Από την ομάδα “Frank Zappa, Jean-Luc Ponty, Don ‘Sugarcane’ Harris”, βγήκε ένας ακόμη καινοτόμος μουσικός, ο κιμπορντίστας George Duke. Είναι δε απορίας άξιον, πώς συνέβη δηλαδή και το “Faces In Reflection” [MPS, 1974/ Promising Music, 2008], ένα άλμπουμ που θεωρείται holy grail για τη νέα jazz-funk σκηνή, δεν είχε επανεκδοθεί μέχρι πριν από δυο χρόνια σε CD. Δημιουργώντας από τη βάση του ένα pop-jazz-funk σκηνικό, εκμεταλλευόμενος ελάχιστα όργανα, όπως ένα ντραμ (Leon Ndugu Chancler), ένα μπάσο (John Heard), τα keyboards (clavinet, fender rhodes, wurlitzer, hammond, synths), το στούντιο και βεβαίως, τη φαντασία του ο George Duke χτίζει ένα παράξενο άκουσμα, παράξενο όσον αφορά στα μέτρα των συνθέσεων (στο “Faces in reflection no 1” παίζει κάτι σαν αργό ζεϊμπέκικο!), στις «αναφορές» (η αγάπη του για τη βραζιλιάνικη μουσική δεν κρύβεται) και βεβαίως στο ηχητικό περίβλημα - εκεί όπου το ARP Odyssey synthesizer κάνει τη διαφορά. Θέματα όπως το “Psychocomatic dung” ακούγονται τόσο μυστηριωδώς «καινούρια», σε βαθμό που να νομίζεις ότι η σημερινή «σύγχρονη jazz» σταμάτησε τότε.Το “Helen 12 Trees” [Promising Music, 2008] είναι ένα από τα τελευταία μεγάλα άλμπουμ της MPS. Κυκλοφόρησε το 1976, κάτω από το όνομα του βοστωνέζου σαξοφωνίστα Charlie Mariano και των συνοδοιπόρων του Zbigniew Seifert βιολί, Jan Hammer πλήκτρα, Jack Bruce μπάσο, John Marshall ντραμς και Nippy Noya κρουστά. Υπάρχουν κάποια γνωρίσματα, που κάνουν το “Helen 12 Trees” ξεχωριστό. Κατ’ αρχάς η αίσθηση του prog/jazz-rock συνόλου που δίνει η line-up (ας μην ξεχνούμε πως ο Mariano υπήρξε μέλος των Γερμανών Embryo και των Ολλανδών Supersister – για να θυμήσουμε μερικές μόνον από τις εκατοντάδες δικές του sessions), δεύτερον η μόνιμη αγάπη του Mariano για τις «μουσικές του κόσμου» και ιδίως την ινδική (το αγαπημένο του πνευστό nagaswaram ακούγεται στο “Parvati’s dance”), τρίτον το άψογο πληκτρονικό στρώμα και υπόστρωμα που θέτει ο Jan Hammer και τέταρτον την πούρα rock διάσταση που «βγάζει» ο Jack Bruce – στο “Neverglades pixie” τα walking μπάσα είναι σκέτα Cream. Όλα τούτα συναποτελούν ένα MPS CD, που μοιάζει, σήμερα, περισσότερο ενδιαφέρον από τότε... Από την πρώτη φορά που άκουσα σε βινύλιο το “Free Action” [Saba, 1967/ Promising Music, 2008] του σεπτέτου του Wolfgang Dauner, είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν μπροστά σε μία από τις κορυφαίες στιγμές τής euro-jazz του ’60. Εκείνον δηλαδή τον αποκαλυπτικό συνδυασμό αμερικανικής «ελεύθερης φόρμας» και ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, που άφησε (και αφήνει) ανεξίτηλο στίγμα. Άξιοι μουσικοί (Wolfgang Dauner πιάνο, προετοιμασμένο πιάνο, Jean-Luc Ponty βιολί, Gerd Dudeck τενόρο, κλαρινέτο, Eberhard Weber τσέλο, Jurgen Karg μπάσο, Mani Neumeier ντραμς, τάμπλα, Fred Braceful ντραμς), συνθέσεις δεσμευμένες μέσα στην ελευθερία τους, αισθήματα γαλήνης και θορύβου να εναλλάσσονται με αυθόρμητο τρόπο, θέματα που λένε περισσότερα απ’ όσα ακούγονται, γραφικές παρτιτούρες (“Free action shot”) στην παράδοση του Ανέστη Λογοθέτη, του Γιάννη Χρήστου και του Cornelius Cardew, να δίνουν τη θέση τους σε 24μετρα, σχεδόν blues, εκρηκτικά clusters και μικροτονικές «προετοιμασίες». Δυστυχώς ή ευτυχώς ο Wolfgang Dauner δεν ξαναέκανε τέτοιο άλμπουμ. Προσχώρησε σ’ ένα περισσότερο pop-rock στρατόπεδο, επηρεασμένος από την kraut ζούρλα της περιόδου, διαπρέποντας κι εκεί, προσφέροντας διαμάντια-δίσκους. Underrated... αλλά έως πότε;Είναι «μύθος» ο γάλλος σαξοφωνίστας Barney Wilen. Πρώτον, γιατί έχει παίξει με τον Art Blakey, τον Miles Davis (στο “Ascenseur pour l’echafaud”), τον John Lewis, τον Bud Powell, τον Roy Haynes κ.ά. Δεύτερον, γιατί δοκίμασε σε πολλά και διαφορετικά πεδία (rock, punk, soundtracks...), γκρεμίζοντας, εμπράκτως, αισθητικά τείχη. Τρίτον, γιατί δεν βρίκεται στη ζωή από το 1996. Και τέταρτον, αν θέλετε, γιατί ηχογράφησε (Ιούνιος ’68) ένα από τα πρώτα free-rock άλμπουμ της ιστορίας· αυτός και η Amazing Free Rock Band του, δηλ. οι Mimi Lorenzini κιθάρες, Joachim Kuhn πιάνο, όργανο, Gunter Lenz μπάσο, Aldo Romano ντραμς και Wolfgang Paap ντραμς (αργότερα στους Brainticket). Ο τίτλος του “Dear Prof. Leary” [MPS, 1968/ Promising Music, 2008]. Παράξενο, ε; Αφιερωμένο, λοιπόν, στον δόκτορα, το άλμπουμ είναι ένα απολαυστικό... jazz-rock έργο, από ’κείνα που ηχογραφούνταν κατά κόρον στην Αμέρικα (το ’68), αλλά όχι και τόσο συχνά στην Ευρώπη. Beatles (“The fool on the hill”), Bobbie Gentry (ναι, το ολοδικό της “Ode to Billie Joe”), Otis Redding (“Respect”), Supremes (“You keep me hangin’ on”), το “Lonely woman” του Ornette Coleman, μα και δυο δικά τους ("Dur, Dur, Dur", "Dear Prof. Leary"), είναι το υλικό επί του οποίου ασκούνται οι φίλοι μας. Και πώς ασκούνται... Με φαντασία απερίγραπτη, με παίξιμο παθιασμένο, με τη συνείδηση και την ορμή ανθρώπων που ξέρουν που βαδίζουν και τι κάνουν. Έξοχο άλμπουμ.
Και κάτι ακόμη που το λέω με επιφύλλαξη, επειδή, τώρα, δεν μπορώ να το τσεκάρω. Τις τζαζ περιπέτειες του Wilen τις είχε μετατρέψει σε comic ο Jacques de Loustal και δημοσιεύονταν σε συνέχειες στη Βαβέλ, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του '80.Ξέρω ότι πολλοί ακραιφνείς τζαζόφιλοι άλμπουμ όπως, ας πούμε, το “Virtue” του Alphonse Mouzon [MPS, 1977/ Promising Music, 2009], θα το είχαν και, μάλλον, ακόμη θα το έχουν για τα μπάζα. Αυτό το απλοποιημένο funky style – θα σκέφτονται – με τα σύνθια σε πρώτο πλάνο, θαυμάσια θα ταίριαζε σε μουσικούς που ξεκίνησαν να παίζουν soul στα late sixties, πριν ορμήσουν, ψυχή τε και σώματι, στο disco παρανάλωμα, και πάντως όχι σε τζαζίστες· σ’ ένα μουσικό, εν προκειμένω, που έφτιαξε όνομα δίπλα στον McCoy Tyner και τους Weather Report. Να πω, κατ’ αρχάς, πως ξεκινάμε από λάθος βάση, όταν επιχειρούμε να επενδύσουμε δικές μας προσδοκίες σε κάποιους άλλους. Ειδικώς, όταν μιλάμε για καλλιτέχνες, των οποίων αγνοούμε σκέψεις, προβληματισμούς, κοινωνικά και αισθητικά περιβάλλοντα. Ας κρίνουμε λοιπόν αυτό που ακούμε, κι ας αφήσουμε κατά μέρος τις ενοχοποιητικές απλοποιήσεις. Το “Virtue” δείχνει σαφώς την εξέλιξη που είχε η jazz στο δεύτερο μισό των seventies· και αυτό από μόνο του είναι θετικό, καθότι, κι εδώ, ακούμε πρωτότυπη μουσική και ουχί αναμασήματα. Έναν blax αέρα δηλαδή, ανακατεμένο με «τετράγωνα» ρυθμικά patterns και deep funky επιχρίσματα. Disco; Όχι ακριβώς. Απλώς μία μετεξέλιξη του fusion του Larry Coryell, ιδίως αυτού, με τους Eleventh House, των οποίων ο Mouzon υπήρξε βασικότατο στέλεχος. Στο “Virtue” παρατάσσονται πολλά και ενδιαφέροντα, όπως π.χ. το leading-track “Master funk”, το “Nychtophobia”, με το Fender Rhodes του Stu Goldberg να αλωνίζει, δίπλα στα contemporary soprano soli του Gary Bartz (μπασίστας ήταν ο Welton Gite) και βεβαίως το φερώνυμο “Virtue” με τον Mouzon να παίζει, πράγματι, εμπνευσμένους ρούλους (η ταχύτητα πάντα ήταν το φόρτε του, αλλά εδώ μιλάμε για το άπιαστο). Και όμως, ακόμα δεν ακούσαμε τίποτα… Το 9λεπτο “The Mouzon drum suite”, που ολοκληρώνει το άλμπουμ, είναι η σαφέστατη απόδειξη της ντραμιστικής κυριαρχίας του Mouzon· τουλάχιστον στην εποχή του (τώρα δεν ξέρω τι κάνει).
Από τους τελευταίους «ήρωες» της MPS, ο πιανίστας Stu Goldberg (συνεργάτης του Mouzon, υπενθυμίζω) κάνει κι αυτός ένα ακόμη άλμπουμ για τη γερμανική εταιρία, το 1982. Το “Eye of the Beholder” [MPS, 1982/ Promising Music, 2009] δεν ήταν το ντεμπούτο του στον «Μέλανα Δρυμό», ούτε το κύκνειο άσμα του. Ήταν, όμως, ένα καθαρό early eighties LP, που είχε να πει κάποια πράγματα. Μπορεί ο ήχος να είναι αρκούντως «στρογγυλός», όμως έχει τις… ευαισθησίες του. Υπάρχει δηλαδή το funk, αλλά, παραλλήλως, υπάρχει και η romance, όπως και το smooth στοιχείο, όλα καλοβαλμένα και ισορροπημένα, τη βοηθεία οκτώ ακόμη μουσικών που χειρίζονται βιόλα, τσέλο, δύο βιολιά, congas-bongos και όλα τα υπόλοιπα βασικά. Το “Eye of the Beholder” μετράει πιο πολύ συνθετικώς, γιατί στο επίπεδο της παραγωγής προβληματίζει…
Από τους τελευταίους «ήρωες» της MPS, ο πιανίστας Stu Goldberg (συνεργάτης του Mouzon, υπενθυμίζω) κάνει κι αυτός ένα ακόμη άλμπουμ για τη γερμανική εταιρία, το 1982. Το “Eye of the Beholder” [MPS, 1982/ Promising Music, 2009] δεν ήταν το ντεμπούτο του στον «Μέλανα Δρυμό», ούτε το κύκνειο άσμα του. Ήταν, όμως, ένα καθαρό early eighties LP, που είχε να πει κάποια πράγματα. Μπορεί ο ήχος να είναι αρκούντως «στρογγυλός», όμως έχει τις… ευαισθησίες του. Υπάρχει δηλαδή το funk, αλλά, παραλλήλως, υπάρχει και η romance, όπως και το smooth στοιχείο, όλα καλοβαλμένα και ισορροπημένα, τη βοηθεία οκτώ ακόμη μουσικών που χειρίζονται βιόλα, τσέλο, δύο βιολιά, congas-bongos και όλα τα υπόλοιπα βασικά. Το “Eye of the Beholder” μετράει πιο πολύ συνθετικώς, γιατί στο επίπεδο της παραγωγής προβληματίζει…
Ωραίο το "Reflections", μυστήριο αλμπουμ. Απ' τον Duke έχω το φωτεινό "Brazilian Love Affair" κι ένα live με τον Billy Cobham. Τον Mariano τον εκτιμώ βαθύτατα, το συγκεκριμένο δεν το έχω ακούσει. Τον Mouzon τον είχαμε δει live (νομίζω στο Sunny? ή αλλού), είναι του πολύ entertaintment αλλά εμένα δεν με χαλάει.
ΑπάντησηΔιαγραφήκώστας παπ.
Νομίζω πως ο Mouzon ήταν στη Σάνη πριν από 4-5 χρόνια. Λογικώς, πρέπει να είχε έρθει και παλαιότερα... Ξέρεις, πολλοί τζαζόφιλοι τον απέρριψαν, επειδή στράφηκε προς το funky, παίζοντας σε γκρουπ με σύνθια και τέτοια. Πιο μετά έδωσε και «πατάτες» – όχι χειρότερες από του Wayne Shorter –, αλλά το “Virtue” έχει και δυνατές στιγμές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Mouzon έκανε πολλά. Αυτό το ξενερουά "alone in paris" που έπαιζε πιάνο (δεν ξέρω από πιο άλμπουμ) έγινε μεγάλη επιτυχία και το παιζαν εδώ πολύ τα ραδιόφωνα ίσως τον έριξε πολύ στα μάτια των τζαζόφιλων. Εμένα το φανκ μ' αρέσει σε όλες τις εκφάσεις του. Μου κάνει εντύπωση πως 1 χρόνο πριν το Virtue είχε κάνει ένα άλμπουμ τρίο με τον γερμανό τρομπονίστα Mangelsdorf και τον Pastorious. Απ' όλα ο τύπος.
ΑπάντησηΔιαγραφήκώστας παπ.
Γινόταν μάχη με το “Alone in Paris” στα τέλη του ’80. Η pop-jazz στα καλύτερά της… Τότε δεν το γούσταρα ούτε ’γω (ούτε τώρα, πιθανώς), αλλά το ακούω και σε σχέση με ό,τι ανάλογο βγήκε στην πορεία. Από κάτι τέτοια κομμάτια πήραν το τόπι τα σημερινά φιντάνια, βάζοντας στο γύψο το light αίσθημα. Xίλιες φορές Mouzon, παρά Diana Krall – για να το πω κάπως καθαρά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα συμφωνήσω. Το παιζε τόσο πολύ στο ράδιο τότε μέχρι και σέ αθλητικές εκπομπές ανάμεσα στα βρισίδια των οπαδών για τον ΠΑΟΚ. Και στο live μας το παιξε σαν απ' τις μεγαλύτερες επιτυχίες του μην ξεχνώντας φυσικά να τονίσει κι αυτός με τη σειρά του ότι συνεργάστηκε με τον Miles.
ΑπάντησηΔιαγραφήκώστας παπ.
Γεια χαρα.Και μόνο για το πρώτο weather report είναι μεγαλος.Επισης ποτε δεν καταλαβα τους Jazz πιουριστες.Γουσταρω και free jazz γουσταρω και φανκιες γουσταρω και καρεκλαδικα και συνθια.Δεν μπορώ και κυρίως δεν θέλω να ακούω όλη την ώρα Ornette,πως να το κάνουμε δηλαδη?Και δεν θεωρώ κατ'αναγκην κακό που το funk και τα rare grooves ακούγονται παντού,όπως θεωρούν κάποιοι σκληροπυρηνικοί φίλοι.Θοδωρης
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστά. Η μουσική είναι μία. Ή μάλλον… δύο. Η καλή και η κακή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια το αρχείο... Η Promising Music που επιμελείτε τις επανεκδόσεις της MPS, προσφάτως κυκλοφόρησε και το "Jazz meets India" της Irene SCHWEIZER, στο οποίο πλην άλλων τη συνοδεύουν οι Mani Neumeier & Uli Trepte, μετέπειτα GURU GURU. Πολύ ενδιαφέρον, αν και κάπως άνισο album.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα.
--
spacefreak
To πήρα πριν κανένα δεκαήμερο(αυτο και το Haiku του Don Ellis που βγήκε κι αυτό τώρα) και μου άρεσε πολύ .Στο Σαξόφωνο ειναι άλλωστε ο Barney Wilen που αναφέρεται στην πιο πάνω ανάρτηση(Dear Prof. Leary)Ενώ και ο Neumeier παιζει και στο Free Action του Dauner(To αναφέρει κι ο Φώντας πιο πάνω).
ΑπάντησηΔιαγραφήΘοδωρής
Για το “Jazz Meets India” είχα γράψει στο δισκορυχείον του τεύχους 115 (10/2002). Το είχα βρει σε βινύλιο στο Μοναστηράκι προς τα τέλη των 90s. Από τα ωραιότερα – αν όχι το ωραιότερο – indo-jazz άλμπουμ. Και το λέω έχοντας ακούσει το “Indo-Jazz Suite” των Joe Harriott-John Mayer, το “Jazz Raga” του Gabor Szabo και άλλα διάφορα…
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκούσε κανείς το διπλό "Miles from India" (εγώ όχι ακόμα)? Παίζουν διάφοροι απ' την "ηλεκτρική" περίοδο του Miles.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚώστας Παπ.
Δεν το ήξερα. Το έψαξα λίγο σε πληροφοριακό επίπεδο. Ενδιαφέρον φαίνεται.
ΑπάντησηΔιαγραφήWeather Report
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Λουκία (που δεν την λεν Λουκία) φόρεσε ένα αιθέριο, ρομαντικό φόρεμα της συνονόματης Λουκίας και πήγε στο μπαρ της Ρατκας MONTPARNASSE της Χάρητος, οπού σέρβιρε ακόμη η Ζυρανα πριν γίνει 33 και εκδώσει την “Περσινή αρραβωνιαστικιά”.
Ήταν αργά και ήταν γεμάτο. Στην μικρή μπάρα έπινε το scotch του ο υφυπουργός Τσαλδάρης μετέπειτα Πρόεδρος τη Βουλής( κλασσικός εγγλεζος με τα μαύρα του γυαλιά και την κλειστή ομπρέλα) ενώ χαριεντίζονταν με την ιδιοκτήτρια.
Δοκίμασε στο “Απέναντι” της Ράτσας στην οδό Χάρητος ( όσοι δεν έβρισκαν θέση εκεί, πήγαιναν … απέναντι! ), άλλα και αυτό γεμάτο.
Τι λούκι σκέφτηκε, άσε που περνώ μεγάλο λούκι χάλασε και ο αρρεβώνας με τον Αλκιβιάδη….
Σιγά μην καθόταν μαζί μου. Αυτός έχει πάει με την μίση Αθήνα και να μην χαλάσει, χαλασμένη σχέση εξ αρχής θα ήταν.
Τα ποδιά της την έσυραν τελικά στο “Λούκι” του Αλέξη Γκόλφι, γνωστός στο ευρύ τηλεοπτικό κοινό από το ρόλο του Μανωλιού στη σειρά “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ήταν το εμβληματικό μπαρ στην οδό Χάρητος, με το “Σκεπτόμενο” του Ροντέν φωτισμένο στην είσοδο. Υπόγειο μπαρ 2 επιπέδων. Ένα στέκι συνυφασμένο με καλά και κακά νέα και καταστάσεις όπως όλα τα πράγματα στη ζωή.
Όταν κατέβηκε την σκάλα έπαιξε το δίσκο Heavy Weather, του άγνωστου -σε πολλούς- jazz-rock group Weather Report.
Το παιχνιδιάρικα αρχικά jazz standard (”Birdland” του Zawinul) και το δεύτερο νοσταλγικό θέμα “A Remark You Made” Zawinul την ηρέμησαν, ενώ στην συνέχεια το “Teen Town” του Pastorius και το “Harlequin” του Shorter την ταξίδεψαν αλλού.
https://www.youtube.com/watch?v=jp-cwoZWoGA
Τότε ήταν που γνώρισε τον Χρήστο…..
[.......]
23 Μαρτίου 2009
Στην συναυλία του Wayne Shorter Quartet στο Μέγαρο Μουσικής, πήγαν με τον Χρηστό και την κόρη τους που σ’ εκείνη την φάση άκουγε ακόμη κάτι εκνευριστικά τραγούδια της πρώτης δεκαετίας των 00’s όπως Eminem, Black Eyed Peas, T.I., 50 Cent, Kanye West, …, Jay-Z, Avril Lavigne.
Ευτυχώς οι γονείς της την έπεισαν να ακούει Franz Ferdinand , The Killers , Coldplay, άλλα δύσκολα άκουγε Diana Krall και Norah Jones,….
Τι συναυλία .. με Brian Blade στα τύμπανα, ο John Patitucci στο μπάσο και ο Danilo Perez στο πιάνο. Ήταν μια συναυλία όνειρο… η σύγχρονη jazz όπως την βλέπει ο θρύλος Wayne Shorter. Έπαιξαν δικές του συνθέσεις, σύγχρονη jazz, άλλα και διασκευές των jazz standards. Έχουν τόσο πολύ προσωπικό, χαραγμένο ήχο και τόσο ωραίο παίξιμο… ήταν μαγικά!
Η Λουκία (που δεν την λεν Λουκία) φορούσε εκείνο το αιθέριο, ρομαντικό φόρεμα της συνονόματης Λουκίας όταν πρωτογνώρισε τον Χρηστό στο Λούκι, ενώ - σε γενικές γραμμές κατάφεραν να βγουν και οι δυο τους από το λούκι. Ευτυχώς δεν είχε παχύνει πολύ και το φόρεμα ήταν φαρδύ.