Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

ο LLUIS LLACH… πατάει Ελλάδα

Για τον καταλανό τροβαδούρο Lluís Llach έχω γράψει ελάχιστα πράγματα στο δισκορυχείον. Και τώρα ελάχιστα θα πω, παρότι θα μπορούσα να πω πολλά, επιλέγοντας να γράψω ό,τι τον συσχετίζει με την Ελλάδα.
Το πρώτο LP του Καταλανού που γνωρίζω με ελληνικό ενδιαφέρον είναι το “Í Si Canto Tríst…” [Movieplay S-32.523, 1974]. Εκεί ακούγεται η σύνθεση “Vaixell de Grècia” (Καράβι της Ελλάδας) μία μπαλάντα με ωραία μεσογειακή μελωδία σε… θεοδωρακικό κλίμα!
Ο Llach παραλληλίζει τις δικτατορίες σε Ελλάδα και Ισπανία, οραματιζόμενος μία κοινή πορεία για τους λαούς των δύο χωρών («Καράβι που κλαις, σαν το δικό μου καράβι/ που φέρνεις μαζί σου τον ίδιο πόνο και δάκρυ/ μη σε βυθίσει η βροντή, της Ελλάδας καράβι/ φούσκωσε τα πανιά, να πάμε στο ίδιο λιμάνι»). 
Ακολούθησε, την επόμενη χρονιά (1975) το Viatge a Ítaca” [Movieplay 17.0710/8]. Το «Ταξίδι στην Ιθάκη» περιλαμβάνει στην πρώτη του πλευρά το κομμάτι “Ítaca”, που δεν είναι άλλο από την μελοποίηση της Ιθάκης του Καβάφη.
Ο Llach τραγουδά τους καβαφικούς στίχους, βασισμένος στη μετάφραση του καταλανού ποιητή Carles Riba, και, εν αντιθέσει με πολλούς έλληνες συναδέλφους του, κατορθώνει να δώσει στην «πλευρά» το βάρος που της αξίζει. Χωρισμένη σε τρία μέρη η «Ιθάκη», αντιστοιχεί σε τρία διαφορετικά μελοποιητικά μέρη. Έχοντας στα υπέρ την πλούσια βαρύτονη φωνή του, την άνεσή του στη μελωδία και στις κάπως σύνθετες αρμονικές δομές, όπως και την γεμάτη (ανά φάσεις) ενορχήστρωση του Manuel Camp (πιανίστας, οργανίστας, τραγουδιστής κ.λπ. σ’ ένα από τα καλύτερα fusion/prog συγκροτήματα της χώρας, και της εποχής, τους Fusioon), ο Lluís Llach μπαίνει στα βαθειά, βγαίνοντας δίχως να βραχεί. 
Το αριστούργημα, πάντως, του δίσκου είναι το “Abril 74”, γραμμένο και αφιερωμένο στη γειτονική πορτογαλική Επανάσταση των Γαρυφάλλων. Το τραγούδι είναι ανατριχιαστικό, και όποτε ή όπως και να το ακούσεις θα πλημμυρίζει η ψυχή σου από τον παλμό και τη συντροφικότητα που απαιτούν οι… αποτελεσματικοί πολιτικοί αγώνες. 
Δύο χρόνια αργότερα (1977) ο Lluís Llach κυκλοφορεί το άλμπουμ Campanades A Morts [Movieplay 17.0915/8] κι εκεί περιλαμβάνει ένα ακόμη ποίημα του Καβάφη, το “A la taverna del mar”, που δεν είναι άλλο από το «Ένας Γέρος» (προσαρμοσμένο στην καταλανική από τον αυτόχειρα ποιητή Gabriel Ferrater).
Εντυπωσιακή μελοποίηση. Και αναφέρομαι σε μελοποίηση όχι σε ανερμάτιστα… περιβάλλοντα. Ο άνθρωπος βάζει γυαλιά στα 9/10 των ελλήνων συνθετών που επιχείρησαν κάτι ανάλογο στο χώρο του πιο popular τραγουδιού (δεν θέλω να αναφερθώ στις «κλασικές» καβαφικές μελοποιήσεις τύπου Δημήτρη Μητρόπουλου κ.λπ.). Ιδίως οι νεότεροι/ες (αλλά και κάτι σιτεμένοι/ες) να ψάξουν να το ακούσουν, για να πάρουν ή να ξαναπάρουν μαθήματα γύρω από το πώς αντιμετωπίζεται ο Αλεξανδρινός. Φωνή μεγάλης κλάσης, πιάνο (από τον ίδιον) κι ένα, απλώς, σπάνιο τραγούδι.
Την επόμενη χρονιά (1978) ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στο φερώνυμο άλμπουμ του [MINOS MSM 337] τραγουδά δύο κομμάτια του Lluís Llach, προσαρμοσμένα στη γλώσσα μας από τον Πάνο Φαλάρα (τι, πώς, που και γιατί; – δεν ξέρω). Οι ελληνικοί τίτλοι τους ήταν «Τώρα, τώρα» και «Όλα τα ’χει ο μπαξές».
Και τα δύο κομμάτια εμπεριέχονται σ’ ένα live του Lluís Llach στο Palau de la Música της Βαρκελώνης, την 13/12/1969 (πρόκειται για το δεύτερο LP του) που είχε τίτλο Ara I Aqui[Movieplay S-26030, 1970] και το οποίο ακούω, προσωπικώς, από μία λίγο μεταγενέστερη έκδοση [Movieplay 14.2085/5, 1973]. Το πρώτο κομμάτι, το «Τώρα, τώρα», είναι το “Lestaca” και στο live παρουσιάζεται άνευ στίχων, ενώ το δεύτερο είχε (καταλανικό) τίτλο “Domunt d’una terra”. Άρα λοιπόν τα τραγούδια, για να παρουσιαστούν σε live άλμπουμ του ’70, πρέπει να είναι παλαιότερα.
Και όντως, αφού το “Lestaca” (με στίχους) πρωτακούγεται σ’ ένα 4-track EP του 1968 [Concèntric 6075 UC], ενώ το “Domunt d’una terra” σ’ ένα 45άρι της ίδιας χρονιάς [Concèntric 45712 A]. Ας πω ακόμη πως το “Lestaca” θεωρείται από τους Ισπανούς ως ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια τους των τελευταίων 45 χρόνων. Είναι γραμμένο στην εποχή της δικτατορίας (του Franco) κι έχει ένα ξεκάθαρο αντιφασιστικό μήνυμα (μιλά για την ανάγκη ενότητας της δράσης, που μπορεί να επιφέρει την ποθητή ελευθερία).
Οι στίχοι του Φαλάρα πιάνουν το πνεύμα του άσματος («όπως και να ’ναι τούτη η γη/ θα ’μαι στην πρώτη τη γραμμή/ όπως και τώρα, τώρα, τώρα/ που είναι δίσεκτοι καιροί») και ακούστηκαν πολύ εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του ’70. Μου φαίνεται δε πως ακούγονται ακόμη…

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

blues κοινά και παράξενα

Έχω γράψει κι άλλες φορές για τον Αυστραλό (Τασμανός), αλλά με ιταλική ρίζα Rob Tognoni. Έχω αναφερθεί στο άλμπουμ του “Capital Wah” [Blues Avenue, 2008], στο live στην πατρίδα του (κυρίως) “Ironyard Revisited” [Blues Boulevard, 2009], στο “2010db” [Blues Boulevard, 2009]… Το γενικό συμπέρασμα είναι πως ο Tognoni είναι ένας… προτεταμένος κιθαρίστας, με blues-rock καταβολές, βαριά, ενίοτε δε και μεταλλική χροιά, απείρως προτιμότερος στα ζωντανά (μιας και στις στούντιο δουλειές ενίοτε ξεφεύγει και προς… FM μεριές), στα οποία καταθέτει όλη του τη μαεστρία.
Ζωντανός δε πιάνεται και στο παρόν διπλό Rock and Roll Live [Blues Boulevard, 2010], ηχογραφημένο την 5/3/2010 στο Spirit of 66 Club, στην Verviers του Βελγίου (πόλη της Βαλονίας, κοντά στη Λιέγη), δίνοντάς τα όλα. Στηριγμένος, βασικά, στις δικές του συνθετικές δυνάμεις (υπάρχει και ο απαραίτητος Jimi, ένας Tony Joe White, ένας Muddy Waters, ένας Johnny Young – όχι ο bluesman, ο αυστραλός rocker) κι έχοντας δίπλα του τον Frank Lennartz μπάσο και τον Mirko Kirch ντραμς, ο Rob Tognoni «σκοτώνει» στο σχεδόν 10λεπτο “Dark angel”, παίρνει scalp στο “Bad girl”, σαρώνοντας ό,τι έχει απομείνει με το “Itty bitty mama”. Πενιά καθαρή, παρ’ όλη την κατάχρηση φορές-φορές του wah-wah, ο Αυστραλός ροκάρει άνευ συστολής, βγάζοντας από το τσεπάκι του (που και που) και κάτι blues-boogie ιδέες, θυμίζοντάς μας από που κρατάει η σκούφια του…
Αλλά και για τον Stevie Cochran έχω ξαναγράψει αναφερόμενος κατά πρώτον στο άλμπουμ του “Live at Montreux” [Music Avenue, 2009] σημειώνοντας πως… επειδή έναν καλλιτέχνη ποτέ δεν μπορείς να τον... απορρίψεις από τα live, περιμένω ν’ ακούσω και κάτι “studio” δικό του, ίνα σχηματίσω πλήρη γνώμη. Να λοιπόν τώρα ένα τέτοιο άλμπουμ, που έχει τίτλο “12 Reasons[Blues Boulevard, 2010] και το οποίον είναι γραμμένο στα Matt Miller Studios, στην Glen Ηead της Νέας Υόρκης. Ο Cochran είναι ένας σοβαρός blues, ή περίπου blues, τραγουδοποιός. Γράφει μουσικές, στίχους, παίζει κιθάρα και τραγουδά, έχοντας ενσωματώσει στο στυλ του πλείστες όσες «λευκές» αναφορές –όχι μόνον της blues-rock κατηγορίας– πιάνοντας peak με το “Just about to give up”, ένα τραγούδι, που ανακαλεί στη μνήμη μου κάτι από την μαγεία των Crazy Horse και των Flying Burrito Brothers. Τελικώς, κι εκείνο που επιβεβαιώνεις, ακούγοντας έως τέλος το άλμπουμ και ξαναπιάνοντάς το από την αρχή, είναι πως το blues αποτελεί ένα μόνο μέρος των αναφορών του Cochran. Το… περισσότερο είναι το «προσωπικό» του κράμα.
Μέσα στο ’10 όμως ο Cochran έδωσε ένα ακόμη άλμπουμ, το The Next Stage [Blues Boulevard] που δεν είναι live (αν παρασύρει ο τίτλος), αλλά ηχογραφημένο σε διάφορα στούντιο της Νέας Υόρκης. Είναι, δε, αλήθεια πως σε τούτο το μιας ώρας δισκάκι ακούγεται καλύτερος από κάθε προηγούμενη φορά, παρουσιάζοντας αρχικώς ένα σπιντάτο rock-blues, με τα τρία κομμάτια-βόμβες στην αρχή (“Heckle and Jeckle”, “Next stage”, “Dont need you no more”) να παραχωρούν θέση στα περισσότερο αργόσυρτα και μπαλαντικά (με κορυφαίο το “Between the lines”, που θα μπορούσε να συναγωνιζόταν το “Still got the blues” του Gary Moore, αν έβγαινε 20 χρόνια πριν). Από ’κει και πέρα οι ρυθμοί ανεβοκατεβαίνουν, με τα αργά και γρήγορα κομμάτια να εναλλάσσονται και το δισκάκι να ολοκληρώνεται μέσα σ’ ένα κλίμα σχετικής (και κάτι παραπάνω) επάρκειας.
Και να κλείσω με κάτι παράξενο· για το Shake A Bone [Kartel, 2010] ο λόγος τού Son of Dave (πραγματικό όνομα Benjamin Darvill). Ο Darvill είναι Καναδός, έκανε καριέρα αρχικώς στην πατρίδα του ως μέλος των alternative Crash Test Dummies, για να μετακομίσει κάποια στιγμή στη Βρετανία (προς τα τέλη των nineties), δίνοντας ώθηση στην προσωπική του πλέον καριέρα. Το “Shake A Bone” είναι το πέμπτο CD του, μία 38λεπτη ιδιότροπη blues καταγραφή, η οποία ηχογραφήθηκε και μιξαρίστηκε από τον Steve Albini στο Σικάγο (έτσι πες μου). Ο Darvill (στο εξώφυλλο, με την πρώτη ματιά, μου θύμισε τον Bruce Willis) παίζει φυσαρμόνικα βασικά, μ’ έναν ενισχυμένο τρόπο που φέρνει στο νου τον Big Walter Horton (και άλλους ενδεχομένως). Έχοντας ετοιματζίδικες ρυθμικές βάσεις (έτσι μοιάζουν) βοκαλίζοντας, τραγουδώντας, ραπάροντας και φυσώντας-ρουφώντας στο όργανο, δημιουργεί ένα προσωπικό άκουσμα, που ναι μεν έχει τις αναφορές του, αλλά λέει και μία λέξη παραπάνω. Δεν ξέρω αν πρόκειται για το blues του αύριο, είναι όμως ένα blues του σήμερα (που δεν αρνείται το blues του χθες).

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ στο Ποντίκι: ρατ ρατ…

Λαθραναγνώνω με σύστημα φοιτητόθεν και εξακολουθώ να το πράττω (μετά μεγαλύτερης μανίας τώρα). Θες σε βιβλιοπωλεία, θες σε περίπτερα, θες σε ψιλικατζίδικα… όπου βρω υλικό. Δραστηριότητα καθημερινή, που συνοδεύεται ενίοτε και από την αγορά κάποιου εντύπου. Έτσι κι εχθές αγόρασα μετά από κάτι μήνες Το Ποντίκι επειδή… κόλλησα μούρη στο κρεμασμένο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας (27/9/2012, φύλλο 1727) πάνω δεξιά, διαβάζοντας: «το ‘Π’ στο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι». Θα σας πρήξω πάλι, το ξέρω, αλλά κάτι με πιάνει και δεν μπορώ να… αντισταθώ όταν εντοπίζω χατζιδακικό «αφιέρωμα». Τρελαίνομαι…

Ας πω λοιπόν από την αρχή πως αν εξαιρέσεις μία συνέντευξη του Γιώργου Χατζιδάκι στον Αντώνη Μποσκοΐτη (που ως συνέντευξη είναι κάτι που θέλει το χρόνο του, να απομαγνητοφωνηθεί, να καταγραφεί, να χτενιστεί και να ξαναχτενιστεί, απαιτεί έναν κόπο δηλαδή) όλο το άλλο «αφιέρωμα» στο Ποντίκι/art είναι γραμμένο στο πόδι. Ανούσιες, γενικώς ιστορίες, που έχουν ακουστεί και γραφεί δεκάδες φορές, μονόστυλα του τύπου «γιατί μας λείπει ο Χατζιδάκις» (εμένα, όπως έχω ξαναγράψει, μου λείπει ο φίλος μου ο Ανδρέας, που πέθανε πριν τρία χρόνια, και όχι ο Χατζιδάκις), τα οποία ταιριάζουν μόνο σε αναγνωστικά του Δημοτικού (αν και τι μας φταίνε τα παιδάκια), κάμποσα λεζαντοκείμενα με κάτι φωτογραφίες ναααα, λες και οι δημοσιογράφοι βρίσκονται σε αγρανάπαυση και… λιάζουν τ’ αχαμνά τους, αλλά κι ένα μονοσέλιδο με 16 τσιτάτα του Χατζιδάκι (σε επιμέλεια Κατερίνας Αγγελιδάκη), όπου αν εξαιρέσεις το πρώτο (τσιτάτο), δεν αναγράφονται οι πηγές των υπολοίπων δεκαπέντε (αναγράφεται μία σκέτη ημερομηνία!). Άμα θέλει δηλαδή κάποιος να βρει το σχετικό περιοδικό ή εφημερίδα που γράφτηκε η συγκεκριμένη φράση, ώστε να την δει ολοκληρωμένη και σε σχέση με τα πριν και τα μετά, θα πρέπει να απευθυνθεί στο μέντιουμ-παραψυχολόγο… Μπερτζινίκο μπας και τον διαφωτίσει. Μιλάμε για απίστευτη προχειρότητα, για ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε, για το υπόδειγμα του πώς ΔΕΝ πρέπει να γίνονται τα αφιερώματα. Προσέξτε δείγμα «σοβαρής» δημοσιογραφίας (δεν ξέρω αν ανήκει στον Μποσκοΐτη, ή στη Χρυσούλα Παπαϊωάννου που έχουν γράψει τα λεζαντοκείμενα): «Στις δώδεκα μέρες που κράτησε η σύνθεση των τραγουδιών από τον ‘Κύκλο με την Κιμωλία’, έμεινε εντελώς ξάγρυπνος (σ.σ. ο Χατζιδάκις) πίνοντας κόκα κόλες». Τώρα, πώς είναι δυνατόν κάποιος να πίνει κοκακόλες το 1956-57 (γιατί τότε συνετέθη ο «Κύκλος με την Κιμωλία»), όταν οι κοκακόλες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1969 (δηλαδή και να έπινε… Metaxa ο Χατζιδάκις σιγά τα λάχανα) είναι κάτι για το οποίο μόνον ο… Μπερτζινίκος θα μπορούσε να μας απαντήσει. Θέλω να πω δηλαδή πως με τέτοιες φαιδρότητες δεν χάνεται απλώς ο στόχος, αλλά γεννάται κι ένα ευρύτερο ζήτημα. Κατά πόσον δηλαδή τα λεγόμενα «αφιερώματα» προσβάλλουν (αντί να τιμούν) τις μνήμες των ανθρώπων.

Έτσι λοιπόν αντί να κάτσει η Αγγελιδάκη να βρει και να χτυπήσει την ουσιαστική συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι στον Αντώνη Ανδρικάκη (πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi τον Νοέμβριο του 1979 και ξανά στο ίδιο περιοδικό τον Απρίλιο του ’93) εκεί όπου ο συνθέτης λέει το πολύ ωραίο (ν’ αγιάσει το στόμα του δηλαδή!) πως «οι νέοι κατά κανόνα –ας μου επιτραπεί η λέξη– είναι ηλίθιοι. Κι αυτό γιατί ανήκουν σε μια ηλικία που δεν επιλέγουν, αλλά επιλέγονται. Και φυσικά το μεγαλύτερο μέρος των νέων και σήμερα είναι επιπόλαια πληροφορημένο, σχεδόν απαίδευτο και ζει τις δυνατότητες που του προσφέρει η ευμάρεια των καιρών με την πιο ανεύθυνη αντιμετώπιση», η ίδια (η Αγγελιδάκη) προτιμά να γράφει μπαρούφες του στυλ «ίσως… η Ελλάδα θα ήταν σήμερα αλλιώς αν δυο-τρεις άνθρωποι σαν κι αυτόν (σ.σ. τον Χατζιδάκι) ζούσαν ακόμα ανάμεσά μας». Στέκομαι λοιπόν και σκέφθομαι τι βίωσε αυτή η χώρα ενόσω ζούσαν ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, η Μερκούρη και τόσοι άλλοι (Εμφύλιος Πόλεμος, πρώτη καραμανλική επταετία, η αθλιότερη Δεξιά, βία και νοθεία, δολοπλοκίες στα παλάτια, αποστασία, χούντα, εξορίες, βασανισμοί, πολιτικές δολοφονίες, Πολυτεχνείο, η επέλαση του Αττίλα, για να μη φθάσω στον αυριανισμό, στο σκάνδαλο Κοσκωτά, στα συλλαλητήρια των σκοπιανοκτόνων ή στην αυλή της Εκάλης) και πραγματικά απορώ (που λέει ο λόγος) πώς και ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, η πνευματική ηγεσία του τόπου τέλος πάντων, δεν μπόρεσε να προλάβει όλη αυτή την καταστροφή. Φοβάμαι δε πως αν υιοθετήσω το αστείο σκεπτικό της Αγγελιδάκη (πως τα πράγματα θα ήταν αλλιώς σήμερα, στη χώρα, αν ζούσαν δυο-τρεις Χατζιδάκιδες), θ’ αναγκαστώ να κάνω black χιούμορ – και λάβετέ το έτσι, σας παρακαλώ: Ρε, μήπως έκαναν καλά και πέθαναν, κάποια στιγμή, όλοι αυτοί οι… γκαντέμηδες και γλιτώσαμε τα πολύ χειρότερα; Ε μα πια… Μας τα πρήξατε…

Και για να τελειώσω με δυο λόγια για τη συνέντευξη. Ο Γιώργος Χατζιδάκις είναι ο άνθρωπος που έχει κληρονομήσει το επώνυμο και το έργο του Μάνου Χατζιδάκι και, εν πάση περιπτώσει, δεν θέλω να κρίνω αυτά που λέει (συμφωνώ εξάλλου σε κάποια, περισσότερα ή λιγότερα δεν έχει σημασία). Όμως, σε μια συνέντευξη το πρώτο χέρι το έχει εκείνος που ερωτά και όχι εκείνος που απαντά. Έτσι, αν μια συνέντευξη είναι ενδιαφέρουσα ή αδιάφορη εξαρτάται περισσότερο από τις ερωτήσεις και λιγότερο από τις απαντήσεις. Όταν λοιπόν ο Μποσκοΐτης ρωτά για τον «Μεγάλο Ερωτικό» (λες και δεν υπάρχει κάποιο άλλο έργο του Χατζιδάκι που να σηκώνει διάλογο – άλλη μια διεσπαρμένη εμμονή) λέγοντας πως ο δίσκος αυτός «χαρακτηρίστηκε (σ.σ. από ποιους; – μήπως από τον Δημοκίδη και το Σαββόπουλο, για τους οποίους τα είπαμε πριν λίγες μέρες εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/09/blog-post_19.html;) πολύ αργότερα (σ.σ. πότε; – τον Αύγουστο που πέρασε;) ως αισθητική επανάσταση μέσα στη χούντα», εγώ ΚΑΙΩ ΤΩΡΑ το κομμάτι του αρχείου μου που αφορά στον Χατζιδάκι και ετοιμάζομαι (αφού το κάψω) για το πρώτο… χατζιδακικό αφιέρωμά μου σε μεγάλης κυκλοφορίας κυριακάτικη εφημερίδα ή σε εξ ίσου μεγάλο ιντερνετικό περιοδικό… δεν θα προβληματιστώ γι’ αυτό. (Ψάχνω για δουλειά, αν δεν το καταλάβατε…).

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ ο Άγιος Βάκχος

Πέθανε χθες σε ηλικία 94 ετών ο Αλέξης Σολομός (δεν ήξερα πως ζει – έτσι συμβαίνει με όσους γερνούν, εγκαταλείποντας τα «φώτα»). Ο Σολομός υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες θεατρανθρώπους του εικοστού αιώνα·  και αυτό θα το υποστηρίξουν οι επαΐοντες του χώρου, δεν θα το πω εγώ. Προσωπικώς, θα θυμάμαι πάντα το όνομά του για ένα εντυπωσιακό βιβλίο που πρωτοκυκλοφόρησε το 1964, αλλά και αργότερα, στα πρώτα χρόνια του ’70 [Πλειάς], όπως και μία ακόμη (τελευταία;) φορά το 1987 [Δωδώνη]. Αναφέρομαι στο Ο Άγιος Βάκχος, ένα συναρπαστικό αφήγημα που αποκαθιστά ανθρώπους, καλλιτέχνες, γεγονότα και καταστάσεις αγνοημένους και αγνοημένα από την κακοποιημένη Ιστορία, εστιάζοντας στα χρόνια του χριστιανικού (βυζαντινού) Μεσαίωνα, και ανακαλύπτοντας την κοινή γραμμή, την κομμένη κλωστή που ένωνε την αρχαία μουσική και το θέατρο με τη βυζαντινή συνέχεια των (προτείνω το βιβλίο, κυρίως, σε κάτι «καμμένους» ευρωπαϊστές, που έχουν την τάση να μηδενίζουν απληροφόρητοι). Τον Άγιο Βάκχο στη δεύτερη έκδοσή του, τον είχα διαβάσει όταν ήμουν φοιτητής και –περιττό να το πω– είχα εντυπωσιαστεί· και όχι επειδή ήμουν νέος. Δυστυχώς, όμως, πήγε… δανεικός κι αγύριστος (ως συνήθως συμβαίνει με τα «φοιτητικά» βιβλία – διατηρώ κι εγώ εξάλλου στη βιβλιοθήκη μου άλλα «δανεικά κι αγύριστα») και έκτοτε τον ψάχνω. Ψάχνω δηλαδή την έκδοση τής Πλειάδος…
Ένα από τα πρόσωπα που αποκαθίστανται (δεν ξέρω αν είναι η ορθότερη των λέξεων) στον Άγιο Βάκχο είναι κι εκείνο του Αρείου (250/260 μ.Χ.-336 μ.Χ.), τον οποίον η Εκκλησία μάς τον παρουσιάζει μόνον ως έναν «αιρετικό» πρεσβύτερο από την Αλεξάνδρεια, που καταδικάστηκε από την Α Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.). Ο Άρειος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της πρώτης βυζαντινής περιόδου, υπεύθυνος εν πολλοίς όχι μόνο για την γέννηση και την ταυτοποίηση της βυζαντινής μουσικής (ό,τι πιο κοντινότερο στην αρχαιοελληνική μουσική), αλλά και για την θεατρική συν τω χρόνω προσαρμογή τής Θείας Λειτουργίας (ότι πιο κοντινότερο στο αρχαίο θέατρο), συνθέτοντας διάφορα έργα (από τα οποία τίποτα σχεδόν δεν διασώθηκε – τα κατάπιε το μένος των εχθρών του) πατώντας πάνω στους αρχαιοελληνικούς τρόπους. Φυσικά, καταδικάστηκε, οι οπαδοί του κυνηγήθηκαν, τα έργα του καταστράφηκαν, για τον ίδιο λένε πως τον δηλητηρίασαν… Επειδή, όμως, οι καινοτομίες του απεδείχθησαν ελκυστικότατες για το πλήθος, φρόντισε να τον αντιγράψει, πρώτος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, φτιάχνοντας δικούς του ύμνους (στα πρότυπα των ύμνων του Αρείου δηλαδή) για τις ανάγκες του δικού του ποιμνίου· των «κανονικών» Χριστιανών εννοώ και ουχί των «αιρετικών». Ακόμη και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τέσσερις αιώνες αργότερα, φαίνεται πως βάσισε την περίφημη «Οκτώηχό» του, πάνω στην «Θάλεια» (το «θηλυπρεπές μιμόρχημα» του Αρείου κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο).
Να τι γράφει στον «Άγιο Βάκχο» ο Αλέξης Σολομός (αντιγράφω από το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής τού εκλιπόντος Τάκη Καλογερόπουλου): «Επειδή είναι παράλογο να δεχτούμε πως ο Αλεξανδρινός πρεσβύτερος (σ.σ. ο Άρειος) σατίριζε τη θρησκεία του, θα πρέπει μάλλον να δούμε σ’ αυτό το ‘κωμωδούμενα’ ένα χαρακτηριστικό για το σύστημα της θεαματικής κι ακροαματικής λειτουργίας, που ο Άρειος πρώτος, καθώς φαίνεται, είχε εγκαινιάσει. Και δεν μπορεί να μη συλλογιστή κανένας –δίχως να πρέπει γι’ αυτό να ’ναι αιρετικός– πως αν στην εκατοντάχρονη διαμάχη ανάμεσα σε αρειανούς και ορθοδόξους είχαν επικρατήσει τελικά οι πρώτοι, η θεατρική τέχνη θα ’χε βλαστήσει πιο πλούσια στο Βυζάντιο και η χριστιανική Ευρώπη θα ’χε αποκτήσει πολύ νωρίτερα το θέατρό της». Και τη μουσική της εννοείται! Έστω κι έτσι, όμως, δεν παύει ακόμη και ο Μπετόβεν να χρωστά τα πάντα σ’ έναν... αιρετικό!

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

ΝΗΣΟΣ μουσική και ποίηση

Ψάχνοντας να βρω μία ηχογραφημένη αδημοσίευτη συνέντευξη που μου είχε δώσει ο μεγάλος τουμπίστας και συγγραφέας Γιάννης Ζουγανέλης (1938-2006) θυμήθηκα την περίπτωση του περιοδικού Νήσος, τα τέσσερα, όλα κι όλα, τεύχη του οποίου (από το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80) μού τα είχε δωρίσει ο ίδιος, όταν είχαμε συναντηθεί (κάπου στην Άνω Ηλιούπολη, τον Φεβρουάριο του 1997). Μπορεί τη συνομιλία μας να μην την έχω εντοπίσει ακόμη (που θα πάει;), βρήκα όμως τα τεύχη του καλού περιοδικού, τα οποία και ξεφύλλισα μετά από χρόνια με αληθινό ενδιαφέρον.
Την ύπαρξη του περιοδικού Νήσος την είχα πληροφορηθεί όταν είχα αγοράσει τη Δισκογραφία Ελληνικής Κλασικής Μουσικής [Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1993] του Αλέξη Ζακυθηνού την εποχή που κυκλοφόρησε (το 1993 δηλαδή). Ένα πολύτιμο βιβλίο, που κατέγραφε (με σύντομες, αλλά ουσιώδεις, κριτικές παρατηρήσεις) γνωστούς και αγνώστους δίσκους (LP κυρίως) με «κλασικό» ενδιαφέρον, αλλά και με jazz και με avant-garde και πειραματικό, που είχαν βγει οπουδήποτε στον κόσμο αφορώντας σε έλληνες καλλιτέχνες. Εκεί λοιπόν αναφερόταν και το περιοδικό Νήσος, το οποίον κυκλοφορούσε στην εποχή του συνοδευόμενο από κασέτες «σύγχρονης κλασικής», ηλεκτρονικής, ακόμη και αυτοσχεδιαστικής μουσικής. Ο Γιάννης Ζουγανέλης είχε διατηρήσει κάποιο στοκ αφού είχε υπάρξει συνεργάτης του περιοδικού από το τεύχος 2 και μετά, του έλειπε όμως η πρώτη-πρώτη κασέτα (την οποία ψάχνω ακόμη).
Το πρώτο τεύχος τής Νήσου, κυκλοφόρησε την Άνοιξη του 1983 στην Αθήνα με υπεύθυνους τους Χ.Σ. Βρόντο (Χάρης Βρόντος), Γιάννη Πατίλη και Κώστα Σοφιανό. Περιείχε κείμενα και ποιήματα των Αργύρη Χιόνη, Βάσκο Πόπα, Μιχάλη Γκανά, Κώστα Σοφιανού και Νίκου Καρούζου. Το περιοδικό συνοδευόταν από κασέτα στην οποίαν ακούγονταν έργα των Γ.Α. Παπαϊωάννου, Χάρη Βρόντου («Πρό-θεση», ένα έργο ηλεκτρονικής μουσικής από το 1972), Άλκη Παναγιωτόπουλου και Θόδωρου Αντωνίου. Οι κασέτες ήταν πιστοποιημένες από την I.F.P.I., ήταν ηχογραφημένες με DOLBY B, για μείωση του θορύβου και γενικώς δεν διέφεραν, όσον αφορούσε στην κατασκευή και την απόδοσή τους, από τις κανονικές κασέτες των εταιρειών.
Το δεύτερο τεύχος της Νήσου κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1983, με υπεύθυνους έκδοσης τους Χάρη Βρόντο, Γιάννη Ζουγανέλη, Γιάννη Πατίλη και Κώστα Σοφιανό. Στις σελίδες σονέτα του Άρη Δικταίου και ακόμη ποιήματα των Jay Ramsay/ Sylvia Paskin και Γιάννη Ρίτσου (τα οποία στην κασέτα απήγγειλαν οι ποιητές). Αντιγράφω ένα από τα ποιήματα του Ρίτσου. Οποιαδήποτε ομοιότητα με το σήμερα ΔΕΝ είναι συμπτωματική. Συνέβαινε, συμβαίνει και θα συμβαίνει…
Ύστατος οβολός
Δύσκολες ώρες, δύσκολες στον τόπο μας. Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, αφέθηκε να τον βοηθήσουν·
έγγραψαν υποθήκες πάνω του· πήραν δικαιώματα· αξιώνουν·
μιλάνε για λογαριασμό του· του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα·
τον ελεούν· τον ντύνουν μ’ άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα·
του σφίγγουν μ’ ένα καραβόσκοινο τη μέση. Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα του ύπνου)
σφιχτά-σφιχτά, σαν ύστατο όβολό του, (μόνο τώρα βιός του)
γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.
Στο ηχογραφημένο τμήμα έργα των Jenő Takács (με τον Γιάννη Ζουγανέλη τούμπα και την Ναταλία Μιχαηλίδου πιάνο), Δημήτρη Δραγατάκη, Νίκου Σκαλκώτα και Βαγγέλη Κατσούλη. Το έργο του τελευταίου είχε τίτλο «Νύχτα» (1983) και μάλλον πρόκειται για την ίδιαν edit που καταγράφεται και στο LPKeyboard Music” [Music-Box X33 SMB 13019, 1987] – δεν έχω χρόνο, τώρα, να το τσεκάρω. Κατά βάσιν πρόκειται για tape music, με επεξεργασμένους φυσικούς ήχους και το σχετικό μανιπουλάρισμα που έχει την αίσθηση improv-jazz πρακτικών. Πολύ ενδιαφέρον. Στο LP της Music Box ο ίδιος ο συνθέτης λέει κάτι εξ ίσου ενδιαφέρον, αναφερόμενος στο έργο του. «Στο είδος αυτό ένα πολύ βασικό μειονέκτημα είναι το γεγονός ότι η δημιουργική διαδικασία είναι συχνά τόσο μακροχρόνια, ώστε να μη δίνει στο συνθέτη τη δυνατότητα μιας άμεσης επαφής με το τελικό αποτέλεσμα. Όταν η τεχνολογία, που μπαίνει ανάμεσα στο δημιουργό και το έργο, παίρνει έναν τόσο κυρίαρχο ρόλο, ο δημιουργός αλλοτριώνεται, ο τελικός σκοπός παύει να είναι η μουσική και το μέσον γίνεται σκοπός».
Το τρίτο τεύχος της Νήσου κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1984 από την προηγούμενη τετράδα υπευθύνων. Εδώ καταγράφονται έξι ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, πέντε ποιήματα του Αναστάση Βιστωνίτη, έξι του Timothy Gallagher σε απόδοση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, τέσσερα του Τάκη Παυλοστάθη και «Ο σιωπηλός σύνοικος» του Γ.Θ. Βαφόπουλου. Στην κασέτα έργα των Γεράσιμου Πυλαρινού, Νικολάου Μαντζάρου (η «Πρώτη Συμφωνία» με το συγκρότημα Νικόλαος Μάντζαρος) και Κυριάκου Σφέτσα.
Το έργο του Σφέτσα έχει τίτλο «Αυτοσχεδιασμός» (1969) και είναι ένας 12λεπτος αυτοσχεδιασμός για σόλο φλάουτο (παίζει η Στέλλα Γαδέδη). Η φλαουτίστα εκμεταλλευόμενη όλο το εύρος του οργάνου, με συνεχείς αυξομειώσεις στα tempi και την ένταση, προσφέρει μιαν αναπάντεχη «πειραγμένη» ηχογράφηση. Να τι γράφει ο ίδιος ο συνθέτης για το έργο του: «Το κομμάτι ‘Αυτοσχεδιασμός’ γράφτηκε το 1969 στο Παρίσι με στόχο την χρήση κι εκμετάλλευση των ποικίλων ηχητικών δυνατοτήτων που παρέχουν τόσο το φλάουτο, όσο και οι ιδιαίτερες τεχνικές ικανότητες ενός ειδικευμένου εκτελεστή. Το φλάουτο σε πολλά σημεία του έργου ενισχύεται ηλεκτρικά, ενώ ο φυσικός του ήχος τροποποιείται ή μεταλλάσσεται με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μηχανημάτων, ώστε δίπλα στις φυσικές ακουστικές του δυνατότητες να προστεθούν και άλλες με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας και να πλουτισθεί έτσι το ηχητικό του φάσμα με πολλά ηχοακουστικά εφφέ».
Το τέταρτο και τελευταίο τεύχος της Νήσου κυκλοφορεί τον Μάιο του 1985 από τους Βρόντο, Ζουγανέλη, Πατίλη και Σοφιανό. Στο περιοδικό ποιήματα των Νανάς Ησαΐα, Θανάση Παπαθανασόπουλου, Cesar Ballester («Το μακρόσυρτο σαξόφωνο του Τσάρλι Πάρκερ»), Antonio Quintana και Γιώργου Μαρκόπουλου και στην κασέτα, πέραν της φωνής των ποιητών, ακούγονται και έργα των Γιάννη Χρήστου («Έξι τραγούδια σε ποιήματα του T.S. Eliot»), Robert Schumann, καθώς και ισπανικά λαϊκά τραγούδια από τους Antonio Quintana και Pedro Elias.
Λέει ο ίδιος ο Γιάννης Χρήστου (1926-1970) σ’ ένα κείμενό του γραμμένο στην Αλεξάνδρεια την 29/11/1957, που παρατίθεται στο περιοδικό: «Η ιδέα να γράψω τραγούδια σε ποιήματα του T.S. Eliot μου ήρθε στη Ρώμη το 1950. Εκείνη την εποχή είχα ενσωματώσει στην ‘Πρώτη Συμφωνία’ το ποίημά του ‘Μάτια που μόλις είδα μεσ’ τα δάκρυα’ και είχα κάνει ένα προσχέδιο για το ‘Νόθο μίγμα των πάντων’ καθώς και για το ‘Ο άνεμος όρμησε την τετάρτη ώρα’. Η βασική μουσική ιδέα για το ‘Θάνατος από πνιγμό’ γεννήθηκε μέσα μου εκείνη περίπου την εποχή. Το καλοκαίρι του 1955 ξανάρχισα να δουλεύω αυτά τα τραγούδια κι έφτιαξα ένα κύκλο από πέντε που αργότερα, όταν καθαρόγραψα πια τις παρτιτούρες, έγιναν έξι καθώς θεώρησα αναγκαίο να προσθέσω το ‘Βιρτζίνια’. Το ’γραψα σε μια μέρα. Τελείωσα τα ‘Έξι Τραγούδια σε Ποιήματα του T.S. Eliot’ για μέτζο σοπράνο και πιανοφόρτε τον Οκτώβριο του 1955. Την επόμενη χρονιά, στη Χίο, συνειδητοποίησα ότι αυτά τα τραγούδια μπορούσαν να ενορχηστρωθούν και αργότερα, το καλοκαίρι του 1957, με την παρότρυνση του Piero Guarino, άρχισα τη δουλειά αυτή στις 22 Αυγούστου και τελείωσα μετά από ένα μήνα». Στην ηχογράφηση που έγινε ειδικώς για τη Νήσο, τον Φεβρουάριο του 1985, ακούγονται οι Ιωάννα Καρβελά τραγούδι και Νέλλη Σεμιτέκολο πιάνο.
Και κάτι ακόμη. Η Νήσος έκλεισε όπως προείπα μετά από τέσσερα τεύχη. Πιθανώς να ευθυνόταν η ακριβή τιμή της (κόστιζε 500 δραχμές μαζί με την κασέτα, σε μιαν εποχή όπου τα περιοδικά κινούνταν γύρω στο κατοστάρικο), πιθανώς να έπαιξε ρόλο η αδιαφορία του κόσμου γι’ αυτού του είδους τη μουσική (καθότι η κασέτα ήταν εκείνη που ανέβαζε το κόστος), ίσως και το γεγονός ότι η παρέα διχαζόταν από το Φθινόπωρο του ’84, βάζοντας εμπρός ένα νέο (τότε) περιοδικό το Κριτική και Κείμενα· το οποίον από τον Δεκέμβριο του ’86 έδωσε τη θέση του στο Πλανόδιον, που κυκλοφορεί έως και σήμερα με βασικό υπεύθυνο, πάντα, τον Γιάννη Πατίλη.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

σκίτσα και παστίτσια στου… Διάκου το ταμπούρι

Τα λεγόμενα «θρησκευτικά πιστεύω» κατά έναν όχι παράξενο τρόπο είναι βαθιά ριζωμένα στις συνειδήσεις των ανθρώπων (για να μην πούμε και στο υποσυνείδητο). Και εξ αιτίας αυτού είναι από εκείνα που δεν αντιμάχονται (ούτε με εύκολο, ούτε με δύσκολο τρόπο). Στην πορεία των αιώνων αυτή η «δυσκολία», που πέρασε δια πυρός και σιδήρου (χύθηκαν ποτάμια αίμα για να πεισθούν εκατομμύρια άνθρωποι ώστε να γίνουν ορθόδοξοι χριστιανοί, καθολικοί, διαμαρτυρόμενοι, μωαμεθανοί κ.λπ.), μετετράπη σε σεβασμό των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Σωστό, γιατί έτσι μόνο θα μπορούσε να μπει ένα τέλος στον άκρατο φανατισμό, στις γενοκτονίες και τη μισαλλοδοξία. Δυστυχώς, το πράγμα στράβωσε πολλές φορές στην ιστορική πορεία, ενώ έχει παραστραβώσει την τελευταία εικοσαετία με τους δύο πολέμους στον Κόλπο (Κουβέιτ, Ιράκ), την πτώση των Διδύμων Πύργων, τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, τον αποκλεισμό της Γάζας, την «αραβική άνοιξη»…
Αν ρίξει κάποιος μια ματιά πίσω απ’ όλα αυτά θα δει τις περισσότερες φορές, και σίγουρα τις πιο αιματηρές, έναν Χριστιανό, να επιτίθεται σ’ έναν Μουσουλμάνο. Δεν θέλει πολύ το πράγμα να χαλάσει, να στραβώσει εντελώς, να σπάσει. Γίνεται οτιδήποτε προκειμένου ο θρησκευτικός φανατισμός, ο φονταμενταλισμός, αντί να κατευναστεί τούτος να χτυπήσει κόκκινο. Τα λεφτά εκείνων που κινούν τα νήματα είναι πολλά, πάρα πολλά και για να γίνουν περισσότερα, πολύ περισσότερα, επενδύονται ασμένως στην πολεμική βιομηχανία, που κάνει πάντα χρυσές δουλειές εις υγείαν των κορόιδων (εδώ και μια εκατονταετία).
Ενώ λοιπόν οφείλεις να σέβεσαι τη θρησκευτική πεποίθηση του άλλου, κάποιοι εξ ονόματος ενός φιλελευθερισμού που δεν γνωρίζει όρια, αρχίζει να γυρίζουν «βλάσφημες» (δεν ξέρω αν πρέπει να βάλω εισαγωγικά ή όχι) ταινίες για τον Προφήτη, να δημοσιεύουν «απρεπή» σκίτσα κ.ο.κ. Πρόκειται για ηλιθιότητες του κερατά (για να μην πω κάτι χειρότερο). Για καλλιτέχνες της δεκάρας (όταν δεν είναι των εκατομμυρίων…). Γιατί το ζήτημα δεν είναι η ιδιαίτερη σχέση του καθενός με τη θρησκεία (σε προσωπικό επίπεδο χέστηκα, αν κάποιος γυρίσει μία υβριστική ταινία για την Παναγία – ούτε μήνυση θα του κάνω, ούτε θα κατεβώ σε πορεία διαμαρτυρίας ως θιγόμενος, πιθανώς πάντως να τον αποκαλέσω «βλάκα»), αλλά το πώς ένα έργο Τέχνης (εντός ή εκτός εισαγωγικών) αντανακλά στην κοινωνία· που μπορεί να είναι η κοινωνία των πολλών ή κάποια μειονότητα. Και μην μου πει κάποιος πως καλλιτεχνεί για τον εαυτό του, γιατί αυτό θα είναι η μεγαλύτερη ηλιθιότητα που μπορεί ν’ ακουστεί απ’ οπουδήποτε. Όποιος καλλιτεχνεί για τον εαυτό του βλέπει τις ταινίες του μόνος του, διαβάζει μόνος του τα ποιήματά του, δεν δημοσιεύει τα κείμενά του κ.ο.κ. Όσοι πράττουμε κάτι και το δημοσιοποιούμε –κι εγώ που γράφω τώρα αυτές τις αράδες– έχουμε ανάγκη την επιβεβαίωση ή την απόρριψη του άλλου, αλλιώς, στην αντίθετη περίπτωση, θα φυτεύαμε ντομάτες. Ενώ λοιπόν μπορείς να πεις πολλά για την κάθε θρησκεία, μπορείς να γράψεις τις απόψεις σου με τεκμηριωμένα επιχειρήματα, με μελέτη και ανάλυση των πηγών, αλλά και με γνώση των τοπικών κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων που οδηγούν στις εν λόγω σχέσεις, επιλέγεις την εύκολη λύση, την πρόκληση, για να δείξεις τι; Πως είσαι εσύ ο υπεράνω, ο ξύπνιος, ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης και πως μπορεί να γίνεις πιο… υπεράνω, πιο ξύπνιος και πιο εμπνευσμένος (συχνά και πιο κονομημένος) αν η πρόκλησή σου χτυπήσει κατ’ ευθείαν στο ψαχνό, πονέσει τη συνείδηση του... αγράμματου ποιμνίου.
Αυτή η ελιτίστικη συμπεριφορά, το γεγονός ότι, τάχα, κάποιοι καταλαβαίνουν περισσότερο από τους άλλους και αυτό θα πρέπει να το δείξουν (στους ηλίθιους, στους μουζίκους) μ’ έναν όσο γίνεται πιο σαφή, χονδροειδή και ξεδιάντροπο τρόπο τσαλαπατώντας θρησκευτικά ή άλλα τινά σύμβολα, εμένα με οδηγεί να συμπεράνω πως, τις περισσότερες φορές, πρόκειται για ολοκληρωτικής, για φασιστικής νοοτροπίας άτομα, για άτομα με ανυπέρβλητα κόμπλεξ και εμμονές, ξεκομμένα από την κοινωνία, που το μόνο το οποίο τους ενδιαφέρει είναι να πάνε κόντρα, τάχα, στη ροή του ποταμού, γλείφοντας την Ιστορία μπας και τους γράψει, με πατημένα γράμματα, στο κεφάλαιο με τους «μεγαλύτερους επαναστάτες (του κώλου) όλων των εποχών».

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ μια σιωπή

Γνωστός στους παροικούντες την ελληνική rock σκηνή ως βασικό στέλεχος του συγκροτήματος Διάφανα Κρίνα, ο Θάνος Ανεστόπουλος έδωσε προσφάτως καινούριο στίγμα με το πρώτο προσωπικό LP/CD του που έχει τίτλο «Ως το Τέλος» [Inner Ear/ Εξώστης, 2012]. Εκείνο λοιπόν που αναμένει ο καθείς (αν το αναμένει) από έναν πρώην συγκροτηματία είναι να αποδεικνύει, μέσω του έργου του, την αναγκαιότητα μιας νέας πορείας – και μάλιστα κατά μόνας. Γιατί, αν και τα γκρουπ μπορεί να οδεύουν, περνώντας ο καιρός, προς μία παύση εργασιών (η οποία παύση εργασιών ορισμένες φορές δεν συμβαίνει με τον καλύτερο τρόπο, όπως στην περίπτωση των Διάφανων Κρίνων) δεν συνεπάγεται αυτομάτως, τούτο, και το ξεκίνημα μιας προσωπικής πορείας.
Ο Ανεστόπουλος είναι αλήθεια πως είναι ένας αυτοδύναμος καλλιτέχνης· και όχι μόνο τραγουδοποιός, αλλά βασικά τραγουδοποιός (εκθέτει κιόλας ως ζωγράφος). Έχει μία δική του αύρα, που πλανιέται πάνω από τις μουσικές, τα λόγια, τις ερμηνείες, τις μελοποιήσεις. Είναι διακριτό δηλαδή εκείνο που προτείνει, πόσω μάλλον εδώ, στο «Ως το Τέλος», που επιχειρεί να στήσει τον δικό του ήχο, το δικό του σκηνικό· ένα πένθιμο σετ ηλεκτρο-ακουστικών μπαλαντών αισθητικής καταραμένης.
Διάβασα ορισμένα στοιχεία για τον Ανεστόπουλο στο διαδίκτυο. Υπάρχουν γεγονότα που έχουν στοιχίσει στη ζωή του τραγουδοποιού, που έχουν δοκιμάσει τις αντοχές του. Τούτο είναι φανερό στο άλμπουμ. Κανείς δεν γράφει τόσο πνιγμένα άσματα, αν πρώτα δεν έχει βυθιστεί ο ίδιος. Κι εν πάση περιπτώσει κανείς δεν αποφασίζει να μελοποιήσει το καρυωτακικό «Γράμμα ενός αρρώστου» του Νίκου Καββαδία (ένας σαρκαστικός ύμνος για το τέλος) έτσι όπως το πράττει εδώ ο Ανεστόπουλος, αν δεν έχει βιώσει ένα δικό του τέλος από πολύ κοντά. (Θα το ξαναπώ, πάντως, με αφορμή και την πρόσφτατη επανέκδοση σε 2LP τού «…κι η αγάπη πάλι θα καλεί» των Διάφανων Κρίνων, πως πολύ Καβάφης και Καρυωτάκης έχουν ενσκήψει εσχάτως στην ελληνική δισκογραφία… χάθηκε ένας Γιάννης Κοντός, ένας Γιώργος Μαρκόπουλος βρε αδελφέ;). Υπάρχει λοιπόν αυτό το «Poe-τικό», όσο και ποιητικό γκρι πεισιθανάτιο, που διαμορφώνει την τέχνη του (κάτι φανερό ήδη από το εξώφυλλο με τη φωτογραφία-διπλοτυπία – ένα πρόσωπο καλυμμένο από δέντρα να προβάλλει μέσα σ’ ένα αποξενωμένο φυσικό τοπίο), που επεκτείνει το ρεμβώδες των Διάφανων Κρίνων σε κάτι ακόμη πιο ερμητικό, ακόμη πιο εσωστρεφές και ψυχοφθόρο. Κλεισμένος μέσα σ’ αυτό το θλιβερό, ελεγειακό περιβάλλον ο Ανεστόπουλος ελάχιστες φορές σηκώνει το κεφάλι του, για να δει τι συμβαίνει έξω (και όχι μόνον εντός του). Και τότε, όμως, αποδεικνύεται εύστοχος, οξύς και αποφασιστικός, όταν γράφει τραγούδια όπως το «Μια σιωπή», ένα από τα ωραιότερα (αν όχι το ωραιότερο) του άλμπουμ. «Δεν με πειράζουν οι ανοιχτές πληγές/ δεν με πειράζει το πένθος στην ψυχή μου/ δεν με πειράζουν οι άσβηστες φωτιές/ όταν σωπαίνω κι όταν σβήνει η φωνή μου». Και πιο κάτω: «Δεν με πειράζουν οι άταφοι νεκροί/ των σκοτωμένων οι ψυχές που δεν κοιμούνται/ δεν με πειράζει αν δρόμο έχω πιο μακρύ/ σε μια χώρα που όλοι θέλουν να φοβούνται». Για να καταλήξει μετά από έξι τετράστιχα: «Αυτό που με πειράζει με θυμώνει/ είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας/ είναι που δεν βαστούν φωτιά τα ποιήματά μας/ είναι το πάθος που στερούν απ’ τα παιδιά μας. Και μια σιωπή που μένει/ και δεν πρέπει πια να ’ναι η δικιά μας».
Βαρύ και μελαγχολικό άλμπουμ το «Ως το Τέλος» στηρίζεται εξ’ ίσου θα έλεγα στον ακουστικό και τον ηλεκτρικό ήχο – με ακουστικά και ηλεκτρικά μέρη να διαδέχονται το ένα το άλλο, να συνυπάρχουν σχεδόν σε όλα (αν όχι σε όλα) τα κομμάτια. Τρεις κιθαρίστες σε πρώτο πλάνο (ο Ανεστόπουλος, ο Στάθης Ιωάννου, ο Μανώλης Αγγελάκης) και σπαρμένοι εδώ κι εκεί μερικοί ακόμη μουσικοί (ο Γιάννης Δημητριάδης hammond, ο Γιώργος Τσαλκίδης κοντραμπάσο, ο Μάριος Σαρακινός ντέφι, ο Νίκος Γιούσεφ με το μουσικό πριόνι του) είναι όλο κι όλο το πλήρωμα τούτου τού… στοιχειωμένου καραβιού, που ψάχνει εναγωνίως λιμάνι για ν’ αράξει…

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

ANTHONY BRAXTON jazz standards

Δεν είναι η πρώτη φορά όπου ο αμερικανός σαξοφωνίστας Anthony Braxton καταπιάνεται με τα λεγόμενα standards. Είναι όμως η πρώτη φορά, σε επίπεδο έκδοσης, όπου αυτά ακριβώς τα standards καταλαμβάνουν όσο χώρο απαιτείται, δίνοντας «ζωή» σε μιαν εξάωρη έκδοση. Στο 6CD “Standards (Brussels) 2006” (2008) της ιταλικής Amirani Records [AMRN014] αναφέρομαι.
Πριν κάποιο καιρό έλαβα από τον Gianni Mimmo, έναν γνωστό στο improv κύκλωμα ιταλό σαξοφωνίστα με ωραίες δουλειές στο jazz-avant πεδίο (έχω γράψει στο παρελθόν), αλλά και ιδιοκτήτη τής Amirani, ένα κουτί με «κλασικές» ηχογραφήσεις του Anthony Braxton. Του υποσχέθηκα ότι θα γράψω γι’ αυτές, μόλις μπορέσω ν’ ακούσω και τα έξι CD του πακέτου, ώστε να έχει, τύποις, νόημα το όποιο κείμενο. Όπως έγραψα και πιο πάνω αναφερόμαστε σε 6 plus ώρες μουσική (για την ακρίβεια 6 ώρες, 1 λεπτό και 36 δεύτερα), γεγονός που μπορεί να αποθαρρύνει, εκ πρώτης, κάθε ακροατή. Τούτο δε διαπίστωσα επισκεπτόμενος και διάφορα σχετικά blogs, στα οποία άλλος έγραφε για το έργο έχοντας ακούσει μόλις τα δύο CD, άλλος τα τρία και ούτω καθ’ εξής... Λογικό κι αυτό. Ένα πρώτο συμπέρασμα, που μου έρχεται με τρόπο αβίαστο και το καταθέτω αμέσως είναι τούτο. Σπανίως ένα τόσο εκτεταμένο και «βαρύ» πακέτο επιβάλλεται μέσα από την «ελαφρότητά» του. Τι εννοώ; Ότι είναι τέτοια η ποιότητα, η αμεσότητα, το hook των αυτοσχεδιασμών του Braxton, αλλά και του κουαρτέτου που τον συνοδεύει, ώστε να νομίζει κάποιος πως έχει να κάνει με μια απλή-εξαπλή συλλογή με ωραία τραγούδια (λέμε τώρα) και όχι μ’ ένα ακόμη «έργο ζωής» μιας σημαντικής παικτικής προσωπικότητας. Ας δώσω λοιπόν από την αρχή κάποια πρώτα στοιχεία..
Όλο το 6ωρο είναι ηχογραφημένο ζωντανά, στο διάστημα 23-26 Νοεμβρίου του 2006, στο PP Café των Βρυξελών. Στον Anthony Braxton συμπαρίστανται τρεις «άγνωστοι» ιταλοί μουσικοί. Ο πιανίστας Alessandro Giachero, ο κοντραμπασίστας Antonio Borghini και ο ντράμερ Cristiano Calcagnile, το concept ανήκει στον Gianni Mimmo, ενώ την παραγωγή επιμελήθηκε ο Mimmo και ο ίδιος ο Braxton για λογαριασμό της Amirani Records. Λέει ο Mimmo: «Ο Anthony Braxton μπήκε στα ακούσματά μου το 1975. Τον είχα συναντήσει τότε στην Πίζα και ακόμη έχω στο αρχείο μου κάποιες κασέτες που είχα γράψει μ’ ένα μονοφωνικό κασετόφωνο, από ’κείνες τις παραστάσεις. Έχω κρατήσει και κάποιες φωτογραφίες, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν τα ντούο του με τον Roscoe Mitchell, τον  Richard Teitelbaum, τον Muhal Richard Abrams... πρέπει να τον έχω παρακολουθήσει έως σήμερα όχι λιγότερο από 50 φορές. Όταν ο Braxton παίζει στάνταρντ είναι για μένα το καλύτερο. Κάτι που ισχύει από τότε που τον πρωτάκουσα στο ‘All the things you are’ σ’ ένα σόλο κονσέρτο στο Μιλάνο, το 1980. Το στυλ ήταν ‘καθαρό’ και άμεσο: νότες που διαχέονταν τριγύρω, κάπως σαν το φως όταν πέφτει σ’ ένα γυάλινο άγαλμα, ξαφνικές επιταχύνσεις και αλλαγές ρυθμών, εκτεταμένες προτάσεις. ‘Κάπως σαν τον Eric Dolphy’ είπα μέσα μου. Κάπως σαν ένα τραγούδι από κάποιον που έρχεται από το ‘έξω διάστημα’. Ακόμη θυμάμαι το τρομερό ‘Donna Lee’ παιγμένο από κοντραμπάσο κλαρινέτο στο LPIn the Tradition, Volume 2’ στην SteepleChase, ηχογραφημένο το 1974. Τα σόλι του ήταν ‘γωνιώδη’, ‘λοξά’, σαν μια εγκάρσια τομή στο σουίνγκ, που σου παρείχε ένα νέο τρόπο να δράσεις απλά και ‘κλασικά’. Σκεπτόμενος το concept της συγκεκριμένης έκδοσης, προσπάθησα ν’ ανακαλέσω αυτήν ακριβώς τη ‘λοξότητα’, αυτόν τον πολυ-προοπτικό τρόπο να μετακινείσαι ‘δια μέσου’ των στάνταρντ. Η λέξη ‘στάνταρντ’ είναι γνωστό πως ανακαλεί σε πολλούς, και αυτομάτως, δεδομένους τρόπους και σχήματα. Προσωπικά, έχω την αίσθηση πως υπάρχει μια πολύ στενή σχέση ανάμεσα στη μουσική και σε ορισμένες άλλες τέχνες· τη γλυπτική και τη ζωγραφική κυρίως. Νοιώθω την παρουσία της· η μουσική μοιάζει να διατρέχει το χώρο με τον τρόπο που ο αέρας διαπερνά εφαπτόμενος ένα γλυπτό. Είναι λίγο δύσκολο να το εκφράσω με λόγια...».
Όσοι έχουν παρακολουθήσει, έστω και τόπους-τόπους, τη δισκογραφία του Anthony Braxton μπορεί να εκπλαγούν με τον τρόπο που εμφανίζεται και παίζει στα “Standards”. Υπάρχει δηλαδή μία mainstream/post-bop διάθεση, η οποία μόνον αραιά και που «σπάει» στις γνωστές (για την περίπτωσή του) avant ακρότητες. Τα στάνταρντ για τον Braxton, συνήθως –σχεδόν πάντα δηλαδή– δεν λειτουργούν ως αφορμές για την διάρρηξη δημοφιλών κανόνων, αλλά ως στοιχεία ενός συμπαγούς και αδιαίρετου swinging τρόπου. Σταθερή προσήλωση στις... αναγνωρίσιμες μελωδίες, κι από ’κει και πέρα εμπλουτισμός με αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι δεν μοιάζουν, ούτε γίνονται ποτέ αυτοσκοπός· εκπηγάζουν λες από την ίδια την ανάγκη του μουσικού να μην απογοητεύσει το ηλικιακώς «ανοιχτό» ακροατήριό του. Μουσικόφιλοι που συνδέθηκαν στενά μαζί του στις άγριες improv μέρες των seventies ή των eighties, αλλά και νεότεροι που περιπλανώνται τώρα στους groovy λαβυρίνθους. Ακούστε π.χ. πώς αντιμετωπίζει το “Virgo” του Wayne Shorter, από το “Night Dreamer” [Blue Note, 1964], διαμορφώνοντας ένα νέο πλαίσιο ακρόασης αυτής της ξεχωριστής μπαλάντας, «υπερτονίζοντας» απλώς τα soulful χαρακτηριστικά της. Ή, πάλι, πώς αντιλαμβάνεται το “Wave” του Jobim, από το φερώνυμο ύπατο lounge LP στην A&M το1967· αναφερόμαστε σε μία ελαφρά classic bossa, την οποία ο Braxton μετατρέπει σε muzak για το... ασανσέρ του 13ου πατώματος. Στο 4ο, πάλι, CD μένει άναυδος κανείς από τη φαντασία του παίκτη, τον τρόπο δηλαδή που επεκτείνει στο 10λεπτο ένα πασίγνωστο άσμα του Cole Porter, το “All of you” (Ella Fitzgerald, Anita ODay, Tony Bennett, Billie Holiday, Julio Iglesias, πάμπολλοι jazzmen ως instro-standard...). Στο 5ο CD τα πράγματα «δυσκολεύουν» κάπως, χωρίς ποτέ να απεμπολούν τη λαϊκότητά τους. Κορυφαία στιγμή, εδώ, η εκδοχή του “Ezz-thetics” του George Russell –αναφέρεται ως “Exx-thetics” στα credits– από το φερώνυμο LP τού George Russell Sextet (με τον Eric Dolphy στο σχήμα) στη Riverside, το 1961. Το πολυτονικό background, που εδώ υφαίνουν επιστημονικώς οι Ιταλοί, είναι η βάση πάνω στην οποία θα στηριχθεί ο Braxton για μερικά από τα πιο out σόλι του πακέτου. Ωραία, οπωσδήποτε, η πιανιστική ολοκλήρωση του Giachero, όταν όμως «μπαίνει» το σαξόφωνο (μετά τα 5:20 – όλο το track διαρκεί 12:49 λεπτά) η κατάσταση βαίνει... εκτός ελέγχου. Στο 6ο CD πια –άγνωστο αν το track list ακολουθεί την αλληλουχία των κομματιών στο live– το highlight είναι το “Strike up the band” των Gershwins. Κι αυτό γιατί ο Braxton αναπολεί με σθένος τις σφοδρές improv μέρες του παρελθόντος, δοκιμάζοντας σ’ ένα free πεδίο, με άξιο συμπαραστάτη τον Alessandro Giachero.
Και αν η ιστορία του Anthony Braxton είναι γνωστή (γενικώς) στους φίλους τής «προχωρημένης» jazz, σίγουρα δεν είναι γνωστή η δουλειά που έχουν παρουσιάσει οι υπόλοιποι τρεις μουσικοί. Ο πιανίστας Alessandro Giachero υπήρξε μέλος του William Parker’s Italian Quartet. Ο μπασίστας Antonio Borghini είναι μέλος της κολεκτίβας Bassesfere, ενώ έχει βρεθεί στη σκηνή με τους David Murray, Butch Morris, Ab Baars και την κιθαρίστα Mary Halvorson. Τέλος, ο ντράμερ Cristiano Calcagnile υπήρξε (είναι) και αυτός μέλος της Bassesfere, ενώ έχει παίξει με τους Damo Suzuki, Daniele D’Agaro, Rova Saxophone Quartet και Tristan Honsinger.
Το “Standards (Brussels) 2006” είναι ένα εξαιρετικό box-album. Δεν επιβάλλεται μόνο δια του όγκου, ή της ωραίας σχεδίασής του, όσο, κυρίως, λόγω του ανεπανάληπτου παιξίματος του Braxton. Αδύνατον να εντοπίσεις κάπου αλλού, έτσι μαζικώς, την ιδιοφυία αυτού του παίκτη.