Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

CHiCKN φοβερή μπάντα, εκπληκτικά κομμάτια!!

Το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ των CHiCKN (Άγγελος Κράλλης κιθάρες, σύνθια κρουστά κ.λπ., Ευάγγελος Ασλανίδης κρουστά, Παντελής Καρασεβδάς κρουστά), που κυκλοφόρησε εσχάτως από την Inner Ear, είναι οπωσδήποτε ένα από τα καλύτερα rock της χρονιάς. Εννοώ τού rock που παίζεται από έλληνες μουσικούς, του ελληνικού ροκ – τα υπόλοιπα, εδώ και τώρα, δεν μας απασχολούν. Οι CHiCKN λοιπόν προσφέρουν ένα double LP, με διάρκεια που αγγίζει τα 70 λεπτά, επικαιροποιώντας ένα ερώτημα, που, έτσι κι αλλιώς, πάντα θα το βρίσκουμε μπροστά μας.
Μπορεί να υπάρξει rock, που να μην στηρίζεται ηχητικώς στα late sixties-early seventies; Δεν χρειάζεται ν’ απαντήσουμε… αλλά ας το ξαναπούμε. Φυσικά και OXI. Αν δεν διδαχθείς κοιτάζοντας πίσω, στο παρελθόν, δεν μπορείς να υπάρξεις ούτε ως «παρόν», ούτε, πολύ περισσότερο, ως μέλλον. Αυτό οι CHiCKN το ξέρουν… λαμβάνοντας τα μέτρα τους. Όμως αρκεί και μόνο να το ξέρουν (οι CHiCKN ή όποιοι άλλοι); Όχι. Θα πρέπει, συγχρόνως, να υπάρχει και τσαγανό. Συνθετικό τσαγανό, όραμα αισθητικό, ικανότητες παικτικές, παραγωγής κ.ά., προκειμένου το νέο να έχει θέση στη ροή της ιστορίας όχι ως φτωχός συγγενής, αλλά ως κάτι ισοδύναμο με το χθες – ή σχεδόν… Αυτό, τέλος πάντων, που καταφέρνουν με άνεση τα τραγούδια των CHiCKN
Διάβασα διάφορα για το συγκρότημα τον τελευταίο καιρό, από ’δω κι από ’κει, είχα ακούσει κι ένα-δυο κομμάτια στο YouTube, και μπορώ να πω πως… κακώς έπραξα ό,τι έπραξα. Κυρίως, γιατί σχημάτισα μια γνώμη, που την αναθεώρησα αμέσως μετά… με το πρώτο-πρώτο άκουσμα (τού 2LP). Οι CHiCKN δεν έχουν μια τυπική σχέση με το progressive rock – έτσι τουλάχιστον όπως εκείνο παιζόταν από τις βρετανικές μπάντες π.χ. στις αρχές του ’70. Δεν ξέρω, μάλιστα, αν έχουν σχέση και με το neo-prog, των ninenties και πέραν αυτών – καθώς κι αυτό πολύ χλωμό το βλέπω. Θέλω να πω πως το γκρουπ είναι χιλιόμετρα μπροστά από ’κει όπου, χοντρικώς, βρίσκεται μια μπάντα που θέλει ν’ ακούγεται «προοδευτικά». Γι’ αυτό κι εγώ, επίσης χοντρικώς, θα πω πως το άλμπουμ έχει περισσότερο σχέση με μια σύγχρονη… ψυχεδελικότητα, με μιαν ανατροπή δηλαδή και «διαστρέβλωση» των υφιστάμενων από παλαιά σχετικών κανόνων, παρά με μια «προοδευτικότητα». Τα sixties βαραίνουν πιο πολύ, εννοώ, στις μουσικές των CHiCKN, όπως κι ένας γερμανικός kraut απόηχός τους (τύπου Gila), παρά τα seventies (του τυπικού, κιθάρα-όργανο-κιθάρα, progressive). Έτσι, και με μια δόση… επικινδυνότητας, να πούμε πως ο ήχος των CHiCKN οφείλει πολλά στους early Pink Floyd, στους Doors, μα και στους Van der Graaf Generator – κι ας μην φαίνεται εκ πρώτης το τελευταίο, αν και κάπου-κάπου φαίνεται (“Prelude on Mary”). Επίσης σε κάτι… δευτερεύοντα συγκροτήματα (το… μάτι τους, για όσους υποστηρίζουν κάτι τέτοιο), όπως ας πούμε τους Ginger Baker’s Air Force, για να μην αναφερθώ και στην αφρικάνικη επέκτασή τους, τους Blo (και το τραβήξω, δίχως να υπάρχει λόγος).
Οι CHiCKN δουλεύουν πολύ το κρουστό section και καλά κάνουν. Μάλιστα, οι ρυθμοδομές που αναπτύσσουν στο άπιαστο “Modular prayer (Reprise)” π.χ. είναι αδιανόητες για ελληνικό συγκρότημα (γουστάρω σόλο ντραμς ρε φίλε!), ου μην αλλά και για ξένο… Και όσον αφορά στο… κάποτε, τότε μόνο με τους Jade Warrior θα μπορούσα (παράταιρα) να τους συγκρίνω – αν και νομίζω πως οι Εγγλέζοι, σήμερα, θα έτρωγαν τη σκόνη τους.
Αν υπάρχει ένα ζήτημα με το άλμπουμ των CHiCKN αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως όλα τα κομμάτια –που κινούνται από το «φοβερά», μέχρι το «εκπληκτικά»… ή το ανάποδο– δεν ηχούν σε μια σειρά. Ενώ, μεμονωμένα, είναι «γαμάτα», όλα μαζί, το ένα μετά το άλλο, δεν δένουν όπως θα άρμοζε σ’ ένα τέτοιο ψάξιμο (που έχει επιχειρηθεί). Για να το πω απλά. Νομίζω πως η συμβολή των Baby Guru (παίζουν και οι τρεις) δεν βοηθά πάντα με τις ενοργανικές πινελιές προς αυτή την… ολοκληρωτική και τέλεια ρυθμισμένη πομπώδη κατεύθυνση, που έχουν διαλέξει για την πάρτη τους οι CHiCKN. Και για να το πω ακόμη πιο απλά. Θα τους ήθελα τετράδα, μ’ έναν πολύ γερό μπασίστα (για τέταρτο μέλος). Θα έκαναν θαύματα…
Όχι πως και τώρα δεν κάνουν!
Μεγάλοι οι CHiCKN! Πολύ σπουδαία τα κομμάτια τους! Χίλια μπράβο!
Επαφή: www.inner-ear.gr
 

o ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΤΖΙΡΙΤΑΣ κόντρα στις αμερικανιές και τον Brian Eno

Τον Στυλιανό Τζιρίτα τον γνωρίζω, και προσωπικά, αρκετά χρόνια – από τότε (2002) που μου είχε φέρει στο Jazz & Tζαζ το CDr των Κοψωκέφαλων. Αργότερα άκουσα κι άλλες εγγραφές του (με τους Trypanosoma, τις προσωπικές κασέτες του), ενώ διάβαζα/ διαβάζω και τα κατά καιρούς κείμενά του στο SONIK ή αλλού (δεν θυμάμαι τώρα).
Με τον Τζιρίτα έχουμε επίσης συναντηθεί σε δισκάδικα κι έχουμε συζητήσει για μουσική ή γενικότερα για θέματα που αφορούν και τη μουσική. Είναι καλός συζητητής ο Στυλιανός, υποστηρίζοντας με πάθος τα πιστεύω του – όπως πρέπει να κάνουμε όλοι. Μπορεί να διαφωνούμε ή να συμφωνούμε σε διάφορα, αλλά εγώ τώρα θέλω να πω, κυρίως, για κάποια που μας ενώνουν…
Πηγή: discogs
Κάποτε (4/12/2012) είχα γράψει, εδώ στο δισκορυχείον, κάτι για το SONIK και το αφιέρωμά του «Μισός Αιώνας Ελληνικό Ροκ» καταλήγοντας σ’ εκείνο το κείμενο ως εξής (οι εμφάσεις δικές μου):
«Υπάρχουν όμως και σωστές απόψεις στο SONIK… Λέει κάπου ο Στυλιανός Τζιρίτας, γράφοντας για το early 70s ελληνικό ροκ: “Το rock, ναι μεν έχει το χαρακτηρισμό του αποσαθρωτή[sic], αλλά κομμουνιστικό, άρα και αποδιοπομπαίο δεν είναι – ακριβώς επειδή έχει ελευθεριότητα, και όχι σαφή στόχο” και πιο κάτω πως “με τις φαβορίτες και τους οργασμούς δεν πέφτουν κυβερνήσεις (πόσο μάλλον αυταρχικές), οπότε το ταρακούνημα του Πολυτεχνείου και η έτσι κι αλλιώς διάβρωση της πολιτικής ιεραρχίας, συν το εσχατικό πραξικόπημα κατά της Κυπριακής κυβέρνησης, που οδήγησε στην κερκόπορτα για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, έφερε το τέλος για τους συνταγματάρχες”. 
Τα κουτορνίθια να τα διαβάζουν αυτά, που νομίζουν ότι η “ψυχεδελική νεολαία” έκανε το Πολυτεχνείο και όχι η οργανωμένη Αριστερά. Μπράβο ρε Τζιρίτα, να σε φιλήσω! Κι ας έχεις τους Taxi και όχι τους Πελόμα Μποκιού στα καλύτερα των seventies…».
Αυτά… παλιά.

Φίλος μού είπε πως εσχάτως ο Τζιρίτας τα έχωσε στον Brian Eno για την εγκατάσταση τού “The Ship” στη Στέγη. Αν και δεν βρήκα κάπου το κείμενό του για να το διαβάσω μ’ ένα πρώτο ψάξιμο (όποιος το γνωρίζει ας μας στείλει link), θεωρώ θετικό να αντιπαραβάλλεται μιαν «άλλη άποψη», στην ποζιτιβιστική δημοσιογραφική ισοπέδωση που σχετίστηκε με το συμβάν (κυρίως από ανθρώπους που δεν κατέχουν, και που δεν έχουν ούτε μισό δίσκο τού Eno στο σπίτι τους).
Αν και δεν... λοιπόν, διάβασα εσχάτως κάτι δικό του στο popaganda (συνέντευξη τής 26/10) που μου άρεσε.
Ο Τζιρίτας ετοίμασε κάποια παράσταση (performance) στην οποία τα χώνει, εξ όσων κατάλαβα, στις «αμερικανιές» (ο τίτλος της είναι “My Life as an American – Η ζωή μου ως Έλλην”) και γι’ αυτές εξηγεί τα σχετικά. Τον ρωτά η δημοσιογράφος για τις πέντε αμερικανιές (το «πέντε», το τοπ δηλαδή, είναι κι αυτό αμερικανιά, αλλά πιθανώς ο Στυλιανός δεν το έχει σκεφτεί!) στις οποίες επιδίδονται με πάθος οι Έλληνες. Απαντά:
«Δεν θα απαριθμήσω, αλλά σαφώς πρώτο θα μπει το κτηνώδους αισθητικής ζήτημα του birthday και ως τραγουδιού αλλά και εννοιολογικής διάστασης. Και ως λαός και ως πολιτισμική ραχοκοκαλιά έχουμε διαφορετική σχέση με την έννοια του χρόνου, κάτι που έχει να κάνει όχι μόνο με τη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα πνευματικά ζητήματα αλλά και με ένα γενικότερο ευδαιμονισμό που διακατέχει τη μεσογειακή λεκάνη, ο οποίος και απαγορεύει την καταμέτρηση του χρόνου μέχρι τη στιγμή του θανάτου, γι’ αυτό και τότε γινόμαστε τόσο δραματικοί όταν αυτή έρχεται.
Η επίσης μεγάλη “αμερικανιά”, και τολμώ να πω ότι σε αυτήν αναφέρομαι περισσότερο ως δράστης στην performance, έχει να κάνει με την ονείρωξη περί μιας αμερικάνικης ρεμπέλικης rock n’ roll διάστασης ζωής που δεν είχε καμία σχέση με το πραγματικό βίωμά μας, ασχέτως αν βοήθησε σε απίστευτο βαθμό στο να ξεφύγουμε στις δεκαετίες ’60-’70-’80 από μια λαίλαπα κακής αισθητικής που σάρωσε τον τόπο ένεκα ανυπαρξίας βιομηχανικής επανάστασης στην Ελλάδα. Αυτό αργότερα πέρασε και σε πιο mainstream επίπεδα ακροατών/ θεατών/ αναγνωστών»
.
Κατ’ αρχάς και σε σχέση με τα γενέθλια θα συμφωνήσω απολύτως. Τούρτες, κεριά που σβήνουν, “happy birthday” και άλλα θλιβερά. Πρόκειται για μια απλή γελοιότητα… εξορκισμού τού (αναπόφευκτου) τετελεσμένου, που δεν αγγίζει καθόλου τη δική μας ιδιοσυστασία. Δεν θα έπρεπε να την αγγίζει δηλαδή.
Τι να πει κανείς, όμως, όταν σε λίγο θα έχουμε μετατρέψει ακόμη και το βλακώδες Halloween σε… εθνική γιορτή; Εδώ, το κράξιμο θα πρέπει να πέσει πρώτα στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, που προπαγανδίζουν… γραικύλικα στα αθώα παιδάκια, οποιαδήποτε αμερικανόφερτη παπαρία.
Το καλύτερο, όμως, ο Τζιρίτας το φυλάει για το rock
Στην Ελλάδα οι πρώτοι αμερικανόπληκτοι (η γενιά του μακαρίτη σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη) ευθύνονται για την καταστροφική «μυθοποίηση» του ροκ στην Ελλάδα. 
Είναι αυτοί που νομίζουν πως για να αντιληφθείς το ροκ θα πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν… αμερικανάκι, εμφανίζοντας, πρωτίστως, παραβατική συμπεριφορά. Να κλέβεις αυτοκίνητα (όπως κάνανε οι πρώτοι… διδάξαντες στα τέλη του ’50), να ρίχνεις γιαούρτια, να συχνάζεις σε φλιπεράδικα και σφαιριστήρια (παλιότερα), να συμμετέχεις σε επεισόδια, να ρίχνεις ή και να τρως ξύλο (είναι κι αυτό «παράσημο»), να παίρνεις ναρκωτικά, να πίνεις σα νεροφίδα, να καβαλάς μηχανές (σαν αποχαυνωμένος... easy rider), να αποστρέφεσαι την πολιτική και τα κόμματα, να ζεις εις βάρος άλλων δίχως να δουλεύεις, να φτύνεις σαν ηλίθιος τους διάφορους θεσμούς (την οικογένεια π.χ.) κ.ο.κ.
Βεβαίως ο Τζιρίτας λέει παρακάτω πως αυτή ακριβώς η «ονείρωξη» βοήθησε στο να ξεφύγουμε από την «κακή αισθητική», που ενέσκηψε στον τόπο μετά τα sixties, επειδή δεν περάσαμε από βιομηχανική επανάσταση (όπως ισχυρίζεται). 
Τούτο, όμως, είναι ακόμη πιο σοβαρό (εγώ δεν το πολυπιστεύω αυτό) και χρειάζεται επιτόπια «ζωντανή» κουβέντα (και επεξηγήσεις), ώστε να μη χαθούμε… 
Μπορεί και να γίνει... 

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΡΑΣ για «Το Ημερολόγιο της Άννας Punk»

Οι δίσκοι του Δημήτρη Καρρά μου θυμίζουν την τραγουδοποιία της έντεχνης/ ροκ/ μπαλάντας κ.λπ., που ακούγαμε –όσοι ακούγαμε τέλος πάντων– στη δεκαετία του ’80. Θέλω να πω μ’ αυτό πως τα τραγούδια τού Καρρά έχουν μιαν αμεσότητα και μια φρεσκάδα, που δεν τις συναντά στη σύγχρονη… εντεχνορόκ παραγωγή – αυτή που μας έχει απομείνει εν πάση περιπτώσει. Ο στίχος, ερωτικός ή κοινωνικοπολιτικός, είναι απλός αλλά σοβαρός, οι μελωδίες του κάποιες φορές είναι από τις ωραιότερες που μπορείς ν’ ακούσεις σήμερα τριγύρω (στο τραγούδι του συγκεκριμένου χώρου), ενώ δεν λαθεύει και στις επιλογές των ερμηνευτών, που καλούνται για ν’ αποδώσουν τα τραγούδια του. Στο πιο πρόσφατο LP/CD του, που έχει τίτλο «Το Ημερολόγιο της Άννας Punk» [Music Corner/ B-otherSide, 2106], ο Καρράς συνεργάζεται με ουκ ολίγους. Διαβάστε ονόματα: Μελίνα Κανά, Ανδριάνα Μπάμπαλη, Βασιλική Καρακώστα, Bizzy Boo, Μάριος Νταβέλης, Πάρης Σιδέρης, Νατάσα Καμπαστάνα, Κατερίνα Ζευγαρά. Σχεδόν κάθε τραγούδι και διαφορετικός τραγουδιστής.
Βεβαίως αυτό είναι ένα ζήτημα από μια μεριά. Δεν ξέρω, δηλαδή, κατά πόσον όλες αυτές οι διαφορετικές φωνές βοηθούν στην πύκνωση του άλμπουμ τού Καρρά. Κάπου, εννοώ, χάνεται η μπάλα με τις τραγουδίστριες, αφού δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς τι παραπάνω προσφέρει στα τραγούδια του η μία από την άλλη (και το λέω τούτο, επειδή συχνά οι φωνές τοποθετούνται πάνω στην ίδια τεχνική/ αισθητική γραμμή). Δεν θέλω να αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Ή μάλλον να αναφερθώ. Τι παραπάνω προσφέρει η Μελίνα Κανά φερ’ ειπείν από την Κατερίνα Ζευγαρά; Τίποτα περισσότερο θα πω από το… η πρώτη είναι γνωστή, μα η δεύτερη άγνωστη. Μια-δυο φωνές (μια γυναικεία και μια αντρική) θα ήταν αρκετές φρονώ για το «Ημερολόγιο της Άννας Punk», στηρίζοντας πολύ περισσότερο τη στιβαρότητα του άλμπουμ.
Είναι το (διαφορετικό) εξώφυλλο του CD, που εμπεριέχεται στο LP
Πέραν αυτού. Ο Καρράς –το ξαναλέμε– ξέρει να γράφει απλά και ωραία τραγούδια. Τραγούδια, που να μπορεί να μπουν στο στόμα του κόσμου, του πολύ κόσμου. Και τούτο να τιμά και τον κόσμο και τα τραγούδια. Τα ωραιότερά του είναι κατανεμημένα στη δεύτερη πλευρά του LP (200 αριθμημένα αντίτυπα plus CD), αν και το ωραιότερο όλων είναι στην πρώτη. Μιλάω για το «Σε ένα σύννεφο» με τη φωνή της Ανδριάνας Μπάμπαλη, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2000 (με τους Παζλ). Πανέμορφη μπαλάντα, με το βιολί να πρωταγωνιστεί και με την Μπάμπαλη να αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, πόσο σπουδαία ερμηνεύτρια είναι. Χωρίς κανένα από τα tracks του άλμπουμ να υστερεί, να είναι αδιάφορο δηλαδή, εγώ θα επιμείνω σ’ εκείνα της δεύτερης. Στο «Πάλαι ποτέ» με την Κατερίνα Ζευγαρά (που μου έφερε στη μνήμη τα καλύτερα της Σοφίας Βόσσου από τα μέσα του ’80), στο blues «Ζούσα μόνο για τους άλλους» (το λέει ο ίδιος ο Καρράς – τραγούδι που θα το ζήλευε και ο Μάλαμας), στον «Μπελά» (Βασιλική Καρακώστα – λαϊκό κατά βάση κομμάτι, πέραν της μη λαϊκής ενορχήστρωσης, αλλά πολύ καλό), καθώς και στο έσχατο «Τσαντίζομαι που σ’ αγαπώ» ξανά με την Ζευγαρά (που θα μπορούσε να μην ξεκολλάει από κάποια γυναικεία στόματα).
Χαίρομαι ν’ ακούω τραγούδια του Καρρά. Είναι απλά, κατανοητά και εύηχα, σε μιαν εποχή που συχνά απαιτεί το ψευτοβαρύ, το τάχα δύστροπο (αλλά κατά βάση κακότεχνο) ή το... κολασμένο.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΑΝΤΑΡΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Με τον όρο «τραγούδια της αντίστασης» «ή της εθνικής αντίστασης» ή απλώς «αντάρτικα τραγούδια» εννοούμε τα τραγούδια της Κατοχής, της Απελευθέρωσης και εν μέρει και του Εμφυλίου, που στόχο είχαν την ανύψωση του ηθικού του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού, στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’40.

Η συνέχεια εδώ…

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

69 TRANE RECORDS ένα νέο δισκάδικο

Ένα νέο δισκάδικο στη Νέα Ιωνία (Κάλβου 63, δίπλα στις γραμμές του ηλεκτρικού), ξεκίνησε τον περασμένο Αύγουστο τη λειτουργία του. Ιδιοκτήτες του είναι ο Δημήτρης (του site VinylKiosk) και ο Νίκος (της Anazitisi Records).
Το κατάστημα ειδικεύεται στο 60s-70s υλικό (garage, psychedelic, progressive, folk, kraut, ελληνικό ροκ…), χωρίς να λείπουν και τα υπόλοιπα είδη της περιόδου (jazz, latin, soul, funk, blues κ.λπ.). Μάλιστα, ιδιαίτερη σημασία δίνεται στις library recordings, στο lounge, όπως και στα soundtracks (Ennio Morricone, Piero Umiliani, Goblin και τα συναφή), ενώ αισθητή κάνουν την παρουσία τους τα τζαζ άλμπουμ τού πρώην eastern block.
Τα ράφια ανανεώνονται συνεχώς, με τις επανεκδόσεις σε βινύλιο (παλαιότερες και καινούριες) να κυριαρχούν. Να και μερικές εταιρείες που καλύπτονται από το κατάστημα: Schema, Dagored, Black Sweat, Cinedelic, Crippled Dick Hot Wax, Guerssen, World in Sound, Long Hair, Shadoks, AMS, Vampisoul, Munster, Vinylisssimo, IRMA Records, Golden Antenna…
Το 69 Trane Records προσεγγίζεται εύκολα με τον ηλεκτρικό (καθώς βρίσκεται λίγα μέτρα από τον σταθμό ΗΣΑΠ της Νέας Ιωνίας), ενώ υπάρχει και άνετο πάρκιν τ’ απογεύματα.
Επαφή: Ώρες λειτουργίας: Δευτ.- Παρ. 9:30-14:30 και 17:00-20:30, Σάββατο 10:30-16:00, τηλ. 2130-423033, email: 69tranerecords@gmail.com, facebook: https://www.facebook.com/69-Trane-Records-956281441155545

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ΤΙΜΕΜΑΖΙΝΕ VOL.9 και 7ιντσο YESTERDAY’S THOUGHTS/ SOCIAL END PRODUCTS και CD TIMEMAZINE #9

Το TimeMazine είναι ένα ελληνικό fanzine που δεν μοιάζει με… ελληνικό. Είναι όλο έγχρωμο (το παρόν τεύχος 9), έχει εκτύπωση… ψυχεδελική (από τα πολλά χρώματα και τα ανακατέματα... ζαλίζεσαι), ενώ, ολάκερο, είναι γραμμένο στην αγγλική. H δουλειά που κάνουν οι 3 TimeLords (έχουν και οι τρεις ως έδρα την Τρίπολη;) είναι πρωτότυπη ή σχεδόν πρωτότυπη –το διαπιστώνει ο καθείς ακόμη και μ’ ένα απλό ξεφύλλισμα–, καθώς η αγάπη τους για τα sixties, τη μουσική των sixties που μπορεί ν’ απλώνεται μέχρι και σήμερα (garage, ψυχεδέλεια και γκαραζοψυχεδέλεια), πλημμυρίζει απ’ άκρη σ’ άκρη και τις 100 σελίδες τού περιοδικού τους. 
Η κύρια ύλη τού TimeMazine είναι οι συνεντεύξεις και οι δισκοκριτικές. Συνεντεύξεις με ξεχασμένους και λιγότερο ξεχασμένους «ήρωες» του παρελθόντος κυρίως (αλλά και του παρόντος) και κριτικές garage και ψυχεδελικών άλμπουμ και 45αριών, απ’ όλο τον γλόμπο (και βεβαίως από την Ελλάδα).
Το περιοδικό ανοίγει με μια συζήτηση του TimeLord Michalis με τον Tony Taveira, μπασίστα των… ανατολικο-αμερικάνων Tangerine Zoo (γνωστοί στους παροικούντες από τα δύο LP τους στην Mainstream το 1968). Οι ερωτήσεις είναι γραμμικές και απλές, καθώς ξεκινούν από την αρχή (τα γκρουπ που προηγήθηκαν των Tangerine Zoo, όπως οι Ebb Tides ας πούμε, με το δυνατό punkadelicMy babys gone” το ’66), φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας.
Όμως και η δεύτερη συνέντευξη σχετίζεται μ’ ένα κλασικό, ας το πούμε έτσι, γκρουπ της Mainstream, τους Jelly Bean Bandits. Ο TimeLord Michalis συζητά με τον μπασίστα Fred Buck (φαίνεται πως οι μπασίστες είναι οι πιο διαθέσιμοι – και αυτό δεν είναι εντελώς ανεξήγητο), ο οποίος καταγράφει όλη την πορεία του γκρουπ, από τα sixties έως τώρα – καθώς οι Jelly Bean Bandits ηχογράφησαν πέντε CD στα 00s!
Η τρίτη συνέντευξη πιάνει 18 σελίδες(!) και αφορά σ’ ένα μεγάλο ψυχεδελικό γκρουπ της Δυτικής Ακτής (L.A.), τους Peanut Butter Conspiracy. Απαντά στις ερωτήσεις τού TimeLord Michalis ένας βασικός άνθρωπος πίσω από το σχήμα, ο μπασίστας (πάλι), συνθέτης και τραγουδιστής Alan Brackett. Η συνέντευξη, όπως αντιλαμβάνεστε, έχει τα πάντα και απλώνεται όχι μόνο στην ιστορία του γκρουπ, των προηγηθέντων σχημάτων (Hillside Singers, Young Swingers, Ashes… περίοδος 1962-67) και των μεταγενέστερων (σόλο του Brackett από το 1971), αλλά και γενικότερα σε πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής.
Μια άλλη βασική συνέντευξη (πάλι ο TimeLord Michalis) αφορά στον Twink. Μεταφερόμαστε, δηλαδή, στη Μεγάλη Βρετανία και διαβάζουμε τα τού ιστορικού ντράμερ τού british underground και βεβαίως όλων των συγκροτημάτων από τα οποία πέρασε – Fairies, Tomorrow, Pretty Things, Electric Banana, Pink Fairies και λοιπά… Και λοιπά, που φθάνουν μέχρι σήμερα, αφού ο Twink παραμένει ακόμη ενεργός.
Κι άλλη συνέντευξη. Αυτή τη φορά οι νεότεροι Chemistry Set (φτιάχτηκαν στα τέλη των 80s και διακονούν την psych music ως γνωστόν) μιλάνε στον (Κερκυραίο) Σπύρο Χυτήρη. Λέει διάφορα ενδιαφέροντα ο ντράμερ Dave McLean, αλλά το... καλύτερο είναι όταν μιλάει για το ηλιοβασίλεμα της Κέρκυρας, στα χωριά απέναντι από την Αλβανία (ήταν εκεί στα τέλη του ’80). Σίγουρα κάναμε διακοπές μαζί με τον McLean (κι ας μην γνωριζόμασταν) στη βόρεια Κέρκυρα στα late 80s και σίγουρα έχουμε δει και οι δύο το εντυπωσιακό ηλιοβασίλεμα στην Αχαράβη, όταν ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα, σπέρνοντας στον ουρανό όλες τις αποχρώσεις. Αληθινή ψυχεδέλεια…
Από ’κει και κάτω, από τη σελίδα 62 και κάτω, το βασικό μενού είναι οι κριτικές… διαφόρων μεγεθών. Διαβάζουμε για το “Day of Light” του Constantine, για άλμπουμ των Sendelica και των Vibravoid και για δεκάδες άλλα γνωστά και λιγότερο γνωστά ονόματα…
Ας περάσουμε, όμως, και στις ακροάσεις…
Το 45άρι, που μοιράζεται μαζί με το ένατο TimeMazine (συμπαραγωγή με την Anazitisi Records) περιλαμβάνει δύο ανέκδοτα tracks αντίστοιχων ελληνικών σχημάτων. Το “Let me tell you about love” των Yesterday’s Thoughts στη μια πλευρά και το “Goddess of the light” των Social End Products στην άλλη. Με έντονα vibes από Blues Magoos και Seeds, οι Yesterdays Thoughts δίνουν ένα τραγούδι που ακούγεται… εντελώς ’66. Farfisa, κιθάρες, μπάσο, ντραμς και τραχιά φωνητικά σ’ ένα κομμάτι, που δεν θα περιλαμβάνεται στο επερχόμενο LP της μπάντας. Το “Goddess…” των Social End Products είναι περισσότερο… ψυχεδελικό. Γρήγορο track, που φέρνει κάπως στη μνήμη τους περουβιανούς Laghonia.
Όμως και το CD έχει νόημα, καθότι και εδώ το υλικό είναι σε διάφορες περιπτώσεις ανέκδοτο. Υπάρχει π.χ. εξαιρετικό άγνωστο track των Peanut Butter Conspiracy, με τα πάντα φωνητικά-σφραγίδα τής πρόωρα χαμένης Barbara Robison, ένα από τα ωραιότερα (και ανέκδοτα) τραγούδια των Social End Products (το “Talking backwards”), το (πάντα ανέκδοτο) σκληρό στις πενιές, αλλά αρμονικότατο στα φωνητικά “Dreamer” των Tangerine Zoo από το 1971, το πολύ καλό (ανέκδοτο) φισκαρισμένο στα trippy εφφέ “Breakaway” του Alan Brackett (ex-Peanut Butter…) από το 1970, το ανέκδοτο των Nirvana (UK) από το 1974, που κλείνει το CD... Ενδιαμέσως tracks βγαλμένα από διάφορες εκδόσεις των συγκροτημάτων και των καλλιτεχνών για τα οποία και τους οποίους διαβάζουμε στο fanzine (Constantine, Jack Ellister, The Chemistry Set, Fogbound, Sendelica με Twink, οι Έλληνες Zenerik κ.λπ.).
Πολύ πράμα ρε παιδί μου… όλο το πακέτο.

MARK DRESSER SEVEN ένα ακόμη δυνατό άλμπουμ του αμερικανού κοντραμπασίστα

Όπως γράφαμε και παλαιότερα: «Με καριέρα που ξεπερνά την τεσσαρακονταετία, αφού υπήρξε μέλος των Black Music Infinity του Stanley Crouch (μαζί με τους Arthur Blythe, David Murray κ.ά.) εκεί στις αρχές των 70s, ο κοντραμπασίστας Mark Dresser ήταν, είναι και παραμένει μία σημαντική μονάδα για την jazz της Δυτικής Ακτής». Και μάλιστα της jazz-avant της Δυτικής Ακτής θα προσέθετα, αφού τα άλμπουμ του, συνήθως, πάνε κάπου παραπέρα, κάπου παραπάνω, από ’κείνο που ενδεχομένως αναμένεις.
Στο παρόνSedimental You” [clean feed, 2016], που δεν είναι... λανθασμένα γραμμένο, ο Dresser συνεργάζεται με τους Marty Ehrlich κλαρινέτα, David Morales Boroff βιολί, Michael Dessen τρομπόνι, Nicole Mitchell φλάουτα, Joshua White πιάνο και Jim Black ντραμς – μια ομάδα που είναι υπεύθυνη, κοντολογίς, για τα εντυπωσιακά παιξίματα στο άλμπουμ.
Ο Dresser συνθέτει για την ομάδα – τούτο είναι προφανές. Το κοντραμπάσο του βεβαίως είναι πάντα εκεί, για να δημιουργήσει τις ποικίλες ρυθμικές πλατφόρμες, είναι, όμως, ένας-ένας οι οργανοπαίκτες του, που κάνουν την από ’κει και κάτω διαφορά. Φυσικά είναι οι συνθέσεις κατ’ αρχάς, όπως και οι οδηγίες που δίνονται για τη διαμόρφωσή τους, στην πράξη, όμως, είναι η παικτική/ σολιστική ελευθερία που απολαμβάνει το σεπτέτο, ο τρόπος, με άλλα λόγια, για να διαμορφωθεί μια βεβαιότητα αβαντγκάρντιας, δίχως τον συναισθηματικό αποκλεισμό του ακροατή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το 13λεπτο “Sedimental you”, που μπορεί να αναφέρεται στο κλασικό “Im getting sentimental over you” (1932) της ορχήστρας τού Tommy Dorsey, με τον Dresser, όμως, να το έχει αλλάξει τελείως – με αισθητές παρεμβάσεις στην αρμονία. Και πάνω εκεί, πάνω σ’ αυτή τη νέα μελωδία που διαμορφώνεται, να είναι προσαρμοσμένα τα φανταχτερά παιξίματα του πιανίστα, του τρομπονίστα και του ρυθμικού τμήματος (που, επί της ουσίας, αποτελούν αυτοσχεδιασμούς). Εξαιρετικό το σχεδόν δεκάλεπτο bluesWill well (For Roswell Rudd)”, ένα κομμάτι-μνημόσυνο στον άσσο τρομπονίστα Roswell Rudd (και παλαιό συνεργάτη του Dresser), που με οδήγησε πίσω στα ιστορικά tracks του Charlie Haden με τη βαριά πένθιμη ακολουθία, και υπόδειγμα το ίδιο πένθιμης (αρχικώς) μελωδικής γραμμής το “I can smell you listening (For Alexandra Montano)”, αφιερωμένο στην τραγουδίστρια (Alexandra Montano), συνεργάτιδα του Dresser, που έφυγε νωρίς από τη ζωή, το 2007, στα 46 χρόνια της.
Μνεία τέλος στο 14λεπτο “Newtown char” (αναφορά στα θύματα των πυροβολισμών στο Newtown του Connecticut το 2012 και σ’ εκείνα του Charleston της Νότιας Καρολίνας το 2015), με τον Dresser να αναπολεί την «κολτρεϊνική» αφήγηση και με όλους τους μουσικούς να δίνουν έξοχα soli.
Άξιο άλμπουμ, μιας «άλλης» τζαζ, που δεν έχουμε την ευκαιρία να την ακούμε τακτικά (σε τόσο υψηλό επίπεδο).

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

10 ΘΡΥΛΙΚΑ ΤΖΑΖ LIVE ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ όταν ο Κώστας Βουτσάς άκουγε Miles Davis

Είναι δεκάδες τα τζαζ live που πραγματοποιήθηκαν στη χώρα μας τα τελευταία 60 χρόνια – για να μην πούμε εκατοντάδες, που είναι το πιο σωστό, λογαριάζοντας ό,τι εξελίχθηκε σε ανοικτούς και κλειστούς χώρους.
Εδώ θα αναφερθούμε σε δέκα απ’ αυτά. Ορισμένα είναι κάπως ξεχασμένα, όμως άλλα διατηρούν ακόμη τη σημασία τους. 

9. MILES DAVIS Αθήνα, Θέατρο Λυκαβηττού, 1-2 Ιουλίου 1985 
Σχεδιασμός: Δημήτρης Θ. Αρβανίτης
Οι πρώτες ιστορικές εμφανίσεις του θρύλου Miles Davis (1926-1991) στην Ελλάδα, έγιναν στις αρχές του Ιουλίου 1985 στο Λυκαβηττό. Εκείνη την εποχή το jazz-fusion του Miles μπορεί να μην ήταν στην καλύτερη στιγμή του, όμως στη σκηνή δεν υπήρχε περίπτωση το πράγμα να χαλαρώσει. Απεναντίας, εξακοντιζόταν στο άπειρο!
Η μπάντα ήταν σπουδαία, με πρώτον και καλύτερο ανάμεσα τον κιθαρίστα John Scofield, ενώ και οι υπόλοιποι μουσικοί, που πρέπει να ήταν εκείνοι με τους οποίους εμφανίστηκε λίγες μέρες αργότερα (ο Miles) στο Montreux ήταν, το ίδιο, υπεράνω κριτικής (Bob Berg σαξόφωνα, πλήκτρα, Robert Irving III πλήκτρα, Darryl Jones μπάσο, Vincent Wilburn Jr. ντραμς, Steve Thornton κρουστά).
Το πυρωμένο funk έρρεε απρόσκοπτα και o Κωνσταντίνος Τζούμας, που εκείνη την εποχή συνεργαζόταν με τον Κώστα Βουτσά στις Θεσμοφοριάζουσες (σκην. Γιώργος Μεσσάλας), θυμάται ένα ευτράπελο περιστατικό, που σχετίζεται με τη συναυλία, στον «Πανωλεθρίαμβο» [Καστανιώτης, 2010]…

Το όλον εδώ…

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

DARRELL KATZ AND ODDSONG

Τον κιθαρίστα και διευθυντή ορχήστρας Darrell Katz τον ξέρουμε από παλαιά. Όπως είχαμε γράψει και πριν από δυο χρόνια (περίπου):
«Η Jazz Composers Alliance Orchestra (JCAO) δεν είναι νεοφερμένη ορχήστρα. Περιφέρεται στην ανατολική μεριά των ΗΠΑ από 30ετίας, έχοντας στο παλμαρέ της συνεργασίες με τους Julius Hemphill, Sam Rivers και Oliver Lake. Ο Darrell Katz είναι από ’κείνα τα χρόνια ενορχηστρωτής, διευθυντής και παραγωγός της, κατορθώνοντας… να συντηρήσει (μέσα στα χρόνια) μια συμπαγή ομάδα»
Αυτή λοιπόν η ορχήστρα, υπό τον Darrell Katz, συμμετέχει και στο έσχατο Jailhouse Doc With Holes In her Socks[JCA Recordings, 2016], αλλά όχι μόνον αυτή…
Το συγκεκριμένο άλμπουμ, απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς, είναι ένα ιδιόμορφο κατασκεύασμα. Κατ’ αρχάς στην ολοκλήρωσή του συμμετέχουν τρεις διαφορετικές ορχήστρες. Η OddSong, η JCA Winds and Strings και η κλασική να-την-πούμε JCAO (με τον Oliver Lake στη line-up της). Αν και τη μερίδα του λέοντος την κατέχει η OddSong, οι παρουσίες των δύο άλλων σχηματισμών δεν είναι αμελητέες (αν σκεφθούμε πως το μοναδικό track τής JCAO είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια τού CD, αγγίζοντας τα 15 λεπτά).
Όμως και από ηχητικής/συνθετικής πλευράς το “Jailhouse Doc With Holes In her Socks” έχει ιδιαιτερότητες. Ο Katz δημιουργεί ένα έργο παράξενο, με σαφείς αναφορές στη σύγχρονη avant-garde, την jazz, την folk, τις μουσικές του κόσμου (βασικά το tango). Και τούτο προκειμένου να σχηματίσει τις κατάλληλες πλατφόρμες, για να «κάτσουν» πάνω οι στίχοι της συζύγου του ποιήτριας Paula Tatarunis (1952-2015). Μάλιστα διάφορα από τα tracks τού “Jailhouse Doc…” δεν είναι καινούριες συνθέσεις, αλλά παλαιότερο υλικό της JCAO, το οποίον ακούγεται αναμορφωμένο. Βασικά, την πολλή δουλειά εδώ την επωμίζεται η τραγουδίστρια Rebecca Shrimpton (με συμμετοχή και στα τρία σχήματα), ενώ, στην περίπτωση των OddSong η φωνή της συνοδεύεται από τέσσερα σαξόφωνα, ένα βιολί και ακόμη μαρίμπα και βιμπράφωνο. Το γεγονός πως απουσιάζουν τα ντραμς από το setting δίνει την ελευθερία στον Katz και τους μουσικούς του να δημιουργήσουν άλλα ρυθμικά αρχέτυπα, παίρνοντας βοήθεια από το βαρύτονο σαξόφωνο πρώτα-πρώτα, μα ακόμη και από το βιολί (που συχνά ακούγεται σαν ρυθμική κιθάρα!).
Σε γενικές γραμμές θα (ξανα)έλεγα πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πολύ ιδιαίτερο άλμπουμ-άκουσμα. Κάτι που διαπιστώνεται και στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η μοναδική version τού CD, το trackLLAP Libertango”, που είναι στηριγμένο, φυσικά, στο “Libertango” του Astor Piazzolla. Χωρίς μπαντονέον βεβαίως, αλλά με το βιολί, τα πνευστά και τη φωνή να προκαλούν αυτοσχεδιάζοντας – επενδύοντας πάνω στην κλασική μελωδία.
Επαφή: www.darrellkatz.com