H Record Kicks είναι ιταλική ετικέτα (την έφτιαξε ο Nicolo Pozzoli στο Μιλάνο το 2003) κι έχει δώσει, έως σήμερα, μερικά από τα καλύτερα χορευτικά δισκάκια (χορευτικά κατά τον παλαιό καλό τρόπο), που αναπτύσσονται τριγύρω. Τα ονόματα των γκρουπ, που έχουν υπογράψει κι έχουν δει δουλειές τους να κυκλοφορούν από το label το μαρτυρούν. Trio Valore, Diplomats of Solid Sound, Kokolo Afrobeat Orchestra, Dojo Cuts/ Roxie Ray και άλλα διαφορά. Επίσης, υπάρχουν και συλλογές, τις οποίες επιμελούνται οι επιτετραμμένοι της Record Kicks, όπως οι “Let’s Boogaloo” και “Soulshaker”· η τελευταία, μάλιστα, έχει φθάσει στα 7 νούμερα.
Και σ’ αυτό οι εκπλήξεις δεν απουσιάζουν. Αναφέρομαι, βασικά, σε κομμάτια του ’09, του ’10, αλλά και του... ’11 (ορισμένα εκ των οποίων τώρα κυκλοφορούν). Πρώτο τη τάξει, πρώτο σε αξία εννοώ, το άπιαστο afrobeat των Liberators “Rags to riches” (για το άλμπουμ θα τα πούμε στο άμεσο μέλλον), το πυρωμένο (και ανέκδοτο) soul-rock “Tonic stride” των Third Coast Kings, το ψιλο-boogaloo “Me tokan en Japan” του Ray Lugo (ex-Kokolo), το soul-mod “Let me take you higher” των Roy Ellis and The Teenagers, αλλά και γνωστότερα, ας τα πούμε έτσι, κομμάτια, που πρόλαβαν και κυκλοφόρησαν μέσα στην προηγούμενη χρονιά, κάνοντας εντύπωση (το “Gimme one more chance” των Diplomats of Solid Sound). Δεν παίρνεις, απλώς, ιδέα…#
Δεν υπάρχουν ομοιότητες, υπάρχουν κάποιες αναλογίες. Στην κρίση αναφέρομαι. Ή, μάλλον, στα υποτιθέμενα παρεπόμενά της. Τα γραμμικά μυαλά των executives θέλουν να μας πείσουν πως το swing είναι η μουσική της νέας ύφεσης, κατ’ αναλογίαν με τα thirties δηλαδή, όταν το… κομμάτι αυτό της μεγάλης μαύρης μουσικής, αναδύθηκε μέσα από το κραχ του ’29, ίνα οδηγήσει τους τετελεσμένους κάπου… πιο ανατολικά της Εδέμ. Η αλήθεια είναι πως swing δεν σταμάτησε ποτέ να παράγεται, όπως δεν σταμάτησε ποτέ να παράγεται η dixieland, το delta-blues, η country και ό,τι άλλο παμ-παλαιικό, απλώς, τώρα, προβάλλεται περισσότερο, πουσάρεται περισσότερο με… σκοπόν το κέρδος. Για να το ξεκαθαρίσουμε. Δεν έχουμε τίποτα με τους μουσικούς, που γουστάρουν να παίζουν ό,τι παίζουν, με το σπρώξιμο τα έχουμε, που, ως συνήθως, είναι εκνευριστικό.
Στο πρώτο 2CD “Bart & Baker present Swing Party” [Wagram Music] οι… ιστορικοί παριζιάνοι DJs Bart & Baker επιλέγουν 21 και 20 κομμάτια, από το παρόν, το παρελθόν και το… μέλλον, φέρνοντας εις γάμου κοινωνίαν τους Club des Belugas, Ska Cubano, Frohlocker, Le Cercle, Jazz Juice και διαφόρους άλλους με τους Artie Shaw, Henri Salvador, Gilbert Becaud. B.B. King, Andrew Sisters και… και… και (ακόμη και η κυρία Brigitte Fontaine «κολλάει» ανάμεσα), δείχνοντας γνώση (του αντικειμένου) και (αισθητικό) χαρακτήρα.
Απεναντίας, στην 4πλή “Electro Swing Fever” [Wagram Music] τα πράγματα είναι πιο χύμα. Παλαιά και νεότερα ονόματα εναλλάσσονται, δίχως κάποιο ιδιαίτερο σκεπτικό, αφήνοντας τις «επιλογές» κάπως… ξεκρέμαστες, ώστε να λειτουργήσουν από μόνες τους. Ως πρόταση γνωριμίας με το «άπειρο» καινούριο swing-προσωπικό η παρούσα συλλογή της Wagram Music έχει ένα νόημα (που ξεφεύγει του προφανούς). #
Η “City Lounge” [Wagram Music] έφθασε και αυτή στα 7 νούμερα. Τα κομμάτια, 60 συνολικώς, κατανέμονται σε τέσσερα CD, τα οποία έχουν υπότιτλους “London”, “Paris”, “New York” και “Berlin”. Υποθέτω δηλαδή πως, κάθε φορά, οι 15 «επιλογές», αφορούν και σε διαφορετική πόλη, είτε έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένης εθνότητας καλλιτέχνες, είτε με διαφορετικών εθνοτήτων, που ηχογραφούν όμως για συγκεκριμένες βρετανικές, γαλλικές, αμερικανικές ή γερμανικές εταιρίες. Και όντως – αν και δεν παίρνω όρκο, πως κάτι τέτοιο ισχύει για κάθε όνομα – στο “London” ακούγονται οι Morcheeba, Jamie Lidell, Hardkandy κ.ά. στο “Paris” οι Cleo, Jacqueline Taieb, Nouvelle Vague, Kid Loco, στο “New York” οι Jill Scott, Kokolo, Madlib, Blockhead, ενώ στο “Berlin” οι Truby Trio, [Re:Jazz], Micatone, Boozoo Bajou και… Ella Fitzgerald (ριμιξαρισμένη από τους Club des Belugas). Καλές οι επιλογές. Προφανής η χρηστικότητα. #
Ενδιαφέρουσα είναι και η 2CD συλλογή “Saint-Germain-des-Pres Cafe, The blue edition” (κι αυτή τής Wagram) κινούμενη σε cool tempi (γενικώς) και με κατεύθυνση το υλικό «δικαιωμένων» labels της dance και… παρα-dance κουλτούρας. Σε ποιες αναφέρομαι; Στην Ninja Tune (βασικά), στην Discograph, στην Warp, στην !Κ7, στην Ubiquity, στην… στην… στην… Οι επιλογές; Cinematic Orchestra, Amon Tobin, The Poets of Rhythm, Mr. Scruff, DJ Food, Jose James, Seu Jorge & Almaz, Blundetto feat. Hindi Zahra και αναρίθημητες άλλες. Με συνολική διάρκεια κατά τι λιγότερο των 160 λεπτών – ήτοι 38 tracks –, ο καθείς αντιλαμβάνεται πως εδώ χωράνε όλοι. Και όχι μόνον οι καλοί…#
Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011
Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011
yesterday man…
To “Yesterday man” είναι ένα από τα αγαπημένα μου sixties τραγούδια. Για να είμαι όμως φιλαλήθης, όταν το πρωτάκουσα στα eighties είχα την εντύπωση πως το τραγούδι προερχόταν από τη δεκαετία του '70. Στην πράξη, το "Yesterday man" είχε συντεθεί από το βρετανό τραγουδοποιό Chris Andrews και είχε πρωτοβγεί σε 45άρι στην Decca, μέσα στο 1965 (μπήκε στο chart την 21/10/1965, φθάνοντας μέχρι το No3). Εγώ το πρωτάκουσα – όπως και άλλοι της ηλικίας μου υποθέτω –, από τον Robert Wyatt στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Τότε είχε διασκευαστεί από ’κείνον; Όχι βεβαίως… Αρχικώς, δεν γνωρίζω ποιανού ιδέα ήταν να πει ένα τέτοιο pop άσμα ο Wyatt· αν και το πιο πιθανόν είναι να ήταν δική του η απόφαση. (Λογικώς άκουγε το τραγούδι από τον Andrews, όταν ήταν 20χρονος στο Λονδίνο του ’65). Εκείνο, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως ο Wyatt έκανε μία εντελώς προσωπική διασκευή, αποδίδοντας το κομμάτι με το δικό του, μελαγχολικό τρόπο, που δεν είναι (και) έξω από το νόημα των στίχων. Διαθέτω δύο βρετανικές βινυλιακές εκδόσεις του “Yesterday man” με τον Robert Wyatt. Το single “Yesterday man/ Sonia” [UK. Virgin VS 115] από το 1977, καθώς και το 12ιντσο 4 track EP, που παίζει στις 45 στροφές “I’m a believer, Yesterday man/ Team spirit, Memories” [Virgin WYATT 1], που πρέπει να κυκλοφόρησε στα mid-eighties (δεν αναφέρεται χρονιά στο label). Οι δύο εκδοχές είναι ίδιες, είναι σε παραγωγή του ντράμερ των Pink Floyd Nick Mason, με το τραγούδι να ηχογραφείται τον Οκτώβριο του ’74, στα CBS Studios, από τους Gary Windo άλτο, τενόρο, μπάσο κλαρίνο, Mongezi Feza τρομπέτα, John Greaves μπάσο και Robert Wyatt φωνή, πιάνο, ντραμς. Λογικώς, προέρχεται από τα sessions του LP “Ruth Is Stranger than Richard”, που ηχογραφείτο την ίδιαν εποχή στο Manor Studio, αλλά και στα CBS Studios (στο “Sonia”, που γράφτηκε στο Manor, παίζει η ίδια τετράδα).
Πολλές δισκογραφίες στο δίκτυο αναφέρουν πως το “Yesterday man” πρωτοκυκλοφόρησε το 1974. Ορισμένες εικονίζουν και εξώφυλλο, στο οποίο αναγράφονται τα τραγούδια “Yesterday man/ I’m a believer”, δίνοντας, συγχρόνως, εταιρία και νούμερο (Virgin VS 114). Επειδή έχω το 45άρι με τον συγκεκριμένο κωδικό, σ’ αυτό δεν περιέχεται το “Yesterday man”, αλλά το “Memories” του Hugh Hopper· πρόκειται δηλαδή για το single “I’m a believer/ Memories” [UK. Virgin VS.114] από το 1974. Εγγλέζικο single δηλαδή με αυτά τα τραγούδια και αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχει. Οπότε τι συμβαίνει; Πιθανώς, το “Yesterday man/ I’m a believer” να κυκλοφόρησε σε άλλη χώρα, το 1974· και πάντως όχι στη βρετανική Virgin, η οποία το βγάζει για πρώτη φορά στο Νησί, το 1977, όπως προανέφερα. Ακόμη και στο 12ιντσο EP, από τα μέσα του ’80, ως χρονιά έκδοσης για το “Yesterday man” (στη version του Wyatt) αναφέρεται το 1977. Το τραγούδι του Chris Andrews, που, όπως προείπα, έγινε επιτυχία στη Βρετανία στα τέλη του ’65, πέρασε σύντομα τη Μάγχη, για να ακουστεί και στην ηπειρωτική και μεσογειακή Ευρώπη. Όπως βλέπουμε και στο popsike.com, στην Ιταλία το διασκεύασαν ως “L’uomo di ieri” οι (I) Kings στο 45άρι “Tu non puoi/ L’uomo di ieri” [Durium CAN 9197, 1966], στην Ισπανία, ως “Tu amor de ayer”, οι (Los) Rangers στο EP “Tu amor de ayer, Melodía encadenada/ Muy lejos de aqui/ Maria Dolores” [Marfer M.617, 1966], στη Γαλλία, ως “Ton jour de chance”, ο Monty στο EP “J’ai traverse l’enfer, Mon porte bonheur/ Ton jour de chance, Alors dis-nous pourquoi” [Barclay 70.947M, 1968?], για να φθάσει το τραγούδι μέχρι και τη Νότια Αφρική, εκεί όπου το ερμήνευσε ο Danny Rivers. Το “Yesterday man”, που ήταν ένα κλασικό sixties mod/dancehall, δεν θα μπορούσε να μην το ska-νάρουν και στα early 80s στη Βρετανία. Και όντως, το περιποιήθηκαν οι Odds στο 45άρι “Yesterday man/ So you think” [JSO EAT1, 1980]. Στην Ελλάδα το “Yesterday man” το τραγούδησαν οι Stylistes, με αγγλικούς στίχους στο 45άρι “Yesterday man/ Vita mia” [RCA Victor 50g 4015] από τα τέλη του '66 και που, κατά τα συνήθη, ο Chris Andrews στα credits αναγράφεται, λανθασμένα, ως… Cr. Andrius. H εκτέλεση είναι συμπαθητική, διατηρεί κάποια blue beat στοιχεία κι ευτυχώς δεν ξεπέφτει στη yanka. Ακούστε την, όπως την ανέβασε χθες ο nick270760...
Μερικές ακόμη εκδοχές του "Yesterday man". Στην Αμερική το είπε η Veniece στο 45άρι "Yesterday man/ Let's stop" [Hi 2099, 196?], στην Πορτογαλία οι Sheiks στο EP "Yesterday man, These boots are made for walkin'" [Parlophone?, 1966] και στην Ιταλία (εκτός των Kings) το είπε και η Wilma Goich στο single "L'uomo di ieri/ Attentia all'amore" [Ricordi SRL 10-421, 1966 ή '67].
Πολλές δισκογραφίες στο δίκτυο αναφέρουν πως το “Yesterday man” πρωτοκυκλοφόρησε το 1974. Ορισμένες εικονίζουν και εξώφυλλο, στο οποίο αναγράφονται τα τραγούδια “Yesterday man/ I’m a believer”, δίνοντας, συγχρόνως, εταιρία και νούμερο (Virgin VS 114). Επειδή έχω το 45άρι με τον συγκεκριμένο κωδικό, σ’ αυτό δεν περιέχεται το “Yesterday man”, αλλά το “Memories” του Hugh Hopper· πρόκειται δηλαδή για το single “I’m a believer/ Memories” [UK. Virgin VS.114] από το 1974. Εγγλέζικο single δηλαδή με αυτά τα τραγούδια και αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχει. Οπότε τι συμβαίνει; Πιθανώς, το “Yesterday man/ I’m a believer” να κυκλοφόρησε σε άλλη χώρα, το 1974· και πάντως όχι στη βρετανική Virgin, η οποία το βγάζει για πρώτη φορά στο Νησί, το 1977, όπως προανέφερα. Ακόμη και στο 12ιντσο EP, από τα μέσα του ’80, ως χρονιά έκδοσης για το “Yesterday man” (στη version του Wyatt) αναφέρεται το 1977. Το τραγούδι του Chris Andrews, που, όπως προείπα, έγινε επιτυχία στη Βρετανία στα τέλη του ’65, πέρασε σύντομα τη Μάγχη, για να ακουστεί και στην ηπειρωτική και μεσογειακή Ευρώπη. Όπως βλέπουμε και στο popsike.com, στην Ιταλία το διασκεύασαν ως “L’uomo di ieri” οι (I) Kings στο 45άρι “Tu non puoi/ L’uomo di ieri” [Durium CAN 9197, 1966], στην Ισπανία, ως “Tu amor de ayer”, οι (Los) Rangers στο EP “Tu amor de ayer, Melodía encadenada/ Muy lejos de aqui/ Maria Dolores” [Marfer M.617, 1966], στη Γαλλία, ως “Ton jour de chance”, ο Monty στο EP “J’ai traverse l’enfer, Mon porte bonheur/ Ton jour de chance, Alors dis-nous pourquoi” [Barclay 70.947M, 1968?], για να φθάσει το τραγούδι μέχρι και τη Νότια Αφρική, εκεί όπου το ερμήνευσε ο Danny Rivers. Το “Yesterday man”, που ήταν ένα κλασικό sixties mod/dancehall, δεν θα μπορούσε να μην το ska-νάρουν και στα early 80s στη Βρετανία. Και όντως, το περιποιήθηκαν οι Odds στο 45άρι “Yesterday man/ So you think” [JSO EAT1, 1980]. Στην Ελλάδα το “Yesterday man” το τραγούδησαν οι Stylistes, με αγγλικούς στίχους στο 45άρι “Yesterday man/ Vita mia” [RCA Victor 50g 4015] από τα τέλη του '66 και που, κατά τα συνήθη, ο Chris Andrews στα credits αναγράφεται, λανθασμένα, ως… Cr. Andrius. H εκτέλεση είναι συμπαθητική, διατηρεί κάποια blue beat στοιχεία κι ευτυχώς δεν ξεπέφτει στη yanka. Ακούστε την, όπως την ανέβασε χθες ο nick270760...
Μερικές ακόμη εκδοχές του "Yesterday man". Στην Αμερική το είπε η Veniece στο 45άρι "Yesterday man/ Let's stop" [Hi 2099, 196?], στην Πορτογαλία οι Sheiks στο EP "Yesterday man, These boots are made for walkin'" [Parlophone?, 1966] και στην Ιταλία (εκτός των Kings) το είπε και η Wilma Goich στο single "L'uomo di ieri/ Attentia all'amore" [Ricordi SRL 10-421, 1966 ή '67].
Τρίτη 29 Μαρτίου 2011
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ 1922-29/3/2011
Μεγάλα νέα φέρνω από κει πάνω
περίμενε μια στάλα ν' ανασάνω
και να σκεφτώ αν πρέπει να γελάσω,
να κλάψω, να φωνάξω, ή να σωπάσω.
Οι βασιλιάδες φύγανε και πάνε
και στο λιμάνι τώρα, κάτω στο γιαλό,
οι σύμμαχοι τους στέλνουν στο καλό.
Καθώς τα μαγειρέψαν και τα φτιάξαν
από ξαρχής το λάκκο τους εσκάψαν
κι από κοντά οι μεγάλοι μας προστάτες,
αγάλι-αγάλι εγίναν νεκροθάφτες.
Kαι ποιος πληρώνει πάλι τα σπασμένα
και πώς να ξαναρχίσω πάλι απ' την αρχή
κι ας ήξερα τουλάχιστον γιατί.
Το ριζικό μου ακόμα τι μου γράφει
το μελετάνε τρεις μηχανορράφοι.
Θα μας το πουν γραφιάδες και παπάδες
με τούμπανα, παράτες και γιορτάδες.
Το σύνταγμα βαστούν χωροφυλάκοι
και στο παλάτι μέσα οι παλατιανοί
προσμένουν κάτι νέο να φανεί.
Στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες,
ξυρίστηκαν οι Έλληνες μεσίτες.
Εφτά ο τόκος, πέντε το φτιασίδι,
σαράντα με το λάδι και το ξύδι.
Kι αυτός που πίστευε και καρτερούσε,
βουβός φαρμακωμένος στέκει και θωρεί
τη λευτεριά που βγαίνει στο σφυρί.
Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,
μην έχεις πια την πείνα για καμάρι.
Οι αγώνες πούχεις κάνει δεν φελάνε
το αίμα το χυμένο αν δεν ξοφλάνε.
Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,
η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή,
του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί.
(Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης, μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, τραγούδι: Τζένη Καρέζη, Νίκος Ξυλούρης)
GUELEWAR from the vaults
Για τους Guelewar, αυτό το απίστευτο συγκρότημα από τη μικρή αφρικανική χώρα Γκάμπια, έχω γράψει κι εδώ http://is.gd/GvI8EX. Επίσης έχω αναφέρει, μια-δυο φορές, πως η ελληνο-σενεγαλέζικη ετικέτα Teranga Beat σκοπεύει να εκδώσει για πρώτη φορά σε CD και 2LP, άγνωστες ηχογραφήσεις τους από το 1982. Και όντως. Πριν από λίγες μέρες έφθασε στα χέρια μου ένα promo CD (η δεύτερη δηλαδή κυκλοφορία της Teranga Beat) διάρκειας 76:45, στο οποίο καταγράφονται, όπως σημειώνει και ο Αδαμάντιος Καφετζής στο οπισθόφυλλο, οι τελευταίες (live) ηχογραφήσεις των Guelewar, από το Canari Club της Kaolack (πόλη της Σενεγάλης), που συνέβησαν κάπου μέσα στο 1982 και οι οποίες σε πρώτη φάση είχαν ακουστεί μόνον από κασέτες. Το άκουσμα είναι εντυπωσιακό και κομμάτια όπως τα Yaye ramoutoulaye, Balla jigi και Cilss θυμίζουν τις μεγάλες στιγμές από τα επίσημα άλμπουμ τους “Sama Yaye Demma N’Darr”, “Tasito”, “Warteef Jigeen”…
Για το “Halleli N’ Dakarou” θα τα πούμε όμως αναλυτικότερα, όταν κυκλοφορήσει κανονικά.
Για το “Halleli N’ Dakarou” θα τα πούμε όμως αναλυτικότερα, όταν κυκλοφορήσει κανονικά.
Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011
INNERSOUND
Για τις Berlin Brides έγραψα τον προηγούμενο Δεκέμβριο (http://is.gd/JRi5oQ), με αφορμή την έκδοση τού single τους “Rejection junkie/ Off the rack” στην Inner Ear. Τώρα, η πατρινή εταιρία έχει έτοιμο ένα πλήρες set τής μπάντας, ένα άλμπουμ δηλαδή, το οποίον έχει τίτλο “Modern Celibacy”. Οι Berlin Brides είναι ένα κλασικό electro-punk σχήμα. Εννοώ πως και αισθητικώς (όσον αφορά στα ηχοχρώματα), αλλά και… δραματουργικώς (όσον αφορά στην κοφτερή στιχουργική), ακολουθούνται οι συντεταγμένες του στυλ. Αυτό είναι σωστό, εννοείται. Δείχνει πως η Νατάσα Γιανναράκη στιχουργός και τραγουδίστρια κι η Μαριλένα Ορφανού συνθέτρια και κιμπορντίστρια έχουν μελετήσει τα σχετικά πεπραγμένα, τοποθετώντας επάνω, δίπλα τους, τη δική τους προβληματική. Το “Modern Celibacy” δεν είναι ένα στοιχειώδες άλμπουμ – από ’κείνα που παράγει, κατά τα συνήθη, ο χώρος. Πέραν των δύο γυναικών, στην ηχογράφηση παίρνουν μέρος έξι ακόμη μουσικοί (χειριζόμενοι ντραμς, κιθάρες, επιπλέον σύνθια), ενώ και η παραγωγή (Coti, Χρήστος Λαϊνάς), όπως και το συνολικό πακετάρισμα συμβάλλουν θετικώς σε μια απολύτως σύγχρονη αποσαφήνιση. Από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του “Modern Celibacy” το “Failure to wank” είναι ένα punky κομψοτέχνημα, με στίχους προσωπικούς, για τα κορίτσια που… πηγαίνουν ένα-ένα. (Οτιδήποτε συνέβη στη ψηφιακή χαρά μου/ είναι κάτι που ανακάλυψα τότε που σκόρπαγα το χρόνο μου/ βρώμικο μικρό μυστικό μου, λιμπιντικέ θησαυρέ μου/ εσύ μού έδωσες χαρά, και τη δύναμη ν’ αναρωτιέμαι πέρα από κάθε μέτρο).
Επαφή: www.berlinbrides.com Ο Mickey Pantelous αποτελεί μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση έλληνα ροκά· ας χρησιμοποιήσω έναν παλαιό, ολίγον φθαρμένο όρο, ίνα περιγράψω την άφθαρτη περσόνα του καλλιτέχνη. Που έγκειται η ιδιαιτερότητά του; Αρχικώς, στο γεγονός ότι χειρίζεται όλα τα όργανα μόνος του – και μάλιστα με τη μία. Πρόκειται δηλαδή για ’κείνη την περίπτωση της one man band, την οποίαν έχουμε γνωρίσει μέσα από το blues περισσότερο, αλλά και από την jazz και από το rock. Άρα, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος πως το blues – και σωστά – θα αποτελεί, πάντα, έναν από τους πυλώνες των αναφορών του. Με τη διαφορά ότι ο Mickey Pantelous και με την καινούρια του δουλειά “Can’t find my pills” [Private/ Spinalonga, 2010], την οποίαν υπογράφει ως Dr. Albert Flipout’s One CAN band, όπως και με την προηγούμενή του, το “Hangover” του 2006, δεν είναι ένας απλός-τυπικός καλλιτέχνης των blues (όχι πως κάτι τέτοιο θα ήταν μεμπτό, εννοείται). Είναι, περισσότερο, ένας διαστρεβλωτής της δυναμικής τους (των blues), κατά τον τρόπο, ας πούμε, του Captain Beefheart, του Tom Waits, ή του Chuck E. Weiss. Αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης, προσωπικής ματιάς, που διαπερνά και τη σχετική μυθολογία των ερώτων, της ανδρικής μοναξιάς, του ζωτικώς αλήτικου ζην και φέρεσθαι, της στιχουργικής του δηλαδή, είναι και τα 13 κομμάτια του δίσκου, όλα τραγουδισμένα στην αγγλική από τον Pantelous και με το πνεύμα του… Dr.Albert Flipout διαρκώς εντός τους.
Επαφή: www.mickeypantelous.com Αν μαντεύω σωστά ο Jan van de Engel είναι Έλληνας, το κανονικό όνομα του οποίου πρέπει να είναι Γιάννης Αγγελόπουλος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το “Misspent” είναι ελληνική παραγωγή τής 64 millimetres από το Χαλάνδρι, στην οποία συμμετέχουν έλληνες μουσικοί (Βαγγέλης Παρασκευαΐδης βιμπράφωνο, Δημήτρης Γιαννόπουλος σαξόφωνο, φλάουτο, Πολυξένη Ακλίδη φωνή, Αγγέλα Γιαννάκη βιόλα, Πέτρος Βαρθακούρης κοντραμπάσο). Βασικά, πρόκειται για ένα πολυδύναμο άλμπουμ και όχι εύκολα κατατάξιμο. Συγκεράζει pop, folk, jazz και dance στοιχεία, τοποθετημένα, άπαντα, με έμπνευση και γνώση. Η γνώση αφορά φερ’ ειπείν στην ενοργάνωση, που ακολουθεί lo-fi κατευθύνσεις, επιτυγχάνοντας να δώσει στα κομμάτια, κάθε φορά, και μια διαφορετική γεύση, ενώ η έμπνευση έχει να κάνει με την ολοκλήρωση των συνθέσεων, που παρά τον ρυθμικό προσανατολισμό δεν απεμπολούν ένα κάποιο βάθος στην επεξεργασία τους. Κομμάτια όπως το “Tonight’s park” θα μπορούσε να αποτελούν τον ορισμό της… jazztronica (άκου Yoshinori Sunahara, Dimitri From Paris, Fantastic Plastic Machine κ.ά.)· ή, τουλάχιστον, εκείνης που διολισθαίνει προς το πιο απείραχτον άσμα.
Επαφή: janvdengel@gmail.com Από το 2008 είχαμε ν’ ακούσουμε νέα τραγούδια των Abbie Gale. Τότε, ήταν η πρώτη vinyl κυκλοφορία της Inner Ear, το 7ιντσο “Fall/ Mom”, τώρα είναι ένα 41 λεπτών CD, περιέχον τα πλέον πρόσφατα κομμάτια του πατρινού γκρουπ. Ο τίτλος του “No Inspiration”. Με λίγα λόγια, θα έλεγα πως και το τρίτο αυτό ολοκληρωμένο έργο των Abbie Gale, δεν είναι τίποτ’ άλλο από μιαν ακόμη απόπειρα εμβάθυνσης περί την pop σημαντική. Δυναμικές συνθέσεις, άψογο ομαδικό παίξιμο, πάντα εξαιρετικά φωνητικά, στίχοι περισσότερο σκοτεινοί ενδεχομένως (εν σχέσει με τις προηγούμενες δουλειές τους), μία τραγουδοποιία που εξελίσσεται ανοδικώς (ξεκινώντας από ένα υψηλό, ούτως ή άλλως, στάνταρντ), ακόμη και μέσα στο ίδιο άλμπουμ. Τo άπιαστο, τελετουργικό σχεδόν “L+F”, το “Mind the gap” που συμπαρασύρει τα πάντα στην εξέλιξή του, το πνιγηρό “Goodbye sunshine” (ένα από τα ωραιότερα τραγούδια τους), το έσχατο, πυρετικό “No inspiration”… Οι Abbie Gale (o Achilles ντραμς, λούπες, κρουστά, η Evira φωνή, ο Nick μπάσο, ο Pedal κιθάρες, πλήκτρα, ο Salvatore κιθάρες, πλήκτρα, φωνή) είναι ένα γκρουπ που έχει βρει, εδώ και χρόνια, το δρόμο του, είτε κινούμενο στη μέση, είτε στα περιθώρια.
Επαφή: www.abbiegale.gr
Επαφή: www.berlinbrides.com Ο Mickey Pantelous αποτελεί μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση έλληνα ροκά· ας χρησιμοποιήσω έναν παλαιό, ολίγον φθαρμένο όρο, ίνα περιγράψω την άφθαρτη περσόνα του καλλιτέχνη. Που έγκειται η ιδιαιτερότητά του; Αρχικώς, στο γεγονός ότι χειρίζεται όλα τα όργανα μόνος του – και μάλιστα με τη μία. Πρόκειται δηλαδή για ’κείνη την περίπτωση της one man band, την οποίαν έχουμε γνωρίσει μέσα από το blues περισσότερο, αλλά και από την jazz και από το rock. Άρα, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος πως το blues – και σωστά – θα αποτελεί, πάντα, έναν από τους πυλώνες των αναφορών του. Με τη διαφορά ότι ο Mickey Pantelous και με την καινούρια του δουλειά “Can’t find my pills” [Private/ Spinalonga, 2010], την οποίαν υπογράφει ως Dr. Albert Flipout’s One CAN band, όπως και με την προηγούμενή του, το “Hangover” του 2006, δεν είναι ένας απλός-τυπικός καλλιτέχνης των blues (όχι πως κάτι τέτοιο θα ήταν μεμπτό, εννοείται). Είναι, περισσότερο, ένας διαστρεβλωτής της δυναμικής τους (των blues), κατά τον τρόπο, ας πούμε, του Captain Beefheart, του Tom Waits, ή του Chuck E. Weiss. Αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης, προσωπικής ματιάς, που διαπερνά και τη σχετική μυθολογία των ερώτων, της ανδρικής μοναξιάς, του ζωτικώς αλήτικου ζην και φέρεσθαι, της στιχουργικής του δηλαδή, είναι και τα 13 κομμάτια του δίσκου, όλα τραγουδισμένα στην αγγλική από τον Pantelous και με το πνεύμα του… Dr.Albert Flipout διαρκώς εντός τους.
Επαφή: www.mickeypantelous.com Αν μαντεύω σωστά ο Jan van de Engel είναι Έλληνας, το κανονικό όνομα του οποίου πρέπει να είναι Γιάννης Αγγελόπουλος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το “Misspent” είναι ελληνική παραγωγή τής 64 millimetres από το Χαλάνδρι, στην οποία συμμετέχουν έλληνες μουσικοί (Βαγγέλης Παρασκευαΐδης βιμπράφωνο, Δημήτρης Γιαννόπουλος σαξόφωνο, φλάουτο, Πολυξένη Ακλίδη φωνή, Αγγέλα Γιαννάκη βιόλα, Πέτρος Βαρθακούρης κοντραμπάσο). Βασικά, πρόκειται για ένα πολυδύναμο άλμπουμ και όχι εύκολα κατατάξιμο. Συγκεράζει pop, folk, jazz και dance στοιχεία, τοποθετημένα, άπαντα, με έμπνευση και γνώση. Η γνώση αφορά φερ’ ειπείν στην ενοργάνωση, που ακολουθεί lo-fi κατευθύνσεις, επιτυγχάνοντας να δώσει στα κομμάτια, κάθε φορά, και μια διαφορετική γεύση, ενώ η έμπνευση έχει να κάνει με την ολοκλήρωση των συνθέσεων, που παρά τον ρυθμικό προσανατολισμό δεν απεμπολούν ένα κάποιο βάθος στην επεξεργασία τους. Κομμάτια όπως το “Tonight’s park” θα μπορούσε να αποτελούν τον ορισμό της… jazztronica (άκου Yoshinori Sunahara, Dimitri From Paris, Fantastic Plastic Machine κ.ά.)· ή, τουλάχιστον, εκείνης που διολισθαίνει προς το πιο απείραχτον άσμα.
Επαφή: janvdengel@gmail.com Από το 2008 είχαμε ν’ ακούσουμε νέα τραγούδια των Abbie Gale. Τότε, ήταν η πρώτη vinyl κυκλοφορία της Inner Ear, το 7ιντσο “Fall/ Mom”, τώρα είναι ένα 41 λεπτών CD, περιέχον τα πλέον πρόσφατα κομμάτια του πατρινού γκρουπ. Ο τίτλος του “No Inspiration”. Με λίγα λόγια, θα έλεγα πως και το τρίτο αυτό ολοκληρωμένο έργο των Abbie Gale, δεν είναι τίποτ’ άλλο από μιαν ακόμη απόπειρα εμβάθυνσης περί την pop σημαντική. Δυναμικές συνθέσεις, άψογο ομαδικό παίξιμο, πάντα εξαιρετικά φωνητικά, στίχοι περισσότερο σκοτεινοί ενδεχομένως (εν σχέσει με τις προηγούμενες δουλειές τους), μία τραγουδοποιία που εξελίσσεται ανοδικώς (ξεκινώντας από ένα υψηλό, ούτως ή άλλως, στάνταρντ), ακόμη και μέσα στο ίδιο άλμπουμ. Τo άπιαστο, τελετουργικό σχεδόν “L+F”, το “Mind the gap” που συμπαρασύρει τα πάντα στην εξέλιξή του, το πνιγηρό “Goodbye sunshine” (ένα από τα ωραιότερα τραγούδια τους), το έσχατο, πυρετικό “No inspiration”… Οι Abbie Gale (o Achilles ντραμς, λούπες, κρουστά, η Evira φωνή, ο Nick μπάσο, ο Pedal κιθάρες, πλήκτρα, ο Salvatore κιθάρες, πλήκτρα, φωνή) είναι ένα γκρουπ που έχει βρει, εδώ και χρόνια, το δρόμο του, είτε κινούμενο στη μέση, είτε στα περιθώρια.
Επαφή: www.abbiegale.gr
Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
BLAZE FOLEY social change is still just talk
Μία από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις αμερικανού singer-songwriter, που έχω ποτέ συναντήσει (εννοώ ακουστικώς) είναι εκείνη του Blaze Foley (1949-1989). Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα βιογραφικά στοιχεία του, που κείτονται στο δίκτυο, μένει άναυδος. Ο Foley υπήρξε ένας περιπλανώμενος μουσικός, δίχως σταθερή στέγη (κοιμόταν σε σπίτια φίλων του, σε αυτοκίνητα ή ακόμη και σε μπαρ), και με μία απίστευτη γκαντεμιά όσον αφορούσε στις ηχογραφήσεις. Η πρώτη του στούντιο εγγραφή κατασχέθηκε από την DEA (Drug Enforcement Administration), όταν συνελήφθη ο παραγωγός του για ναρκωτικά. Ένα άλλο στούντιο άλμπουμ του (το master προφανώς) εξαφανίστηκε, όταν του σπάσανε ένα station wagon που κοιμόταν, κλέβοντας ό,τι υπήρχε μέσα. Ένα τρίτο βρέθηκε τυχαίως από ένα φίλο του μουσικό, στο αυτοκίνητό του, πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, και πάει λέγοντας… Μ’ όλα τούτα δεν είναι ν’ απορεί κανείς με το γεγονός πως, ενόσω ζούσε, ο Blaze είδε μόνο ένα LP του να τυπώνεται· το “Blaze Foley”, στη Vital του Nashville, μάλλον το 1984. Ο Foley (η photo είναι από το www.blazefoleymovie.com/press) είχε γεννηθεί κάπου στο Arkansas, ζώντας κυρίως στο Texas μία ζωή απολύτως έξω από τα όρια – υπήρξε φιλάνθρωπος, παρ’ όλη τη δική του φτώχεια, γερός πότης και με μια, γενικώς, δική του ιδιάζουσα συμπεριφορά, ένας αυθεντικός wino δηλαδή – για να φύγει από τη ζωή μ’ έναν… ταιριαστό για την περίπτωσή του, όσο και απρόοπτο τρόπο, όταν πυροβολήθηκε σ’ έναν καυγά πατέρα-γυιού (ήταν φίλος με τον πατέρα, τον σκότωσε ο γυιός).
Τι άλλο; Ο Foley είχε πάθος με τις μονωτικές ταινίες (duct tape). Και όπως ωραία έγραψε κάποιος… τις χρειαζόταν, για να έχει ενωμένα τα διάφορα κομμάτια της ζωής του. Βασικά, τις χρησιμοποιούσε για να κρατάει σε μια… τάξη τις μπότες του, άλλα και για δεκάδες άλλους πρακτικούς λόγους. (Λέγεται, δε, πως είχε φτιάξει ακόμη και κοστούμι από μονωτική ταινία!). Όταν πέθανε, ο μύθος επίσης λέει πως οι φίλοι του (ο Townes Van Zandt ήταν ένας από τους πιο κοντινούς) τύλιξαν με μια τέτοια μονωτική ταινία το φέρετρό του, ενώ η Lucinda Williams του αφιέρωσε ένα δυνατό τραγούδι της, το “Drunken angel”. Δικά του κομμάτια απέδωσαν επίσης οι Kings of Leon, Lyle Lovett, Merle Haggard, Willie Nelson, John Prine κ.ά.
Σαν πολλά όμως δεν τά’παμε για την περίπτωσή του; Όχι πως δεν άξιζε (και με το παραπάνω), αλλά για να δούμε και το CD που μας έδωσε την αφορμή, γι’ αυτή τη μικρή εισαγωγή… Η Fat Possum, από την Oxford του Mississippi, θέτει σε κυκλοφορία τις πολύ πρώτες εγγραφές τού Blaze Foley, υπό τον τίτλο “The Dawg Years” (από το παρατσούκλι Deputy Dawg, με το οποίο κυκλοφορούσε στα μέσα του ’70) και οι οποίες συνέβησαν τον Φεβρουάριο του ’76 (8 tracks), τον Νοέμβριο του ’76 (7 tracks) και τον Σεπτέμβριο του ’78 (5 tracks) στο living room των φίλων του, της Margery και του Bill Bouris. Αυτές οι τρεις reel-to-reel ταινίες, που ξεθάφτηκαν από μια ντουλάπα κάπου στην αγροτική Georgia, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Basil Bouris στο κείμενο του CD (πρόκειται για το… μωρό της Margery και του Bill, που ακούγεται να κλαίει σε μερικά από τα κομμάτια!), περιέχουν πράγματι σπουδαία τραγούδια, στο στυλ της folk μπαλάντας, τα οποία ξεχωρίζουν από τις δυναμικές ερμηνείες τού 27χρονου τότε Foley, τις θαυμάσιες μελωδίες και βεβαίως τα θέματά του· ερωτικά, εμπνευσμένα και αφιερωμένα στην Sybil Rosen (τη μούσα του, όπως γράφει και ο Bouris), αλλά και κοινωνικά, όπως και πολιτικά, που συνόψιζαν τις απόψεις τού «χαμένου» τραγουδοποιού, για τη ζωή και τον περιβάλλοντα κόσμο του. Το “You’ll get yours aplenty”, το “I should have been home”, το “Election day”, το “Cold, cold world”, το “Livin’ in the woods in a tree” είναι κομμάτια που δεν ξεχνιούνται εύκολα… Εδώ, το “You’ll get yours aplenty”… και από κάτω οι εξαιρετικοί στίχοι.
The skies are full of dirt and gray
city’s kids come out to play
running in the broken glass
from old deserted windows.
Dollar winos fill the streets
poolroom music’s soulful beat
engulfs the gray and dirty air
in the inner city limits.
Children run in hopeless heap
along the dirty junkie streets
where women sell themselves to men
through roofless theatres.
Sidewalk cracks deep and wide
the children kneel to look inside
for pennies maybe nickels dropped in passing.
They live the lives like others past
the winos drink the pimps sell ass
little girls ten years ago
are older now by twenty.
Social change is still just talk
things you see in urban walks
should make you sick and lose your lunch
inside your high rise diners.
Make the laws(?) you own the man
you hold him down where you can stand
one of these days you’ll get yours(?) aplenty.
Τι άλλο; Ο Foley είχε πάθος με τις μονωτικές ταινίες (duct tape). Και όπως ωραία έγραψε κάποιος… τις χρειαζόταν, για να έχει ενωμένα τα διάφορα κομμάτια της ζωής του. Βασικά, τις χρησιμοποιούσε για να κρατάει σε μια… τάξη τις μπότες του, άλλα και για δεκάδες άλλους πρακτικούς λόγους. (Λέγεται, δε, πως είχε φτιάξει ακόμη και κοστούμι από μονωτική ταινία!). Όταν πέθανε, ο μύθος επίσης λέει πως οι φίλοι του (ο Townes Van Zandt ήταν ένας από τους πιο κοντινούς) τύλιξαν με μια τέτοια μονωτική ταινία το φέρετρό του, ενώ η Lucinda Williams του αφιέρωσε ένα δυνατό τραγούδι της, το “Drunken angel”. Δικά του κομμάτια απέδωσαν επίσης οι Kings of Leon, Lyle Lovett, Merle Haggard, Willie Nelson, John Prine κ.ά.
Σαν πολλά όμως δεν τά’παμε για την περίπτωσή του; Όχι πως δεν άξιζε (και με το παραπάνω), αλλά για να δούμε και το CD που μας έδωσε την αφορμή, γι’ αυτή τη μικρή εισαγωγή… Η Fat Possum, από την Oxford του Mississippi, θέτει σε κυκλοφορία τις πολύ πρώτες εγγραφές τού Blaze Foley, υπό τον τίτλο “The Dawg Years” (από το παρατσούκλι Deputy Dawg, με το οποίο κυκλοφορούσε στα μέσα του ’70) και οι οποίες συνέβησαν τον Φεβρουάριο του ’76 (8 tracks), τον Νοέμβριο του ’76 (7 tracks) και τον Σεπτέμβριο του ’78 (5 tracks) στο living room των φίλων του, της Margery και του Bill Bouris. Αυτές οι τρεις reel-to-reel ταινίες, που ξεθάφτηκαν από μια ντουλάπα κάπου στην αγροτική Georgia, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Basil Bouris στο κείμενο του CD (πρόκειται για το… μωρό της Margery και του Bill, που ακούγεται να κλαίει σε μερικά από τα κομμάτια!), περιέχουν πράγματι σπουδαία τραγούδια, στο στυλ της folk μπαλάντας, τα οποία ξεχωρίζουν από τις δυναμικές ερμηνείες τού 27χρονου τότε Foley, τις θαυμάσιες μελωδίες και βεβαίως τα θέματά του· ερωτικά, εμπνευσμένα και αφιερωμένα στην Sybil Rosen (τη μούσα του, όπως γράφει και ο Bouris), αλλά και κοινωνικά, όπως και πολιτικά, που συνόψιζαν τις απόψεις τού «χαμένου» τραγουδοποιού, για τη ζωή και τον περιβάλλοντα κόσμο του. Το “You’ll get yours aplenty”, το “I should have been home”, το “Election day”, το “Cold, cold world”, το “Livin’ in the woods in a tree” είναι κομμάτια που δεν ξεχνιούνται εύκολα… Εδώ, το “You’ll get yours aplenty”… και από κάτω οι εξαιρετικοί στίχοι.
The skies are full of dirt and gray
city’s kids come out to play
running in the broken glass
from old deserted windows.
Dollar winos fill the streets
poolroom music’s soulful beat
engulfs the gray and dirty air
in the inner city limits.
Children run in hopeless heap
along the dirty junkie streets
where women sell themselves to men
through roofless theatres.
Sidewalk cracks deep and wide
the children kneel to look inside
for pennies maybe nickels dropped in passing.
They live the lives like others past
the winos drink the pimps sell ass
little girls ten years ago
are older now by twenty.
Social change is still just talk
things you see in urban walks
should make you sick and lose your lunch
inside your high rise diners.
Make the laws(?) you own the man
you hold him down where you can stand
one of these days you’ll get yours(?) aplenty.
Σάββατο 26 Μαρτίου 2011
THE DAVE SET half… greek, half psych
Ο Sarros29 που έχει κανάλι στο YouTube (http://is.gd/b9h7LI) και αφήνει και σχόλια στο blog, μου ζήτησε να γράψω κάτι για τους Dave Set. Κυρίως, να γράψω ποιοι τους αποτελούσαν. Δυστυχώς, δεν ξέρω τίποτα παραπάνω γι’ αυτό το γκρουπ, πέραν όσων ακολουθούν.Το συγκρότημα πρέπει να σχηματίζεται προς τα τέλη(;) του ’67 από τον κιθαρίστα David Grounstain (έτσι γραφόταν στην αρχή), ενώ στα credits αναφέρεται και κάποια Δήμητρα Γκρουνστάιν, που μάλλον έγραφε στίχους. Οι Dave Set ηχογράφησαν δύο 45άρια, το «Για σένα μόνο/ Προσμονή» [RCA Victor 50g 4023] το 1968 και το «Έλενα/ Όνειρο παληό λησμονημένο» [Olympic OE 74009] το 1969. Το πρώτο απ’ αυτά εξακολουθώ να το έχω, αλλά το δεύτερο το αντάλλαξα μ’ ένα συλλέκτη πριν από καμμιά δεκαριά χρόνια, και από τότε δεν το έχω ξαναβρεί. Από τα τέσσερα τραγούδια εκείνο που ξεχώριζε ήταν το «Όνειρο παλιό λησμονημένο» του Σάκη Παπανικολάου – όπως μου θύμισε χθες ο Κώστας, στη συναυλία του Larry Gus (εύγε νέε μου!) –, ενός συμπαθητικού ελαφρολαϊκού τραγουδιστή της εποχής, εκεί όπου μετά το 1:50 (γιατί έως εκεί πρόκειται για ένα τυπικό greek pop) καταγράφεται ένα άγριο psych ξέσπασμα, ένα από τα ελάχιστα ελληνικών sixties ηχογραφήσεων.
Το όνομα του Ντέιβ Γκρουνστάιν το έχω συναντήσει σε διάφορες ηχογραφήσεις τα μετέπειτα χρόνια, αλλά από μνήμης, θα μπορούσα να θυμηθώ μόνο δύο. Την παρουσία και τα soli του στα «Νέγρικα» [Minos, 1975] του Μάνου Λοΐζου και τη συμμετοχή του στο γκρουπ Έπσιλον (αναγράφεται ως David Grunstein), που συνόδευε τη Μαίρη Δαλάκου στο LP «Μετά την Παράσταση» στη CBS, το 1985. (Η φωτογραφία που βλέπετε – o Grunstein πρέπει να είναι – προέρχεται από εκείνο το οπισθόφυλλο). Ο Κώστας όμως είχε σημειώσει και την παρουσία του σε κάποιους ακόμη δίσκους. Και όντως. Ο Grunstein φαίνεται πως είχε στούντιο ηχογραφήσεων στα μέσα του ’80, την Ηχοτομή, έχοντας κάνει ηχοληψία σε δύο τουλάχιστον άλμπουμ του Δισκογραφικού Συνεταιρισμού Καλλιτεχνών. Του «Σλόγκαν» (1984) του Γιώργου Στεφανάκη και του “Jazzburger” (1984) του Λουκά Θάνου.
Επίσης από την «Ελληνική Δισκογραφία 1950-2005» του Πέτρου Δραγουμάνου (στο DVD του ’05 δεν αναφέρονται φυσικά όλα τα προηγούμενα) είδα πως ο Γκρουνστάιν έχει γράψει πολλά (όλα;) από τα τραγούδια του δίσκου του Νίκου Δαδινόπουλου «Θα Υπάρχεις για Πάντα» [Sosaphone, 1978] –το έχω δει το άλμπουμ κάμποσες φορές στο Μοναστηράκι, αλλά δεν έχω τολμήσει να το αγοράσω– και ακόμη κάποιου Λάκη Σοφοκλέους υπό τον τίτλο «Χειροκροτήστε με» [Sosaphone, 1984]. Συμμετείχε, ακόμη, με συνθέσεις του στο δίσκο του Γιώργου Λιναρδάκη «Με Τρελαίνεις» στην Sony Music το 1991, ενώ υπάρχει κι ένα προσωπικό του instrumental CD, με τον τίτλο “Weekend’s Colors” [AS] από το 2001.
Αν γνωρίζει κάποιος κάτι περισσότερο για τους Dave Set και τον Ντέιβ Γκρουνστάιν ας το προσθέσει…
Το όνομα του Ντέιβ Γκρουνστάιν το έχω συναντήσει σε διάφορες ηχογραφήσεις τα μετέπειτα χρόνια, αλλά από μνήμης, θα μπορούσα να θυμηθώ μόνο δύο. Την παρουσία και τα soli του στα «Νέγρικα» [Minos, 1975] του Μάνου Λοΐζου και τη συμμετοχή του στο γκρουπ Έπσιλον (αναγράφεται ως David Grunstein), που συνόδευε τη Μαίρη Δαλάκου στο LP «Μετά την Παράσταση» στη CBS, το 1985. (Η φωτογραφία που βλέπετε – o Grunstein πρέπει να είναι – προέρχεται από εκείνο το οπισθόφυλλο). Ο Κώστας όμως είχε σημειώσει και την παρουσία του σε κάποιους ακόμη δίσκους. Και όντως. Ο Grunstein φαίνεται πως είχε στούντιο ηχογραφήσεων στα μέσα του ’80, την Ηχοτομή, έχοντας κάνει ηχοληψία σε δύο τουλάχιστον άλμπουμ του Δισκογραφικού Συνεταιρισμού Καλλιτεχνών. Του «Σλόγκαν» (1984) του Γιώργου Στεφανάκη και του “Jazzburger” (1984) του Λουκά Θάνου.
Επίσης από την «Ελληνική Δισκογραφία 1950-2005» του Πέτρου Δραγουμάνου (στο DVD του ’05 δεν αναφέρονται φυσικά όλα τα προηγούμενα) είδα πως ο Γκρουνστάιν έχει γράψει πολλά (όλα;) από τα τραγούδια του δίσκου του Νίκου Δαδινόπουλου «Θα Υπάρχεις για Πάντα» [Sosaphone, 1978] –το έχω δει το άλμπουμ κάμποσες φορές στο Μοναστηράκι, αλλά δεν έχω τολμήσει να το αγοράσω– και ακόμη κάποιου Λάκη Σοφοκλέους υπό τον τίτλο «Χειροκροτήστε με» [Sosaphone, 1984]. Συμμετείχε, ακόμη, με συνθέσεις του στο δίσκο του Γιώργου Λιναρδάκη «Με Τρελαίνεις» στην Sony Music το 1991, ενώ υπάρχει κι ένα προσωπικό του instrumental CD, με τον τίτλο “Weekend’s Colors” [AS] από το 2001.
Αν γνωρίζει κάποιος κάτι περισσότερο για τους Dave Set και τον Ντέιβ Γκρουνστάιν ας το προσθέσει…
Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011
δύο missing vinyls…
Η ελληνική Missing Vinyl πράττει το χρέος της. Επανεξέδωσε, πριν από μερικούς μήνες δύο ακόμη obscured LP, οι αυθεντικές κόπιες των οποίων… ξεφεύγουν.
Το “Filthy Sky” [A.S.P., 1970] των John Bassman Group, μου το είχε δώσει να το ακούσω ένας φίλος (o Μάκης Β.) πριν από 10-12 χρόνια. Μου άρεσε αρκετά, αλλά δεν το είχα αγοράσει επειδή ήταν ψιλο-ακριβό (30 χιλιάρικα… κάτι τέτοιο). Τώρα, το έδωσε η Missing Vinyl και… τελειώσαμε. Παράξενο άλμπουμ. Οι πέντε μουσικοί (John Theunissen κιθάρες, Diana Leemhuis φωνή, Peter Blom φωνή, φυσαρμόνικα, Theo Wetzels μπάσο, John Snyders ντραμς κρουστά), αν και Ολλανδοί, έγραψαν το δίσκο τους στη Γερμανία (Aachen). Αν και 1970 (ή μήπως ’71;), ο ήχος της μπάντας είναι περισσότερο psych, παρά prog. Με υπαινιγμούς από Bob Dylan, Jefferson Airplaine, για να μην πω και Shocking Blue, ανακαλώντας στη μνήμη μου τους συγχρόνους τους Ιταλούς Circus 2000, οι John Bassman Group παρουσιάζονται ως ένα απολύτως συμβατό γκρουπ μ’ εκείνο που θ’ αποκαλούσαμε ιδιωτικότητα (κάνουν το κέφι τους, με άλλα λόγια), προσφέροντας ένα ευαισθητοποιημένο άλμπουμ είτε σε θέματα που αφορούσαν στο περιβάλλον, είτε στα, πάσης φύσεως, αποκλεισμένα άτομα. (Υπάρχει ολόκληρο κείμενο στο οπισθόφυλλο, το οποίον προβάλλει τις κοινωνικές ευαισθησίες του γκρουπ). Γράφοντας, δε, για τα τραγούδια ας πω πως υπάρχουν οι κομματάρες “Can you dig it” (θυμίζουν τους Χιλιανούς Aguaturbia, αλλά κι ένα τι – ένα ελάχιστο «τι»… – από Black Sabbath), “Filthy sky” (με τη φωνή τής Leemhuis να παραπέμπει ευθέως σε… Frisco ’67), “Coming home” (σε πιο psych-folk ύφος) και “Dutch” (ένα άψογο instro που θα μπορούσε να ενδιαφέρει ακόμη και τους… Flying Burrito Bros), οι οποίες (κομματάρες) μπορεί να σε «στείλουν», έτσι όπως είναι «περιποιημένες» από αυτό το άγνωστο, αλλά άψογο συγκρότημα.
Κι αν ο λόγος για «άγνωστα» συγκροτήματα – οι John Bassman Group δεν είναι και τόσο – τότε τι να πούμε για τους Αμερικανούς Sandstone; H Missing Vinyl προβαίνει στην… απολύτως στοχευμένη κίνηση, επανεκδίδοντας στην Ελλάδα το μοναδικό psych-folk LP τους “Can You Mend a Silver Thread?”, που πρωτοβγήκε κάπου στην Pennsylvania(;) το 1971, προσφέροντας ένα απίθανο folk, dreamy gem, ξεχασμένο ακόμη και από… το περιθώριο της ιστορίας. Ρίχνοντας μια ματιά στο popsike.com διαπίστωσα πως, τα τελευταία τρία χρόνια, το εν λόγω άλμπουμ εμφανίστηκε μόλις πέντε φορές στο eBay, φθάνοντας να κλείσει έως και στα 1704 δολάρια! Μιλάμε, δηλαδή, για ένα σπανιότατο LP, το οποίον όμως έχει εμφανή και πηγαία (και ουχί φτιαχτή…) καλλιτεχνική αξία.
Οι Sandstone είναι βασικά ο David Robert Scheirer κιθάρες, μαντολίνο, φωνή, η Laurie Braunstein κιθάρες, φωνή και ο Mario Grella κιθάρες, μαντολίνο, φωνή. Οι «έξω» βοήθειες φλάουτο, μπάσο, recorders, ντραμς, βιολί, βιόλα, τσέλο, πιάνο και harpsichord απλώς βοηθούν τις συνθέσεις να εμφανίζονται έτι περισσότερο έντεχνες, οδηγώντας τους Sandstone ν’ ακούγονται κάπως σαν Εγγλέζοι και λιγότερο ως Αμερικανοί (που είναι). Η Missing Vinyl κάνει, ως συνήθως, πολύ καλή δουλειά (προσφέρει και δύο bonus tracks), δίνοντάς μας την ευκαρία ν’ ακούσουμε μερικά εξαιρετικά τραγούδια (Can you mend a silver thread?, Lonely hunters, What if you could love the flute player?), μιας απολύτως επισκιασμένης μπάντας.
Επαφή: http://is.gd/m2obAO
Το “Filthy Sky” [A.S.P., 1970] των John Bassman Group, μου το είχε δώσει να το ακούσω ένας φίλος (o Μάκης Β.) πριν από 10-12 χρόνια. Μου άρεσε αρκετά, αλλά δεν το είχα αγοράσει επειδή ήταν ψιλο-ακριβό (30 χιλιάρικα… κάτι τέτοιο). Τώρα, το έδωσε η Missing Vinyl και… τελειώσαμε. Παράξενο άλμπουμ. Οι πέντε μουσικοί (John Theunissen κιθάρες, Diana Leemhuis φωνή, Peter Blom φωνή, φυσαρμόνικα, Theo Wetzels μπάσο, John Snyders ντραμς κρουστά), αν και Ολλανδοί, έγραψαν το δίσκο τους στη Γερμανία (Aachen). Αν και 1970 (ή μήπως ’71;), ο ήχος της μπάντας είναι περισσότερο psych, παρά prog. Με υπαινιγμούς από Bob Dylan, Jefferson Airplaine, για να μην πω και Shocking Blue, ανακαλώντας στη μνήμη μου τους συγχρόνους τους Ιταλούς Circus 2000, οι John Bassman Group παρουσιάζονται ως ένα απολύτως συμβατό γκρουπ μ’ εκείνο που θ’ αποκαλούσαμε ιδιωτικότητα (κάνουν το κέφι τους, με άλλα λόγια), προσφέροντας ένα ευαισθητοποιημένο άλμπουμ είτε σε θέματα που αφορούσαν στο περιβάλλον, είτε στα, πάσης φύσεως, αποκλεισμένα άτομα. (Υπάρχει ολόκληρο κείμενο στο οπισθόφυλλο, το οποίον προβάλλει τις κοινωνικές ευαισθησίες του γκρουπ). Γράφοντας, δε, για τα τραγούδια ας πω πως υπάρχουν οι κομματάρες “Can you dig it” (θυμίζουν τους Χιλιανούς Aguaturbia, αλλά κι ένα τι – ένα ελάχιστο «τι»… – από Black Sabbath), “Filthy sky” (με τη φωνή τής Leemhuis να παραπέμπει ευθέως σε… Frisco ’67), “Coming home” (σε πιο psych-folk ύφος) και “Dutch” (ένα άψογο instro που θα μπορούσε να ενδιαφέρει ακόμη και τους… Flying Burrito Bros), οι οποίες (κομματάρες) μπορεί να σε «στείλουν», έτσι όπως είναι «περιποιημένες» από αυτό το άγνωστο, αλλά άψογο συγκρότημα.
Κι αν ο λόγος για «άγνωστα» συγκροτήματα – οι John Bassman Group δεν είναι και τόσο – τότε τι να πούμε για τους Αμερικανούς Sandstone; H Missing Vinyl προβαίνει στην… απολύτως στοχευμένη κίνηση, επανεκδίδοντας στην Ελλάδα το μοναδικό psych-folk LP τους “Can You Mend a Silver Thread?”, που πρωτοβγήκε κάπου στην Pennsylvania(;) το 1971, προσφέροντας ένα απίθανο folk, dreamy gem, ξεχασμένο ακόμη και από… το περιθώριο της ιστορίας. Ρίχνοντας μια ματιά στο popsike.com διαπίστωσα πως, τα τελευταία τρία χρόνια, το εν λόγω άλμπουμ εμφανίστηκε μόλις πέντε φορές στο eBay, φθάνοντας να κλείσει έως και στα 1704 δολάρια! Μιλάμε, δηλαδή, για ένα σπανιότατο LP, το οποίον όμως έχει εμφανή και πηγαία (και ουχί φτιαχτή…) καλλιτεχνική αξία.
Οι Sandstone είναι βασικά ο David Robert Scheirer κιθάρες, μαντολίνο, φωνή, η Laurie Braunstein κιθάρες, φωνή και ο Mario Grella κιθάρες, μαντολίνο, φωνή. Οι «έξω» βοήθειες φλάουτο, μπάσο, recorders, ντραμς, βιολί, βιόλα, τσέλο, πιάνο και harpsichord απλώς βοηθούν τις συνθέσεις να εμφανίζονται έτι περισσότερο έντεχνες, οδηγώντας τους Sandstone ν’ ακούγονται κάπως σαν Εγγλέζοι και λιγότερο ως Αμερικανοί (που είναι). Η Missing Vinyl κάνει, ως συνήθως, πολύ καλή δουλειά (προσφέρει και δύο bonus tracks), δίνοντάς μας την ευκαρία ν’ ακούσουμε μερικά εξαιρετικά τραγούδια (Can you mend a silver thread?, Lonely hunters, What if you could love the flute player?), μιας απολύτως επισκιασμένης μπάντας.
Επαφή: http://is.gd/m2obAO
Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011
VALERIE LAGRANGE αν το τραγούδι μου μπορούσε…
Η καριέρα της Valerie Lagrange υπήρξε (είναι) συγκεκριμένη στο σινεμά (ας πούμε συμμετείχε στο “Week-end” του Jean-Luc Godard) και βεβαίως στο τραγούδι. Όντας μέσα στο πνεύμα του γαλλικού Μάη, η Lagrange έδωσε το 1971 το 45άρι “I love you so/ Si ma chanson pouvait” [BYG 129.034L], που περιείχε δύο δικά της κομμάτια, στα οποία την συνόδευαν οι Hookfoot (Caleb Quaye κιθάρες, πλήκτρα, Ian Duck κιθάρες, Roger Pope ντραμς, David Glover μπάσο), οι ίδιοι δηλαδή που βρίσκονταν πίσω από τα πρώτα άλμπουμ του Elton John στην DJM. Στο “Empty Sky” (1969) π.χ. συμμετείχαν οι Quaye και Pope, στο “Elton John” (1970) ο Quaye, στο “Tumbleweed Connection” (1970) και οι τέσσερις…
Το 1973, η Lagrange θα συνδεθεί με τον βρετανό κιθαρίστα Ian Jelfs (μία από τις πιο υποτιμημένες πενιές του british και french rock), ο οποίος είχε περάσει από τους Stormsville Shakers το ’68, τους Circus της Transatlantic το ’69, τους M.O.T.U.S και τους Alice το ’72 και μαζί του θ’ ακολουθήσει μία… hippie διαδρομή ανά τας Ευρώπας, συνοδεύοντας έναν άλλο σπουδαίο τροβαδούρο, που έκανε γαλλική καριέρα, τον Νεοζηλανδό Graeme Allwright (ματιά κι εδώ http://is.gd/dHkOXA). Ο Jelfs, μάλιστα, ήταν εκείνος που μετέφερε στην Lagrange την αγάπη για τη reggae (μετά τα μέσα του ’70). Το αποτέλεσμα ήταν να μετατρέψουν το “Si ma chanson pouvait” σε… reggae, κάνοντας το επιτυχία το 1977. Κάποιοι λένε, μάλιστα, πως ήταν το πρώτο γαλλικό κομμάτι του είδους, που ηχογραφήθηκε ποτέ. Μπορεί… Εδώ, ακούμε αυτό το εξαιρετικό τραγούδι, που το συμπεριέλαβε και ο Andy Votel στη συλλογή του “The BYG Deal, Art - Rock - Revolution” [Finders Keepers, 2009] στην πρώτη του εκδοχή…
Το 1973, η Lagrange θα συνδεθεί με τον βρετανό κιθαρίστα Ian Jelfs (μία από τις πιο υποτιμημένες πενιές του british και french rock), ο οποίος είχε περάσει από τους Stormsville Shakers το ’68, τους Circus της Transatlantic το ’69, τους M.O.T.U.S και τους Alice το ’72 και μαζί του θ’ ακολουθήσει μία… hippie διαδρομή ανά τας Ευρώπας, συνοδεύοντας έναν άλλο σπουδαίο τροβαδούρο, που έκανε γαλλική καριέρα, τον Νεοζηλανδό Graeme Allwright (ματιά κι εδώ http://is.gd/dHkOXA). Ο Jelfs, μάλιστα, ήταν εκείνος που μετέφερε στην Lagrange την αγάπη για τη reggae (μετά τα μέσα του ’70). Το αποτέλεσμα ήταν να μετατρέψουν το “Si ma chanson pouvait” σε… reggae, κάνοντας το επιτυχία το 1977. Κάποιοι λένε, μάλιστα, πως ήταν το πρώτο γαλλικό κομμάτι του είδους, που ηχογραφήθηκε ποτέ. Μπορεί… Εδώ, ακούμε αυτό το εξαιρετικό τραγούδι, που το συμπεριέλαβε και ο Andy Votel στη συλλογή του “The BYG Deal, Art - Rock - Revolution” [Finders Keepers, 2009] στην πρώτη του εκδοχή…
Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011
ΛΑΚΗΣ ΤΖΙΛΙΑΝΟΣ στα δίχτυα της Εκάτης
Τo 1989 (τότε πρέπει να ήταν, γιατί το ’90 ήμουν στα χακί), είχα βρεθεί με μια παρέα, αποτελούμενη από Κερκυραίους και κορίτσια και αγόρια από τον… Άξονα, σ’ ένα μπουζουξίδικο του νησιού (στις Αλυκές, στα περίχωρα της πόλης), που το έλεγαν Εκάτη. Εκεί τραγουδούσαν διάφοροι και βασικά ο Λάκης Τζιλιάνος (αργότερα έμαθα πως το μαγαζί ήταν δικό του), ένας κερκυραίος καλλιτέχνης, που έχει κάποια σχέση (και) με το ελληνικό rock. Το όνομα του Τζιλιάνου το ήξερα από τότε, θες γιατί το συναντούσα σε διαφημίσεις στον τοπικό Τύπο, θες γιατί είχα ακούσει κάποιο δικό του τραγούδι που μου άρεσε, η ουσία είναι πως εκείνο το βράδυ είχαμε περάσει τόσο καλά, που διέγραψα από τη μνήμη μου ακόμη και τον Σάκη Ρουβά· ο οποίος ξεκινούσε την καριέρα του εκείνη την εποχή από την Εκάτη (πιθανώς να τον είχα δει δηλαδή), πριν γίνει γνωστός τοις πάσι.Ο Τζιλιάνος είχε ξεκινήσει ν’ ασχολείται με τη μουσική ήδη από τα χρόνια του ’60 και το 1967 τον συναντάμε στο (αθηναϊκό) συγκρότημα Solistes, το οποίο αποτελούσαν οι Γιάννης Τερεζάκης όργανο, πιάνο, Γιώργος Κόκκινος lead κιθάρα, Λάκης Παρασκευάς μπάσο, τραγούδι, Λευτέρης Τζήμας ντραμς και Λάκης Τζιλιάνος τραγούδι. (Η πληροφορία προέρχεται από το τεύχος 90, των Μοντέρνων Ρυθμών, της 11/10/1967). Απ’ αυτούς, ο Τερεζάκης πρέπει να είναι ο πιανίστας που εμφανίζεται στο «Εν Λευκώ» (1982) του Παύλου Σιδηρόπουλου και σε άλμπουμ του Κυριάκου Σφέτσα, ο Κόκκινος πρέπει να είναι ο κιθαρίστας (σήμερα) στο συγκρότημα του Νίκου Λαβράνου –τα «πρέπει» μπαίνουν, επειδή πάντα μπορεί να υπάρχουν συνωνυμίες–, o Τζήμας μπήκε λίγο πιο μετά στους Babylon, για να στρίψει αργότερα και προς την jazz (παίζει στην «Αυταπάτη» της Ηδύλης Τσαλίκη και αλλού) και ο Τζιλιάνος, δεν είναι άλλος από τον τραγουδιστή που εμφανίζεται στην ταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη Κυνηγημένοι Εραστές (1972) ή “Image of Love” επί το αγγλικότερον, στην οποίαν πρωταγωνιστούσαν οι Δώρα Σιτζάνη (σύζυγος του Μάνου Λοΐζου), Φαίδων Γεωργίτσης, Άννα Φόνσου, Θόδωρος Ρουμπάνης, Λευτέρης Γυφτόπουλος, Δήμος Σταρένιος και Γκιζέλα Ντάλι. Original μουσική στην ταινία είχε γράψει ο βιμπραφωνίστας της jazz Κίμων Βασιλάς, ακούγονταν τραγούδια του Σταύρου Κουγιουμτζή με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα (το κορυφαίο «Κάποιον άλλον φίλησες») και βεβαίως του συγκροτήματος Lakis Gilianos and His Friends. Το soundtrack βγήκε για πρώτη και τελευταία(;) φορά σ’ ένα 10ιντσο LP από την Potfleur [POT 1002 GLP], το 2004, σε 300 αριθμημένα αντίτυπα. Στους «Κυνηγημένους Εραστές» οι Lakis Gilianos and His Friends εμφανίζονται σε μια παραλία ως «χίπιδες» της εποχής, φίλοι της Ελληνοαμερικάνας Σαμάνθα (Άννα Φόνσου) –η οποία είχε χάσει τον αγαπημένο της, που πολεμούσε στην… Ινδοκίνα, όχι στο… Βιετνάμ, κι είχε επιστρέψει στην Ελλάδα για να… παρηγορηθεί– ερμηνεύοντας υποτίθεται ζωντανά (οι μουσικοί κρατάνε όργανα, αλλά ό,τι ακούγεται είναι playback) τα “I believe in being me” και “Talking with the people”, ενώ υπάρχει κι ένα οργανικό το “Auto shake”.
Το πρώτο τραγούδι είναι ένα mid-tempo, κάπως σε στυλ flower power, με ολίγα γεμίσματα από φλάουτο κι ένα bluesy κιθαριστικό break. Το δεύτερο είναι up-tempo, με ωραία ερμηνεία από τον Τζιλιάνο (αν και τ’ αγγλικά είναι μέτρια), το οποίο χρωματίζεται από το σαξόφωνο και τα δεύτερα φωνητικά στην επωδό. Το “Auto shake” είναι ένα κλασικό ρυθμικό instro με πνευστά, στο στυλ εκείνων που έφτιαχνε την ίδιαν εποχή (early seventies) o Μίμης Πλέσσας για τις ταινίες του Δαλιανίδη. Στο φιλμ, που παρακολουθείται με κάποιαν άνεση, επειδή είναι road movie, υπάρχει μία εξωφρενική σεναριακή απιθανότητα (δηλαδή υπάρχουν κι άλλες), όταν λίγο πριν το τέλος, η Αστυνομία κυνηγά τον Φαίδωνα Γεωργίτση, θεωρώντας τον… συνένοχο κάποιων εις Ρώμην αναρχικών, στην περιοχή της Διώρυγας της Κορίνθου. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει, ο Γεωργίτσης και πριν πέσει στην αγκαλιά της Σιτζάνη, θα πέσει σ’ ένα πεδίο βολής του Στρατού ή μάλλον ναρκοπέδιο (με πολλές από τις νάρκες να σκάνε… κατόπιν εορτής), όπου και θα χτυπηθεί θανάσιμα από… άδικα πυρά!Πρώτη φορά που συνάντησα το όνομα του Λάκη Τζιλιάνου σε δίσκο ήταν στο άλμπουμ της Τζέσσικα «Έλα Τώρα… Που Δε Θες…» [EMI/ Columbia 14C 062-70819] από το 1977 (το είχα αγοράσει στα μέσα του ’80). Εκεί, ο κερκυραίος μουσικός είχε γράψει ένα από τα καλύτερα κομμάτια του LP, το «Ξέχνα τα παλιά», σε στίχους της Δώρας Δάνα (είναι το κομμάτι, για το οποίο τον θυμόμουν όταν τον είχα δει στην Εκάτη). Το τραγούδι είναι ένα πράγματι εμπνευσμένο light-pop r&b, με δυναμική ενορχήστρωση (πνευστά, διάφορα πλήκτρα, ακόμη και κάτι σαν mellotron…) από τον Νέστορα Δάνα, ωραίους, απλούς ερωτικούς στίχους και μελωμένη ερμηνεία από τη Τζέσσικα. Για μένα τέτοια τραγούδια αποτελούν κοσμήματα της ελληνόφωνης ποπ του ’70, που θα μπορούσε ν’ αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο. Αλλά και όλο το άλμπουμ – που ναι μεν έχει γελοίο τίτλο, αλλά έχει και… ταιριαστό εξώφυλλο –, κυλάει με χάρη, αφού ανάμεσα υπάρχει τουλάχιστον μία ακόμη τραγουδάρα, το «Μια αγάπη καινούργια» των Σταύρου Λαδά και Σώβερ Μεταξά (κιθαρίστας και μάνατζερ των Sover Group αντιστοίχως). Τζεθροταλικά φλάουτα, παραμορφωμένες κιθάρες, βαρβάτο rhythm section, πλήκτρα σε πίσω πλάνο που κάνουν στράκες, αξιοπρεπέστατοι στίχοι. Εξαίρετο κομμάτι. Αλλά για τη Τζέσσικα, θα γράψω άλλη φορά. Να μην ξεφύγω.Στα χρόνια του ’90 πια, και μετά την… περιπέτεια της Εκάτης, είχα βρει στο Μοναστηράκι κι είχα αγοράσει από τα κατοστάρικα κι ένα LP του Λάκη Τζιλιάνου – πιθανώς, το πρώτο και τελευταίο του «προσωπικό». Είχε τίτλο «Έλα Κοντά» [WEA 240319-1] και προερχόταν από το 1983. Τα τραγούδια ήταν σ’ ένα αξιοπρεπές ελαφρό-ελαφρολαϊκό στυλ και ήταν γραμμένα από τον Αντώνη Στεφανίδη (ex-Vikings κ.λπ.), τον Παύλο(;) Αλεξίου και τον ίδιον τον Λάκη Τζιλιάνο. Η τυπικώς προσεγμένη ενορχήστρωση ήταν του Χάρη Ανδρεάδη, ενώ στην ηχογράφηση έπαιρναν μέρος καλοί μουσικοί όπως ο Στέλιος Βήχος φλάουτο, βιολί, ο Γιώργος Ζηκογιάννης μπάσο, ο Μιχάλης Νικολούδης κιθάρες, ο… παλαιός συνεργάτης Λευτέρης Τζήμας ντραμς. Τα καλύτερα, συγκριτικώς, τραγούδια βρίσκονταν στη δεύτερη πλευρά και ήταν το Κι αγαπηθήκαμε (του Τζιλιάνου) και το Τι να πούμε άλλο πια (των Στεφανίδη-Ιατρόπουλου). Επιτυχία όμως (ακουγόταν στο ραδιόφωνο) έκανε το Έλα κοντά, που δεν ήταν άλλο από το “Felicitá”, που τραγουδούσαν ήδη από το 1982 ο Al Bano και η Romina Power, σε ελληνικούς στίχους κάποιου Αλκίνου (και όχι Αλκίνοου). Εδώ, στο ρόλο τους (στο ρόλο του Al Bano και της Power εννοώ), ο Λάκης Τζιλιάνος και η Πόλα (αγνώστων λοιπών στοιχείων).
Τώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, επειδή όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, ο κόσμος (κάποιος κόσμος τέλος πάντων), ακούει ξανά το “Felicitá” («Με μια σου ματιά»), από τον Al Bano και τον Γιάννη Πλούταρχο…
Τρία κομμάτια από τους «Κυνηγημένους Εραστές» τα είχε δώσει πριν από καιρό ο Electric Looser. Τα προτείνω κι εγώ από εδώ http://is.gd/nYcYTL. Το πρώτο είναι σύνθεση του Κίμωνος Βασιλά και τ’ άλλα δύο είναι των Lakis Gilianos and His Friends.
Το πρώτο τραγούδι είναι ένα mid-tempo, κάπως σε στυλ flower power, με ολίγα γεμίσματα από φλάουτο κι ένα bluesy κιθαριστικό break. Το δεύτερο είναι up-tempo, με ωραία ερμηνεία από τον Τζιλιάνο (αν και τ’ αγγλικά είναι μέτρια), το οποίο χρωματίζεται από το σαξόφωνο και τα δεύτερα φωνητικά στην επωδό. Το “Auto shake” είναι ένα κλασικό ρυθμικό instro με πνευστά, στο στυλ εκείνων που έφτιαχνε την ίδιαν εποχή (early seventies) o Μίμης Πλέσσας για τις ταινίες του Δαλιανίδη. Στο φιλμ, που παρακολουθείται με κάποιαν άνεση, επειδή είναι road movie, υπάρχει μία εξωφρενική σεναριακή απιθανότητα (δηλαδή υπάρχουν κι άλλες), όταν λίγο πριν το τέλος, η Αστυνομία κυνηγά τον Φαίδωνα Γεωργίτση, θεωρώντας τον… συνένοχο κάποιων εις Ρώμην αναρχικών, στην περιοχή της Διώρυγας της Κορίνθου. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει, ο Γεωργίτσης και πριν πέσει στην αγκαλιά της Σιτζάνη, θα πέσει σ’ ένα πεδίο βολής του Στρατού ή μάλλον ναρκοπέδιο (με πολλές από τις νάρκες να σκάνε… κατόπιν εορτής), όπου και θα χτυπηθεί θανάσιμα από… άδικα πυρά!Πρώτη φορά που συνάντησα το όνομα του Λάκη Τζιλιάνου σε δίσκο ήταν στο άλμπουμ της Τζέσσικα «Έλα Τώρα… Που Δε Θες…» [EMI/ Columbia 14C 062-70819] από το 1977 (το είχα αγοράσει στα μέσα του ’80). Εκεί, ο κερκυραίος μουσικός είχε γράψει ένα από τα καλύτερα κομμάτια του LP, το «Ξέχνα τα παλιά», σε στίχους της Δώρας Δάνα (είναι το κομμάτι, για το οποίο τον θυμόμουν όταν τον είχα δει στην Εκάτη). Το τραγούδι είναι ένα πράγματι εμπνευσμένο light-pop r&b, με δυναμική ενορχήστρωση (πνευστά, διάφορα πλήκτρα, ακόμη και κάτι σαν mellotron…) από τον Νέστορα Δάνα, ωραίους, απλούς ερωτικούς στίχους και μελωμένη ερμηνεία από τη Τζέσσικα. Για μένα τέτοια τραγούδια αποτελούν κοσμήματα της ελληνόφωνης ποπ του ’70, που θα μπορούσε ν’ αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο. Αλλά και όλο το άλμπουμ – που ναι μεν έχει γελοίο τίτλο, αλλά έχει και… ταιριαστό εξώφυλλο –, κυλάει με χάρη, αφού ανάμεσα υπάρχει τουλάχιστον μία ακόμη τραγουδάρα, το «Μια αγάπη καινούργια» των Σταύρου Λαδά και Σώβερ Μεταξά (κιθαρίστας και μάνατζερ των Sover Group αντιστοίχως). Τζεθροταλικά φλάουτα, παραμορφωμένες κιθάρες, βαρβάτο rhythm section, πλήκτρα σε πίσω πλάνο που κάνουν στράκες, αξιοπρεπέστατοι στίχοι. Εξαίρετο κομμάτι. Αλλά για τη Τζέσσικα, θα γράψω άλλη φορά. Να μην ξεφύγω.Στα χρόνια του ’90 πια, και μετά την… περιπέτεια της Εκάτης, είχα βρει στο Μοναστηράκι κι είχα αγοράσει από τα κατοστάρικα κι ένα LP του Λάκη Τζιλιάνου – πιθανώς, το πρώτο και τελευταίο του «προσωπικό». Είχε τίτλο «Έλα Κοντά» [WEA 240319-1] και προερχόταν από το 1983. Τα τραγούδια ήταν σ’ ένα αξιοπρεπές ελαφρό-ελαφρολαϊκό στυλ και ήταν γραμμένα από τον Αντώνη Στεφανίδη (ex-Vikings κ.λπ.), τον Παύλο(;) Αλεξίου και τον ίδιον τον Λάκη Τζιλιάνο. Η τυπικώς προσεγμένη ενορχήστρωση ήταν του Χάρη Ανδρεάδη, ενώ στην ηχογράφηση έπαιρναν μέρος καλοί μουσικοί όπως ο Στέλιος Βήχος φλάουτο, βιολί, ο Γιώργος Ζηκογιάννης μπάσο, ο Μιχάλης Νικολούδης κιθάρες, ο… παλαιός συνεργάτης Λευτέρης Τζήμας ντραμς. Τα καλύτερα, συγκριτικώς, τραγούδια βρίσκονταν στη δεύτερη πλευρά και ήταν το Κι αγαπηθήκαμε (του Τζιλιάνου) και το Τι να πούμε άλλο πια (των Στεφανίδη-Ιατρόπουλου). Επιτυχία όμως (ακουγόταν στο ραδιόφωνο) έκανε το Έλα κοντά, που δεν ήταν άλλο από το “Felicitá”, που τραγουδούσαν ήδη από το 1982 ο Al Bano και η Romina Power, σε ελληνικούς στίχους κάποιου Αλκίνου (και όχι Αλκίνοου). Εδώ, στο ρόλο τους (στο ρόλο του Al Bano και της Power εννοώ), ο Λάκης Τζιλιάνος και η Πόλα (αγνώστων λοιπών στοιχείων).
Τώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, επειδή όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, ο κόσμος (κάποιος κόσμος τέλος πάντων), ακούει ξανά το “Felicitá” («Με μια σου ματιά»), από τον Al Bano και τον Γιάννη Πλούταρχο…
Τρία κομμάτια από τους «Κυνηγημένους Εραστές» τα είχε δώσει πριν από καιρό ο Electric Looser. Τα προτείνω κι εγώ από εδώ http://is.gd/nYcYTL. Το πρώτο είναι σύνθεση του Κίμωνος Βασιλά και τ’ άλλα δύο είναι των Lakis Gilianos and His Friends.
Τρίτη 22 Μαρτίου 2011
ΑΡΛΕΤΑ de profundis
Το “Demo” [Lyra, 2010] της Arleta ήταν μία από τις δισκογραφικές εκπλήξεις της προηγούμενης χρονιάς. Υπό την έννοια τού ότι έχουμε να κάνουμε με αγγλόφωνες ηχογραφήσεις της καλλιτέχνιδας από την εποχή του «Ταξιδεύοντας» (είχε βγει κι εκείνο στη Lyra, το 1976). Μάλιστα, όπως γράφει η ίδια η Αρλέτα στο ένθετο (κάτι που διαπιστώνεται αμέσως), τα περισσότερα τραγούδια είναι του Ανέστου Τριανταφύλλου από το «Ταξιδεύοντας», με αγγλικούς στίχους που τοποθέτησε σ’ αυτά η Sasha Brewis (το όνομα της οποίας αναγράφεται και σ’ εκείνο το παλαιό long play). Αναγνωρίζω αμέσως τον «Λάκη», που έχει γίνει “Duchess of nobody”, το «Πριν να βγω στον κόσμο», που έχει γίνει “De profundis”…Οπωσδήποτε η acoustic version των τραγουδιών, και μάλιστα με τους αγγλικούς στίχους, έχει ενδιαφέρον. Όπως ενδιαφέρον είχε και το ελληνικό... “Lady D'Arbanville”, που τραγουδούσε η Αρλέτα (στην αγγλική) στον Αποστάτη (1973) του Φαίδωνα Γεωργίτση. Άλλο όμως αυτό και άλλο εκείνο που υποστηρίζεται στο ένθετο. Πως τα τραγούδια, δηλαδή, θα μπορούσε να προχωρήσουν στο εξωτερικό και πως ο Αλέξανδρος Πατσιφάς (ιδιοκτήτης της Lyra) αδιαφόρησε για την πορεία τους. Ακούγοντας, λοιπόν, σήμερα το “Demo” λέω πως, μάλλον, σωστά αδιαφόρησε ο Πατσιφάς για την προώθησή τους στο εξωτερικό, από τη στιγμή, μάλιστα, που είχε εμπρός του την πιο ολοκληρωμένη ελληνόφωνη εκδοχή τους (με την ωραία ενορχήστρωση του Γιώργου Κοντογιώργου). Και, κακά τα ψέμματα. Μία αγγλόφωνη παραγωγή δεν επρόκειτο ποτέ να είχε τύχη στην αλλοδαπή – από τη στιγμή κατά την οποίαν η Αρλέτα βρισκόταν στην Ελλάδα –, ανεξαρτήτως από την όποια (υψηλή, δεν αντιλέγω) ποιότητά της.
Ακούμε το «Εκ βαθέων» και στη συνέχεια το “The wind”…
Ακούμε το «Εκ βαθέων» και στη συνέχεια το “The wind”…
ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΤΙΠΟΤΑ…
… διαβάζω στη Lifo (Νο 240, 17/3/2011) στη σελ. 3.
Μα αν είναι να συναντήσει ο Ρασούλης τον Ιησού, πώς είναι δυνατόν να συναντήσει και τον Ιούδα; Αναρωτιέμαι δηλαδή, κι έρχεται και… Μεγάλη Εβδομάδα. Και λίγο πιο κάτω στη σελ.35, στη στήλη «Οι Αθηναίοι», που υπογράφει ο Φώτης Βαλλάτος και στην οποίαν αυτοπαρουσιάζεται ο Σωκράτης Μάλαμας, διαβάζω στο lead. «Τραγουδοποιός. Γεννήθηκε στη Συκιά Χαλκιδικής, μένει στην Πίνδο». Από που κι ως που, λοιπόν, «Αθηναίος»; Ξανα-αναρωτιέμαι…
Ένας φίλος πριν από λίγες μέρες μου πρότεινε ν’ ακούσω τους Baby Guru, που ποζάρουν στο εξώφυλλο στο ίδιο τεύχος της Lifo. Λέγε-λέγε, μ’ έψησε. Την προηγούμενη Παρασκευή το απόγευμα έτοιμος ήμουν ν’ αγοράσω το βινύλιό τους, που το είδα κρεμασμένο σε υπόγειο δισκάδικο του κέντρου. Όμως, έπεσα πάνω στους Νορβηγούς Hole In the Wall και το άφησα. Θα το πάρω πάντως την Πέμπτη, γιατί την Παρασκευή θα είναι κλειστά… Α και το κομμάτι που παίζει από κάτω, είναι λες κι ακούς απομεινάρι των Can…
Μα αν είναι να συναντήσει ο Ρασούλης τον Ιησού, πώς είναι δυνατόν να συναντήσει και τον Ιούδα; Αναρωτιέμαι δηλαδή, κι έρχεται και… Μεγάλη Εβδομάδα. Και λίγο πιο κάτω στη σελ.35, στη στήλη «Οι Αθηναίοι», που υπογράφει ο Φώτης Βαλλάτος και στην οποίαν αυτοπαρουσιάζεται ο Σωκράτης Μάλαμας, διαβάζω στο lead. «Τραγουδοποιός. Γεννήθηκε στη Συκιά Χαλκιδικής, μένει στην Πίνδο». Από που κι ως που, λοιπόν, «Αθηναίος»; Ξανα-αναρωτιέμαι…
Ένας φίλος πριν από λίγες μέρες μου πρότεινε ν’ ακούσω τους Baby Guru, που ποζάρουν στο εξώφυλλο στο ίδιο τεύχος της Lifo. Λέγε-λέγε, μ’ έψησε. Την προηγούμενη Παρασκευή το απόγευμα έτοιμος ήμουν ν’ αγοράσω το βινύλιό τους, που το είδα κρεμασμένο σε υπόγειο δισκάδικο του κέντρου. Όμως, έπεσα πάνω στους Νορβηγούς Hole In the Wall και το άφησα. Θα το πάρω πάντως την Πέμπτη, γιατί την Παρασκευή θα είναι κλειστά… Α και το κομμάτι που παίζει από κάτω, είναι λες κι ακούς απομεινάρι των Can…
Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011
ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ…
Ξαναείδα, χθες βράδυ, τους «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη στο MEGA, τους αφιερωμένους στην Κατερίνα Γώγου, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο. Η εκπομπή, που δεν μου άρεσε καθόλου, ήταν ακόμη μία αγιογραφική, μυθιστορηματική αντιμετώπιση της πορείας τριών ανθρώπων-καλλιτεχνών, που δεν είχαν κανένα εμφανές κοινό σημείο. Πράγμα το οποίον ακούστηκε κι εκεί, μια-δυο φορές. «Ήταν σπάνια στην ίδια παρέα» ειπώθηκε κάποια στιγμή στην αρχή. «Ήταν διαφορετικά άτομα» επεσήμανε και ο σκηνοθέτης Γιώργος Κορδέλλας, προς το τέλος. Οπότε η ερώτηση τίθεται αβίαστα. Αφού επρόκειτο για διαφορετικά άτομα, πως στο καλό ενώθηκαν κάτω από μια ταμπέλα, εκείνη των «αγίων» (και των Εξαρχείων); Έχω απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα εδώ (http://is.gd/z0dbcH) και δεν υπάρχει λόγος να ξαναγράψω τα ίδια. Απλώς, εκείνο που μ’ ενοχλεί, κάθε φορά και περισσότερο, είναι οι υπερβολές και οι ανέξοδες ποιητικούρες. Δεν τις ανέχομαι. Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
«Τον Άσιμο τον λάτρεψαν οι τρελαμένοι…» είπε ο Θεοδωράκης (προσωπικώς δεν νοιώθω καθόλου τρελαμένος κι ας ακούω Άσιμο 30 χρόνια), ενώ ο Αντώνης Καφετζόπουλος απεφάνθη πως «ο Σιδηρόπουλος ήταν το μόνο αυθεντικό ταλέντο της γενιάς μας» (η έμφαση δική μου). «Ο Σιδηρόπουλος ήταν τόσο όμορφος και ταυτόχρονα τόσο ασθενικός. Άλλοτε έμοιαζε του Τζέιμς Ντιν, κι άλλοτε με πρόσωπα που απεικονίζονται σε έργα της Αναγέννησης(…). Θεώρησα πως έφυγε προς τ’ άστρα μ’ ένα άρμα από αυτά που περιγράφει ο Ευριπίδης ή ο Σοφοκλής στο τέλος κάποιας τραγωδίας τους» ακούγεται να λέει ο Γιώργος Χρονάς χτυπώντας μας αλύπητα, ενώ βγήκα από τα ρούχα μου όταν άκουσα τον Θεοδωράκη να λέει για το «λάθος σουτάρισμα» που έστειλε τον Σιδηρόπουλο στον τάφο. Ο λαϊκισμός στην απόλυτη υπηρεσία του «μύθου». Ακούς εκεί «σουτάρισμα»… Είναι ν’ απορεί κανείς με την ευκολία της TV να αναπλάθει και να οικειοποιείται τη διάλεκτο των τοξικομανών (και ό,τι άλλο – χιλιάδες άλλα), κάνοντάς την κτήμα μας. Κι εκείνο τέλος (ακούγεται ευφυές), που είπε ο Τόλης Μαστρόκαλος (μπασίστας των Σπυριδούλα) επίσης δεν ισχύει. Ότι ο Σιδηρόπουλος την πάτησε κατά μίαν έννοια. «Έπινε γιατί πιάστηκε κορόιδο. Υποτίμησε τον κίνδυνο και νομίζω ότι είναι εκφραστής μιας γενιάς, της πρώτης γενιάς, που πλήρωσε το λογαριασμό, χωρίς να έχει πάρει στα χέρια της τον τιμοκατάλογο». Τον «τιμοκατάλογο» τον είχαν πάρει πολλοί άλλοι στα χέρια τους πριν από το Σιδηρόπουλο, πληρώνοντας (και) με τη ζωή τους. Αρκετούς, δε, από ’κείνους θα τους ήξερε σίγουρα κι ο μακαρίτης, γιατί ήταν είδωλά του. Άρα λοιπόν δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί – ούτε για τον Σιδηρόπουλο, ούτε για κανέναν άλλον – πως τον πιάσανε κορόιδο, πως δεν ήξερε και πως την πάτησε σαν αγράμματος. Δεν έζησε στο Μεσαίωνα.
Αυτά τα ολίγα.
«Τον Άσιμο τον λάτρεψαν οι τρελαμένοι…» είπε ο Θεοδωράκης (προσωπικώς δεν νοιώθω καθόλου τρελαμένος κι ας ακούω Άσιμο 30 χρόνια), ενώ ο Αντώνης Καφετζόπουλος απεφάνθη πως «ο Σιδηρόπουλος ήταν το μόνο αυθεντικό ταλέντο της γενιάς μας» (η έμφαση δική μου). «Ο Σιδηρόπουλος ήταν τόσο όμορφος και ταυτόχρονα τόσο ασθενικός. Άλλοτε έμοιαζε του Τζέιμς Ντιν, κι άλλοτε με πρόσωπα που απεικονίζονται σε έργα της Αναγέννησης(…). Θεώρησα πως έφυγε προς τ’ άστρα μ’ ένα άρμα από αυτά που περιγράφει ο Ευριπίδης ή ο Σοφοκλής στο τέλος κάποιας τραγωδίας τους» ακούγεται να λέει ο Γιώργος Χρονάς χτυπώντας μας αλύπητα, ενώ βγήκα από τα ρούχα μου όταν άκουσα τον Θεοδωράκη να λέει για το «λάθος σουτάρισμα» που έστειλε τον Σιδηρόπουλο στον τάφο. Ο λαϊκισμός στην απόλυτη υπηρεσία του «μύθου». Ακούς εκεί «σουτάρισμα»… Είναι ν’ απορεί κανείς με την ευκολία της TV να αναπλάθει και να οικειοποιείται τη διάλεκτο των τοξικομανών (και ό,τι άλλο – χιλιάδες άλλα), κάνοντάς την κτήμα μας. Κι εκείνο τέλος (ακούγεται ευφυές), που είπε ο Τόλης Μαστρόκαλος (μπασίστας των Σπυριδούλα) επίσης δεν ισχύει. Ότι ο Σιδηρόπουλος την πάτησε κατά μίαν έννοια. «Έπινε γιατί πιάστηκε κορόιδο. Υποτίμησε τον κίνδυνο και νομίζω ότι είναι εκφραστής μιας γενιάς, της πρώτης γενιάς, που πλήρωσε το λογαριασμό, χωρίς να έχει πάρει στα χέρια της τον τιμοκατάλογο». Τον «τιμοκατάλογο» τον είχαν πάρει πολλοί άλλοι στα χέρια τους πριν από το Σιδηρόπουλο, πληρώνοντας (και) με τη ζωή τους. Αρκετούς, δε, από ’κείνους θα τους ήξερε σίγουρα κι ο μακαρίτης, γιατί ήταν είδωλά του. Άρα λοιπόν δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί – ούτε για τον Σιδηρόπουλο, ούτε για κανέναν άλλον – πως τον πιάσανε κορόιδο, πως δεν ήξερε και πως την πάτησε σαν αγράμματος. Δεν έζησε στο Μεσαίωνα.
Αυτά τα ολίγα.
Κυριακή 20 Μαρτίου 2011
ΣΚΕΡΤΣΑ ΕΠΟΧΗΣ
Δεν έχω δυνατότητα για mp3. Γι’ αυτό χαίρομαι όταν φίλοι αναγνώστες… βοηθάνε την κατάσταση, ανεβάζοντας κομμάτια, τα οποία προτείνω μέσα από τις αναρτήσεις. Έτσι λοιπόν ο φίλτατος Φρικτός Νάνος ανέβασε το μεσημέρι το «Σκέρτσα εποχής» από το LP του Γιώργου Μουζάκη «Από τον Παππού στον Εγγονό» [Polydor 2421 076, 1976], δίνοντας στους αναγνώστες του blog την ευκαιρία ν’ ακούσουν ένα εντυπωσιακό latin-jazz κομμάτι, προϊόν μιας μεγάλης ελληνικής ορχήστρας. Πάραυτα, δε, το πήρε και ο Ataktos751 και το έκανε κλιπάκι.
Για τον Γιώργο Μουζάκη έχω γράψει σχετικώς ένα μικρό κείμενο εδώ http://is.gd/N20Scd και με κάποια επόμενη αφορμή θα επανέλθω. Υπάρχει εξάλλου και το LP του «Τραγουδώ-Τραγουδώ» [General Gramophone GGMG 2526] από το 1977, με τον Σώτο Παναγόπουλο, που μου αρέσει ιδιαιτέρως. Κι εκεί υπάρχουν κάτι ενορχηστρώσεις θαύμα…
Για τον Γιώργο Μουζάκη έχω γράψει σχετικώς ένα μικρό κείμενο εδώ http://is.gd/N20Scd και με κάποια επόμενη αφορμή θα επανέλθω. Υπάρχει εξάλλου και το LP του «Τραγουδώ-Τραγουδώ» [General Gramophone GGMG 2526] από το 1977, με τον Σώτο Παναγόπουλο, που μου αρέσει ιδιαιτέρως. Κι εκεί υπάρχουν κάτι ενορχηστρώσεις θαύμα…
CONFERENCE CALL free circle
Πιστή στο free/improv σκηνικό, το οποίο υπηρετεί με ξεχωριστό ζήλο καιρό τώρα, η πολωνική εταιρία Not Two Records παρουσιάζει το έκτο άλμπουμ των Conference Call, ενός από τα πιο… εργατικά κουαρτέτα που παρεπιδημούν, τώρα, στις σκηνές του κόσμου.Σχηματισμένοι το 1998 από τον γερμανό σαξοφωνίστα Gebhard Ullmann, τους Νεοϋορκέζους Joe Fonda μπάσο, George Schuller ντραμς, καθώς και τον πιανίστα Michael Jefry Stevens από το Memphis, οι Conference Call έχοντας δισκογραφήσει για την Soul Note, την Leo Records, την 482 Music, την Clean Feed εμβαθύνουν σ’ εκείνο το πεδίο του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, το οποίο εξακολουθεί ν’ απασχολεί… ψυχοσωματικώς, κατ’ αρχάς εκείνους ως μουσικούς, και εν συνεχεία, συναισθηματικώς κι αισθητικώς, τα υποψιασμένα ακροατήρια. Όχι, δηλαδή, πως απαιτούνται τίποτα… χοντρά διαπιστευτήρια, προκειμένου να παρακολουθήσει κάποιος τις ηχητικές περιπέτειες των Conference Call, αλλά, να, μία εξοικείωση με τους (αναλόγους) ήχους του ’60 μόνο χρήσιμη μπορεί ν’ αποδειχθεί, στην απόπειρα να κατανοηθεί πληρέστερα το “ What About….?” [Not Two MW 829-3, 2010] .Στο διάρκειας 52:39 πρώτο CD – το άλμπουμ είναι διπλό – κυριαρχούν τα δύο μέρη του “After like”, στα οποία η επικοινωνία των τεσσάρων περνά από διάφορα στάδια αυξομειούμενων εντάσεων, με τα σαξόφωνα του Ullmann να δημιουργούν εκρηκτικά περιβάλλοντα, εν αντιθέσει με το piano playing του Stevens, που οδεύει, συνήθως, προς έναν… αφηρημένο λυρισμό. Το φερώνυμο με το γκρουπ κομμάτι (17:25), που κλείνει το πρώτο CD δίνει το περιθώριο στον μπασίστα Fonda να δημιουργήσει την… κατακερματισμένη ατμόσφαιρα (σε σόλι και με δοξάρι) στην οποίαν συμβάλλουν ανά δύο, ανά τρεις κ.λπ. οι υπόλοιποι μουσικοί, με το πιάνο και ιδίως με το σοπράνο να σουινγκάρουν κατά ριπάς.
Και στο δεύτερο CD (46:12) συνθέσεις και αυτοσχεδιασμοί ανήκουν εξ ολοκλήρου στο γκρουπ। Στο 11λεπτο “Could this be a polka?” (σύνθεση του Stevens) η δύναμη και, κυρίως, οι δυνατότητες των Conference Call εμφαίνονται σε όλη τους την έκταση। Το μπάσο κλαρίνο του Ullmann κρατά την αρχική μελωδία, τα κρουστά τού Schuller δημιουργούν τις κατάλληλες γέφυρες, προκειμένου να επανέλθει ο πνευστός, για να παραχωρήσει τη θέση του, εν συνεχεία, στο μπάσο του Joe Fonda (ένα 3λεπτο δεξιοτεχνικό σόλο), πριν επανέλθει το γκρουπ, για να ξεκινήσει, και πάλι, μια νέα περιπέτεια. Τα συγκρατημένα χειροκροτήματα του τέλους (πρόκειται για live στην Κρακοβία, από το 2007) είναι ενδεικτικά της… διαβρωτικής ανταπόκρισης που βρίσκει η μουσική των Conference Call στα ώτα τον Πολωνών, και… όποιων άλλων.
Επαφή: http://www.nottwo.com/
Και στο δεύτερο CD (46:12) συνθέσεις και αυτοσχεδιασμοί ανήκουν εξ ολοκλήρου στο γκρουπ। Στο 11λεπτο “Could this be a polka?” (σύνθεση του Stevens) η δύναμη και, κυρίως, οι δυνατότητες των Conference Call εμφαίνονται σε όλη τους την έκταση। Το μπάσο κλαρίνο του Ullmann κρατά την αρχική μελωδία, τα κρουστά τού Schuller δημιουργούν τις κατάλληλες γέφυρες, προκειμένου να επανέλθει ο πνευστός, για να παραχωρήσει τη θέση του, εν συνεχεία, στο μπάσο του Joe Fonda (ένα 3λεπτο δεξιοτεχνικό σόλο), πριν επανέλθει το γκρουπ, για να ξεκινήσει, και πάλι, μια νέα περιπέτεια. Τα συγκρατημένα χειροκροτήματα του τέλους (πρόκειται για live στην Κρακοβία, από το 2007) είναι ενδεικτικά της… διαβρωτικής ανταπόκρισης που βρίσκει η μουσική των Conference Call στα ώτα τον Πολωνών, και… όποιων άλλων.
Επαφή: http://www.nottwo.com/
Σάββατο 19 Μαρτίου 2011
ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Πάνω από 40 χρόνια έχει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στο χώρο. Παρ’ όλα αυτά δεν το βάζει κάτω. Εξακολουθεί να βγάζει δίσκους (από ένα σημείο και μετά άρχισε να γράφει, καθ’ ολοκληρίαν, και τις μουσικές), εξακολουθεί να προτείνει καινούρια τραγούδια. Το έχω ξαναγράψει. Ο Παπακωνσταντίνου αξίζει να κατεβάσει τελείως το volume. Η φωνή του, ως μεταφορέας ροκομηνυμάτων έχει φθαρεί σε απελπιστικό βαθμό (εννοώ ως ηχητική εικόνα, όχι αναγκαστικώς ως εύρος ή ως δύναμη). Απεναντίας, στις μπαλάντες, στα λιγότερο… οργίλα κομμάτια, είναι μια χαρά. Στο «Παιχνίδι Παίζεται» [Lyra, 2010], βασισμένο σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, υπάρχουν καλά τραγούδια, όπως η «Παραμονή πρωτοχρονιάς» ή το «Γέλα μου» (ο Παπακωνσταντίνου γράφει ενδιαφέρουσες μελωδίες), κι αυτό δεν μπορεί παρά είναι θετικό για τον ίδιον, μετά από μία τόσο μακρυά καριέρα. Προσωπικώς, πάντως, θα ήθελα ν’ ακούσω τον Παπακωνσταντίνου σε τραγούδια χωρίς ρεφρέν. Έχω το λόγο μου. #
Είναι ωραία δομημένα τα τραγούδια της Στέλλας Γαδέδη, στη «Μόνα Λίζα» [Lyra, 2010]. Έχουν καλές μελωδίες, είναι λαϊκά (ακόμη κι όταν είναι ροκ ή τζαζ…), χωρίς να λαϊκίζουν, έχουν ωραία παιξίματα και κυρίως έχουν μία νέα ωραία φωνή, εκείνη της Αντιγόνης Μπούνα· για την οποίαν θα έλεγα πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να θυμίζει την Ελευθερία Αρβανιτάκη – οι φωνές τους δεν είναι ίδιες. Αν κάπου χωλαίνουν (τα τραγούδια) είναι στο στιχουργικό κομμάτι, αφού τα λόγια είναι μεν απολύτως ευπρεπή, είναι δε και κοινότοπα. Προδομένοι ή μη έρωτες και τα σχετικά. Μην μπω σε λεπτομέρειες. Δεν βρίσκεται (εν προκειμένω) η ουσία στις λεπτομέρειες. #
Δεν μου αρέσει ο τίτλος τού νέου άλμπουμ του Γεράσιμου Ανδρεάτου Ψυχή που δεν αμάρτησε ποτέ της δεν αγιάζει [Μικρός Ήρως, 2010]. Ας ξεκινήσω από ’κει, καθότι τα τραγούδια (δώδεκα τον αριθμόν), όλα σε μουσικές του Δημήτρη Παπαδόπουλου και σε στίχους διαφόρων μου… αρέσουν. Εννοώ, για να μην παρερμηνευτώ, πως είναι λαϊκά, βαμμένα με τα παλιά χρώματα (όχι με τα οικολογικά… που δε μυρίζουν), οριοθετημένα γερά από τις συντεταγμένες του χώρου. Βεβαίως, θα πρέπει να πω πως ελάχιστα απ’ αυτά ξεχωρίζουν (το «Χιλιάδες σκέψεις» σε στίχους Φώτη Πετρίδη π.χ.), ενώ οι κοινωνικοί στίχοι του Βασίλη Παπαδόπουλου θα έλεγα πως δεν ευτυχούν συνθετικώς, πλην των «βοτσάλων», σημειώνοντας, ακόμη, κάτι που το νομίζω από παλιά. Ο Ανδρεάτος είναι αχτύπητος στις λαϊκές μπαλάντες. #
Δεν βρίσκω λειτουργικά σε λαϊκούς δίσκους, όπως είναι το «Η Αγάπη Είναι Ελεύθερη» [Eros, 2010] της Γλυκερίας, τα reggae (Σταρόβας) και τα country (ο ηθοποιός Χαραλαμπόπουλος) ηχοχρώματα. Αποπροσανατολίζουν το άκουσμα και το κάνουν… ethnic του συρμού. Κρίμα. Γιατί και η Γλυκερία έχει την ιστορία που έχει στο λαϊκό (και παραδοσιακό) τραγούδι, αλλά και γιατί σ’ αυτόν το δίσκο της υπάρχει η τραγουδάρα της Βάσως Αλλαγιάννη «Ο γλάρος» (το είχε πρωτοπεί ο Μανώλης Λιδάκης, αλλά με τη Γλυκερία με πιάνει καλύτερα), όπως και το άψογο ζεϊμπέκικο «Απόψε σιωπηλοί» (επίσης της Αλλαγιάννη, που το είχε πει ο Παπάζογλου στα «Σύνεργα» – το προτιμώ). Προσωπικώς, με τα κομμάτια του Γιώργου Ζήκα… τραβάω ένα μικρό ζόρι, με τον θυμοσοφικό τους στοχασμό δηλαδή, σε συνδυασμό με την ελαφράδα των μελωδιών τους, αλλά ok. Το «Ό,τι ζητάω το αρνιέμαι» είναι καλό τραγούδι. #
Πλούσιο 2CD (διαρκεί περισσότερο από δυόμισι ώρες!) με ό,τι έχει πει και ξαναπεί ο Χρήστος Θηβαίος. Στο ζωντανό «Πιο Πέρα Από Τα Μάτια» [Legend, 2010] αναφέρομαι, που αποτελεί, βασικά, μεταφορά των εμφανίσεων τού καλού τραγουδιστή (Νοέμβριος του ’09) στον Σταυρό του Νότου, συν κάποιες στιγμές από τη συναυλία του Διφώνου στον Νάκα (1/2005). Ένα θα πω. Δεν γνωρίζω πως μπορεί να λειτούργησε το concept στη σκηνή του club, όμως στην εδώ αποτύπωσή του δυσκολεύομαι να το παρακολουθήσω. Δεν είναι μόνον η διάρκειά του. Είναι και η πολυσυλλεκτικότητά του, τα διαφορετικά κομμάτια, οι καλεσμένοι μουσικοί… όλο το πακέτο. Ο Θηβαίος έχει γράψει ενδιαφέροντα τραγούδια. Τα περισσότερα υπάρχουν κι εδώ. Προτιμώ, όμως, να τ’ ακούω από τους κανονικούς του δίσκους.#
Είναι ωραία δομημένα τα τραγούδια της Στέλλας Γαδέδη, στη «Μόνα Λίζα» [Lyra, 2010]. Έχουν καλές μελωδίες, είναι λαϊκά (ακόμη κι όταν είναι ροκ ή τζαζ…), χωρίς να λαϊκίζουν, έχουν ωραία παιξίματα και κυρίως έχουν μία νέα ωραία φωνή, εκείνη της Αντιγόνης Μπούνα· για την οποίαν θα έλεγα πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να θυμίζει την Ελευθερία Αρβανιτάκη – οι φωνές τους δεν είναι ίδιες. Αν κάπου χωλαίνουν (τα τραγούδια) είναι στο στιχουργικό κομμάτι, αφού τα λόγια είναι μεν απολύτως ευπρεπή, είναι δε και κοινότοπα. Προδομένοι ή μη έρωτες και τα σχετικά. Μην μπω σε λεπτομέρειες. Δεν βρίσκεται (εν προκειμένω) η ουσία στις λεπτομέρειες. #
Δεν μου αρέσει ο τίτλος τού νέου άλμπουμ του Γεράσιμου Ανδρεάτου Ψυχή που δεν αμάρτησε ποτέ της δεν αγιάζει [Μικρός Ήρως, 2010]. Ας ξεκινήσω από ’κει, καθότι τα τραγούδια (δώδεκα τον αριθμόν), όλα σε μουσικές του Δημήτρη Παπαδόπουλου και σε στίχους διαφόρων μου… αρέσουν. Εννοώ, για να μην παρερμηνευτώ, πως είναι λαϊκά, βαμμένα με τα παλιά χρώματα (όχι με τα οικολογικά… που δε μυρίζουν), οριοθετημένα γερά από τις συντεταγμένες του χώρου. Βεβαίως, θα πρέπει να πω πως ελάχιστα απ’ αυτά ξεχωρίζουν (το «Χιλιάδες σκέψεις» σε στίχους Φώτη Πετρίδη π.χ.), ενώ οι κοινωνικοί στίχοι του Βασίλη Παπαδόπουλου θα έλεγα πως δεν ευτυχούν συνθετικώς, πλην των «βοτσάλων», σημειώνοντας, ακόμη, κάτι που το νομίζω από παλιά. Ο Ανδρεάτος είναι αχτύπητος στις λαϊκές μπαλάντες. #
Δεν βρίσκω λειτουργικά σε λαϊκούς δίσκους, όπως είναι το «Η Αγάπη Είναι Ελεύθερη» [Eros, 2010] της Γλυκερίας, τα reggae (Σταρόβας) και τα country (ο ηθοποιός Χαραλαμπόπουλος) ηχοχρώματα. Αποπροσανατολίζουν το άκουσμα και το κάνουν… ethnic του συρμού. Κρίμα. Γιατί και η Γλυκερία έχει την ιστορία που έχει στο λαϊκό (και παραδοσιακό) τραγούδι, αλλά και γιατί σ’ αυτόν το δίσκο της υπάρχει η τραγουδάρα της Βάσως Αλλαγιάννη «Ο γλάρος» (το είχε πρωτοπεί ο Μανώλης Λιδάκης, αλλά με τη Γλυκερία με πιάνει καλύτερα), όπως και το άψογο ζεϊμπέκικο «Απόψε σιωπηλοί» (επίσης της Αλλαγιάννη, που το είχε πει ο Παπάζογλου στα «Σύνεργα» – το προτιμώ). Προσωπικώς, με τα κομμάτια του Γιώργου Ζήκα… τραβάω ένα μικρό ζόρι, με τον θυμοσοφικό τους στοχασμό δηλαδή, σε συνδυασμό με την ελαφράδα των μελωδιών τους, αλλά ok. Το «Ό,τι ζητάω το αρνιέμαι» είναι καλό τραγούδι. #
Πλούσιο 2CD (διαρκεί περισσότερο από δυόμισι ώρες!) με ό,τι έχει πει και ξαναπεί ο Χρήστος Θηβαίος. Στο ζωντανό «Πιο Πέρα Από Τα Μάτια» [Legend, 2010] αναφέρομαι, που αποτελεί, βασικά, μεταφορά των εμφανίσεων τού καλού τραγουδιστή (Νοέμβριος του ’09) στον Σταυρό του Νότου, συν κάποιες στιγμές από τη συναυλία του Διφώνου στον Νάκα (1/2005). Ένα θα πω. Δεν γνωρίζω πως μπορεί να λειτούργησε το concept στη σκηνή του club, όμως στην εδώ αποτύπωσή του δυσκολεύομαι να το παρακολουθήσω. Δεν είναι μόνον η διάρκειά του. Είναι και η πολυσυλλεκτικότητά του, τα διαφορετικά κομμάτια, οι καλεσμένοι μουσικοί… όλο το πακέτο. Ο Θηβαίος έχει γράψει ενδιαφέροντα τραγούδια. Τα περισσότερα υπάρχουν κι εδώ. Προτιμώ, όμως, να τ’ ακούω από τους κανονικούς του δίσκους.#
PSYCH X 2
Η παρούσα ανάρτηση είναι παντελώς συνειρμική. Αναφερόμενος στους Πολωνούς Nurt, στο post για τον Jorgos Skolias, θυμήθηκα τους Romuald & Roman, το κορυφαίο ψυχεδελικό συγκρότημα της χώρας στα τέλη των sixties (ο κιθαρίστας Roman Runowicz και ο μπασίστας Jan Jacek Baron πέρασαν αργότερα στους Nurt). Οι Romuald & Roman ηχογράφησαν στην πρώτη εποχή τους ελάχιστο υλικό. Το 7ιντσο “Pytanie czy haslo/ Czlowiek” στην Muza το 1969, κι ένα κομμάτι, το “Bobas” για τη συλλογή “Przeboje Nonstop” [Muza XL 0624, 1970;] στην οποία συμμετείχαν ακόμη οι Czerwone Gitary, οι Niebiesko-Czarni, οι Breakout, οι Skaldowie, οι Bizony… (Στους τελευταίους, τους Bizony εννοώ, τραγουδούσε ο Stan Borys, ο οποίος είχε πάρει δεύτερο βραβείο στην 5η Ολυμπιάδα Τραγουδιού, που είχε διοργανώσει η χούντα στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1972). Οι Romuald & Roman διατηρήθηκαν μέχρι το 1976 (πολλά χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε κι ένα 2CD με 32 κομμάτια τους) και σ’ αυτή την τελευταία φάση της καριέρας τους είχαν για περκασιονίστα τον ελληνικής καταγωγής Sarandis Jovanudis, ο οποίος το 1988 συμμετείχε, μαζί με τον Jorgos Skolias και στο “Rytuał Dźwięku I Ciszy” [Muza SX 2609] των Osjan (εκεί αναγράφεται ως Juwanudis). Το “Bobas” με παραπέμπει σ’ ένα θρυλικό psych track, που όλοι το ξέρετε… Και δεν εννοώ σε κάποιο των Pink Floyd...
Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011
JORGOS SKOLIAS φωνή κυρίου
Πριν από αρκετό καιρό μία αναγνώστρια του Jazz & Tζαζ από τη Θεσσαλονίκη μου είχε στείλει (δια απλής αλληλογραφίας) ένα μικρό σημείωμα στο οποίο ζητούσε πληροφορίες για κάποιον «πολωνό» μουσικό ονόματι Jorgos Skolias. Όπως μου έγραφε είχε δει το όνομά του σ’ ένα έντυπο στην Gdynia, εκεί όπου ο Skolias θα εμφανιζόταν σε duo με τον τρομπονίστα Bronislaw Duzy – σ’ ένα πρόγραμμα υπό τον τίτλο “Do It” (11/2004). Η αναγνώστρια κατέληγε πως πιθανόν να επρόκειτο για κάτι ενδιαφέρον, αφού στον ίδιο χώρο, στο κλαμπ Poklad, είχε δει και ακούσει τον Carlos Johnson (έναν bluesman, που τον έχουμε δει και στην Ελλάδα). Κρίνοντας, εκ των υστέρων, από το βίντεο που ακολουθεί έχω την εντύπωση πως το ενδιαφέρον ήταν δεδομένο…
Για τον ίδιο μουσικό, τον Jorgos Skolias, μου είχε ζητήσει πληροφορίες και κάποιος άλλος αναγνώστης (ακόμη παλαιότερα) και απ’ όσο θυμάμαι κάτι είχα γράψει. (Σίγουρα το όνομά του το είχα αναφέρει 2-3 φορές στο περιοδικό – μία στο τεύχος 91, σ’ ένα κείμενό μου για τους Osjan, αφού ο Skolias είχε υπάρξει μέλος τους την τριετία 1987-89, μία άλλη στο τεύχος 82, στην κριτική παρουσίαση του CD του Αποστόλη Άνθιμου “Theatro Live”, εκεί όπου ο Skolias συμμετείχε ως βοκαλίστας). Έτσι, ξαναπιάνω πάλι το νήμα και λέω λίγα λόγια παραπάνω γι’ αυτόν τον ελληνικής καταγωγής μουσικό (με τον οποίον κάποτε είχα μια επαφή μέσω e-mail), έναν από τους δεκάδες που διέπρεψαν στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, πριν και μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Ο Skolias γεννήθηκε στην Πολωνία το 1950 από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες γονείς (ή γονέα) και ανακατεύτηκε με τη μουσική και τα συγκροτήματα (rock και jazz κυρίως) από νωρίς. Στη δεκαετία του ’70 εμφανίστηκε με τους Nurt (που έχουν ένα από τα καλύτερα LP του πολωνικού rock, από το 1973), τους Grupa 1111 και τους Spisek Szesciu, δίχως όμως να έχει συμμετάσχει σε κάποιες από τις ηχογραφήσεις τους. Το 1982 μπαίνει στους Krzak, οι οποίοι ήδη ήταν «όνομα» στην πολωνική blues σκηνή, και μαζί τους θα γράψει το LP “Krzak’ i” [Tonpress KAW SX-T24]. Θ’ ακολουθήσουν διάφορες συμμετοχές και εμφανίσεις σε άλμπουμ τρίτων (Pick/Up, Usewisz-Janik-Sylwin), ενώ θα υπάρξει βασικό στέλεχος του κουαρτέτου του κοντραμπασίστα Witold Szczurek τη διετία 1984-85 (θα γράψουν μαζί δύο LP) και των Young Power (τρία LP) την τριετία 1989-91. Θ’ ακολουθήσουν πολλές συνεργασίες (θα εμφανιστεί με τους θρύλους της polish jazz Tomasz Stańko, Tomasz Szukalski, Zbigniew Namysłowski), διάφοροι δίσκοι και ακόμη περισσότερα live (έως και σήμερα), μέσα από τα οποία ο Jorgos Skolias θ’ αναπτύξει ένα προσωπικό στυλ φωνητικού αυτοσχεδιασμού, ανακατεύοντας ποικίλες παραδόσεις (δημοτικό τραγούδι, ρεμπέτικα, ευρύτερα βαλκανικά, ινδικά, μογγολικά και βεβαίως jazz, blues και rock ηχοχρώματα), το οποίο και θα τον αναδείξει σ’ έναν από τους σημαντικότερους βοκαλίστες στην Ευρώπη. Αν και έχω υπ’ όψιν μου διάφορες εγγραφές του Skolias, μένω για λίγο σ’ εκείνη των Krzak (η φωτογραφία, επάνω, είναι από το οπισθόφυλλο του δίσκου στην Tonpress) γιατί, απλώς, τη βρίσκω ιδιαίτερη. Επρόκειτο για ένα οκτέτο(!) στην ουσία, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Αποστόλης Άνθιμος (ex-SBB κ.λπ.). Το είδος της μουσικής που παίζοιν οι Krzak στο “Krzak’ I” είναι blues, αλλά όχι ένα blues παρωχημένο, αφού ανακατεύουν με μεγάλη επιδεξιότητα funky, jazzy, folk και art-rock στοιχεία, τραγουδώντας συγχρόνως (ο Skolias δηλαδή) σε τρεις γλώσσες (πολωνική, αγγλική, ελληνική). Μάλιστα, το ελληνικό κομμάτι, που έχει τίτλο “Kosma” και διαρκεί μόλις 50 δευτερόλεπτα, είναι το κορυφαίο του άλμπουμ. Ο Skolias ερμηνεύει a cappella, χρησιμοποιώντας πολλαπλές εγγραφές, μερικούς δικούς του στίχους, πάνω σ’ έναν ψευδο-ρεμπέτικο σκοπό, θυμίζοντας μου κάτι που… δεν υπάρχει, έναν αλλόκοτο συνδυασμό Demetrio Stratos και Παύλου Σιδηρόπουλου. Έξοχη ιδέα και ακόμη εξοχότερο το αποτέλεσμα, που σίγουρα προχώρησε…
Για τον ίδιο μουσικό, τον Jorgos Skolias, μου είχε ζητήσει πληροφορίες και κάποιος άλλος αναγνώστης (ακόμη παλαιότερα) και απ’ όσο θυμάμαι κάτι είχα γράψει. (Σίγουρα το όνομά του το είχα αναφέρει 2-3 φορές στο περιοδικό – μία στο τεύχος 91, σ’ ένα κείμενό μου για τους Osjan, αφού ο Skolias είχε υπάρξει μέλος τους την τριετία 1987-89, μία άλλη στο τεύχος 82, στην κριτική παρουσίαση του CD του Αποστόλη Άνθιμου “Theatro Live”, εκεί όπου ο Skolias συμμετείχε ως βοκαλίστας). Έτσι, ξαναπιάνω πάλι το νήμα και λέω λίγα λόγια παραπάνω γι’ αυτόν τον ελληνικής καταγωγής μουσικό (με τον οποίον κάποτε είχα μια επαφή μέσω e-mail), έναν από τους δεκάδες που διέπρεψαν στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, πριν και μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Ο Skolias γεννήθηκε στην Πολωνία το 1950 από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες γονείς (ή γονέα) και ανακατεύτηκε με τη μουσική και τα συγκροτήματα (rock και jazz κυρίως) από νωρίς. Στη δεκαετία του ’70 εμφανίστηκε με τους Nurt (που έχουν ένα από τα καλύτερα LP του πολωνικού rock, από το 1973), τους Grupa 1111 και τους Spisek Szesciu, δίχως όμως να έχει συμμετάσχει σε κάποιες από τις ηχογραφήσεις τους. Το 1982 μπαίνει στους Krzak, οι οποίοι ήδη ήταν «όνομα» στην πολωνική blues σκηνή, και μαζί τους θα γράψει το LP “Krzak’ i” [Tonpress KAW SX-T24]. Θ’ ακολουθήσουν διάφορες συμμετοχές και εμφανίσεις σε άλμπουμ τρίτων (Pick/Up, Usewisz-Janik-Sylwin), ενώ θα υπάρξει βασικό στέλεχος του κουαρτέτου του κοντραμπασίστα Witold Szczurek τη διετία 1984-85 (θα γράψουν μαζί δύο LP) και των Young Power (τρία LP) την τριετία 1989-91. Θ’ ακολουθήσουν πολλές συνεργασίες (θα εμφανιστεί με τους θρύλους της polish jazz Tomasz Stańko, Tomasz Szukalski, Zbigniew Namysłowski), διάφοροι δίσκοι και ακόμη περισσότερα live (έως και σήμερα), μέσα από τα οποία ο Jorgos Skolias θ’ αναπτύξει ένα προσωπικό στυλ φωνητικού αυτοσχεδιασμού, ανακατεύοντας ποικίλες παραδόσεις (δημοτικό τραγούδι, ρεμπέτικα, ευρύτερα βαλκανικά, ινδικά, μογγολικά και βεβαίως jazz, blues και rock ηχοχρώματα), το οποίο και θα τον αναδείξει σ’ έναν από τους σημαντικότερους βοκαλίστες στην Ευρώπη. Αν και έχω υπ’ όψιν μου διάφορες εγγραφές του Skolias, μένω για λίγο σ’ εκείνη των Krzak (η φωτογραφία, επάνω, είναι από το οπισθόφυλλο του δίσκου στην Tonpress) γιατί, απλώς, τη βρίσκω ιδιαίτερη. Επρόκειτο για ένα οκτέτο(!) στην ουσία, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Αποστόλης Άνθιμος (ex-SBB κ.λπ.). Το είδος της μουσικής που παίζοιν οι Krzak στο “Krzak’ I” είναι blues, αλλά όχι ένα blues παρωχημένο, αφού ανακατεύουν με μεγάλη επιδεξιότητα funky, jazzy, folk και art-rock στοιχεία, τραγουδώντας συγχρόνως (ο Skolias δηλαδή) σε τρεις γλώσσες (πολωνική, αγγλική, ελληνική). Μάλιστα, το ελληνικό κομμάτι, που έχει τίτλο “Kosma” και διαρκεί μόλις 50 δευτερόλεπτα, είναι το κορυφαίο του άλμπουμ. Ο Skolias ερμηνεύει a cappella, χρησιμοποιώντας πολλαπλές εγγραφές, μερικούς δικούς του στίχους, πάνω σ’ έναν ψευδο-ρεμπέτικο σκοπό, θυμίζοντας μου κάτι που… δεν υπάρχει, έναν αλλόκοτο συνδυασμό Demetrio Stratos και Παύλου Σιδηρόπουλου. Έξοχη ιδέα και ακόμη εξοχότερο το αποτέλεσμα, που σίγουρα προχώρησε…
Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011
FREESTYLE μία dance άποψη
Μία από τις πιο εκλεκτικές dance ετικέτες (με ό,τι γενικότερο και ωραιότερο συμπαρασύρει η λέξη), που παρεπιδημούν τώρα στη Μεγάλη Βρετανία είναι η Freestyle Records. H εταιρία ιδρύθηκε το 2003 από τον Adrian Gibson (ιδιοκτήτη του λονδρέζικου Jazz Café), κατορθώνοντας μέσα σε μια δεκαετία να παρουσιάσει μια σειρά 80 και πλέον κυκλοφοριών, οι οποίες αποτελούν (συχνά), απόλυτα dance κοσμήματα. Να, μερικά από τα πιο πρόσφατα…Οι Black Lillies είναι δύο βασικά· ο Tonny Svensson (συμμετέχει συνθετικώς) και ο Jens Minke (μπάσο, σαξόφωνα, κιθάρες, πλήκτρα, φωνητικά), που έχουν για έδρα τους την Κοπενχάγκη. Το παρθενικό φερώνυμο CD τους [FSRCD072, 2010] κυριαρχείται από electro, funky και ακόμη jazz και house ρυθμοδομές, σε μια προσπάθεια, καθ’ όλα επιτυχημένη, να συνδεθεί, συν τοις άλλοις, το groovy στοιχείο (που είναι… επιβεβλημένο) με τα φωνητικά και το τραγούδι. Οι guests που συμμετέχουν, όπως η Thulla Wamberg, η Jo Harrop, η Hannah Vasanth (keyboard player της Rihannα) και μερικές-οί ακόμη προσφέρουν όλα τα απαραίτητα εφόδια προκειμένου τα deep beats των Black Lillies ν’ αποκτήσουν και την περισσότερο pop χροιά τους.Οι Root Source είναι σεπτέτο αποτελούμενο εκ των Andy Fairclough πλήκτρα, Ben Packer κιθάρες, Spencer Brown μπάσο, Larry Clack ντραμς, John Martin τενόρο, σοπράνο, Tom East φλάουτο και Roberto Ares Rio κρουστά. Η μουσική τους, έτσι όπως εμφανίζεται στο “Firewalker” [FSRCD078, 2010], είναι ένα πάντρεμα acid και funk στοιχείων δανεισμένων από τα sixties και τα early seventies, στηριγμένη κατά βάσιν στα πλήκτρα (hammond, fender rhodes, wurlitzer, clavinet… και δε συμμαζεύεται). Σχεδόν όλες οι συνθέσεις ανήκουν στον Fairclough· σχεδόν, γιατί υπάρχει και η version σε δύο θέματα από το “Charlie and The Chocolate Factory” (1971) των Leslie Bricusse και Anthony Newly. Το άλμπουμ ρέει σαν νεράκι, με τους παίκτες να σφαδάζουν και τα παιξίματα να εξακοντίζονται στην… πίστα. Killer το δικό τους 11λεπτο “Echoes of your past”.Ακόμη σε πιο βαθείες electro-μαύρες συνταγές και με beats που κινούνται, ενίοτε, στα όρια του techno, o Aroop Roy προσφέρει με τη “Nomadic Soul” [FSRCD079, 2010] ένα θερμό, θερμότατο άλμπουμ με έντονη DJ-ική επίγευση. Εγκατεστημένος στο Λονδίνο, ο Roy αναζητά τα female vocals σε… φίρμες του ψαγμένου r&b (που αγγίζει έως και τα jazz όρια) όπως, ας πούμε, στην Καναδή(;) Sacha Williamson ή και σε λιγότερο προβεβλημένα πρόσωπα, όπως την Sarah G (προσφέρει την αγέρωχη ερμηνεία της στο “Ain’t that sweet”), και την rapper Lyric L. Μα και στα male vocals (όπου απαιτούνται) ο Roy χτυπάει διάνα· με τον Replife, βασικά, που παίρνει επάνω του το σημαντικότερο κομμάτι του άλμπουμ (“Stand up”).Ποιος είναι ο Big Pimp Jones; Αν δώσω βάση σε όσα γράφει στο ΜySpace του είναι ένας funkster και hip-hopper από την Philadelphia. Και τότε πώς έμπλεξε με το… soundtrack κάποιας «σιγκαπουρινής» παραγωγής, καρικατούρα τής καρικατούρας των blaxploitations; Η απάντηση φαίνεται (φαίνεται λέω) να είναι απλή. Ούτε ταινία υπάρχει, ούτε soundtrack, ούτε τίποτα. Πόσω μάλλον, όταν το “Jimmy Ruckus and The Five Fingers of Death” (η ταινία) αποτελεί sequel, κάποιας προηγούμενης που κανένας δεν γνωρίζει (εκτός κι αν είναι Σιγκαπουρινός). Τούτο γράφεται εν είδει σημειώσεως στο εξώφυλλο του… OST “Jimmy Ruckus and The Five Fingers of Death” [FSRCD081, 2010], βάζοντας, κάπως, τα πράγματα στη θέση τους. Faux ταινία, faux OST, αλλά καθόλου faux εκείνο που ακούγεται, μια και τα θέματα του Big Pimp Jones διατρέχουν μέρος της πινακοθήκης των κλασικών μουσικών του είδους, προσαρμοσμένες κάπως προς το… νοτιοανατολικο-ασιατικότερον. Δεν είναι, απλώς, οι νύξεις κάποιων τουριστικών μελωδιών της περιοχής (κάπως έτσι θα μπορούσε να τις αντιληφθεί ένα μέσο αυτί), όσο η ικανότητα του Big Pimp Jones να πλάθει μιαν ηχητική περιπέτεια με σαφή στοιχεία ασιατικής blax exotica. (Original αστυνομικά από Χονγκ-Κονγκ και Φιλιππίνες έχω δει – κι έχω ακούσει – από Σινγκαπούρη δεν είμαι σίγουρος…). The Apples present: Kings [FSRCD083, 2010]. Ποιοι είναι οι μεν και τι (δε) παρουσιάζουν; Εννεαμελές συγκρότημα ακαθορίστου προελεύσεως (Krasnobaev, Ouzana, Naiman, Todres, Wertheim… μερικά από τα επώνυμα των μουσικών), το οποίο στα μισά κομμάτια συνεργάζεται με τον τρομπονίστα Fred Wesley(!) και στα άλλα μισά με τον μαροκινο-ισραηλινό κρουστό Shlomo Bar (εδώ δεν έχει θαυμαστικό, επειδή κάποια από τα μέλη μπορεί να είναι Ισραηλινοί και άρα θεμιτό να συνεργάζονται με κάποιον συμπατριώτη τους). Τα πρώτα είναι κολπατζίδικα funky, με τον Wesley να τα χώνει (“All right all right”) και τα υπόλοιπα ethnic-οφέρνουν (κάπως σαν σακατεμένους Embryo). Η αντίστιξη μπορεί να μη λειτουργεί, αλλά, αυτονομημένα, τα δύο μέρη έχουν ενδιαφέρον.
Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011
JAZZ MISSION TO MOSCOW
Το 1962, λίγο πριν το (τυπικό) τέλος του Ψυχρού Πολέμου με την Οκτωβριανή Κρίση στην Κούβα, ο Benny Goodman επισκέπτεται την τότε Σοβιετική Ένωση για συναυλίες. Κινούμενος εντός του προπαγανδιστικού πολιτιστικού κύκλου του State Department ήδη από το 1956 (η αποστολή εκείνης της χρονιάς περιελάμβανε live στην Ταϊλάνδη, την τότε Βιρμανία, την Καμπότζη, τη Μαλαισία, την Ιαπωνία, τη Σιγκαπούρη και τη Νότια Κορέα), ο αμερικανός κλαρινίστας θα βρεθεί στη Σοβιετία, το 1962, δίνοντας 30 συναυλίες σε έξι πόλεις (Μόσχα, Λένινγκραντ, Τιφλίδα, Τασκένδη, Σοχούμι, Κίεβο). Η ιστορία θα αποτυπωθεί σε διπλό δίσκο βινυλίου την ίδια χρονιά από την RCA, περιλαμβάνοντας εγγραφές που συνέβησαν στη Μόσχα, το διάστημα 1-8 Ιουλίου, του 1962.
Φαίνεται πως το γεγονός της αποστολής έλαβε κάποιες διαστάσεις στην Αμερική, με αποτέλεσμα μόλις οι μουσικοί πάτησαν πόδι στην πατρίδα τους να μπουν φουριόζοι στη δουλειά (Webster Hall, Νέα Υόρκη, 12/7/1962), ηχογραφώντας κομμάτια σαν εκείνα που έπαιξαν στην ΕΣΣΔ, αυτή τη φορά όχι υπό την ηγετική παρουσία του Goodman, αλλά σε ενορχήστρωση και διεύθυνση του τενορίστα Al Cohn (δεν συμμετείχε στην αποστολή, αλλά, εν πάση περιπτώσει, είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Goodman). Το άλμπουμ ήταν μονό, είχε τίτλο “Jazz Mission to Moscow, Featuring Top Jazz Artists On Their Return from Tour of Soviet Union 1962” (όπως είπα, ήταν γραμμένο στη Νέα Υόρκη) και βγήκε στο εμπόριο από την τοπική (νεοϋορκέζικη) Colpix [SCP 433], που ήταν label της Columbia. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν οι σαξοφωνίστες Zoot Sims, Phil Woods, Jerry Dodgion, Gene Allen, ο τρομπετίστας Jimmy Maxwell, o τρομπονίστας Willie Dennis, o μπασίστας Bill Crow, ο ντράμερ Mel Lewis (όλοι από την αποστολή) και ακόμη ο έτερος τρομπετίστας Markie Markowitz, όπως και ο πιανίστας Eddie Costa. Στο ρεπερτόριο, που δεν μπορεί παρά να ανήκε στο χώρο του μοντέρνου, τότε, swing, δεν περιλαμβανόταν, όλως περιέργως, ούτε μία σύνθεση του Cohn, ενώ κάποια από τα κομμάτια ήταν τα ίδια μ’ εκείνα που είχαν ερμηνεύσει οι μουσικοί στη Μόσχα, ως μέλη της μπάντας του Benny Goodman (το “Mission to Moscow” του Mel Powell, το στάνταρντ “Let’s dance”).
Στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ υπάρχουν τρία κείμενα. Ένα από τον Dom Cerulli, το οποίον αναφέρεται στα βιογραφικά των μουσικών, ένα του Nat Hentoff που έχει να κάνει με αισθητικά θέματα, κι ένα του Leonard Feather, στο οποίο διαβάζουμε την πιο σοφή κουβέντα. Λέει ο Feather: «Όπου κι αν πήγα, στη Μόσχα και το Λένινγκραντ, η αλήθεια ξεχώρισε προς έντονη ανακούφιση: H ΕΣΣΔ, αλλά και κάθε άλλη χώρα, οι κάτοικοι της οποίας κάποια στιγμή άκουσαν τζαζ, έχει έναν συμπαγή πυρήνα αφιερωμένων ακροατών, για τους οποίους αυτή η μουσική δεν αποτελεί το σύμβολο της ελευθερίας – όπως αρέσκονται πολλοί να ισχυρίζονται –, αλλά, μάλλον, ένα απλό μουσικό ιδανικό προς το οποίο έτειναν από καιρό». Σωστά. Γιατί πολλοί στη Δύση όλα τα μετέπειτα χρόνια (θες από σκοπό, θες από βλακεία), νόμιζαν πως το να άκουγες ή να έπαιζες jazz στην πρώην Σοβιετική Ένωση, όπως και σε κάθε άλλη «σιδερένια» χώρα, ήταν κάτι σαν επαναστατική (ή μάλλον... αντεπαναστατική) πράξη.
Φαίνεται πως το γεγονός της αποστολής έλαβε κάποιες διαστάσεις στην Αμερική, με αποτέλεσμα μόλις οι μουσικοί πάτησαν πόδι στην πατρίδα τους να μπουν φουριόζοι στη δουλειά (Webster Hall, Νέα Υόρκη, 12/7/1962), ηχογραφώντας κομμάτια σαν εκείνα που έπαιξαν στην ΕΣΣΔ, αυτή τη φορά όχι υπό την ηγετική παρουσία του Goodman, αλλά σε ενορχήστρωση και διεύθυνση του τενορίστα Al Cohn (δεν συμμετείχε στην αποστολή, αλλά, εν πάση περιπτώσει, είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Goodman). Το άλμπουμ ήταν μονό, είχε τίτλο “Jazz Mission to Moscow, Featuring Top Jazz Artists On Their Return from Tour of Soviet Union 1962” (όπως είπα, ήταν γραμμένο στη Νέα Υόρκη) και βγήκε στο εμπόριο από την τοπική (νεοϋορκέζικη) Colpix [SCP 433], που ήταν label της Columbia. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν οι σαξοφωνίστες Zoot Sims, Phil Woods, Jerry Dodgion, Gene Allen, ο τρομπετίστας Jimmy Maxwell, o τρομπονίστας Willie Dennis, o μπασίστας Bill Crow, ο ντράμερ Mel Lewis (όλοι από την αποστολή) και ακόμη ο έτερος τρομπετίστας Markie Markowitz, όπως και ο πιανίστας Eddie Costa. Στο ρεπερτόριο, που δεν μπορεί παρά να ανήκε στο χώρο του μοντέρνου, τότε, swing, δεν περιλαμβανόταν, όλως περιέργως, ούτε μία σύνθεση του Cohn, ενώ κάποια από τα κομμάτια ήταν τα ίδια μ’ εκείνα που είχαν ερμηνεύσει οι μουσικοί στη Μόσχα, ως μέλη της μπάντας του Benny Goodman (το “Mission to Moscow” του Mel Powell, το στάνταρντ “Let’s dance”).
Στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ υπάρχουν τρία κείμενα. Ένα από τον Dom Cerulli, το οποίον αναφέρεται στα βιογραφικά των μουσικών, ένα του Nat Hentoff που έχει να κάνει με αισθητικά θέματα, κι ένα του Leonard Feather, στο οποίο διαβάζουμε την πιο σοφή κουβέντα. Λέει ο Feather: «Όπου κι αν πήγα, στη Μόσχα και το Λένινγκραντ, η αλήθεια ξεχώρισε προς έντονη ανακούφιση: H ΕΣΣΔ, αλλά και κάθε άλλη χώρα, οι κάτοικοι της οποίας κάποια στιγμή άκουσαν τζαζ, έχει έναν συμπαγή πυρήνα αφιερωμένων ακροατών, για τους οποίους αυτή η μουσική δεν αποτελεί το σύμβολο της ελευθερίας – όπως αρέσκονται πολλοί να ισχυρίζονται –, αλλά, μάλλον, ένα απλό μουσικό ιδανικό προς το οποίο έτειναν από καιρό». Σωστά. Γιατί πολλοί στη Δύση όλα τα μετέπειτα χρόνια (θες από σκοπό, θες από βλακεία), νόμιζαν πως το να άκουγες ή να έπαιζες jazz στην πρώην Σοβιετική Ένωση, όπως και σε κάθε άλλη «σιδερένια» χώρα, ήταν κάτι σαν επαναστατική (ή μάλλον... αντεπαναστατική) πράξη.
Τρίτη 15 Μαρτίου 2011
ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ χωρίς…
Είναι γνωστός ο τρόπος του Φοίβου Δεληβοριά. Γενικώς, δηλαδή, γιατί στον «Αόρατο Άνθρωπο» [Inner Ear, 2011] υπάρχουν ορισμένες καινοτομίες. Ας ξεκινήσω, όμως, από τα γνωστά, τοποθετώντας εν παραλλήλω και τα… άγνωστα.
Η δύναμη του Δεληβοριά θα είναι πάντα οι στίχοι, βεβαίως οι μελωδίες και γιατί όχι οι ερμηνείες του. Τρία χαρακτηριστικά δηλαδή, που κάνουν την παρουσία του διακριτή μέσα στο τελευταίο εγχώριο άσμα.
Έχοντας ήδη μια 20ετία στο χώρο, ο Δεληβοριάς κατόρθωσε από πολύ νωρίς να δώσει στίγμα, εκμεταλλευόμενος την άνεση που έχει στη στιχοπλοκή, όπως και την ικανότητά του να γράφει απλές, «στρογγυλές» και ευκολομνημόνευτες μελωδίες. Αν και ο τρόπος του, γενικώς, γειτνίαζε πάντα με την μπαλάντα (εκείνο το είδος του τραγουδιού δηλαδή που αφηγείται μιαν ιστορία), στην πιο πρόσφατη δουλειά του καταφεύγει σ’ ένα στίχο περισσότερο φιλοσοφικό, που αφορμάται από τα θέματα των σχέσεων, πριν εκτιναχθεί σε περισσότερο υπαρξιακά ζητήματα. Οι συνθέσεις του, από την άλλη, αποσαφηνίζοντας μιαν ιστορία δύο δεκαετιών ανακατατάξεων και αναπροσαρμογών ελληνικού τραγουδιού, διακρίνονται για μιαν… απλοποιημένη δυστροπία, προβάλλοντας έναν τρόπο απεμπλοκής από το προφανές, δείχνοντας πως τον απασχολεί εξ ίσου και το ζήτημα της φόρμας· ο αέρας ανανέωσης, που πρέπει από καιρού εις καιρόν να τη διαπνέει (τη φόρμα).
Ο Δεληβοριάς δεν επαναπαύεται στις δόξες του, όπως λέμε, ούτε προβαίνει όμως και σε απονενοημένα βήματα. Διατηρώντας, εν ολίγοις, αναλλοίωτα τα βασικά γνωρίσματα της τέχνης του, ανοίγει με τον «Αόρατο Άνθρωπο» ένα επόμενο κεφάλαιο, το οποίον, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ενδιαφέρεται για την καθαρότητα και τη σταθερότητα του πλάνου. Σαφείς στιχουργικές νύξεις, αφοπλιστικές συνθέσεις, στοιχειώδεις, αλλά απολύτως περιπετειώδεις ενορχηστρώσεις («ξεκούρδιστη» άποψη για τους Γιώργο Κατσάνο, πριν στην Ομαδική Απόδραση και το Eos Quartet, και Σταμάτη Σταματάκη). Το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερο –σκέφθομαι– καθώς κυλάει το «Χωρίς» και κυρίως το «Θα ’θελα να ’μουνα εκεί»…
Η δύναμη του Δεληβοριά θα είναι πάντα οι στίχοι, βεβαίως οι μελωδίες και γιατί όχι οι ερμηνείες του. Τρία χαρακτηριστικά δηλαδή, που κάνουν την παρουσία του διακριτή μέσα στο τελευταίο εγχώριο άσμα.
Έχοντας ήδη μια 20ετία στο χώρο, ο Δεληβοριάς κατόρθωσε από πολύ νωρίς να δώσει στίγμα, εκμεταλλευόμενος την άνεση που έχει στη στιχοπλοκή, όπως και την ικανότητά του να γράφει απλές, «στρογγυλές» και ευκολομνημόνευτες μελωδίες. Αν και ο τρόπος του, γενικώς, γειτνίαζε πάντα με την μπαλάντα (εκείνο το είδος του τραγουδιού δηλαδή που αφηγείται μιαν ιστορία), στην πιο πρόσφατη δουλειά του καταφεύγει σ’ ένα στίχο περισσότερο φιλοσοφικό, που αφορμάται από τα θέματα των σχέσεων, πριν εκτιναχθεί σε περισσότερο υπαρξιακά ζητήματα. Οι συνθέσεις του, από την άλλη, αποσαφηνίζοντας μιαν ιστορία δύο δεκαετιών ανακατατάξεων και αναπροσαρμογών ελληνικού τραγουδιού, διακρίνονται για μιαν… απλοποιημένη δυστροπία, προβάλλοντας έναν τρόπο απεμπλοκής από το προφανές, δείχνοντας πως τον απασχολεί εξ ίσου και το ζήτημα της φόρμας· ο αέρας ανανέωσης, που πρέπει από καιρού εις καιρόν να τη διαπνέει (τη φόρμα).
Ο Δεληβοριάς δεν επαναπαύεται στις δόξες του, όπως λέμε, ούτε προβαίνει όμως και σε απονενοημένα βήματα. Διατηρώντας, εν ολίγοις, αναλλοίωτα τα βασικά γνωρίσματα της τέχνης του, ανοίγει με τον «Αόρατο Άνθρωπο» ένα επόμενο κεφάλαιο, το οποίον, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ενδιαφέρεται για την καθαρότητα και τη σταθερότητα του πλάνου. Σαφείς στιχουργικές νύξεις, αφοπλιστικές συνθέσεις, στοιχειώδεις, αλλά απολύτως περιπετειώδεις ενορχηστρώσεις («ξεκούρδιστη» άποψη για τους Γιώργο Κατσάνο, πριν στην Ομαδική Απόδραση και το Eos Quartet, και Σταμάτη Σταματάκη). Το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερο –σκέφθομαι– καθώς κυλάει το «Χωρίς» και κυρίως το «Θα ’θελα να ’μουνα εκεί»…
Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011
PIERO PICCIONI master plan
Σε κάποια κείμενα που έχω υπ’ όψιν μου, αφιερωμένα στον ιταλό μαέστρο Piero Piccioni (Πιέρο Πιτσόνι 1921-2004), δημοσιευμένα φυσικά σε περιοδικά του εξωτερικού (Soundtrack, Il Giaguaro…) έχω παρατηρήσει πως όσοι γράφουν για ’κείνον σπανίως, ή μάλλον, ποτέ, δεν αναφέρουν το όνομα του Ennio Morricone. Λες και έπεφταν τηλέφωνα… Από μια πλευρά μοιάζει λογικό κάτι τέτοιο. Και οι δύο αποτελούν τα ιερά τέρατα του ιταλικού soundtrack – ο Piccioni, όπως αναφέρει ο Claudio Fuiano στο οπισθόφυλλο του “Fumo di Londra” έχει γράψει μουσικές σε περισσότερες από 300 ταινίες, ο IMDb.com αναφέρει… μόλις 181 –, και οι δύο έζησαν στην ίδιαν εποχή, διεκδικούσαν τις ίδιες δουλειές, ήταν το ίδιο ταλαντούχοι (μέσα στη διαφορετικότητά τους), είχαν το ίδιο ανοιχτό πνεύμα στις ενορχηστρώσεις, δεν έβλεπαν καμμία διαφορά όσον αφορούσε στη δουλειά τους, ανάμεσα σε μια κωμωδία με τον Alberto Sordi ή σ’ ένα giallo, συνεργάζονταν με τους ίδιους σκηνοθέτες ή τεχνικούς, απευθύνονταν στο ίδιο κοινό. Συνεπώς, οι καριέρες τους, έπρεπε να είναι καλώς περιφρουρημένες. Δεν γνωρίζω αν μεταξύ τους υπήρχε κόντρα φανερή ή λιγότερο φανερή, αν αντάλλασσαν «καλημέρα» ή όχι, φαντάζομαι όμως πως στον τρελό κόσμο των συλλεκτών, αποκλείεται να συναντήσεις κάποιον που να μαζεύει μετά μανίας, συγχρόνως, τις δουλειές του ενός και του άλλου.Παρ’ όλα αυτά Picconi και Morricone έχουν συνεργαστεί τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους (πιθανώς να υπάρχουν κι άλλες) κι αυτή ήταν στο soundtrack του “Fumo di Londra”, όταν ο Morricone ενορχήστρωσε το “You never told me”, που ανοίγει το OST (στην επανέκδοση της Black Cat, το “You never told me” υπάρχει ως movie version, ως μία 35 δευτερολέπτων εισαγωγή, αλλά και σε μία ακόμη εκδοχή, άπασες… arranged and conducted by Ennio Morricone). Στο ίδιο OST συμμετείχαν και οι Cantori Moderni του Alessandro Alessandroni, καθώς και η Edda dell’ Orso, όλοι συνεργάτες (και) του Morricone. Φαίνεται λοιπόν πως οι δύο μαέστροι, κάποιες φορές, δεν είχαν πράγματα να χωρίσουν.
Το ενδιαφέρον για τον Piccioni αρχίζει να αναθερμαίνεται μέσα στη δεκαετία του ’90, όταν στην Ιταλία, αλλά και στην Ιαπωνία, ξεκινά μία προσπάθεια χαρτογράφησης και αποκατάστασης του έργου του, τουλάχιστον στα μάτια (και τα ώτα) όσων αγνοούσαν όχι μόνο τις λεπτομέρειες, αλλά και την ουσία. Επανεκδόσεις ολοκληρωμένων συνθέσεων, συλλογές, άρθρα, αφιερώματα, οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με το μέγεθος του τιμωμένου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, εντασσόταν και το άλμπουμ “The Seduction of Piero Piccioni, Fantacy & Mod Psychedelia of Sixties Italy and the Wild West” [el, Cherry Red, 2005], που βοηθά στην παρακολούθηση του έργου του.Ο Piccioni υπήρξε συνθέτης με πολύ ισχυρή jazz παιδεία. Γυιός του Attilio Piccioni, Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, φτιάχνει τις πρώτες του ορχήστρες στα χρόνια του ’40, δουλεύοντας συγχρόνως για το Radio Roma. Επειδή, προφανώς, δεν ήθελε το όνομά του να συμπαραδηλώνει την πολιτική καριέρα του πατέρα του, υιοθετεί ψευδώνυμο (Piero Morgan) κι έτσι ξεκινά να υπογράφει τις πρώτες του δουλειές. Συνεπαρμένος από την αφροαμερικανική μουσική παράδοση, αρχίζει να βρίσκει μέσα από τα cine-scores το χώρο που του χρειαζόταν για να φθάσει στο ποθούμενο. Την αγάπη του για την jazz τη δείχνει σχετικώς νωρίς στα soundtracks των φιλμ I Magliari (1959) του Francesco Rossi, Adua e Le Compagne (1960) του Antonio Pietrangeli, Il Bell’ Antonio (1960) του Mauro Bolognini και Mafioso (1962) του Alberto Lattuada. Επειδή είχα ξαναδεί πριν από μερικά χρόνια τον «Ωραίο Αντόνιο» με τον Marcello Mastroianni, θυμάμαι ακόμη ένα απίθανο blues με έγχορδα, να συνοδεύει κάποιες πολύ χαρακτηριστικές σκηνές. Προϊόντος του χρόνου, ο Piccioni θα αρχίσει να ενσωματώνει στις μουσικές του το κλίμα της εποχής και, αφού πλησιάζουμε χρονικώς προς τα mid-sixties, το κλίμα δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο από εκείνο του swinging London.Κορυφαία στιγμή της καριέρας του, ή μάλλον μία από τις κορυφαίες, αποτελούν οι μουσικές και τα τραγούδια του για την ταινία του φίλου και πολλά χρόνια συνεργάτη του, διάσημου ιταλού κωμικού Alberto Sordi, το περιώνυμο “Fumo di Londra”. Ο Piccioni τόσο σε groovy πλαίσια (το “Babylon I’m comin’” είναι ένα κορυφαίο bossa shake), όσο και σε lounge ή ψευδο-beat, απλώς μεγαλουργεί. Το άλμπουμ πρωτοκυκλοφόρησε το 1966 στην εταιρία Parade κι έχει επανεκδοθεί τουλάχιστον τρεις φορές μέσα στη δεκαετία του ’90. Τελευταία(;) στην ιταλική Black Cat [BCR 0102 DLP] σε διπλό LP με alternative takes και ανέκδοτα, το έτος 2000. Piccioni και Sordi συνεργάστηκαν πολλές φορές, και πέραν του “Fumo di Londra” αξίζει να αναφέρω το φιλμ του Luigi Zampa Il Medico della Mutua (1968) καθώς και το πολύ περισσότερο γνωστό Un Italiano In America (1967), σε σκηνοθεσία του ίδιου του Sordi, που άνοιξε τη φήμη του Piccioni και στην Αμερική. Από εδώ το “Love war call” (που θα μπορούσε να θυμίζει Μίμη Πλέσσα) είναι top. Στη συλλογή της el ανθολογείται το groovy, με το δολοφονικό hammond “Easy dreamer”. Κωμωδία ήταν μάλλον και το Ti Ho Sposato per Allegria (1967) του Luciano Salce, με τον Giorgio Albertazzi και τη Monica Vitti. Το “Party is piper”, που ακούγεται στη συλλογή “Beat at Cinecitta, Vol.2” [Crippled Dick Hot Wax] δείχνει πως όχι μόνον ο Piccioni, αλλά και έλληνες μουσικοί, όπως ο Γιώργος Θεοδοσιάδης π.χ., αντλούσαν την ίδιαν εποχή από την ίδια δεξαμενή.
Ιδιαίτερη κατηγορία επενδύσεων αποτελούν φυσικά τα scores για θρίλερ, ή καλύτερα ένας συνδυασμός ταινιών μυστηρίου, με αρκετό σεξ, αστυνομική πλοκή, ναρκωτικά και εγκλήματα, στα οποία οι Ιταλοί έκαναν σχολή, επηρεάζοντας δεκάδες σκηνοθέτες σε κάθε γωνιά του κόσμου. (Στην Ελλάδα, η μόνη ταινία αυτού του ύφους που αξίζει κανείς να δει και όχι μόνον ως cult, είναι το «Ισχυρή Δόση Σεξ» από το 1978, του Ηλία Μυλωνάκου). Αξεπέραστα crime-films, τουλάχιστον για τις μουσικές του Piccioni είναι τα Scacco alla Regina (1969) του Pasquale Festa Campanile, με τη Rosanna Schiaffino και τον Romolo Valli (τα φωνητικά της Edda dell’ Orso είναι άλλο πράγμα) και βεβαίως το Colpo Rovente (1969) του Pietro Zuffi, με την Barbara Bouchet. Εδώ ο Piccioni, πλην των άλλων, προσφέρει και μία δεύτερη εκδοχή του “Easy dreamer”, από το Ένας Ιταλός στην Αμερική, αυτή τη φορά με απόκοσμα φωνητικά.
Τα spaghetti western είχαν κι αυτά την τιμητική τους. Στο “The Seduction of…” ακούγονται θέματα από τα: In Nome del Padre, del Figlio e della Colt (1972) του Mario Bianchi (ο IMDb αναφέρει ότι η ταινία προέρχεται από το 1975 και μάλον έχει δίκιο), Io Non Perdono… Uccido! (1968) του Joaquin Luis Romero Marchent, Una Colt in Mano al Diavolo (1972) του Gianfranco Baldanello και φυσικά το Se Incontri Sartana… (1968) του Gianfrnaco Parolini με τους Gianni Garko, Klaus Kinski και Fernando Sancho. Εδώ, δεν χωρούν γκαραζομπόσες και swinging Λόντρες. Ο Piccioni ανασύρει το classic και επικό ρεπερτόριό του, τα νοσταλγικά σόλο κιθάρα θέματα, κάποιες electric mood ατμόσφαιρες, που έλκουν την καταγωγή τους από τους Shadows (οι τίτλοι από το Una Colt…), αλλά και avant προσαρμογές σ’ ένα κάπως ψυχεδελικό σκηνικό (“Mystery, πάλι από το Una Colt…). Οργιαστική φαντασία…Και με τις ταινίες τέχνης; Τι γίνεται με τις ταινίες τέχνης, που δοκιμάζονται στα φεστιβάλ και οι οποίες γράφουν την… επίσημη κινηματογραφική ιστορία; Οι fans του είδους οφείλουν να γνωρίζουν. Ο Piero Piccioni, όπως και ο Ennio Morricone, όπως και όλοι οι μεγάλοι ιταλοί σινε-συνθέτες, δεν διαχώριζαν την κουλτούρα από τη μη κουλτούρα. Όσο βάρος έριχναν σε μια σεξοκωμωδία της σειράς, με την ίδια σοβαρότητα αντιμετώπιζαν και την ταινία του δημιουργού. Ο Piccioni την ώρα που συνεργαζόταν με… δευτεροκλασάτους σκηνοθέτες, υπέγραφε και τα soundtracks των ταινιών του Bernardo Bertolucci, του Mauro Bolognini, του Elio Petri, του Luchino Visconti, του Vittorio De Sica, της Lina Wertmuller. Στον «Μίμη τον Σιδερά» εξάλλου – ταινία που αγαπήθηκε ιδιαιτέρως στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης – συναντώ, προσωπικώς, μερικά από τα ωραιότερα progressive rock θέματα που αποτυπώθηκαν ποτέ στο σελιλόιντ (Il dopolotta).
Όπως μαρτυρούν και τα παιδιά του, στο δωδέκατο τεύχος του Giaguaro (2005, Anno VI) από το οποίο έχω δανειστεί και τις δύο φωτογραφίες του, ο Pierro Piccioni ήταν αυτοδίδακτος ως μουσικός (όπως αρκετοί δημιουργοί της γενιάς του) και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για κάποια έργα συνθετών – όχι για συνθέτες, αδιακρίτως. Του άρεσαν η “Lulu” του Alban Berg, o «Πελέας και η Μελισάνθη» του Debussy, οι «Πλανήτες» του Holst. Είχε μία τεράστια βιβλιοθήκη και διάβαζε περισσότερο απ’ όσο άκουγε ή συνέθετε. Η μεγάλη του αγάπη ήταν η φιλοσοφία (κυρίως οι Heidegger και Wittgenstein), η Αστρονομία και η Σύγχρονη Φυσική. Ήταν γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αλλά και ιδιαιτέρως ντροπαλός. Μονίμως εκπλησσόταν, όταν άκουγε καλά λόγια για τη δουλειά του, σαν να ήταν πάντα η πρώτη φορά. Το βασικό πιστεύω του στη ζωή ήταν πως όσο πιο δύσκολο είναι ένα πρόβλημα, τόσο πιο απλή θα είναι η λύση του. Μέσα σ’ αυτήν την απλότητα έζησε και δημιούργησε.
Το ενδιαφέρον για τον Piccioni αρχίζει να αναθερμαίνεται μέσα στη δεκαετία του ’90, όταν στην Ιταλία, αλλά και στην Ιαπωνία, ξεκινά μία προσπάθεια χαρτογράφησης και αποκατάστασης του έργου του, τουλάχιστον στα μάτια (και τα ώτα) όσων αγνοούσαν όχι μόνο τις λεπτομέρειες, αλλά και την ουσία. Επανεκδόσεις ολοκληρωμένων συνθέσεων, συλλογές, άρθρα, αφιερώματα, οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με το μέγεθος του τιμωμένου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, εντασσόταν και το άλμπουμ “The Seduction of Piero Piccioni, Fantacy & Mod Psychedelia of Sixties Italy and the Wild West” [el, Cherry Red, 2005], που βοηθά στην παρακολούθηση του έργου του.Ο Piccioni υπήρξε συνθέτης με πολύ ισχυρή jazz παιδεία. Γυιός του Attilio Piccioni, Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, φτιάχνει τις πρώτες του ορχήστρες στα χρόνια του ’40, δουλεύοντας συγχρόνως για το Radio Roma. Επειδή, προφανώς, δεν ήθελε το όνομά του να συμπαραδηλώνει την πολιτική καριέρα του πατέρα του, υιοθετεί ψευδώνυμο (Piero Morgan) κι έτσι ξεκινά να υπογράφει τις πρώτες του δουλειές. Συνεπαρμένος από την αφροαμερικανική μουσική παράδοση, αρχίζει να βρίσκει μέσα από τα cine-scores το χώρο που του χρειαζόταν για να φθάσει στο ποθούμενο. Την αγάπη του για την jazz τη δείχνει σχετικώς νωρίς στα soundtracks των φιλμ I Magliari (1959) του Francesco Rossi, Adua e Le Compagne (1960) του Antonio Pietrangeli, Il Bell’ Antonio (1960) του Mauro Bolognini και Mafioso (1962) του Alberto Lattuada. Επειδή είχα ξαναδεί πριν από μερικά χρόνια τον «Ωραίο Αντόνιο» με τον Marcello Mastroianni, θυμάμαι ακόμη ένα απίθανο blues με έγχορδα, να συνοδεύει κάποιες πολύ χαρακτηριστικές σκηνές. Προϊόντος του χρόνου, ο Piccioni θα αρχίσει να ενσωματώνει στις μουσικές του το κλίμα της εποχής και, αφού πλησιάζουμε χρονικώς προς τα mid-sixties, το κλίμα δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο από εκείνο του swinging London.Κορυφαία στιγμή της καριέρας του, ή μάλλον μία από τις κορυφαίες, αποτελούν οι μουσικές και τα τραγούδια του για την ταινία του φίλου και πολλά χρόνια συνεργάτη του, διάσημου ιταλού κωμικού Alberto Sordi, το περιώνυμο “Fumo di Londra”. Ο Piccioni τόσο σε groovy πλαίσια (το “Babylon I’m comin’” είναι ένα κορυφαίο bossa shake), όσο και σε lounge ή ψευδο-beat, απλώς μεγαλουργεί. Το άλμπουμ πρωτοκυκλοφόρησε το 1966 στην εταιρία Parade κι έχει επανεκδοθεί τουλάχιστον τρεις φορές μέσα στη δεκαετία του ’90. Τελευταία(;) στην ιταλική Black Cat [BCR 0102 DLP] σε διπλό LP με alternative takes και ανέκδοτα, το έτος 2000. Piccioni και Sordi συνεργάστηκαν πολλές φορές, και πέραν του “Fumo di Londra” αξίζει να αναφέρω το φιλμ του Luigi Zampa Il Medico della Mutua (1968) καθώς και το πολύ περισσότερο γνωστό Un Italiano In America (1967), σε σκηνοθεσία του ίδιου του Sordi, που άνοιξε τη φήμη του Piccioni και στην Αμερική. Από εδώ το “Love war call” (που θα μπορούσε να θυμίζει Μίμη Πλέσσα) είναι top. Στη συλλογή της el ανθολογείται το groovy, με το δολοφονικό hammond “Easy dreamer”. Κωμωδία ήταν μάλλον και το Ti Ho Sposato per Allegria (1967) του Luciano Salce, με τον Giorgio Albertazzi και τη Monica Vitti. Το “Party is piper”, που ακούγεται στη συλλογή “Beat at Cinecitta, Vol.2” [Crippled Dick Hot Wax] δείχνει πως όχι μόνον ο Piccioni, αλλά και έλληνες μουσικοί, όπως ο Γιώργος Θεοδοσιάδης π.χ., αντλούσαν την ίδιαν εποχή από την ίδια δεξαμενή.
Ιδιαίτερη κατηγορία επενδύσεων αποτελούν φυσικά τα scores για θρίλερ, ή καλύτερα ένας συνδυασμός ταινιών μυστηρίου, με αρκετό σεξ, αστυνομική πλοκή, ναρκωτικά και εγκλήματα, στα οποία οι Ιταλοί έκαναν σχολή, επηρεάζοντας δεκάδες σκηνοθέτες σε κάθε γωνιά του κόσμου. (Στην Ελλάδα, η μόνη ταινία αυτού του ύφους που αξίζει κανείς να δει και όχι μόνον ως cult, είναι το «Ισχυρή Δόση Σεξ» από το 1978, του Ηλία Μυλωνάκου). Αξεπέραστα crime-films, τουλάχιστον για τις μουσικές του Piccioni είναι τα Scacco alla Regina (1969) του Pasquale Festa Campanile, με τη Rosanna Schiaffino και τον Romolo Valli (τα φωνητικά της Edda dell’ Orso είναι άλλο πράγμα) και βεβαίως το Colpo Rovente (1969) του Pietro Zuffi, με την Barbara Bouchet. Εδώ ο Piccioni, πλην των άλλων, προσφέρει και μία δεύτερη εκδοχή του “Easy dreamer”, από το Ένας Ιταλός στην Αμερική, αυτή τη φορά με απόκοσμα φωνητικά.
Τα spaghetti western είχαν κι αυτά την τιμητική τους. Στο “The Seduction of…” ακούγονται θέματα από τα: In Nome del Padre, del Figlio e della Colt (1972) του Mario Bianchi (ο IMDb αναφέρει ότι η ταινία προέρχεται από το 1975 και μάλον έχει δίκιο), Io Non Perdono… Uccido! (1968) του Joaquin Luis Romero Marchent, Una Colt in Mano al Diavolo (1972) του Gianfranco Baldanello και φυσικά το Se Incontri Sartana… (1968) του Gianfrnaco Parolini με τους Gianni Garko, Klaus Kinski και Fernando Sancho. Εδώ, δεν χωρούν γκαραζομπόσες και swinging Λόντρες. Ο Piccioni ανασύρει το classic και επικό ρεπερτόριό του, τα νοσταλγικά σόλο κιθάρα θέματα, κάποιες electric mood ατμόσφαιρες, που έλκουν την καταγωγή τους από τους Shadows (οι τίτλοι από το Una Colt…), αλλά και avant προσαρμογές σ’ ένα κάπως ψυχεδελικό σκηνικό (“Mystery, πάλι από το Una Colt…). Οργιαστική φαντασία…Και με τις ταινίες τέχνης; Τι γίνεται με τις ταινίες τέχνης, που δοκιμάζονται στα φεστιβάλ και οι οποίες γράφουν την… επίσημη κινηματογραφική ιστορία; Οι fans του είδους οφείλουν να γνωρίζουν. Ο Piero Piccioni, όπως και ο Ennio Morricone, όπως και όλοι οι μεγάλοι ιταλοί σινε-συνθέτες, δεν διαχώριζαν την κουλτούρα από τη μη κουλτούρα. Όσο βάρος έριχναν σε μια σεξοκωμωδία της σειράς, με την ίδια σοβαρότητα αντιμετώπιζαν και την ταινία του δημιουργού. Ο Piccioni την ώρα που συνεργαζόταν με… δευτεροκλασάτους σκηνοθέτες, υπέγραφε και τα soundtracks των ταινιών του Bernardo Bertolucci, του Mauro Bolognini, του Elio Petri, του Luchino Visconti, του Vittorio De Sica, της Lina Wertmuller. Στον «Μίμη τον Σιδερά» εξάλλου – ταινία που αγαπήθηκε ιδιαιτέρως στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης – συναντώ, προσωπικώς, μερικά από τα ωραιότερα progressive rock θέματα που αποτυπώθηκαν ποτέ στο σελιλόιντ (Il dopolotta).
Όπως μαρτυρούν και τα παιδιά του, στο δωδέκατο τεύχος του Giaguaro (2005, Anno VI) από το οποίο έχω δανειστεί και τις δύο φωτογραφίες του, ο Pierro Piccioni ήταν αυτοδίδακτος ως μουσικός (όπως αρκετοί δημιουργοί της γενιάς του) και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για κάποια έργα συνθετών – όχι για συνθέτες, αδιακρίτως. Του άρεσαν η “Lulu” του Alban Berg, o «Πελέας και η Μελισάνθη» του Debussy, οι «Πλανήτες» του Holst. Είχε μία τεράστια βιβλιοθήκη και διάβαζε περισσότερο απ’ όσο άκουγε ή συνέθετε. Η μεγάλη του αγάπη ήταν η φιλοσοφία (κυρίως οι Heidegger και Wittgenstein), η Αστρονομία και η Σύγχρονη Φυσική. Ήταν γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αλλά και ιδιαιτέρως ντροπαλός. Μονίμως εκπλησσόταν, όταν άκουγε καλά λόγια για τη δουλειά του, σαν να ήταν πάντα η πρώτη φορά. Το βασικό πιστεύω του στη ζωή ήταν πως όσο πιο δύσκολο είναι ένα πρόβλημα, τόσο πιο απλή θα είναι η λύση του. Μέσα σ’ αυτήν την απλότητα έζησε και δημιούργησε.