε τις χρονιές που γεννήθηκε και πέθανε και ο Γιάννης Χρήστου. Τα βιβλία του, που κυκλοφόρησαν με τα χίλια ζόρια, κατά τη διάρκεια της ζωής του, συνήθως τα έστελνε, λίγα-λίγα, ο ίδιος μέσω ταχυδρομείου σε έλληνες εκδότες και τυπογράφους, είτε τα τύπωνε ο ίδιος μετά το 1968 (καθώς έμαθε και να τυπώνει από προσωπική ανάγκη).
Το Δεκέμβριο του 1985, που ήταν μια κομβική χρονιά (το ’85) για τη γνωριμία ενός κάπως πλατύτερου κοινού με το έργο του Καχτίτση, κυκλοφορεί το 8ο τεύχος του περιοδικού Το Τέταρτο (επί Χατζιδάκι ακόμη) κι εκεί δημοσιεύονται τρεις ανέκδοτες επιστολές του προς τον φίλο του και επίσης λογοτέχνη Ε.Χ. Γονατά (επιστολές του Καχτίτση είχαν δημοσιευτεί και σ’ άλλα περιοδικά εκείνη την εποχή).
Ο Καχτίτσης, που ήταν παράξενος άνθρωπος και όμνυε στη μοναξιά επικοινωνούσε με τους λιγοστούς φίλους του στην Ελλάδα μέσω αλληλογραφίας (υπήρξε μανιώδης επιστολογράφος), δίχως, μάλιστα, ορισμένους απ’ αυτούς, να καταφέρει να τους γνωρίσει και δια ζώσης. Το έργο του είναι βαθύ, δαιδαλώδες, με πολλά αυτο-υπονομευτικά στοιχεία, συμπαγές, καφκικό, θριλερικό με πρωταγωνιστές ήρωες συντριμμένους, απόλυτα δέσμιους των ενοχών τους, που είναι σχεδόν πάντα αόρατες (οι ενοχές), καθώς αποκτούν όψη μόνο μέσα από τα οδυνηρά αποτελέσματά τους.
Εδώ, ένα απόσπασμα από επιστολή τού Νίκου Καχτίτση στον Ε.Χ. Γονατά, που αφορά στη δημιουργία ενός ιδιότυπου κοινοβίου για δύο…
Πολυαγαπητέ μου Κύριε Γονατά, (επιστολή σας 10σέλιδος 10ηςΑυγ.) 

Σχετικά με τα περί κοινοβίου, σας ανακοινώνω με απάθεια ότι ουδόλως πλέον με θορυβεί το γεγονός της ταυτότητος των απόψεων (ίδε και τα περί πολιορκίας). Θ’ αρχίσουμε να ψάχνουμε σε τι δεν μοιάζουμε. Ας σημειωθεί ότι, βέβαια, έχω βρει το μέρος κι εγώ: Είναι σε μια βραχώδη περιοχή μεταξύ Αιγίου και Κορίνθου, και συγκεκριμένα πάνω σ’ ένα βράχο στον οποίο είδα, από το παράθυρο του τραίνου, ένα τερατώδες σπίτι, το οποίο κάποιος μού εξήγησε ότι ανήκει στο ζωγράφο Θωμόπουλο (την τέχνη του οποίου απεχθάνομαι). Κατά μίαν εκδοχήν, γύρω από το σπίτι που θα χτίζαμε, θα υπήρχαν ηλεκτρικά πολυβόλα τα οποία θα έβαλλον συνεχώς – προς τα έξω βέβαια… Την περιοχήν θα διέτρεχον επίσης αποτρόπαιοι σκύλοι-μολοσσοί, απ’ αυτούς που ακόμα και προς τα αφεντικά τους φέρονται με τραχύτητα, και έχουν το βλέμμα κακεντρεχούς ανθρώπου, και συνεχώς δείχνουν τα δόντια. Οπότε, έστω και αν κανένας ανεπιθύμητος διέφευγε τα πυρά, θα κατεξεσκίζετο και κατεσπαράσσετο από αυτούς. Στα υπόγειά μας, εκτός από τα κρασιά και τυριά, θα είχαμε αποθέματα από μελάνι (φτιαγμένο από μας τους ίδιους, ακολουθώντας μια παληά φόρμουλα – από βελανίδια ίσως), χαρτί χειροποίητο, πέννες και άλλα τρόφιμα – τουλάχιστον για μερικά χρόνια, ώστε να είμαστε αυτάρκεις, οπότε, αν, για τον α’ ή β’ λόγο (λόγω πανώλης π.χ.) είμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε μέσα, να μην κινδυνεύσουμε να πεθάνουμε. Από το άλλο μέρος, εξασφαλίζουμε και διάφορα τρόφιμα μόνοι μας επιτοπίως – κυνηγώντας στα γύρω δάση, μαζεύοντας χόρτα, ψαρεύοντας στη θάλασσα. Θα μαζεύουμε ως και βότανα ακόμα – από τα οποία βρίθει η περιοχή. Θα φτιάνουμε κολώνια μόνοι μας, ροδοζάχαρη, κ.λπ. Όλα αυτά, από το ένα μέρος θα αποτελούν την οικονομία της εγκαταστάσεως, ενώ από το άλλο θα είναι ωραίες απασχολήσεις – ώστε να μην παθαίνουμε κόπωση από το πολύ γράψιμο και την εν γένει καθιστική ζωή. Εννοείται ότι τα φαγητά που θα τρώμε θα είναι λιτά. Άσπρο τυρί με μαύρο ψωμί. Εληές. Κρέας ψητό στην πέτρα. Όσπρια σκέτα. Χορταρικά. Σαλάμια. Το κρασί, θα το πίνουμε – ΟΧΙ με την «κοσμική» έννοια των μοδέρνων ταβερνείων της Αθήνας, παρά ως ευφροσύνη του λάρυγγος, και  σαν ερεθισμό της φαντασίας, κ.λπ. Για να μη βγάνουμε τα μάτια μας λόγω συνεχούς επαφής ο ένας με τον άλλον, θα εφαρμόζουμε «μέρες σιωπής» (αυτή τη στιγμή σ’ αυτό αποδίδω τη σχετική συνήθεια των τραππιστών*). 

*Τραππιστές: Αυστηρό θρησκευτικό μοναστικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Οι μοναχοί, ανάμεσα σε άλλα, μιλούσαν μόνον όταν ήταν απαραίτητο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου