Το έχω ξαναγράψει. Λίστες με τα γενικώς «καλύτερα» δεν κάνω. Αν και άκουσα μερικές εκατοντάδες δίσκους μέσα στο ’10 (εννοώ καινούριες παραγωγές)… άφησα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες απ’ έξω. Δεν γίνεται να μιλάμε για τα «καλύτερα», όταν αγνοούμε το 99% της παγκόσμιας παραγωγής. Ούτε είναι επιτρεπτό να διαλέγουμε από λίστες (όποιοι το κάνουν), που έχουν ετοιμάσει άλλοι πριν από ’μας. Ο λίστας, του λίσταντος… Βεβαίως, μέσα στο «δισκορυχείον» υπάρχουν μερικοί σημαντικοί (κατ’ εμέ) δίσκοι της χρονιάς που φεύγει (άλλοι υπήρχαν-υπάρχουν και στο "album of the week"), αλλά από ’κει και πέρα… αφήνω το κεφάλαιο άγραφο.
Απεναντίας για την ελληνική παραγωγή έχω μια πιο σφαιρική εικόνα, άρα και γνώμη. Δε λέω πως άκουσα τα πάντα. Λέω πως άκουσα αρκετά. Ακόμη κι απ’ αυτά, που δεν είναι εύκολο να βρεθούν στην τοπική αγορά, επειδή κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό. Άρα, δεν μιλάμε ακριβώς για ελληνικές παραγωγές, αλλά για δίσκους στους οποίους έλληνες μουσικοί είχαν τον πρώτο λόγο.
Τα παρακάτω 29 άλμπουμ (τόσα βγήκαν) είναι γραμμένα με τα στοιχεία που υπάρχουν στα εξώφυλλα και παρατίθενται κατ' αλφαβητική σειρά. Αφορούν δε σε μιαν ευρύτατη γκάμα. Από... απλά-κατανοητά με (πολύ ενδιαφέροντα) τραγούδια, μέχρι «ακραίες» improv καταστάσεις. Για τα μισά περίπου υπάρχουν, ήδη, κείμενα στο «δισκορυχείον», για τα υπόλοιπα θα γραφούν στο μέλλον.
Α, και κάτι άλλο. Η λίστα δεν είναι «λίστα αγοράς», ασχέτως αν μπορεί να λειτουργήσει κι έτσι. Δε σημαίνει, δηλαδή, πως κάποιος θα πρέπει ν' αγοράσει όλα αυτά τα CD, για να αντιληφθεί προς τα που κυλάει το πράγμα. Εγώ, συμπεριέλαβα ό,τι άκουσα και μου έκανε κάποιαν εντύπωση (μικρή ή μεγάλη), ποντάροντας, όπως πάντα, στην... ασυμβατότητα. Τι σχέση, άλλωστε, μπορεί να έχει ο δίσκος του Σταυριανού μ' εκείνον των Cranc; Καμμίαν απολύτως.
1. ABBIE GALE: No Inspiration (Inner Ear)
2. TAKIS BARBERIS, PETROLOUKAS CHALKIAS: In Parallel (El Capitan)
3. THE BOY: Κουστουμάκι (Inner Ear)
4. B-SIDES: Story Without End (B-Otherside)
5. BURGUNDY GRAPES: Man In the Lighthouse (Inner Ear)
6. ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ: Άφοβοι-Έφηβοι (Largo/ Soundforge)
7. CICCADA: A Child In the Mirror (IT. Altrock)
8. CRANC: Copper Fields (absurd)
9. DR. ALBERT FLIPOUT’S ONE CAN BAND: Can’t find my pills (Spinalonga)
10. ELECTRIC LITANY: How To Be A Child & Win the War (Inner Ear)
11. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ: Όμορφοι & Ηττημένοι (Μικρός Ήρως)
12. MARIETTA FAFOUTI: Try a Little Romance (Inner Ear)
13. FILM feat. HILDUR KRISTIN: Harmur fuglsins (Inner Ear)
14. ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ: Ρουσίλβο (zen einai productions/ Πανοπτικόν)
15. KERKVILLE: Days (Triple Bath)
16. MARIA AND THE PHOTO FRAME: S/T (Lyra)
17. MODE PLAGAL: Στην Κοιλιά του Κήτους (Lyra)
18. MODREC: Mascaraddiction (Inner Ear)
19. PAVLOS MICHAILIDIS “PAULUS” QUINTET: Απλωμένος Χάρτης (Dissonance)
20. NΟ MAN’S LAND: The Drowning Desert (Anazitisi)
21. OUTWARD BOUND: The Path (UK. SLAM Productions)
22. ΜΠΑΜΠΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Απ’ τη σπηλιά του Δράκου (Puzzlemusik)
23. Q ORCHESTRA: Journey Through Sounds (UK. Freestyle)
24. SMALL BLUES TRAP: Red Snakes & Cave Bats (Shelter Home Studio)
25. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ: Κι η Κολοκύθα Έγινε Πάλι Άμαξα (Legend)
26. THE SWING SHOES: Ladies & Gents, Here’s The Swing Shoes (Prominence)
27. ΝΙΚΟΣ ΧΑΛΒΑΤΖΗΣ: Γκόλεμ # (Lyra)
28. YEDEN: Yeden (nomeolvides-co)
…ένα άλμπουμ εκτός σειράς, επειδή περιέχει παλαιές ηχογραφήσεις, αλλά κόπηκε το ’10…
29. ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΜΑΤΣΙΟΥΛΗΣ: Σαν τον Άνεμο (B-Otherside)
...και το ωραιότερο τραγούδι (τονίζω τη λέξη «ωραιότερο»), που άκουσα αυτόν το χρόνο…
«Άγγελοι μ’ ένα φτερό» σε μουσική και στίχους Κώστα Λειβαδά από το CD «Κρατήσου Απ’ τη Στάχτη» [Legend]. Τραγουδά ο Γιώργος Ρωμανός.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
jazz παραγωγές εν όψει…
Σχόλια για μερικές jazz εκδόσεις του τελευταίου καιρού, ανάμεσα στις οποίες φέγγει το άλμπουμ του Mark Lomax Trio· ένα από τα «καλύτερα» της χρονιάς που φεύγει.
AMINA FIGAROVA: Sketches (Munich)
Η Amina Figarova είναι πιανίστα, γεννημένη στο Μπακού, την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Έχει ακούσει, δηλαδή, στα νειάτα της τον γίγαντα της… σοβιετικής jazz Vagif Mustafa-Zade και φυσικά την κόρη του, την Aziza Mustafa Zadeh, με την οποία θα μπορούσε να ήταν συνομήλικη (αν κρίνω από τις φωτογραφίες). Η Figarova σπούδασε στο Μπακού, ηχογράφησε ρεπερτόριο Ραχαμάνινοβ και Σκριάμπιν, ασχολήθηκε με την εθνική μουσική της πατρίδας της (όπως ο Vagif και η Aziza) και κάποια στιγμή, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, βγήκε από τη χώρα της (που ακόμη δεν ήταν χώρα), για να συνεχίσει τις σπουδές της στο Berklee College of Music. Μελέτησε, ως πιανίστα, τον Thelonious Monk, μπήκε στις jazz ηχογραφήσεις από το 1994 (έχει γράψει καμμιά 12αριά CD), έπαιξε σε δεκάδες φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ενώ, τελευταίως, ασχολήθηκε και με τη σεφαραδίτικη παράδοση, μέσω του project Tehora. Το “Sketches” είναι το πιο πρόσφατο άλμπουμ της, τής ιδίας και του κουιντέτου που τη συνοδεύει (Ernie Hammes τρομπέτα, φλούγκελχορν, Marc Mommaas τενόρο, Bart Platteau φλάουτα, Jeroen Vierdag μπάσο, Chris “Buckshot” Strik ντραμς) κι εκείνο που παγιώνει, πιθανώς (το λέω, γιατί δεν έχω ακούσει άλλη της δουλειά) το συνθετικό της βάρος/βάθος. Η Figarova είναι βασικά συνθέτις. Ό,τι ακούγεται στο “Sketches” (ένα άλμπουμ που διαρκεί σχεδόν 80 λεπτά) είναι δικό της. Τα κομμάτια της τα διακρίνει μία moody, γενικώς, διάθεση, είναι καλογραμμένα και ολοκληρωμένα, ενώ βρίθουν μελωδικών στοιχείων της Ανατολής (ωραία ενταγμένων στο γενικότερο σύνολο). Απολύτως χαρακτηριστικό αυτής της «φάσης» είναι το φερώνυμο, πεντάλεπτο σχεδόν, “Sketches”, αλλά και το 6λεπτο “Flight Νο”, την ώρα κατά την οποίαν άλλες συνθέσεις της εμφανίζουν fusion ή funk στοιχεία (“Happy hour”), ενώ άλλες κινούνται προς το (παθιασμένο) mainstream. Αν κάτι βγαίνει πάνω από τις δημιουργίες της Figarova, τούτο είναι η αφηγηματικότητά τους (μιλάμε, δηλαδή, γία μία καθαρώς εικονοπλαστική μουσική) και η… ελκυστική τους διάσταση-ανάπτυξη. Πράγμα που σημαίνει πως ο ρόλος της συνθέτιδος είναι εκείνος που ταιριάζει πιο πολύ στην κυρία από το Αζερμπαϊτζάν.
Επαφή: www.aminafigarova.com
DARRELL KATZ & THE JAZZ COMPOSERS ALLIANCE ORCHESTRA: A Wallflower in the Amazon (Accurate)
Η Jazz Composers Alliance Orchestra (JCAO) δεν είναι νεοφερμένη ορχήστρα. Περιφέρεται περί την ανατολική μεριά των ΗΠΑ από 25ετίας, έχοντας στο παλμαρέ της συνεργασίες με τους Julius Hemphill, Sam Rivers και Oliver Lake. Ο Darrell Katz είναι από ’κείνα τα χρόνια ενορχηστρωτής, διευθυντής και παραγωγός της, κατορθώνοντας, απ’ ό,τι φαίνεται και στο παρόν “Wallflower in the Amazon”, να συντηρήσει μία υπερ-εικοσαμελή ομάδα, η οποία περιλαμβάνει όλα τα… κλασικά όργανα, και ακόμη τούμπα, βιμπράφωνο, ηλεκτρικές κιθάρες, hammond, μαρίμπα και ακόμη φωνή (Rebecca Shrimpton, Mike Finnigan). Τα μέλη της δεν είναι «τυχαίοι» μουσικοί (κανείς δεν είναι τυχαίος δηλαδή), αλλά ορισμένα έχουν πιο φανερή ιστορία και πορεία (ο αλτίστας Jim Hobbs προέρχεται από το Fully Celebrated Trio, ο reedman Phil Scarf από το indo-jazz quintet Natraj κ.λπ., κ.λπ.). Το αποτέλεσμα όλης αυτής της… διαπλοκής είναι αναμφισβήτητα εντυπωσιακό. Η ορχήστρα τα δίνει όλα, βρίσκεται σε οργιαστική «ισορροπία» (η εγγραφή συνέβη στην Allston της Μασαχουσέτης, το διήμερο 21-22/3/2009) και κομμάτια όπως το περισσότερο… pop, 14λεπτο “Hoochie coochie man/ All bark and no bite” αποδεικνύουν το προφανές. Πόσο δηλαδή ένα πολύ-αγαπημένο θέμα, που δεν είναι jazz, μπορεί να «διαστρεβλωθεί», χωρίς να χάσει τίποτα από τη δύναμή του, όταν το περιλαβαίνουν μουσικοί με δυνατότητες και έμπνευση. Με, κατά βάση, πρωτότυπο υλικό (υπάρχουν και ολίγες versions, ένας Ellington, ένας Big Maceo Merriweather…) η JCAO παραδίδει ένα CD μέσω του οποίου το κλασικό swing, η διαχρονική αμερικανική pop, οι ανατροπές των sixties (avant, free), το blues και το rock συνυπάρχουν μ’ έναν τρόπο από τον οποίον δεν απολείπει η «επιστημοσύνη» και το συναίσθημα. Απεναντίας, αμφότερα, πιάνουν «κόκκινο».
Επαφή: www.accuraterecords.com THE MARK LOMAX TRIO with EDWIN BAYARD and DEAN HULETT: The State of Black America (Inarhyme)
Το πνεύμα και η ηθική της δεκαετίας του ’60, παραμένουν, πάντα, ζωντανά, στην Αμερική. Στην τζαζ πλευρά της Αμερικής, εννοώ. Σ’ εκείνη, δηλαδή, που ακολουθεί πιστά τα διδάγματα των σκαπανέων της εποχής, αρνούμενη να υποταχθεί στις… αναθεωρημένες τακτικές (και πρακτικές), που θέλουν τη σύγχρονη jazz, κομμάτι της pop μούζικας. Τι πράττει, λοιπόν, το Mark Lomax Trio (Mark Lomax ντραμς, Edwin Bayard τενόρο, Den Hulett μπάσο – μαύροι και οι τρεις) στο “The State of Black America”; Τίποτα περισσότερο ή λιγότερο (εξαρτάται πώς το βλέπει ο καθείς) από μία αναπροσαρμογή των ήχων και του διακεκαυμένου πάθους των fifties και ιδίως των sixties στο τώρα, μέσα από τη μελέτη και την κατανυκτική αγκίστρωση στις μουσικές των Sonny Rollins, Ornette Coleman, Max Roach και Charles Mingus (όπως αναφέρει ο ίδιος ο Lomax). Κι ήταν αυτή η αιτία – όπως, πάντα, ο ίδιος λέει – που τον οδήγησε να επανα-φορμάρει ένα trio (το πρώτο του ήταν οι Blacklist, πίσω στο ’98), προκειμένου να αντιπαραταχθεί με τις μουσικές του στον αισθητισμό και τη χαμηλή εκτίμηση, που εξακολουθεί να έχουν οι αφροαμερικανικές τέχνες και παραδόσεις στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Το αποτέλεσμα δεν θ’ αφορούσε μόνον τις μουσικές επιλογές του Lomax, αλλά και τις ευρύτερες «μορφωτικές» με το εμπεριστατωμένο άκουσμα blues, jazz, spirituals και gospel, αλλά και την ανάγνωση βιβλίων όπως τα “The Black Composer Speaks” [Scarecrow Press, 1978] των David N. Baker, Lida M. Belt, Herman C. Hudson και “Musical Landscapes In Color: Conversations with Black American Composers” [Scarecrow Press, 2003] του William C. Banfield (τούτα σημειώνει ο ίδιος στο ένθετο). «Ωραία, λοιπόν, με τα διαβάσματα…», θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος (αφού μιλάμε για μουσικούς και για CD) «…αλλά με τις μουσικές τι γίνεται, γιατί αυτό, εδώ, μάς ενδιαφέρει». Σωστά. Λέω λοιπόν πως οι συνθέσεις, όπως και αυτοσχεδιασμοί, είναι εντυπωσιακώς περιπετειώδεις, πάντα πλησίον του «πνευματικού» οπλοστασίου των sixties, με φοβερά «πνιχτά» παιξίματα στο τενόρο από τον Bayard, απίθανα soli από τον Hulett στο μπάσο, καταπληκτικό χειρισμό των ντραμς, με συνεχή ρολαρίσματα και πολυρυθμικές πρακτικές από τον Lomax, και βεβαίως με την συμμετοχή και των τριών στην οικοδόμηση ενός ήχου, που όλο και σπανιότερα τον ακούς πια στις σύγχρονες παραγωγές.
Σε τριάντα χρόνια τέτοια άλμπουμ θα αναζητά η Soul Jazz, για την περιγραφή τού jazz underground της εποχής μας… Επαφή: www.inarhymerecords.com
BENNY SHARONI: Eternal Elixir (Papaya)
Όχι συνηθισμένη η περίπτωση του τενορίστα Benny Sharoni. Γεννημένος στο Ισραήλ, κοντά στη Λωρίδα της Γάζας, από μητέρα Χιλιανή και πατέρα από την Υεμένη, ο Sharoni θα βρεθεί ν’ ανακαλύπτει την jazz, αλλά και την ευρύτερη pop στα χρόνια του λιβανο-ισραηλινού πολέμου το καλοκαίρι του 1982, καταταγμένος ων στον ισραηλινό στρατό. Ο Sonny Rollins και οι Steely Dan, όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, του κρατούσαν συντροφιά στα διαλλείματα των μαχών, θεραπεύοντάς τον από τις επιχειρησιακές αθλιότητες. Το 1986 και μετά από τις τραυματικές εμπειρίες του πολέμου, ο Sharoni θα βρεθεί στη Βοστώνη, όπου και θα σπουδάσει στο Berklee, παίρνοντας συγχρόνως ιδιωτικά μαθήματα από τους Jerry Bergonzi και George Garzone. Παραλλήλως, άρχιζε να μοντάρει τις δικές του μπάντες και να εμφανίζεται με τους Joshua Redman, Danilo Perez, Kenny Garrett και Larry Coryell, παρουσιάζοντας τη δουλειά του στη Βοστώνη, στη Νέα Υόρκη, το Τελ Αβίβ, την Ιερουσαλήμ, αλλά και στην Ευρώπη. Το “Eternal Elixir” είναι το ντεμπούτο CD του, ως leader, κι εκείνο που παρέχει όλα τα στοιχεία για μια καλή γνωριμία με την περίπτωσή του.
Ο ζεστός, οικείος, πλούσιος ήχος του Sharoni έρχεται κατ’ ευθείαν από την hard bop era (χονδρικώς από τη δεκαετία 1954-1964, με το κέντρο βάρους να πέφτει στα early sixties). Τούτο, δεν αποδεικνύεται μόνον από τα δύο κομμάτια του Donald Byrd που ερμηνεύει, το “French spice” και το “Pentecostal feelin’” (παρμένα από το άλμπουμ “Free Form” της Blue Note, το 1961), αλλά και από τον ήχο του σαξοφώνου του (τόσο κοντά στον Wayne Shorter). Αλλά και η version στο “The thing to do”, από τον φερώνυμο δίσκο του Blue Mitchell, επίσης στην Blue Note (1964), φανερώνει την αμόλυντη αγάπη του Sharoni για το bop και βεβαίως τις στιβαρές μελωδίες. Από τα υπόλοιπα κομμάτια θα έλεγα πως ξεχωρίζουν οι εκδοχές του στο “Sunny” του Bobby Hebb (είπαμε, «καθαρή» soul-jazz), όπως και στο “Estate” του Bruno Martino (ο ιταλός συνθέτης του φοβερού “Dracula cha cha cha”, που είχε αναδείξει και ο Bob Azzam εκεί στις αρχές του ’60), δίχως να παραλείπουμε τις δικές του συνθέσεις, όπως την αεικίνητη “Senor Papaya”, που κλείνει το άλμπουμ. Τον Benny Sharoni συνοδεύουν οι: Barry Ries τρομπέτα, Joe Barbato, Kyle Aho πιάνο, Mike Mele κιθάρα, Τodd Baker μπάσο και Steve Langone ντραμς. Επαφή: www.bennysharoni.com
SARAH WILSON: Trapeze Project (Brass Tonic Records) Συνθέτις, τρομπετίστα, αλλά και τραγουδίστρια, η Sarah Wilson έχει μία καλλιτεχνική διαδρομή στο αμερικανικό jazz circuit, η οποία τής επιτρέπει να βλέπει εμπρός. Δε θέλω να πω πως πρόκειται σύντομα να διαπρέψει ως το «νέο μεγάλο όνομα» του χώρου (κανείς, από ’μας εδώ στη μακρινή Ελλάδα, δεν μπορεί να κάνει τέτοιες… κατασκευαστικές προβλέψεις), αλλά, απλώς, να σημειώσω τη σοβαρότητα με την οποίαν ενεργεί, όσον αφορά στις δισκογραφικές της καταθέσεις.
Το “Trapeze Project”, που φαίνεται να είναι το δεύτερο CD της (είχε προηγηθεί, το 2006, το “Music for an Imaginary Play”), δεν διατρανώνει μόνον την εγκατάσταση τής Wilson στα πατρογονικά εδάφη της Δυτικής Ακτής (μεγάλωσε στο Healdsburg της California, σπούδασε στο Berkeley, μετακινήθηκε στην Νέα Υόρκη το ’93, για να επιστρέψει στη δυτική μεριά, περί το 2005), σηματοδοτεί, κυρίως, το αισθητικό άνοιγμα της μουσικής της, που πλέον αγγίζει ευρύτατα pop πλαίσια.
Και για να μην παρεξηγηθώ. Δεν εννοούμε τον ηχητικό καμβά της, που παραμένει πάντα εντός της διαβρωτικής jazz θεωρίας, όσο κυρίως τις «αναφορές» της (είτε στο επίπεδο των ακουσμάτων, είτε σ’ εκείνο των συγκεκριμένων επιλογών), που προσδίδουν στο άλμπουμ της μία καλώς εννοούμενη παγκοσμιότητα. Ας πούμε, στο 7λεπτο “Fall has arrived” μοιάζει να αποδομεί έναν περσικό τραγούδι του Javad Badizadeh, στο εισαγωγικό “Blessing” δείχνει να την απασχολεί μία jazzy μετατροπή της americana, ενώ με την επιλογή της και μόνο να διασκευάσει το “Love will tear us apart” των Joy Division φανερώνει, απλώς, ότι δε «μασάει». (Και πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, όταν δίπλα της στέκονται μουσικάρες, όπως οι Myra Melford πιάνο, Ben Goldberg κλαρινέτο, Jerome Harris μπάσο και Scott Amendola ντραμς). Μα και στις κάπως περισσότερο pop στιγμές αν θελήσεις να μείνεις, τα τραγούδια της “Melancholy for place” και “From the river”, έχουν (κι αυτά) εντός τους εκείνη την τζαζική ευγένεια, που τ’ ανεβάζει αυτομάτως ένα σκαλί· ακόμη και από την ελαφρώς μαζική «ποπίλα». Τέλος, και σε σχέση με το συνθετικό-διευθυντικό τάλαντο της Wilson, αρκεί μία ακρόαση του “At Zebulon” (άξιο σόλο στο κλαρίνο από τον Ben Goldberg), προκειμένου να διαπιστωθεί πώς ακριβώς μοιράζεται το παιγνίδι και με ποιον τρόπο περιζώνεται μία όψη δημιουργικής μουσικής. Επαφή: www.sarahwilsonmusic.com
TOMAS JANZON: Experiences (Changes Music)
Σουηδός κιθαριστής της jazz, ο Τοmas Janzon κάνει ένα άλμπουμ-update στην πολύχρονη ιστορία της αγαπημένης του μουσικής, ξεκινώντας από παλιά, πολύ παλιά (από το bop των forties δηλαδή) και φθάνοντας μέχρι το τώρα· αν υποτεθεί (κι έτσι είναι) πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα απολύτως σύγχρονο γκρουπ, που παίζει, δημιουργεί και αναδημιουργεί στις μέρες μας. Οι Tomas Janzon κιθάρα, Art Hillery όργανο, πιάνο, Jeff Littleton μπάσο και Albert “Tootie” Heath ντραμς ανατραφοδοτούν μια παράδοση μισού αιώνα (και βάλε) με απολύτως ώριμο και groovy τρόπο, λέγοντας τη… γνώμη τους για το “Billie’s bounce” του Charlie Parker, το “Theme from Mr. Broadway” του Dave Brubeck, το “Moanin’” του Bobby Timmons... Δεν μένουν, όμως, μόνον εκεί. Στο “En dejlig rosa” δεν κάνουν τίποτ’ άλλο (δεν κάνει τίποτ’ άλλο ο Janzon δηλαδή) από το να μεταφέρει στο σήμερα μία θρυλική σουηδική συνεργασία από τα mid sixties (1964), εκείνη των Bill Evans και Monica Zetterlund δηλαδή, μέσω του παραδοσιακού “Jag vet en deljig rosa” (είναι πάντα εντυπωσιακό), την ώρα κατά την οποίαν τα “Full house” (Wes Montgomery) και “Messin’ around” (Jimmy Smith) φαίνεται να κερδίζουν ένα acid στοίχημα. Ποιο στοίχημα; Εκείνου ενός αυθόρμητου, «φιλικού» άλμπουμ, από το οποίο ποτέ δεν απουσιάζει το προσωπικό στοιχείο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις, απολύτως ενταγμένες στο συνολικότερο «σώμα» του “Experiences”, συνθέσεις του Janzon, την “Float” και την “Blue bee”... Επαφή: www.tomasjanzon.com
ALEXANDER McCABE: Quiz (Consolidated Artists Productions)
Κάποιοι – εγώ πάντως όχι – μπορεί να θυμούνται τον αλτίστα Alexander McCabe ως μέλος των Mephiskapheles, μίας σχετικώς φημισμένης ska μπάντας, η οποία διέπρεψε στα νεοϋορκέζικα nineties. Με την είσοδο των 00s και με την παράλληλη «διάλυση» του γκρουπ, ο McCabe επιστρέφει στην πρώτη του αγάπη, την jazz, ξεκινώντας συν τω χρόνω μια προσωπική καριέρα, η οποία φθάνει στο σήμερα, και το “Quiz” (τρίτο προσωπικό του άλμπουμ ως leader). Έχοντας στο σχήμα του τέσσερις δυνατούς μουσικούς, τον Uri Caine πιάνο, τον Ugonna Okegwo μπάσο και δύο ντράμερ (δεν παίζουν ταυτοχρόνως) τον Greg Hutchinson και τον Rudy Royston, o McCabe απλώνει μία σειρά προσωπικών συνθέσεων (συν δύο στάνταρντ), δίδοντας στίγμα ερμηνευτικό και συνθετικό. Μουσικός, που έχει ακούσει, μάθει και διδαχθεί την ιστορία της jazz, o βοστονέζος(;) αλτίστας ξεκινά ανασκαλεύοντας τα ιστορικά παιξίματα των Lester Young, Coleman Hawkins και Ben Webster, πριν οδηγηθεί μέσα από μία προσωπική διαδρομή στους μοντερνιστές της επόμενης γενιάς, τον John Coltrane, τον Jackie McLean, τον Eric Dolphy. Όλα αυτά, όλες αυτές οι αναφορές εννοώ, διακρίνονται στο άλμπουμ του· διακρίνεται δηλαδή η φλόγα, η διάθεση ενός ολοκληρωμένου παίκτη να προχωρήσει ό,τι του παραδόθηκε, οδεύοντας στους ίδιους δρόμους. Για παράδειγμα, στο 12λεπτο στάνταρντ “Good morning heartache”, το οποίο πρωτοτραγούδησε η Billie Holiday, φανερώνει πώς, με ποιον τρόπο ένα κλασικό τραγούδι μπορεί να μετατραπεί σε μία πλήρη σύνθεση, από την οποία ποτέ να μην απουσιάζουν οι εκπλήξεις (οι free παρεμβάσεις, τα pop/bossa μέρη). Στο δε δικό του “St. Pat”, πάλι, το άλτο φλερτάρει εκ νέου με το free παιγνίδι, το οποίον όμως στηρίζεται, εξ ολοκλήρου, πάνω σ’ ένα συγκοπτόμενο εμβατηριακό beat. Αλλά κι εκεί, όπου υποτίθεται πως έχουμε ένα κλασικό waltz, στο “Weezie’s waltz” αναφέρομαι, και πάλι το σύνηθες 3/4 περνάει και από «πεντάρι», προκειμένου η σύνθεση (και ως lead track) να καταδείξει τον ιδιοσυγκρασιακό τρόπο δράσης του McCabe σε ολόκληρο το άλμπουμ. Επαφή: www.amccabemusic.com
AMINA FIGAROVA: Sketches (Munich)
Η Amina Figarova είναι πιανίστα, γεννημένη στο Μπακού, την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Έχει ακούσει, δηλαδή, στα νειάτα της τον γίγαντα της… σοβιετικής jazz Vagif Mustafa-Zade και φυσικά την κόρη του, την Aziza Mustafa Zadeh, με την οποία θα μπορούσε να ήταν συνομήλικη (αν κρίνω από τις φωτογραφίες). Η Figarova σπούδασε στο Μπακού, ηχογράφησε ρεπερτόριο Ραχαμάνινοβ και Σκριάμπιν, ασχολήθηκε με την εθνική μουσική της πατρίδας της (όπως ο Vagif και η Aziza) και κάποια στιγμή, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, βγήκε από τη χώρα της (που ακόμη δεν ήταν χώρα), για να συνεχίσει τις σπουδές της στο Berklee College of Music. Μελέτησε, ως πιανίστα, τον Thelonious Monk, μπήκε στις jazz ηχογραφήσεις από το 1994 (έχει γράψει καμμιά 12αριά CD), έπαιξε σε δεκάδες φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ενώ, τελευταίως, ασχολήθηκε και με τη σεφαραδίτικη παράδοση, μέσω του project Tehora. Το “Sketches” είναι το πιο πρόσφατο άλμπουμ της, τής ιδίας και του κουιντέτου που τη συνοδεύει (Ernie Hammes τρομπέτα, φλούγκελχορν, Marc Mommaas τενόρο, Bart Platteau φλάουτα, Jeroen Vierdag μπάσο, Chris “Buckshot” Strik ντραμς) κι εκείνο που παγιώνει, πιθανώς (το λέω, γιατί δεν έχω ακούσει άλλη της δουλειά) το συνθετικό της βάρος/βάθος. Η Figarova είναι βασικά συνθέτις. Ό,τι ακούγεται στο “Sketches” (ένα άλμπουμ που διαρκεί σχεδόν 80 λεπτά) είναι δικό της. Τα κομμάτια της τα διακρίνει μία moody, γενικώς, διάθεση, είναι καλογραμμένα και ολοκληρωμένα, ενώ βρίθουν μελωδικών στοιχείων της Ανατολής (ωραία ενταγμένων στο γενικότερο σύνολο). Απολύτως χαρακτηριστικό αυτής της «φάσης» είναι το φερώνυμο, πεντάλεπτο σχεδόν, “Sketches”, αλλά και το 6λεπτο “Flight Νο”, την ώρα κατά την οποίαν άλλες συνθέσεις της εμφανίζουν fusion ή funk στοιχεία (“Happy hour”), ενώ άλλες κινούνται προς το (παθιασμένο) mainstream. Αν κάτι βγαίνει πάνω από τις δημιουργίες της Figarova, τούτο είναι η αφηγηματικότητά τους (μιλάμε, δηλαδή, γία μία καθαρώς εικονοπλαστική μουσική) και η… ελκυστική τους διάσταση-ανάπτυξη. Πράγμα που σημαίνει πως ο ρόλος της συνθέτιδος είναι εκείνος που ταιριάζει πιο πολύ στην κυρία από το Αζερμπαϊτζάν.
Επαφή: www.aminafigarova.com
DARRELL KATZ & THE JAZZ COMPOSERS ALLIANCE ORCHESTRA: A Wallflower in the Amazon (Accurate)
Η Jazz Composers Alliance Orchestra (JCAO) δεν είναι νεοφερμένη ορχήστρα. Περιφέρεται περί την ανατολική μεριά των ΗΠΑ από 25ετίας, έχοντας στο παλμαρέ της συνεργασίες με τους Julius Hemphill, Sam Rivers και Oliver Lake. Ο Darrell Katz είναι από ’κείνα τα χρόνια ενορχηστρωτής, διευθυντής και παραγωγός της, κατορθώνοντας, απ’ ό,τι φαίνεται και στο παρόν “Wallflower in the Amazon”, να συντηρήσει μία υπερ-εικοσαμελή ομάδα, η οποία περιλαμβάνει όλα τα… κλασικά όργανα, και ακόμη τούμπα, βιμπράφωνο, ηλεκτρικές κιθάρες, hammond, μαρίμπα και ακόμη φωνή (Rebecca Shrimpton, Mike Finnigan). Τα μέλη της δεν είναι «τυχαίοι» μουσικοί (κανείς δεν είναι τυχαίος δηλαδή), αλλά ορισμένα έχουν πιο φανερή ιστορία και πορεία (ο αλτίστας Jim Hobbs προέρχεται από το Fully Celebrated Trio, ο reedman Phil Scarf από το indo-jazz quintet Natraj κ.λπ., κ.λπ.). Το αποτέλεσμα όλης αυτής της… διαπλοκής είναι αναμφισβήτητα εντυπωσιακό. Η ορχήστρα τα δίνει όλα, βρίσκεται σε οργιαστική «ισορροπία» (η εγγραφή συνέβη στην Allston της Μασαχουσέτης, το διήμερο 21-22/3/2009) και κομμάτια όπως το περισσότερο… pop, 14λεπτο “Hoochie coochie man/ All bark and no bite” αποδεικνύουν το προφανές. Πόσο δηλαδή ένα πολύ-αγαπημένο θέμα, που δεν είναι jazz, μπορεί να «διαστρεβλωθεί», χωρίς να χάσει τίποτα από τη δύναμή του, όταν το περιλαβαίνουν μουσικοί με δυνατότητες και έμπνευση. Με, κατά βάση, πρωτότυπο υλικό (υπάρχουν και ολίγες versions, ένας Ellington, ένας Big Maceo Merriweather…) η JCAO παραδίδει ένα CD μέσω του οποίου το κλασικό swing, η διαχρονική αμερικανική pop, οι ανατροπές των sixties (avant, free), το blues και το rock συνυπάρχουν μ’ έναν τρόπο από τον οποίον δεν απολείπει η «επιστημοσύνη» και το συναίσθημα. Απεναντίας, αμφότερα, πιάνουν «κόκκινο».
Επαφή: www.accuraterecords.com THE MARK LOMAX TRIO with EDWIN BAYARD and DEAN HULETT: The State of Black America (Inarhyme)
Το πνεύμα και η ηθική της δεκαετίας του ’60, παραμένουν, πάντα, ζωντανά, στην Αμερική. Στην τζαζ πλευρά της Αμερικής, εννοώ. Σ’ εκείνη, δηλαδή, που ακολουθεί πιστά τα διδάγματα των σκαπανέων της εποχής, αρνούμενη να υποταχθεί στις… αναθεωρημένες τακτικές (και πρακτικές), που θέλουν τη σύγχρονη jazz, κομμάτι της pop μούζικας. Τι πράττει, λοιπόν, το Mark Lomax Trio (Mark Lomax ντραμς, Edwin Bayard τενόρο, Den Hulett μπάσο – μαύροι και οι τρεις) στο “The State of Black America”; Τίποτα περισσότερο ή λιγότερο (εξαρτάται πώς το βλέπει ο καθείς) από μία αναπροσαρμογή των ήχων και του διακεκαυμένου πάθους των fifties και ιδίως των sixties στο τώρα, μέσα από τη μελέτη και την κατανυκτική αγκίστρωση στις μουσικές των Sonny Rollins, Ornette Coleman, Max Roach και Charles Mingus (όπως αναφέρει ο ίδιος ο Lomax). Κι ήταν αυτή η αιτία – όπως, πάντα, ο ίδιος λέει – που τον οδήγησε να επανα-φορμάρει ένα trio (το πρώτο του ήταν οι Blacklist, πίσω στο ’98), προκειμένου να αντιπαραταχθεί με τις μουσικές του στον αισθητισμό και τη χαμηλή εκτίμηση, που εξακολουθεί να έχουν οι αφροαμερικανικές τέχνες και παραδόσεις στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Το αποτέλεσμα δεν θ’ αφορούσε μόνον τις μουσικές επιλογές του Lomax, αλλά και τις ευρύτερες «μορφωτικές» με το εμπεριστατωμένο άκουσμα blues, jazz, spirituals και gospel, αλλά και την ανάγνωση βιβλίων όπως τα “The Black Composer Speaks” [Scarecrow Press, 1978] των David N. Baker, Lida M. Belt, Herman C. Hudson και “Musical Landscapes In Color: Conversations with Black American Composers” [Scarecrow Press, 2003] του William C. Banfield (τούτα σημειώνει ο ίδιος στο ένθετο). «Ωραία, λοιπόν, με τα διαβάσματα…», θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος (αφού μιλάμε για μουσικούς και για CD) «…αλλά με τις μουσικές τι γίνεται, γιατί αυτό, εδώ, μάς ενδιαφέρει». Σωστά. Λέω λοιπόν πως οι συνθέσεις, όπως και αυτοσχεδιασμοί, είναι εντυπωσιακώς περιπετειώδεις, πάντα πλησίον του «πνευματικού» οπλοστασίου των sixties, με φοβερά «πνιχτά» παιξίματα στο τενόρο από τον Bayard, απίθανα soli από τον Hulett στο μπάσο, καταπληκτικό χειρισμό των ντραμς, με συνεχή ρολαρίσματα και πολυρυθμικές πρακτικές από τον Lomax, και βεβαίως με την συμμετοχή και των τριών στην οικοδόμηση ενός ήχου, που όλο και σπανιότερα τον ακούς πια στις σύγχρονες παραγωγές.
Σε τριάντα χρόνια τέτοια άλμπουμ θα αναζητά η Soul Jazz, για την περιγραφή τού jazz underground της εποχής μας… Επαφή: www.inarhymerecords.com
BENNY SHARONI: Eternal Elixir (Papaya)
Όχι συνηθισμένη η περίπτωση του τενορίστα Benny Sharoni. Γεννημένος στο Ισραήλ, κοντά στη Λωρίδα της Γάζας, από μητέρα Χιλιανή και πατέρα από την Υεμένη, ο Sharoni θα βρεθεί ν’ ανακαλύπτει την jazz, αλλά και την ευρύτερη pop στα χρόνια του λιβανο-ισραηλινού πολέμου το καλοκαίρι του 1982, καταταγμένος ων στον ισραηλινό στρατό. Ο Sonny Rollins και οι Steely Dan, όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, του κρατούσαν συντροφιά στα διαλλείματα των μαχών, θεραπεύοντάς τον από τις επιχειρησιακές αθλιότητες. Το 1986 και μετά από τις τραυματικές εμπειρίες του πολέμου, ο Sharoni θα βρεθεί στη Βοστώνη, όπου και θα σπουδάσει στο Berklee, παίρνοντας συγχρόνως ιδιωτικά μαθήματα από τους Jerry Bergonzi και George Garzone. Παραλλήλως, άρχιζε να μοντάρει τις δικές του μπάντες και να εμφανίζεται με τους Joshua Redman, Danilo Perez, Kenny Garrett και Larry Coryell, παρουσιάζοντας τη δουλειά του στη Βοστώνη, στη Νέα Υόρκη, το Τελ Αβίβ, την Ιερουσαλήμ, αλλά και στην Ευρώπη. Το “Eternal Elixir” είναι το ντεμπούτο CD του, ως leader, κι εκείνο που παρέχει όλα τα στοιχεία για μια καλή γνωριμία με την περίπτωσή του.
Ο ζεστός, οικείος, πλούσιος ήχος του Sharoni έρχεται κατ’ ευθείαν από την hard bop era (χονδρικώς από τη δεκαετία 1954-1964, με το κέντρο βάρους να πέφτει στα early sixties). Τούτο, δεν αποδεικνύεται μόνον από τα δύο κομμάτια του Donald Byrd που ερμηνεύει, το “French spice” και το “Pentecostal feelin’” (παρμένα από το άλμπουμ “Free Form” της Blue Note, το 1961), αλλά και από τον ήχο του σαξοφώνου του (τόσο κοντά στον Wayne Shorter). Αλλά και η version στο “The thing to do”, από τον φερώνυμο δίσκο του Blue Mitchell, επίσης στην Blue Note (1964), φανερώνει την αμόλυντη αγάπη του Sharoni για το bop και βεβαίως τις στιβαρές μελωδίες. Από τα υπόλοιπα κομμάτια θα έλεγα πως ξεχωρίζουν οι εκδοχές του στο “Sunny” του Bobby Hebb (είπαμε, «καθαρή» soul-jazz), όπως και στο “Estate” του Bruno Martino (ο ιταλός συνθέτης του φοβερού “Dracula cha cha cha”, που είχε αναδείξει και ο Bob Azzam εκεί στις αρχές του ’60), δίχως να παραλείπουμε τις δικές του συνθέσεις, όπως την αεικίνητη “Senor Papaya”, που κλείνει το άλμπουμ. Τον Benny Sharoni συνοδεύουν οι: Barry Ries τρομπέτα, Joe Barbato, Kyle Aho πιάνο, Mike Mele κιθάρα, Τodd Baker μπάσο και Steve Langone ντραμς. Επαφή: www.bennysharoni.com
SARAH WILSON: Trapeze Project (Brass Tonic Records) Συνθέτις, τρομπετίστα, αλλά και τραγουδίστρια, η Sarah Wilson έχει μία καλλιτεχνική διαδρομή στο αμερικανικό jazz circuit, η οποία τής επιτρέπει να βλέπει εμπρός. Δε θέλω να πω πως πρόκειται σύντομα να διαπρέψει ως το «νέο μεγάλο όνομα» του χώρου (κανείς, από ’μας εδώ στη μακρινή Ελλάδα, δεν μπορεί να κάνει τέτοιες… κατασκευαστικές προβλέψεις), αλλά, απλώς, να σημειώσω τη σοβαρότητα με την οποίαν ενεργεί, όσον αφορά στις δισκογραφικές της καταθέσεις.
Το “Trapeze Project”, που φαίνεται να είναι το δεύτερο CD της (είχε προηγηθεί, το 2006, το “Music for an Imaginary Play”), δεν διατρανώνει μόνον την εγκατάσταση τής Wilson στα πατρογονικά εδάφη της Δυτικής Ακτής (μεγάλωσε στο Healdsburg της California, σπούδασε στο Berkeley, μετακινήθηκε στην Νέα Υόρκη το ’93, για να επιστρέψει στη δυτική μεριά, περί το 2005), σηματοδοτεί, κυρίως, το αισθητικό άνοιγμα της μουσικής της, που πλέον αγγίζει ευρύτατα pop πλαίσια.
Και για να μην παρεξηγηθώ. Δεν εννοούμε τον ηχητικό καμβά της, που παραμένει πάντα εντός της διαβρωτικής jazz θεωρίας, όσο κυρίως τις «αναφορές» της (είτε στο επίπεδο των ακουσμάτων, είτε σ’ εκείνο των συγκεκριμένων επιλογών), που προσδίδουν στο άλμπουμ της μία καλώς εννοούμενη παγκοσμιότητα. Ας πούμε, στο 7λεπτο “Fall has arrived” μοιάζει να αποδομεί έναν περσικό τραγούδι του Javad Badizadeh, στο εισαγωγικό “Blessing” δείχνει να την απασχολεί μία jazzy μετατροπή της americana, ενώ με την επιλογή της και μόνο να διασκευάσει το “Love will tear us apart” των Joy Division φανερώνει, απλώς, ότι δε «μασάει». (Και πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, όταν δίπλα της στέκονται μουσικάρες, όπως οι Myra Melford πιάνο, Ben Goldberg κλαρινέτο, Jerome Harris μπάσο και Scott Amendola ντραμς). Μα και στις κάπως περισσότερο pop στιγμές αν θελήσεις να μείνεις, τα τραγούδια της “Melancholy for place” και “From the river”, έχουν (κι αυτά) εντός τους εκείνη την τζαζική ευγένεια, που τ’ ανεβάζει αυτομάτως ένα σκαλί· ακόμη και από την ελαφρώς μαζική «ποπίλα». Τέλος, και σε σχέση με το συνθετικό-διευθυντικό τάλαντο της Wilson, αρκεί μία ακρόαση του “At Zebulon” (άξιο σόλο στο κλαρίνο από τον Ben Goldberg), προκειμένου να διαπιστωθεί πώς ακριβώς μοιράζεται το παιγνίδι και με ποιον τρόπο περιζώνεται μία όψη δημιουργικής μουσικής. Επαφή: www.sarahwilsonmusic.com
TOMAS JANZON: Experiences (Changes Music)
Σουηδός κιθαριστής της jazz, ο Τοmas Janzon κάνει ένα άλμπουμ-update στην πολύχρονη ιστορία της αγαπημένης του μουσικής, ξεκινώντας από παλιά, πολύ παλιά (από το bop των forties δηλαδή) και φθάνοντας μέχρι το τώρα· αν υποτεθεί (κι έτσι είναι) πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα απολύτως σύγχρονο γκρουπ, που παίζει, δημιουργεί και αναδημιουργεί στις μέρες μας. Οι Tomas Janzon κιθάρα, Art Hillery όργανο, πιάνο, Jeff Littleton μπάσο και Albert “Tootie” Heath ντραμς ανατραφοδοτούν μια παράδοση μισού αιώνα (και βάλε) με απολύτως ώριμο και groovy τρόπο, λέγοντας τη… γνώμη τους για το “Billie’s bounce” του Charlie Parker, το “Theme from Mr. Broadway” του Dave Brubeck, το “Moanin’” του Bobby Timmons... Δεν μένουν, όμως, μόνον εκεί. Στο “En dejlig rosa” δεν κάνουν τίποτ’ άλλο (δεν κάνει τίποτ’ άλλο ο Janzon δηλαδή) από το να μεταφέρει στο σήμερα μία θρυλική σουηδική συνεργασία από τα mid sixties (1964), εκείνη των Bill Evans και Monica Zetterlund δηλαδή, μέσω του παραδοσιακού “Jag vet en deljig rosa” (είναι πάντα εντυπωσιακό), την ώρα κατά την οποίαν τα “Full house” (Wes Montgomery) και “Messin’ around” (Jimmy Smith) φαίνεται να κερδίζουν ένα acid στοίχημα. Ποιο στοίχημα; Εκείνου ενός αυθόρμητου, «φιλικού» άλμπουμ, από το οποίο ποτέ δεν απουσιάζει το προσωπικό στοιχείο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις, απολύτως ενταγμένες στο συνολικότερο «σώμα» του “Experiences”, συνθέσεις του Janzon, την “Float” και την “Blue bee”... Επαφή: www.tomasjanzon.com
ALEXANDER McCABE: Quiz (Consolidated Artists Productions)
Κάποιοι – εγώ πάντως όχι – μπορεί να θυμούνται τον αλτίστα Alexander McCabe ως μέλος των Mephiskapheles, μίας σχετικώς φημισμένης ska μπάντας, η οποία διέπρεψε στα νεοϋορκέζικα nineties. Με την είσοδο των 00s και με την παράλληλη «διάλυση» του γκρουπ, ο McCabe επιστρέφει στην πρώτη του αγάπη, την jazz, ξεκινώντας συν τω χρόνω μια προσωπική καριέρα, η οποία φθάνει στο σήμερα, και το “Quiz” (τρίτο προσωπικό του άλμπουμ ως leader). Έχοντας στο σχήμα του τέσσερις δυνατούς μουσικούς, τον Uri Caine πιάνο, τον Ugonna Okegwo μπάσο και δύο ντράμερ (δεν παίζουν ταυτοχρόνως) τον Greg Hutchinson και τον Rudy Royston, o McCabe απλώνει μία σειρά προσωπικών συνθέσεων (συν δύο στάνταρντ), δίδοντας στίγμα ερμηνευτικό και συνθετικό. Μουσικός, που έχει ακούσει, μάθει και διδαχθεί την ιστορία της jazz, o βοστονέζος(;) αλτίστας ξεκινά ανασκαλεύοντας τα ιστορικά παιξίματα των Lester Young, Coleman Hawkins και Ben Webster, πριν οδηγηθεί μέσα από μία προσωπική διαδρομή στους μοντερνιστές της επόμενης γενιάς, τον John Coltrane, τον Jackie McLean, τον Eric Dolphy. Όλα αυτά, όλες αυτές οι αναφορές εννοώ, διακρίνονται στο άλμπουμ του· διακρίνεται δηλαδή η φλόγα, η διάθεση ενός ολοκληρωμένου παίκτη να προχωρήσει ό,τι του παραδόθηκε, οδεύοντας στους ίδιους δρόμους. Για παράδειγμα, στο 12λεπτο στάνταρντ “Good morning heartache”, το οποίο πρωτοτραγούδησε η Billie Holiday, φανερώνει πώς, με ποιον τρόπο ένα κλασικό τραγούδι μπορεί να μετατραπεί σε μία πλήρη σύνθεση, από την οποία ποτέ να μην απουσιάζουν οι εκπλήξεις (οι free παρεμβάσεις, τα pop/bossa μέρη). Στο δε δικό του “St. Pat”, πάλι, το άλτο φλερτάρει εκ νέου με το free παιγνίδι, το οποίον όμως στηρίζεται, εξ ολοκλήρου, πάνω σ’ ένα συγκοπτόμενο εμβατηριακό beat. Αλλά κι εκεί, όπου υποτίθεται πως έχουμε ένα κλασικό waltz, στο “Weezie’s waltz” αναφέρομαι, και πάλι το σύνηθες 3/4 περνάει και από «πεντάρι», προκειμένου η σύνθεση (και ως lead track) να καταδείξει τον ιδιοσυγκρασιακό τρόπο δράσης του McCabe σε ολόκληρο το άλμπουμ. Επαφή: www.amccabemusic.com
Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010
o Μίμης Πλέσσας στο SOPOT 65
Το λέει κι η Wikipedia. Το Sopot International Song Festival είναι το μεγαλύτερο μουσικό φεστιβάλ στην Πολωνία, μαζί με το National Festival of Polish Song στο Opole, και ένας από τους μεγαλύτερους ετήσιους διαγωνισμούς τραγουδιού στην Ευρώπη. Από τότε που συνέβη για πρώτη φορά, το 1961 και μέχρι σήμερα (με κάποια ενδιάμεσα κενά, στα διαστήματα 1981-83 και 1999-2004) παρήλασαν από τη σκηνή του εκατοντάδες ονόματα, ανάμεσα στα οποία, σε περίοπτη θέση, βρίσκονταν και τα ελληνικά. Η χώρα μας κατέκτησε 1η θέση το 1962 με το καταπληκτικό «Τι κρίμα» των Μίμη Πλέσσα - Κώστα Κινδύνη (ερμηνεύτρια η Γιοβάννα), 1η θέση το 1964 με το “Σ' ευχαριστώ καρδιά μου” του Τάκη Μωράκη (τραγούδησε η Νάντια Κωνσταντοπούλου) και μερικές ακόμη δεύτερες και τρίτες (κυρίως στα sixties).Η διοργάνωση του ’65 δεν ήταν λιγότερο σημαντική από τις υπόλοιπες. Απεναντίας, συμμετείχαν σ’ αυτή μεγάλα (για τις χώρες τους) ονόματα του «ελαφρού τραγουδιού» (ασχέτως των jazzy επεκτάσεών του). Από το site http://is.gd/jELW3, που δεν είναι απολύτως εμπιστεύσιμο, μαθαίνουμε πως πήραν μέρος 28 χώρες συνολικώς, οκτώ εκ των οποίων συμμετείχαν και στο σχετικό 10ιντσο LP της Muza/ Polskie Nagrania [L 0461], που κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά.
Το άλμπουμ ανοίγει με την «Ευρυδίκη» του Μίμη Πλέσσα (δεν αναφέρεται o έλληνας στιχουργός), το οποίον αποδίδει η Νίκη Καμπά (στη φωτογραφία). Πολύ καλό τραγούδι. Πήρε, εξάλλου, τη δεύτερη(;) θέση. Ο Αλγερινός Mahieddine Bentir, ένας καθ’ όλα «μοντέρνος» όσο και επιτυχημένος ερμηνευτής της εποχής, τραγουδά το (καθόλου oriental) “Ma djatni bria”. Το πρώτο βραβείο πήγε στην Καναδή Monique Leyrac, για το “La chanson retrouvee”. Ωραίο τραγούδι. Όχι καλύτερο από την «Ευρυδίκη»· αλλά η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να κερδίζει κάθε χρόνο. Ο σοβιετικός crooner Edward Chill ή Eduard Khil με το “Raz, tolko lisz raz” καταλαμβάνει 4η θέση, κλείνοντας την πρώτη πλευρά. Η δεύτερη ανοίγει με την Jean Turner (ΗΠΑ) και το “It’s rain or blizzard”. Το τραγούδι ήταν πολύ καλό και η 5η θέση το αδίκησε. Η Turner ήταν τότε στην μπάντα του Stan Kenton. Ο Βούλγαρος (crooner και αυτός) Georgi Kordov με την «Ελεγεία του φθινοπώρου» προσφέρει ένα τυπικό «ελαφρό» κομμάτι της εποχής (τύπου Gilbert Becaud), ενώ η Αυστραλή Patsy Ann Noble, που διαγωνίστηκε για την Μεγάλη Βρετανία, με το “This is love” δίνει το πιο «σουινγκάτο» τραγούδι της διοργάνωσης (βγήκε τρίτο). Το άλμπουμ θα κλείσει με το “Rakkauden taika” (έκτο) από τον Φινλανδό Lasse Martenson, ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε περάσει και από την Eurovision.
Κάτι άλλο; Ναι. Την διεύθυνση της Orkiestra Polskiego Radia είχε ο Andrzej Kurylewicz (1932-2007), top μαέστρος κ.λπ. της polish jazz – το LP του “Go Right” και κυρίως το “10+8”, με το εξώφυλλο-έμβλημα της τοπικής δισκογραφίας, θεωρούνται και είναι must have – όπως και ο Stefan Rachon (1906-2001), κυρίαρχη φιγούρα της πολωνικής ενορχήστρωσης.
Υ.Γ. Στο πολωνικό λήμμα της Wikipedia, που αναφέρεται πιο πάνω, φαίνεται η Νίκη Καμπά να τραγουδά κάποιο...“Kathe limani kai kaymos”, κατακτώντας δεύτερη θέση. Τραγούδι με τέτοιο τίτλο υπάρχει μόνο στο όνομα του Γιώργου Κατσαρού και του Πυθαγόρα – το πασίγνωστο με τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη, από το 1963. Να προτάθηκε ένα ήδη επιτυχημένο τραγούδι στην Ελλάδα στο πολωνικό φεστιβάλ, δύο χρόνια αργότερα; Και αν ναι, γιατί στο LP δεν ανθολογήθηκε αυτό, αλλά η «Ευρυδίκη» των Gaertner-Rzemieniecka-Wojciechowski/ Plessas; Τι ρόλο παίζουν τα «ξένα» ονόματα στα credits και γιατί δεν αναφέρεται το όνομα του έλληνα στιχουργού, αφού το τραγούδι ερμηνεύεται στη γλώσσα μας; Υπήρχε περίπτωση να είχαν σταλεί στο Sopot δύο διαφορετικά τραγούδια;
Δεν γνωρίζω πόσο εύκολο είναι να απαντηθούν τα ερωτήματα.
Το άλμπουμ ανοίγει με την «Ευρυδίκη» του Μίμη Πλέσσα (δεν αναφέρεται o έλληνας στιχουργός), το οποίον αποδίδει η Νίκη Καμπά (στη φωτογραφία). Πολύ καλό τραγούδι. Πήρε, εξάλλου, τη δεύτερη(;) θέση. Ο Αλγερινός Mahieddine Bentir, ένας καθ’ όλα «μοντέρνος» όσο και επιτυχημένος ερμηνευτής της εποχής, τραγουδά το (καθόλου oriental) “Ma djatni bria”. Το πρώτο βραβείο πήγε στην Καναδή Monique Leyrac, για το “La chanson retrouvee”. Ωραίο τραγούδι. Όχι καλύτερο από την «Ευρυδίκη»· αλλά η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να κερδίζει κάθε χρόνο. Ο σοβιετικός crooner Edward Chill ή Eduard Khil με το “Raz, tolko lisz raz” καταλαμβάνει 4η θέση, κλείνοντας την πρώτη πλευρά. Η δεύτερη ανοίγει με την Jean Turner (ΗΠΑ) και το “It’s rain or blizzard”. Το τραγούδι ήταν πολύ καλό και η 5η θέση το αδίκησε. Η Turner ήταν τότε στην μπάντα του Stan Kenton. Ο Βούλγαρος (crooner και αυτός) Georgi Kordov με την «Ελεγεία του φθινοπώρου» προσφέρει ένα τυπικό «ελαφρό» κομμάτι της εποχής (τύπου Gilbert Becaud), ενώ η Αυστραλή Patsy Ann Noble, που διαγωνίστηκε για την Μεγάλη Βρετανία, με το “This is love” δίνει το πιο «σουινγκάτο» τραγούδι της διοργάνωσης (βγήκε τρίτο). Το άλμπουμ θα κλείσει με το “Rakkauden taika” (έκτο) από τον Φινλανδό Lasse Martenson, ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε περάσει και από την Eurovision.
Κάτι άλλο; Ναι. Την διεύθυνση της Orkiestra Polskiego Radia είχε ο Andrzej Kurylewicz (1932-2007), top μαέστρος κ.λπ. της polish jazz – το LP του “Go Right” και κυρίως το “10+8”, με το εξώφυλλο-έμβλημα της τοπικής δισκογραφίας, θεωρούνται και είναι must have – όπως και ο Stefan Rachon (1906-2001), κυρίαρχη φιγούρα της πολωνικής ενορχήστρωσης.
Υ.Γ. Στο πολωνικό λήμμα της Wikipedia, που αναφέρεται πιο πάνω, φαίνεται η Νίκη Καμπά να τραγουδά κάποιο...“Kathe limani kai kaymos”, κατακτώντας δεύτερη θέση. Τραγούδι με τέτοιο τίτλο υπάρχει μόνο στο όνομα του Γιώργου Κατσαρού και του Πυθαγόρα – το πασίγνωστο με τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη, από το 1963. Να προτάθηκε ένα ήδη επιτυχημένο τραγούδι στην Ελλάδα στο πολωνικό φεστιβάλ, δύο χρόνια αργότερα; Και αν ναι, γιατί στο LP δεν ανθολογήθηκε αυτό, αλλά η «Ευρυδίκη» των Gaertner-Rzemieniecka-Wojciechowski/ Plessas; Τι ρόλο παίζουν τα «ξένα» ονόματα στα credits και γιατί δεν αναφέρεται το όνομα του έλληνα στιχουργού, αφού το τραγούδι ερμηνεύεται στη γλώσσα μας; Υπήρχε περίπτωση να είχαν σταλεί στο Sopot δύο διαφορετικά τραγούδια;
Δεν γνωρίζω πόσο εύκολο είναι να απαντηθούν τα ερωτήματα.
Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010
RECOMMENDED RECORDS mail order
Συνήθως έτσι γίνεται. Ψάχνεις για κάτι στο σπίτι και πέφτεις πάνω σε κάτι άλλο, που δεν το ψάχνεις, αλλά υπάρχει λόγος να το ανασύρεις. Ειδικώς, αν έχεις πράγματα ακόμη και πάνω απ’ το κεφάλι σου – όχι ατάκτως ερριμμένα (όχι σωρούς), αλλά έτσι τυχαίως τοποθετημένα, ώστε να είναι αδύνατον να θυμηθείς τι έχεις και σε ποιο σημείο ακριβώς –, κάθε απόπειρα «ανασκαφής» αποκλείεται να μη σε φέρει μπροστά κι από ένα τετελεσμένο. Βρήκα λοιπόν έναν παλιό κατάλογο πώλησης δίσκων (και βιβλίων) της Recommended Records, από το φθινόπωρο του ’87, ένα από τα πρώτα mail-orders, που έπεσαν ποτέ στα χέρια μου.Θα πρέπει να πω πως οι κατάλογοι, τα mail-orders, οι λίστες πώλησης δίσκων με συνόδεψαν, έντονα, για περισσότερο από μια δεκαετία. Οι παλαιότεροι ξέρουν για τι ακριβώς μιλάω. Ήταν η προ-internet εποχή, όταν μπορούσες να προσεγγίσεις δίσκους από το εξωτερικό (όντας σπίτι σου) με τα χίλια ζόρια. Ειδικώς στη δεκαετία του ’80 ήταν θρίλερ η αποστολή χρημάτων έξω (ποτέ δεν ήξερες πότε ακριβώς θα έφθαναν στον προορισμό τους, δια της νομίμου οδού), κι εν πάση περιπτώσει κάθε παραγγελία αποκτούσε αίφνης μία «χιτσκοκική» διάσταση, η οποία ενίοτε κατέληγε σε φιάσκο· ιδίως, αν αποφάσιζες να επιλέξεις… έτερες μεθόδους. Ή τα χρήματα δεν έφθαναν, ή έφθαναν λιγότερα, ή τα δέματα χάνονταν, ή έρχονταν ανοιγμένα κ.ο.κ. Γενικώς, ρουλέτα. Στη δεκαετία του ’90 τα πράγματα κάπως καλυτέρεψαν. Αλλά, όταν πλησίαζε η ώρα για να καλυτερέψουν έτι περισσότερο πλάκωσε το internet (ebay, gemm, paypal κ.τλ.) και διέλυσαν – ευτυχώς να πω; – τα πάντα.Η Recommended Records είχε ιδρυθεί το 1978 από τους Chris Cutler και Nick Hobbs, κατορθώνοντας μέσα σε λίγα χρόνια να πιάσει κορυφή όσον αφορά στο πλασάρισμα του avant rock στα υποψιασμένα (ας τα πω έτσι) ακροατήρια. Δεν ήταν μόνον οι δικές της παραγωγές (πρώτες εκδόσεις και επανεκδόσεις) αλλά και οι διανομές progressive άλμπουμ από διάφορες χώρες του κόσμου, δίνοντας έτσι, εγκαίρως, μία «παγκόσμια εικόνα» της rock (αλλά και της jazz και improv) κοινότητας· η οποία κοινότητα, ορισμένες φορές, διαπνεόταν από τα ίδια αισθητικά και πολιτικο-κοινωνικά χαρακτηριστικά. Μην ξεχνάμε την πορεία του Cutler μέσα στη βρετανική Αριστερά και βεβαίως την πρωτοκαθεδρία του στο Rock In Opposition· βασικά, την απόπειρά του να δημιουργηθεί και να στηριχθεί ένα rock με, φύσει και θέσει, προοδευτικά γνωρίσματα.
Έτσι, στον κατάλογο της Recommended (λέω ν' ακολουθήσουν posts και γι' άλλους καταλόγους στο μέλλον) θα μπορούσε να βρεις βιβλία του Cutler και του Noam Chomsky και φυσικά άλμπουμ των Faust, Slapp Happy, Art Zoyd, Sun Ra, Wha Ha Ha, After Dinner, Kalahari Surfers, Art Bears, Cassiber, Etron Fou Leloublan, La 1919, Tenko, Conventum, Captain Beefheart, Van Dyke Parks, Soft Machine, Pere Ubu, John Zorn, Robert Wyatt, This Heat, Magma, Zao, Oskorri (τους Βάσκους, που τους άκουσα πολλά χρόνια αργότερα) διάφορα ηλεκτρονικά και concrete και πάνω απ’ όλα – κι αυτό είναι εντελώς προσωπικό που θα γράψω – τους πολυαγαπημένους μου Iconoclasta, από την Nueva Santa Maria της Πόλης του Μεξικό. Ένα γκρουπ που το έμαθα από τον Cutler (όπως και κάμποσα άλλα ακόμη) κι εξακολουθεί να μου κινεί το ενδιαφέρον.
Κι αυτό είναι το πρώτο τεύχος του (Τhe) Re Records Quarterly (May 1st, 1985), που συνόδευε το LP "Re Records Quarterly, Vol.1, no.1". Στο άλμπουμ οι Steve Moore, Lars Hollmer, Chris Cutler/Lindsay Cooper, 5uu's, Joseph Racaille, The Lowest Note, Adrian Mitchell, Kalahari Surfers, Mission Impossible, Stefano Delu, Mikolas Chadima και στο περιοδικό άρθρα του Chris Cutler ("Phil Ochs and Elvis Presley"), του Steve Moore ("The recording studio as a musical instrument"), του Robert Wyatt ("Thoughts of wheelchairman R.W.") και άλλων. Μου το θύμισε ο Φρικτός Νάνος.
Έτσι, στον κατάλογο της Recommended (λέω ν' ακολουθήσουν posts και γι' άλλους καταλόγους στο μέλλον) θα μπορούσε να βρεις βιβλία του Cutler και του Noam Chomsky και φυσικά άλμπουμ των Faust, Slapp Happy, Art Zoyd, Sun Ra, Wha Ha Ha, After Dinner, Kalahari Surfers, Art Bears, Cassiber, Etron Fou Leloublan, La 1919, Tenko, Conventum, Captain Beefheart, Van Dyke Parks, Soft Machine, Pere Ubu, John Zorn, Robert Wyatt, This Heat, Magma, Zao, Oskorri (τους Βάσκους, που τους άκουσα πολλά χρόνια αργότερα) διάφορα ηλεκτρονικά και concrete και πάνω απ’ όλα – κι αυτό είναι εντελώς προσωπικό που θα γράψω – τους πολυαγαπημένους μου Iconoclasta, από την Nueva Santa Maria της Πόλης του Μεξικό. Ένα γκρουπ που το έμαθα από τον Cutler (όπως και κάμποσα άλλα ακόμη) κι εξακολουθεί να μου κινεί το ενδιαφέρον.
Κι αυτό είναι το πρώτο τεύχος του (Τhe) Re Records Quarterly (May 1st, 1985), που συνόδευε το LP "Re Records Quarterly, Vol.1, no.1". Στο άλμπουμ οι Steve Moore, Lars Hollmer, Chris Cutler/Lindsay Cooper, 5uu's, Joseph Racaille, The Lowest Note, Adrian Mitchell, Kalahari Surfers, Mission Impossible, Stefano Delu, Mikolas Chadima και στο περιοδικό άρθρα του Chris Cutler ("Phil Ochs and Elvis Presley"), του Steve Moore ("The recording studio as a musical instrument"), του Robert Wyatt ("Thoughts of wheelchairman R.W.") και άλλων. Μου το θύμισε ο Φρικτός Νάνος.
ROY BROOKS ethnic expressions
Μέλος της μπάντας του Horace Silver στις αρχές των sixties (συμμετείχε, ας πούμε, στο “Horace-Scope” του 1960), o ντράμερ Roy Brooks (1938-2005) απολαμβάνει μετά θάνατον ιδιαίτερη δημοφιλία εξαιτίας ενός άλμπουμ, το οποίο στην εποχή του (1973) πέρασε, μάλλον, απαρατήρητο. Πρόκειται για το “Ethnic Expressions”, που υπογράφεται από τους Roy Brooks and The Artistic Truth και το οποίον είναι ζωντανά ηχογραφημένο στο Small’s Paradise, στο Harlem της Νέας Υόρκης, την 22/11/1973. Βγήκε δε από τη μικρή εταιρία Im-Hotep, η οποία είχε δώσει, επίσης, εγγραφές των Mancefeild (Hitchman) & The Brotherman Band, ένα άλμπουμ αφιερωμένο στον Marcus Garvey (“The Black Bill of Rights”), το “Black Survival” επίσης του Roy Brooks, την επόμενη χρονιά (1974)... Είναι περιττό να πω, πως ο δίσκος έγινε γνωστός, αρχικώς, στην Ιαπωνία (περί τα μέσα του ’80), φθάνοντας σιγά-σιγά, και μέσα στα χρόνια, στ’ αυτιά διαφόρων συλλεκτών ανά τον κόσμο, ώσπου ο Βρετανός Jazzman (ή... της Jazzman) αποφάσισε να δώσει πριν από λίγο καιρό την οριστική λύση. (Λέω, μόνον, πως στο ebay η original κόπια έχει φύγει με τιμές από $710 έως και $2650!).Το “Ethnic Expressions” είναι ένα άλμπουμ που ανήκει εξ ολοκλήρου στο κυρίως σώμα του jazz underground. Μαύρο μέχρι το κόκκαλο, περικλείει εντός του υψηλά ποσά δυναμικής ενέργειας, κατανεμημένα σε πέντε κομμάτια, συνολικής διάρκειας 48:45. Το εισαγωγικό “M’jumbe”, που ξεπερνά τα 16λεπτά, ανακαλεί στη μνήμη μου τη θητεία του Brooks στους M’Boom του Max Roach, αν και το συγκεκριμένο track αναπτύσσεται όχι μακρυά από την ενορχηστρωτική αισθητική του Charles Mingus, στο γκρουπ του οποίου επίσης είχε θητεύσει ο Brooks (εδώ ο ρόλος του μπασίστα Reggie Workman είναι υπερ-καθοριστικός). To 8λεπτο “The last prophet” δείχνει τη μαγεία του ομαδικού παιξίματος της… μικρής big band του Roy Brooks (συμμετέχουν 13 μουσικοί, ανάμεσα στους οποίους και οι Hamiet Bluiett βαρύτονο, κλαρίνο, Cecil Bridgewater τρομπέτα, Sonny Fortune άλτο, φλάουτο, John Stabblefield τενόρο, φλάουτο, μπάσο κλαρίνο, Hilton Ruiz πιάνο, fender rhodes…), ενώ, για άλλη μια φορά, το εκρηκτικό παίξιμο του Workman στο μπάσο και βεβαίως, οι συνομιλίες του με τα κρουστά είναι το παν. Στο 6λεπτο “The smart set”, όπως και στο ίσης περίπου διαρκείας “Eboness”, τα φωνητικά του Eddie Jefferson, όπως και όλη η δομή του κομματιού, απλώς επιβεβαιώνουν τη διαπεραστικότητα του blues και στη διαμόρφωση της avant-jazz των seventies. Στο έσχατο 13λεπτο “Eboness (kwanza)” η έκπληξη ακούει στο όνομα… Black Rose. Είναι η τραγουδίστρια που ίπταται πάνω από το τενόρο του Stabblefield και τη γενικότερη «φεύγα» ατμόσφαιρα, που δημιουργούν οι μουσικοί που συμμετέχουν. Για κάποιους λόγους (δισκογραφικούς προφανώς), δεν αποκάλυψε το όνομά της, προτιμώντας το... Μαύρο Ρόδο. Πρόκειται, βεβαίως, για την Dee Dee Bridgewater!
Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΤΑΚΗΣ Άβυσσος…
Σε μία σύντομη ανάρτηση αφιερωμένη στον Νίκο Παπατάκη (http://is.gd/jmKVK), πριν ένα μήνα περίπου (24/11), έγραφα πως «επειδή… ένα τέταρτο κειμένου είναι και τούτο ’δω υπόσχομαι να επανέλθω».
Λυπάμαι, γιατί επανέρχομαι, τώρα, με την πιο δυσάρεστη των αφορμών. Φίλος, πριν από λίγο μου τηλεφώνησε, λέγοντάς μου πως ο Νίκος Παπατάκης έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες (το διάβασε στην Καθημερινή). Ο έλληνας σκηνοθέτης πέθανε την 18/12 (η ημερομηνία από την Wikipedia), στα 92 του χρόνια.Νίκος Παπατάκης “Les Abysses” (1963) μουσική Pierre Barbaud, 45άρι στην Ducretet Thomson. Μία από τις πιο τολμηρές ταινίες των αρχών του ’60, στηριγμένη στο πραγματικό περιστατικό των αδελφών Christine και Léa Papin, δύο νεαρών γαλλίδων υπηρετριών, οι οποίες σκότωσαν τη σύζυγο και την κόρη του αφεντικού τους, το 1933. (Tο γεγονός ενέπνευσε, έκτοτε, πολλούς δημιουργούς σε κάθε χώρο της Τέχνης και της Σκέψης και βεβαίως τον Jean Genet στις «Δούλες»).
Λυπάμαι, γιατί επανέρχομαι, τώρα, με την πιο δυσάρεστη των αφορμών. Φίλος, πριν από λίγο μου τηλεφώνησε, λέγοντάς μου πως ο Νίκος Παπατάκης έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες (το διάβασε στην Καθημερινή). Ο έλληνας σκηνοθέτης πέθανε την 18/12 (η ημερομηνία από την Wikipedia), στα 92 του χρόνια.Νίκος Παπατάκης “Les Abysses” (1963) μουσική Pierre Barbaud, 45άρι στην Ducretet Thomson. Μία από τις πιο τολμηρές ταινίες των αρχών του ’60, στηριγμένη στο πραγματικό περιστατικό των αδελφών Christine και Léa Papin, δύο νεαρών γαλλίδων υπηρετριών, οι οποίες σκότωσαν τη σύζυγο και την κόρη του αφεντικού τους, το 1933. (Tο γεγονός ενέπνευσε, έκτοτε, πολλούς δημιουργούς σε κάθε χώρο της Τέχνης και της Σκέψης και βεβαίως τον Jean Genet στις «Δούλες»).
Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010
ΟΙ ΩΡΑΙΟΤΕΡΕΣ…
Μπορεί να είναι οι… ωραιότερες, όμως δεν θα βρίσκονταν εδώ αν δεν επρόκειτο για... εκδόσεις (τις άκουσα, όλες, την τρέχουσα χρονιά), που θα είχαν να προτείνουν κάτι (ενίοτε σημαντικό) και πέραν της εικόνας. Το μέλλον ας είναι θήλυ. Κυρίες μου, υποκλίνομαι.
Καλή απόλαυση… που θα έλεγε κι ένας πολύξερος.
Καλή απόλαυση… που θα έλεγε κι ένας πολύξερος.
Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Δεν είναι fake. Είναι, απλώς, το πιο cult, βλάσφημο εξώφυλλο της εγχώριας δισκο-παραγωγής (το… λατρεύουν οι λίγοι που το ξέρουν). Ο λαϊκός τραγουδοποιός Ντένης Παππάς (στίχοι-μουσικές-ερμηνείες, όλα δικά του) στον «Χριστό της Αγάπης» στην εταιρία… Ελληνική Δισκογραφία (κάπου επί της Αγίου Κωνσταντίνου – Omonoia sound), το 1993.
Βοήθειά μας…
Βοήθειά μας…
BLUES HEROES…
Οι συλλογές, έχουν ένα νόημα, ή και… περισσότερα, καθώς αναφερόμαστε, όπως τώρα, σε ανθολογήσεις με pre-sixties υλικό, τότε όταν το LP δεν είχε γενικευτεί και τα 45άρια, ή και τα 78άρια, κυριαρχούσαν (μάλιστα, συχνά, τα άλμπουμ λειτουργούσαν, τα ίδια, ως single-συλλογές). Στην περίπτωση, πάντως, της βελγικής Music Avenue το περί... νοήματος δεν ισχύει πάντα. Ή, μάλλον, ισχύει τις λιγότερες φορές.
Διπλό CD με τραγούδια του top singer τού r&b Jimmy Witherspoon (1920-1997); Τι πιο εύκολο και, κυρίως, τι πιο σίγουρο. Το πράττει λοιπόν η Music Avenue, μέσω του “Doctor Blues”, ανθολογώντας, στο πρώτο CD, sessions των ετών 1947-1951 και στο δεύτερο CD, sessions των ετών 1954-1959. Σύνολον 50 άσματα (όχι κι άσχημα). Αναφερόμαστε, φυσικά, στην κορυφαία περίοδο δράσης του φημισμένου τραγουδιστή (όχι πως δεν έβγαλε δισκάρες στα sixties ή και τα seventies ακόμη), η καριέρα του οποίου ξεκίνησε το 1945 (ηχογραφήσεις με την ορχήστρα του Jay McShann), για να φθάσει σ’ ένα πρόωρο απόγαιο με το ύπατο κομμάτι “Ain’t nobody’s business” (rec.11/1947) και λίγο αργότερα με το “Big fine girl” (rec. 1948), το “No rollin’ blues” (rec. 5/1949) και το “Failing by degrees” (rec. 8/1950) – όλα ακούγονται στην έκδοση της Music Avenue. Εδώ, ακόμη, τα “Money’s getting cheaper (Times gettin’ tougher than tough)”, “Skidrow blues”, “T.B. blues”, “Doctor blues”, “Going down slow”, “Wee baby blues”, Times are changing”, “Midnight blues” και άλλα τινά.
Στα fifties, στο μεγαλύτερο μέρος τους, ο Ray Charles ήταν, βασικά, ένας blues καλλιτέχνης (το μαρτυρά, βεβαίως, το ηχογραφημένο υλικό). Μπορεί να έγραψε τη διετία 1957-58 με τους jazzmen Milt Jackson, Connie Kay, Oscar Pettiford, Kenny Burrell, Percy Heath (νομίζω, νωρίτερα, και με τον Stanley Turrentine), μπορεί το ’59 να έγραψε και το “I’m movin’ on” του «καντρίστα» Hank Snow, όμως το κύριο σώμα της παραγωγής του εξετάζεται μέσα στο blues κεφάλαιο. Τη βιβλιογραφική πηγή, εξάλλου, “Blues Records, 1943 to 1970” των Mike Leadbitter & Neil Slaven [εκδ. Record Information Services, London, 1987] συμβουλεύτηκα, προκειμένου να βγάλω άκρη με το ρεπερτόριο που ανθολογεί η Music Avenue, στο διπλό CD “Blues Is My Middle Name”. Οι Βέλγοι, κατά τα συνηθισμένα, αραδιάζουν 41 τραγούδια, χωρίς κανέναν υπομνηματισμό, συνοδεύοντάς τα μ’ ένα απλό, γενικόλογο κείμενο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, επειδή τα τραγούδια, ανεξαρτήτως του ποιος τα εκμεταλλεύεται, έχουν την αξία που έχουν, αξίζει να πω δυο λόγια. Παρατηρούμε κατ’ αρχάς – και είναι φυσικό αυτό –, στο ξεκίνημα της καριέρας του τον Ray Charles να αποδίδει κυρίως blues στάνταρντ. Ήτοι “C.C. Rider”, “How long blues”, “Going down slow”, “Sitting on top of the world”, γραμμένα όλα το 1949 για την εταιρία Down Beat (δίσκοι 78 στροφών). Από τα πρώτα, σπουδαία, δικά του τραγούδια το “Let me hear you call my name” στην Sittin’ In With και την Swing Time το ’51, και βεβαίως το “Baby let me hold your hand” (έφθασε μέχρι το Νο 5 στο r&b chart), πριν φθάσουμε στη δεύτερη session για την Atlantic (Μάιος του ’53) και στο “Someday baby” ή “Blues is my middle name”, που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Καλά καταλάβατε. Οι Βέλγοι ψάχνουν την προ-Atlantic era, γιατί μετά το πράγμα κοστίζει. (Εις χρήμα εννοώ).
Στο κακό μοτίβο (έχει ξανασυμβεί με μία ηχογράφηση του Roy Buchanan, αλλά και μ’ ένα άλμπουμ των Buddy Guy, Otis Rush, Little Walter και Junior Wells…), αλλάζοντας δηλαδή εξώφυλλο και τίτλο και προβάλλοντας τα ίδια ακριβώς τραγούδια, η Music Avenue παρουσιάζει το διπλό CD “Have Guitar Will Tour”, το αφιερωμένο στον Bo Diddley (1928-2008). Τέσσερις μήνες πριν φύγει από τη ζωή, ο Bob Diddley είχε γίνει εξώφυλλο στο Jazz & Τζαζ (τεύχος 179, 2/2008) και βεβαίως στο αντίστοιχο CD, που, προσωπικώς, είχα ετοιμάσει. Μάλιστα, το “Doctor Jekyll”, που ακούγεται κι εδώ, το είχα συμπεριλάβει στο “Blues Avenue” CD, που μοιράστηκε με το εν λόγω τεύχος – το είχα επιλέξει από ένα άλλο άλμπουμ της Music Avenue, το “You Can’t Judge A Book By the Cover”, ζωντανά ηχογραφημένο το 1983 στην Ευρώπη, με γνωστούς μουσικούς στην μπάντα συνοδείας (Dick Heckstall-Smith σαξόφωνα, Eric Bell κιθάρες κ.ά.). Το ίδιο ακριβώς set, εδώ ως “Bo Diddley & Mainsqueeze”, που διαρκεί περί τα 43 λεπτά είναι, είναι το πρώτο κομμάτι της παρούσης. Το δεύτερο, που πάει πακέτο, περιλαμβάνει τραγούδια που είπε ο πολλάκις επιδραστικός κιθαριστής (δικά του και άλλων) και τα οποία απετέλεσαν ένα από τα κλασικότερα songbook του rock των sixties. Μόνο με την παράθεση των τίτλων κάνεις ένα γερό update στη σχετική ιστορία… “Bo Diddley”, “I’m a man”, “Who do you love”, “Pretty thing”, “Diddy wah diddy”, “Mona”, “Before you accuse me”, “Cops and robbers”, “Roadrunner”, “You don’t love me” και άλλα τινά… κατανοητά.
Αντιθέτως, αντιθέτως δηλαδή με την προηγούμενη έκδοση για τον Bo Diddley, η “Key to the blues”, η αφιερωμένη στον Big Bill Broonzy (1898-1958), φαίνεται να είναι περισσότερο… πρωτότυπη. Εξάλλου και το ηχογραφημένο υλικό του Big Bill Broonzy είναι αρκετά μεγάλο και όλο το «πακέτο» μας πάει, έτσι κι αλλιώς, 50 χρόνια πίσω… Επιχειρήθηκε, τοιουτοτρόπως, να δοθεί μία σχετικώς «συνολική» εικόνα του μεγάλου bluesman, με επιλογές προπολεμικές και μεταπολεμικές, με ηχογραφήσεις και από το Σικάγο και από τη Νέα Υόρκη και από το Λονδίνο. Το εύρος μεγάλο (1932-1955) και η αισθητική ποικιλία δεδομένη, καθότι ο Big Bill υπήρξε, ίσως, ο πιο σημαντικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο rural και το big city blues, ξεκινώντας να παίζει στο δικό του στυλ, το επηρεασμένο από λευκούς (Jimmie Rodgers) και μαύρους δημιουργούς (Blind Lemon Jefferson), ενσωματώνοντας στην πορεία κάθε παράλληλο «σύμπαν» (ragtime, gospel, folk, jazz…). Και πριν τον πόλεμο, αλλά κυρίως μετά απ’ αυτόν απέλαβε τεράστιας δημοφιλίας, όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη, παίζοντας σε διάφορες χώρες (π. Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Δανία, Ιταλία), σπέρνοντας τις blues ιδέες στα διψασμένα ακροατήρια· των λευκών μουσικών προσέτι, που πήραν το… ριμπάουντ, για να πάνε το πράγμα παρακάτω.
Διπλό CD με τραγούδια του top singer τού r&b Jimmy Witherspoon (1920-1997); Τι πιο εύκολο και, κυρίως, τι πιο σίγουρο. Το πράττει λοιπόν η Music Avenue, μέσω του “Doctor Blues”, ανθολογώντας, στο πρώτο CD, sessions των ετών 1947-1951 και στο δεύτερο CD, sessions των ετών 1954-1959. Σύνολον 50 άσματα (όχι κι άσχημα). Αναφερόμαστε, φυσικά, στην κορυφαία περίοδο δράσης του φημισμένου τραγουδιστή (όχι πως δεν έβγαλε δισκάρες στα sixties ή και τα seventies ακόμη), η καριέρα του οποίου ξεκίνησε το 1945 (ηχογραφήσεις με την ορχήστρα του Jay McShann), για να φθάσει σ’ ένα πρόωρο απόγαιο με το ύπατο κομμάτι “Ain’t nobody’s business” (rec.11/1947) και λίγο αργότερα με το “Big fine girl” (rec. 1948), το “No rollin’ blues” (rec. 5/1949) και το “Failing by degrees” (rec. 8/1950) – όλα ακούγονται στην έκδοση της Music Avenue. Εδώ, ακόμη, τα “Money’s getting cheaper (Times gettin’ tougher than tough)”, “Skidrow blues”, “T.B. blues”, “Doctor blues”, “Going down slow”, “Wee baby blues”, Times are changing”, “Midnight blues” και άλλα τινά.
Στα fifties, στο μεγαλύτερο μέρος τους, ο Ray Charles ήταν, βασικά, ένας blues καλλιτέχνης (το μαρτυρά, βεβαίως, το ηχογραφημένο υλικό). Μπορεί να έγραψε τη διετία 1957-58 με τους jazzmen Milt Jackson, Connie Kay, Oscar Pettiford, Kenny Burrell, Percy Heath (νομίζω, νωρίτερα, και με τον Stanley Turrentine), μπορεί το ’59 να έγραψε και το “I’m movin’ on” του «καντρίστα» Hank Snow, όμως το κύριο σώμα της παραγωγής του εξετάζεται μέσα στο blues κεφάλαιο. Τη βιβλιογραφική πηγή, εξάλλου, “Blues Records, 1943 to 1970” των Mike Leadbitter & Neil Slaven [εκδ. Record Information Services, London, 1987] συμβουλεύτηκα, προκειμένου να βγάλω άκρη με το ρεπερτόριο που ανθολογεί η Music Avenue, στο διπλό CD “Blues Is My Middle Name”. Οι Βέλγοι, κατά τα συνηθισμένα, αραδιάζουν 41 τραγούδια, χωρίς κανέναν υπομνηματισμό, συνοδεύοντάς τα μ’ ένα απλό, γενικόλογο κείμενο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, επειδή τα τραγούδια, ανεξαρτήτως του ποιος τα εκμεταλλεύεται, έχουν την αξία που έχουν, αξίζει να πω δυο λόγια. Παρατηρούμε κατ’ αρχάς – και είναι φυσικό αυτό –, στο ξεκίνημα της καριέρας του τον Ray Charles να αποδίδει κυρίως blues στάνταρντ. Ήτοι “C.C. Rider”, “How long blues”, “Going down slow”, “Sitting on top of the world”, γραμμένα όλα το 1949 για την εταιρία Down Beat (δίσκοι 78 στροφών). Από τα πρώτα, σπουδαία, δικά του τραγούδια το “Let me hear you call my name” στην Sittin’ In With και την Swing Time το ’51, και βεβαίως το “Baby let me hold your hand” (έφθασε μέχρι το Νο 5 στο r&b chart), πριν φθάσουμε στη δεύτερη session για την Atlantic (Μάιος του ’53) και στο “Someday baby” ή “Blues is my middle name”, που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Καλά καταλάβατε. Οι Βέλγοι ψάχνουν την προ-Atlantic era, γιατί μετά το πράγμα κοστίζει. (Εις χρήμα εννοώ).
Στο κακό μοτίβο (έχει ξανασυμβεί με μία ηχογράφηση του Roy Buchanan, αλλά και μ’ ένα άλμπουμ των Buddy Guy, Otis Rush, Little Walter και Junior Wells…), αλλάζοντας δηλαδή εξώφυλλο και τίτλο και προβάλλοντας τα ίδια ακριβώς τραγούδια, η Music Avenue παρουσιάζει το διπλό CD “Have Guitar Will Tour”, το αφιερωμένο στον Bo Diddley (1928-2008). Τέσσερις μήνες πριν φύγει από τη ζωή, ο Bob Diddley είχε γίνει εξώφυλλο στο Jazz & Τζαζ (τεύχος 179, 2/2008) και βεβαίως στο αντίστοιχο CD, που, προσωπικώς, είχα ετοιμάσει. Μάλιστα, το “Doctor Jekyll”, που ακούγεται κι εδώ, το είχα συμπεριλάβει στο “Blues Avenue” CD, που μοιράστηκε με το εν λόγω τεύχος – το είχα επιλέξει από ένα άλλο άλμπουμ της Music Avenue, το “You Can’t Judge A Book By the Cover”, ζωντανά ηχογραφημένο το 1983 στην Ευρώπη, με γνωστούς μουσικούς στην μπάντα συνοδείας (Dick Heckstall-Smith σαξόφωνα, Eric Bell κιθάρες κ.ά.). Το ίδιο ακριβώς set, εδώ ως “Bo Diddley & Mainsqueeze”, που διαρκεί περί τα 43 λεπτά είναι, είναι το πρώτο κομμάτι της παρούσης. Το δεύτερο, που πάει πακέτο, περιλαμβάνει τραγούδια που είπε ο πολλάκις επιδραστικός κιθαριστής (δικά του και άλλων) και τα οποία απετέλεσαν ένα από τα κλασικότερα songbook του rock των sixties. Μόνο με την παράθεση των τίτλων κάνεις ένα γερό update στη σχετική ιστορία… “Bo Diddley”, “I’m a man”, “Who do you love”, “Pretty thing”, “Diddy wah diddy”, “Mona”, “Before you accuse me”, “Cops and robbers”, “Roadrunner”, “You don’t love me” και άλλα τινά… κατανοητά.
Αντιθέτως, αντιθέτως δηλαδή με την προηγούμενη έκδοση για τον Bo Diddley, η “Key to the blues”, η αφιερωμένη στον Big Bill Broonzy (1898-1958), φαίνεται να είναι περισσότερο… πρωτότυπη. Εξάλλου και το ηχογραφημένο υλικό του Big Bill Broonzy είναι αρκετά μεγάλο και όλο το «πακέτο» μας πάει, έτσι κι αλλιώς, 50 χρόνια πίσω… Επιχειρήθηκε, τοιουτοτρόπως, να δοθεί μία σχετικώς «συνολική» εικόνα του μεγάλου bluesman, με επιλογές προπολεμικές και μεταπολεμικές, με ηχογραφήσεις και από το Σικάγο και από τη Νέα Υόρκη και από το Λονδίνο. Το εύρος μεγάλο (1932-1955) και η αισθητική ποικιλία δεδομένη, καθότι ο Big Bill υπήρξε, ίσως, ο πιο σημαντικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο rural και το big city blues, ξεκινώντας να παίζει στο δικό του στυλ, το επηρεασμένο από λευκούς (Jimmie Rodgers) και μαύρους δημιουργούς (Blind Lemon Jefferson), ενσωματώνοντας στην πορεία κάθε παράλληλο «σύμπαν» (ragtime, gospel, folk, jazz…). Και πριν τον πόλεμο, αλλά κυρίως μετά απ’ αυτόν απέλαβε τεράστιας δημοφιλίας, όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη, παίζοντας σε διάφορες χώρες (π. Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Δανία, Ιταλία), σπέρνοντας τις blues ιδέες στα διψασμένα ακροατήρια· των λευκών μουσικών προσέτι, που πήραν το… ριμπάουντ, για να πάνε το πράγμα παρακάτω.
Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
ο ΤΑΣΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ με τον Kenny Wheeler
Πριν από κάμποσους μήνες είχα λάβει ένα e-mail από τον κιθαρίστα Τάσο Σπηλιωτόπουλο, ο οποίος ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, με αφορμή το νέο του CD, που θα είχε τίτλο Archipelagos [F-Ire] και το οποίο θα κυκλοφορούσε την 24η Μαΐου – τρέχοντος, όπως λένε – από βρετανική εταιρία. Γνώριζα την περίπτωση του Σπηλιωτόπουλου από καιρό, από τότε που έψαχνα το πέρασμα του Αντώνη Ανισέγκου από τη γερμανική Konnex. Τότε ήταν, όταν ανακάλυψα πως στην ίδιαν εταιρία υπήρχε και το “Wait for Dusk” [Konnex kcd 5166, 2006] του Tassos Spiliotopoulos Quartet, με τον ίδιον το Σπηλιωτόπουλο στην κιθάρα και τους Robin Fincker τενόρο, Yaron Stavi μπάσο και Asaf Sirkis ντραμς. (Το CD δεν το έχω ακούσει). Έτσι, κάπως, ξεκινάει η ιστορία…Στο Λονδίνο από το 2000, για σπουδές στο Guildhall School of Music & Drama και στο Trinity College of Music, ο Τάσος Σπηλιωτόπολος έχει ήδη εμφανισθεί ζωντανά σε Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ελλάδα, Σουηδία, Ισπανία και ΗΠΑ, έχοντας συνεργαστεί με τους Kenny Wheeler, Gary Husband, Asaf Sirkis, Tim Garland, Δημήτρη Βασιλάκη, Eileen Hunter, John Parricelli, Mike Outram, John Etheridge κ.ά. Το “Wait for Dusk” ήταν το πρώτο του άλμπουμ… Το "Archipelagos" το δεύτερο…Ακόμη και με τις πρώτες νότες του νέου του CD, ακόμη και από το πρώτο φερώνυμο θέμα, αντιλαμβάνεσαι πως ο Σπηλιωτόπουλος έχει αγαστή σχέση με το fusion, ανακατεύοντας στα (jazz) κομμάτια του rock και folk ηχοχρώματα. Οι συνθέσεις τους είναι πλήρεις, απολύτως ελεγχόμενες, και μ’ έναν αέρα που δεν θυμίζει τόσο τον τόπο που ζει, όσο κυρίως τον τόπο που γεννήθηκε. Ακόμη και το “Cosmic motion”, που μοιάζει πιο απόμακρο – τρομπέτα παίζει ο Kenny Wheeler – έχει μιαν υπόγεια ρυθμική ακολουθία, η οποία παραμένει πάντα… φωτεινή και μεσογειακή. Μέσης και μεγαλύτερης διάρκειας, οι οκτώ προτάσεις του έλληνα κιθαριστή δεν κρύβουν τον προσανατολισμό τους, ακόμη κι όταν καταφεύγουν στα χαμηλά tempi και την πνευματικότητα τού “Prayer” ή στη θύελλα του contemprorary (με στοιχεία funk) “Out and about”. To rhythm section, οι Ισραηλινοί Yaron Stavi κοντραμπάσο (συνεργάτης του Gilad Atzmon) και Asaf Sirkis ντραμς κάνουν άψογη δουλειά, ενώ οι συμμετοχές των John Parricelli (το δεύτερο βαρύ κιθαριστικό σόλο στο “The quest”) και Kenny Wheeler, προσθέτουν στο άλμπουμ όλα εκείνα τα tips, ώστε να περάσει αυτό και σε άλλες πιο εμπορικές (με την καλή έννοια) σφαίρες.
Επαφή: www.f-ire.com, www.myspace.com/tassosspiliotopoulos
Επαφή: www.f-ire.com, www.myspace.com/tassosspiliotopoulos
JOOKLO DUO άναρχη δύναμη
Χθες παρέλαβα, από Νέα Υόρκη, ένα πακέτο με τις πρώτες τρεις κυκλοφορίες μιας νέας ετικέτας, της Northern-Spy· την τρέχουν άνθρωποι, που βρέθηκαν πίσω από την επαναδραστηριοποίηση της ESP-Disk’. Ήταν δύο CD, το “Songbook Vol.I” των Old Time Relijun, το οποίο, λόγω cover, μού θύμισε κυκλοφορία της ESP, και το “R.I.P.” των USAISAMONSTER (αμφότερα δεν τα άκουσα ακόμη), κι ένα 7ιντσο, υπό τον τίτλο “The Warrior”, των Jooklo Duo, ενός από τα πιο… έκκεντρα σχήματα του σύγχρονου ελεύθερου αυτοσχεδιασμού.Οι Jooklo Duo, δηλαδή η Virginia Genta σαξόφωνα και ο David Vanzan ντραμς, συνεχίζουν, σχεδόν μια δεκαετία τώρα, να δημιουργούν τα δικά τους πολυ-περιβάλλοντα, είτε ως duo, είτε συνεργαζόμενοι με άλλους μουσικούς σε… παρεμφερείς σχηματισμούς. Π.χ. ως Neokarma Jooklo Octet κυκλοφόρησαν το “Infinity” [Ιταλία Qbico, 2007] με τη συμμετοχή του Kawabata Makoto (ex-Acid Mothers Temple), αλλά και ως Neokarma Jooklo Trio, με τον Maurizio Abate (tanpura, harmonica, acoustic guitar, kalimba) ανάλογης κατεύθυνσης δουλειές. Ως Jooklo Quartet (με Topias Tiheasalo κιθάρες και Tero Kemppainen μπάσο) περιόδευσαν τον Οκτώβριο στην Ιταλία, ετοιμάζοντας ένα ακόμη long play, ενώ ως duo, η Genta και ο Vanzan, έγραψαν τον Νοέμβριο το πρώτο τους 7ιντσο “Warrior”· αυτό στη Northern-Spy. Δύο κομμάτια (“Primitive power”, “Fire liberation”), το ένα κάπως σαν συνέχεια του άλλου, με τα σαξόφωνα (τενόρο, σοπράνο) και το κλαρινέτο να στριγγλίζουν, πάνω από το άναρχο καταιγιστικό παίξιμο στα ντραμς. Οι Jooklo Duo θα εμφανισθούν στην Αθήνα, στη Knot Gallery, την 12/2. Μέχρι τότε, όμως, θα τα ξαναπούμε.
Επαφή: www.northern-spy.com
Επαφή: www.northern-spy.com
Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010
για το ΜΙΝΟΡΕ ΤΟΥ ΝΤΕΚΕ
Την 20η Σεπτεμβρίου, στην ανάρτηση τη σχετική με το άλμπουμ «Απ’ τη σπηλιά του Δράκου» [Puzzlemusik, 2010] του Μπάμπη Παπαδόπουλου (http://is.gd/jdOcu) έγραψα πως… αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς ο «σωστός» τίτλος είναι «Μινόρε του ντεκέ» και όχι «τεκέ», όπως αναφερόταν στα credits και ακούγεται, γενικώς, τριγύρω. Στο τέλος Οκτωβρίου ακολούθησε ο εξής διάλογος μ’ έναν ανώνυμο σχολιαστή:
– «Μινόρε του τεκέ» είναι, Φώντα, και όχι «ντεκέ» (όπως φαίνεται και στην ετικέτα του δίσκου). Συγχαρητήρια για το blog!
Φ.Τ. Έχεις δει την ετικέτα του 78άρι δίσκου, ανώνυμε; Αν ναι, πάω πάσο (και ανακαλώ). Εγώ δεν την έχω δει, αλλά οι πληροφορίες μου από την ανθολόγηση του κομματιού στα CD “Rembetika, Historic Urban Folk Songs from Greece” [USA. Rounder CD 1079] του 1992 και “Mortika, Rare vintage recordings from a greek underworld” [SWΕ. Arko 008] του 2005, που έχει επιμεληθεί ο Charles Howard (τον οποίον εμπιστεύομαι) μιλάνε καθαρά για “Minore tou deke” δηλ. «Μινόρε του ντεκέ». (Στα ίδια CD, σε άλλα τραγούδια, υπάρχει και η λέξη “tekes”. Το λέω για να μη νομιστεί ότι πρόκειται περί ορθογραφικού λάθους). Παρ’ όλα αυτά θα το ψάξω κι άλλο. Κι αν μπορέσω να εξασφαλίσω φωτογραφία του label θα την αναρτήσω.
– Φωτογραφία του δίσκου στο Π. Κουνάδης, «Τα ρεμπέτικα», εκδ. ΤΑ ΝΕΑ, τόμος 7, σελ.27
Φ.Τ. Ok, φίλε μου. Σ’ ευχαριστώ και για το στοιχείο. Επέτρεψέ μου να το ψάξω κι εγώ λίγο, αύριο, και θα επανέλθω, για να επανορθώσω. Μία ερώτηση μόνο. Το label είναι κόκκινη Columbia με τα στοιχεία 56294-F;
– Αυτή που λες πρέπει να είναι η αμερικάνικη, ενώ αυτή που βλέπω στου Κουνάδη είναι η Columbia Ελλάδας DGX 36 με χρώμα σκούρο μπλε (εκτός κι εάν έχει πέσει «φωτοσοπάρισμα»).
Φ.Τ. Γι’ αυτό σου λέω… Το αμερικανικό είναι το original, κι εκεί πρέπει να έγραφε «ντεκέ». Δυστυχώς, δεν θα έχω το label πριν από το Δεκέμβριο και τότε θα βεβαιωθούμε αμφότεροι. Θα ακολουθήσει σχετική ανάρτηση.
– «Μινόρε του τεκέ» είναι, Φώντα, και όχι «ντεκέ» (όπως φαίνεται και στην ετικέτα του δίσκου). Συγχαρητήρια για το blog!
Φ.Τ. Έχεις δει την ετικέτα του 78άρι δίσκου, ανώνυμε; Αν ναι, πάω πάσο (και ανακαλώ). Εγώ δεν την έχω δει, αλλά οι πληροφορίες μου από την ανθολόγηση του κομματιού στα CD “Rembetika, Historic Urban Folk Songs from Greece” [USA. Rounder CD 1079] του 1992 και “Mortika, Rare vintage recordings from a greek underworld” [SWΕ. Arko 008] του 2005, που έχει επιμεληθεί ο Charles Howard (τον οποίον εμπιστεύομαι) μιλάνε καθαρά για “Minore tou deke” δηλ. «Μινόρε του ντεκέ». (Στα ίδια CD, σε άλλα τραγούδια, υπάρχει και η λέξη “tekes”. Το λέω για να μη νομιστεί ότι πρόκειται περί ορθογραφικού λάθους). Παρ’ όλα αυτά θα το ψάξω κι άλλο. Κι αν μπορέσω να εξασφαλίσω φωτογραφία του label θα την αναρτήσω.
– Φωτογραφία του δίσκου στο Π. Κουνάδης, «Τα ρεμπέτικα», εκδ. ΤΑ ΝΕΑ, τόμος 7, σελ.27
Φ.Τ. Ok, φίλε μου. Σ’ ευχαριστώ και για το στοιχείο. Επέτρεψέ μου να το ψάξω κι εγώ λίγο, αύριο, και θα επανέλθω, για να επανορθώσω. Μία ερώτηση μόνο. Το label είναι κόκκινη Columbia με τα στοιχεία 56294-F;
– Αυτή που λες πρέπει να είναι η αμερικάνικη, ενώ αυτή που βλέπω στου Κουνάδη είναι η Columbia Ελλάδας DGX 36 με χρώμα σκούρο μπλε (εκτός κι εάν έχει πέσει «φωτοσοπάρισμα»).
Φ.Τ. Γι’ αυτό σου λέω… Το αμερικανικό είναι το original, κι εκεί πρέπει να έγραφε «ντεκέ». Δυστυχώς, δεν θα έχω το label πριν από το Δεκέμβριο και τότε θα βεβαιωθούμε αμφότεροι. Θα ακολουθήσει σχετική ανάρτηση.
Επικοινώνησα με τον Charles Howard, ο οποίος σήμερα μου έστειλε το original label του κομματιού (τον ευχαριστώ). Όπως βλέπουμε όλοι μας αναγράφεται ΝΤΕΚΕ.(Η ετικέτα της ελληνικής έκδοσης και... "Μινόρε του τεκέ")
* Σήμερα (7/1/2011) πληροφορήθηκα πως η αμερικανική ετικέτα της πρώτης έκδοσης του "Μινόρε" είναι πράσινου χρώματος (έτσι ισχυρίζεται ο φίλος που μου έδωσε την πληροφορία), και πως η "κόκκινη" βγήκε λίγα χρόνια πιο μετά. Ο ίδιος ο φίλος μού είπε ακόμη πως την "πράσινη" δεν την έχει δει κανείς... αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, έχει τα ίδια νούμερα (και τα ίδια γράμματα στην ετικέτα θα προσέθετα εγώ). Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω ας συμπληρώσει.
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010
FOKO λάβα κιθαριστική
Τον Foko (real name Φωκίων Μπούκλης) μου τον συνέστησε ο Ντίνος Δηματάτης το 1997. Σε κάποια από τις επιστολές που ανταλλάσσαμε εκείνη την εποχή μού είχε στείλει το CD του (τού Foko εννοώ) “An Expressionist’s View” –είχε βγει σε ανεξάρτητη παραγωγή, στην Αμερική, το 1995– έτσι για να το ακούσω και αν ήθελα να έγραφα κάτι στο περιοδικό. Το άκουσα, έπαθα, ήθελα κι έγραψα στο περιοδικό στο τεύχος 58, τον Ιανουάριο του '98. Ο Foko, θεσσαλονικιός κιθαρίστας (τον ξέρει όλη η ομήγυρη εκεί, Ζάικος και λοιποί), που την έκανε κάποια στιγμή για σπουδές και δουλειές στην Αμερική, παρέδιδε ένα εξωφρενικό κιθαριστικό άλμπουμ, από τα πλέον απολαυστικά που θα μπορούσε να πετύχεις τότε (και τώρα) στη σχετική αγορά.Η εισαγωγή με το λαϊκό-oriental “Dizzy” του Νίκου Τατασόπουλου, γιού του περίφημου Γιάννη «Ντίλιγκερ» Τατασόπουλου, ήταν χτύπημα στ’ αχαμνά και βεβαίως η version της «φλόγας» του Μανώλη Χιώτη τοποθετούσε ξανά σε μηδενική βάση τον rock-oriented τρόπο προσέγγισης μιας κλασικής λαϊκής μελωδίας. Άπιαστα, απανωτά riffs, καίρια συνοδεία στο μπάσο-ντραμς (Peri Bakalos, Darrel Maxfield), εκρηκτική ατμόσφαιρα, την οποίαν αναδείκνυε η ακριβής παραγωγή του Chris Lannon (ηχογράφηση κάπου στη Μασαχουσέτη). Φυσικά, πλην των covers, υπήρχαν και τα κομμάτια τού ιδίου τού Foko, τα οποία μετέφεραν στο προσκήνιο και την περίπτωση του συνθέτη-αυτοσχεδιαστή, πέραν εκείνης του παίκτη (“Dr. Device”). Το “Expressionist’s View” [Microtone Music] ήταν η ιδανική αρχή... και το “Confession” [Microtone Music, 1999] η ιδανική συνέχεια.Το δεύτερο άλμπουμ του Foko, κι αυτό σε παραγωγή του Chris Lannon (ηχογράφηση στη Βοστώνη), κι αυτό με τους Maxfield και Bakalos δίπλα (συν κάποιους guests σε πλήκτρα και κρουστά) εξέπεμπε στο ίδιο φάσμα. Ο άνθρωπος είναι έλληνας κιθαριστής με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Το παίξιμό του δηλαδή ξεσηκώνει κάτι από τη στόφα του… Χιώτη και του Λεμονόπουλου και κυρίως κάτι από τη φαντασία τους στο πάλκο (υποθέτω), μια και τα πάντα έχουν για βάση τους το αθάνατο… greek kefi. Όλα, εδώ, διαμορφώνονται με την αίσθηση του λαϊκού προγράμματος σ’ ένα μαγαζί, όλα περιστρέφονται γύρω από την ικανοποίηση του πελάτη. Όχι με την αγοραία λογική τού «να τα πάρουμε», αλλά με την παμπάλαιη έννοια της ουσιαστικής ψυχαγωγίας. Μακρυά δηλαδή από τη σύγχρονη σύγχυση και την αθυμία.
Αν η βάση, λοιπόν, στο “Confession” είναι κάθε τι το ελληνικόν, ή το ευρύτερα βαλκανικόν για να είμαι πιο ακριβής, το εποικοδόμημα καλύπτει επαρκώς και την ωραία Δύση, όχι μόνον ως εξωτερική εικόνα –ο Foko ως ροκάς–, αλλά και ως βαθιά επιρροή και σκέψη. Τούτο δε αποτυπώνεται κυρίως στο “Your love”, όπως και στο “Martian mambo” (με την κιθαροτεχνική α λα Larry Coryell). Όμως τα κομμάτια δυναμίτες είναι άλλα. Το “Stew”, το “Balkanizer” το “Saswar”, το “Salto mortale” και φυσικά το “Pistolero”. Ιδίως σ’ αυτό το τελευταίο η κιθάρα ξεσηκώνει. Κυριολεκτικώς (που λένε) γαζώνει.Έτσι, λοιπόν, αν και με τις έως τότε δύο δισκογραφημένες δουλειές του, ο άσσος guitar player είχε δώσει στίγμα σαφές –μία all around κιθαριστική ματιά, με διαθέσεις συγκροτημένων ρήξεων έναντι του rock, του latin-rock, του blues, του ηλεκτρισμένου blues, του λαϊκού, του παλιού λαϊκού– ερχόταν 8 χρόνια μετά (το 2007) να ανατρέψει το κιθαριστικό του πλάνο, ωθώντας όλη την κατασκευή προς τα άκρα. Συναισθηματικά, αισθητικά, τεχνικά, οτιδήποτε…
Εκείνο που έπραξε στο “Live” [Ιδιωτική Έκδοση] ο Foko και που πιθανώς να το έχουν επιχειρήσει κατά καιρούς διάφοροι φημισμένοι συνάδελφοί του (σίγουρα ο Henry Kaiser – το «πιθανώς» αναφέρεται στους Fred Frith, Raoul Björkenheim και Keiji Haino μεταξύ άλλων) είναι να παίξει ζωντανά σόλο ηλεκτρική κιθάρα ηχογραφημένη σε πραγματικό χρόνο, δίχως overdubs, προηχογραφημένα ή προετοιμασμένα μέρη, τη απουσία, ταυτοχρόνως, οποιασδήποτε κομπιουτερομηχανής, στηριγμένος αποκλειστικώς στο όργανο, τους ενισχυτές και τα εφφέ.
Το “Live” περιέχει πάνω απ’ όλα καίρια μουσική, που δεν «κλωτσάει» τον αμύητο, στηριγμένη στο πάθος, τη δύναμη και το ταλέντο ενός έλληνα κιθαριστή με αγέρωχη υπόγεια καριέρα.
Στο άλμπουμ υπάρχουν οκτώ θέματα, διάρκειας 55 λεπτών, κάποια εκ των οποίων αποτελούν εκδοχές συνθέσεων από τις προηγούμενες δουλειές του Foko (Confession, Shamaral, Martian mambo, Your love) –γεγονός που δείχνει ότι ο μουσικός δεν απαξιώνει το παλαιότερό του έργο, προς χάριν μιας εκτίναξης στο μέλλον με κενά μνήμης– κάποια, καινούριες ιδέες που δουλεύονται και κάποια (δύο σε ένα) θυελλώδεις διασκευές, που σηματοδοτούν διαχρονικές αγάπες. Κατά πρώτον το Köhntarkösz των Magma (προσκύνημα στην original πενιά ενός σημαντικότατου κιθαρίστα, του Βρετανού Brian Godding – τον θυμάμαι στους... άσχετους Blossom Toes, όπως και στους καταπληκτικούς, αλλά υποτιμημένους Centipede) και το πάντα ανατριχιαστικό “Oh well” των Fleetwood Mac (του Peter Green δηλαδή), τα οποία δείχνουν, αν μη τι άλλο, την κιθαριστική παιδεία ενός μουσικού, που άγεται από το… λαϊκό και το blues, για να καταλήξει κάπου πέρα… Ο Foko επανεμφανίζεται στα πράγματα (σε live σίγουρα, ελπίζω και με άλμπουμ) με το “The Sound of Unemployment” και με ήχο που φιλοδοξεί να καλύψει τα ραφινάτα, α λα Steely Dan, και άγρια, α λα Ted Nugent, ηλεκτρισμένα seventies. Εδώ θα είμαστε.
Αν η βάση, λοιπόν, στο “Confession” είναι κάθε τι το ελληνικόν, ή το ευρύτερα βαλκανικόν για να είμαι πιο ακριβής, το εποικοδόμημα καλύπτει επαρκώς και την ωραία Δύση, όχι μόνον ως εξωτερική εικόνα –ο Foko ως ροκάς–, αλλά και ως βαθιά επιρροή και σκέψη. Τούτο δε αποτυπώνεται κυρίως στο “Your love”, όπως και στο “Martian mambo” (με την κιθαροτεχνική α λα Larry Coryell). Όμως τα κομμάτια δυναμίτες είναι άλλα. Το “Stew”, το “Balkanizer” το “Saswar”, το “Salto mortale” και φυσικά το “Pistolero”. Ιδίως σ’ αυτό το τελευταίο η κιθάρα ξεσηκώνει. Κυριολεκτικώς (που λένε) γαζώνει.Έτσι, λοιπόν, αν και με τις έως τότε δύο δισκογραφημένες δουλειές του, ο άσσος guitar player είχε δώσει στίγμα σαφές –μία all around κιθαριστική ματιά, με διαθέσεις συγκροτημένων ρήξεων έναντι του rock, του latin-rock, του blues, του ηλεκτρισμένου blues, του λαϊκού, του παλιού λαϊκού– ερχόταν 8 χρόνια μετά (το 2007) να ανατρέψει το κιθαριστικό του πλάνο, ωθώντας όλη την κατασκευή προς τα άκρα. Συναισθηματικά, αισθητικά, τεχνικά, οτιδήποτε…
Εκείνο που έπραξε στο “Live” [Ιδιωτική Έκδοση] ο Foko και που πιθανώς να το έχουν επιχειρήσει κατά καιρούς διάφοροι φημισμένοι συνάδελφοί του (σίγουρα ο Henry Kaiser – το «πιθανώς» αναφέρεται στους Fred Frith, Raoul Björkenheim και Keiji Haino μεταξύ άλλων) είναι να παίξει ζωντανά σόλο ηλεκτρική κιθάρα ηχογραφημένη σε πραγματικό χρόνο, δίχως overdubs, προηχογραφημένα ή προετοιμασμένα μέρη, τη απουσία, ταυτοχρόνως, οποιασδήποτε κομπιουτερομηχανής, στηριγμένος αποκλειστικώς στο όργανο, τους ενισχυτές και τα εφφέ.
Το “Live” περιέχει πάνω απ’ όλα καίρια μουσική, που δεν «κλωτσάει» τον αμύητο, στηριγμένη στο πάθος, τη δύναμη και το ταλέντο ενός έλληνα κιθαριστή με αγέρωχη υπόγεια καριέρα.
Στο άλμπουμ υπάρχουν οκτώ θέματα, διάρκειας 55 λεπτών, κάποια εκ των οποίων αποτελούν εκδοχές συνθέσεων από τις προηγούμενες δουλειές του Foko (Confession, Shamaral, Martian mambo, Your love) –γεγονός που δείχνει ότι ο μουσικός δεν απαξιώνει το παλαιότερό του έργο, προς χάριν μιας εκτίναξης στο μέλλον με κενά μνήμης– κάποια, καινούριες ιδέες που δουλεύονται και κάποια (δύο σε ένα) θυελλώδεις διασκευές, που σηματοδοτούν διαχρονικές αγάπες. Κατά πρώτον το Köhntarkösz των Magma (προσκύνημα στην original πενιά ενός σημαντικότατου κιθαρίστα, του Βρετανού Brian Godding – τον θυμάμαι στους... άσχετους Blossom Toes, όπως και στους καταπληκτικούς, αλλά υποτιμημένους Centipede) και το πάντα ανατριχιαστικό “Oh well” των Fleetwood Mac (του Peter Green δηλαδή), τα οποία δείχνουν, αν μη τι άλλο, την κιθαριστική παιδεία ενός μουσικού, που άγεται από το… λαϊκό και το blues, για να καταλήξει κάπου πέρα… Ο Foko επανεμφανίζεται στα πράγματα (σε live σίγουρα, ελπίζω και με άλμπουμ) με το “The Sound of Unemployment” και με ήχο που φιλοδοξεί να καλύψει τα ραφινάτα, α λα Steely Dan, και άγρια, α λα Ted Nugent, ηλεκτρισμένα seventies. Εδώ θα είμαστε.
Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ολίγα νούμερα...
Η χρονιά τελειώνει και αντί για τους… δίσκους της χρονιάς, εγώ είπα να ψαχουλέψω λιγάκι τα… νούμερα της χρονιάς.
– Το τρίτο τρίμηνο του 2010, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μειώθηκε κατά 4,6%. Αυτό που λέμε υπανάπτυξη. (Προτιμώ την ωραία παλαιά λέξη, από τη βερνικωμένη αρνητική ανάπτυξη).
– Στο 12,4% η ανεργία, στο τρίτο τρίμηνο του 2010.
– Στο 4,8% ο πληθωρισμός, το Νοέμβριο.
– Υποχώρηση σημειώνει τον Νοέμβριο (και) ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος, ο οποίος διαμορφώνεται στις 67 μονάδες. (Είναι χαμηλότερος του μακροχρόνιου μέσου όρου της περιόδου 2001-2009).
– Το 80% των Ελλήνων είναι απαισιόδοξοι για την πορεία της χώρας, σύμφωνα με δημοσκόπηση της GPO για το MEGA, στο τέλος Αυγούστου.
– Τα έσοδα του προϋπολογισμού το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου, έπεσαν έξω κατά 2,5 δισ. ευρώ. Παρά… κάτι ένα τρισεκατομμύριο δραχμές. Για να ξέρουμε για τι ποσό συζητάμε.
– To δημόσιο χρέος προβλέπεται να είναι στο 132,7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2010, για να εκτιναχθεί το 2011 στο 142,2% του ΑΕΠ.
– Στις 1.449,79 μονάδες, ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου, σήμερα.
– Το τρίτο τρίμηνο του 2010, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μειώθηκε κατά 4,6%. Αυτό που λέμε υπανάπτυξη. (Προτιμώ την ωραία παλαιά λέξη, από τη βερνικωμένη αρνητική ανάπτυξη).
– Στο 12,4% η ανεργία, στο τρίτο τρίμηνο του 2010.
– Στο 4,8% ο πληθωρισμός, το Νοέμβριο.
– Υποχώρηση σημειώνει τον Νοέμβριο (και) ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος, ο οποίος διαμορφώνεται στις 67 μονάδες. (Είναι χαμηλότερος του μακροχρόνιου μέσου όρου της περιόδου 2001-2009).
– Το 80% των Ελλήνων είναι απαισιόδοξοι για την πορεία της χώρας, σύμφωνα με δημοσκόπηση της GPO για το MEGA, στο τέλος Αυγούστου.
– Τα έσοδα του προϋπολογισμού το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου, έπεσαν έξω κατά 2,5 δισ. ευρώ. Παρά… κάτι ένα τρισεκατομμύριο δραχμές. Για να ξέρουμε για τι ποσό συζητάμε.
– To δημόσιο χρέος προβλέπεται να είναι στο 132,7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2010, για να εκτιναχθεί το 2011 στο 142,2% του ΑΕΠ.
– Στις 1.449,79 μονάδες, ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου, σήμερα.
Να μην πιάσουμε επιμέρους κλάδους (οικοδομή, λιανεμπόριο, αυτοκίνητο κ.λπ.), γιατί εκεί… κλαίνε μανούλες.
Και σαν να μην έφθαναν αυτά, για το 2011 η κυβέρνηση προετοιμάζει εισπρακτικά μέτρα ύψους 14,3 δισ. (σκάρτα… 5 τρισεκατομμύρια δραχμούλες). Αλλά, ξέχασα. Θα μας σώσουν τα περιλάλητα διαρθρωτικά μέτρα…
Και σαν να μην έφθαναν αυτά, για το 2011 η κυβέρνηση προετοιμάζει εισπρακτικά μέτρα ύψους 14,3 δισ. (σκάρτα… 5 τρισεκατομμύρια δραχμούλες). Αλλά, ξέχασα. Θα μας σώσουν τα περιλάλητα διαρθρωτικά μέτρα…
CICCADA ελληνικό progressive
Δεν γνωρίζω ποιο θα είναι το μέλλον των Ciccada, έγραφα τον Μάιο του 2009 στο Jazz & Τζαζ, αλλά και σ’ ένα post της 8ης Ιουλίου (http://is.gd/iXQQ3) –, όταν πρωτάκουσα το πολλά υποσχόμενο demo τους – αλλά, τώρα, ξέρω... καθότι έχω μπροστά μου το πρώτο κανονικό CD τους, υπό τον τίτλο “A Child In the Mirror”, το οποίο κυκλοφόρησε, μερικούς μήνες πριν, από την ιταλική Altrock (το παράρτημά της Fading Records). Το συγκρότημα υιοθετεί τα καλύτερα διδάγματα του βρετανικού progressive rock (συγκροτήματα που έρχονται αβίαστα στο μυαλό είναι οι Gryphon, οι Spirogyra, οι Renaissance, οι Gravy Train, οι Jethro Tull…), προσαρμόζοντας αυτά ακριβώς τα διδάγματα στις αισθητικές απαιτήσεις ενός γκρουπ του σήμερα.Ο Νικόλας Νικολόπουλος φλάουτο, recorders, πιάνο, όργανο, mellotron, κρουστά, ο Γιώργος Μούχος ηλεκτρικές, ακουστικές κιθάρες, η Ευαγγελία Κοζώνη τραγούδι, ακορντεόν, κρουστά, ο Όμηρος Κομνηνός μπάσο και όσοι τους συνοδεύουν (ο Alberto De Grandis ντραμς από τους D.F.A., ο Valerio Cipollone κ.ά.) αναδεικνύουν μία σειρά από τραγούδια και ορχηστρικά, από τα καλύτερα που έχει παρουσιάσει ποτέ – σ’ αυτό το στυλ – ελληνικό μουσικό σχήμα. Και το «ελληνικό» να το τονίσω, όχι μόνον εξαιτίας των αναφορών από την εγχώρια παράδοση (φερ’ ειπείν το άψογο “Epirus - A mountain song”), αλλά και γιατί δύο από τα κομμάτια τού άλμπουμ («Ένα παιδί στον καθρέφτη», «Η στιγμή») ερμηνεύονται στη γλώσσα μας (και μάλιστα σε μία ιταλική παραγωγή).Θέλω να πω, με άλλα λόγια, πως οι Ciccada είναι ένα απολύτως συνειδητοποιημένο γκρουπ. Όχι μόνον όσον αφορά στο πώς αντιλαμβάνονται το rock στο σύγχρονο μουσικό σκηνικό, αλλά και γιατί, ως ταλαντούχοι μουσικοί που είναι, ξέρουν να προβάλλουν τις ιδέες και τις δυνατότητές τους, δημιουργώντας αξέχαστα prog περιβάλλοντα (“A storyteller’s dream”, “Elisabeth”). Έξω πάμε καλά…
Υ.Γ. Πληροφορούμαι πως το άλμπουμ των Ciccada θα κυκλοφορήσει στη χώρα μας και σε βινύλιο. Για να δούμε… Επαφή (για το CD): www.altrock.it
Υ.Γ. Πληροφορούμαι πως το άλμπουμ των Ciccada θα κυκλοφορήσει στη χώρα μας και σε βινύλιο. Για να δούμε… Επαφή (για το CD): www.altrock.it
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010
ελληνο-τζαζικά & ακη-πανικά
Μια βόλτα στο Μοναστηράκι (και τους πέριξ χώρους), την Κυριακή το πρωί, σου προσφέρει μιαν αίσθηση… πνευματικής ισορροπίας. Υπό ποίαν έννοια… Διαμορφώνεις μόνος σου την επικαιρότητά σου. Διαβάζεις, βλέπεις και ακούς ό,τι εσύ θέλεις, επιλέγοντας (δηλαδή αγοράζοντας) ελεύθερος (ή περίπου ελέυθερος…) από τα χιλιάδες πράγματα που κείτονται μπροστά σου. Οι τιμές – ακόμη και για όσους δεν θέλουν ή δεν ξέρουν να παζαρεύουν – είναι, συνήθως, λογικές· και με 2-3 ευρώ το κομμάτι (περιοδικό, δίσκος, βιβλίο, κανα DVD) μπορείς να εντοπίσεις εξαίρετα πράγματα ή, εν πάση περιπτώσει, άλλα, που μπορεί να μην είναι και τόσο εξαίρετα, βρίσκεις όμως ένα νόημα για να τα έχεις.
Είχα ήδη δύο 45άρια του Σπύρου Πιπεράκη – ενός πρωτοπόρου ηλεκτρικού κιθαριστή, που βρίσκεται πίσω από τις jazz μπάντες του Χατζιδάκι στα fifties και τα early sixties – αλλά δεν περίμενα να βρω, σε διαφορετικές μεριές, αλλά τέσσερα 45άρια του (σε μέτρια κατάσταση), με απίθανα κομμάτια.Στο πρώτο αναγράφεται ένα “made in germany”, παρότι οι γραμματοσειρές του είναι ελληνικές και περιέχει τα κομμάτια “Madubala (cha-cha)/ Christina (mambo)” [Greca G 1501]. Είχα ακούσει τη «Μαντουμπάλα» με τις πενιές του Aris San, όπως και την... psych version από τον Γιώργο Μπαγιώκη, αλλά σε cha-cha δεν την είχα ακούσει. Ωραία εκδοχή.Ακόμη ωραιότερη ήταν η “Arabella”, μια αεράτη bossa nova, από το 45άρι “Arabella/ Remenisence” [Greca GR-5]. Λογικώς, μιλάμε για τις αρχές των 60s, όταν το cha-cha (ήδη), όπως κι η bossa (σιγά-σιγά) άρχιζε να παίρνουν κεφάλι στο χώρο της διασκέδασης, λίγο πριν εκτοπιστούν από τα… σέικ και τα… μπλουζ. (Όχι πως θα σταματούσε ν' απασχολούν τους συνθέτες της jazz, αλλά και κάποια συγκροτήματα βεβαίως, και μετά τα μέσα των sixties). Για τ’ άλλα δύο δισκάκια θα γράψω μιαν επόμενη φορά, όταν θα έχω συγκεντρώσει κάποια παραπάνω στοιχεία για το jazz κεφάλαιο «Σπύρος Πιπεράκης».Ένα άλλο δισκάκι, το οποίο το είχα δει και παλιότερα χωρίς να το αγοράσω, ήταν ένα «διαφημιστικό» του Μίμη Πλέσσα από το 1969, που είχε γίνει με χορηγία της σοκολατο-βιομηχανίας ΙΟΝ και το οποίο καταπιανόταν με την ιστορία του αμερικανού λαϊκού ήρωα Davy Crockett (1786-1836). Το «Ντέιβι Κρόκετ (Μέρος πρώτο)/ Ντέιβι Κρόκετ (Μέρος δεύτερο)» [PR7T] ανήκει στην κατηγορία των «παιδικών δίσκων», αλλά έχει και μουσικό ενδιαφέρον, αφού την αφήγηση της ιστορίας (νομίζω πως η φωνή ανήκει στον ηθοποιό Βασίλη Μαυρομάτη) συνοδεύει η… ελαφρά ορχήστρα του Μίμη Πλέσσα.Κι ένα τελευταίο. Είμαι fan της τραγουδοποιίας του Άκη Πάνου. Δεν υπάρχει λόγος να εξηγώ γιατί. Καταλαβαινόμαστε, νομίζω. Υπάρχουν δεκάδες «δεύτεροι» τραγουδιστές (δεν είναι απαξιωτικός, σώνει και καλά, ο χαρακτηρισμός), που έχουν πει είτε πρωτότυπα τραγούδια του, είτε έχουν διασκευάσει τις επιτυχίες του. Για να είμαι ειλικρινής τον Ι. Τάχτα (μάλλον Γιάννης Τάχτας) δεν τον ήξερα. Αγόρασα λοιπόν, κουτουρού, το 45άρι «Ρολόι κομπολόι/ Η κουτσομπόλα» στην εταιρία Boem [GA 125, 1967;] τού Α. Γκαργκάσουλα (από το... τότε 2 της Αγ. Κωνσταντίνου), εξαιτίας της πρώτης πλευράς. «Σκληρή» εκτέλεση, από μιαν «άγαρμπη» φωνή, που βγάζει παλληκαρίσια το τραγούδι.
Κι επειδή αυτά τα κείμενα δεν μπορεί παρά να λειτουργούν συνειρμικά, να και το καλύτερο «ακη-πανικό» τραγούδι, που δεν το έχει γράψει ο Άκης Πάνου. Φώτης Στασουλάκης… «Το τζάκι». (Το ψάχνω).
Είχα ήδη δύο 45άρια του Σπύρου Πιπεράκη – ενός πρωτοπόρου ηλεκτρικού κιθαριστή, που βρίσκεται πίσω από τις jazz μπάντες του Χατζιδάκι στα fifties και τα early sixties – αλλά δεν περίμενα να βρω, σε διαφορετικές μεριές, αλλά τέσσερα 45άρια του (σε μέτρια κατάσταση), με απίθανα κομμάτια.Στο πρώτο αναγράφεται ένα “made in germany”, παρότι οι γραμματοσειρές του είναι ελληνικές και περιέχει τα κομμάτια “Madubala (cha-cha)/ Christina (mambo)” [Greca G 1501]. Είχα ακούσει τη «Μαντουμπάλα» με τις πενιές του Aris San, όπως και την... psych version από τον Γιώργο Μπαγιώκη, αλλά σε cha-cha δεν την είχα ακούσει. Ωραία εκδοχή.Ακόμη ωραιότερη ήταν η “Arabella”, μια αεράτη bossa nova, από το 45άρι “Arabella/ Remenisence” [Greca GR-5]. Λογικώς, μιλάμε για τις αρχές των 60s, όταν το cha-cha (ήδη), όπως κι η bossa (σιγά-σιγά) άρχιζε να παίρνουν κεφάλι στο χώρο της διασκέδασης, λίγο πριν εκτοπιστούν από τα… σέικ και τα… μπλουζ. (Όχι πως θα σταματούσε ν' απασχολούν τους συνθέτες της jazz, αλλά και κάποια συγκροτήματα βεβαίως, και μετά τα μέσα των sixties). Για τ’ άλλα δύο δισκάκια θα γράψω μιαν επόμενη φορά, όταν θα έχω συγκεντρώσει κάποια παραπάνω στοιχεία για το jazz κεφάλαιο «Σπύρος Πιπεράκης».Ένα άλλο δισκάκι, το οποίο το είχα δει και παλιότερα χωρίς να το αγοράσω, ήταν ένα «διαφημιστικό» του Μίμη Πλέσσα από το 1969, που είχε γίνει με χορηγία της σοκολατο-βιομηχανίας ΙΟΝ και το οποίο καταπιανόταν με την ιστορία του αμερικανού λαϊκού ήρωα Davy Crockett (1786-1836). Το «Ντέιβι Κρόκετ (Μέρος πρώτο)/ Ντέιβι Κρόκετ (Μέρος δεύτερο)» [PR7T] ανήκει στην κατηγορία των «παιδικών δίσκων», αλλά έχει και μουσικό ενδιαφέρον, αφού την αφήγηση της ιστορίας (νομίζω πως η φωνή ανήκει στον ηθοποιό Βασίλη Μαυρομάτη) συνοδεύει η… ελαφρά ορχήστρα του Μίμη Πλέσσα.Κι ένα τελευταίο. Είμαι fan της τραγουδοποιίας του Άκη Πάνου. Δεν υπάρχει λόγος να εξηγώ γιατί. Καταλαβαινόμαστε, νομίζω. Υπάρχουν δεκάδες «δεύτεροι» τραγουδιστές (δεν είναι απαξιωτικός, σώνει και καλά, ο χαρακτηρισμός), που έχουν πει είτε πρωτότυπα τραγούδια του, είτε έχουν διασκευάσει τις επιτυχίες του. Για να είμαι ειλικρινής τον Ι. Τάχτα (μάλλον Γιάννης Τάχτας) δεν τον ήξερα. Αγόρασα λοιπόν, κουτουρού, το 45άρι «Ρολόι κομπολόι/ Η κουτσομπόλα» στην εταιρία Boem [GA 125, 1967;] τού Α. Γκαργκάσουλα (από το... τότε 2 της Αγ. Κωνσταντίνου), εξαιτίας της πρώτης πλευράς. «Σκληρή» εκτέλεση, από μιαν «άγαρμπη» φωνή, που βγάζει παλληκαρίσια το τραγούδι.
Κι επειδή αυτά τα κείμενα δεν μπορεί παρά να λειτουργούν συνειρμικά, να και το καλύτερο «ακη-πανικό» τραγούδι, που δεν το έχει γράψει ο Άκης Πάνου. Φώτης Στασουλάκης… «Το τζάκι». (Το ψάχνω).
Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010
ο CAPTAIN BEEFHEART στο “Blue Collar”…
Το “Blue Collar” το γύρισε ο σεναρίστας τού “Taxi Driver” (και άλλων τινών) Paul Schrader. Ωραία ταινία (από το 1978), που συνδύαζε το δραματικό στοιχείο με κάποιες κωμικές καταστάσεις (έπαιζε εξάλλου ο Richard Pryor), και την οποίαν είχα δει πριν κάμποσα χρόνια στην τηλεόραση. Δε θυμάμαι λεπτομέρειες. Εκείνο όμως που δεν πρόκειται να ξεχάσω είναι την ερμηνεία του Captain Beefheart στο τραγούδι του Jack Nitzsche “Hard workin’ man”. Το τραγούδι ακούγεται σε διάφορες συλλογές με συνθέσεις του Captain, όπως ας πούμε στην “The Dust Blows Forward (An Anthology 1966-1982)” [Warner Bros, 1999] και βεβαίως στο OST, που είχε βγει στην MCA [3034] το 1978. Eπί της μουσικής είχε ανακατευτεί και ο Ry Cooder, ο οποίος, προφανώς, ήταν και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον Captain και τον Nitzsche (ως γνωστόν ο Cooder είχε πάρει μέρος στην ηχογράφηση του “Safe as Milk”, παίζοντας κιθάρες, μπάσο, επιμελούμενος ενορχηστρώσεις), συμμετέχοντας μάλιστα και στην εν λόγω ηχογράφηση.
O Captain ποτέ πριν στη ζωή του δεν είχε ακουστεί τόσο «ίδιος» Howlin’ Wolf· o οποίος Howlin’ Wolf «συμμετείχε» στο ίδιο OST τραγουδώντας το “Wang dang doodle”. Παράξενα πράγματα… Εις μνήμην...
O Captain ποτέ πριν στη ζωή του δεν είχε ακουστεί τόσο «ίδιος» Howlin’ Wolf· o οποίος Howlin’ Wolf «συμμετείχε» στο ίδιο OST τραγουδώντας το “Wang dang doodle”. Παράξενα πράγματα… Εις μνήμην...
το τελευταίο μυστικό του Ποσειδώνα…
Έφτιαξε ένα περιποιημένο mix ο Φανταστικός Ήχος (http://is.gd/iV888) με White Noise, Country Joe, Pink Floyd και άλλα διάφορα, ανάμεσα στα οποία «κόλλησα» λιγάκι με την περίπτωση του Rüdiger Lorenz.Με τον γερμανό μουσικό, που δεν ζει πια (πέθανε το 2000, στα 59 του χρόνια) είχα έλθει σ’ επαφή, δι’ αλληλογραφίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν το ενδιαφέρον μου (ως ακροατής και ως γραφιάς) για τα αναλογικά synthesizers χτύπαγε κόκκινο.Ο Lorenz υπήρξε μία αυθεντική περίπτωση ερευνητή μουσικού, ο οποίος προτιμούσε να κινείται μόνος του (για να μην πω εντελώς μόνος του), κατασκευάζοντας ο ίδιος, συνήθως, τα σύνθια που χρησιμοποιούσε, και όντας ταγμένος μέσα σε μία do it yourself πρακτική ηχογραφούσε σε κασέτες, αργότερα σε LP και στη συνέχεια σε CD, τις electro ιδέες του – οι οποίες, και αυτές, εξελίσσονταν συν τω χρόνω.Ο Lorenz πειραματίστηκε ευρέως με το sampling, επιχειρώντας να ενώσει με ξεχωριστή επιτυχία τον ήχο των analog synthesizers με τις «μουσικές του κόσμου», κινούμενος σ’ ένα δικό του χώρο synth music (οι Αμερικανοί θα τον κατέτασσαν στους… new-agers), αφήνοντας ξεχωριστό έργο στην εταιρία του Syncord. Δείτε κι εδώ http://is.gd/iVaMC ...
(Το οπτικό υλικό που δημοσιεύω αφορά μέρος της αλληλογραφία μας)