Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

ΠΑΤΡΑ - ΡΕΪΚΙΑΒΙΚ μέσω Film και Rökkurró

Πριν από λίγο καιρό η πατρινή εταιρία Inner Ear κυκλοφόρησε δύο κάπως… παράξενους δίσκους βινυλίου (ένα 7ιντσο κι ένα LP). To 7ιντσο αφορούσε στους Film και στο… ισλανδικό τραγούδι τους “Harmur fuglsins” (υπάρχει στην b side και σε remix), στο οποίο τραγουδούσε η Ισλανδή Hildur Kristín, μέλος του συγκροτήματος Rökkurró, ενώ το LP δεν ήταν άλλο από το δεύτερο άλμπουμ των Rökkurró, υπό τον τίτλο “Í Annan Heim”, που ως βινύλιο, κυκλοφορεί μόνον από την Inner Ear, ενώ ως CD από την ισλανδική 12 Tónar. Κυκλοφορίες της 12 Tónar, άλμπουμ δηλαδή των Ragnheidur Grondal, Skuli Sverrisson, My Summer As A Salvation Soldier και Biggi, όλως συμπτωματικώς, άκουγα τον προηγούμενο Αύγουστο…
Στους Film είχα σταθεί στα τέλη του ’09, με αφορμή την κυκλοφορία του “Persona”, πάλι από την Inner Ear. Έγραφα, τότε, πως… το συγκρότημα και μετά την αποχώρηση της Ελένης Τζαβάρα, παρέμενε ένα από τα πιο ελπιδοφόρα της εγχώριας σκηνής. Μάλιστα, μ’ εκείνο το CD τούς έβρισκα ακόμη πιο προχωρημένους, από τη στιγμή που μπόρεσαν να καλύψουν το κενό της προηγούμενης τραγουδίστριας με τη νεοφερμένη (τότε) Ιφιγένεια Atkinson. Στις υπόλοιπες θέσεις ο Κώστας Μπόρσης ντραμς, κρουστά, ο Δημήτρης Μπόρσης μπάσο, φωνή, samples και ο Μανώλης Ζαβιτσάνος κιθάρες, autoharp. Το «προχωρημένο» είχε να κάνει με το γεγονός ότι υπήρχε μία μετατόπιση του ήχου του γκρουπ προς πιο eighties poppy καταστάσεις – οι περικοκλάδες του grunge στ’ αζήτητα. Όπερ οι κιθάρες οπισθοχωρούσαν κάπως, με τη θέση τους να καταλαμβάνουν κάποια «ζωγραφικά» στοιχεία. Ολίγα ηλεκτρονικά, τα σαξόφωνα, τα έγχορδα, οι τρομπέτες, τα τρομπόνια, με τις συνθέσεις των Film να δημιουργούν το πιο κατάλληλο περιβάλλον για να περάσουν κομμάτια όπως το “Private” ή το “Long coffee break”. Τα πράγματα δεν είναι και πολύ διαφορετικά στο “Harmur fuglsins”. Η ρέουσα μελωδία τονίζεται έτι περισσότερο από τα φωνητικά της Hildur Kristín, αλλά και γενικότερα η φωνητική επεξεργασία βρίσκεται πολύ επάνω, προσφέροντας άλλον αέρα στο κομμάτι. Η ενορχήστρωση, υποδειγματική για pop σύνθεση (δεν ξέρω αν υπάρχουν πνευστά, υπάρχει όμως μία άψογη γραμμή τους, δεν ξέρω αν υπάρχει μέλοτρον, υπάρχει όμως η μαγεία του) είναι εκείνη που μετατοπίζει το “Harmur fuglsins” υπεράνω των ορίων του γοητευτικού. Το remix των, επίσης Ισλανδών, FM Belfast προσφέρει στο κομμάτι μία περισσότερο electro διάσταση, η οποία δεν το αποδυναμώνει αναγκαστικώς.Όπως προανέφερα η Hildur Kristín (Stefánsdóttir) είναι μέλος των Rökkurró· οι υπόλοιποι… Axel Ingi Jonsson, Arni Por Arnason, Björn Pálmi Pálmason και Ingibjörg Elsa Turchi (αν αντιγράφω σωστά τα ονόματα από το… καλλιγραφικό ένθετο). Τo γκρουπ, όπως διάβασα, έχει ήδη ένα άλμπουμ, το “Það kólnar í kvöld” (Κάνει Περισσότερο Κρύο Απόψε), που έδρεψε δάφνες στην Ισλανδία (δεν το έχω ακούσει), ενώ το δεύτερό τους “Í Annan Heim” (Σ’ Έναν Άλλο Κόσμο) είναι εκείνο το οποίο τοποθετεί στον κατάλογό της η Inner Ear.
Μία γενική παρατήρηση έχει να κάνει με το γεγονός πως στο LP κυριαρχεί η φωνή τής Hildur Kristín. Η παιδική χροιά της, δε, δεν φαίνεται να εμποδίζεται από τις ενορχηστρώσεις του γκρουπ, στις οποίες, θα έλεγα, πως τα έγχορδα έχουν το πάνω χέρι. Τούτο δε σημαίνει πως απουσιάζουν τα κλασικά όργανα (κιθάρα, μπάσο, ντραμς – για pop, με την ευρεία έννοια, μπάντα συζητούμε), απλώς ότι αυτά, ο ρόλος των κλασικών δηλαδή, υποσκάπτεται από το πληθωρικό background. Χαρακτηριστικό δείγμα της art-pop αισθητικής των Rökkurró, το τραγούδι τους “Augun opnast”, που κλείνει την πρώτη πλευρά, με το αδιαπραγμάτευτο βαρύ στρώμα και την ωραία αρμονική επεξεργασία. (Και) στην b side δεν μπορεί παρά να κυριαρχούν οι ερμηνείες της Kristín, οι οποίες, συχνά, μοιάζει να λειτουργούν συμπληρωματικώς εν σχέσει με τις «μαγικές» ενορχηστρώσεις. Στο “Fjall” π.χ., ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του άλμπουμ, η όλη επεξεργασία αφήνει μιαν αίσθηση «προσευχής», ενώ στο έσχατο “Svanur” η εισαγωγή πιάνο-φωνή και η επακόλουθη στοιχειώδης ενοργάνωση παρέχουν σκυτάλη σ’ ένα λυρικό… ουρανομήκες κλείσιμο· ίδιον μιας σκηνής που σείεται από γήινες και χθόνιες δονήσεις.
Επαφή: www.inner-ear.gr, www.rokkurro.com

WOLFGANG SAUER τευτονικά δράματα

Γερμανοί, καθότι, οι άνθρωποι της Sonorama δεν γίνεται να μη σκύψουν και στο παραδοσιακό δικό τους τζαζο-υλικό, βγάζοντάς το απ’ την αφάνεια. Καλά τα funk, τα soul, τα afro, τα latin και τα libraries, όμως, ώρες-ώρες, εκείνο που προέχει είναι να αποκαλυφθούν οι ρίζες, όχι μόνον του κλασικού swing τζαζοτράγουδου, που ήκμασε στη χώρα στα late fifties, αλλά και η βάση του τυπικού γερμανόφωνου schlager, που ξεκίνησε, δειλά, νωρίς στη δεκαετία του ’50, για να φθάσει στις δόξες του στα sixties και τα seventies. Επηρεασμένοι από τις αμερικανικές jazz-ballads, οι… schlager συνθέτες και ερμηνευτές υπερέβαλαν εαυτόν στην προσπάθειά τους να αποδώσουν τα έντονα συναισθηματικά φορτία των στίχων, τη βοηθεία δακρύβρεχτων ενορχηστρώσεων και kitsch διακόσμου.Αγαπημένο, κυρίως, ή, για να είμαστε ακριβείς, και αγαπημένο από την gay culture, το schlager βρίσκει στο πρόσωπο του τυφλού τραγουδιστή Wolfgang Sauer, έναν από τους πρώτους αθόρυβους εκπροσώπους του. Με την καμπάνα, τύπου Sinatra φωνή, ο Sauer, ερμηνεύει, εις πείσμα της γερμανικής ψυχρότητας, θερμές σελίδες του αμερικανικού songbook (Hoagy Carmichael, Irving Berlin και τα λοιπά), σ’ ένα άλμπουμ – το “Sweet und Swing” [Sonorama LP-46, 2010], πρώτη έκδοση στην Electrola το 1959 – το οποίο δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην εποχή του· ίσως και λόγω Elvis. Ο «βασιλιάς», ως γνωστόν, παρεπιδημούσε τότε στη Δυτική Γερμανία – έζησε κάποιο διάστημα, ως φαντάρος στο Bad Nauheim, υπάρχει και το σχετικό CD “Greetings from Germany, The Complete 1959 Bad Nauheim Sessions” – και, όσο να’ναι, προσέλκυε εκείνος τα φώτα της δημοσιότητας (και) με το δικό του «crooner-ίστικο» υλικό. Μεστές, στα όρια του… δράματος, οι ενορχηστρώσεις των Paul Kuhn και Friedel Berlipp (άλλως Berry Lipman).
Τραγούδι από το “Sweet und Swing” δεν βρήκα. Βρήκα όμως μία «σουινγκάτη» εκδοχή του κλασικού “Train kept a rollin'” του Tiny Bradshaw, πάντα με τον Wolfgang Sauer, που μπορεί να πει και στους ροκάδες…

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

BROWNOUT latin φωτιά και λαύρα

Brownout λέγεται το νέο μεγάλο όνομα του (αμερικανικού) latin-funk, με κάποιες όμως σαφείς afro αναφορές (ο Dibango θα είναι πάντα μία βάση) και γενικότερη παλαιική συνείδηση. Τώρα, το ότι προέρχονται από το Austin του Texas, και όχι από την Νέα Υόρκη φερ’ ειπείν ή τη Δυτική Ακτή, είναι ένα... πρόβλημα αυτό, που έχει να κάνει, κυρίως, με τον τρόπο που αποτυπώθηκε στο υποσυνείδητό μας κομμάτι της ιστορίας του είδους (Malo και Santana από τη μια μεριά, Joe Bataan και Seguida από την άλλη). Τι να γίνει; Θ’ αλλάξουμε...
Πολυμελείς οι Brownout στο παρθενικό τους “Homenaje” [Freestyle, 2008]. Gilbert Elorreaga τρομπέτα, Johnny Lopez III ντραμς, φωνή, Greg Gonzalez μπάσο, κιθάρα, πλήκτρα, vibes, Adrian M Quesada κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα, Matthew Holmes congas, Josh Levy βαρύτονο σαξόφωνο, Leo Gauna τρομπόνι, Humberto Martinez κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα, συν πέντε ακόμη guests δομούν επί χάρτου και οικοδομούν επί πάλκου ένα σύνθετο latin-funk, που στηρίζεται στην κεραυνική παρουσία των πνευστών, τα καταιγιστικά κρουστά μπλοκ, τα πυρωμένα breaks, των πνευστών κυρίως, που έπονται συνήθως των αναλόγων ομαδικών ντεμαράζ, τα chorus (όταν υπάρχουν) vocals και κυρίως, γιατί εδώ είναι η διαφορά, σε μία διαμορφωμένη (εξ αποστάσεως, ok) afro διάθεση (θυμηθείτε τους Antibalas Afrobeat Orchestra), ικανή πάντως να τους προχωρήσει στο επόμενο κεφάλαιο. Όλο το άλμπουμ είναι δυναμίτης – αν αυτό ενδιαφέρει. Όμως η εκδοχή τους στο “African battle” του Manu Dibango, από το “Africadelic” των mid-seventies, καθώς και ορισμένα δικά τους θέματα, όπως το Chema’s contraband, το Laredo 77, το El narco, το «φανκαντελικό» You already are, όπως και το έσχατο βομβίδιον Chafa Khan artistry είναι όλα χρυσοβελονιές σ’ ένα υφαντό, που θα λάμπει για πολλά ακόμη χρόνια.Mε μικρές αλλαγές στο team (Gilbert Elorreaga τρομπέτα, Johnny Lopez ντραμς, Greg Gonzalez μπάσο, Adrian Quesada κιθάρα, Matthew Holmes congas, Josh Levy βαρύτονο σαξόφωνο, φλάουτο Leo Gauna τρομπόνι, Beto Martinez κιθάρα, Mark V. Gonzales τρομπόνι, John Speice κρουστά, συν 13 ακόμη guests!) οι Brownout και με το “Aguilas and Cobras” [Six Degrees, 2009] φανέρωσαν ότι δε μασάνε. Το αποτέλεσμα υπήρξε και αυτή τη φορά εκείνο που θα πρέπει να είναι, όταν αναφερόμαστε σε συγκροτήματα αυτού του τύπου. Στα 54 λεπτά του “Aguilas and Cobras” οι ρυθμικές δονήσεις χτυπάνε διαρκώς «κόκκινο», τα ορχηστρικά τους είναι άλλο πράγμα (“C 130”), τα παιξίματα είναι ολοκληρωτικά, θυμίζοντάς μας τα μεγάλα συγκροτήματα των late sixties-early seventies, η ατμόσφαιρα που… εγκαταλείπουν στο πέρασμά τους οι Τεξανοί είναι από ’κείνες, που όλο και σπανιότερα εντοπίζονται στο σήμερα. Δεν είναι, δε, σύνηθες το γεγονός το άλμπουμ να κυλάει και… όσο εκείνο κυλάει να γίνεται μεστότερο, θερμότερο. Κάπως, δηλαδή, σαν να πρόκειται για live, εκεί όπου το συγκρότημα «ζεσταίνεται», καταλήγοντας, σταδιακώς, στη συναισθηματική φόρτιση του τέλους (“Semi futuristic love affair/Con el cuete”).
Πολύ δυνατή περίπτωση latin-funk σχηματισμού, σε ευθεία γραμμή με τους πατέρες και τους προπάτορες του είδους.

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

SMAK βάρα νταγερέ*

Προς τα τέλη των 70s η Music-box (το ελληνικό label Music-box εννοώ) είχε συνάψει σχέση με τη γερμανική Bellaphon/Bacillus, εκδίδοντας στη χώρα μας κάποια από τα LP της εταιρίας. Έτσι, σε ελληνικές εκτυπώσεις, βγήκαν το “A Tab in the Ocean” των Nektar, το “Time Robber” των Ούγγρων Omega, το “Horizonte” των PSI, το “Friends” των Toto Blanke Electric Circus, το “Black Lady” των Γιουγκοσλάβων Smak (στο label αναγράφεται 1978, ενώ στο οπισθόφυλλο 1979) και δεν ξέρω ποια άλλα ακόμη…Οι τελευταίοι ήταν ένα από τα καλά σερβικά σχήματα, που φτιάχτηκαν στις αρχές των seventies, για να φθάσουν μέχρι το τέλος της δεκαετίας (υπάρχουν και σήμερα), γνωρίζοντας… παγκόσμια αναγνώριση. Ξεκινούν με το φερώνυμο “Smak” το 1975, έχοντας και των Laza Ristovski στα πλήκτρα – αργότερα στους Bijelo Dugme του Goran Bregovic – και κάνουν το μπαμ με το “Crna Dama” το 1977, δίσκο τον οποίο θα «τσιμπήσει» η Bellaphon την επόμενη χρονιά, κυκλοφορώντας τον στην τότε Δυτική Γερμανία. Με μια διαφορά όμως. Το συγκρότημα πήγε στα Morgan Studios του Λονδίνου, για να ηχογραφήσει την english version του LP σε παραγωγή του Martin Levan (δούλευε λίγο πριν-λίγο μετά με τους Colosseum II, Man, Iron Maiden, John Martyn…) έχοντας στη σύνθεσή του τους Boris Arandjelovic τραγούδι, Radomir Mihajlovic-Tocak κιθάρες, Zoran Milanovic μπάσο, Miodrag Petkovski-Miki πλήκτρα και Slobodan Stojanovic-Kepa ντραμς. Στο άλμπουμ, που είχε πια μετονομαστεί σε “Black Lady”, συμμετείχε string quartet και ακόμη ο γνωστός περκασιονίστας Maurice Pert (από Jonecy, Sun Treader, Brand X κ.ά.). Τo αποτέλεσμα είναι συμβατό με την τροπή που είχε το prog-rock προς τα late seventies – δεν χρειάζεται να πω πως οι Smak ηχούν καλύτερα από πολλά αγγλοσαξονικά σχήματα της εποχής – κατορθώνοντας να «γράψουν», κυρίως λόγω της πληκτρονικής φαντασίας τού Petkovski.
Το “Daire” (νταγερές, ντέφι) δεν το βρήκα στην βρετανική του εκδοχή (ως “Tambourine” με τους στίχους της Karen Levan). Το βρήκα όμως ως “Daire” σ’ ένα live-video, που το έχει δει η μισή Σερβία…
*«Βάρα νταγερέ»: τραγούδι των Απόστολου Καλδάρα - Λευτέρη Παπαδόπουλου

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

ΟΡΦΕΑΣ ΠΕΡΙΔΗΣ – ΠΑΝΟΣ ΤΣΑΠΑΡΑΣ

Διαβάζω από ’δω κι από ’κει, τις τελευταίες ημέρες, για τα 20χρονα στη δισκογραφία του Ορφέα Περίδη, τα οποία και θα εορταστούν με εμφανίσεις, αλλά και τη σύμπραξη του καλλιτέχνη με τους Human Touch (Σταύρος Λάντσιας, Γιώτης Κιουρτσόγλου, David Lynch). Να πω από την αρχή πως εκτιμώ τον Περίδη ως τραγουδοποιό, και τον ξεχωρίζω μέσα από το κυρίως σώμα του «εντέχνου». Ο άνθρωπος ξέρει να φτιάχνει τραγούδια, που ν’ αντέχουν σε όλα τα επίπεδα. Μουσικές, στίχοι, αναφορές, παιξίματα (ο ίδιος ως κιθαρίστας έχει μεγάλες πιένες), άπαντα εντάσσονται σ’ εκείνο που ονομάζουμε προσωπική ματιά. Περαιτέρω, έχει διάγει μια πορεία στην οποίαν δεν βρίσκεις εύκολα πατήματα, για να τον κατηγορήσεις. Έχει αποφύγει πολλούς σκοπέλους, έκλεισε τ’ αυτιά του σε σειρήνες, δεν ανακατεύτηκε με το «χύδειν» θέαμα.
Θυμάμαι το 1993, όταν είχα αγοράσει το πρώτο του άλμπουμ Αχ Ψυχή μου Φαντασμένη [Ακτή ΑΚΤ 473848 1], μου είχε κάνει εντύπωση ένα αυτοκόλλητο που υπήρχε πάνω δεξιά, στο μπροστινό μέρος του εξωφύλλου, που έγραφε: «νέος καλλιτέχνης/ ΑΝΑΚΑΛΥΨΤΕ!/ τιμή γνωριμίας». Βεβαίως, δε θυμάμαι, τώρα, πόσο… γνωριμίας ήταν η τιμή αγοράς εκείνου του δίσκου, θυμάμαι όμως πως το «νέος καλλιτέχνης» μού είχε «χτυπήσει» κομματάκι.
Ο Περίδης, δύο χρόνια πριν από το πρώτο του LP είχε συμμετάσχει στους Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας, τραγουδώντας τον «Ρομπέν των καμμένων δασών», καταλαμβάνοντας ένα από τα τέσσερα πρώτα βραβεία (νομίζω το τέταρτο). Το τραγούδι, που ήταν όντως καλό υπάρχει αρχικώς στο 2LP του Σείριου/MBI [SMH 91.012-13], όπως υπάρχει, σε άλλη version, και στο LP του ’93. Προφανώς, το 1991 θεωρείται η αρχή της καριέρας του Περίδη, και γι’ αυτό, τώρα, εορτάζονται τα 20χρονα. Υπάρχουν όμως τρεις τουλάχιστον δίσκοι με τ’ όνομά του στα credits, πριν από το ’91…
Πρώτα-πρώτα στα «Σύνεργα» [Lyra 4559] του Νίκου Παπάζογλου από το 1990. Εκεί ο Περίδης είχε γράψει τρία από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου. Τα «Μάτια μου», «Θάνατο θέλω τραγικό» και «Φεύγω». Το τελευταίο, που ακούστηκε πολύ (και από τον Παπάζογλου) υπάρχει φυσικά και στο «Αχ Ψυχή μου Φαντασμένη».Πρώτη φορά που πρέπει να γράφτηκε το όνομα του Ορφέα Περίδη σε δίσκο ήταν το 1979. Πριν από 32 χρόνια δηλαδή! Κατά μίαν έννοια λοιπόν δεν ήταν καθόλου «νέος καλλιτέχνης» το 1993. Εκείνη τη χρονιά (το 1979) είχε παίξει μπουζούκι, κλασική και ακουστική κιθάρα στον πρώτο δίσκο του Πάνου Τσαπάρα, που λεγόταν «Σε Ζητώ» και ο οποίος είχε βγει στη Seagull [33/3E LOC 312] του Κώστα Γιαννίκου (ξαναβγήκε με άλλο εξώφυλλο στη United, επίσης ιδιοκτησίας Γιαννίκου, το 1985). Στο άλμπουμ υπήρχαν καλά τραγούδια, όπως το «Μόνο αυτό» και το «Θαρθής», τα οποία ο Τσαπάρας θα τα ξαναηχογραφούσε μερικά χρόνια αργότερα, καθότι δεν απέδιδαν στην πρώτη παραγωγή.
Το 1982 ο Πάνος Τσαπάρας συμμετείχε στους δεύτερους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας, που είχε οργανώσει ο Μάνος Χατζιδάκις, με το «Οχυρωμένος στις πλαγιές του σεντονιού» (είχε βραβευθεί κιόλας), ενώ είχε τραγουδήσει, στην ίδια παράσταση, και την πρώτη (δημόσια) σύνθεση του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που είχε τίτλο «Η χελώνα».
Το 1983, με τις… δάφνες νωπές ακόμη από τη βράβευση στην Κέρκυρα, ο Τσαπάρας βγάζει στη CBS [25453], τον «Πόθο Διάφανο», ένα από τα καλύτερα... ελληνικά-ελληνικά άλμπουμ της δεκαετίας του ’80. Ο καλαβρυτινός τραγουδοποιός είχε γράψει μουσικές, στίχους, είχε ενορχηστρώσει με φαντασία σ’ ένα folk-rock στυλ κι είχε κάνει παραγωγή σ’ ένα άλμπουμ που έσφιζε από τραγουδοποιητική ζωντάνια. «Πόθος διάφανος», «Κον Θ. Τσαπάρα Καλάβρυτα Αχαΐας» (ήταν το Μόνο αυτό από το LP της Seagull), «Τρέμουν τα ετοιμόρροπα» (ένα από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια της εποχής, και πέραν αυτής, ερμηνευμένο από την Ελένη Τσαγκαράκη), «15 Μαρτίου 1951», «Ορφέα φυλλάξου» (ένα ακόμη ωραίο άσμα, με αναφορές στη στρατιωτική θητεία, γραμμένο από τους Πάνο Τσαπάρα και Ορφέα Περίδη – νάτος, πάλι, ο φίλος μας), «Άβγαλτο κορίτσι». Αυτό το τελευταίο ήταν το «Θαρθής» από το πρώτο άλμπουμ, με άλλους στίχους, κάπως σαν… λόγια ευαγγελίου: «… μα έχεις τρόπους να με πείσεις/ με διαφημίσεις και άλλα σχετικά/ λόγια, ύποπτες κινήσεις, κανα-δυο αυξήσεις/ και καμπόσα θα!!». Το 1986 ο Τσαπάρας θα βγάλει το τρίτο κανονικό του άλμπουμ (αφήνω τα στρουμφοπαιδικά), που είχε τίτλο “Homo Socialis” [CBS 450163-1]. Στο στόχο του; H πράσινη νομενκλατούρα της εποχής: «… ουρλιάζοντας εκλέξαμε την ηγεσία του τόπου/ και κείνη τώρα αθόρυβα μας εκτελεί επί τόπου…».
Εμ, έτσι εξηγούνται όλα φίλε μου. Είχαν το κολάι…

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

ΦΩΤΗΣ ΣΤΑΣΟΥΛΑΚΗΣ η φανταστική ή… what’s on a man’s mind?

Είμαι fan των 45αριών. Γουστάρω δηλαδή τη φόρμα του μικρού δίσκου. Δεν μ’ ενοχλεί το κάτσε-σήκω, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν κάθομαι ποτέ, όταν ακούω δισκάκια. Είμαι μπροστά στο πικάπ, όρθιος και… βάζω-γυρίζω-βγάζω. Αυτή τη δουλειά. Κάπως σαν να ρίχνεις μοσχαρίσιες στα κάρβουνα. Επί μια ώρα, ας πούμε, χωρίς σταματημό. Παλαιά, όσα μού άρεσαν περισσότερο, τα έγραφα σε κασέτες. Τώρα δεν έχω χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες. Ούτε mp3, ούτε τίποτα. Το λίγο χρόνο που διαθέτω (για πάρτη μου, που λένε), τον έχω για να γράφω κάνα κείμενο. Να δω καμμιά ταινία, ξεπετάγοντας ταυτοχρόνως κάνα βιβλίο, ή ξεφυλλίζοντας κάνα περιοδικό. Η μουσική δε λείπει ποτέ, αλλά και τι να πρωτοπρολάβεις;
Πάντα γοητευόμουν από τα δισκάκια, που είχαν καλά και τα δυο τραγούδια τους… και είναι πάμπολλα. Ακόμη περισσότερο γοητευόμουν, όταν η πίσω πλευρά είχε καλύτερο τραγούδι από την πρώτη. Κάτι τύφλωνε τους παραγωγούς και δεν μπορούσαν να διαβλέψουν την πορεία ενός τραγουδιού. Άλλο πριμοδοτούσαν, άλλο τους έβγαινε.
Ένα από τα καλύτερα λαϊκά 45άρια – γιατί για λαϊκό θα γράψω – που έχω ποτέ ακούσει είναι το… «Αξιοπρέπεια/ Όλες είσαστε ίδιες» [Olympic OE 75167] του Φώτη Στασουλάκη, από το 1971. Ο τραγουδιστής δεν είναι από τους πολύ γνωστούς, αν και έκανε καλή καριέρα στα χρόνια του ’70 κυρίως, αλλά και του ’80. Παρά ταύτα είπε δύο τραγούδια (έχει πει κι άλλα), τα οποία θα τιμούν για πάντα την ιστορία του λαϊκού.
Το πρώτο, η «Αξιοπρέπεια» είναι σε μουσική του Γιώργου Μανισαλή και σε στίχους του Κώστα Ψυχογιού. Οι δυο τους έχουν φτιάξει μερικά από τα ωραιότερα λαϊκά του ’70, τραγούδια αξεπέραστα, που ακόμη και σήμερα ακούγονται με συγκίνηση (για όσους συγκινούνται, εν πάση περιπτώσει, με τέτοια πράγματα). Δικά τους είναι το «Αν κάνω άτακτη ζωή», «Ιστορία μου» και «Κάθε ηλιοβασίλεμα» με τη Ρίτα Σακελλαρίου, «Δώσε μου φωτιά» με τον Δημήτρη Μητροπάνο και άλλα διάφορα.Η «Αξιοπρέπεια» είναι ένα ωραίο τραγούδι (με ελαφρολαϊκή φινέτσα) και με τον Στασουλάκη να ερμηνεύει πειστικά τα λόγια του Ψυχογιού, «βοηθούμενος» στη δεύτερη φωνή από την Φωτούλα Χατζή. Δεύτερη πλευρά, το «Όλες είσαστε ίδιες», πάλι των ιδίων δημιουργών. Το τραγούδι αυτό το είχα πρωτακούσει πιτσιρίκος, καλοκαίρι του ’76 (δεν πρέπει να κάνω λάθος) από τον Σπύρο Ζαγοραίο· και μάλιστα το έβαζα συχνά στα τζουκ-μποξ της εποχής. Παφ και δίφραγκο... Δεν μπορώ να εντοπίσω, γιατί μου άρεσε. Νά’ταν οι στίχοι του «Όταν ήμουν παιδί/ πριν γνωρίσω το δάκρυ…»; Η μελωδία του; Ο τρόπος, που το έλεγε ο Ζαγοραίος; Δεν ξέρω. Πάντως, όποτε το άκουγα, περιστασιακώς – και αργότερα που… μεγάλωσα δηλαδή – πάντοτε μου άρεσε. Όταν, μάλιστα το βρήκα στη δεκαετία του ’90 πια, στο εν λόγω 45άρι με τον Στασουλάκη (την πρώτη εκτέλεση δηλαδή), το εξετίμησα ακόμη περισσότερο. Δεν είναι ο φροϋδισμός των στίχων που με συγκινεί, ακόμη και σ’ αυτήν την πρωτόλεια μορφή του – what’s on a man’s mind?... αδελφέ μου – δεν είναι η ερμηνεία τού Στασουλάκη, που είναι cool, χωρίς νταλκάτζες ή μάλλον με ανεπαίσθητες, δεν είναι η μελωδία, δεν είναι η απουσία του τύπου κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν (υπάρχουν τρεις στροφές και στο τέλος επαναλαμβάνονται οι δύο τελευταίες, αλλά δεν…), δεν είναι η ορχήστρα με το περιγραφικό μπουζούκι, το όργανο, την κιθάρα… είναι όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως. Ένα απλό (και γι’ αυτό σπουδαίο) λαϊκό τραγούδι, με αισθητό βάθος.Η «Φανταστική» δεν ξεχάστηκε στο πέρασμα του χρόνου. Τραγουδήθηκε με μεγάλη επιτυχία από το Ζαγοραίο όπως προείπα, στα μέσα του ’70 – σ’ αυτόν οφείλεται η φήμη της –, ξανά από το Φώτη Στασουλάκη (σε άσπρη Olympic), από τον Πάνο Μαρίνο, από τον Αντύπα στα χρόνια του ’80, ακόμη και πιο πρόσφατα το είπε ο Τριαντάφυλλος (ένα παιδί ταλαντούχο – ασχέτως εκείνων που άφησε –, που όπως ξαφνικά εμφανίστηκε, έτσι ξαφνικά παραγκωνίστηκε). Η πρώτη εκτέλεση, ως συνήθως, είναι η αξεπέραστη. Εδώ, και τα δυο τραγούδια…

NORBERT STEIN pata jazz

Μπορεί η Παταφυσική του Alfred Jary (1873-1907) να πρέσβευε ασυναρτησίες – π.χ. ότι κάθε συμβάν είναι εντελώς μοναδικό, καθοδηγούμενο από τους δικούς του ιδιαίτερους φυσικούς νόμους – όμως στάθηκε στο πλευρό του ντανταϊστικού και σουρεαλιστικού κινήματος, ή και του Θεάτρου του Παραλόγου, όσον αφορά σε μια «τρελή» θεώρηση του επέκεινα. Ακόμη και ο Borges έγραψε αριστουργήματα της λογοτεχνίας του φανταστικού, επηρεασμένος από τις παλαβομάρες της.Την αφορμή γι’ αυτή τη μικρή εισαγωγή μου την παρείχε το CD “Silent Sitting Bulls” [Pata Music 20, 2010], που υπογράφεται από τους Norbert Stein/Pata, Horns & Drums· μία (ακόμη) προσπάθεια του γερμανού μουσικού (του Norbert Stein εννοώ) να υπεραμυνθεί ενός προτύπου jazz, που εξακολουθεί να συμβαδίζει με το ταλέντο και την έκπληξη. Τέσσερις οργανοπαίκτες λοιπόν, ο ίδιος στο τενόρο σαξόφωνο, ο Michael Heupel στο φλάουτο, o Nicolao Valiensi στο ευφώνιο και ο Christoph Haberer στα κρουστά, αναζητούν στις παταφυσικές δοξασίες του Jary τη θεωρητική σύνδεσή τους με την ελεύθερη ανάπτυξη, μέσω μιας σειράς συνθέσεων και αυτοσχεδιασμών, που έλκουν την καταγωγή τους από τα sixties και τα seventies.Ξεκινώντας από το φερώνυμο «Σιωπηλοί Καθισμένοι Ταύροι» θα έλεγα πως οι μελωδικές γραμμές του ευφωνίου και του τενόρο επιβάλλονται, σ’ ένα κομμάτι που μοιάζει με… πνευματικό εμβατήριο, αναφορικώς με την περιλάλητη ισπανική εκατόμβη. Στο “Nondual action” επίσης τα μελωδικά στοιχεία κυριαρχούν, τώρα και με τη συμμετοχή του φλάουτου στα τεκταινόμενα, ενώ στο “Paradise Lost” (προφανώς, από το κλασικό – του John Milton – ποίημα της βρετανικής λογοτεχνίας) το κλίμα της απωλείας, του εξορισμού από την Εδέμ, έχει και τις διάφανες στιγμές μέσα στην τραγικότητά του. Σύνθεση που συνενώνει γραμμένες και ελεύθερες προτάσεις, το “This is you” μοιάζει ώρες-ώρες με κρουστή κατολίσθηση, επί της οποίας απλώνονται τα ωραία soli από το φλάουτο και το ευφώνιο. Στο “Quantum mechanics”, o Stein μοιάζει σαν να επιχειρεί να προσεγγίσει μία τζαζ πραγματικότητα, η οποία ολοένα του ξεφεύγει (είναι η… a la Heisenberg «αβεβαιότητα»), την ώρα κατά την οποίαν στο “Schleuderhonig (Strained honey)” οι τόνοι πέφτουν κάπως, πριν χτυπήσουν και πάλι κόκκινο στο “Miao & Chiao”, που κατακρατεί παραλλήλως και κάτι από την πνευματικότητα του... Tao. Στο έσχατο “Hapana Lakini”, το συγκρότημα, τα μέλη του συγκροτήματος καλύτερα, ξεκαθαρίζουν το αισθητικό περιβάλλον στο οποίον αρέσκονται να μάχονται μέσα από μία σύνθεση που δεν κρύβει τις παλαιές, σταθερές αγάπες. Eυανάγνωστο άλμπουμ (από ένα σημείο και πέρα).
Επαφή: www.patamusic.de

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

SUN RA ένα live στο Cleveland

Πόσοι είναι εκείνοι που διαθέτουν ή έχουν ακούσει όλες τις εγγραφές (live ή μη) του Sun Ra; Δεν είναι μόνον η ποσότητα και η σπανιότητα του πράγματος, είναι ταυτοχρόνως η πυκνότητα, η ποικιλία και η προφητικότητα αυτών των ηχογραφήσεων, που πολλαπλασιάζουν, στην πορεία, όλα τα μεγέθη· το χρόνο που απαιτείται για να μπεις στο σώμα τους, το χρόνο που απαιτείται για ν’ αντιληφθείς το πνεύμα τους.Το “Live In Cleveland” [Golden Years/ Leo GY 29, 2009] είναι, μάλλον, το καλύτερο live του Sun Ra και της κουστωδίας του (14μελής εδώ), που έχω ποτέ ακούσει. Αν, μάλιστα, είχε υψηλότερη ποιότητα εγγραφής (η οποία, πάντως, υπερβαίνει αυτήν του ντοκουμέντου...) τότε θα έγραφα για ένα από τα κορυφαία live στην ιστορία της μαύρης μουσικής· παρότι αναξιοποίητο στην εποχή του (rec. 30/1/1975). Περί τέτοιου μεγέθους πρόκειται. Γιατί; Γιατί, εδώ, ο ιδιοφυής αυτός μύστης-μουσικός επιχειρεί να χωρέσει σ’ ένα πρόγραμμα, όχι μόνο τον πολυεπίπεδο electro ήχο που τότε τον απασχολούσε, αλλά, επίσης, όλη την ιστορία και την... μετα-ιστορία της μαύρης μουσικής. Όχι μόνο τα αγαπημένα του blues και τον Ellington, όχι μόνο το λατρευτό του σύνθι (αν μιλάμε δηλαδή για «ηλεκτρονική μουσική», που κονιορτοποιεί την διατλαντική πρωτοπορεία...), αλλά ακόμη την progressive jazz και το αντίστοιχο rock, το funk, την disco, την avant, το rap... τα πάντα. Ακούγοντας το «ζωντανό» στο Cleveland νοιώθεις, όσο ποτέ άλλοτε, πως ο όγκος δουλειάς του Sun Ra (και δεν εννοώ σε αριθμούς LP ή CD) ήταν, είναι και θα παραμείνει ασήκωτος...

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

ΣΚΕΨΗ και ΓΛΩΣΣΑ ΧΕΙΡΟΠΙΑΣΤΗ...

Έριξα μια ματιά στο κείμενο της Ματούλας Κουστένη «Τη γλώσσα μου έδωσαν αγγλική», που δημοσιεύτηκε στο ΕΠ7Α της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (23/1/2001) και που αποτελεί, επί της ουσιάς, παράθεση απόψεων μουσικών τε και στιχουργών (Leon, Κατερίνα Παπαχρήστου/Tango with Lions, Λίνα Νικολακοπούλου, Lolek), οι οποίοι παίρνουν θέσεις και εκφράζουν απόψεις σε σχέση με τη χρήση της αγγλικής γλώσσας στο σύγχρονο τραγούδι (να το πούμε rock, να το πούμε pop, folk, electro… δεν έχει και τόσο σημασία).

Το ζήτημα είναι παλαιό. Τόσο παλαιό, όσο και η λεγόμενη μοντέρνα έκφραση στο ελληνικό τραγούδι, η οποία ξεκινά, χονδρικώς, στα μέσα των sixties. Αγγλικός ή ελληνικός στίχος; Η αντιπαράθεση υπήρξε σαφής από τότε, και, βεβαίως, όλα τα κατοπινά χρόνια, παίρνοντας διάφορες μορφές, επηρεασμένη από τις πολιτικοκοινωνικές ιδιαιτερότητες τής εκάστοτε περιόδου. Μάλιστα, στα χρόνια του ’80 αυτή η αντιπαράθεση είχε πάρει το χαρακτήρα πολεμικής, με «θύματα» (μουσικούς, συγκροτήματα, κοινό) και από τις δυο πλευρές. Στα χρόνια του ’90 και μέχρι τα μέσα των 00s το πράγμα, κάπως «κάθισε», ενώ την τελευταία πενταετία πάνω-κάτω, με τη νέα έκρηξη της εγχώριας indie σκηνής (που δεν είναι άμοιρη της έκρηξης του ΜySpace, του Facebook, του blogging κ.λπ.) , η αντιπαράθεση ξαναφουντώνει. Το ζήτημα είναι σοβαρό, πολύπλοκο, και δύσκολα βγαίνει άκρη. Ιδίως όταν οι απόψεις εκφράζονται με τρόπο απόλυτο και με… ακάλυπτο φανατισμό.

Προσωπικώς έχω στηρίξει (με κείμενα), και θα συνεχίσω να το κάνω, την αγγλόφωνη εγχώρια σκηνή. Υπάρχουν πολλά αξιόλογα πράγματα· και στο επίπεδο του τραγουδιού είναι μία διαρκής ευχάριστη έκπληξη το ν’ αντιμετωπίζεις συνεχώς νέες ιδέες, ν’ ακούς ωραία κομμάτια. Ο αγγλικός στίχος μοιάζει μονόδρομος, αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι. (Ο Boy έχει ήδη στρίψει, στρίβει και ο Lolek, θα στρίψουν κι άλλοι… όχι πως θα παύσει ποτέ να υπάρχουν οι αγγλόφωνοι). Κατ’ αρχάς δεν είναι σωστό εκείνο που λέει ο Leon πώς «στα ελληνικά είναι δύσκολο να κρυφτείς πίσω από τις λέξεις. Στα αγγλικά γίνεσαι αφηρημένος και ξεμπερδεύεις» – δηλαδή έτσι συμβαίνει, αλλά δεν πρέπει. Ορισμένοι έχουν την άποψη πώς το να τραγουδάς στην αγγλική σε απαλλάσσει από την υποχρέωση να λες τα πράγματα ως έχουν, να είσαι καίριος, δηκτικός, ενδεχομένως και ποιητικός την ίδια στιγμή, και άλλα διάφορα. Σε απαλλάσσει περαιτέρω, υποτίθεται, από την υποχρέωση να μπαίνεις βαθιά μέχρι το κόκκαλο, να μην κάνεις τηλεοπτικό ρεπορτάζ μέσω του τραγουδιού, να μην εκφράζεσαι αναιτίως αφηρημένα· να μη λες, εν τέλει, τίποτα το ουσιαστικό.
Η αγγλική γλώσσα, όπως και κάθε γλώσσα, δεν είναι παίξε-γέλασε. Ή την κατέχεις και εκφράζεσαι όπως ακριβώς επιθυμείς (δίχως να ποιείς την ανάγκη φιλοτιμία) ή την αφήνεις κατά μέρος, πιάνεις τη γλώσσα τής μανούλας σου και κονταροχτυπημένος με τις λέξεις, προσπαθείς να εκφράσεις ό,τι θέλεις.

Λέει κάτι σωστό ο Lolek, εντοπίζοντας την αρχή του… δράματος. «Η ιδέα του στίχου σού έρχεται στη μητρική σου γλώσσα. Έπειτα μπαίνεις στη διαδικασία να την ‘μεταποιήσεις’ στα αγγλικά για να καταλήξεις να την παίζεις στο ελληνικό κοινό. Μεγάλη η διαδρομή». Παρακάτω όμως δικαιολογεί τη χρήση της αγγλικής, λέγοντας πως επιλέχθηκε για να διαφοροποιήσει τους χρήστες της από το λεγόμενο «έντεχνο» και από το «lifestyle της πίστας». Αυτό το βρίσκω σχιζοφρενικό. Διαφοροποιείσαι από το έντεχνο ή από την πίστα όχι με το να αλλάξεις σώνει και καλά γλώσσα έκφρασης, μεταφράζοντας τις σκέψεις σου στην αγγλική, αλλά σκάβοντας στις (ελληνικές) σκέψεις σου και επιχειρώντας να τις μετατρέψεις σε βαθύ, προσωπικό έργο. Κανείς δεν γίνεται, a priori, περισσότερο ταλαντούχος επιλέγοντας την αγγλική, αντί για την ελληνική, ούτε είναι σοβαρό το επιχείρημα της Κατερίνας Παπαχρήστου, όταν ισχυρίζεται πως «δεδομένου ότι ο ήχος μας είναι μάλλον ξένος είναι αδιανόητο να τον ντύσουμε με ελληνικούς στίχους». Αν ήταν έτσι, τότε ο Σαββόπουλος π.χ. του «Μπάλλου» και του «Βρώμικου Ψωμιού» (κι εκείνου ο ήχος ήταν «μάλλον ξένος») δεν ήξερε τι έκανε, απoτυγχάνοντας παταγωδώς με το να τραγουδά στην ελληνική. Το ίδιο και διάφοροι άλλοι, πριν ή μετά απ’ αυτόν. Δεν υπάρχει πουθενά κανένα αδιανόητο. Την ενδεχόμενη αδυναμία μας ας μην την προάγουμε σε θέση.

Ο καθείς είναι ελεύθερος να εκφράζεται στην «άλλη» γλώσσα που θέλει (δηλαδή την αγγλική, γιατί σπανίως ακούμε κάποιον Έλληνα να τραγουδά στη γαλλική, τη γερμανική κ.ο.κ.), όμως αν επιζητεί να ξεχωρίσει, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο (και όχι να «μοιάσει» σε κάποιους, όπως λέει η Παπαχρήστου), να μπει στο μεδούλι των γεγονότων, να μιλήσει έξω απ’ τα δόντια, όπως σκέπτεται, για ό,τι σκέπτεται, πρέπει (να μην πω «οφείλει» και το βαρύνω) να το παλέψει με τη μητρική του γλώσσα. Να μην αποδέχεται φθηνές δικαιολογίες και να έχει κατά νουν όσους αγωνίστηκαν και πέτυχαν να γράψουν σοβαρά pop και rock τραγούδια στην ελληνική, μεγαλώνοντας και με Beatles και με Pink Floyd και με Cure και με Blur και με Rage Against the Machine, μέσα στις εποχές. Και επιτέλους, ας σταματήσει αυτή η καραμέλα περί εντέχνου, λαϊκού, σκυλάδικου ή δεν ξέρω ’γω τι άλλο. Κανείς δεν μας κλέβει τις λέξεις. Αξίζει, μάλιστα, να σκύβουμε στο παρελθόν, ν' ανακαλύπτουμε και να μελετάμε τα «διαμάντια» (όπου κι αν βρίσκονται αυτά θαμμένα) και να προσπαθούμε να εκφράσουμε το καθημερινό, ακόμη και το αδυσώπητο καθημερινό, μαθαίνοντας να βάζουμε τις ρημάδες τις λέξεις στη σωστή σειρά, και όχι να τις πετάμε όπου νά'ναι. Να, όπως η Γριά…
Σε ποια γωνιά να τραβηχτώ/ να κλάψω απόψε μόνος;/ Σαν σήμερα χωρίσαμε/ κι απόψε κλείνει χρόνος. Σε ποια γωνιά, σε ποια μεριά/ να τραβηχτώ να κλάψω;/ Τις πέτρες και τα σίδερα/ απόψε να τα κάψω. Σαν απόψε κλείνει χρόνος/ που έφυγες και είμαι μόνος.
Οι λέξεις μπορεί να είναι τετριμμένες (εννοώ κοινές), όμως τόσο η οικονομία τους, όσο και ο τρόπος διαδοχής τους είναι ανεπανάληπτος. Τι να λέμε τώρα; Παρ’ το καν’ το rock αγόρι μου, καν’ το indie κούκλα μου… καν’ το ό,τι θέλεις…

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

WHEN GIRLS DO IT…

Πριν από αρκετά χρόνια, την προ internet εποχή, όταν προσπαθούσα να εντοπίσω τις πρώτες δέκα κυκλοφορίες της βρετανικής blues ετικέτας Red Lightnin’ θυμάμαι πως είχα κολλήσει σ’ ένα νούμερο, το “006”. Δεν μπορούσα πουθενά να βρω ποιο ακριβώς ήταν αυτό, τι περιείχε, σε τι αναφερόταν... Ενώ είχα βρει, με μια σχετική ευκολία θα έλεγα, όλα τα υπόλοιπα LP, εκείνο μου ξέφευγε... Ως συνήθως συμβαίνει, ή τουλάχιστον συμβαίνει σ’ εμένα, στο «συρτάρι» μας κυκλοφορούν διάφορα ημιτελή κείμενα. Κείμενα, δηλαδή, που τα ξεκινήσαμε με όρεξη κάποια στιγμή, για να τα παρατήσουμε ξάφνου στην πορεία, είτε γιατί κουραστήκαμε, είτε γιατί κολλήσαμε, είτε γιατί προέκυψαν άλλα· καλύτερα, πήραν τη θέση τους άλλα. Συμβαίνει. Όπως συμβαίνει να επανερχόμαστε σ’ αυτά, να τα ξαναμελετάμε, να τα συμπληρώνουμε και γιατί όχι και να τα ολοκληρώνουμε.
Η Red Lightnin’ ήταν μία από εκείνες τις βρετανικές ετικέτες (άλλες ήταν η Flyright, η Python, η Revival, η Sunflower…), που έσκασαν μύτη στα τέλη του ’60, με στόχο να σκάψουν (βαθιά) στο blues υπέδαφος, ηλεκτρισμένο ή μη. Έτσι, το εν λόγω label, από το 1969 ξεκινά να ετοιμάζει έναν κατάλογο, ο οποίος μέσα σε 5 χρόνια (1974) έχει να επιδείξει δέκα – μία και μία – blues κυκλοφορίες. Άλμπουμ δηλαδή των Buddy Guy, Little Walter, John Lee Hooker, Albert Collins, Junior Wells, Walter Horton, Earl Hooker, Clarence “Gatemouth” Brown, καθώς και δύο συλλογές, την “Blues In D Natural” (με τον τρομερό Sly Williams ανάμεσα) και την… “When Girls Do It”· το νούμερο “006” δηλαδή. Ένα διπλό LP με 28 κομμάτια, γραμμένα στα αμερικανικά fifties και ιδίως sixties, από γνωστά και άγνωστα ονόματα, το οποίον επανεξέδωσε πρόπερσι η Broadside/ Cherry Red (σε CD). Compilers οι Ian Sippen και Peter Shertser, δύο ονόματα τα οποία, πιθανώς, να λένε κάτι στους φίλους τού british underground rock, αφού έκαναν παραγωγή στο “A=MH2” (1969) των Clark-Hutchinson, στο “In From The Cold” (1969) των Ashkan, αλλά και σ’ εκείνο το “Southern Comfort” (1969) των Walter “Shakey” Horton, Martin Stone, Jessie Lewis και Jerome Arnold (στο οποίο ακουγόταν και η κιθαριστική… raga “Netti-Netti”, ένα από τα κορυφαία track του british psych underground). Ό,τι κάνει τη συλλογή των Sippen και Shertser κατ’ αρχάς ξεχωριστή είναι ο τίτλος της, κι έπειτα το εξώφυλλό της. Φυσικά, και τα τραγούδια της, αλλά γι’ αυτά θα τα πούμε λίαν συντόμως. «Όταν τα κορίτσια το κάνουν» λοιπόν (είναι τίτλος τραγουδιού), κι ένα cover από τα πλέον ακατάληπτα, που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί (και όχι μόνο για blues άλμπουμ). Κάτι εξαδάκτυλες παλάμες, κάτι περίεργες… μαθήτριες (η μία, σαν να βγαίνει από τη «Θηλυκή Ταξιαρχία της Κολάσεως» – Dyanne Thorne δηλαδή), κάτι λεσβιακές περιπτύξεις και στο κέντρο η πιο παράξενη φωτογραφία απ’ όλες, ένας μάγος(;), ένας αποικιοκράτης(;) στην Κεϋλάνη του Μεσοπολέμου(;), περιστοιχισμένος από μια κουστωδία ηλικιωμένων γυναικών. Ο βρετανικός μυστικός συμβολισμός σε όλη του την έκταση. Προσωπικώς, δεν νομίζω πως είναι τυχαίο το art-cover, αλλά άντε τώρα να εξηγήσεις το τι σημαίνει τι… Ας πάμε, λοιπόν, στα τραγούδια, εκεί όπου τα πράγματα είναι, σίγουρα, πιο ξεκάθαρα.
Ρίχνοντας μια πρώτη ματιά στα ονόματα που ανθολογούνται στη συλλογή εκείνο που παρατηρεί κανείς είναι πως τα περισσότερα είναι «άγνωστα». Αν εξαιρέσεις δηλαδή τους Junior Wells, Ike Turner, Memphis Slim, Buddy Guy, άντε και τον Magic Sam, όλοι οι υπόλοιποι ήταν «άγνωστοι» στη Βρετανία των late sixties. Καλλιτέχνες όπως οι Bobby “Guitar” Bennett, Little Oscar Stricklin, Harmonica Fats, Sam Baker, Drifting Charles, Donnie Jacobs, TV Slim, Danny Boy, Mr. Bo, Clear Waters (για τον Eddie Clearwater πρόκειται), Tender Slim, Sugar Boy Williams, ακόμη και ο Magic Slim (που τότε τον ήξεραν… πέντε συγγενείς, η μάνα του και οι γειτόνοι), ακόμη και ο Jimmy McCracklin, απασχολούσαν μόνον τους ερευνητές και τους συλλέκτες. Έτσι, μ’ εκείνη την κίνησή της η Red Lightnin’ (και με την προπέρσινη η Cherry Red), έφερνε στο προσκήνιο το βάθος μιας σκηνής, το απροστάτευτο μαύρο δυναμικό, που κλήθηκε κάποια στιγμή να μπει σ’ ένα στούντιο, καταφέρνοντας να βγάλει προς τα έξω ένα 45άρι· άντε δύο, άντε τρία…
Το “When girls do it”, με το οποίο ξεκινά η συλλογή ίσως είναι γνωστό από την εκτέλεση του Jimmy Reed (υπάρχει σ’ ένα 45άρι της Vee-Jay από το 1966), όμως αυτή εδώ από τον Bobby “Guitar” Bennett έγινε για την εταιρία World Artists (Νέα Υόρκη, 1965) και δε συγκρίνεται με καμμία, όσον αφορά στην κιθαριστική «σκληρότητα», αλλά και στον… σεξιστικό της χαρακτήρα. Το “Suicide blues” είναι ένα εξαιρετικό slow tempo blues, τραγουδισμένο με σπάνια δύναμη από τον άγνωστο Little Oscar Stricklin (rec. 1967). Απεναντίας, μια κάποια φήμη στο blues circuit έχει ο αρμονικίστας Harmonica Fats (λίγες και άξιες οι εγγραφές του), ο οποίος ακούγεται εδώ στο “How low is low” [Darcey, L.A. 1962], ενώ, όσον αφορά στον Magic Slim μπορεί σήμερα να είναι φίρμα, αλλά στο δεύτερο μισό του ’60 δεν τον γνώριζαν παρά ελάχιστοι. Όπως ελάχιστοι είχαν ακούσει τότε το ωραίο, moody τραγούδι του “Love me baby” γραμμένο για την Ja-Wes (Σικάγο, 1968). To “Sweet little angel” που απαθανάτισαν οι Robert Nighthawk και B.B. King το αποδίδει στη συλλογή μας ο Sam Baker, κομμένο και ραμμένο για την εταιρία Athens(!) από το Nashville, το 1964.
Άλλα κομμάτια που αξίζουν της προσοχής μας είναι εκείνα του Drifting Charles, από τη Louisiana. Γραμμένα για την Excello, το 1963, τα “Evil hearted woman” και “Drifting cloud” μπορεί να θυμίζουν άλλους καλλιτέχνες του label (Lonesome Sundown, Slim Harpo) όμως μετράνε. Ο T.V. Slim, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Oscar Wills, γεννήθηκε στο Houston το 1916, για να πεθάνει 53 χρόνια αργότερα στο Kingman της Arizona. Η δισκογραφία του, έτσι όπως την αποτυπώνει και ο Mark Wirtz στο δίκτυο είναι εκτεταμένη (27 singles από το 1955, μέχρι το 1969). Τα δύο tracks που εδώ ακούμε, τα “My heart’s full of pain” και “Don’t knock the blues” είναι γραμμένα στο L.A. το 1968 και βγήκαν τότε για την Pzazz. Παράξενα. Το πρώτο είναι ενορχηστρωμένο με ηλεκτρικό βιολί και όργανο, ενώ το δεύτερο είναι εντελώς αφηγηματικό (ο T.V. Slim υπερασπίζεται τη μουσική με την οποία μεγάλωσε και που του έδινε κι έτρωγε). Τα δύο κομμάτια του Danny Boy, ηχογραφημένα στην Georgia το 1961, αν και είναι downhome, βγάζουν ακεραία την ηλεκτρική δύναμη της εποχής. Εν αντιθέσει δηλαδή με τα δύο του Louis “Mr.Bo” Collins [Detroit, 1966], το “I ain’t gonna suffer” και το “If trouble was money”, που είναι πιο κοντά στο electric Chicago στυλ. Και βεβαίως το “HillyBilly blues” του Clear Waters δεν θα μπορούσε παρά να θυμίζει τη διαχρονική αγάπη του “Chief”, που δεν ήταν (είναι) άλλος από τον Chuck Berry. Ο παντελώς άγνωστος Tender Slim, που ανακαλεί Jimmy Reed (ακόμη και στη φωνή), τα χώνει τόσο στο “Don’t cut out on me”, όσο και στο “I’m checkin’ up” [Herald, 1962]. Το τέλος, με τον Leon “Sugar Boy” Williams, δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερο. Το “Little girl” [Herald, 1960] είναι «θάνατος». Δικαίως, λέμε τώρα, μια mint κόπια φεύγει στο eBay με περισσότερο από 500 δολάρια.
(Tο κομμάτι, παρακάτω, δεν είναι το “Pop corn”, είναι το “Little girl”, και φυσικά δεν πρόκειται για... northern soul).

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Ορισμένοι έχουν την εντύπωση πως η Λένα Πλάτωνος υπήρξε η πρώτη συνθέτιδα, που ασχολήθηκε με την ηλεκτρονική μουσική στην Ελλάδα. Η Ναταλί Χατζηαντωνίου (Ν. Χατζ) είχε γράψει στην Ελευθεροτυπία, την 2/9/2009, το εξής απίστευτο: «Η Πλάτωνος επανήλθε με κατοχυρωμένη πλέον την ιδιότητα της πρωτοπόρου που ‘εφηύρε’ την ελληνική ηλεκτρονική μουσική». Έχω την αίσθηση πως η ίδια η συνθέτιδα, ως πιο σεμνή, δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να ξεστομίζει τέτοιες κοτσάνες. Θυμάμαι πως, τότε, με είχαν πιάσει τα νεύρα μου και πως για να… ηρεμήσω είχα ρίξει στο πλατώ το απίθανο άλμπουμ Ελληνική Ηλεκτρονική Μουσική -1, το οποίον είχε τυπωθεί στην His Master’s Voice [CSDG 67], το 1974.
Το άλμπουμ αυτό, όταν το πρωτάκουσα – κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 – μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Είχα ήδη ακούσει κάποια ελληνικά ηλεκτρονικά LP – και δεν εννοώ του Βαγγέλη Παπαθανασίου, του Ιάννη Ξενάκη και διαφόρων άλλων, που έβγαιναν στο εξωτερικό –, όπως τα δύο άλμπουμ του Κώστα Γανωσέλλη φερ’ ειπείν, το “Synthesis” [PH. NAKAS S.A. 0001, 1980] και το «Χρονοναύτης» [Minos MSM 470, 1983], το “Minotaurus” [RTSCS 2, 1983] του Βασίλη Φωτού, το “Recording Is An Art” [Enigma ESP 106, 1985] του Μάκη Πρέκα, και βεβαίως το “Keyboard Music” [Music-Box X33 SMBN 13019, 1987] με έργα των Βαγγέλη Κατσούλη, Λένας Πλάτωνος, Μιχάλη Γρηγορίου και Μηνά Αλεξιάδη, αλλά τέτοιο άλμπουμ δεν είχα ξανακούσει. Και αναφέρομαι, πάντα, σε αμιγώς ή σχεδόν αμιγώς ηλεκτρονικούς δίσκους και όχι σε δίσκους, στους οποίους υπάρχουν και ηλεκτρονικά όργανα ή καλύτερα ηλεκτρονικά στοιχεία, γιατί εκεί χάνεται λίγο η μπάλα, αφού και στον «Ακρίτα» [Polydor, 1973] ακούγεται πλούσιο VCS3 synthesizer (Άρης Τασούλης) και στις «Βάκχες» [Lyra, 1969] του Νίκου Μαμαγκάκη υπάρχει πληθώρα ηλεκτρονισμού και στο “Maran Atha” [Seagull, 1977] του Σταμάτη Σπανουδάκη τα σύνθια δίνουν και παίρνουν, ακόμη και στο LP των Πελόμα Μποκιού [Lyra, 1972] ακούγεται θερεμίνη(;) στην εισαγωγή του «Πυρετός 42»!
Δεν υποτιμώ, εννοείται, τα έργα της Πλάτωνος, το «Γκάλοπ» [Lyra, 1985] ή τις «Μάσκες Ηλίου» [Lyra, 1984], απεναντίας τα εκτιμώ ιδιαιτέρως, αν και θα πρέπει να κάνω από την αρχή μια διάκριση. Όλα τα ηλεκτρονικά έργα δεν είναι ίδια. Δεν έχει σχέση η τραγουδιστική (ας την πω έτσι) electronica της Πλάτωνος, με τον «Κουκλόκοσμο» του Στέφανου Βασιλειάδη. Εννοώ πως υπάρχει μία πιο δημοφιλής εκδοχή τής electronica και μία περισσότερο πειραματική. Προσωπικώς, δεν διαχωρίζω, απορρίπτοντας. Απεναντίας, επιχειρώ να αντιληφθώ το άπαν.
Για τις early days της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα είχε μιλήσει ο Μιχάλης Αδάμης (στη φωτογραφία) σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi, τον Μάρτιο του ’88 (στον Κώστα Στρατουδάκη). Έλεγε μεταξύ άλλων ο Αδάμης: «Το 1963 πήγα στη Βοστώνη, στο Πανεπιστήμιο Brandeis και είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ ενεργά με αυτό το είδος της μουσικής.(…). Το ’65 επιστρέφοντας στην Ελλάδα έφερα μαζί μου ορισμένα βασικά μηχανήματα και έτσι μπόρεσα να ιδρύσω το πρώτο στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής. Μετά από μένα άρχισε να συλλέγει μηχανήματα ο Γιάννης Χρήστου και να δημιουργεί το δικό του στούντιο. Κατόπιν ο Ελληνικός Σύνδεσμος Σύγχρονης Μουσικής (ΕΣΣΥΜ) παρήγγειλε ένα μεγάλο συνθεσάιζερ, το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα. Μετά απ’ αυτό και για αρκετά χρόνια κανένα αξιόλογο μηχάνημα δεν ήρθε στην Ελλάδα, ώστε να συμβαδίσουμε με την Ευρώπη και την Αμερική, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον πολλών συνθετών, μεταξύ αυτών και το δικό μου, για την ηλεκτρονική μουσική να ατονήσει».Για το ίδιο θέμα γράφει ο Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, στο booklet της έκδοσης της ΕΤΕΒΑ «Από την Ελληνική Μουσική Πρωτοπορεία του 20ου αιώνα», το 1997: «Όμοια κι οι έλληνες: πρώτοι αυτοί του εξωτερικού χρονικά, όπου τα νέα μέσα ήταν πιο προσιτά, όπως ο Ξενάκης (Παρίσι, μέσα δεκαετίας του ’50), αμέσως μετά ο Μαμαγκάκης (Μόναχο) και Λογοθέτης (Βιέννη), έδωσαν λαμπρά δείγματα του νέου είδους. Σύντομα με την εισαγωγή ‘φορητών’ συσκευών (συνθετητής VCS3) μπήκε κι η Ελλάδα στο χορό: θεμελιωτής του είδους (1964/65) και σπουδαίος εκπρόσωπός του (και δάσκαλος του νέου είδους) υπήρξε ο Μ. Αδάμης. Ακολούθησαν αμέσως οι Θ. Αντωνίου, Στ. Βασιλειάδης, Δ. Τερζάκης, Γ. Βλαχόπουλος, και δεκάδες άλλων ώριμων και νέων. Το 1975, με την εισαγωγή του μεγαλύτερου τότε συνθετητή 'SYNTHI 100' ο ΕΣΣΥΜ έστηνε το πρώτο μεγάλο Εργαστήριο Ηλεκτρονικής Μουσικής (ΕΡΓΗΜ) στην Ελλάδα. Παρά την πενιχρότητα των τότε μέσων, τεχνικά, το συνδυασμένο τεχνικό και ιδίως μουσικό αισθητήριο αρκετών σπουδαίων συνθετών, ωδήγησε σ’ εκπληκτικά αποτελέσματα: εκτός από Ξενάκη και Λογοθέτη (που συνέχισαν δημιουργικά εκτός Ελλάδας), εκπληκτικά αποτελέσματα πέτυχε ο Γ. Χρήστου (μ’ απλώς 4 μαγνητόφωνα εξοπλισμό), αλλά κι ο Στ. Βασιλειάδης, τόσο στα πολυπληθή εξαίρετα δικά του έργα, όσο κι ως Δ/της και πρωτεργάτης του ΚΣΥΜΕ (Κέντρου Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας) που ξεκίνησε το σπουδαίο σύστημα της Πολυαγωγίας (UPIC) του Ξενάκη (γνωστό από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, πρωτοπαρουσιασμένο δημόσια εκτός Γαλλίας στη Βόννη το 1977) που παρείχε απείρως περισσότερες δυνατότητες». Όπως αντιλαμβάνεστε από την «Ελληνική Ηλεκτρονική Μουσική -1» δεν θα μπορούσε να απουσιάζει έργο του Μιχάλη Αδάμη. Το «Μεταλλικά Γλυπτά ΙΙΙ» (1972) ανοίγει το άλμπουμ, και μαζί τον μαγικό κόσμο της ελληνικής μαγνητοταινίας (επί του συγκεκριμένου LP εννοώ). Ακολουθεί το «Αλλοίθωρο Ψάρι» (1973) του Δημήτρη Τερζάκη (γιος του λογοτέχνη Άγγελου Τερζάκη, ο οποίος είχε σπουδάσει ηλεκτρονική μουσική στην Κολωνία με τον Herbert Eimert), για να κλείσει η πλευρά με τον «Κουκλόκοσμο» (1973) του Στέφανου Βασιλειάδη, που θα έκανε τους σημερινούς ηλεκτρονικάριους ν’ απορήσουν με την απλότητα των συλλήψεων και τα απίστευτα εφέ και ηχοχρώματα. Ο «Ολοφυρμός» (1973) του Νίκου Μαμαγκάκη (στην β πλευρά) πιθανώς η πιο… kraut απ’ όλες τις συνθέσεις του άλμπουμ, δεν κρύβει τις γερμανικές αναφορές της (ο Μαμαγκάκης υπήρξε μαθητής του Carl Orff). H «Σπουδή ΙΙ» (1973) του Χάρη Ξανθουδάκη, που είχε σπουδάσει ηλεκτρονική μουσική δίπλα στον Μιχάλη Αδάμη, είναι μία σύνθεση κομμένη στα δύο, με το πρώτο μέρος της πιο περιγραφικό και το δεύτερο πιο abstract, ενώ οι «Μορφές ΙΙ» (1973) του Γιάννη Βλαχόπουλου (στη φωτογραφία - κι αυτός με σπουδές δίπλα στον Herbert Eimert) είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μία κορυφαία στιγμή της ελληνικής ηλεκτρονικής μουσικής, ένα απίστευτο κολάζ ήχων και βεβαίως συναισθημάτων, που κουβαλά κάτι από την ίδια την ιστορία του τόπου· έτσι νομίζω, έτσι μου αρέσει να το «ακούω»…
Ο Manwolf Louie, σήμερα, μάς έδωσε ένα link στο cbox, στο οποίο παρουσιαζόταν ένα «άλμπουμ» υπό τον τίτλο “Greek Electronic Music -2”. Ο συγγραφέας του blog μιλάει βεβαίως για ένα… unofficial follow-up, αν και θα πρέπει να πω από την αρχή πως δεν πρόκειται για καμμιά… κοπιαστική συλλογή, αλλά για μια επιλογή ηλεκτρονικών έργων, που πρωτοπαρουσιάστηκαν στη μνημειώδη έκδοση της ΕΤΕΒΑ «Από την Ελληνική Μουσική Πρωτοπορεία του 20ου αιώνα», το 1997 (την ανέφερα και πιο πάνω). Δεν μπορώ να καταλάβω αυτήν την ηλιθιότητα, τού να αποκρύβονται οι πηγές δηλαδή. Έτσι και με τους «συλλεκταράδες» του ελληνικού ροκ. Παίρνουν τα κομμάτια από τα CD και αφού τ’ ανεβάσουν μισά, παριστάνουν ότι φοβούνται μήπως τους τα «κλέψουν». Από εκεί, λοιπόν, είναι οι συνθέσεις των Τάκη Βελιανίτη Κληδών (έργο δημιουργημένο στο ΚΣΥΜΕ με το σύστημα UPIC), Νικηφόρου Ρώτα Αντιφωνία Ι, Κώστα Μαντζώρου Νυχτερινό, Γιώργου Φιλιππή Sea Shell, Στέφανου Βασιλειάδου Δίκη - Έλεος, Δημήτρη Καμαρωτού Συνηχήσεις μερικών επιπέδων σε μια αίθουσα με εκκλησιαστικό όργανο. Ο τύπος μάλιστα (ο blogger εννοώ), προσφέρει και bonus track (λες και τα προηγούμενα αποτελούσαν κάποιο συγκεκριμένο CD!), παρμένο από το άλμπουμ “Hor-Spiel, NEKROLOGLOG 1961/ FANTASMATA 1960” του Ανέστη Λογοθέτη, που είχε βγει στην αυστριακή Preiser Records [120 086] το 1975. Υποθέτω το “Fantasmata und Meditation 1960/61” για μαγνητοταινία. Το συγκεκριμένο LP είναι όντως δυσεύρετο (όπως και πολλά άλλα δηλαδή), αλλά αυτό δε σημαίνει πως σώνει και καλά μπορεί να κοστίζει μια περιουσία.
Πριν καμμιά 10αριά χρόνια είχαν σκάσει μερικές κόπιες στην Αθήνα (νομίζω από ένα συγγενικό πρόσωπο του Λογοθέτη – ο Λογοθέτης είχε πεθάνει στη Βιέννη το 1994), οι οποίες διοχετεύτηκαν στους ενδιαφερομένους. Ξέρετε πως γίνονται αυτά. Στόμα με στόμα. Ορισμένοι, όμως, φαίνεται πως δεν αρκέστηκαν στο να κρατήσουν μία κόπια για τον εαυτό τους (όπως εγώ, ας πούμε) αλλά ενδιαφέρθηκαν ν’ αποκτήσουν κι άλλες, σε πενιχρές τιμές ή τζάμπα. Θεμιτό. Όλα θεμιτά. Από τη στιγμή όμως που εμφανίστηκαν κόπιες στο eBay και μάλιστα με τιμή “buy it now” $230 το πράγμα αρχίζει να μπερδεύεται. (Είχα τυπώσει μία σελίδα το 2004 από το eBay για του λόγου το αληθές).
Εν πάση περιπτώσει. Ο καθείς μπορεί να ζητάει ό,τι θέλει και όποιος του περισσεύουν μπορεί να πληρώνει. Το ζήτημα είναι τι γίνεται με όλους εκείνους που πρέπει ν’ ακούσουν ορισμένες μουσικές ή για να εργαστούν – να γράψουν (όπως εγώ), να εμπνευστούν και να συνθέσουν (όπως άλλοι) – ή και απλώς για να ευχαριστηθούν, και οι οποίοι δεν είναι διατεθημένοι να «σπρώχνουν», γι’ αυτό το λόγο, τεράστια ποσά, τα οποία είτε δεν τα έχουν, είτε δεν επιθυμούν να τα δώσουν. Ευτυχώς το internet εκδημοκράτισε τη διαδικασία, διαχωρίζοντάς μας από τη συλλεκτική μονομανία.

Βοήθησαν τα βιβλία:
1. Αλέξη Ζακυθηνού, Δισκογραφία ελληνικής κλασικής μουσικής, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1993
2. Στέφανου Βασιλειάδη, Για τη Μουσική, εκδ. Citibank, Αθήνα 1984
3. Ελληνικές Μουσικές Γιορτές, Πρώτος Κύκλος, εκδ. Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Αθήνα 2005
4. Ελληνικές Μουσικές Γιορτές, Δεύτερος Κύκλος, εκδ. Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Αθήνα 2006

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

PANAIOTIS deep listening...

«‘Deep Listening’ είναι σήμα κατατεθέν του The Pauline Oliveros Foundation, Inc.’ διαβάζουμε στο εξώφυλλο ενός CD που λέγεται The Ready Made Boomerang. Πολύ σοβαρό μου ακούγεται αυτό. Ευτυχώς, ακριβώς κάτω από αυτήν την έμμεση απειλή υπάρχει μια φωτογραφία των τεσσάρων μελών της Deep Listening Band: η ακορντεονίστα Pauline Oliveros, ο τρομπονίστας Stuart Dempster, ο κλαρινετίστας William O. Smith κι ο ηχομοντέρ Panaiotis μοιάζουν με κουαρτέτο θαλασσόλυκων, που μόλις έχουν επιστρέψει απ’ το κυνήγι της μεγάλης λευκής φάλαινας και αυτοσχεδιάζουν πένθιμα ναυτικά τραγούδια σε κάποιο παραλιακό καταφύγιο».
David Toop, «Ωκεανός του Ήχου» [εκδ. οξ υ, Αθήνα 1998]
Πρωτοδιάβασα για τον Panaiotis στο βρετανικό περιοδικό Audion (No 15) τον Ιούλιο του 1990, ή, μάλλον, λίγο αργότερα· όταν έπεσε το συγκεκριμένο τεύχος στα χέρια μου. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να μάθεις περισσότερα στοιχεία για τον ελληνικής καταγωγής μουσικό, μπορούσες όμως με λίγο κόπο να εντοπίσεις το άλμπουμ των Deep Listening Band στην New Albion [NA 022], ένα απολύτως ιδιόμορφο ηχητικό κατασκεύασμα για ακορντεόν, φωνή, κοχύλια, μεταλλικά αντικείμενα, τρομπόνι, didjeridu, λάστιχο ποτίσματος, σφυρίχτρες και μεταλλικούς σωλήνες. Ηχογραφημένο στον πάτο μιας άδειας, στρατιωτικής, υπόγειας δεξαμενής, το… deep listening είναι ένα παιγνίδι με τις αναδράσεις, τους βόμβους και τα extreme παιξίματα των οργάνων, το οποίον, 22 χρόνια, μετά εξακολουθεί να φαίνεται (και ν’ ακούγεται) απρόβλεπτο.

Ο Panaiotis έκανε ακόμη δύο άλμπουμ με την Deep Listening Band, το “Troglodyte’s Delight” (1990) και το “The Ready Made Boomerang” (1991), έπαιξε μαζί τους στα πιο ασυνήθιστα μέρη (σε ορυχεία, σε κατακόμβες, σε κρατήρες ηφαιστείων), συμμετείχε σε άλμπουμ της Pauline Oliveros, πριν ξεκινήσει από το 1994 και μετά μία περισσότερο προσωπική καριέρα. Για την έως το 2003 πορεία του ελληνικής καταγωγής μουσικού (η μητέρα του ήταν Ελληνίδα), υπάρχει πλήρης ανάλυση στο Jazz & Τζαζ, στο τεύχος 127, από τον Θωμά Ταμβάκο.
Προσφάτως βρήκα και άκουσα ένα μάλλον σπάνιο CD του Panaiotis (στη φωτογραφία που βλέπετε είναι το front cover), από τα ελάχιστα, φρονώ, της δικής τους περιπετειώδους διαδρομής. Έχει τίτλο “Rising Sun” έγινε με τη συνεργασία του ινδού σαντουρίστα Nandkishor Muley και κυκλοφόρησε το 2001, σε ανεξάρτητη παραγωγή. Το άλμπουμ έχει διάρκεια 68 λεπτά και αποτελείται από πέντε συνθέσεις, οι τέσσερις εκ των οποίων είναι βασισμένες σε κλασικές ινδικές ragas. O Ινδός παίζει santur, tabla και κάνει φωνητικά, ενώ ο Panaiotis έχει την ευθύνη της ηχητικής πλοκής, κάνοντας φωνητικά και παίζοντας κρουστά. Το φερώνυμο “Rising sun” ξεκινά μέσα σ’ ένα meditation κλίμα, κάπως σαν εισαγωγή (alap) της επερχόμενης raga (Bhairav), την οποίαν συνοδεύει ο Panaiotis προσαρμόζοντας γύρω της μία κάπως αντιστικτική μελωδία. Στο “Jungle stroll” συντελείται ένα παράδοξο fusion ανάμεσα σε μια raga (Tilang), και την γκαμελανική πεντατονία. Στο “Evening prayer” έχουμε και πάλι μιαν αργή εισαγωγή (alap), η οποία τροφοδοτείται μετά τα 5 λεπτά (όλο το κομμάτι διαρκεί 17) από μία κρουστή ηχοπλοκή, την οποίαν παράγει ο SoundCycler (computerized όργανο, με software αλγοριθμικό ανεπτυγμένο από τον Panaiotis). Το 22λεπτο “Sweet dreams” είναι το πιο ελεύθερο κομμάτι του άλμπουμ. Βασικά, πρόκειται για μία αυτοσχεδιαστική επικοινωνία ανάμεσα στο σαντούρι και την tabla (χειρίζεται ο Sandip Bhattacharya), την οποίαν εμπλουτίζει ο Panaiotis με επιπλέον «όργανα». Η “Mantra”, που ολοκληρώνει το CD βασίζεται σε κλασική θιβετιανή, βουδιστική ψαλμωδία, η οποία αναπτύσσεται μέσα από ένα συνδυασμό «πειραγμένων» φωνητικών των Muley και Panaiotis, τα οποία επίσης «προστατεύονται» από ένα ηχητικό ηλεκτρονικό περίβλημα.
Απολύτως ενδιαφέρον άκουσμα, που έχει, πια, μια δεκαετία πίσω του, ηχογραφημένο στο Panatorium στούντιο της Maitland (Florida).

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

για το ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ…

Το περιοδικό «Λαϊκό Τραγούδι», που έβγαζε (και βγάζει ακόμη;) o Γιώργος Κοντογιάννης και οι συνεργάτες του, το παρακολούθησα από το πρώτο τεύχος του (Οκτώβριος 2002), εκείνο με τον Καζαντζίδη στο εξώφυλλο, και έκτοτε, με κάποιες… απώλειες, μέχρι και πριν από 2-3 χρόνια. Μετά είναι αλήθεια πως το έχασα. Αραίωσε η κυκλοφορία του; Σταμάτησε; Δεν είμαι σίγουρος. Μέσω ενός παλαιότερου συνεργάτη τού «Λαϊκού Τραγουδιού», του Νίκου Μητρογιαννόπουλου (θα σας πω στη συνέχεια με ποια αφορμή γνωριστήκαμε), έπιασα πάλι επαφή με το περιοδικό – εννοώ πως ξέθαψα καμμιά 15αριά τεύχη, που βρήκα στη βιβλιοθήκη μου, ακόμη κι εκείνο με τον Τσιτσάνη στο εξώφυλλο, το υπ’ αριθμόν 6, το οποίον, είναι μάλλον δυσεύρετο – αρχίζοντας και πάλι να το ξεφυλλίζω. Στο νούμερο 10 (Δεκέμβριος 2004), εκείνο με την Πόλυ Πάνου στο cover – ένα τεύχος που το είχα, αλλά μου το έδωσε και ο Νίκος – έμεινα για λίγο στο κείμενο που αφορούσε σ’ έναν άγνωστο τραγουδιστή του λαϊκού, τον Παναγιώτη Μπεμπέλη. Ο Μπεμπέλης περιγράφει τη διαδρομή του στον συντάκτη του περιοδικού Λεωνίδα Στούμπο και κάπου λέει πως, το 1967, τραγουδούσε στο Ντόλτσε Βίτα στην Πλάκα μαζί με τα «παιδιά της Αφροδίτης», τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Ντέμη Ρούσσο. Ο Μπεμπέλης φαίνεται πως θυμάται καλά, λέγοντας χρονιές και ονόματα· έτσι, πιθανώς, δεν κάνει σοβαρό λάθος, όταν λέει πως το 1968 δούλευε στα Ξημερώματα (τέρμα Πατησίων) με τον Δημήτρη Μητροπάνο και τη Ρίτα Σακελλαρίου. Στη σελ.63 του περιοδικού υπάρχει μάλιστα μια διαφήμιση που αφορούσε στο εν λόγω κέντρο. Κοιτώντας την προσεκτικά διαβάζουμε πως στο μαγαζί μαέστρος της ορχήστρας ήταν ο Γεράσιμος Λαβράνος (στο, ας το πούμε, ελαφρό κομμάτι του προγράμματος θα κατέτασσα επίσης τον Τώνη Στρατή και τη Λίτσα Σακελλαρίου – εκείνη τραγουδούσε και όχι η Ρίτα Σακελλαρίου, τουλάχιστον στην περίοδο που αναφερόταν η συγκεκριμένη ρεκλάμα), ενώ με το λαϊκό κομμάτι είχε να κάνει ο περίφημος σολίστας του μπουζουκιού Χάρης Λεμονόπουλος και φυσικά οι τραγουδιστές Δημήτρης Μητροπάνος, Παναγιώτης Μπεμπέλης, Καίτη Ντάλη κ.ά. Υπάρχει, όμως, κάτι που με μπερδεύει στην όλη φάση. Τα Ξημερώματα έχουν δύο τηλέφωνα, εκ των οποίων το ένα είναι επταψήφιο (επταψήφιο τηλέφωνο το 1968; – δεν ξέρω…). Να μην είναι η ρεκλάμα από το ’68 (όπως αναγράφεται στο Λαϊκό Τραγούδι), αλλά να είναι μεταγενέστερη; Δυσκολεύομαι να πάρω όρκο.
Ο Μητροπάνος έχει μιλήσει πολλές φορές για τα Ξημερώματα, ως ένα κέντρο που έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διαδρομή του στο δεύτερο μισό του ’60. Το ίδιο και η Καίτη Ντάλη, το πρώτο LP της οποίας είχε ακριβώς τον ίδιο τίτλο! Λεγόταν Ξημερώματα.. δηλαδή και είχε βγει στην Olympic [SBL 1073], συμφερόντων Ελλαδίσκ, το 1971 (στο εξώφυλλο, δε, αναφερόταν ως Καίτη Ντάλι, με «ι»). Μάλιστα η ανάρτηση για την κυρία Ντάλη πριν από λίγο καιρό (http://is.gd/S0kyTs) ήταν και η αφορμή ώστε να γνωριστούμε με τον Μητρογιαννόπουλο, ο οποίος, αφού διάβασε το κείμενο στο blog, προθυμοποιήθηκε, ως θιασώτης της τραγουδίστριας, να μου αντιγράψει τους τρεις δίσκους της που μου έλειπαν (αλλά και το «Αναζητώ…», που το είχα σε βινύλιο), και τους οποίους δίσκους πάντα μ’ ενδιέφερε να τους μελετήσω. Τον ευχαριστώ πολύ και από ’δω. Ήδη έχω ακούσει 3-4 φορές τα «Ξημερώματα..». Θ’ ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι.Τα «Ξημερώματα..» είναι ένα κλασικό λαϊκό άλμπουμ (τη διεύθυνση της ορχήστρας είχε ο κιθαρίστας Πάνος Πετσάς), το οποίον όμως δεν έχει ένα το ίδιο κλασικό εξώφυλλο (τη φωτογραφία της τραγουδίστριας μπροστά), αλλά έναν... κόκκορα, ζωγραφισμένον από τους Μαριδάκι/Λουκέρη. (Για όλα μπορεί να υπάρχει εξήγηση...). Ο δίσκος θα μπορούσε με άνεση να πάει παράλληλα με τους «αναλόγους» της Ρίτας Σακελλαρίου φερ’ ειπείν (ηχογραφούσε κι αυτή για την Ελλαδίσκ/ Polydor) και βεβαίως της Μαίρης Μαράντη (που έγραφε για την HMV), αν και το track list το αποτελούσαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κλασικά τραγούδια του Τζουανάκου, του Τσιτσάνη, του Καπλάνη, του Καλδάρα, του Μπαγιαντέρα… Η Καίτη Ντάλη, νεαρή τραγουδίστρια ακόμη, είναι άψογη στα ζεϊμπέκικα (όχι πως υπολείπεται στα χασάπικα), όπως ας πούμε στο «Στάσου στο δεκατέσσερα» των Καλδάρα-Βίρβου, ή στο άλλο καταπληκτικό «Τι έχεις άνθρωπέ μου», που εδώ καταχωρίζεται στον Χιώτη, αλλά ανήκει μάλλον στον Καλδάρα (η μουσική), ενώ οι στίχοι στο Γιάννη Κυριαζή. (σ.σ. Αυτά τα λέω με επιφύλαξη, γιατί δεν προέρχονται από δική μου έρευνα. Απλώς, ύστερα από ένα ψάξιμο στο δίκτυο τα προκρίνω). Μάλιστα, το κομμάτι, ως ανάμνηση, υπάρχει και στο άλμπουμ της Ντάλη με τον Σταύρο Ξαρχάκο «Η Κυρία Καίτη κι Εγώ», που βγήκε στην Legend πριν από έξι χρόνια. «Πάλι σε βλέπω σκεφτικό/ τι έχεις άνθρωπέ μου/ ποιο βάσανο σε τυραννά/ και δε μιλάς καλέ μου…».
1971 ήταν… αλλά μπορεί και πάντα...

Μίλησα με τον Νίκο Μητρογιαννόπουλο, πριν από λίγο, ούτως ώστε να διευκρινιστούν ορισμένα σημεία σε σχέση με το παραπάνω κείμενο.
Κατ’ αρχάς η ρεκλάμα από τα Ξημερώματα δε σχετίζεται με το 1968 (είναι κι αυτό το επταψήφιο τηλέφωνο, όπως προέγραψα…), αλλά με το χειμώνα του ’71 (στα Πατήσια υπήρχαν από τότε 7ψήφια;). Έτσι, εκείνη τη σεζόν στο κέντρο εμφανίζονταν ο Δημήτρης Μητροπάνος (όπως λέει ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του που είναι διάσπαρτη στο δίκτυο, παρουσιάστηκε στο Στρατό την άνοιξη του '71), η Καίτη Ντάλη, η Λίτσα Σακελλαρίου, ο Τώνης Στρατής, ο Παναγιώτης Μπεμπέλης και όλοι οι υπόλοιποι (μπουζούκι ο Λεμονόπουλος, μαέστρος ο Λαβράνος κ.λπ.). Το μαγαζί ανήκε στον Γιώργο Καραμουσαλή, το όνομα του οποίου το ξανασυναντάμε στο blog μετά από μερικούς μήνες (http://is.gd/aGe8iV). Υπενθυμίζω πως ο Καραμουσαλής ήταν ιδιοκτήτης και του Igloo στην Κυψέλη του ’65, του κλαμπ δηλαδή που φιλοξένησε τον Eric Clapton στο πέρασμά του από τη χώρα μας. Μετά από εκείνα τα Ξημερώματα και λόγω της επιτυχίας που είχαν έγιναν τα Ξημερώματα στην Εθνική οδό, το 1973. Το καλοκαίρι του ’74 εμφανίστηκαν εκεί η Καίτη Ντάλη, η Ξανθίππη Καραθανάση, ο Θόδωρος Κάτσαρης και ο Νίκος Ξανθόπουλος.
Και κάτι σε σχέση με το άλμπουμ. Μπουζούκια στο LP της Καίτης Ντάλη έπαιζαν οι Θανάσης Πολυκανδριώτης και Γιάννης Μπιθικώτσης.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

«ΕΝΤΕΧΝΑ», ΡΟΚ και ΛΑΪΚΑ

Διάβασα πως ο Κώστας Λειβαδάς είχε πέντε χρόνια να παρουσιάσει καινούρια τραγούδια του. Ένα διάστημα, ενδεχομένως, αναγκαίο, στην προσπάθεια ενός συνθέτη-στιχουργού να τακτοποιήσει τις… εκκρεμότητές του, να σχίσει, να πετάξει, να ξαναγράψει και ν’ αποφασίσει για όλα όσα θα κρατήσει. Το «Κρατήσου απ’ τη στάχτη» [Legend, 2010] είναι ένα ηλεκτρικό άλμπουμ. Περιέχει τραγούδια με εμφανείς (άλλοτε λιγότερο) επιρροές από το blues, το garage, την jazz, την rock μπαλάντα, ενώ στιχουργικώς αφήνει έναν πόνο, που, σε κάποιες περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της οργής. Ο Λειβαδάς θέλει να κάνει τραγούδι με κοινωνικό περιεχόμενο. Τραγούδι που να μην κραυγάζει, αλλά, που, ταυτοχρόνως, ν’ αφήνει τα μηνύματά του. Δεν είναι ό,τι ευκολότερο, ασχέτως αν ο ίδιος το καταφέρνει στο «Σας βαρέθηκα». Όπως, επίσης, τα καταφέρνει (και καλύτερα) στην περιγραφή του ερωτικού υποκειμένου («Αντίο, αγάπη μου παλιά»). Τι άλλο; Ο Γιώργος Ρωμανός εξακολουθεί να είναι μεγάλος τραγουδιστής και το αποδεικνύει στο «Άγγελοι μ’ ένα φτερό». Είναι δε και ο γνωστός «μυστικός» στιχουργός του «Κράματος», στην αγριότερη, και ωραιότερη, ροκιά του άλμπουμ («Το φάντασμα που αφήνει ίχνη»).
Οι επανεκτελέσεις έργων του Μίκη Θεοδωράκη είναι άπειρες, το ίδιο και οι δισκογραφήσεις των. Η συγκεκριμένη έχει τίτλο «Του Έρωτα και του Θανάτου» [Legend, 2010] συνέβη ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την 30/1 και την 1/2 του 2008 και συμμετείχαν σ' αυτήν η Μαρία Φαραντούρη, ο Χρήστος Θηβαίος όπως και οι Berliner Instrumentalisten υπό τον Henning Schmiedt, ερμηνεύοντας τα έργα «Ένας Όμηρος», «Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», «Οδύσσεια» και «Κύκλος Φαραντούρη». Για τα περισσότερα από τα τραγούδια (εξαιρουμένων των δέκα της «Οδύσσειας», που είναι πρόσφατα και απολύτως συμβατά με την έσχατη «θεοδωρακική» τραγουδοποιία) έχει αποφασίσει η ιστορία. Για τις εκτελέσεις στο Μέγαρο δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι θα πράξει το ίδιο…
Το έχουμε ξαναπεί. Η δισκογραφία δεν είναι… ταβέρνα, κέντρο διασκέδασης. Ένα πρόγραμμα κομμένο και ραμμένο για ένα μαγαζί, για ένα live, δε σημαίνει πως θα λειτουργήσει και στο player. Δηλαδή, σπανίως λειτουργεί στο player· για να μην πω ποτέ. Ο Δημήτρης Μπάσης είναι καλός τραγουδιστής. Μπορεί, μάλιστα, να κάνει και κέφι (θα κάνει υποθέτω) στο Χάραμα, στο Cine Κεραμεικός, στις συναυλίες και όπου αλλού εμφανίζεται. Εκεί, όμως, σταματούν όλα. Γιατί, αν πούμε πως συνεχίζονται στο 3CD “Live” [Legend, 2010], τότε, ας μας συγχωρήσει, αλλά εκείνα που λέει στο ένθετο περί ευτέλειας, περί μετριότητας, περί του «καλλιτέχνη που θα πρέπει να διαδραματίσει το ρόλο που οι καιροί επιβάλλουν» εγώ τ’ ακούω βερεσέ. Όταν τραγούδια του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Θεοδωράκη (Χατζιδάκι δεν έχει) γίνονται «ένα» με τραγούδια του Λοΐζου, του Καρβέλα, του Μικρούτσικου, του Κατσαρού, κι αυτά με τη σειρά τους γίνονται «ένα» με άλλα «έντεχνα» και παραδοσιακά, τότε το πράγμα μπερδεύεται. Η «ευτέλεια» παραμονεύει πίσω από κάθε σόλο ή ακόρντο, η «μετριότητα» αναγορεύεται σε στόχο και ο «καλλιτέχνης, που θα πρέπει να διαδραματίσει το ρόλο που οι καιροί επιβάλλουν», το μόνο που κάνει είναι να σύρεται πίσω από τις κακόγουστες συνταγές της «νύχτας».
Μπορεί, προσωπικώς, να μην με αγγίζει καθόλου η… feel good διάθεση των ροκοτράγουδων του Γιώργου Δημητριάδη, αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο ίδιος δεν έχει «επιβάλλει» χρόνια τώρα, έως τώρα, ένα προσωπικό, όσο και αναγνωρίσιμο στίγμα. Έτσι, στο 2CD «Live, 15 Χρόνια Εφηβείας» [Μικρός Ήρως, 2010], έχει την ευκαιρία να παρατάξει τα κομμάτια του μπροστά σ’ ένα κοινό που, προφανώς, τ’ απολαμβάνει, έχοντας δίπλα (πλην της μπάντας του) τους Απροσάρμοστους, τον Δρογώση, τον Ζιώγαλα, τον Καζούλλη, τον Λειβαδά, τον Φάμελλο και, βεβαίως, το… πουλέν του, τον Μύρωνα Στρατή. Σαν να μην πέρασε μια μέρα… Ok, αλλά από πότε;

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

KUCKUCK again…

Παράξενη, μα την αλήθεια, η περίπτωση των Βρετανών CWT, που ηχογράφησαν το μοναδικό LP τους “The Hundredweight” στη γερμανική Kuckuck [2375 022] το 1973 και το οποίον επανεξέδωσε η ελληνική Missing Vinyl πέρυσι. Κατ’ αρχάς δεν τους αναφέρουν τα βιβλία… Π.χ. ο Vernon Joynson στο “The Tapestry of Delights”, στην πρώτη έκδοση της βίβλου του british rock, δε λέει κουβέντα. Κουβέντα δε λένε ούτε οι Freemans στο “The Crack In the Cosmic Egg”, στην άλλη βίβλο, την του γερμανικού rock (και σωστά, αφού οι CWT ήταν Βρετανοί), ενώ δεν τους αναφέρουν (οι Freemans) ούτε καν ως όνομα, με αφορμή την παράθεση του καταλόγου της Kuckuck στη σελ.223 του βιβλίου τους· κάτι που είναι άστοχο, αφού στον ίδιον κατάλογο αναγράφεται, ας πούμε, ο καναδός τροβαδούρος Jack Grunsky. Τέλος πάντων.Λίγα πράγματα μπορείς να εντοπίσεις γι’ αυτό το power rock trio (Graham Jones κιθάρες, πλήκτρα, Peter Kirk μπάσο, πιάνο, Colin White ντραμς, συν o… brass ενορχηστρωτής Cy Payne), που κινείται προς το λεγόμενο prog-rock, θυμίζοντας τους ύστερους Colosseum (προς το πιο βαρύ) και ο τραγουδιστής τους τον Chris Farlowe (προς το πιο ελαφρύ). Η παραγωγή των Andrew “Loog” Oldham και Adrian Millar που τότε – μάλλον αμφότεροι, αλλά σίγουρα ο Oldham – δούλευαν για την ετικέτα Rare Earth της Motown, είναι χαρακτηριστική των γκρουπ της εποχής, που χρησιμοποιούσαν πνευστά (και για να εντυπωσιάσουν), παρ’ ότι στην περίπτωση των CWT, μοιάζει να μπαίνουν αυτά εκ των υστέρων και γι’ αυτό, ίσως, ν’ ακούγονται ξεκάρφωτα. Ενδιαφέρουσα η εκδοχή του “Signed D.C.” των Love και, επίσης, ενδιαφέροντα τα guitar breaks του Jones, ασχέτως αν… καταπλακώνονται από τις ενορχηστρώσεις. (Κάπου διάβασα στο δίκτυο πως οι CWT, πιθανώς, να βρίσκονται πίσω από το άλμπουμ των Rats “First Record, Long Player”, που ήταν κι εκείνο σε παραγωγή του Adrian Millar, βγαλμένο το 1974).Οι Hanuman, από την άλλη, ήταν Γερμανοί, με το μοναδικό τους άλμπουμ “Hanuman” (από τ’ όνομα της φερώνυμης ινδικής θεότητας) να κυκλοφορεί στην Kuckuck [2375 012] το 1971 (reissue στην Missing Vinyl και αυτό), στην αυγή θα λέγαμε του πολιτικοποιημένου deutsche rock. Βασικός τους παίκτης ήταν ο οργανίστας Wolf-Rudiger Uhlig (πριν στους Murphy Blend), ο οποίος παίρνοντας ηχητική γραμμή από τους Out of Focus, αφήνει την αγγλική στην άκρη, γράφει στίχους στη μητρική, μετά του reedman Peter Barth, την ώρα που την μπάντα συμπλήρωναν οι Jorg Hahnfeld μπάσο και Thomas Holm ντραμς. Την πρώτη πλευρά του LP καταλαμβάνουν δύο μεγάλα σε διάρκεια θέματα, το 11λεπτο “Schadelstatten” και το 10λεπτο “Machtwechsel” (με το εξαιρετικό σόλο στο άλτο), ένα τυπικό, αλλά πάντα ενδιαφέρον τζαζοποιημένο progressive rock, βαρύ και στιβαρό – όπως αρμόζει σε τεύτονες ροκάδες. Η b side με τα δύο μικρότερα κομμάτια (“Lied des teufels”, “Taue der fremdheit”), αλλά και με το 11λεπτο “Sonnenaufgang”, απλώς, φανερώνει το γνωστό στους… παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Το german rock των early seventies βρισκόταν στην πρωτοπορία (ουσιαστική και καλλιτεχνική) της ευρύτερης pop culture. Δυνατό άλμπουμ. (Οι Holm, Hahnfeld και Barth, δύο χρόνια αργότερα, θα συνεχίσουν ως Lied des Teufels).

boogie ladies

Το disco-boogie αμερικανικό ή… νιγηριανό έχει μικρή αισθητική αξία. Για την κοινωνική του θα σας γελάσω. Εννοώ πως δεν γνωρίζω επακριβώς το ρόλο των Xtacy και των Hotline στα νιγηριανά eighties, ούτε ακριβώς μπορώ να φανταστώ εκείνον των Eighties Ladies, εντός της ευρύτερης νεοϋορκέζικης downtown scene. Όμως, ξέρω από καιρό, συμβουλευόμενος το popsike.com, για τη σημαντικότητα του άλμπουμ “Ladies of the 80s” [Universal Sound, 2010] – πρωτοβγήκε στην Uno Melodic Records ακριβώς το 1980 – στα σημερινά disco-ξεσαλώματα· νισάφι όμως… Τίποτα περισσότερο από ένα-δυο, άντε τρία καλά κομμάτια, με πρώτον απ’ όλα εκείνο στο οποίο δεν τραγουδούν… οι Κυρίες του ’80 (στην instro version του “Ladies of the eighties” αναφέρομαι και από τα υπόλοιπα, βασικά, στο “Turned on to you”). Από κει και κάτω – όσο κι αν αι Susan Beaubian, Marva D. Hicks, Vivian D. Prince, Denie Corbett και Sylvia Striplin το παλεύουν το πράγμα, και μάλιστα υπό την υψηλή επιστασία του Roy Ayers (έχει κάνει την παραγωγή, ενώ τις κυρίες συνοδεύει το τότε σχήμα του) – εγώ… εξαναγκάζομαι να δηλώσω fan ακόμη και της εμπορικής «καρέκλας».

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

B.B. KING blues in the jungle

Μπορεί σήμερα να λέγεται Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (τρομάρα της), αλλά από το 1965 έως το 1997 λεγόταν Zaire, είχε (και έχει) πρωτεύουσα την Kinshasa, είχε πρόεδρο τον φιλο-αμερικανό (γενικώς) δικτάτορα Mobutu Sese Seko, και βεβαίως την ευκαιρία να φιλοξενήσει στο έδαφός του την περίφημη Rumble in the Jungle, την πυγμαχική μονομαχία «βαρέων βαρών» George Foreman - Muhammad Ali (30/10/1974), που είχε ως προοίμιο το τριήμερο πολιτιστικό event… Zaire 74, στα τέλη εκείνου του Σεπτέμβρη. Εκεί εμφανίστηκε ο B.B. King με την ορχήστρα του…
Υπάρχει όμως μιαν αρχική απορία. Γιατί οι συναυλίες έγιναν τέλη Σεπτεμβρίου και όχι ένα μήνα αργότερα, ώστε να συμπέσουν με τη μάχη στο ρινγκ; Ο λόγος είναι απλός. Τα live είχαν ήδη κλειστεί, όταν ο Foreman ανακοίνωσε ξαφνικά κάποιο πρόβλημα, ζητώντας τη μετάθεση του αγώνα· από τα τέλη Σεπτεμβρίου δηλαδή, στην 30η Οκτωβρίου 1974. Μάλιστα, όπως μαθεύτηκε αργότερα, ο εις εκ των διοργανωτών εκείνων των εκδηλώσεων, ο αμερικανός παραγωγός Stewart Levine – έχει δουλέψει με τους Lionel Richie, Simply Red, Boy George, Joe Cocker, Jamie Cullum, Aaron Neville, Sly Stone, Killing Joke κ.ά. – έμαθε τα της αλλαγής σχεδόν με την επιβίβαση στο αεροπλάνο, κρύβοντας το νέο από τους μουσικούς και φανερώνοντάς το μετά την απογείωση, επειδή, όπως πίστευε, στην αντίθετη περίπτωση, ελάχιστοι από ’κείνους θα ήθελαν ν’ ακολουθήσουν. Και για ποιους ο λόγος; Για τον James Brown (με τους Fred Wesley, Maceo Parker και όλους τους υπολοίπους στο team), τον Bill Withers, τον B.B. King, τους Spinners, τους Fania All-Stars, με τη Celia Cruz, τον Johnny Pacheco και τον Yomo Toro, ονόματα δηλαδή από τα κορυφαία της εποχής, τα οποία θα συνέπρατταν με την Miriam Makeba, τον Manu Dibango, αλλά και με τους κονγκολέζους μουσικούς και τα συγκροτήματα TPOK Jazz, Tabu Ley Rochereau, Francois “Franco” Luambo Makiadi κ.ά. Συνολικώς συμμετείχαν 31 σχήματα, 17 από το Zaire και 14 από άλλες χώρες. Το όλο γεγονός θα ελάβαινε χώρα στο Στάδιο της 20ης Μαΐου, στην Kinshasa (εκεί όπου θα δινόταν κι ο αγώνας) και διοργανωτές του ήταν ο Stewart Levine, όπως ήδη γράψαμε, αλλά και ο νοτιο-αφρικανός τρομπετίστας Hugh Masekela. Η ιδέα τους ήταν απλή. Με αφορμή το ριγκ, θα μπορούσε να ενδυναμωθούν οι πολιτιστικές (διάβαζε μουσικές) σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Zaire (αλλά και την Αφρική γενικότερα) – ανεξαρτήτως, αν θα μπορούσε να κατηγορηθούν ταυτοχρόνως (εκείνοι και όποιοι άλλοι), πως παρείχαν στήριξη στο διεφθαρμένο δικτατορικό καθεστώς του Mobutu. Μάλιστα, όλο το promotion του «πακέτου» πήρε στα χέρια του ο κύριος Don King, μία executive φίρμα της πυγμαχίας, ο οποίος έσπρωχνε διάφορα γκρουπ να πλαισιώνουν... πολιτιστικώς μεγάλα πυγμαχικά events ανά τον κόσμο. Στις Φιλιππίνες φερ’ ειπείν, στο «παρά» της αναμέτρησης των Muhammad Ali και Joe Frazier, την “Thrilla in Manila” που ακολούθησε την “Rumble in the Jungle” (διεξήχθη την 1/10/1975), ο Don King είχε τη… funky στήριξη του αμερικανού keyboard player και περκασιονίστα Ricardo Marrero (δες κι εδώ http://is.gd/C9pNS7). Ας πω, ακόμη, πως όλο το γεγονός σκηνοθετήθηκε από τον Jeffrey Levy-Hinte, και πως τιτλοφορήθηκε ως “Soul Power”, για να εκδοθεί τελικώς σε DVD μόλις πρόπερσι. Την εμφάνιση, όμως, του B.B. King φαίνεται πως την επιμελήθηκε ξεχωριστά ο Leon Gast, που είχε σκηνοθετήσει και το γνωστό «οσκαρικό» ντοκυμαντέρ “When We Were Kings” (1996), στο οποίον ο Jeffrey Levy-Hinte εμφανίζεται ως editor. H παράστασή του ως “Live In Africa ’74» – η παράσταση του B.B. King εννοώ – κυκλοφορεί σε DVD από την Gravity. Για να ρίξουμε όμως μια ματιά…
Το ντοκυμαντέρ, γιατί περί αυτού πρόκειται, έχει διάρκεια λίγο πάνω από 40 λεπτά. Φαίνεται, δε, να κινηματογραφήθηκε ολόκληρο, αν σκεφθούμε πως 31 σχήματα, εμφανιζόμενα μέσα σε τρεις ημέρες, δεν θα ήταν εύκολο να δίνουν μιαμισάωρα live. Έτσι, εκείνο, που, κατ’ αρχάς, προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός πως ο B.B. King «κουβάλησε» για τις ανάγκες μιας τόσο περιορισμένης στο χρόνο παράστασης ολόκληρην ορχήστρα (ο Mobutu δεν φείσθηκε χρημάτων). Καθότι, δεν ήταν μόνον οι… κλασικοί μουσικοί που συνήθως τον συνόδευαν, αλλά ολόκληρο πνευστό τμήμα (ούτε κι εγώ ξέρω πόσα άτομα), ένας επιπλέον κιθαρίστας, percussion players και… δε θυμάμαι τι άλλο. Αν και δεν μπόρεσα να μετρήσω πόσοι παίκτες ακριβώς βρέθηκαν στο πάλκο, είναι σίγουρο πως αυτοί ήταν πάνω από δεκαπέντε! Καθόλου άσχημα, σε πρώτη φάση. Κι αυτό το λέω, έχοντας κατά νου πως δεν είναι ό,τι ευκολότερο ν’ αποτυπώσεις όπως πρέπει τον ήχο τόσων οργάνων… δια της κινηματογραφήσεως. Συν το γεγονός πως την πρωτοκαθεδρία δεν μπορεί παρά να την είχε η… Lucille.
Ο B.B. King εμφανίζεται ιδρωμένος από το πρώτο λεπτό (μιλάμε για τέλη Σεπτεμβρίου σε μια χώρα με τροπικό κλίμα), με το πρόσωπό του ν’ αστράφτει και να μορφάζει μ’ εκείνες τις χαρακτηριστικές γκριμάτσες, που φανερώνουν άνθρωπο που έχει νιώσει στον απόλυτο βαθμό ό,τι τραγουδάει. Εκφραστικότατος λοιπόν και κινητικός (ήταν εξάλλου 49 ετών), κι έχοντας πίσω του μιαν εξαιρετική μπάντα – συν την ορχήστρα με το μαέστρο της Hampton Reese – ο «βασιλιάς» αρχίζει ν’ αποδίδει το ένα κομμάτι μετά το άλλο. Πίσω του ο λευκός πιανίστας Ron Levy, ο σαξοφωνίστας Bobby Forte, ο ντράμερ Sonny Freeman, o κιθαρίστας Larry Carlton(!) και όλοι οι υπόλοιποι οργανοπαίκτες, στο μέσον ενός σταδίου, με τον κόσμο ζαλισμένο κι ιδρωμένο στις κερκίδες. Πρώτο κομμάτι το δυναμικό και επιτυχημένο “To know you is to love you” και δεύτερο το “I believe in my soul”, μία αργή blues ballad, με εκτεταμένη εισαγωγή και μ’ ένα ιδιαίτερο ρόλο να επιφυλάσσεται για το πιάνο του Levy. Το “Why sing the blues” είναι ένα πυρωμένο funky blues, με φοβερό παίξιμο στην κιθάρα, ωραία γυρίσματα, μα και μ’ ένα παιγνίδι με τον ντράμερ προς το τέλος. Στο mid-tempo “Ain’t nobody home” είναι ολοφάνερες οι gospel αναφορές του κυρίου Riley B. King, ο οποίος, ως γνωστόν, έμαθε να τραγουδά τα blues σε gospel χορωδία. Το “Sweet sixteen”, αν δεν με απατούν οι σημειώσεις μου, το πρωτο-ηχογράφησε ο B.B King στα τέλη του ’59, με αρχές του ’60, για την Kent. Δέκα τέσσερα χρόνια μετά, το τραγούδι εξακολουθούσε να βρίσκεται στο ρεπερτόριό του. Η κάμερα που κινείται πολύ ωραία και καθόλου… πορνογραφικώς (εννοώ, πως δεν επιμένει σε λεπτομέρειες) πιάνει κάποια στιγμή και τον Muhammad Ali στην εξέδρα, ο οποίος φαίνεται πως βρισκόταν στο Zaire ένα μήνα πριν τον αγώνα. Το “The thrill is gone” έχει βεβαίως την τιμητική του. Όχι γιατί υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του «βασιλιά», αλλά και γιατί φυλάγεται για την Kinshasa μία εκπληκτική version, σχεδόν ψυχεδελική, με έξοχα γεμίσματα από το τενόρο του Forte και με την τελευταία στροφή… You know I’m free, free now baby/ I’m free from your spell/ I’m free, free now/ I’m free from your spell/ And now that it’s over/ All I can do is wish you well... ν’ ανεβάζει ακόμη περαιτέρω την έξαψη και τη συγκίνηση. Στο υπ’ αριθμόν 7 κομμάτι, το “Guess who”, ο B.B. King παρουσιάζει τους μουσικούς, που βρέθηκαν μαζί του στη σκηνή, ενώ στο έσχατο “I like to live the love” (επέχει ρόλο encore), που είναι ένα θαυμάσιο soul-blues έντονης αφήγησης, ο κόσμος συμμετέχει στη γιορτή χορεύοντας και τραγουδώντας. Η τελευταία σεκάνς, που μοιάζει με την αρχική, δείχνει το «βασιλιά» και τους μουσικούς του σ’ ένα… ο θεός να το κάνει καμαρίνι, να ξαποσταίνουν μετά τη συναυλία.
Αν υπάρχει κάτι που αξίζει να σημειωθεί, πράγμα που το λέω επειδή έχω ακούσει διάφορα άλμπουμ του B.B. King, όπως επίσης τον έχω δει και σε διάφορα, παλαιά, DVD – που έχουν κινηματογραφηθεί παλαιά εννοώ, καθότι live και με τα μάτια μου τον είδα γέροντα – είναι το γεγονός πως ο ήχος του είναι διαφορετικός στο στούντιο από ’κείνον των συναυλιών. Επένδυε δηλαδή ο «βασιλιάς» στις συναυλίες. Όπως αναφέρει και ο Charles Sawyer (συγγραφέας της πρώτης βιογραφίας του B.B. King “The Arrival of B.B. King”, στις εκδόσεις Doubleday, το 1980), ο άνθρωπός μας ήταν συνεχώς στο πάλκο, πολλές φορές, δε, για περισσότερο από 300 ημέρες το χρόνο! (Όπερ σημαίνει πως ένας επιεικής υπολογισμός θα μπορούσε να μετρήσει έως 15 χιλιάδες συναυλίες, ή και πιο πολλές!). Εντάξει η δισκογραφία, τα live όμως ήταν εκείνα που έπλεξαν και εξακολουθεί να πλέκουν το μύθο του 85χρονου κιθαρίστα. Γι’ αυτά λοιπόν τα live φύλαγε κι ο ίδιος έναν άλλον ήχο. Όπως λέει και ο Sawyer στις παραστάσεις συνήθως τσίτωνε τον ενισχυτή της κιθάρας του (έναν Lab Series L5), βγάζοντας ήχο άγριο και πλούσιο. Ενώ, στο στούντιο, όπου υπήρχε μεγαλύτερος έλεγχος του ήχου, μπορούσε να παίζει και με πολύ χαμηλότερο volume, προσδοκώντας ήχο περισσότερο διαυγή και καθαρό.
Κοιτάζοντας, πάντως, την εισαγωγή στο “Sweet sixteen” μένεις έκπληκτος από την τεχνική του παίκτη. Ενώ το χέρι του δεν μετακινείται για περισσότερα από τέσσερα frets και παίζοντας με τρεις μόνο χορδές, κατορθώνει να παράξει εκείνον το μοναδικό «σήμα κατατεθέν» ήχο του με το μοναδικό vibrato. (Χαζεύεις, σχεδόν, έτσι όπως «τρέμουν» τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, καθώς διαχέονται τα soli).

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΤΤΟΝΟΣ σε θυμάμαι συχνά…

Ένας αναγνώστης, ο Andriou, άφησε χθες (Σάββατο) το απόγευμα ένα σχόλιο στην ανάρτηση για τον Χρήστο Λεττονό (http://is.gd/swOEfa). Κατά βάση ήταν το link στο YouTube για το σε «Σε θυμάμαι συχνά» (το “Chelsea Hotel #2” του Leonard Cohen). Τον ευχαριστώ.
Το τραγούδι αυτό είναι ένα από τα ωραιότερα που έχω ποτέ ακούσει. Και δεν αναφέρομαι μόνον στο original του Cohen, αλλά και στην ελληνική απόδοσή του από τον Χρήστο Λεττονό. Κορυφαία μπαλάντα. Κορυφαία στιγμή.

Σε θυμάμαι συχνά
Σε θυμάμαι συχνά σε δωμάτια φτηνά/ πώς μιλούσες γλυκά στο σκοτάδι/ σώμα ζεστό και το στρώμα απαλό/ και στους δρόμους αργούσε το βράδυ.

Έτσι είν’ η πόλη, καλή αφορμή/ να γυρέψουμε σάρκα και χρήμα./ Μα η αγάπη αυτή πώς γερνάει στη στιγμή/ σε μια γκρίζα και πένθιμη Αθήνα.

Ναι, μα εσύ είσαι καπνός/ χάθηκες, πας, προσπερνάς και στο κόσμο σε χάνω./ Ποτέ πια ξανά δε θ’ ακούσω να λες/ «σ’ έχω ανάγκη», «δε σ’ έχω ανάγκη»/ «σ’ έχω ανάγκη», «δε σ’ έχω ανάγκη»/ ο χρόνος κυλάει και ξεχνάς.

Σε θυμάμαι συχνά σε δωμάτια φτηνά/ ήσουν σάρκα, αγάπη και μύθος./ Μου είπες ξανά πως ζητάς ομορφιά/ και ότι εγώ απ’ αυτήν ήμουν τζίφος.

Μα ήσουν όλo καρδιά, για παιδιά σαν κι εμάς/ που δε μοιάζουμε σαν αγγελούδια./ Γυρνάς ξαφνικά και μου λες/ «ε καλά, είσαστ’ άσχημοι, μα λέτε τραγούδια».

Ναι, μα εσύ είσαι καπνός/ χάθηκες, πας, προσπερνάς και στο κόσμο σε χάνω./ Ποτέ πια ξανά δε θ’ ακούσω να λες/ «σ’ έχω ανάγκη», «δε σ’ έχω ανάγκη»/ «σ’ έχω ανάγκη», «δε σ’ έχω ανάγκη»/ ο χρόνος κυλάει και ξεχνάς.

Κι ούτε θέλω να πω πως τρελά σ’ αγαπώ/ δε μπορώ πια καημούς να γιατρεύω./ Σε θυμάμαι συχνά, σε δωμάτια φτηνά/ μόν’ αυτό, δε σε σκέφτομαι καν, δε σε γυρεύω.