PYRIOR: Fusion [Tonzonen Reords, 2020]
Γερμανοί είναι οι Pyrior, έχουν ως έδρα τους το Βερολίνο, με το “Fusion” να αποτελεί το τέταρτο στούντιο
άλμπουμ τους. Τι παίζουν οι Pyrior;
Rock, progressive, stoner. Ως τριπλέτα δηλαδή (Max Appeal κιθάρες,
Dan Low ντραμς,
κρουστά, σύνθια, Toa Ster μπάσο), οι Pyrior φαίνεται πως έχουν μελετήσει όλη τη σχετική παράδοση του
συγκεκριμένου ροκ τύπου, και πάνω σ’ αυτές τις ιστορικές τέλος πάντων βάσεις
απλώνουν τη δική τους πρόταση. Πού κυλάει πώς; Μια χαρά!
Οι Pyrior
πέραν των σφοδρών ηλεκτρικών μερών
γενικώς, διαθέτουν και ακουστικά συμπληρώματα στις ηχογραφήσεις τους (“Adenine”, “Thymidine”), πράγμα που τους δίνει και
μια κάποια προσωπικότητα, ενώ και η περιστασιακή χρήση των synths επίσης
παρέχει στο γκρουπ μιαν αύρα... ιδιαιτερότητας. Γενικώς, απολαμβάνεις τους Pyrior στα κιθαριστικά
κατεβάσματά τους, όπως ας πούμε στο track “Splicer”,
που υποκρύπτει βεβαίως Sabbath-ικές,
αλλά όχι μόνον, επιρροές, ενώ τους ευχαριστιέσαι στον απόλυτο βαθμό όταν
ξεφεύγουν από την riff-ολογία
(ο κιθαρίστας τους δηλαδή), απλώνοντας τις πενιές τους προς την κατεύθυνση του hard-progressive.
Όπως πολλά συγκροτήματα του σύγχρονου prog-stoner έτσι και οι Pyrior δεν έχουν λόγια στα κομμάτια τους. Προφανώς δεν έχουν κάτι
να πουν δια των στίχων, επιθυμώντας να μιλήσουν μόνον μέσω της μουσικής τους.
Και αυτή η απόφασή τους «τους βγαίνει». Απερίσπαστοι λοιπόν στο ορχηστρικό
κομμάτι της δουλειάς τους τα καταφέρνουν περίφημα στο φερώνυμο 9λεπτο “Fusion”, που ενώ ξεκινά σαν
κλασικό stoner, προς την
μέση αποκτά ψυχεδελικές διαστάσεις, πριν επανέλθει στις σκληρές περιοχές για το
κλείσιμο, και ακόμη στο έσχατο “Cytosine”,
που είναι όλο ένα πειραματικό, space progressive,
στην κλασική kraut
γερμανική παράδοση.
CHROMB!: Le Livre des Marveilles [Dur et Doux,
2020]
Επηρεασμένοι από την φανταστική λογοτεχνία του Jorge Luis Borges είναι οι Γάλλοι Chromb! στο “Le Livre des Marveilles” (Το Βιβλίο των Θαυμάτων),
παρουσιάζοντας ένα concept progressive άλμπουμ με γενικότερο ενδιαφέρον.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως οι Chromb! δεν είναι καινούριοι και πως αν
κρίνουμε από τα στοιχεία που υπάρχουν στο bandcamp τους, το παρόν άλμπουμ είναι το
τέταρτό τους. Αυτό σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα με μια κάποια
ιστορία, μα και μ’ ένα γενικότερο πλάνο όσον αφορά το ύφος και τον ήχο της, που
από την αρχή σχεδόν την κάνει να ξεχωρίζει. Αιτία είναι βασικά η... γαλλικότητά
της. Δεν είναι μόνον ότι τραγουδούν στην γαλλική οι Chromb!, μα και το γεγονός πως το rock που μας προτείνουν είναι
υπέρ το δέον γαλλικό. Καλό αυτό; Σίγουρα ναι!
Ας πούμε λοιπόν πως η μπάντα δεν διαθέτει κιθαρίστα και πως
μέλη της είναι οι: Léo Dumont ντραμς, κρουστά, Camille Durieux πλήκτρα,
σύνθια, φωνή, Lucas Hercberg
μπάσο, σύνθια, φωνή και Antoine Mermet άλτο σαξόφωνο, delay, σύνθια, φωνή. Η «γαλλικότητα» όσον αφορά στην μουσική,
τώρα, έγκειται σ’ αυτόν τον περίεργο συνδυασμό... διαλυμένων κλασικών
στοιχείων, jazz και
σύγχρονης avant, περασμένα
όλα, εννοείται, μέσα από την φόρμα του rock. Γιατί το “Le Livre des Marveilles”
είναι ένα κλασικό french progressive γαλλικό άλμπουμ, που παραπέμπει στην αισθητική των seventies, δίχως όμως να
μοιάζει περιχαρακωμένο στο τότε ή παρωχημένο. Απεναντίας το άκουσμα είναι
σύγχρονο, σφριγηλό, εντατικό, χωρίς παραχωρήσεις σε «ευκολίες» και κυρίως...
σοβαρό με νόημα.
Κοντολογίς έχουμε να κάνουμε μ’ ένα εξαιρετικό γκρουπ,
πρωτότυπο και συναρπαστικό, που ξέρει τα όριά του – που γνωρίζει, εννοούμε πώς
να γίνεται επί της ουσίας «δύσκολο», δίχως να εξελίσσεται ποτέ σε «κουραστικό».
Μοναδικός ήχος, που αξίζει ο καθένας να τον ανακαλύψει.
PULCINELLA: ÇA [BMC Recordsm 2019 / 2020]
Κουαρτέτο από την Τουλούζ (Γαλλία) είναι οι Pulcinella, ένα σχήμα που
τώρα έχει το έκτο άλμπουμ του. Ο τίτλος του άλμπουμ είναι “ÇA” ή και “Ça” και ακούγονται σ’
αυτό οι Ferdinand Doumerc σαξόφωνα, φλάουτα, μελόντικα, Florian
Demonsant ακορντεόν, όργανο Elka,
Jean-Marc
Serpin
κοντραμπάσο και Pierre Pollet ντραμς.
Το άκουσμα είναι παράξενο, ιδιαίτερο,
μυστήριο. Το ακορντεόν, με τις μελωδίες που αναπτύσσει, φέρει στη μνήμη
ηχοχρώματα από λαϊκές μουσικές της Ανατολικής Ευρώπης (δεν ξέρω αν είναι
τυχαίο, αλλά το “Ça”
κυκλοφορεί από την ουγγρική εταιρεία Budapest
Music Center Records),
αν και όχι λίγες φορές οι Pulcinella κινούνται και προς πιο καθαρές progressive / fusion κατευθύνσεις,
με τα σαξόφωνα να αναλαμβάνουν πολύ συχνά πρωτεύοντα ρόλο (“Première séance”). Παρότι στην ηχογράφηση δεν
υπάρχουν κιθάρες η ροκ αντίληψη δεν απουσιάζει από το session,
βασικά λόγω του rhythm section,
που είναι αρκούντως στιβαρό (με το μπάσο ειδικώς να παίζει «παπάδες»), μα και
του ηλεκτρικού οργάνου που «σκίζεται» στο “J'ai caressé le chien du douanier”.
Ναι, υπάρχουν εδώ τα ethnic ηχοχρώματα, υπάρχει η jazz,
υπάρχει το progressive, αλλά βασικά υπάρχει η
διάθεση για περιπέτεια από τους γάλλους μουσικούς – στην οποίαν «περιπέτεια»
μάς έχουν συνηθίσει εξάλλου από τις παλαιές δεκαετίες.
Μετά τους Chromb!
λοιπόν ένα δεύτερο στη σειρά γαλλικό συγκρότημα, που έχει τον τρόπο να
εκπλήσσει.
3 SOUTH & BANANA: S/T [Some Other Planet Records,
2020]
Μου φάνηκε ενδιαφέρον από το... εξώφυλλο το “3 South & Banana” των 3 South & Banana και ίσως εν τέλει να είναι, απλώς
εμένα με παρέπεμψε σε κάτι περισσότερο mystical και περισσότερο στιβαρό – με
πήγε σε κάτι προς Merrell Fankhauser και MU θέλω να πω, αλλά ας είναι. Έχει, πάντως, και τέτοιες
αναφορές το άλμπουμ τού Γάλλου Aurélien Bernard (γιατί αυτός κρύβεται
πίσω από το όνομα 3 South
& Banana), ένα
άλμπουμ που κυλάει όμορφα, κάπως ερασιτεχνικά και απλοϊκά, αλλά ταυτοχρόνως και
με χάρη.
Pop
χοντρικώς είναι τα τραγούδια του Γάλλου – pop με κάποιες επεκτάσεις, βεβαίως, προς light ψυχεδελικές,
flower-power, soft-rock και άλλες χαλαρές, σε γενικές
γραμμές, φόρμες. Όμορφο είναι το τελικό και συνολικό αποτέλεσμα, δεν υπάρχει
λόγος, και γίνεται ομορφότερο όταν ο Bernard τραγουδά στη δική του γλώσσα (την γαλλική), άκου π.χ. το “Avec le coeur”, γιατί την αγγλική μάλλον
τη «σκοτώνει».
Σ’ αυτήν την προσπάθειά του ο Aurélien Bernard δεν είναι εντελώς μόνος. Σε κάποια τραγούδια του τον
συνοδεύουν και άλλοι μουσικοί, όπως ο κιθαρίστας Gilles Peynet, ο κιμπορντίστας Andi Fins, ο μπασίστας Bass Bü (aka Stefan Bürgermeister) και ο επίσης κιμπορντίστας Salvador Garza, με το κλείσιμο (“Wings”) να φέρνει στη μνήμη
μου, περισσότερο από κάθε άλλο track
εδώ, τον Donovan.
PORNOHELMUT: Bang Lord [Atypeek Music, 2020]
Πολύ περίεργο άλμπουμ τούτο εδώ – και το λέω, επειδή δεν υπάρχουν
πολλά στοιχεία διαθέσιμα για το «τι» και για το «πώς». Η πρόμο κόπια που έφθασε
στα χέρια μου δεν αναφέρει σχεδόν τίποτα, ενώ και τα στοιχεία που βρήκα στο
διαδίκτυο, που λειτουργούν και σαν δελτίο Τύπου, μ’ ένα πρώτο σύντομο ψάξιμο,
δεν είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά.
Κατ’ αρχάς οι Pornohelmut είναι μπάντα ή «έκφραση» ενός;
Δεν είμαι απολύτως σίγουρος, δηλαδή, αν κάποιος Neil Barrett (από Τέξας μεριά),
που βρίσκεται πίσω από αυτό το project,
είναι μόνος του στο “Bang Lord”
ή συνεργάζεται και με άλλους. Τέλος πάντων, και απ’ όσο το έψαξα, αυτός ο Barrett είναι μέλος, γενικώς,
μεταλλικών και, ειδικώς, grindcore
σχημάτων (BLK OPS,
The Dead See, Dolores) και τέτοιες επιρροές υπάρχουν
και στο “Bang Lord”
– ένα άλμπουμ, το πρώτο μάλλον, κάτω από την ονομασία Pornohelmut.
Όμως το core σφυροκόπημα δεν είναι η μόνη και πιο ολοφάνερη αναφορά εδώ.
Υπάρχει και πειραματισμός, υπάρχει και θόρυβος, υπάρχει και electro-rock διάσταση, μαζί με φωνές, διάφορες
φωνές, samples και δεν
ξέρω ’γω τι άλλο.
Το τελικό αποτέλεσμα έχει οπωσδήποτε ενδιαφέρον – έστω και
κάπως ειδικό. Όμως, δεν παίζει ρόλο αυτό. Εξάλλου το “Bang Lord” διαρκεί λίγο, γύρω στα
20 λεπτά, και το ακούς με άνεση. Πόσω μάλλον όταν περιέχει κομμάτια σαν το “Wizard sleeve”, που σου αναπτερώνει,
εκεί προς το τέλος, το ενδιαφέρον για την περίπτωσή τους.
ÇUB: Ouais [Atypeek Music / La Souterraine / L’Affect Records / Araki
Records / Miserecords / Vox Project, 2020]
Σχετικώς μικρή διάρκεια (γύρω στην μισή ώρα)
έχει και το “Quais” των
Çub,
ένα ακόμη ιδιαίτερο άλμπουμ, για τα οποίον επίσης δεν υπάρχουν πολλά διαθέσιμα
στοιχεία.
Γάλλοι προφανώς(;) και οι Çub,
στο παρόν LP
/ CD φλερτάρουν με πολλά και διαφορετικά στυλ.
Υπάρχει ένα ροκ πλεόνασμα βεβαίως, στα όρια του παλιού funk-rock
ή και του funk-metal,
αλλά αυτό σμπαραλιάζεται συνεχώς από electro
στοιχεία, που φθάνουν έως και τα όρια του
techno.
Είναι φανερό, δηλαδή, πως πολλά σημερινά
συγκροτήματα, στην προσπάθειά τους να πρωτοτυπήσουν, καταφεύγουν συχνά σε
περίεργα ανακατέματα, τα οποία έχουν ένα ενδιαφέρον, όπως και να το κάνουμε, ασχέτως
αν φαίνονται, ορισμένες φορές, κάπως «επί τούτου».
Υπάρχουν, λοιπόν, στο “Ouais” κάποιες πολύ δυνατές
ρυθμοδομές, που καταλήγουν σε πάντα ιδιόμορφα χορευτικά tracks, σαν το “Stance” για παράδειγμα – και είναι αυτά
ακριβώς τα tracks, που
δίνουν στο άλμπουμ μία κάποια ιδιομορφία.