Μπορεί ο Terje Rypdal να μαζεύει όλο το χαρτί στη Νορβηγία, όμως θα ήταν ασυγχώρητο λάθος η απαλοιφή του ονόματος τού Jon Eberson από τους υψηλούς κιθαριστικούς θρόνους.Καταπληκτικός παίκτης, με μακρυά ιστορία στο fusion, o Jon Eberson ξεκίνησε στα early seventies, οδηγώντας κάποια στιγμή ένα εξαιρετικό σχήμα της εποχής, τους Moose Loose, το άλμπουμ των οποίων “Elgen Er Løs” [Mai] από το 1974 αποτελεί, συν τοις άλλοις, ύπατο κιθαριστικό πόνημα. Αυτή την εντύπωση διατηρώ από τότε που το πρωτάκουσα, πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Κοντά στο ύφος του alla Canterbury fusion, το “Elgen Er Løs” φανκάρει αγρίως – βλέπετε ο Brynjulf Blix χειρίζεται ηλεκτρικό πιάνο, mini moog και clavinet –, δίχως να αποφεύγει τις ψυχεδελικές κακοτοπιές (το “B.M.” ας πούμε) φέρνοντας στο νου μου το “Fish Rising” του Steve Hillage· που είχε βγει πάντως ένα χρόνο αργότερα (1975). Στην μπάντα ακόμη οι Sveinung Hovensjo μπάσο και Pal Thowsen ντραμς (όλοι γνωστοί και από συνεργασίες με τον Rypdal – τον Thowsen τον έχω ήδη αναφέρει σε παλαιότερο post). Στη διαδρομή ο Eberson θα βρεθεί δίπλα στην πρόωρα χαμένη Radka Toneff (μία από τις κορυφαίες jazz singers στη Νορβηγία), τον Ketil Bjornstad, τον Jon Balke και άλλους διαφόρους, πριν ξεκινήσει με τα προσωπικά του γκρουπ από τα χρόνια του ’80 και έως τώρα. Το 2006 ένα ακόμη καταπληκτικό CD του Jon Eberson θα βγει στο φως – το “Bring It On” στη νορβηγική Jazzaway –, προβάλλοντας ένα free-improv παίξιμο αθάνατης κοπής. Σε τρίο λοιπόν με τον Per Zanussi κοντραμπάσο και τον Torstein Lofthus ντραμς, κρουστά, ο νορβηγός μουσικός απλώνει, εδώ, μια σειρά από πυροτεχνικούς αυτοσχεδιασμούς, διαλύοντας έρπουσες jazz και blues κλίμακες, επανασυνθέτοντας έναν τρόπο κιθαριστικής μάχης, στηριγμένον σε βαθύ συναισθηματικό υπόβαθρο. Κομμάτια όπως τα “Strange-bars”, “Declarati” και “The refridgerator” αποδεικνύουν το άοκνον των προσπαθειών του Eberson προς την κατεύθυνση επανεμφάνισης, στη σύγχρονη ηλεκτρική παικτική, κανόνων άγραφων και ξεχασμένων. Για τους fans του John McLaughlin του Larry Coryell και των υπολοίπων…Υπάρχει ένα link από το οποίο κατεβαίνει το άλμπουμ των Moose Loose, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι ακούγονται όλα τα κομμάτια. Πάντως (πολύ καλή) ιδέα παίρνετε…
http://rs359.rapidshare.com/files/163427969/1974_-_Elgen_Er_L_s.rar
Δείτε κι αυτό το clip με τη Radka Toneff να ερμηνεύει το blues “Do I move you” της Nina Simone, εκεί προς τα late seventies. Δίπλα της οι Jon Balke πιάνο, Jon Eberson κιθάρες, Arild Andersen μπάσο και Espen Rud ντραμς...
Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010
ΤΖΑΖΑΜέΡΙΚΑ
Οι major ετικέτες Blue Note, Riverside, Verve, Impulse! κ.ά. στα χρόνια του ’50 και του ’60, τα μαύρα ανεξάρτητα labels στα seventies (Black Jazz, Strata East, Tribe…), η αναδίπλωση του ’80, το ξαναζωντάνεμα στα nineties… και σήμερα τι; Εννοώ σε σχέση με την jazz στην Αμερική. Όπως εδώ, όπως παντού, έτσι κι εκεί (στις ΗΠΑ), οι μικρές εταιρίες, οι ελεγχόμενοι συνασπισμοί εκδοτών-μουσικών, φαίνεται να είναι το μέλλον της υπόθεσης. Όσο τουλάχιστον θα τυπώνονται CD… και όσο το downloading θα παραμένει συνυφασμένο ηχητικά με την αδιάφορη (εκατομμυριοστή) ποπίλα.
Λίγα λόγια, λοιπόν, για πέντε jazz άλμπουμ με αξία, που εκδόθηκαν τους τελευταίους μήνες από ισάριθμες, μικρές, αμερικανικές εταιρίες… PLUNGE : Dancing On Thin Ice (Immersion)
Λίγα λόγια, λοιπόν, για πέντε jazz άλμπουμ με αξία, που εκδόθηκαν τους τελευταίους μήνες από ισάριθμες, μικρές, αμερικανικές εταιρίες… PLUNGE : Dancing On Thin Ice (Immersion)
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τζαζ-απροσάρμοστα CD, που άκουσα το τελευταίο διάστημα. Τρεις μουσικοί από τη Νέα Ορλεάνη, ή, εν πάση περιπτώσει, που διαμένουν στη Νέα Ορλεάνη, ο τρομπονίστας (και συνθέτης όλων των κομματιών) Mark McGrain, ο σαξοφωνίστας Tim Green και ο κοντραμπασίστας James Singleton (κάπου ακούγονται και «τζιριτζίρια»), ενώνουν δυνάμεις, σκέψεις και, κυρίως, φαντασία, ίνα περιγράψουν μία extreme – μέσα στα πλαίσια – πρόταση ηχητική, από την νεορλεανική πηγή. Τα… παράξενα, βεβαίως, μπορεί να εκκινούν από την οργανική σύσταση του γκρουπ (τρομπόνι, σαξ και κοντραμπάσο δεν είναι ό,τι πιο συνηθισμένο), όμως παίρνουν ξεκάθαρο σχήμα και μορφή τη εξελίξει των συνθέσεων. Στο “Life of cipher”– σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ, που έχω ξανακούσει τη βασική μελωδία, που διαπερνά όλο το κομμάτι – έχουμε μια rumba άλλης εποχής, περισσότερο… μελλοντικής, στο “One man’s machine” τα ηλεκτρονικά (με το κάτι σαν vocoder) δίνουν στο κομμάτι μία old-school electro χροιά, τύπου Raymond Scott φερ’ ειπείν, ενώ στο “Missing Mozambique” μία, κατά τα λοιπά, τυπική jazz μπαλάντα μπορεί και ξεφεύγει του… τυπικού, λόγω της απουσίας των κρουστών (απουσιάζουν απ’ όλο το άλμπουμ, βεβαίως), με το κοντραμπάσο του Singleton να διεκπεραιώνει εδώ έναν πλήρη ρυθμικό ρόλο. Γενικώς, με μικρές εκπλήξεις κινείται το “Dancing On Thin Ice”, δείχνοντας πως οι Plunge, πρώτον, δεν είναι τυχαίοι μουσικοί, δεύτερον, γνωρίζουν την παράδοση και τον ηχητικό… αχταρμά της περιοχής, έχοντας τον τρόπο – τρίτον – να ξεπερνούν τα εσκαμμένα, πατώντας πάνω τους. THE AMERICAN MUSIC PROJECT: On the Bright Side (Inarhyme)
Το σεξτέτο των American Music Project (AMP) από το Michigan (στον άξονα Detroit-Marquette κινούνται) κάνει αυτό που θα ανέμενε ο καθείς από ένα γκρουπ, που μεγαλώνει στη μούχλα μιας βιομηχανικής περιοχής, αγαπώντας την jazz, πρωτίστως, και όχι κατ’ ανάγκην το rock και τα συμφραζόμενά του. Δανειζόμενοι λοιπόν το spiritual feeling του ’60 (Coltrane και Sanders), το πρώιμο ραπάρισμα των Last Poets και κυρίως εκείνο το… ορχηστρικότερο των Oscar Brown, Jr. και Gill Scott-Heron, οι AMP παρουσιάζουν ένα σύγχρονο r&b, στηριγμένοι, απολύτως, σε τέσσερα «τυπικά» jazz όργανα (άλτο, πιάνο, μπάσο, ντραμς), διαμορφώνοντας μία κλασική street στέγη, για τα ζόρια και τους προβληματισμούς της ράτσας. Ok, υποβοηθείται το κλίμα, θα μπορούσε να πει κανείς, από τη γενικότερη (αμερικανική) Obama-λογία, όμως κοιτάζοντας με προσοχή τα credits διαπιστώνεις πως πρόκειται για ηχογράφηση του ’05 (ασχέτως αν κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του ’09) και όχι για σημερινή· και γι’ αυτό, ίσως, τόσο αθώα στις προθέσεις, άρα και στην καταγωγή. Όταν ο Dejuan “D Priest” Everett απαγγέλει “I am a poet with with poetry for peoples with passion/ Piercing your thoughts with my poetic propelling/ through minds of my peoples with problems and povetry” είσαι σίγουρος πως γράφει για καταστάσεις, τις οποίες ζει καθημερινώς – δεν φθάνουν στ’ αυτιά του – στους δρόμους της Motor City. JOHN FUNKHOUSER TRIO: Time (Jazsyzygy)
Το σεξτέτο των American Music Project (AMP) από το Michigan (στον άξονα Detroit-Marquette κινούνται) κάνει αυτό που θα ανέμενε ο καθείς από ένα γκρουπ, που μεγαλώνει στη μούχλα μιας βιομηχανικής περιοχής, αγαπώντας την jazz, πρωτίστως, και όχι κατ’ ανάγκην το rock και τα συμφραζόμενά του. Δανειζόμενοι λοιπόν το spiritual feeling του ’60 (Coltrane και Sanders), το πρώιμο ραπάρισμα των Last Poets και κυρίως εκείνο το… ορχηστρικότερο των Oscar Brown, Jr. και Gill Scott-Heron, οι AMP παρουσιάζουν ένα σύγχρονο r&b, στηριγμένοι, απολύτως, σε τέσσερα «τυπικά» jazz όργανα (άλτο, πιάνο, μπάσο, ντραμς), διαμορφώνοντας μία κλασική street στέγη, για τα ζόρια και τους προβληματισμούς της ράτσας. Ok, υποβοηθείται το κλίμα, θα μπορούσε να πει κανείς, από τη γενικότερη (αμερικανική) Obama-λογία, όμως κοιτάζοντας με προσοχή τα credits διαπιστώνεις πως πρόκειται για ηχογράφηση του ’05 (ασχέτως αν κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του ’09) και όχι για σημερινή· και γι’ αυτό, ίσως, τόσο αθώα στις προθέσεις, άρα και στην καταγωγή. Όταν ο Dejuan “D Priest” Everett απαγγέλει “I am a poet with with poetry for peoples with passion/ Piercing your thoughts with my poetic propelling/ through minds of my peoples with problems and povetry” είσαι σίγουρος πως γράφει για καταστάσεις, τις οποίες ζει καθημερινώς – δεν φθάνουν στ’ αυτιά του – στους δρόμους της Motor City. JOHN FUNKHOUSER TRIO: Time (Jazsyzygy)
Εν αντιθέσει με πολλά ευρωπαϊκά jazz trio, που επιχειρούν να επεκτείνουν τον ηχητικό πλουραλισμό του «σχήματος» μέσω… εξω-οργανικών παρεμβάσεων, τα αμερικανικά, σε γενικές γραμμές, παραμένουν πιστότερα στο κλασικό και, κυρίως, αυστηρό setting (πιάνο, μπάσο, ντραμς). Αυτό τους δίνει κατ’ αρχάς ένα καλό πλασάρισμα στην… εφευρετικότητα· καθότι, αν θέλεις όχι μόνο να φαίνεσαι, αλλά και να είσαι σύγχρονος, θα πρέπει να την ψάξεις και προς άλλες, περισσότερο δύστροπες κατευθύνσεις. Το John Funkhouser Trio (John Funkhouser πιάνο, Greg Loughman μπάσο, Mike Connors ντραμς) αποτελούμενο από, σχετικώς νεαρούς, σπουδαγμένους μουσικούς κινείται προς μία κατεύθυνση ανατροφοδότησης ορισμένων standards (το “Alone together” του Arthur Schwartz έχει μία ρυθμική ποικιλία – πραγματικά χάνεις το μέτρημα – η οποία το μετατρέπει άλλοτε σε latin, άλλοτε σε funk και άλλοτε σε romance), αλλά, κυρίως, προς μία άκρως «δουλεμένη» κατάθεση πρωτότυπων συνθέσεων (του Funkhouser), οι οποίες επέχουν ρόλο συμπυκνωμένων σελίδων της μουσικής ιστορίας. Για παράδειγμα, στο “Elipse (Prelude & Fugue in A Minor)” έχουμε μία ποικιλία μέτρων (σε κλάσματα του 8), τα οποία κατανέμονται στο πιάνο και το μπάσο, παίρνοντας γραμμή από το 35άρι beat pattern των ντραμς. Το αποτέλεσμα είναι μία θαυμάσια σύνθεση (στα ηχοχρώματα προστίθεται ο ήχος μπάσου με δοξάρι), από την οποία δεν απουσιάζει ούτε το improv section και, φυσικά, ούτε ο Bach. Πολλάκις ενδιαφέρον το “Ode to a Lame Duck” – “Lame Duck” λένε οι Αμερικανοί, και όχι μόνον αυτοί, την περίοδο που μεσολαβεί από τη νίκη ενός υποψηφίου στις εκλογές, έως την ανάληψη των καθηκόντων του και το οποίον, όπως λέει ο Funkhouser, το έγραψε αμέσως μετά τη νίκη του Obama, τον Νοέμβριο του ’08 –, αλλά, κυρίως, το “Eleventh one” με την funky μπασογραμμή και τα μελωδικά breaks απ’ το πιάνο. Ωραιότατο άλμπουμ. PRANA TRIO: The Singing Image of Fire (Circavision)
Όχι συνηθισμένη αμερικανική κυκλοφορία – μπορεί όχι παράξενη, αλλά, πάντως, όχι και καθημερινή. Επτά μουσικοί αποτελούν το Prana Trio. «Βασικοί» είναι ο ντράμερ (χειρίζεται ακόμη tablas και cajon) Brian Adler και η κορεάτισσα τραγουδίστρια Sunny Kim, ενώ συμμετέχουν ακόμη δύο πιανίστες (Carmen Staaf, Frank Carlberg), ο κοντραμπασίστας Matt Aronoff, ο κιθαρίστας Robert Lanzetti και ο bass-guitarist Nathan Goheen. Αυτό που κάνει το “The Singing Image of Fire” διαφορετικό είναι η καθ’ όλα επιτυχής απόπειρα του Adler να μελοποιήσει «ιερά κείμενα» ποιητών της Ανατολής προπερασμένων αιώνων (Kabir, Kukai, Rumi, Shankarcarya κ.ά.), παρεμβάλλοντας ανάμεσα κι ένα (τουλάχιστον) μοντέρνο, το “Incredible urge” του Φινλανδο-αμερικανού Anselm Hollo («κομμάτι» κι εκείνος της περίφημης International Poetry Incarnation του Λονδίνου, τον Ιούνιο του ’65). Οι περισσότερες απόπειρες στηρίζονται σε καλώς οργανωμένες συνθέσεις, μέσω των οποίων στηρίζεται το μυστικό-μυστικιστικό περιεχόμενο των λόγων. Εδώ, ο ρόλος της Kim είναι ακρογωνιαίος. Η κορεάτισσα ερμηνεύτρια έχοντας εντρυφήσει – τόσο σε επίπεδο σπουδών, όσο και σ’ εκείνο των live-γνωριμιών –, με «μορφές» του χώρου (Roswell Rudd, Pheeroan akLaff, Ari Hoenig, Irene Aebi κ.ά.), καταφέρνει να υπηρετήσει το λόγο και όχι να υπερβεί αυτού, όπως συμβαίνει συνήθως. Ακόμη και σε θέματα όπως το «εντελώς ελεύθερο» “Out beyond ideas” του Rumi, η Kim αντεπεξέρχεται με το spoken-word της στην… συμβατότητα των στίχων με το μουσικό κείμενο, ενώ σε κομμάτια όπως το “I felt love” του Hafiz, αγγίζει υψηλότατα εκφραστικά επίπεδα, εκμεταλλευόμενη τις εξαιρετικές συνθέσεις του Adler και βεβαίως τα παιξίματα των μουσικών. Ναι, για ένα άλμπουμ τραγουδιστικής jazz πρόκειται, άνευ όμως standards. Κι εδώ βρίσκεται η γοητεία του. Στην προσπάθεια του Prana Trio, να μεταφέρει στο σήμερα τα «ιερά» ποιητικά κείμενα, αντλώντας υποστηρίγματα από την τζαζική τέχνη ενός Ran Blake ή ενός Steve Lacy. Εξαιρετικοί. WAYNE WALLACE LATIN JAZZ QUINTET: Bien Bien! (Patois)
Τρομπονίστας, συνθέτης και ενορχηστρωτής με περγαμηνές, ο Wayne Wallace έχει βρεθεί στη μακρυά διαδρομή του, στα στούντιο ή το πάλκο, με τους Count Basie, Ray Charles, Joe Henderson, Carlos Santana, Earth Wind & Fire, Sonny Rollins, Aretha Franklin, Tito Puente, Stevie Wonder, John Lee Hooker και διαφόρους άλλους. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως, ως επαγγελματίας, είναι «ανοιχτός», αλλά και ως συνθέτης ευεπίφορος σε ποικίλα fusions. Στο τελευταίο του άλμπουμ που έχει τίτλο “Bien Bien!”, o Wallace βάζει ξανά σε κίνηση το latin-jazz κουιντέτο του, ήτοι τους Murray Low πιάνο, Michael Spiro κρουστά, David Belove μπάσο, Paul Van Wageningen ντραμς (με guests τους τρομπονίστες Julian Priester και Dave Martell), προκειμένου να οδηγήσει μία παν-λατινική γιορτή, έχοντας ως έδρα το Berkeley της California. Εννέα κομμάτια, originals και διασκευές, τα οποία επιλέγονται προκειμένου να διασαφηνιστούν, για άλλη μια φορά, τα αισθητικά πλαίσια του latin sound. Το φερώνυμο “Bien Bien!” π.χ. (σύνθεση του Wallace) είναι ένα παλιομοδίτικο latin-bop, με στιβαρή τρομπονική γραμμή, το “Freedom jazz dance” του Eddie Harris μετατρέπεται σε πορτορικανική bomba (στα φωνητικά και οι Kenny Washington, Orlando Torriente), ενώ το “Building bridges”, του Κολομβιανού afro-cuban ντράμερ Memo Acevedo, είναι εκείνο που παρέχει τη δυνατότητα στον Wallace για ένα περίτεχνο σόλο. Και, βεβαίως, οι εκπλήξεις και η δημιουργική φαντασία, όπως λέμε, των μουσικών δε σταματούν εκεί. Το κλασικό “In a sentimental mood” του Duke Ellington ακούγεται κάπως σαν αργό bolero, την ώρα που το “Playa negra” (του Wallace), ένα χαρντ-μποπικό funky cha-cha-cha, αναδεικνύεται σε highlight του άλμπουμ. Για τους... μελετητές και τους πιουρίστες, όμως, το κομμάτι που δείχνει την διττή μαεστρία (κυριολεκτική και μεταφορική) του Wayne Wallace είναι η άποψή του για το “Africa” του John Coltrane· κυρίως όσον αφορά στην ηχοχρωματική του τρομπονιού του, που εκτείνεται από τις διαπεραστικές τενόρο γραμμές, έως τις βαθείες και πνιγηρές μπάσες. Έξοχο.
Τρομπονίστας, συνθέτης και ενορχηστρωτής με περγαμηνές, ο Wayne Wallace έχει βρεθεί στη μακρυά διαδρομή του, στα στούντιο ή το πάλκο, με τους Count Basie, Ray Charles, Joe Henderson, Carlos Santana, Earth Wind & Fire, Sonny Rollins, Aretha Franklin, Tito Puente, Stevie Wonder, John Lee Hooker και διαφόρους άλλους. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως, ως επαγγελματίας, είναι «ανοιχτός», αλλά και ως συνθέτης ευεπίφορος σε ποικίλα fusions. Στο τελευταίο του άλμπουμ που έχει τίτλο “Bien Bien!”, o Wallace βάζει ξανά σε κίνηση το latin-jazz κουιντέτο του, ήτοι τους Murray Low πιάνο, Michael Spiro κρουστά, David Belove μπάσο, Paul Van Wageningen ντραμς (με guests τους τρομπονίστες Julian Priester και Dave Martell), προκειμένου να οδηγήσει μία παν-λατινική γιορτή, έχοντας ως έδρα το Berkeley της California. Εννέα κομμάτια, originals και διασκευές, τα οποία επιλέγονται προκειμένου να διασαφηνιστούν, για άλλη μια φορά, τα αισθητικά πλαίσια του latin sound. Το φερώνυμο “Bien Bien!” π.χ. (σύνθεση του Wallace) είναι ένα παλιομοδίτικο latin-bop, με στιβαρή τρομπονική γραμμή, το “Freedom jazz dance” του Eddie Harris μετατρέπεται σε πορτορικανική bomba (στα φωνητικά και οι Kenny Washington, Orlando Torriente), ενώ το “Building bridges”, του Κολομβιανού afro-cuban ντράμερ Memo Acevedo, είναι εκείνο που παρέχει τη δυνατότητα στον Wallace για ένα περίτεχνο σόλο. Και, βεβαίως, οι εκπλήξεις και η δημιουργική φαντασία, όπως λέμε, των μουσικών δε σταματούν εκεί. Το κλασικό “In a sentimental mood” του Duke Ellington ακούγεται κάπως σαν αργό bolero, την ώρα που το “Playa negra” (του Wallace), ένα χαρντ-μποπικό funky cha-cha-cha, αναδεικνύεται σε highlight του άλμπουμ. Για τους... μελετητές και τους πιουρίστες, όμως, το κομμάτι που δείχνει την διττή μαεστρία (κυριολεκτική και μεταφορική) του Wayne Wallace είναι η άποψή του για το “Africa” του John Coltrane· κυρίως όσον αφορά στην ηχοχρωματική του τρομπονιού του, που εκτείνεται από τις διαπεραστικές τενόρο γραμμές, έως τις βαθείες και πνιγηρές μπάσες. Έξοχο.
Τρίτη 30 Μαρτίου 2010
ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΝΤΙΝΑΣ η ταινία
Πήγα, είδα, προχθές, στη Συγγρού, το ντοκυμαντέρ του Δημήτρη Αθυρίδη “T4Trouble and the Self Admiration Society, The life and music of TERRY PAPADINAS”. Είχα γράψει και παλιότερα ένα κείμενο (μπορείτε να δείτε το post http://is.gd/Rn7Xyi) με αφορμή την έκδοση (τότε) του soundtrack από το Polytropon – και, όπως ανέφερα κι εκεί «απαιτούνται, λίγα λόγια για τον ωραίο κιθαρίστα, κάτι για το soundtrack και ίσως επανέλθω - αν καταφέρω να δω το φιλμ»... Το είδα λοιπόν το φιλμ – ευτυχώς βρήκε διανομή – και λέω, τώρα, τα λίγα λόγια… Ο Αθυρίδης έκανε πολύ καλή δουλειά (άιντε και μια ταινία, τώρα, για τον Νίκο Τζονιχάκη). Αξεπέραστη – για τα ελληνικά δεδομένα. Συμμάζεψε εκατόν τόσα… λεπτά φιλμ (ή, μάλλον, βίντεο), της πιο ασυμμάζευτης ελληνορόκ προσωπικότητας. Αυτό είναι άθλος. Και άθλους κάνεις μόνον όταν δίνεσαι ψυχή τε και σώματι σε ό,τι αγαπάς. Το πορτρέτο που σκαλίζει είναι συγκλονιστικό. Υπό ποία έννοια το λέω… Όπως ο Σαββόπουλος πήρε μία περίπου τυπική ιστορία «φονικού της νύχτας» – στην περίπτωση Κοεμτζή αναφέρομαι – ανεβάζοντάς την στα ουράνια μέσω του «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο», το ίδιο έπραξε και ο Αθυρίδης για τον δικό του ήρωα· έναν άνθρωπο, για τον οποίο λέω πως είναι ζήτημα αν έχει αφήσει 3-4 τραγούδια που ν’ αξίζουν. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Γιατί ο Θόδωρος Παπαντίνας δεν ήταν, βασικά, τραγουδοποιός, ήταν ένας μουσικός με ιδέες, που στέκονταν υψηλότερα από το… μέσον όρο της εποχής. Αυτό που είπε ο Σαββόπουλος στην ταινία αρκεί. Τα βασικά ακόρντα στο «Μπάλλο» ήταν δικά του· αυτά που αφορούν στο πασίγνωστο παραδοσιακό ουγγρικό θέμα, εννοώ. Πήγε, τά’παιξε, τά’δειξε, έφυγε. Και μείνανε. Στον αιώνα τον άπαντα. (Κι ας μην αναφέρεται πουθενά τ’ όνομά του).
Η ταινία βγάζει γέλιο και δάκρυ μαζί, δίχως να εκβιάζει ούτε τό’να, ούτε τ’ άλλο. Η σκηνή στο μπαρ με τον Παπαντίνα να ζητάει σκόντο για κάτι ποτά και ο διάλογος που ακολουθεί με τον μπάρμαν είναι για ανθολογία. Πέφτεις κάτω… Όπως δαγκώνεσαι, από την άλλη μεριά, στις συναντήσεις με τη μάνα του… Εκείνος στα 56, εκείνη στα 80, ή και παραπάνω… Πουθενά υπερβολή, πουθενά το μελό και το κλάμα… μόνο σιωπή… και περηφάνεια...
Περισσότερο όμως κι από μουσικός ο Παπαντίνας υπήρξε το έμβλημα μιας εποχής. Ένας άνθρωπος «χύμα», ανίκανος να στοχεύσει στο αύριο, αλλά με μία σχεδόν θεόσταλτη συμπεριφορά έναντι του τώρα. Οι άγγελοι που βρέθηκαν δίπλα του το βεβαίωσαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Είδα την Έλσα Σαμαρά – την… Έλσα σε φοβάμαι σα φωνή Κυρίου… – και το φωτεινό της πρόσωπο, καθώς αναπολούσε τον Terry και βεβαίως την πρώην γυναίκα του, την Κατερίνα Μιχαήλ, που μεταμορφωνόταν σε εξαπτέρυγο, όταν ανακαλούσε την κοινή ζωή τους στο Παρίσι.
Στην ταινία δεν υπάρχει αρχή και τέλος, να το πω κι αυτό. Θα μπορούσε να την δεις ανάποδα και να είναι το ίδιο σπουδαία. Όταν αφηγείσαι μια ζωή – τη ζωή σου – έχεις μπροστά σου μόνο στιγμιότυπα. Κάτι ακαθόριστα φλας που αναβοσβήνουν. Χρόνος είναι οι άνθρωποι, που περνάνε από μπροστά σου κι εκτοξεύονται σαν όνειρο. Που κατάφερες και τό’ζησες όμως…
Η ταινία βγάζει γέλιο και δάκρυ μαζί, δίχως να εκβιάζει ούτε τό’να, ούτε τ’ άλλο. Η σκηνή στο μπαρ με τον Παπαντίνα να ζητάει σκόντο για κάτι ποτά και ο διάλογος που ακολουθεί με τον μπάρμαν είναι για ανθολογία. Πέφτεις κάτω… Όπως δαγκώνεσαι, από την άλλη μεριά, στις συναντήσεις με τη μάνα του… Εκείνος στα 56, εκείνη στα 80, ή και παραπάνω… Πουθενά υπερβολή, πουθενά το μελό και το κλάμα… μόνο σιωπή… και περηφάνεια...
Περισσότερο όμως κι από μουσικός ο Παπαντίνας υπήρξε το έμβλημα μιας εποχής. Ένας άνθρωπος «χύμα», ανίκανος να στοχεύσει στο αύριο, αλλά με μία σχεδόν θεόσταλτη συμπεριφορά έναντι του τώρα. Οι άγγελοι που βρέθηκαν δίπλα του το βεβαίωσαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Είδα την Έλσα Σαμαρά – την… Έλσα σε φοβάμαι σα φωνή Κυρίου… – και το φωτεινό της πρόσωπο, καθώς αναπολούσε τον Terry και βεβαίως την πρώην γυναίκα του, την Κατερίνα Μιχαήλ, που μεταμορφωνόταν σε εξαπτέρυγο, όταν ανακαλούσε την κοινή ζωή τους στο Παρίσι.
Στην ταινία δεν υπάρχει αρχή και τέλος, να το πω κι αυτό. Θα μπορούσε να την δεις ανάποδα και να είναι το ίδιο σπουδαία. Όταν αφηγείσαι μια ζωή – τη ζωή σου – έχεις μπροστά σου μόνο στιγμιότυπα. Κάτι ακαθόριστα φλας που αναβοσβήνουν. Χρόνος είναι οι άνθρωποι, που περνάνε από μπροστά σου κι εκτοξεύονται σαν όνειρο. Που κατάφερες και τό’ζησες όμως…
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010
ΑΡΜΟΝΙΚΟ κατα-KRAUT...
Τι γίνεται ρε παιδιά; Ξανά-μανά-αναβιώνει το krautrock; Κάθε 4-5 χρόνια αυτή η δουλειά θα γίνεται; Βεβαίως, μπορεί και να μην το δεις έτσι· καθότι μιλάμε για ένα είδος… rock, που πάντα θα ανακαλύπτεται και θα τεστάρεται από τους εκάστοτε εικοσάρηδες (εικοσάρης, εξάλλου, το ανακάλυψα κι εγώ πριν από… τέλος πάντων…). Σκάψε-σκάψε, άντε να δούμε τι (άλλο) θα βρούμε… Aφορμή, για τα όποια ολίγα, μού παρέχει το “Tracks and Traces” [Gronland, 2009] των Harmonia & Eno ’76. Μιλάμε, ουσιαστικώς, για το γκρουπ των Michael Rother (ex-Neu!) κιθάρες, πλήκτρα, drum machine, Dieter Moebius (ex-Cluster) synthesizer, mini harp και Hans-Joachim Roedelius (ex-Cluster) πλήκτρα, στο οποίο είχε προσχωρήσει ο Brian Eno synthesizer, μπάσο, φωνή ήδη από τo 1975 (καλύτερα, συνεργαζόταν μαζί τους από το 1975).
Ας πω λοιπόν πως δείγματα αυτής της (αρχικής) συνεργασίας είχαν πρωτοπαρουσιαστεί μέσω ενός προσωπικού CD του Hans-Joachim Roedelius, που είχε τίτλο “Theater Works” και το οποίον είχε κυκλοφορήσει από τη σουηδική εταιρία Multimood, το 1994. Τρία χρόνια αργότερα (1997) η S3 και η Rykodisc έδωσε το άλμπουμ “Tracks & Traces”, κάτω από τ’ όνομα Harmonia ’76 (ξεχνώντας τα «σουηδικά» κομμάτια), για να το εκδώσει και πάλι, πέρυσι, η Gronland, εκμεταλλευόμενη την kraut… επανένταξη, προσθέτοντας και τρία άγνωστα tracks (λησμονώντας, όμως, και αυτή τα "σουηδικά"). Αν κι έχω βάσιμες υποψίες πως οι ηχογραφήσεις μπορεί και να μην είναι από το 1976, αλλά από το ’75, έρχομαι να πω, ξεκινώντας από τα bonus Welcome, Atmosphere και Aubade, πως έχουμε να κάνουμε με αξιοπρόσεκτες krautrock προτάσεις. Ιδίως το “Atmosphere” είναι πολύ καλό, θυμίζοντας έναν… ροκοειδέστερο Klaus Schulze. (Τα άλλα δύο κινούνται προς περισσότερο ambient κατευθύνσεις). Για τα υπόλοιπα κομμάτια (που είναι τα ίδια, όπως προείπα, μ’ εκείνα του CD της Ryko) θα ξεχώριζα το “Vamos companeros” (επειδή θα μπορούσε να είχε κλέψει, αν το γνώριζε, τo βασικό ρυθμικό του υπόβαθρο ο Jean Michel Jarre στο “Les chants magnetiques” – είναι ένας λόγος), το “Luneburg health”, που προαναγγέλει τη συνεργασία Eno, Moebius, Roedelius στο “Before and After Science” [Polydor, 1977] και βεβαίως το μεγαλόπνοο (15:50) “Sometimes In Autumn”, που είναι (ένας ακόμη) ορισμός του kraut.
Κυριακή 28 Μαρτίου 2010
SPACE HINTS… στο παλαιό ελληνικό ροκ
Στα πρώτα χρόνια του ’70 το ελληνικό ροκ επιχειρεί να βρει ταυτότητα. Ο λεγόμενος κοινωνικός στίχος, εκείνος που καταπιάνεται εμφανώς ή με καλυμμένο τρόπο με τα καθημερινά χουντικά ζόρια είναι προνόμιο ολίγων (Εξαδάκτυλος, Σαββόπουλος, Δάμων και Φιντίας, Μπουρμπούλια, Γκαϊφύλλιας). Αρκετά συγκροτήματα και καλλιτέχνες γράφουν όμορφα λόγια (Πελόμα Μποκιού, Ρωμανός, Poll) σ’ ένα απλό, ποιητικό ενίοτε, πλαίσιο, ταιριάζοντάς τα φυσικά με ωραίες μουσικές, ενώ, παραλλήλως, αρχίζει να διαμορφώνονται και ορισμένες θεματικές τάσεις, οι οποίες – παράξενο πώς – γρήγορα εξελίσσονται σε μανιέρα. Μία... ασχολιόταν με τους κατατρεγμένους. «Τυφλοί», «κουτσοί», «τρελοί» και λοιπά καπρίτσια της ειμαρμένης (sorry για τους χαρακτηρισμούς, δεν με αντιπροσωπεύουν), αλλά και «αλήτες», «ζητιάνοι» ή «τσιρκολάνοι», μετατρέπονται πάραυτα σε ήρωες. Μία άλλη τάση αφορούσε σε θέματα που δανείζονταν την ουσία τους από το υπερπέραν. Αναζητείται στο πλανητικό ή διαγαλαξιακό χάος η... τιμωρία για μία Γη που... παραστράτησε, που... λησμόνησε τον προορισμό της, που καταστρέφεται από την αλόγιστη ανθρώπινη συμπεριφορά. Πρώιμες οικο-ανησυχίες; Σχεδόν. Οι Sounds (σε στίχους Ρέτης Ζαλοκώστα) τραγουδούν το 1970, το «Έτος 2525», μεταφέροντας την φουτουριστική επιτυχία των Zager & Evans στη γλώσσα μας, ενώ ο Σωτήρης Κοματσιούλης με την «Επιδρομή από τον Άρη» το 1972 – «Πανικοβληθήκαν όλοι οι άνθρωποι στη Γη, μάθαν απ’ τον Άρη πως θα γίνει εισβολή... διαστημόπλοια θα γεμίσει ο ουρανός, μ’ αν θελήσει θα μας σώσει ο θεός...» – προσφέρει ένα pop-rock gem, με ωραίο hammond και κιθαριστικά κεντήματα για σεμινάριο. Την ίδιαν, περίπου, εποχή ο Γιάννης Πετρίτσης βάζει τον "Αρειανό" (1973) να λέει "δεν σας θέλουμε στον Άρη, σας το λέμε καθαρά", ο Ηλίας Ασβεστόπουλος με τους 2002 τραγουδούν το 1975, στον "σιδερένιο άνθρωπο", για το... διαστημόπλοιο από τον Άρη, που δεν ήταν άστρο ούτε φεγγάρι («Πάρε με του είπα από τη Γη, μαύρη ζωή, μαύρη ζωή...»), ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης (1976) ανοίγεται «σε άλλους κόσμους μακρυνούς», εκεί όπου «ένα κομμάτι απ’ τη ψυχή μας ταξιδεύει, με υπόσταση που πήρε ύλη από το σύμπαν, και αναμνήσεις πρωτόγνωρες μας φέρνει», ενώ ο Ακρίτας (1973) είναι, από το εξώφυλλό του ήδη, μία κοσμική αλληγορία. Σ’ αυτή την κατηγορία τραγουδιών, ή έργων αν θέλετε, τα «Αστρόνειρα» του Κώστα Τουρνά έχουν ξεχωριστή θέση.Με ηχητικές, στυλιστικές και σκηνικές αναφορές από το glam rock – όχι τόσο εκείνο το παιδιάστικο του Gary Glitter, όσο το πιο adult του David Bowie –, o Τουρνάς μεταφέρει στην πλακιώτικη Σοφίτα, το φθινόπωρο του ’73, και βεβαίως στη δισκογραφία, τον δικό του outer space μύθο. Κινούμενος ουσιαστικά στη λογική των «απέραντων χωραφιών», όσον αφορά στη λειτουργία του concept, απλοποιεί το δικό του μουσικό υλικό, φέρνοντάς το κοντά στα πλαίσια μιας ευπρεπέστατης pop-rock. Μηχανές του χρόνου, διαστημάνθρωποι, σούπερμεν, ρομπότ, «ανώτερες δυνάμεις», αστρικοί άρχοντες, διαπλανητικές καταστροφές, πόλεμοι των άστρων... αλλά και η αγάπη, ως holy graal, να οδηγεί και να καθοδηγεί τη συμπαντική μας μοίρα, είναι τα εκφραστικά εργαλεία του Τουρνά, προκειμένου να καταστούν επωφελή τα αστρόνειρά του. Η αναμφισβήτητη ικανότητά του να μετατρέπει σε ύμνους απλές νεανικές εμπνεύσεις, που δεν άγονται αμέσως από την καθημερινότητα (τα «Αστρόνειρα» συμπίπτουν με τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου), αλλά εξ αντανακλάσεως την εμπεριέχουν («τι έχει γίνει, τι έχει γίνει, κι όλα χάθηκαν με μιας, μόνο ερείπια έχουν μείνει, κι όλα ανήκουνε σε μας, ένας πόλεμος της ώρας δίχως άμυνα, κι όλοι δρόμοι αυτής της χώρας, μείναν άδειοι ξαφνικά...»), έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός τουλάχιστον μνημειακού pop άσματος. Ο «Πιο καλός τραγουδιστής» δεν είναι ένα όποιο κι όποιο final track, αλλά το απόλυτο pop άχραντον.
(Πρώτη δημοσίευση J&T, τεύχος 184, Ιούλιος 2008)
(Πρώτη δημοσίευση J&T, τεύχος 184, Ιούλιος 2008)
TRIO VALORE Return of the Iron Monkey
Το να πράττεις κάτι επί τούτου ενέχει τον κίνδυνο του αποστεωμένου, του αποφλοιωμένου, του αποβουτυρωμένου... του από-, γενικώς. Κι ενώ στη ζαχαροπλαστική φερ’ ειπείν η επιτυχία μιας συνταγής, εξασφαλίζεται (συνήθως) μ’ ένα προσεκτικό διάβασμα του σχετικού τσελεμεντέ (τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι), στη μουσική (που είναι κάτι σαν τη μαγειρική και ουχί τη ζαχαροπλαστική) παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η προσωπικότητα του μάγειρα – του συνθέτη-οργανοπαίκτη θέλω να πω –, το ταλέντο του, εν ολίγοις, στο να «πατά» στο κλασικό, το γνωστό, το δοκιμασμένο, βγάζοντας κάτι άλλο· αφήνω κατά μέρος την περίπτωση του μάγειρα-μουσικού, που δημιουργεί εκ του μηδενός. Στην περίπτωση του Trio Valore (Βρετανοί τάχα, που ηχογραφούν στο ιταλικό label Record Kicks; – μάλλον) έχουμε αυτή την περίπτωση. Ποια; Την περίπτωση ενός acid-jazz τρίο (Seamus Beaghen όργανο, Damon Minchella μπάσο, Steve White ντραμς), που χωρίς να πρωτοτυπεί, δημιουργεί ένα από τα αρτιότερα hammond-groovy άλμπουμ του καιρού μας. Με οργανίστα, που θέλει μπασίστα για να κάνει τη δουλειά του και με ντράμερ που δεν χρειάζεται κιθαρίστα προκειμένου να προσεγγίσει τα watts ενός power rock trio, οι Trio Valore γράφουν ιστορία (μικρή ok) διασκευάζοντας με κάτι από «ισπανική υποχώρηση» το “Paint it black” (ως “Pinturas negras”) και δίνοντας, ταυτοχρόνως, ένα κορυφαίο δικό τους, το φερώνυμο “Return of the iron monkey” – που σπάει κόκκαλα και τ’ αφήνει έτσι σπασμένα για ώρες. Κομμάτια δώδεκα. Διασκευές; Επτά ή οκτώ (Rolling Stones, James Brown, Booker T & The MGs, Jimmy McGriff, Amy Winehouse, Lonnie Smith, Jimi Hendrix). Originals; Πέντε ή τέσσερα. Το εισαγωγικό “Dam square” είναι τέλειο James Taylor, το “El compadre” είναι τέλειο Deodato, το “Anxious mo-fo” είναι τελείως mod-αρισμένο κατά τα κλασικά sixties-brit πρότυπα (Steampacket, Trinity και άλλα πιότερο obscure σχήματα), ενώ όσον αφορά στο “Return of the iron monkey” τα είπαμε πιο πάνω. Σπασμένα κόκκαλα... Εδώ, το “Pinturas negras” live… όσο δεν πάει...
Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010
ADVENTURES IN SOUND...
Έτσι ακριβώς… adventures in sound τιτλοφορείται η συλλογή της el/Cherry Red (2009), προβάλλοντας συνθέσεις των Pierre Schaeffer, Karlheinz Stockhausen, Iannis Xenakis, Edgard Varese και Pierre Henry, από τα χρόνια του ’40 και του ’50. Αβανταδόρικος, λοιπόν, ο τίτλος αλλά μάλλον πενιχρό το αποτέλεσμα από τη στιγμή που επιλέγονται μόνον 5 συνθέτες – σε μία ανάλογη σειρά η βελγική Sub Rosa είχε επιλέξει μερικές δεκάδες –, τα ιστορικά έργα των οποίων ξεπετιούνται άνευ ουσιαστικού υπομνηματισμού. Εν πάση περιπτώσει…Οι “Cinq etudes de bruits” [Πέντε Σπουδές Θορύβων, 1948] του Pierre Schaeffer σημαδεύουν, κατ’ αρχάς, τη μαεστρία, την τόλμη και το ταλέντο του γάλλου πρωτοπόρου να συνθέσει concrete music, κατ’ ουσίαν, άνευ tape recorder. Πώς το κατάφερε; Με τα ελάχιστα που κατείχε. Κάποια μικρόφωνα, μία μηχανή κοπής lathe records (κάτι σαν τα acetates, αλλά ηχούν καλύτερα και είναι πιο ανθεκτικά) και βεβαίως μερικά πλατώ. Ηχογραφούσε λοιπόν, «έκοβε» τους δίσκους, κι από κει και πέρα τους χρησιμοποιούσε όπως ήθελε. Έπαιζε κάποιους σε διαφορετική ταχύτητα, άλλους κατά πίσω, ενώ το ηχητικό αποτέλεσμα των δύο το ηχογραφούσε σε τρίτο lathe record κ.ο.κ, πάντα σε πραγματικό χρόνο. Έχοντας, έτσι, ως πρωταρχική πηγή έναν εξωτερικό ήχο (το θόρυβο μιας ατμομηχανής, κάποιες ομιλίες, ένα πιάνισμα – λέγεται πως έπαιξε για χάρη του ο Pierre Boulez, κάποιους πλανόδιους οργανοπαίκτες κ.ά.), ο Schaeffer εξάντλησε την εφευρετικότητά του στις «Πέντε Σπουδές Θορύβου», κάνοντας την αρχή. Ή, μάλλον, μιαν αρχή…
Προσπαθώ να φανταστώ την έκπληξη κάποιου που θ’ άκουγε το “Studie Nr.1” του Karlheinz Stockhausen, το 1953. Θα ήταν αδύνατον ν’ αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν εκείνο που έφθανε στ’ αυτιά σου. Τώρα είναι αλλιώς… αλλά εκείνη την εποχή μιλάμε για το αδιανόητο. Χρησιμοποιώντας μία ημιτονική γεννήτρια συχνοτήτων, ο Stockhausen κατέγραφε σε tape τους παραγόμενους ηχητικούς κυματισμούς (λέγεται ότι κατέγραψε με overdub 12 ημιτονικές σ’ ένα tape recorder) και από ’κει και κάτω με συνεχές μανιπουλάρισμα (πίσω-μπρος, αλλαγές στην ταχύτητα, δύο ταινίες να παίζουν ταυτοχρόνως, παράγοντας μία τρίτη κ.ο.κ. – ο τρόπος χρήσης δεν διέφερε από εκείνον του Schaeffer), κατόρθωσε να παράξει έναν ήχο που δεν δαμάστηκε από το χρόνο. Ακόμη πιο προχωρημένη ήταν η “Studie Nr.2” από το 1954. Αρνούμενος την πρωτόλεια εκείνη μείξη των ημιτονικών, ο Stockhausen επεξεργάστηκε με μεγαλύτερη φαντασία τις… καμπύλες του, ενώνοντάς τες διαδοχικώς, προβάροντας, κατ’ ουσίαν, μία λούπα. Φαίνεται πως τη λούπα αυτήν την πέρασε εν συνεχεία μέσα από echo chamber, δημιουργώντας ένα αρχέτυπο αναδράσεως. Απίστευτο άκουσμα. Στο τρίτο “Gesang der Junglinge” (1956) ο Stockhausen συσσωματώνει στο γεννητριακό καμβά του τις ανθρώπινες φωνές. Όχι όμως ως «ανεξάρτητες-μεμονωμένες», αλλά ως «ένα και το αυτό» με το ηλεκτρονικό του υλικό.
Δεν εθνεγείρομαι για… ψύλλου πήδημα, όμως ενοχλούμαι σφόδρα, όταν αποκρύπτεται η (απλή) αλήθεια - όταν ο Iannis Xenakis δηλαδή παρουσιάζεται στο booklet της el ως ο “the Romanian-born…” συνθέτης και τα λοιπά. Από τη στιγμή λοιπόν που αποσιωπάται η ελληνική καταγωγή, η παιδεία και βεβαίως το ελληνοπρόσωπο των έργων του Ξενάκη, τότε γεννάται ένα ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει. Να μην επεκταθώ. Δύο λόγια μόνο για τις συγκεκριμένες επιλογές. Στο “Adventures In Sound” ανθολογούνται οι «Διαμορφώσεις» (1957) και το “Concret PH” (1958). Πρόκειται για δύο πρώιμες «σκέψεις» του Ξενάκη, καθ’ ολοκληρίαν ηλεκτρονικές (ανήκουν δηλαδή στα ηλεκτρονικά του έργα), σφόδρα επηρεασμένες από τον τρόπο δράσης του Pierre Schaeffer - στο στούντιο του οποίου απέκτησε μιαν οικειότητα με τα μηχανήματα, στα πρώτα χρόνια του ’50, ο έλληνας στοχαστής. Στις «Διαμορφώσεις» συσσωματώνονται και μανιπουλάρονται σεισμικοί ήχοι, συγκρούσεις τροχοφόρων, θόρυβοι αεροσκαφών σε φάση προσγείωσης-απογείωσης κ.λπ., ενώ στο “Concrete PH” η πρωταρχική ηχητική πηγή είναι ακόμη πιο εξωφρενική – το σκάσιμο των κάρβουνων!
Αυτό το τελευταίο έργο του Ξενάκη παρουσιάστηκε μαζί με το “Poeme Electronique” του Edgard Varese, στο Περίπτερο της Philips που είχε σχεδιάσει ο Le Corbusier, στο World’s Fair των Βρυξελών, το 1958. Ο Varese επιμελήθηκε το εσωτερικό ηχητικό πλαίσιο του χώρου, διάρκειας 8 περίπου λεπτών, προορισμένο ν’ ακουστεί από ένα σύνολο 450 μεγαφώνων (425 αναφέρουν άλλες πηγές), διασκορπισμένων σε όλη την επιφάνεια του περιπτέρου, ταυτοχρόνως με προβολές φωτογραφιών, ταινιών, εικαστικών παρεμβάσεων κ.λπ. Αναφερόμαστε δηλαδή σ’ ένα multimedia project, τμήμα του οποίου ήταν και το ηχητικό. Το “Poeme Electronique” είναι – κι έτσι όπως τ’ ακούς σ’ ένα απλό CD-player – ένα σπάνιας δυναμικής έργο. Αν και δεν ήταν αμιγώς ηλεκτρονικό – παρεμβάλλονταν κρουστά, φωνές, σειρήνες, σφυρίχτρες, και βεβαίως ήχοι (θόρυβοι αεροπλάνων, ανελκυστήρων κ.λπ.) επεξεργασμένοι, «έτοιμοι» σε μαγνητοταινίες –, είναι αδύνατον να μην το τοποθετήσει κάποιος στην κορυφή του «μπιμπλικού» παγόβουνου.
Τελευταίο κομμάτι της συλλογής, το “Voile d’Orphee” του Pierre Henry. Ο Henry – που έγινε γνωστός και στο χώρο του rock από τη συνεργασία του με τους Spooky Tooth στο “Ceremony” (1969), αφήνω το “Messe Pour Le Temps Present” (1968) – ξεκίνησε δίπλα στον Pierre Schaeffer, το 1950. Μάλιστα, την πρώτη ολοκληρωμένη του σύνθεση “Bidule en Ut” την υπέγραψε σε συνεργασία με τον Schaeffer. Το “Voile d’Orphee” παρουσιάστηκε σε πολλαπλές versions στο διάστημα 1953-1958. Η πρώτη ηχογραφήθηκε το 1953 και είχε διάρκεια περί τα 27 λεπτά. Μία επόμενη χρησιμοποιήθηκε στο μπαλέτο του Maurice Bejart “Orpheus” το 1958 και είχε διάρκεια περί τα 15:40 λεπτά – είναι αυτή που ακούμε στην “Adventures In Sound” – και η οποία δισκογραφήθηκε, για πρώτη φορά, σ’ ένα LP της Philips το 1967. Το βασικό tape recorder που χρησιμοποίησε, κατά πρώτον, ο Henry ήταν το Phonogene, ένα μηχάνημα της εποχής, που είχε τη δυνατότητα να ελέγχει την ταχύτητα της ταινίας σε κάθε εκατοστό της. Αυτό έδωσε απεριόριστες δυνατότητες στον Henry να περιγράψει συγκεκριμένες «περιοχές» του μύθου του Ορφέα και της κατάβασής του στον Άδη, εκμεταλλευόμενος, κυρίως, το μηχανικό glissando, αλλά και τα υπόλοιπα εφέ (echo, ανάποδες ταχύτητες, απότομα φρεναρίσματα-κοψίματα, επαναλήψεις), διαστρεβλώνοντας ανθρώπινες φωνές και λοιπούς ηλεκτρακουστικούς ήχους. Πολύ ιδιαίτερο κομμάτι, ιδίως σε σχέση με την παρέμβαση των (και αρχαιοελληνικών) φωνών, και κυρίως του τρόπου χρήσης τους προς την κατεύθυνση της εκστατικής ανισορροπίας.
Και μετά τι; Αναρωτιέται ο καθείς...
Προσπαθώ να φανταστώ την έκπληξη κάποιου που θ’ άκουγε το “Studie Nr.1” του Karlheinz Stockhausen, το 1953. Θα ήταν αδύνατον ν’ αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν εκείνο που έφθανε στ’ αυτιά σου. Τώρα είναι αλλιώς… αλλά εκείνη την εποχή μιλάμε για το αδιανόητο. Χρησιμοποιώντας μία ημιτονική γεννήτρια συχνοτήτων, ο Stockhausen κατέγραφε σε tape τους παραγόμενους ηχητικούς κυματισμούς (λέγεται ότι κατέγραψε με overdub 12 ημιτονικές σ’ ένα tape recorder) και από ’κει και κάτω με συνεχές μανιπουλάρισμα (πίσω-μπρος, αλλαγές στην ταχύτητα, δύο ταινίες να παίζουν ταυτοχρόνως, παράγοντας μία τρίτη κ.ο.κ. – ο τρόπος χρήσης δεν διέφερε από εκείνον του Schaeffer), κατόρθωσε να παράξει έναν ήχο που δεν δαμάστηκε από το χρόνο. Ακόμη πιο προχωρημένη ήταν η “Studie Nr.2” από το 1954. Αρνούμενος την πρωτόλεια εκείνη μείξη των ημιτονικών, ο Stockhausen επεξεργάστηκε με μεγαλύτερη φαντασία τις… καμπύλες του, ενώνοντάς τες διαδοχικώς, προβάροντας, κατ’ ουσίαν, μία λούπα. Φαίνεται πως τη λούπα αυτήν την πέρασε εν συνεχεία μέσα από echo chamber, δημιουργώντας ένα αρχέτυπο αναδράσεως. Απίστευτο άκουσμα. Στο τρίτο “Gesang der Junglinge” (1956) ο Stockhausen συσσωματώνει στο γεννητριακό καμβά του τις ανθρώπινες φωνές. Όχι όμως ως «ανεξάρτητες-μεμονωμένες», αλλά ως «ένα και το αυτό» με το ηλεκτρονικό του υλικό.
Δεν εθνεγείρομαι για… ψύλλου πήδημα, όμως ενοχλούμαι σφόδρα, όταν αποκρύπτεται η (απλή) αλήθεια - όταν ο Iannis Xenakis δηλαδή παρουσιάζεται στο booklet της el ως ο “the Romanian-born…” συνθέτης και τα λοιπά. Από τη στιγμή λοιπόν που αποσιωπάται η ελληνική καταγωγή, η παιδεία και βεβαίως το ελληνοπρόσωπο των έργων του Ξενάκη, τότε γεννάται ένα ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει. Να μην επεκταθώ. Δύο λόγια μόνο για τις συγκεκριμένες επιλογές. Στο “Adventures In Sound” ανθολογούνται οι «Διαμορφώσεις» (1957) και το “Concret PH” (1958). Πρόκειται για δύο πρώιμες «σκέψεις» του Ξενάκη, καθ’ ολοκληρίαν ηλεκτρονικές (ανήκουν δηλαδή στα ηλεκτρονικά του έργα), σφόδρα επηρεασμένες από τον τρόπο δράσης του Pierre Schaeffer - στο στούντιο του οποίου απέκτησε μιαν οικειότητα με τα μηχανήματα, στα πρώτα χρόνια του ’50, ο έλληνας στοχαστής. Στις «Διαμορφώσεις» συσσωματώνονται και μανιπουλάρονται σεισμικοί ήχοι, συγκρούσεις τροχοφόρων, θόρυβοι αεροσκαφών σε φάση προσγείωσης-απογείωσης κ.λπ., ενώ στο “Concrete PH” η πρωταρχική ηχητική πηγή είναι ακόμη πιο εξωφρενική – το σκάσιμο των κάρβουνων!
Αυτό το τελευταίο έργο του Ξενάκη παρουσιάστηκε μαζί με το “Poeme Electronique” του Edgard Varese, στο Περίπτερο της Philips που είχε σχεδιάσει ο Le Corbusier, στο World’s Fair των Βρυξελών, το 1958. Ο Varese επιμελήθηκε το εσωτερικό ηχητικό πλαίσιο του χώρου, διάρκειας 8 περίπου λεπτών, προορισμένο ν’ ακουστεί από ένα σύνολο 450 μεγαφώνων (425 αναφέρουν άλλες πηγές), διασκορπισμένων σε όλη την επιφάνεια του περιπτέρου, ταυτοχρόνως με προβολές φωτογραφιών, ταινιών, εικαστικών παρεμβάσεων κ.λπ. Αναφερόμαστε δηλαδή σ’ ένα multimedia project, τμήμα του οποίου ήταν και το ηχητικό. Το “Poeme Electronique” είναι – κι έτσι όπως τ’ ακούς σ’ ένα απλό CD-player – ένα σπάνιας δυναμικής έργο. Αν και δεν ήταν αμιγώς ηλεκτρονικό – παρεμβάλλονταν κρουστά, φωνές, σειρήνες, σφυρίχτρες, και βεβαίως ήχοι (θόρυβοι αεροπλάνων, ανελκυστήρων κ.λπ.) επεξεργασμένοι, «έτοιμοι» σε μαγνητοταινίες –, είναι αδύνατον να μην το τοποθετήσει κάποιος στην κορυφή του «μπιμπλικού» παγόβουνου.
Τελευταίο κομμάτι της συλλογής, το “Voile d’Orphee” του Pierre Henry. Ο Henry – που έγινε γνωστός και στο χώρο του rock από τη συνεργασία του με τους Spooky Tooth στο “Ceremony” (1969), αφήνω το “Messe Pour Le Temps Present” (1968) – ξεκίνησε δίπλα στον Pierre Schaeffer, το 1950. Μάλιστα, την πρώτη ολοκληρωμένη του σύνθεση “Bidule en Ut” την υπέγραψε σε συνεργασία με τον Schaeffer. Το “Voile d’Orphee” παρουσιάστηκε σε πολλαπλές versions στο διάστημα 1953-1958. Η πρώτη ηχογραφήθηκε το 1953 και είχε διάρκεια περί τα 27 λεπτά. Μία επόμενη χρησιμοποιήθηκε στο μπαλέτο του Maurice Bejart “Orpheus” το 1958 και είχε διάρκεια περί τα 15:40 λεπτά – είναι αυτή που ακούμε στην “Adventures In Sound” – και η οποία δισκογραφήθηκε, για πρώτη φορά, σ’ ένα LP της Philips το 1967. Το βασικό tape recorder που χρησιμοποίησε, κατά πρώτον, ο Henry ήταν το Phonogene, ένα μηχάνημα της εποχής, που είχε τη δυνατότητα να ελέγχει την ταχύτητα της ταινίας σε κάθε εκατοστό της. Αυτό έδωσε απεριόριστες δυνατότητες στον Henry να περιγράψει συγκεκριμένες «περιοχές» του μύθου του Ορφέα και της κατάβασής του στον Άδη, εκμεταλλευόμενος, κυρίως, το μηχανικό glissando, αλλά και τα υπόλοιπα εφέ (echo, ανάποδες ταχύτητες, απότομα φρεναρίσματα-κοψίματα, επαναλήψεις), διαστρεβλώνοντας ανθρώπινες φωνές και λοιπούς ηλεκτρακουστικούς ήχους. Πολύ ιδιαίτερο κομμάτι, ιδίως σε σχέση με την παρέμβαση των (και αρχαιοελληνικών) φωνών, και κυρίως του τρόπου χρήσης τους προς την κατεύθυνση της εκστατικής ανισορροπίας.
Και μετά τι; Αναρωτιέται ο καθείς...
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010
η απίστευτη ιστορία του ARIS SAN (στιγμιότυπα)
Ο Aris San (Καλαμάτα 19/1/1940-Βουδαπέστη 25/7/1992) υπήρξε Έλληνας. Υπήρξε ακόμη ο πιο διάσημος έλληνας τραγουδιστής στο Ισραήλ, στη δεκαετία του ’60 – χρόνια πριν ο Νταλάρας, η Γλυκερία και ο Καρράς αλώσουν τις πίστες του γλεντιού, στη μεσογειακή χώρα. Υπήρξε επίσης ένας απίστευτα επιδραστικός καλλιτέχνης για την popular μουσική στο Ισραήλ, ενώ, όπως θα επιχειρήσω να δείξω, επηρέασε στο ίδιο μέγεθος το rock της δεύτερης πατρίδας του, και ίσως το ψυχεδελικό rock της Δυτικής Ακτής. Γνώρισε, φυσικά, επιτυχία όχι μόνο στο Ισραήλ, αλλά και στην Τουρκία, και στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή, και στις ΗΠΑ, την ώρα κατά την οποίαν στην Ελλάδα λοιδορήθηκε και λοιδορείται ακόμη. Εδώ, ηχογράφησε, βασικά, μόνο ένα LP, με την αρωγή του φίλου του Στέλιου Καζαντζίδη, πάνω σε στίχους Πυθαγόρα, στις αρχές του '70, ενώ έδωσε κι ένα live την 8/7/1972, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στα πλαίσια της 5ης Ολυμπιάδος Τραγουδιού. O αμερικανικός τίτλος του ήταν "Sounds of Love" [Ampis Records LS-151]. Είχε ηχογραφήσει όμως και πριν την κάνει για Τουρκία-Ισραήλ, στα τέλη των fifties.(Με τον Στέλιο Καζαντζίδη το 1958)
Για μένα ο Aris San (το πραγματικό όνομα του οποίου κατά τον Καζαντζίδη ήταν Αριστείδης Σεϊζάνας ή Σαϊσανάς) ήταν ένας αυθεντικός ethnic καλλιτέχνης, καιρό πριν η ετικέτα καταστεί συνώνυμη του ευτελισμού της παράδοσης. Τηρουμένων των αναλογιών υπήρξε για τη μουσική της Ανατολής ότι ο Slim Gaillard για τη μουσική της Αμερικής. Ένας αυθεντικός διασκεδαστής, που δεν τον ενδιέφερε με ποιόν τρόπο θα παρουσιαζόταν ως συνεχιστής της παράδοσης, αλλά πώς, ανατρέποντάς την, θα δημιουργούσε κάτι νέο. Παραθέτω, εδώ, ένα απόσπασμα των λόγων του Simon Parnas (διακεκριμένος ισραηλίτης παραγωγός), όπως δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Ντέφι, τεύχος 19, 11-12/1995:
«Γύρω στο ’60 ένα νέο παιδί, 17 χρονώ, ήρθε απ’ την Ελλάδα στο Ισραήλ ψάχνοντας για δουλειά. Ονομαζόταν Άρης Σαν και βρήκε δουλειά σ’ ένα μικρό ελληνικό κέντρο στη Χάιφα στο οποίο σύχναζαν μόνο Έλληνες Εβραίοι για ν’ ακούσουν μουσική. Αυτός ο Άρης Σαν, στην διάρκεια της δεκαετίας του ’60, έκανε μια επανάσταση… Ήρθε στο Ισραήλ, τραγούδησε όλες τις ελληνικές επιτυχίες του ’60 και πολλοί Ισραηλίτες άρχισαν ν’ ακούν τη μουσική του. Ξαφνικά τους άρεσε ο ήχος του μπουζουκιού, γιατί είναι πολύ γλυκός, πολύ μελωδικός. Ο Άρης Σαν έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα, αλλά τη χρησιμοποιούσε με τον τρόπο που παίζει κάποιος το μπουζούκι και ξαφνικά δημιούργησε έναν καινούριο ήχο, γιατί η ηλεκτρική κιθάρα τραβάει τους νέους. Ήταν η εποχή του Έλβις Πρίσλεϋ, του ροκ εν’ ρολ, των Σάντοους και του Κλιφ Ρίτσαρντ. Έπαιζε ελληνικά τραγούδια στην ηλεκτρική κιθάρα, σαν υποκατάστατο του μπουζουκιού και δημιούργησε ένα καινούριο στυλ κι έναν καινούριο ήχο.(…). Ο Άρης Σαν ήταν ένας πρωτοπόρος…(…)». Για διαφόρους λόγους υπήρξε σημαντικός ο Aris San. Κατ' αρχάς, γιατί ήταν εξαιρετικός κιθαρίστας. Ακόμη, γιατί γνώριζε πώς να «τραβάει» τα κομμάτια του, όπως π.χ. το “Boumpam” και το “Paploma” από το LP “Boumpam, Hit Parade” [A.Z.R.LP.81-81, 1968] ή το «Δεν καταλαβαίνω τίποτα» του Κοινούση από το “Record Seven” [CBS S 65990, 1974] ή το «Τεφαρίκι» του Μενιδιάτη από το “Dam-Dam” [CBS S 65250, 1972], δημιουργώντας μία μορφή ψυχεδελισμού, η αξία του οποίου φάνηκε όχι μόνο στα δικά του θέματα, αλλά ακόμη και σ’ εκείνα των Churchill’s, του κορυφαίου ροκ γκρουπ που βγήκε ποτέ στο Ισραήλ, στα χρόνια του ’60 (οι διπλοπενιές των Churchill's και αργότερα των Jericho έχουν στον Aris San την αρχή τους).
Προσωπικώς, λέω ότι ανακαλύπτω τον Aris San ακόμη και στους Αμερικανούς Kaleidoscope (υποπτεύομαι πως κάποιοι απ’ αυτούς ίσως να τον γνώριζαν - ok, γνώριζαν και τους έλληνες μπουζουξήδες της Αμερικής), οι οποίοι έπαιζαν καθαρό oriental rock, ενώ διατηρώ επιφυλάξεις όσον αφορά στο ποιος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά δίχορδο σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα. Δηλαδή είμαι σίγουρος πως ήταν ο Aris San. Ή μάλλον, για να το πω καλύτερα, ο Aris San είχε προηγηθεί του Dick Dale, ο οποίος το πρωτοέπραξε στη Δύση το 1962, ηχογραφώντας τη "Misirlou" του και σφραγίζοντας το surf. (Με τον Moshe Dayan, το 1961)
Η ζωή του Aris San είναι σαν ταινία… Και όντως, γυρίστηκε αυτή πέρυσι στο Ισραήλ από τους Dani Dotan και Dalia Mevorach, υπό τον τίτλο “The Mystery of Aris San”… Το μυστήριο; Για ποιο ακριβώς μυστήριο συζητάμε… Ας πω εν ολίγοις, λοιπόν, πως ο Aris San υπήρξε το χαϊδεμένο παιδί της ισραηλινής show-biz στα sixties, ένας δεδηλωμένος σιωνιστής, τραγούδησε εξάλλου “ANI TZIONI” δηλ. "είμαι σιωνιστής" - το τραγούδι υπάρχει στο LP "Hits in Hebrew" [CBS S 81096] -, ο οποίος απέκτησε και την υπηκοότητα (παρότι Έλληνας), κατόπιν παρεμβάσεως του φίλου του στρατηγού Moshe Dayan. (Μάλιστα, σε ουκ ολίγες φωτογραφίες του ποζάρει αγκαλιά με ισραηλινούς φαντάρους). Όργανο της σιωνιστικής προπαγάνδας λοιπόν; Τον χρησιμοποίησαν και τους χρησιμοποίησε. Αντιλαμβάνεστε πως γίνονται αυτά τα πράγματα...Aliza Azikri και Aris San - από το backcover του LP τής Azikri "With Aris San and His Orchestra" [CBS 62899] του 1967
Μνημειώδες θα μείνει το ειδύλλιό του με την τραγουδίστρια Aliza Azikri στα μέσα των sixties, στο οποίο θα εισχωρήσουν και κάποιες παραφυάδες κατασκοπίας (διάβασα κάπου πως κατηγορήθηκε ότι είχε κρυμμένη κάμερα στο σκάφος της κιθάρας του και πως φωτογράφιζε απαγορευμένες περιοχές! – απίστευτα πράγματα). Φαίνεται, λοιπόν, πως το κλίμα είχε αρχίσει να μην τον σηκώνει στο Ισραήλ, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τελικώς τη χώρα, φθάνοντας στην Αμερική στα τέλη των sixties, και ανοίγοντας τον Οκτώβριο του ’71 (μάλλον), στο Manhattan, το κλαμπ Sirocco, το οποίο γρήγορα θα αναδειχθεί σε «ναό» της… μπουρζουαζίας. Στους θαμώνες του μπορούσε να δει κανείς από τον Anthony Quinn και τον Telly Savalas, μέχρι τη Μελίνα Μερκούρη, τον Harry Belafonte, αλλά και τον αρχιμαφιόζο Joe Gallo, με την "οικογένειά" του. Ο Gallo (για τον οποίον ο Bob Dylan έγραψε το “Joey” στο “Desire”) κόλλησε με τον Aris San, σπρώχνοντάς τον προς την κόκα. Με τα λίγα με τα λιγότερα ο Έλληνας θα ανακατευτεί με τα… πίτουρα και θα τον φαν οι κότες. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται (τώρα, ως φιλαράκι του Gallo, ως κάτοχος ναρκωτικών – δεν είμαι απολύτως σίγουρος) μπαίνει στη φυλακή, για να βγει από ’κει άλλος άνθρωπος. Μάλλον, χαμένος άνθρωπος… Η ζωή του είχε στραβώσει. To FBI τον παρακολουθούσε ως πράκτορα και ο ίδιος με ποιον τρόπο, δεν γνωρίζω ακριβώς – είπαμε «μυστήριο» – φαίνεται να καταλήγει κάποια στιγμή στη Βουδαπέστη(!), όπου προσπαθεί να ξεκινήσει μία καινούρια καριέρα. Μάταια όμως, αφού, όπως διάβασα στο rebetiko forum, θα του την πέσουν κι εκεί κακοποιοί (ποτέ δεν κάθισε καλά), σπάζοντάς του τα χέρια. Με κλωνισμένη υγεία και, προφανώς, ψυχολογία, ο Aris San θα πεθάνει από καρδιακή προσβολή, λίγο αργότερα (πόσο αργότερα;), στα 52 του χρόνια, αφήνοντας ως παρακαταθήκη την αθάνατη πενιά του. Φυσικά, κάποιοι, ακούγοντας σήμερα τις εκδοχές του μπορεί να μιλήσουν για «εκτελέσεις στα τρία μέτρα» (Γιώργος Ε. Παπαδάκης, Δίφωνο τ.24, 9/1997), όμως είναι παντελώς λάθος να κρίνει κάποιος τον Aris San, με τα μέτρα που θα κρίνει τον Διονυσίου π.χ. ή τον Γαβαλά, αγνοώντας όλο το πλαίσιο που ανέπτυξα πιο πριν (και είναι κι άλλο). Έχω πολλά να γράψω ακόμη για τούτη την τρανή περίπτωση έλληνα καλλιτέχνη… και θα το κάνω κάποια στιγμή για το περιοδικό. Να όμως τώρα ένα αληθινό… east-west (όχι όπως εκείνο των Bloomfield/ Gravenites – πλάκα κάνω). Είναι το «Τεφαρίκι» του Μιχάλη Μενιδιάτη…
Τρίτη 23 Μαρτίου 2010
ASTRAL DAZE
Το 2006 η Fresh Music, από το προάστιο Sandton του Johannesburg, είχε προσφέρει μια συλλογή-οδηγό για το νοτιοαφρικανικό rock, που είχε τίτλο “Astral Daze, Psychedelic South African Rock 1968-1972”. Στο άλμπουμ συμμετείχαν μερικά από τα καλύτερα γκρουπ της χώρας, όπως οι βαρύτατοι Suck που είχαν για τραγουδιστή τον Andrew Ionnides, οι hard guitar-driven Invaders, οι psych-pop Omega Limited στο “The boy and the bee” των Βρετανών Gun, οι Otis Waygood στο “Straight ahead” του Harry Poulos, οι Abstract Truth στο pastoral-rock “My back feels light”, οι «σοουλάδες» Flames στην άπιαστη psych εκτέλεση του “You keep me hanging on” με τους Ricky Fataar ντραμς και Blondie Chaplin κιθάρα, φωνή (αργότερα και οι δυο τους στους Beach Boys), οι Third Eye στο “Fire” του Arthur Brown, οι progsters Hawk στο “Predictions”, οι Freedom’s Children στο “Kafkasque” του Harry Poulos, οι folk-rockers John & Phillipa Cooper στον ύμνο “The mad professor”, οι «χαμένοι» Tidal Wave του κιθαρίστα Mike Pilot από το 1970, οι flower-power McCully Workshop (photo, κάτω) στο “Birds flying high”... Rock για λίγους... για πολύ λίγους... Η “Astral Daze 2, More psychedelic gems from the south african underground” (2009) μας ξεναγεί, κι αυτή, στον σχετικώς μικρό, αλλά υπαρκτό κόσμο τού νοτιο-αφρικανικού rock μέσω δυνατών επιλογών, που καλύπτουν μεγάλο χρονικό εύρος (mid 60s-mid 90s), με το κύριο βάρος να πέφτει, όσο νά’ναι, στο απώτατο παρελθόν. (Το δυναμικό garage των Gonks στο “Woman yeah” από το 1966 και το alla Hendrix “She’s a mermaid” των Band O’ Gypsys από το 1995 είναι τα τραγούδια που καθορίζουν το χρονικό πλαίσιο). Και στο “2” τα βασικά ονόματα είναι τα ίδια μ’ εκείνα του πρώτου “Astral Daze”. Freedoms Children, McCully Workshop, The Tidal Wave, Omega Limited, The Flames, Abstract Truth, The Invaders, The Third Eye, John & Philipa Cooper..., ενώ και από τα... μη βασικά οι επιλογές είναι το ίδιο εξαιρετικές. Προσωπικώς, μένω στη μετρονομημένη psych-pop των Falling Mirror (“I wish I was a purple door”), στην απρόβλεπτη συνεργασία του Dickie Loader, ενός teen-idol των sixties, με τους Freedom's Children στο “The end” (φανταστείτε τον Πασχάλη να τραγουδά με τους Πελόμα Μποκιού – αν και ο Loader είχε καντάρια βαρύτερη φωνή), καθώς και στην hippie περίπτωση των space-kraut Tribe After Tribe του Robbi Robb (ακούγεται το ανέκδοτο “Swans”), που γνώρισαν και γνωρίζουν – όχι περιέργως – μεγάλη πέραση στη Γερμανία. Μία τρίτη συλλογή της Fresh Music που σκαλίζει στο παρελθόν του νοτιο-αφρικανικού rock, είναι και η “Slowly from South Africa - A Compendium of South African Progressive Music” (2009). Τα ονόματα που ανθολογούνται εδώ είναι και γνωστά και άγνωστα. Στα γνωστά θα μπορούσε να καταχωρίσω τους Duncan Mackay, Abstract Truth, Freedom’s Children, Otis Waygood (έχω κάνει ήδη posts - για όλους νομίζω) και κάποια άλλα ακόμη, ενώ στα άγνωστα κάποια ονόματα από τα 80s, τα 90s και τα 00s, οι πράξεις των οποίων δύσκολα αγγίζουν τα ελληνικά ώτα. Ας ξεκινήσω απ’ αυτά. Οι Canamii (1980, και γι’ αυτούς έχω κάνει ξεχωριστό post), ηχούν στ’ αυτιά μου καλύτερα από τους δικούς μας Pete & Royce και Apocalypsis εκείνης της περιόδου, ενώ είναι απείρως προτιμότεροι από τους Yes του καιρού τους. Οι Evoid (1982) προσεγγίζουν το στυλ των ύστερων Pink Floyd και των Marillion, οι Falling Mirror (1981) ξεκινούν σ’ ένα pastoral ύφος a la Gryphon, για να εξελιχθούν προς ένα τύπου Camel ξεχαρβάλωμα, ενώ, από την άλλη μεριά, οι Jackhammer (2004) διασκευάζουν προσκυνητικώς το “Tribal fence” των Freedom’s Children από το “Astra”. Το πιο νέο γκρουπ που, εδώ, μάς συστήνεται είναι οι Off the Edge (2009) – δεν πρόκειται όμως για κάτι το ιδιαίτερο. Αντιθέτως, οι Neill Solomon & The Uptown Rhythm Dogs (1980) έτσι όπως μπαίνουν, με την afro συνείδηση στα ύψη, κι έτσι όπως εξελίσσονται, όλοι μέσα σ’ ένα ημι-ακουστικό folky σκηνικό, είναι πολύ περισσότερο ενδιαφέροντες. Πάντως, αν πρέπει να είμαι δίκαιος, οι «εκπλήξεις» στο “Slowly from South Africa” είναι δύο. Κατ’ αρχάς, οι φοβεροί και τρομεροί Assagai (Dudu Pukwana, Mongezi Feza, Louis Moholo κ.ά.) που έσπασαν καρδιές στη Βρετανία, μα ακόμη και στην Ελλάδα, με το “Telephone girl” (1971), και, φυσικά, οι original progsters – όχι μόνο στα λόγια δηλαδή – Kalahari Surfers (στη photo ο Warrick Sony κιθαρίστας των Kalahari Surfers) το μεγάλο νοτιο-αφρικανικό γκρουπ, που μάς γνώρισε ο Chris Cutler και η βρετανική Recommended Records, πίσω στα mid-eighties.
www.freshmusic.co.za
www.freshmusic.co.za
ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΣΜΟΙ
Άρον άρον τα μαζεύει η κυβέρνηση τα περί προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αφού το έπαιξε, όσο το έπαιξε, ζόρικη, προβάλλοντάς το μέχρι κι εχθές ως, μιας κάποιας πιθανότητας, υπαρκτή λύση, τώρα το αποσύρει. Οι Γερμανοί δεν τσίμπησαν. Και όχι απλώς δεν τσίμπησαν, αλλά μας πέταξαν και το μπαλάκι στο στυλ: «αν γουστάρετε, πηγαίνετε… και θα καλοπεράσετε».
Η Ελλάς θα πιει το πικρό ποτήρι μόνη της. Θα τιμωρηθεί δε από τις αγορές – για την απρονοησία της, λέω εγώ, να σκάψει μόνη της το λάκκο και να πέσει μέσα –, για όσο διάστημα επιθυμούν εκείνες (οι αγορές). Θα δανείζεται δηλαδή με υψηλά επιτόκια, έως ότου προκύψει στο παζάρι κάποιο «επόμενο θύμα», που θα χειριστεί με τον ίδιον άθλιο τρόπο τα οικονομικά του (τα επί χάρτου κυρίως, αλλά και τα πραγματικά), ώστε να μετατοπιστεί κάπου αλλού το κερδοσκοπικό ενδιαφέρον. Επειδή όμως παρήχθη (τον κακό μας το φλάρο) ισχυρή… τεχνογνωσία (τι δεν πρέπει να πράξουν όλοι οι υπόλοιποι δηλαδή, για να μη βρεθούν στη θέση μας), όσοι στέκονται στο χείλος του γκρεμού γνωρίζουν πια (τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι...) με ποιον τρόπο θ’ αποφύγουν το χειρότερο. Πώς, με ποιον τρόπο, να μη δώσουν στόχο.
Το ζόρι που θα τραβήξουμε θα είναι, ως φαίνεται, μακρύ. Σαν το μαρτύριο της σταγόνας…
Η Ελλάς θα πιει το πικρό ποτήρι μόνη της. Θα τιμωρηθεί δε από τις αγορές – για την απρονοησία της, λέω εγώ, να σκάψει μόνη της το λάκκο και να πέσει μέσα –, για όσο διάστημα επιθυμούν εκείνες (οι αγορές). Θα δανείζεται δηλαδή με υψηλά επιτόκια, έως ότου προκύψει στο παζάρι κάποιο «επόμενο θύμα», που θα χειριστεί με τον ίδιον άθλιο τρόπο τα οικονομικά του (τα επί χάρτου κυρίως, αλλά και τα πραγματικά), ώστε να μετατοπιστεί κάπου αλλού το κερδοσκοπικό ενδιαφέρον. Επειδή όμως παρήχθη (τον κακό μας το φλάρο) ισχυρή… τεχνογνωσία (τι δεν πρέπει να πράξουν όλοι οι υπόλοιποι δηλαδή, για να μη βρεθούν στη θέση μας), όσοι στέκονται στο χείλος του γκρεμού γνωρίζουν πια (τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι...) με ποιον τρόπο θ’ αποφύγουν το χειρότερο. Πώς, με ποιον τρόπο, να μη δώσουν στόχο.
Το ζόρι που θα τραβήξουμε θα είναι, ως φαίνεται, μακρύ. Σαν το μαρτύριο της σταγόνας…
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010
LÜÜP συνέχεια...
Ήρθα σ’ επαφή με το έργο του Στέλιου Ρωμαλιάδη (Lüüp) πριν από ενάμιση χρόνο περίπου (το φθινόπωρο του ’08). Είχα λάβει, τότε, ένα e-mail, στο οποίο ο Ρωμαλιάδης μου έγραφε για ένα δικό του άλμπουμ, που επρόκειτο να κυκλοφορήσει στην γαλλική εταιρία Musea και στο οποίο θα συνεργαζόταν με τον reedman των Van der Graaf Generator, τον κύριο David Jackson! Θα ήθελε δε να μου το στείλει... Παραξενεύτηκα, αν και δε θά’πρεπε. Οι νέοι (και όσοι άλλοι) μουσικοί ξέρουν πλέον να κινούνται και, κυρίως, να πράττουν ό,τι πριν από μερικά χρόνια θα φαινόταν αδιανόητο. Για να θυμηθούμε όμως λίγα λόγια από το CV τού Ρωμαλιάδη… υπάρχει λόγος... «Ο Στέλιος Ρωμαλιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981 και μελέτησε φλάουτο κυρίως με τη Σοφία Μαυρογενίδου. Με το ψευδώνυμο Lüüp κυκλοφόρησε από τη γαλλική Musea Records, τον Σεπτέμβριο του 2008, το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ με τίτλο “Distress Signal Code”, στο οποίο συμμετέχουν οι: David Jackson (ex-Van Der Graaf Generator), Άκης Μπογιατζής (ex-Sigmatropic), Lisa Isaksson (Lisa o Piu) και Ελένη Αδαμόπουλου (El Magnitophono). Το “Distress Signal Code” περιέχει συνθέσεις και live αυτοσχεδιασμούς που αγκαλιάζουν τα ambient ηχοτοπία, τον progressive rock πειραματισμό, τη folk καθώς και την electronica. Ο David Jackson ήρθε στην Ελλάδα ειδικά για τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ και τα κομμάτια “Sketches for two puppets” και “Distress signal code” είναι live αυτοσχεδιασμοί στο στούντιο. Ο Στέλιος Ρωμαλιάδης είναι επίσης μέλος των συγκροτημάτων Yellow Elephant Ensemble και πρώην μέλος των My Sound Projector. Ως βασικές επιρροές του μπορεί να αναφερθούν οι μουσικές των: Robert Fripp, Igor Stravinsky, Van Der Graaf Generator, Maurice Ravel κ.ά.».
Ακούγοντας, κατ’ αρχάς, το όνομα “Musea” – label στο οποίο ηχογραφούν και οι, επίσης Έλληνες, La Tulipe Noir – ανακάλεσα αμέσως στο νου μου το neo-prog ήχο της ετικέτας· με το (*) έστω, που υποδήλωναν τα λόγια του Ρωμαλιάδη (είναι αυτές οι 4-5 λέξεις “ambient, progressive rock, folk, electronica”, που σε βγάζουν αμέσως από τη... δύσκολη θέση). Το “Distress Signal Code”, όπως είχα γράψει και στο τεύχος 191 του J&T (1/2009) ήταν ένα εξαιρετικό άλμπουμ. Θα έλεγα δε πως εκινείτο περισσότερο σε ambient/folk κατευθύνσεις, παρά σε electro ή prog, ανακαλώντας στη μνήμη μου πιο πολύ το ύφος των Ιταλών Pierrot Lunaire (“Gudrun”) και Cervello (“Melos”), παρά τους King Crimson και τους Van der Graaf Generator. Βεβαίως, ο Ρωμαλιάδης έχει στο νου του, για να μην πω στα γονίδιά του, την τραγουδοποιία του Hammill και του Fripp (αναφέρομαι στα θέματα που έχουν στίχους), εντός της οποίας παρεισφρέει ό,τι αγαπά – ακόμη και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Το θέμα είναι ότι τα πάντα ήταν χωνεμένα με τέτοιο τρόπο και τόσο φυσικά, ώστε να φαντάζει εντελώς άχρηστη η παράθεση των όποιων ονομάτων. Ήταν το ατού τού Ρωμαλιάδη. Η ικανότητά του δηλαδή να συνθέτει και ακόμη ν’ αυτοσχεδιάζει σαν να συνθέτει. Οι σπουδές βοηθούσαν. Ακούγοντας όμως θέματα όπως τα “Urban legend” και “Sketches for two puppets”, ή τα τραγούδια με την Lisa Isaksson (έχει γράψει για το σουηδικό label Subliminal Sounds), νοιώθεις πως, χωρίς το ταλέντο, θα ήταν μισές.
Το δεύτερο άλμπουμ των Lüüp, όπως με πληροφορεί τώρα ο Ρωμαλιάδης, τελειώνει σιγά-σιγά. O τίτλος του θα είναι “Meadow Rituals” και θα βγει προς το φθινόπωρο. Θα το υποστηρίξουν δε (και σε live) δυνατοί μουσικοί: Στέλιος Ρωμαλιάδης flute, devices, David Jackson saxophones, Lisa Isaksson vocals, acoustic guitar, harp, Unni Løvlid vocals, Greg Haines cello, Λευτέρης Μουμτζής vocals, acoustic guitar, Γιώργος Βαρουτάς electric guitar, Νίκος Παπαναγιώτου drums, Elsa Kundig cello, Φωτεινή Καλλιανού cello, Νίκος Φωκάς fender rhodes, Φώτης Σιώτας viola, violin, Γεωργία Σμέρου bassoon, Γεωργία Κωνσταντοπούλου cor anglais, oboe, Pavlos Mixaelidis violin κ.ά. Να γίνουν τα live λοιπόν, να κυκλοφορήσει το άλμπουμ… κι εδώ θα είμαστε…
Ακούγοντας, κατ’ αρχάς, το όνομα “Musea” – label στο οποίο ηχογραφούν και οι, επίσης Έλληνες, La Tulipe Noir – ανακάλεσα αμέσως στο νου μου το neo-prog ήχο της ετικέτας· με το (*) έστω, που υποδήλωναν τα λόγια του Ρωμαλιάδη (είναι αυτές οι 4-5 λέξεις “ambient, progressive rock, folk, electronica”, που σε βγάζουν αμέσως από τη... δύσκολη θέση). Το “Distress Signal Code”, όπως είχα γράψει και στο τεύχος 191 του J&T (1/2009) ήταν ένα εξαιρετικό άλμπουμ. Θα έλεγα δε πως εκινείτο περισσότερο σε ambient/folk κατευθύνσεις, παρά σε electro ή prog, ανακαλώντας στη μνήμη μου πιο πολύ το ύφος των Ιταλών Pierrot Lunaire (“Gudrun”) και Cervello (“Melos”), παρά τους King Crimson και τους Van der Graaf Generator. Βεβαίως, ο Ρωμαλιάδης έχει στο νου του, για να μην πω στα γονίδιά του, την τραγουδοποιία του Hammill και του Fripp (αναφέρομαι στα θέματα που έχουν στίχους), εντός της οποίας παρεισφρέει ό,τι αγαπά – ακόμη και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Το θέμα είναι ότι τα πάντα ήταν χωνεμένα με τέτοιο τρόπο και τόσο φυσικά, ώστε να φαντάζει εντελώς άχρηστη η παράθεση των όποιων ονομάτων. Ήταν το ατού τού Ρωμαλιάδη. Η ικανότητά του δηλαδή να συνθέτει και ακόμη ν’ αυτοσχεδιάζει σαν να συνθέτει. Οι σπουδές βοηθούσαν. Ακούγοντας όμως θέματα όπως τα “Urban legend” και “Sketches for two puppets”, ή τα τραγούδια με την Lisa Isaksson (έχει γράψει για το σουηδικό label Subliminal Sounds), νοιώθεις πως, χωρίς το ταλέντο, θα ήταν μισές.
Το δεύτερο άλμπουμ των Lüüp, όπως με πληροφορεί τώρα ο Ρωμαλιάδης, τελειώνει σιγά-σιγά. O τίτλος του θα είναι “Meadow Rituals” και θα βγει προς το φθινόπωρο. Θα το υποστηρίξουν δε (και σε live) δυνατοί μουσικοί: Στέλιος Ρωμαλιάδης flute, devices, David Jackson saxophones, Lisa Isaksson vocals, acoustic guitar, harp, Unni Løvlid vocals, Greg Haines cello, Λευτέρης Μουμτζής vocals, acoustic guitar, Γιώργος Βαρουτάς electric guitar, Νίκος Παπαναγιώτου drums, Elsa Kundig cello, Φωτεινή Καλλιανού cello, Νίκος Φωκάς fender rhodes, Φώτης Σιώτας viola, violin, Γεωργία Σμέρου bassoon, Γεωργία Κωνσταντοπούλου cor anglais, oboe, Pavlos Mixaelidis violin κ.ά. Να γίνουν τα live λοιπόν, να κυκλοφορήσει το άλμπουμ… κι εδώ θα είμαστε…
THE RHYTHM STATION
Κάνοντας ένα ακουστικό update μερικών φάνκικων CD των τελευταίων χρόνων έπεσα πάνω σε τρία ωραία κομματάκια του 2007 – όχι και τόσο παλιά… COOKIN’ ON 3 BURNERS – Baked, Broiled & Fried – UK.Freestyle FSRCD026
Όλο και πιο συχνά, τα τελευταία χρόνια, η αυστραλιανή groovy-jazz σκηνή μας εκπλήσσει θετικώς. Βεβαίως, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα είδος μουσικής, με ισχυρές ρίζες στο παρελθόν – περισσότερο, ενδεχομένως, από άλλα αναβιωτικά στυλ, που μπορεί να παρεμβάλλουν στον ήχο τους και κάτι από το σήμερα ή το αύριο –, πράγμα που σημαίνει, γενικώς, πως δεν περιμένεις πια την έκπληξη· από την άλλη όμως σπανίως απογοητεύεσαι από μπάντες, που επιθυμούν ν’ ακούγονται όπως οι MG’s ή, έστω, οι James Taylor Quartet. Στην περίπτωση των Αυστραλών Cookin’ On 3 Burners (Lance Ferguson κιθάρα, Ivan “Choi” Khatchoyan ντραμς, Jake Mason όργανο, συν βοήθειες) τα όποια θετικά του άλμπουμ τους “Baked, Broiled & Fried” υπερτονίζονται από τη διάθεση του γκρουπ να υπερβεί το τυπικό organ σκηνικό, πλέκοντας ανάμεσα στις γκρουβο-δομές του funk, soul και boogaloo στοιχεία. Το γεγονός ότι τόσο ο κιθαρίστας Ferguson (από τους Bamboos), όσο και οι υπόλοιποι ως γκρουπ, έχουν βρεθεί να παίζουν πλάι ή πριν από τον Joe Bataan και τη Sharon Jones δείχνει, μάλλον, αρκετά. Σ’ ένα κομμάτι (“Settle the score”) τραγουδά η Kylie Auldist. Εδώ, το lead track τού άλμπουμ τους...
DIESLER – The Rhythm Station – UK.Freestyle FSRCD032
Εκλεπτυσμένο σύγχρονο, νέο, και ενίοτε ωραίο, r&b παίζει ο Diesler (άλλως Jonathan Radford, μεγαλωμένος στο Burnley του Lancashire)· εκλεπτυσμένο υπό την έννοια του ηχητικώς ανθρωπίνου και του στιχουργικώς συνετού. Με γυναικείες φωνές στη δούλεψή του και με dance κομπιουτερ-ο-δομές που εξάπτουν δίχως να εκνευρίζουν, ο βρετανός μουσικός τριτώνει με το “The Rhythm Station” τις προσπάθειές του, ώστε να πείσει κι άλλους, περισσότερους, ν’ ανέβουν στ’ όχημά του. Που, ναι μεν, δεν πάει με τις πάντες, μα ούτε και κινδυνεύει να μείνει από ζάντες... CASBAH 73 – Pushin’ 40 – ESP.hitop 034cd
Γεννημένος στις ΗΠΑ, αλλά μεγαλωμένος στην Ισπανία, ο Oli Stewart (aka Casbah 73), είναι ένας «Ισπανός», που τα πηγαίνει περίφημα στο πάντα σε έξαρση DJ-circuit της ιβηρικής χώρας. Το “Pushin’ 40” είναι το δεύτερο άλμπουμ του στην hitop και αυτό που αποσαφηνίζει, θα έλεγα, ακόμη πιο πολύ το χορευτικό του στυλ· το είδος του set που του αρέσει να αναπτύσσει, κρατώντας διαρκώς σε κίνηση το ακροατήριό του. Ο Casbah 73, όντας μεγαλο-συλλέκτης ο ίδιος «μαύρης» soul, funk και disco μουσικής, έχει μία πρώτη γνώση κι ένα... δεύτερο ταλέντο, ικανά να τον χρήσουν στη διαδρομή δημιουργό. Το ακούω-αντιλαμβανόμαι αυτό σε κομμάτια όπως το εναρκτήριο “Freshly squeezed!”, με τα φωνητικά της Majka Edjo, της front-woman των (ισπανών) funksters Sweet Vandals, ή το “Vinyl junkie” με τα επίσης γυναικεία φωνητικά της Νεοϋορκέζας Mariella Gonzalez – ένα track που αιτιολογεί, όσο νά’ναι, και την oriental προσφώνηση του κυρίου Oli Stewart. Το “Pushin’ 40” έχει τις στιγμές του οπωσδήποτε και, τότε, είναι πράγματι «ανεβαστικό».
Όλο και πιο συχνά, τα τελευταία χρόνια, η αυστραλιανή groovy-jazz σκηνή μας εκπλήσσει θετικώς. Βεβαίως, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα είδος μουσικής, με ισχυρές ρίζες στο παρελθόν – περισσότερο, ενδεχομένως, από άλλα αναβιωτικά στυλ, που μπορεί να παρεμβάλλουν στον ήχο τους και κάτι από το σήμερα ή το αύριο –, πράγμα που σημαίνει, γενικώς, πως δεν περιμένεις πια την έκπληξη· από την άλλη όμως σπανίως απογοητεύεσαι από μπάντες, που επιθυμούν ν’ ακούγονται όπως οι MG’s ή, έστω, οι James Taylor Quartet. Στην περίπτωση των Αυστραλών Cookin’ On 3 Burners (Lance Ferguson κιθάρα, Ivan “Choi” Khatchoyan ντραμς, Jake Mason όργανο, συν βοήθειες) τα όποια θετικά του άλμπουμ τους “Baked, Broiled & Fried” υπερτονίζονται από τη διάθεση του γκρουπ να υπερβεί το τυπικό organ σκηνικό, πλέκοντας ανάμεσα στις γκρουβο-δομές του funk, soul και boogaloo στοιχεία. Το γεγονός ότι τόσο ο κιθαρίστας Ferguson (από τους Bamboos), όσο και οι υπόλοιποι ως γκρουπ, έχουν βρεθεί να παίζουν πλάι ή πριν από τον Joe Bataan και τη Sharon Jones δείχνει, μάλλον, αρκετά. Σ’ ένα κομμάτι (“Settle the score”) τραγουδά η Kylie Auldist. Εδώ, το lead track τού άλμπουμ τους...
DIESLER – The Rhythm Station – UK.Freestyle FSRCD032
Εκλεπτυσμένο σύγχρονο, νέο, και ενίοτε ωραίο, r&b παίζει ο Diesler (άλλως Jonathan Radford, μεγαλωμένος στο Burnley του Lancashire)· εκλεπτυσμένο υπό την έννοια του ηχητικώς ανθρωπίνου και του στιχουργικώς συνετού. Με γυναικείες φωνές στη δούλεψή του και με dance κομπιουτερ-ο-δομές που εξάπτουν δίχως να εκνευρίζουν, ο βρετανός μουσικός τριτώνει με το “The Rhythm Station” τις προσπάθειές του, ώστε να πείσει κι άλλους, περισσότερους, ν’ ανέβουν στ’ όχημά του. Που, ναι μεν, δεν πάει με τις πάντες, μα ούτε και κινδυνεύει να μείνει από ζάντες... CASBAH 73 – Pushin’ 40 – ESP.hitop 034cd
Γεννημένος στις ΗΠΑ, αλλά μεγαλωμένος στην Ισπανία, ο Oli Stewart (aka Casbah 73), είναι ένας «Ισπανός», που τα πηγαίνει περίφημα στο πάντα σε έξαρση DJ-circuit της ιβηρικής χώρας. Το “Pushin’ 40” είναι το δεύτερο άλμπουμ του στην hitop και αυτό που αποσαφηνίζει, θα έλεγα, ακόμη πιο πολύ το χορευτικό του στυλ· το είδος του set που του αρέσει να αναπτύσσει, κρατώντας διαρκώς σε κίνηση το ακροατήριό του. Ο Casbah 73, όντας μεγαλο-συλλέκτης ο ίδιος «μαύρης» soul, funk και disco μουσικής, έχει μία πρώτη γνώση κι ένα... δεύτερο ταλέντο, ικανά να τον χρήσουν στη διαδρομή δημιουργό. Το ακούω-αντιλαμβανόμαι αυτό σε κομμάτια όπως το εναρκτήριο “Freshly squeezed!”, με τα φωνητικά της Majka Edjo, της front-woman των (ισπανών) funksters Sweet Vandals, ή το “Vinyl junkie” με τα επίσης γυναικεία φωνητικά της Νεοϋορκέζας Mariella Gonzalez – ένα track που αιτιολογεί, όσο νά’ναι, και την oriental προσφώνηση του κυρίου Oli Stewart. Το “Pushin’ 40” έχει τις στιγμές του οπωσδήποτε και, τότε, είναι πράγματι «ανεβαστικό».
Κυριακή 21 Μαρτίου 2010
THE SPIDERS είναι αλήθεια…
Πρωτοπόρα η Πάτρα στη «μοντέρνα έκφραση». Και δεν εννοώ τους Abbie Gale και τους Playground Noise σήμερα, τους Raining Pleasure στα nineties, τον Alexandros στα eighties, την Πεταλούδα στα seventies, αλλά τους Spiders στα sixties. Μία ομάδα που κατόρθωσε το ακατόρθωτο, για επαρχιακό σχήμα. Να γράψει δηλαδή και να κυκλοφορήσει, τον Μάιο του 1965, ένα 45άρι με δύο δικά της τραγούδια. (Περιττό να πω πως ήταν η πρώτη μπάντα έξω από την Αθήνα που κατόρθωνε κάτι τέτοιο. Είχαν προηγηθεί ο Gino με τους Γαλαξίες, οι Forminx, οι Juniors, οι Play Boys, ίσως οι Charms…). Φυσικά, το 45άρι “That’s true/ Penguin” [Polydor 54 942] ήρθε στο απόγαιο της πορείας τους, αφού οι Spiders ήδη από το ’64 είχαν «όνομα» στην Πάτρα. Σχηματίστηκαν λοιπόν πριν 46 χρόνια από τους Ηλία Τριανταφύλλου κιθάρα, τραγούδι, Παναγιώτη 'Μπαλίλα' Παπαγιαννόπουλο σόλο κιθάρα (στη φωτογραφία), Α. Παπαγιαννάκη μπάσο, Λάκη Χριστοδούλου όργανο και Γ. Στόλλα ντραμς. Γρήγορα η φήμη του συγκροτήματος απλώνεται, με αποτέλεσμα, πολύ σύντομα, να βρεθούν στο καλύτερο μαγαζί της Πάτρας, το Villy’s Park στις Ιτιές, παίζοντας στ' απογευματινά... τσάγια. Από ’κει τους τσίμπησε η Ελλαδίσκ προς τα τέλη του ’64, φέρνοντάς τους στην Αθήνα για να ηχογραφήσουν το δισκάκι, το οποίον ακούστηκε, τότε, στην Πάτρα, αλλά ελάχιστα έξω απ’ αυτήν. Σήμερα, δε, περιττό να το πω, είναι άπιαστο collector’s item. Προσωπικώς, δεν το έχω δει ποτέ μπροστά μου… Ξέρω κάποιους που το έχουν, δύσκολα όμως το μοιράζονται έστω και για μία φωτοτυπία του label… [Η φωτογραφία που βλέπετε πιο πάνω, σε ασπρόμαυρο, προέρχεται από το CD της PolyGram Ελληνική Rock Σκηνή 1965-1975/ Νο 1 1965 [Polydor 531 882-2, 1996] που είχε επιμεληθεί ο Άκης Λαδικός, CD που περιείχε και τα δυο κομμάτια τους. Θυμάμαι, μάλιστα, πως μου είχε πει ο Λαδικός ότι η κόπια του single, από την οποία είχε γίνει η μεταφορά στο CD, ήταν λίγο σπασμένη - χωρίς αυτό, φυσικά, ν' ακούγεται στη νέα αποτύπωση].
Το “That’s true” ήταν ωραίο τραγούδι. Beat και garage ηχοχρώματα, ωραία κοψίματα, lead και chorus φωνητικά, άψογες κιθάρες, καλή προφορά των αγγλικών. Δεν υπήρχαν και πολλά καλύτερα πριν απ’ αυτό… Το “Penguin” ήταν yanka. Συμπαθητικό, αλλά yanka. Στο πρώτο μισό του ’65 η yanka βρισκόταν στο φόρτε της με τους Forminx, τους Juniors, τον Γεράσιμο Λαβράνο… Οι Spiders, λένε οι πληροφορίες μου, είχαν και καλύτερα κομμάτια, όμως ποιος πιτσιρικάς θα μπορούσε να πάει κόντρα, τότε, στον όρο π.χ. ενός δισκογραφικού συμβολαίου; Η αγορά γούσταρε yanka… τελεία και παύλα… (Σε άλλο post θα γράψω και για τις φινλανδικές «γιάνκες» που ήταν οι αυθεντικές, αλλά ακολουθούσαν ασθμαίνοντας τις ελληνικές στις εγχώριες πίστες…). (The Spiders, από αριστερά: Ηλίας Τριανταφύλλου, Τάκης Παναγιωτόπουλος, Δημήτρης Καραλής, Παναγιώτης 'Μπαλίλας' Παπαγιαννόπουλος, Λάκης Χριστοδούλου)
Το τέλος των Spiders άργησε, όμως, λιγάκι. Κάποιες πρώτες αλλαγές, λόγω Στρατού(;), συμβαίνουν στη line-up. Έτσι, τη θέση του μπασίστα Παπαγιαννάκη παίρνει ο Δημήτρης Καραλής, ενώ τη θέση του ντράμερ Στόλλα, ο Τάκης Παναγιωτόπουλος. Επίσης, όπως μου θύμησε ο φίλος του blog Νίκος Σάρρος, ο Παναγιώτης Παπαγιαννόπουλος θ' αποχωρήσει από το γκρουπ για να μπει στους Quites, οι οποίοι ηχογράφησαν το 1966 το ωραίο 45άρι "Kiss me not for money/ We'll love you little girls" [Philips 6095]. Όσοι απέμειναν θα παραμείνουν στη σκηνή μέχρι το 1968, παίζοντας μόνοι τους ή συνοδεύοντας εντόπιους τραγουδιστές, τον Μικαέλο π.χ. (γιός του Τώνη Μαρούδα) ή τον Πάνο Λαμπρόπουλο.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1997 (13 Απριλίου), μερικά από τα πιο γνωστά συγκροτήματα της Πάτρας από τα sixties και τα early seventies θα ξανασυνδεθούν, για ένα απογευματινό live στο Villy’s Park. Ήταν εκεί οι Spies, οι Bats, οι Black King’s και βεβαίως οι Spiders… Όλα ok… Την πρωτοβουλία της συνάντησης είχε αναλάβει ένας άνθρωπος που τον γνώριζα καλά, αφού είχαμε συνεργαστεί στο ραδιοφωνικό σταθμό Φάρος FM το διάστημα 1993-94 (εκείνος ως διευθυντής προγράμματος, εγώ με εκπομπή), για να τα σπάσουμε όμως, παρεξηγημένοι, στο τέλος. Δυστυχώς, ο Κώστας Κοκκοβίκας δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Στη μνήμη του λοιπόν… όσα έγραψα.
Το “That’s true” ήταν ωραίο τραγούδι. Beat και garage ηχοχρώματα, ωραία κοψίματα, lead και chorus φωνητικά, άψογες κιθάρες, καλή προφορά των αγγλικών. Δεν υπήρχαν και πολλά καλύτερα πριν απ’ αυτό… Το “Penguin” ήταν yanka. Συμπαθητικό, αλλά yanka. Στο πρώτο μισό του ’65 η yanka βρισκόταν στο φόρτε της με τους Forminx, τους Juniors, τον Γεράσιμο Λαβράνο… Οι Spiders, λένε οι πληροφορίες μου, είχαν και καλύτερα κομμάτια, όμως ποιος πιτσιρικάς θα μπορούσε να πάει κόντρα, τότε, στον όρο π.χ. ενός δισκογραφικού συμβολαίου; Η αγορά γούσταρε yanka… τελεία και παύλα… (Σε άλλο post θα γράψω και για τις φινλανδικές «γιάνκες» που ήταν οι αυθεντικές, αλλά ακολουθούσαν ασθμαίνοντας τις ελληνικές στις εγχώριες πίστες…). (The Spiders, από αριστερά: Ηλίας Τριανταφύλλου, Τάκης Παναγιωτόπουλος, Δημήτρης Καραλής, Παναγιώτης 'Μπαλίλας' Παπαγιαννόπουλος, Λάκης Χριστοδούλου)
Το τέλος των Spiders άργησε, όμως, λιγάκι. Κάποιες πρώτες αλλαγές, λόγω Στρατού(;), συμβαίνουν στη line-up. Έτσι, τη θέση του μπασίστα Παπαγιαννάκη παίρνει ο Δημήτρης Καραλής, ενώ τη θέση του ντράμερ Στόλλα, ο Τάκης Παναγιωτόπουλος. Επίσης, όπως μου θύμησε ο φίλος του blog Νίκος Σάρρος, ο Παναγιώτης Παπαγιαννόπουλος θ' αποχωρήσει από το γκρουπ για να μπει στους Quites, οι οποίοι ηχογράφησαν το 1966 το ωραίο 45άρι "Kiss me not for money/ We'll love you little girls" [Philips 6095]. Όσοι απέμειναν θα παραμείνουν στη σκηνή μέχρι το 1968, παίζοντας μόνοι τους ή συνοδεύοντας εντόπιους τραγουδιστές, τον Μικαέλο π.χ. (γιός του Τώνη Μαρούδα) ή τον Πάνο Λαμπρόπουλο.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1997 (13 Απριλίου), μερικά από τα πιο γνωστά συγκροτήματα της Πάτρας από τα sixties και τα early seventies θα ξανασυνδεθούν, για ένα απογευματινό live στο Villy’s Park. Ήταν εκεί οι Spies, οι Bats, οι Black King’s και βεβαίως οι Spiders… Όλα ok… Την πρωτοβουλία της συνάντησης είχε αναλάβει ένας άνθρωπος που τον γνώριζα καλά, αφού είχαμε συνεργαστεί στο ραδιοφωνικό σταθμό Φάρος FM το διάστημα 1993-94 (εκείνος ως διευθυντής προγράμματος, εγώ με εκπομπή), για να τα σπάσουμε όμως, παρεξηγημένοι, στο τέλος. Δυστυχώς, ο Κώστας Κοκκοβίκας δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Στη μνήμη του λοιπόν… όσα έγραψα.
Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010
JAZZ-ROCK και FUSION 10 άλμπουμ με αξία
Πριν από κάποιο καιρό είχα επιμεληθεί στο Jazz & Τζαζ ένα αφιέρωμα στο fusion, το γνωστό και ως jazz-rock. Ο συνεργάτης Σπύρος Σερλεμές είχε κάνει μία εισαγωγή, περιγράφοντας το αισθητικό πλαίσιο του είδους, έτσι όπως καθορίστηκε αυτό από τρία κλασικά LP της εποχής, το “Hot Rats” του Frank Zappa, το “Bitches Brew” του Miles Davis και το “Third” των Soft Machine. Τη σκυτάλη είχα πάρει εγώ, επιλέγοντας 10 άλμπουμ – όχι ακριβώς, ή, τουλάχιστον, όχι πάντα από τις πρώτες σειρές – επιχειρώντας να φανερώσω και άλλες διαστάσεις του στυλ. Τώρα, ανεβάζω τα πέντε πρώτα… Αργότερα, θ’ ανεβάσω τα κείμενα και για τ’ άλλα πέντε… Ξεκινούσα κάπως έτσι… Διαβάζοντας το δυνατό βιβλίο του Stuart Nicholson “Jazz-Rock” (εκδ. Canongate, Εδιμβούργο 1998) αντιλαμβάνεσαι αμέσως πως το jazz-rock είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα είδος μουσικό. Είναι στην ουσία η προσπάθεια μιας ομάδας ανθρώπων στη Βρετανία, την Αμερική και αλλαχού (καθ’ όλη τη διάρκεια των sixties, και μετά απ’ αυτά) να εκμεταλλευτούν την ηλεκτρική ενίσχυση, παρουσιάζοντας έναν ήχο σύγχρονο που να στέκεται, χονδρικώς, ανάμεσα στο bop (hard ή... λιγότερο hard) και το electric blues – ανάλογα από πια βάση ξεκινούσε ο καθείς – ενώνοντας επί της ουσίας καταστάσεις, που, σε μεγάλο βαθμό, είχαν κοινή μήτρα. Το παράξενο είναι πως παρ’ ότι το jazz-rock είναι, επί της ουσίας, ένα αμερικανικό προϊόν, η αρχή του υπήρξε βρετανική. Το λέει καθαρά και ο Nicholson στο βιβλίο του, το... υποστηρίζουν, ακόμη καθαρότερα, και όσοι έχουν ακούσει άλμπουμ των Alexis Korner, Graham Bond, John Mayall και Cream (τις εγγραφές τους πριν το ’67). Οι δίσκοι οι οποίοι θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, χαρακτηριζόμενοι ως «σκοτεινά κεφάλαια» του fusion, είναι όλοι αμερικανικοί. Για δύο λόγους. Πρώτον γιατί φτιάχτηκαν από μουσικούς με ριζοσπαστικές διαθέσεις, άλλοτε μέσα σε pop και άλλοτε σε underground περιβάλλοντα και δεύτερον, γιατί ήθελα να γράψω περισσότερο για τον Jim Pepper, παρά για τον Eric Clapton... 1. THE FREE SPIRITS – Out of Sight and Sound – ABC S-593 – 1967
Το “Out of Sight and Sound” των Free Spirits είναι ηχογραφημένο στο New Jersey, στο τέλος του 1966, από τον Rudy Van Gelder, σε παραγωγή του Bob Thiele. Γενικώς, θα έλεγα πως πρόκειται για ένα proto-psych άλμπουμ, ενταγμένο περισσότερο (δηλαδή απολύτως) στο rock στρατόπεδο, παρά στο jazz. Pop, με την ευρύτερη έννοια, τραγούδια συντάσσουν τα Ελεύθερα Πνεύματα, τα οποία (τραγούδια) στην πορεία λαμβάνουν περίεργες διαστάσεις· κάτι που μπορεί να αναζητηθεί, με σιγουριά, στις προσωπικότητες των μουσικών που τους αποτελούσαν (Larry Coryell lead κιθάρα, σιτάρ, φωνή, Columbus Baker ρυθμική κιθάρα, Chris Hills μπάσο, Jim Pepper τενόρο, φλάουτο, Bob Moses ντραμς). [Ακούμε "Cosmic daddy dancer"...].Αλλοιωμένοι blues ρυθμοί, pop αρμονικά φωνητικά, προσεγμένη και όχι μπρούτα garage αισθητική, και βεβαίως τα πνευστά του Pepper να μετατοπίζουν, συχνά, το κέντρο βάρους προς τζαζικότερες καταστάσεις (“Cosmic daddy dancer”, “Storm”). Έτσι ανοίγει το κεφάλαιο... 2. STEVE MARCUS – Tomorrow Never Knows – Vortex 2001 – 1968
Το όνομα του Steve Marcus μπορεί να μην λέει, αμέσως, πολλά, λέει όμως πολύ περισσότερα αυτό εδώ το πρώτο του άλμπουμ από το 1968· ένα από τα πιο ελπιδοφόρα (τότε) και απολαυστικά (σήμερα) jazz-rock έργα. Τι έπραξε εδώ ο σοπρανίστας, τενορίστας Marcus; Πήρε πασίγνωστες pop επιτυχίες της εποχής (τα “Eight miles high” των Byrds, “Mellow yellow” του Donovan, “Listen people” των Herman’s Hermits, “Rain” και “Tomorrow never knows” των Beatles – υπάρχει και μία original σύνθεση του Gary Burton), αλλάζοντάς τους τα... φώτα. Δεν είναι μόνο τα δικά του εντελώς απελευθερωμένα, ενίοτε χαοτικά, soli, είναι το γεγονός ότι παρασύρει στα μέτρα του και τους υπόλοιπους συμπαίκτες, δημιουργώντας έναν ήχο, τον οποίον πολύ δύσκολα – στιγμές-στιγμές – αιτιολογείς. Αν μιλήσω για Evan Parker, Derek Bailey, Cecil Taylor και Spontaneous Music Ensemble θα με πάρετε με τις πέτρες; Και όμως, και όμως.Τι “Mellow yellow” είναι αυτό που ακούμε; Τα... αληθινά ονόματα των μουσικών είναι: Steve Marcus σαξόφωνα, Larry Coryell ηλεκτρική κιθάρα, Mike Nock πιάνο, Chris Hills μπάσο, Bob Moses ντραμς (τα 3/5 των Free Spirits δηλαδή, συν τον άσσο νεοζηλανδό πιανίστα Mike Nock). 3. GARY BURTON – Throb – Atlantic SD 1531 – 1969
Για το “Throb” του Gary Burton είχα γράψει στο «δισκορυχείον» του τεύχους 175. Ξαναγράφω, τώρα, επειδή θέλω να υπενθυμίσω τη σημαντικότητα αυτού του δίσκου στην ευρεία fusion αισθητική· καθότι εδώ δεν επικοινωνεί μόνον η jazz με το rock, αλλά και τα δυο τους με την country. Φυσικά, η προσπάθεια αυτή του αμερικανού μουσικού δεν ξεκίνησε με το παρόν long play, άγγιξε όμως με συνθέσεις όπως εκείνες του Michael Gibbs φερ’ ειπείν (“Turn of the century”, “Throb”, “Triple portrait”, “Some echoes”), μιαν αισθητική κορύφωση. Cool και «ακαδημαϊκός» ανέκαθεν ο Burton, βρήκε εδώ το μπελά του... Τα αγέρωχα παιξίματα των Jerry Hahn ηλεκτρική κιθάρα, Richard Greene βιολί (τότε στους Sea Train), Steve Swallow μπάσο και Bill Goodwin ντραμς προσφέρουν, σε αφθονία, όλην εκείνη την απαραίτητη «ένταση», που έχουμε μάθει ν’ αναζητούμε στις τζαζ-ροκικές ηχογραφήσεις. 4. LARRY CORYELL – Coryell – Vanguard VSD 6547 – 1969
Τεράστιο κεφάλαιο για το jazz-rock ο τεξανός κιθαρίστας Larry Coryell. Το έχετε ήδη διαπιστώσει... Από τη μεγάλη σε όγκο και σημασία δισκογραφία του επιλέγουμε το “Coryell”, ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη το 1969, εξ αιτίας του ακρογωνιαίου 9λεπτου instro “The jam with Albert”. Πάνω σ’ έναν αρχέτυπο ρυθμό που καθορίζουν το μπάσο του Albert Stinson και τα ντραμς του Bernard Purdie (έτσι πες μου...), ο Larry Coryell στήνει έναν κιθαριστικό θίασο (lead, ρυθμικό και δεν ξέρω τι άλλο...), σπάζοντας κανόνες. Έχω την αίσθηση, για να μην πω τη βεβαιότητα, πως εκείνη την εποχή ο Τεξανός ήταν ο μοναδικός ηλεκτρικός κιθαριστής που μπορούσε να «κοντράρει» στα ίσια τον Jimi Hendrix. [Ακούμε "The jam with Albert"...].Μπορεί να μην διέθετε την ίδια «περσόνα» μ’ εκείνον (στο πάλκο βασικά), διέθετε όμως (λέμε εμείς – δεκτές οι αντιρρήσεις) την ίδια φαντασία στο στούντιο· είναι απίστευτα αυτά που πράττει εδώ, αιώνιο σεμινάριο για κάθε κιθαρίστα. Διαπρέπει, εννοείται και στα υπόλοιπα θέματα – όχι μόνο στο jam – έχοντας δίπλα του μουσικάρες. Ron Carter και Chuck Rainey μπάσο, Mike Mandel όργανο, Jim Pepper φλάουτο. 5. SPONTANEOUS COMBUSTION – Come and Stick Your Head In – Flying Dutchman FDS-102 – 1969
Με το όνομα αυτό αναγνωρίζονται δύο ή και τρία συγκροτήματα στη μουσική ιστορία (οι Βρετανοί που ηχογραφούσαν στη Harvest και, ίσως, κάποιοι ακόμη). Εδώ αναφερόμαστε στους Αμερικανούς, που έγραψαν ένα(;) άλμπουμ για την εταιρία Flying Dutchman του Bob Thiele. Οδηγημένοι από έναν περιστασιακό συνεργάτη του Frank Zappa, τον περκασιονίστα Gary Coleman, οι Spontaneous Combustion παρουσίασαν ένα ευφάνταστο jazz-rock, με ουκ ολίγες αισθητικές καινοτομίες. Αν και επρόκειτο για στούντιο εννεαμελές γκρουπ, το οποίο φαίνεται να «μαζεύτηκε» κάτω από την παρότρυνση και τις ευλογίες του Thiele, το αποτέλεσμα της δουλειάς του δεν είναι ό,τι θα αποκαλούσαμε, με την κακή έννοια, «επαγγελματικό», αλλά ένα αληθινό strange trip σε ήχους και διαθέσεις. Προσέξτε line-up: Jimmy Gordon, John Guerin ντραμς, Dennis Budimir, Mike Deasy κιθάρες, Tom Scott (ναι), Jim Horn πνευστά, Mike Melvoin πλήκτρα, Larry Knechtel ηλεκτρικό μπάσο, Gary Coleman κρουστά. Αν και υποτίθεται ότι οι «διπλοί» οργανοπαίκτες ήταν επιλεγμένοι ώστε να παίζουν ξεχωριστά τα jazz και rock passages (όντως), στην πραγματικότητα εκείνο που ακούγεται είναι ένα ανελέητο fusion (ποιος νοιάζεται για το ποιος παίζει τι;), που κάποιες στιγμές αγγίζει τα όριά του. Ιδίως στο 10λεπτο “Time stitch”, εκεί όπου το... στούντιο μετατρέπεται σε δέκατο μουσικό σπρώχνοντας την «κατασκευή» στο άπειρο... (Όχι, φλάουτο δεν παίζει ο Eric Dolphy...).
Το “Out of Sight and Sound” των Free Spirits είναι ηχογραφημένο στο New Jersey, στο τέλος του 1966, από τον Rudy Van Gelder, σε παραγωγή του Bob Thiele. Γενικώς, θα έλεγα πως πρόκειται για ένα proto-psych άλμπουμ, ενταγμένο περισσότερο (δηλαδή απολύτως) στο rock στρατόπεδο, παρά στο jazz. Pop, με την ευρύτερη έννοια, τραγούδια συντάσσουν τα Ελεύθερα Πνεύματα, τα οποία (τραγούδια) στην πορεία λαμβάνουν περίεργες διαστάσεις· κάτι που μπορεί να αναζητηθεί, με σιγουριά, στις προσωπικότητες των μουσικών που τους αποτελούσαν (Larry Coryell lead κιθάρα, σιτάρ, φωνή, Columbus Baker ρυθμική κιθάρα, Chris Hills μπάσο, Jim Pepper τενόρο, φλάουτο, Bob Moses ντραμς). [Ακούμε "Cosmic daddy dancer"...].Αλλοιωμένοι blues ρυθμοί, pop αρμονικά φωνητικά, προσεγμένη και όχι μπρούτα garage αισθητική, και βεβαίως τα πνευστά του Pepper να μετατοπίζουν, συχνά, το κέντρο βάρους προς τζαζικότερες καταστάσεις (“Cosmic daddy dancer”, “Storm”). Έτσι ανοίγει το κεφάλαιο... 2. STEVE MARCUS – Tomorrow Never Knows – Vortex 2001 – 1968
Το όνομα του Steve Marcus μπορεί να μην λέει, αμέσως, πολλά, λέει όμως πολύ περισσότερα αυτό εδώ το πρώτο του άλμπουμ από το 1968· ένα από τα πιο ελπιδοφόρα (τότε) και απολαυστικά (σήμερα) jazz-rock έργα. Τι έπραξε εδώ ο σοπρανίστας, τενορίστας Marcus; Πήρε πασίγνωστες pop επιτυχίες της εποχής (τα “Eight miles high” των Byrds, “Mellow yellow” του Donovan, “Listen people” των Herman’s Hermits, “Rain” και “Tomorrow never knows” των Beatles – υπάρχει και μία original σύνθεση του Gary Burton), αλλάζοντάς τους τα... φώτα. Δεν είναι μόνο τα δικά του εντελώς απελευθερωμένα, ενίοτε χαοτικά, soli, είναι το γεγονός ότι παρασύρει στα μέτρα του και τους υπόλοιπους συμπαίκτες, δημιουργώντας έναν ήχο, τον οποίον πολύ δύσκολα – στιγμές-στιγμές – αιτιολογείς. Αν μιλήσω για Evan Parker, Derek Bailey, Cecil Taylor και Spontaneous Music Ensemble θα με πάρετε με τις πέτρες; Και όμως, και όμως.Τι “Mellow yellow” είναι αυτό που ακούμε; Τα... αληθινά ονόματα των μουσικών είναι: Steve Marcus σαξόφωνα, Larry Coryell ηλεκτρική κιθάρα, Mike Nock πιάνο, Chris Hills μπάσο, Bob Moses ντραμς (τα 3/5 των Free Spirits δηλαδή, συν τον άσσο νεοζηλανδό πιανίστα Mike Nock). 3. GARY BURTON – Throb – Atlantic SD 1531 – 1969
Για το “Throb” του Gary Burton είχα γράψει στο «δισκορυχείον» του τεύχους 175. Ξαναγράφω, τώρα, επειδή θέλω να υπενθυμίσω τη σημαντικότητα αυτού του δίσκου στην ευρεία fusion αισθητική· καθότι εδώ δεν επικοινωνεί μόνον η jazz με το rock, αλλά και τα δυο τους με την country. Φυσικά, η προσπάθεια αυτή του αμερικανού μουσικού δεν ξεκίνησε με το παρόν long play, άγγιξε όμως με συνθέσεις όπως εκείνες του Michael Gibbs φερ’ ειπείν (“Turn of the century”, “Throb”, “Triple portrait”, “Some echoes”), μιαν αισθητική κορύφωση. Cool και «ακαδημαϊκός» ανέκαθεν ο Burton, βρήκε εδώ το μπελά του... Τα αγέρωχα παιξίματα των Jerry Hahn ηλεκτρική κιθάρα, Richard Greene βιολί (τότε στους Sea Train), Steve Swallow μπάσο και Bill Goodwin ντραμς προσφέρουν, σε αφθονία, όλην εκείνη την απαραίτητη «ένταση», που έχουμε μάθει ν’ αναζητούμε στις τζαζ-ροκικές ηχογραφήσεις. 4. LARRY CORYELL – Coryell – Vanguard VSD 6547 – 1969
Τεράστιο κεφάλαιο για το jazz-rock ο τεξανός κιθαρίστας Larry Coryell. Το έχετε ήδη διαπιστώσει... Από τη μεγάλη σε όγκο και σημασία δισκογραφία του επιλέγουμε το “Coryell”, ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη το 1969, εξ αιτίας του ακρογωνιαίου 9λεπτου instro “The jam with Albert”. Πάνω σ’ έναν αρχέτυπο ρυθμό που καθορίζουν το μπάσο του Albert Stinson και τα ντραμς του Bernard Purdie (έτσι πες μου...), ο Larry Coryell στήνει έναν κιθαριστικό θίασο (lead, ρυθμικό και δεν ξέρω τι άλλο...), σπάζοντας κανόνες. Έχω την αίσθηση, για να μην πω τη βεβαιότητα, πως εκείνη την εποχή ο Τεξανός ήταν ο μοναδικός ηλεκτρικός κιθαριστής που μπορούσε να «κοντράρει» στα ίσια τον Jimi Hendrix. [Ακούμε "The jam with Albert"...].Μπορεί να μην διέθετε την ίδια «περσόνα» μ’ εκείνον (στο πάλκο βασικά), διέθετε όμως (λέμε εμείς – δεκτές οι αντιρρήσεις) την ίδια φαντασία στο στούντιο· είναι απίστευτα αυτά που πράττει εδώ, αιώνιο σεμινάριο για κάθε κιθαρίστα. Διαπρέπει, εννοείται και στα υπόλοιπα θέματα – όχι μόνο στο jam – έχοντας δίπλα του μουσικάρες. Ron Carter και Chuck Rainey μπάσο, Mike Mandel όργανο, Jim Pepper φλάουτο. 5. SPONTANEOUS COMBUSTION – Come and Stick Your Head In – Flying Dutchman FDS-102 – 1969
Με το όνομα αυτό αναγνωρίζονται δύο ή και τρία συγκροτήματα στη μουσική ιστορία (οι Βρετανοί που ηχογραφούσαν στη Harvest και, ίσως, κάποιοι ακόμη). Εδώ αναφερόμαστε στους Αμερικανούς, που έγραψαν ένα(;) άλμπουμ για την εταιρία Flying Dutchman του Bob Thiele. Οδηγημένοι από έναν περιστασιακό συνεργάτη του Frank Zappa, τον περκασιονίστα Gary Coleman, οι Spontaneous Combustion παρουσίασαν ένα ευφάνταστο jazz-rock, με ουκ ολίγες αισθητικές καινοτομίες. Αν και επρόκειτο για στούντιο εννεαμελές γκρουπ, το οποίο φαίνεται να «μαζεύτηκε» κάτω από την παρότρυνση και τις ευλογίες του Thiele, το αποτέλεσμα της δουλειάς του δεν είναι ό,τι θα αποκαλούσαμε, με την κακή έννοια, «επαγγελματικό», αλλά ένα αληθινό strange trip σε ήχους και διαθέσεις. Προσέξτε line-up: Jimmy Gordon, John Guerin ντραμς, Dennis Budimir, Mike Deasy κιθάρες, Tom Scott (ναι), Jim Horn πνευστά, Mike Melvoin πλήκτρα, Larry Knechtel ηλεκτρικό μπάσο, Gary Coleman κρουστά. Αν και υποτίθεται ότι οι «διπλοί» οργανοπαίκτες ήταν επιλεγμένοι ώστε να παίζουν ξεχωριστά τα jazz και rock passages (όντως), στην πραγματικότητα εκείνο που ακούγεται είναι ένα ανελέητο fusion (ποιος νοιάζεται για το ποιος παίζει τι;), που κάποιες στιγμές αγγίζει τα όριά του. Ιδίως στο 10λεπτο “Time stitch”, εκεί όπου το... στούντιο μετατρέπεται σε δέκατο μουσικό σπρώχνοντας την «κατασκευή» στο άπειρο... (Όχι, φλάουτο δεν παίζει ο Eric Dolphy...).
Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010
MARK ERIC υψηλή ντελικάτη pop
Παρ’ ότι το 1969, το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς (Woodstock και λοιπά) το rock στην Αμερική έπαιρνε διαφορετική τροπή – επί της ουσίας «ακύρωνε» μιαν εποχή – υπήρχαν, ακόμη, καλλιτέχνες που αποζητούσαν την ελπίδα, στα χρόνια που θά’ρχονταν και ουχί τα... χαμένα όνειρα. Με ήχο ντελικάτο (pop να τον πούμε), με σαφείς αναφορές στο αρμονικό «πιστεύω» των Beach Boys και μ’ έναν τίτλο που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει το μουσικό γίγνεσθαι τουλάχιστον δύο καλοκαίρια πριν, ο Mark Eric με το “A Midsummer’s Day Dream” [Revue, 1969/ επανέκδοση Now Sounds 2009] προτείνει ένα full-color άλμπουμ, ανατριχιαστικό στην ειλικρίνειά του (“Take me with you”), το οποίο αποτυπώνει με τρόπο αμετάκλητο τον pop ήχο του L.A.· όπως τον είχε αποτυπώσει ένα χρόνο πριν (1968) το φημισμένο “Things” του Merrell Fankhauser και των H.M.S. Bounty. Το “Night of the lions” είναι κορυφαίο τραγούδι και δεν είναι το μόνο. Υπάρχουν άλλα ένδεκα... Πλην των bonus... Μαγεία!
http://abmp3.com/download/2142900-night-of-the-lions.html
http://abmp3.com/download/2142900-night-of-the-lions.html
η ΜΑΡΘΑ ΦΡΙΝΤΖΗΛΑ σε τραγούδια άλλων
Το διπλό CD της Μάρθας Φριντζήλα "2 Νύχτες στα Μέγαρα" [Μικρός Ήρως] περιέχει κομμάτια, αποκλειστικώς, σε δεύτερη εκτέλεση (και τρίτη και τέταρτη εννοείται). Με διεθνείς όρους θα το αποκαλούσα ethnic. O χαρακτηρισμός δεν είναι κακός, ούτε υποτιμητικός – το ζήτημα είναι αν πρόκειται για περίπτωση καλού ή λιγότερο καλού ethnic, κι αυτό θα προσπαθήσω να διερευνήσω. Να πω, κατ’ αρχάς, πως πρόκειται για ζωντανή ηχογράφηση από το Αίθριο των Μουσών, του Μεγάρου Μουσικής, και πως το πρώτο CD (The Kubara Project), περιέχει, κυρίως, τραγούδια επωνύμων (Medioni, Σουγιούλ, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Λάγιου, Carosone, Ζαμπέτα, Πλέσσα, Λαύκα, Χιώτη, Θ. Παπακωνσταντίνου…), ενώ το δεύτερο (Παράδοση κατ’ οίκον) κυρίως παραδοσιακά. Κανονικά, για να είμαι ακριβής, θα έπρεπε να γράψω 35 (ή έστω… 18) γνώμες για κάθε μία από τις δασκευές. Δεν είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Συνοψίζοντας λοιπόν θα έλεγα το προφανές(;). Αλλού τα πράγματα είναι καλύτερα, και αλλού όχι τόσο καλά. Μου κάνει, δε, εντύπωση το γεγονός πως στα «ξένα» κομμάτια η Φριντζήλα και το συγκρότημα που την συνοδεύει (Ανδρέου, Καρατζάς, Μαντζούκης, Μαράτος, Κώστας Νικολόπουλος, Τσεβάς) στέκονται πολύ ψηλά, αποδίδοντας με πραγματική μαεστρία το «Κλάμα του εμιγκράντου», το “Bienvenue abiadi”, το “Angelitos negros”, το “Chant des canons”, το “Maruzzella”… Αντιθέτως «δαγκώνομαι» στον «Τζώνυ το μπόγια». Μου αρέσει η «blues-οποίηση» του τραγουδιού, όμως η ερμηνεία νομίζω πως θα έπρεπε να είναι χαμηλότονη, χωρίς λαρυγγισμούς, με εσωτερική ένταση και μετρημένο πάθος. Στον «Τζακ Ο’ Χάρα» μετράει η εκτέλεση του Ζαμπέτα κατ’ εμέ και όχι τόσο της Βίκυς Μοσχολιού, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η Φριντζήλα. Η ειρωνία και το πικρό γέλιο δεν αναβλύζουν, απεναντίας υποβαθμίζονται, για να τονιστεί (υπερβολικώς) η δραματικότητα. Μα και στο «Μακρυά σου ένα χρόνο» (Πλέσσας-Σακελλάριος) η αραχνοΰφαντη, τρεμάμενη ερμηνεία της Καρέζη αντικαθίσταται από μία «ανοιχτή», δυναμική εκφορά, που δεν συνάδει με τον «πόνο» των λόγων. Εν ολίγοις, το συγκεκριμένο, δεν είναι το καταλληλότερο τραγούδι για τη φωνή της Φριντζήλα. Για το δεύτερο CD δεν έχω ιδιαίτερες ενστάσεις – δεν είμαι και τόσο εξοικειωμένος με τα δημοτικά της Κύπρου, του Καστελόριζου, της Καππαδοκίας ή της Καρπάθου. Αισθάνομαι όμως «κοντά» την ορχήστρα (τσέλο, νέι, πιάνο, ούτι, κιθάρα…).
Συνοψίζοντας, θα έδινα εύσημα, πρώτα-πρώτα στους οργανοπαίκτες. Μα και στην Μάρθα Φριντζήλα (με τις καταγεγραμμένες ενστάσεις) για το θάρρος της να αναμετρηθεί με τόσο διαφορετικά άσματα. Καλός δίσκος. (Ξεχάστε και το ethnic, αν ενοχλεί).
Συνοψίζοντας, θα έδινα εύσημα, πρώτα-πρώτα στους οργανοπαίκτες. Μα και στην Μάρθα Φριντζήλα (με τις καταγεγραμμένες ενστάσεις) για το θάρρος της να αναμετρηθεί με τόσο διαφορετικά άσματα. Καλός δίσκος. (Ξεχάστε και το ethnic, αν ενοχλεί).
Τρίτη 16 Μαρτίου 2010
ο RICARDO CREDI στην ταράτσα του Hilton... ή, μάλλον, στον τελευταίον όροφο…
Πολλοί αλλοδαποί καλλιτέχνες (για την pop μούζικα ο λόγος) έκαναν καριέρα στην Ελλάδα των sixties. Δεν αναφέρομαι σε κάποιους, που ήρθαν κι έπαιξαν για ένα-δυο φεγγάρια… ή για ένα-δυο μήνες (Bob Azzam, Eric Clapton, Rocky Roberts…), αλλά για κάποιους που έμειναν κάποιον καιρό εδώ, ηχογραφώντας όμως και τα σχετικά 45άρια· ου μην και κάποια LP. Μερικά ονόματα; Gino, Guidone, Renatino, Sergio Endrigo, Peppino Di Capri, Tony Pinelli, The Zoo, Patrick Samson, David & Mary Ann, The Prophets… Ένας από τους πρώτους που πάτησαν πόδι στην Ελλάδα, μένοντας στην Αθήνα για αρκετά χρόνια ήταν ο αιγύπτιος(;) συνθέτης, πιανίστας και τραγουδιστής Ricardo Credi. Βάζω ερωτηματικό στο «Αιγύπτιος», διότι άλλοι τον έχουν για Λιβανέζο (πάντως, έβγαιναν δίσκοι του στο Λίβανο, στην εταιρία SLD), άλλοι για Γάλλο (τραγουδούσε ωραία στη γαλλική), άλλοι για Μαροκινό (πηγαινο-ερχόταν στο Ραμπάτ) κ.ο.κ. Στο τεύχος 56 (1/6/1966) των Μοντέρνων Ρυθμών, όπου αναφέρεται ως Αιγύπτιος, μαθαίνουμε πως είχε συμβόλαιο με την αλυσίδα των ξενοδοχείων Hilton, ότι βρισκόταν στην Ελλάδα από το ’64 με τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά, και ότι είχε ηχογραφήσει μέχρι τότε 8 τραγούδια, μοιρασμένα σε τρία singles. Αν το πρώτο ήταν το “Une larme/ Petrouchka” [Philips 6048, 1965] σε συνεργασία με τον Νάκη Πετρίδη (κουφό; – μπορεί, αλλά όταν βλέπεις “Naki Petri” στο label τι να υποθέσεις;), τότε, το δεύτερο ή το τρίτο θα πρέπει να ήταν το 7ιντσο EP “At the Athens Hilton”, με τα τραγούδια “Galaxy cha-cha-cha, Paradis d’ amour/ Pardonne-moi, Quand reviendra l’ automne” [Philips 1118 BE, 1966], που γράφτηκε με τη συμβολή της ορχήστρας του Μανώλη Μικέλη(!) – βάζω θαυμαστικό, γιατί δεν είναι πολλές οι εγγραφές του σημαντικότατου έλληνα πιανίστα στη δεκαετία του ’60 – και το οποίο 7ιντσο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και την Τουρκία(!!). Εδώ, τα θαυμαστικά είναι δύο… (Το εξώφυλλο που βλέπετε από κάτω είναι της τουρκικής έκδοσης και προέρχεται από το eBay).Το “Galaxy cha-cha-cha” είναι ό,τι μαρτυρά ο τίτλος. Ένα κλασικό cha-cha-cha, με τις τιμπάλες σε πρώτο πλάνο, μάλλον πίσω από την ακμαία και κομματάκι «βαθειά» φωνή τού Credi. Ωραίο το σόλο πιάνο, ωραίο το φλάουτο, αλλά και το όργανο – ανεπαίσθητο λιγάκι – σ’ έναν «πίσω» ρόλο. Το “Paradis d’ amour” είναι ένα jazzy shake, με σύντομο σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα και με τη φωνή του τραγουδιστή, στιβαρή και ορμητική, να το καθορίζει. To “Pardonne-moi”, που ξεκινά τη δεύτερη πλευρά, παίζει το ρόλο ενός… blues, όπως έλεγαν, τότε, τα μοντέρνα «βαλσάκια», με τον Credi, σε στυλ crooner, να ίπταται πάνω από light-jazz ηχοχρώματα. Στο τέλος, το “Quand reviendra l’ automne”, ένα mid-tempo τραγούδι, θα μπορούσε να διατηρήσει στην πίστα (του Hilton) τα κοσμικά ζευγάρια της εποχής, άνευ κόπου… Η καριέρα όμως του Ricardo Credi είχε και συνέχεια· ας πω, με την αφορμή, δυο λόγια. Το 1967 συνεργάζεται με την ορχήστρα του Βαγγέλη Παπαθανασίου, γράφοντας το 45άρι “Siga siga/ Non et non” [Philips 6143]. To “Siga siga” είναι το… «Σιγά-σιγά», που τραγούδησαν λίγο καιρό αργότερα οι Olympians (με ελληνικούς στίχους τού… amore, τότε, του Βαγγέλη Παπαθανασίου, της Βίλμας Λαδοπούλου) – μιλάμε για το 45άρι "Σιγά-σιγά/ Ελπίδες" [Philips 6176, 1967] –, ενώ το “Non et non” είναι, απλώς, ένα από τα κορυφαία greek garage των sixties. Η φωνή του Credi (δικό του το τραγούδι) μπορεί να κατακρατεί τα crooner-ίστικα στοιχεία, όμως ο ρυθμός είναι ασύλληπτος, με το hammond του Βαγγέλη να γδέρνει.... τον ακουστικό μας πόρο. Φοβερό τραγούδι.
Τελευταία(;) εγγραφή του Ricardo Credi στην Ελλάδα το 45άρι «Σε ζητώ/ Μην ξεχνάς» [Philips 6270] από το 1968. Και στα δύο tracks οι συνθέσεις ήταν του Credi, στο πρώτο είχε γράψει στίχους ο Πυθαγόρας και στο δεύτερο κάποιος Γρηγοριάδης, με τη διεύθυνση της ελαφράς ορχήστρας να ανήκει στον Νάκη Πετρίδη.
Η ερώτηση είναι προφανής, νομίζω. Που να βρίσκεται, σήμερα, ο Ricardo Credi;(το εξώφυλλο της τουρκικής έκδοσης προέρχεται από το eBay)
ΥΓ. Τουλάχιστον ένα ακόμη 45άρι του Ricardo Credi πρέπει να έχει ηχογραφηθεί στην Ελλάδα. Όποιος μπορεί να δώσει τα στοιχεία του (τραγούδια, εταιρία, κωδικός), ας το κάνει. Εδώ το "Non et non"...
Τελευταία(;) εγγραφή του Ricardo Credi στην Ελλάδα το 45άρι «Σε ζητώ/ Μην ξεχνάς» [Philips 6270] από το 1968. Και στα δύο tracks οι συνθέσεις ήταν του Credi, στο πρώτο είχε γράψει στίχους ο Πυθαγόρας και στο δεύτερο κάποιος Γρηγοριάδης, με τη διεύθυνση της ελαφράς ορχήστρας να ανήκει στον Νάκη Πετρίδη.
Η ερώτηση είναι προφανής, νομίζω. Που να βρίσκεται, σήμερα, ο Ricardo Credi;(το εξώφυλλο της τουρκικής έκδοσης προέρχεται από το eBay)
ΥΓ. Τουλάχιστον ένα ακόμη 45άρι του Ricardo Credi πρέπει να έχει ηχογραφηθεί στην Ελλάδα. Όποιος μπορεί να δώσει τα στοιχεία του (τραγούδια, εταιρία, κωδικός), ας το κάνει. Εδώ το "Non et non"...