Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

ART PEPPER τρομερό ανέκδοτο άλμπουμ του μεγάλου άλτο σαξφωνίστα

Ουσιαστικώς το live αυτό (στη Γένοβα) του μεγάλου άλτο σαξοφωνίστα Art Pepper (1925-1982), κάτω από τον τίτλο Art of Art [RED Records / ΑΝ Music, 2024], είναι ανέκδοτο – καθώς μια προηγούμενη ιαπωνική έκδοσή του από το 2014 θεωρείται «πειρατική».
Ζωντανά ηχογραφημένος, λοιπόν, στο Estate Jazz Festival Genova, στις 6 Ιουλίου 1981, περίπου ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή, ο Pepper βρίσκεται εδώ σε φοβερή φόρμα κι έχοντας δίπλα του τους George Cables πιάνο, David Williams μπάσο και Carl Burnett ντραμς, προσφέρει ένα από τα live της ζωής του. Το λέμε, γιατί ο Pepper, παρά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τις ουσίες (που θα τον οδηγούσαν ακόμη και στη φυλακή), όταν «καθάριζε» βρισκόταν και πάλι στο ίδιο υψηλό επίπεδο, προσφέροντας συνεχώς ανεπανάληπτες ηχογραφήσεις. Μάλιστα υπάρχουν πολλοί jazz-fans, που θεωρούν αυτή την τελευταία περίοδο της ζωής του ως την σημαντικότερη όλων, καθώς το στρατοσφαιρικό παίξιμό του στο άλτο είχε τελειοποιηθεί στον απόλυτο βαθμό, χαρίζοντας του τον άτυπο τίτλο του κορυφαίου αλτίστα της εποχής.
Με το άλτο του να «ξύνει» και ν’ ακούγεται θρασύ, και κάπως σαν τενόρο, κι έχοντας πάντα δίπλα του τον τελευταίο φύλακα άγγελό του, την τρίτη σύζυγό του Laurie, που κανόνιζε τα πάντα για ’κείνον, ο Art Pepper σε αφήνει άναυδο τόσο με την απόλυτη blues προσέγγισή του στο κλασικό, αλλά γιγαντιαίο εδώ “Over the rainbow” (Harold Arlen), που διαρκεί περισσότερο από δεκατέσσερα λεπτά, όσο και με τις απίστευτες εκτελέσεις στα δικά του έξοχα tracksBlues for Blanche” (Μπλανς ήταν η γάτα του), “The trip”, “For Freddie” (φίλος του ιάπωνας μάγειρας) και “Landscape”, που είναι όλα φωτιά και λαύρα και με απίστευτο ήχο, σε κάθε περίπτωση – προερχόμενο από έναν 56χρονο άνθρωπο, με προβλήματα υγείας και σφόδρα ταλαιπωρημένο στη ζωή του.
Πολύ καλή η έκδοση της RED, με τρομερά αποδοτικό remastering.

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

ERICH ZANN ENSEMBLE, CHATTE ROYAL νέα ροκ συγκροτήματα από την Γερμανία και το Βέλγιο

ERICH ZANN ENSEMBLE: Bieber Sessions [Private Pressing, 2024]
Τετραμελής ομάδα από την πόλη Mainz της Γερμανίας, οι Erich Zann Ensemble (με την «λαβκράφτια» αναφορά στην ονομασία τους) είναι ένα σημερινό ροκ σχήμα, που αρέσκεται σ’ ένα κάπως ιδιαίτερο ανακάτεμα. Αυτό είναι το πρώτο που διαπιστώνεις ακούγοντας το “Bieber Sessions”, που είναι ηχογραφημένο στο Tonstudio Bieber, του Offenbach, το καλοκαίρι του 2023.
Υπάρχει λοιπόν από τη μια μεριά το
progressive, αλλά από την άλλη ακούς και επιρροές από την jazz, την exotica και γενικώς από το «ψαγμένο» rock των 70s (ας το πούμε και πειραματικό). Για παράδειγμα... το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το “Brown rice”, έχει ολοφάνερη μινιμαλιστική εξέλιξη, με το δεύτερο “Dröhnung” να αποτελείται από ένα ρυθμικό πλαίσιο (από ντραμς, κρουστά και ήχους), εντός του οποίου «κάθεται» το σαξόφωνο βασικά, και στην πορεία πλήκτρα και κιθάρες. Το κομμάτι διαρκεί δώδεκα λεπτά σχεδόν και ακούγεται κάπως σαν να… ροκάρουν δίχως αύριο οι Art Ensemble of Chicago, μαζί με τους Oriental Wind του Okay Temiz. Υποβλητικό, οπωσδήποτε, track, και συναρπαστικό βεβαίως, που από μόνο του σχεδόν καθορίζει ολάκερο το “Bieber Sessions”.
Τα τρία τελευταία κομμάτια του άλμπουμ, που λογικά θα καταλάβουν τη δεύτερη πλευρά του (το λέμε, γιατί το “Bieber Sessions” κυκλοφορεί για την ώρα μόνο σε CD, ενώ μέσα στο ’24 θα βγει και σε βινύλιο) είναι, και αυτά, σε συμφωνία με τα δύο προηγούμενα, με τις επιρροές από το krautrock των Neu! (στο “La thébaide”) και τα balkan / oriental ηχοχρώματα και τους Dissidenten (στο “Pan Teutonia express”) να προσδίδουν στο άκουσμα και άλλες διαστάσεις.
Στην παράδοση των ηχητικών περιπετειών των γερμανικών ψυχών από τα early seventies κινούνται οι Erich Zann Ensemble – και αυτό όσο να ’ναι τους τιμά.
Μέλη του γκρουπ είναι οι: Frank Incense σύνθια, μπάσο, tanpura, φωνές κ.λπ., Daniel Reck κλαρίνο, τρομπέτα, σαξόφωνα, κρουστά, μπάντζο, μπάσο, ηλεκτρικό πιάνο, αρμόνικα, looper, φωνές, Christoph Heimbach σαξόφωνα, φλάουτο και Niclas Ciriacy ντραμς, κρουστά, ενώ υπάρχουν και guests σε κιθάρες, σύνθια, φωνές και τάμπλας.
Επαφή: https://erichzannensemble.bandcamp.com/track/la-th-baide
CHATTE ROYAL: Mick Torres Plays Too F***ing Loud.
[
Kapitän Platte, 2024]
Δεν ξέρω αν θυμόσαστε τους We Stood Like Kings, ένα σύγχρονο συγκρότημα από το Βέλγιο, για το οποίον έχουμε γράψει παλαιότερα στο blog – πιο συγκεκριμένα για τα άλμπουμ του “Away” (2022), “Classical Re:Works” (2020) και “1982” (2017), άπαντα τυπωμένα για την Kapitän Platte. Κιθαρίστας στους We Stood Like Kings ήταν ο Diego Di Vito, ο οποίος τώρα συμμετέχει στους (επίσης Βέλγους) Chatte Royal, παίζοντας κιθάρα φυσικά και συνθέτοντας όλα τα κομμάτια τους. Λέμε για το ντεμπούτο άλμπουμ των Chatte Royal, μιας δυναμικής ροκ μπάντας, την οποία αποτελούν, πέραν του Di Vito, και οι Teo Crommen κιθάρα, François Hannecart μπάσο και Dennis Vercauteren ντραμς.
Mick Torres Plays Too F***ing Loud.” αποκαλείται το CD των Chatte Royal, και αυτό το... f***ing loud είναι μια αλήθεια, σε κάθε περίπτωση, καθώς το άλμπουμ είναι γραμμένο «στο κόκκινο». Όμως δεν είναι μόνον η δυνατή εγγραφή είναι και το γεγονός πως οι Βέλγοι παίζουν τσιτωμένα, ποντάροντας στην ένταση και τον ηχητικό πανικό, χωρίς εκπτώσεις.
Όχι δεν είναι «μεταλλικό» το “Mick Torres Plays...”. Είναι περισσότερο στονεράδικο, αλλά με μια ελευθερία στους κιθαρισμούς, παραπέμποντας ακόμη και σε βαρύ fusion συγκρότημα ή και σε progressive rock ακόμη. Επίσης το λέμε αυτό, και επειδή οι συνθέσεις των Βέλγων είναι «περίεργες», με ξαφνικές εκρήξεις, απότομα κοψίματα, απρόσμενες επιταχύνσεις, με τα riffs να έχουν μια πολύ συγκεκριμένη λειτουργικότητα, μέσα σ’ αυτό το εντελώς ευμετάβλητο περιβάλλον.
Οι ύστεροι King Crimson είναι οπωσδήποτε μια ισχυρή αναφορά εδώ, με το math rock των Βέλγων να... σπάει κόκαλα, γενικώς και ειδικώς.
Χαρακτηριστική, δηλαδή πολύ καλή η τελευταία 8λεπτη σύνθεση του Diego Di Vito La trahison”.
Επαφή: www.kapitaen-platte.de

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

CHET BAKER «ζωντανός» στο Foggia Jazz Festival, το 1985

Όπως έχουμε ξαναγράψει η πορεία του μεγάλου τρομπετίστα της τζαζ Chet Baker (1929-1988) στην Ιταλία είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό βιβλίο. Η RED Records (AN Music) έχει επιχειρήσει μέσα στις δεκαετίες να ξεφυλλίσει αυτό το βιβλίο, δίνοντας ανά τακτά διαστήματα ηχογραφήσεις του Baker από εκείνη την εποχή, για κάποιες εκ των οποίων γράψαμε, μάλιστα, πέρυσι. Λέμε για τα άλμπουμ “Intimacy” (rec. Δεκ. 1987) και “At Capolinea” (rec. Οκτ. 1983).
Τώρα ένα ακόμη άλμπουμ του Chet Baker, από τα «ιταλικά 80s» κυκλοφορεί, που έχει τίτλο Signature και που καταγράφει τον αμερικάνο τρομπετίστα, και κατά περίπτωση τραγουδιστή, μαζί με τους Philip Catherine κιθάρα και Jean-Louis Rassinfosse μπάσο, «ζωντανό» στο 12o Foggia Jazz Festival, στις 14 Σεπτεμβρίου 1985.
Η γενικότερη φάση, στην οποία βρισκόταν εκείνα τα χρόνια ο Baker είναι γνωστή. Υπήρχαν σοβαρά προβλήματα με τις έξεις του, οι οποίες δημιουργούσαν ζητήματα και στην καλλιτεχνική πορεία του και στις συνεργασίες του, πράγμα που σημαίνει πως δεν ήταν πάντα εύκολο να τον πετύχεις σε φάση «δυνατή» – ικανή τέλος πάντων να καταδείξει τις πάντα μεγάλες δυνατότητές του και στο παίξιμο της τρομπέτας και στην απόδοση, γενικότερα, των στάνταρντ, παλαιότερων και πιο καινούριων, που πάντα τον ενδιέφεραν.
Εδώ, στο live, στο 12o Foggia Jazz Festival, ο Baker θα βρισκόταν σε πολύ καλή φάση και βοηθούμενος από δύο άψογους μουσικούς, όπως ήταν ο Catherine και ο Rassinfosse, κατορθώνει να μαγέψει το πλήθος με τις φοβερές ερμηνείες του – τρομπετικές και τραγουδιστικές-φωνητικές.
Το ρεπερτόριο κλασικό, και κλασικότερο δεν γινόταν, αφού και τα κομμάτια ήταν ιστορικά και ο Baker τα είχε αποδώσει, και πάλι, σε παλαιότερα live και άλμπουμ του. Λέμε λοιπόν για τα “Funk in deep freeze” (Hank Mobley), “My foolish heart” (Victor Young), “But not for me” (Gershwins), “How deep is the ocean” (Irving Berlin) και “Love for sale” (Cole Porter), τα οποία εδώ ξαναζούν, μέσα από νέες προσεγγίσεις. Το λέμε, επειδή το σχήμα τρομπέτα-κιθάρα-μπάσο (χωρίς πιάνο και ντραμς δηλαδή) προσφερόταν από μόνο του, για μια νέα αντιμετώπιση, πόσο μάλλον όταν εδώ υπάρχει και ο Catherine, που αλλάζει από μόνος του το σκηνικό.
Κιθαρίστας με μεγάλο και έντονο fusion παρελθόν, ο Βέλγος προσαρμόζεται εδώ στις ιδιαίτερες απαιτήσεις ενός τρίο, με τον Chet επικεφαλής, παίζοντας καταπληκτικά σόλι, ως ακριβείς συνέχειες των εισαγωγών του Baker, προσδίδοντας στα κομμάτια έναν άλλο, groovy οπωσδήποτε, αέρα. Για live εξάλλου πρόκειται, με τους τρεις μουσικούς να ανταποκρίνονται ασμένως στην ανάγκη του κόσμου να απολαύσει και να ξεδώσει προσφέροντάς του το καλύτερο. Κάτι, που δεν το ακούς μόνον στα χειροκροτήματα, καθώς το απολαμβάνεις σε κάθε δευτερόλεπτο αυτής της εγγραφής, που δείχνει, συν τοις άλλοις, και την άνεση του Chet Baker να ερμηνεύει και όχι απλώς να τραγουδά τα κομμάτια – όπως συμβαίνει με το “My foolish heart” ή ακόμη και με το scating του στο ξεκίνημα του “But not for me”.
Φοβερό το κλείσιμο με το 12λεπτο “Love for sale”, που, ρυθμικά, είναι jazz-funk.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

OLGA KONKOVA, ACCORDING TO THE SOUND τζαζ δίσκοι από τον ευρωπαϊκό βορρά

OLGA KONKOVA: The Pianist’s Garden [Losen Records, 2024]
Για την ρωσονορβηγίδα πιανίστρα και συνθέτρια Olga Konkova έχουμε γράψει ξανά στο παρελθόν. Βασικά για τα άλμπουμ της Open Secret” (2021) με το τρίο της (ένα κλασικό πιάνο-τρίο) και “Old Songs” (2017), σε συνεργασία με τον κιθαρίστα Jens Thoresen – με τα δύο άλμπουμ να έχουν τυπωθεί από την Losen Records.
Το πιο νέο CD της Konkova αποκαλείται “The Pianists Garden” και είναι αρκετά παράξενο. Βασικά, και εδώ, με τρίο δουλεύει η Konkova, αλλά ένα τρίο πολύ ιδιαίτερο. Τι το κάνει ιδιαίτερο; Τα ξύλινα πνευστά του Αμερικανού Mark Heinecke. Φυσικά και ο ρόλος των άλλων δύο μουσικών, του Γερμανού Frederik Villmow ντραμς, κρουστά και της ίδιας της Konkova πιάνο, fender rhodes δεν είναι αμελητέος, όμως δεν παύει τα πνευστά να παίζουν επί του προκειμένου έναν πολύ σημαντικό ρόλο.
Όπως γράφει η Konkova στο triple-folded cover... το “The Pianists Garden” είναι σφόδρα επηρεασμένο από τον ήχο των ξύλινων πνευστών και είναι αυτά ακριβώς τα όργανα, που την οδήγησαν να συνθέσει. Τώρα, τι όργανα είναι αυτά... Πολλά και διάφορα. Ας πούμε οκαρίνες, πίκολο, διάφορα φλάουτα και μπάσο κλαρίνο, με τα... αλλόκοσμα όργανα να επεκτείνονται και στα κρουστά, καθώς ο Villmow χειρίζεται και νιγηριανό udu, ενώ και το ηλεκτρικό πιάνο της Konkova συντείνει, επίσης, στο τελικό και διαφορετικό του πράγματος.
Γενικώς το άκουσμα αποπνέει μια φυσικότητα, μαζί με μια γαλήνη και ηρεμία, με τις μελωδίες να κυριαρχούν – άλλοτε πρωτότυπες και άλλοτε με αναφορές ή επηρεασμένες από λουθηρανικά chorale του 16ου αιώνα ή ποπ στάνταρντ (σαν το “The moon in a harsh mistress” του Jimmy Webb ή το “Over the rainbow” του Harold Arlen).
Σε κάθε περίπτωση το ύφος του “The Pianists Garden” δεν αλλάζει, γιατί, ακόμη και όταν αυτοσχεδιάζουν οι τρεις μουσικοί, όπως συμβαίνει στο “The demise of Pluto”, εκείνο που προέχει είναι η αποτύπωση μιας φυσικής επικοινωνίας, με τις λιγότερο δυνατές εξωγενείς και τεχνικές προσθήκες.
ACCORDING TO THE SOUND: Pitch [Losen Records, 2024]
Το τρίτο άλμπουμ των Βρετανών According to the Sound (Adam Parry-Davies πιάνο, Patrick Case σύνθια, κιθάρες, προγραμματισμός) αποκαλείται “Pitch”. Ακολουθεί δε τα “In-Tension” [Losen Records, 2022] και “Prism-A-Ning” [Losen Records, 2020] και μάλιστα από το ίδιο ύψος (για τα παλαιότερα άλμπουμ υπάρχουν reviews στο blog). Το λέμε, γιατί η προβληματική των δύο Βρετανών δεν αλλάζει, ούτε και ο τρόπος που παρουσιάζουν τις συνθέσεις τους. Είναι οι δύο (βασικοί) και είναι και οι guests – εν προκειμένω δεκατέσσερις(!) μουσικοί σε τρομπέτες, άλτο & τενόρο σαξόφωνα, κιθάρες, κοντραμπάσα, ηλεκτρικά μπάσα και ντραμς.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως τα κομμάτια έχουν κάπως προγραμματικούς τίτλους, αφορώντας συγκεκριμένες καταστάσεις. Για παράδειγμα: “Streams of Hokkaido”, “Matanzas sun”, “Shoreland pebbles”, ενώ ακόμη και τίτλοι σαν τους “Across the water”, “Fever dream” κ.λπ. συνδέονται με ανάλογα συμβάντα. Ο... προγραμματισμός, τώρα, δεν αφορά μόνο στους τίτλους, αλλά υποτίθεται πως πηγαίνει και παραπέρα. Ας πούμε το “Fever dream” σχετίζεται με την κατάσταση ενός ατόμου, που ψήνεται στον πυρετό και βλέπει... καυτά όνειρα. Τι συμβαίνει, λοιπόν, από πλευράς μουσικής; Το σχετικό κομμάτι μοιάζει κάπως αυτοσχεδιαστικό με ξαφνικά, και έντονα γεμίσματα στα ντραμς, διαθέτοντας μια, γενικώς, αλλόκοτη ατμόσφαιρα. Είναι τα... πυρετικά όνειρα του αρρώστου; Πιθανώς. Για να μην πούμε προφανώς. Στο “Matanzas sun” πάλι (Matanzas είναι πόλη στην Κούβα) έχουμε στην αρχή μια συνομιλία ανάμεσα στην τρομπέτα, το πιάνο και το μπάσο, με τα ντραμς να οριοθετούν ένα πρώτο ρυθμικό υπόβαθρο, και με το τενόρο να πρωτοστατεί στη δημιουργία της μελωδίας. Jazz έχουμε εδώ, με έντονο ρυθμικό στοιχείο και με τα πλήκτρα «πίσω» να δημιουργούν ένα ήπιο στρώμα. Το κομμάτι αγριεύει, κάπως, μετά τη μέση του, δίχως να χάνει πάντως τον προσανατολισμό του.
Μπορείς να κάνεις διάφορες τέτοιου τύπου περιγραφές, εδώ, αλλά εκείνο που έχει σημασία, τελικώς, είναι η μουσική αυτή καθ’ αυτή και όχι, κατ’ ανάγκην, όλα εκείνα που μπορεί αυτή να περιγράφει. Και πάνω σ’ αυτή τη βάση η jazz των According to the Sound είτε groovy είναι αυτή (“Ristrophe”), είτε synth-contemporary (“Kingsland high road”), είτε περισσότερο «ελεύθερη» (“Fever dream”) δεν χάνει ποτέ το ενδιαφέρον και την αξία της.
Επαφή: www.losenrecords.no

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

δύο Ελληνοαμερικανοί ποιητές, ο ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ και ο ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΘΑΣ, συζητούν τολμηρά, στη Νέα Υόρκη των αρχών του ’60 – στο τραπέζι της συζήτησης μπαίνουν ο Θεός, η ηθική, ο έρωτας, η ελευθερία, η Ελλάδα φυσικά και άλλα διάφορα

Ο Νίκος Σπάνιας (1924-1990) και ο Θεοδόσης Άθας (1936-1973) υπήρξαν δύο αναγνωρισμένοι έλληνες / ελληνοαμερικανοί ποιητές και μεταφραστές. Ο καθένας τους ήταν και άλλα περισσότερα, αλλά ας μείνουμε στα βασικά, αφού, αμφότεροι, τύπωσαν δικά τους βιβλία με ποιήματα και μεταφράσεις.
Ο Σπάνιας δεν ξέρω για τι ακριβώς είναι περισσότερο γνωστός, σήμερα. Πιθανώς για την τριλογία του «Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου» (1963, 1965 και 1971 οι χρονιές έκδοσης των τριών βιβλίων) ή ίσως για τον έξω από τα όρια τρόπο ζωής του – αυτός ένας ομοφυλόφιλος και ναρκομανής, με απαρέγκλιτη ροπή προς το περιθώριο.
Ο Άθας, όμως, είναι σίγουρα γνωστός, επειδή στίχους του είχε μελοποιήσει ο Γιώργος Ζαμπέτας – λέμε βασικά για το θρυλικό τραγούδι τους «Ο Τζακ» από το 1972 («Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ / και βγήκαν οι γειτόνοι / για να φτυαρίσουν το πρωί / και βρήκαν μεσ’ στο χιόνι / της γειτονιάς το φρόκαλο / τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο»). 
Νίκος Σπάνιας
Κάποια βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Σπάνια τα βρίσκουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Μεταφράσεις 1941-1971» [
Athens Printing Company, Νέα Υόρκη 1972]. Εκεί διαβάζουμε:
«Ο Νίκος Σπάνιας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924 (σ.σ. άλλες πληροφορίες λένε για 1923) από γονείς Ζακυνθίους. Μικρός σπούδασε μουσική και ξένες γλώσσες. Τελείωσε το Γυμνάσιο του Πειραιά κι ύστερα παρακολούθησε μαθήματα για δυο-τρία χρόνια στην Ανωτάτη Εμπορική, χωρίς ποτέ να πάρει το πτυχίο του. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα με τη μετάφραση του δράματος του T. Williams “Ο Γυάλινος Κόσμος”. Με υποτροφία από την αμερικανική κυβέρνηση φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Ohio, στη Σύγχρονη Αμερικανική Λογοτεχνία. Επίσης αποφοίτησε από το American Academy of Dramatic Arts της Νέας Υόρκης. Ο ίδιος λίγη σημασία δίνει στους επίσημους αυτούς τίτλους σπουδών.(...) Απεναντίας έδωσε μεγάλη σε μια σειρά από ελεύθερα επαγγέλματα(...), με τα οποία τρίφτηκε στη σύγχρονη αμερικανική ζωή και που στάθηκαν η μόνη αφορμή για να γράψει τα πρωτότυπα ποιήματά του της 3ης Λεωφόρου.(...) Τελευταία η υγεία του έχει κλονιστεί σοβαρά(...) από την κατάχρηση ναρκωτικών(...)».
Και μερικά βιογραφικά για τον Θεοδόση Άθα, όπως τα δανειστήκαμε από το odysseusfederation.com:
«Ο Θεοδόσης Άθας γεννήθηκε στο Νεστόριο της Καστοριάς στις 14 του Γενάρη το 1936. Μετά την λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Καστοριά, όπου πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια. Στο γυμνάσιο της Καστοριάς ο Θεοδόσης θα μάθει να αγαπά. Να αγαπά τις γυναίκες και να αγαπά την Ελλάδα. Δυο αγάπες τις οποίες βλέπουμε συχνά στο ποιητικό του έργο. Αυτήν την Ελλάδα θα φέρει μαζί του στην Αμερική, όταν τον Φλεβάρη του 1954, μήνες μετά την αποφοίτησή του από το τοπικό γυμνάσιο, μετανάστευσε στις ΗΠΑ, στην πόλη Lynn της Μασαχουσέτης όπου βρισκόταν ο πατέρας του. Παρακολούθησε μαθήματα Φυσικής και Μαθηματικών στο Boston University και κατόπιν ενεγράφη στο North Eastern University στον κλάδο του Πολιτικού Μηχανικού. Τον Νοέμβριο του 1958 εκλήθη στις τάξεις του Αμερικανικού Στρατού, όπου υπηρέτησε για δύο χρόνια στη Γαλλία και την Αμερική. Τον Θεοδόση όμως τον έχει κερδίσει η ποίηση. Ενώ ακόμα σπουδάζει και ταυτόχρονα δουλεύει για να ζήσει, αρχίζει να στέλνει ποιήματα στον αναγνωρισμένο ποιητή της 3ης Λεωφόρου Νικό Σπάνια. Ο Σπάνιας τον συμβουλεύει και προωθεί τα ποιήματά του σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Η ποίηση του Άθα δεν αντηχεί μια στείρα, νοσταλγική, ανάμνηση της Ελλάδας. Έχει πιο σύνθετα χαρακτηριστικά, όπως και η προσωπικότητά του. Οξύς παρατηρητής πρόσεξε την κάθε πλευρά της ζωής. Ένας μεγαλοσχήμων δεν θα έγραφε τον “Θωμά Ο’ Χάρα” ή το “Νέγκρο μπλουζ”. Ποιήματα, που προδίδουν και την κοινωνική του συνείδηση».
Για τη σχέση των δύο ποιητών μάς πληροφορεί ο Μιχάλης Μοίρας, σ’ ένα κείμενό του στο περιοδικό «Οδός Πανός» (τεύχος #58, Νοέ.-Δεκ. 1991):
«(…) Οι λογοτεχνικές σχέσεις τού Σπάνια με τον Άθα, εκεί στη βουερή Τρίτη Λεωφόρο, ήταν παράξενες, αβρές κι άλλοτε είχαν μια δεσποτική έπαρση. Πολλές φορές όμως πού ξέσπαγαν σε καυγά (κι αυτό γινόταν από τις αγεφύρωτες διαφορές πού είχαν – αν και υπήρχε αμοιβαία αγάπη μεταξύ τους) o Θεοδόσης Άθας τον αποκαλούσε “σταφιδοκλέφτη καί κλεφτοκοτά της Ζακύνθου”, “τρανό διαφθορέα της νιότης, πατριώτη εγωιστή, φιλόθρησκο θεομπαίχτη, φιλορθόδοξο αδικητή, αυταπάρνητο πλεονέχτη, λαοπλάνο καί ονειδιστή, πλάνο της χήρας –μα προπαντός τού ορφανού– μεγαλόσχημο υποκριτή” και άλλα πολλά. Ο Νίκος Σπάνιας, όμως, ήταν τέτοιος άνθρωπος; Μπορεί. Εγώ ωστόσο, που τoν γνώρισα από κοντά, διαπίστωσα ότι μπορεί μεν να είχε ορισμένα από τα παραπάνω, αλλά ήταν επίσης κι ένας άνθρωπος πάντα πρόθυμος και ξέχειλος συναισθηματικά, ένας ποιητής ζωντανός, εγκάρδιος, διψασμένος διαρκώς να μάθει για πρόσωπα και πράγματα πού αφορούσαν την Ελλάδα.(…) Στο νοσοκομείο ο Σπάνιας πάλεψε καρτερικά με το θάνατο. Μάλλον κατάφερε κι επέζησε. Ο Άθας από πολύ καιρό πριν τον ικέτευε να κόψει τα ναρκωτικά, γιατί θα τον κατέστρεφαν. Μόλις ο Σπάνιας βγήκε απ’ το νοσοκομείο, πήρε μια μεγάλη απόφαση και τα σταμάτησε. Μερικοί από τους φίλους του πίστεψαν ότι ο Άθας ήταν εκείνος που τον επηρέασε και τον παρακίνησε να τα κόψει. Αλλά η αλήθεια δεν ήταν αυτή. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Σπάνιας αποφάσισε να αλλάξει τρόπο ζωής, Όταν, τέλος, πέθανε ο Θεοδόσης Άθας, ο Νίκος Σπάνιας στις 26 του Μάη 1974, διάβασε στην κηδεία του έναν επικήδειο που ο ίδιος είχε γράψει (σ.σ. δεν ήταν στην κηδεία, γιατί ο Άθας πέθανε το ’73, ήταν στο φιλολογικό μνημόσυνό του). Από τότε ανέλαβε ο ίδιος, με το ψευδώνυμο Ζαννής Ζακυνθινός, το ραδιοφωνικό πρόγραμμα “Ελληνική Φωνή της Νέας Υόρκης”, το οποίο προηγουμένως επιμελείτο ο Άθας.(…)».
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/vivlio/nikos-spanias-theodosis-athas-dyo-ellinoamerikanoi-poiites-syzitoyn-tolmira-sti-nea

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

CARPET βαυαροί progsters

Οι Carpet είναι Βαυαροί (από το Augsburg) και δεν είναι τωρινοί, καθώς υφίστανται από 15ετίας. Έχουν ηχογραφήσει δε τουλάχιστον τέσσερα άλμπουμ, με το πιο πρόσφατο να αποκαλείται Collision [Kapitän Platte, 2024]. Μέλη των Carpet είναι οι Maximilian Stephan κιθάρες, φωνή, Sigmund Perner fender rhodes, roland juno, Martin Lehmann τρομπέτα, φλούγκελχορν, Hubert Steiner μπάσο, Jakob Mader ντραμς, κρουστά και Maximilian Wörle φωνητικά.
Το rock που παίζουν οι Carpet είναι της παλαιάς σχολής, αλλά δίχως ιδιαίτερα αισθητικά κολλήματα. Progressive, βασικά, είναι ο ήχος τους, αλλά μεταφερμένος στο τώρα. Δεν αποτελούν, εννοούμε, οι Carpet ένα συγκρότημα της πιστής prog-αναβίωσης, καθώς έντεχνα προσδίδουν στον ήχο τους σημερινές αναφορές, που σχετίζονται κυρίως με το stoner – χωρίς, όμως, να κάνουν κατάχρηση των χαρακτηριστικών του. Υπάρχει, οπωσδήποτε, το βαρύ και ασήκωτο κλίμα, αλλά υπάρχει κι ένας υφέρπων λυρισμός, στα φωνητικά μέρη, που ανακαλεί στη μνήμη τους πολύ καλούς συμπατριώτες τους Weed, από τα early 70s.
Αν και τα επτά κομμάτια του “Collision” είναι πάνω από πέντε λεπτά το κάθε ένα, με το μακρύτερο στο χρόνο να πλησιάζει τα δέκα, εντούτοις το άκουσμα κυλάει χωρίς πρόβλημα και δίχως να κουράζει. Τούτο σημαίνει πως οι συνθέσεις των Carpet είναι πολύ καλές, και πάντα ωραία πλαισιωμένες, με τις riff-ολογίες, τα σωστά φωνητικά και τα απολύτως ελεγχόμενα σόλι τους.
Ωραία περίπτωση σύγχρονου prog rock, πληθωρικού, καλοβαλμένου και καλοτοποθετημένου, χωρίς ούτε ένα track να υστερεί, που σίγουρα θα ενθουσιάσει τους φίλους του στυλ.
Επαφή: www.kapitaen-platte.de

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

JOAN PEIRÓ AZNAR, LA VIU-VIU σύγχρονα τραγούδια και ορχηστρικά από την Ισπανία

JOAN PEIRÓ AZNAR: Amor Nòmada [Segell Microscopi, 2024]
Ακούγοντας το “Amor Nòmada” του τραγουδοποιού Joan Peiró Aznar από την Βαλένθια (γενν. 1989) ξαναείπα μέσα μου... ή ξέρεις να γράφεις τραγούδια ή δεν ξέρεις. Δηλαδή όσο και να το παλεύεις, όσο και να το «τραβάς», άμα είσαι ατάλαντος μπορεί να φθάσεις κάπου, αλλά έως εκεί. Δεν μπορείς να πας παραπάνω. Δεν μπορείς να διακριθείς. Ό,τι ακριβώς ΔΕΝ συμβαίνει με τον Aznar, ο οποίος φαίνεται ότι το κατέχει το άθλημα, έχοντας τον τρόπο να τερματίσει άνετα πρώτος ακόμη και αν οι συναγωνιστές του... τρέχουν πιο γρήγορα. Γίνεται αυτό; Γίνεται. Άμα έχεις ταλέντο τα πάντα γίνονται.
Το “Amor Nòmada” είναι ένα άλμπουμ με τραγούδια. Τραγούδια εννοώ... παλιομοδίτικα, από εκείνα που μπορείς να τα σιγοτραγουδήσεις ή και να τα σφυρίξεις, έχοντας σαφείς, ωραίες μελωδίες, βασισμένες σε παραδοσιακά μέτρα, πάνω στα οποία έχουν μπει σύγχρονα λόγια.
Στη «Νομαδική αγάπη» συμβάλλουν πολλοί μουσικοί, που παίζουν διάφορα όργανα. Ας πούμε τα ονόματα, τα όργανα και τους τόπους καταγωγής τους: Joan Peiró Aznar (Βαλένθια) κιθάρες, φωνή, Ales Cesarini (Βαλένθια) κοντραμπάσο, David Gadea (Βαλένθια) & Rodrigo Villanueva (Ουρουγουάη) κρουστά, Lies Hendrix (Βέλγιο) διατονικό ακορντεόν, Lena Nowak (Πολωνία) κλαρινέτο, Kazik Nietkiewicz (Πολωνία) τρομπέτα, Faris Ishaq (Παλαιστίνη) νέι, Shafeeq Alsadi (Παλαιστίνη) κανόνας, Xiomara Abello (Βαλένθια), Marta Montserrat Pera (Καταλονία) & Salvador Ortiz Badal (Βαλένθια) horns.
Υπάρχουν λοιπόν μουσικοί από διάφορα μέρη του κόσμου, και βασικά υπάρχει αυτή η περιπλάνηση σε ήχους των λαών, τους οποίους κάνει δικούς του ο Joan Peiró Aznar, μαζί με τους συνεργάτες του, προτείνοντας έναν δίσκο, μέσα στον οποίον συνυπάρχουν τζαζ ήχοι, ρούμπες, φολκ, φλαμένκο κ.λπ., που βρίσκουν διέξοδο σε θαυμάσια –το ξαναλέμε– τραγούδια. Άσματα της περιπλάνησης, εν ολίγοις και κυρίως της κατανόησης των πολιτισμικών διαφορετικοτήτων, που συνυπάρχουν κάτω από ένα κοινό όραμα – εκείνο της επιδιωκόμενης μέθεξης και της αληθινής συγκίνησης.
LA
VIU-VIU: Flexüs [Segell Microscopi, 2024]
Ισπανικό σχήμα που το αποτελούν οι Cati Plana διατονικό ακορντεόν, Eduard Casals κλαρινέτο, hurdy-gurdy, flabiol, σφυρίχτρες, ασκούς, Jordimaria Macaya βιόλα και Marc Figuerola κοντραμπάσο, μαντολίνο, ηλεκτρική κιθάρα, οι La Viu-viu ετοιμάζουν ένα ήπιο και σχετικώς χαμηλών τόνων φολκλορικό άλμπουμ, με πρωτότυπες συνθέσεις, που ακούγεται κάπως... προχωρημένο. Και εννοούμε με αυτό πως τα κομμάτια του “Flexüs” δεν είναι τόσο απλά, ως κατασκευές, καθώς στις δομές τους υπεισέρχονται διάφορα στοιχεία – και βασικά από «παλαιές μουσικές», που προσδίδουν στο άκουσμα, κάποιες φορές, έναν περισσότερο ακαδημαϊκό, παρά έναν λαϊκό χαρακτήρα. Πιθανώς, δε, αυτό να ορίζεται από μια φράση του Philip K. Dick, που υπάρχει στο ωραίο triple folded χάρτινο cover, και η οποία λέει το εξής: «Δεν μπορείς να βγεις από τον λαβύρινθο. Ο λαβύρινθος κινείται και αυτός, καθώς περπατάς εντός του, αφού είναι ζωντανός».
Κάπως σαν «εγκλωβισμένοι» λοιπόν δείχνουν οι La Viu-viu σ’ αυτό το CD τους. Εγκλωβισμένοι σ’ ένα χώρο που υφίσταται ανάμεσα στην παραδοσιακή μουσική και τις έντεχνες φόρμες, και που αποτελεί πεδίο δράσης για τους ίβηρες οργανοπαίκτες, που είναι όλοι με καλές σπουδές και με επιτυχείς παρουσίες σε διάφορα άλλα πρότζεκτ (για παράδειγμα η Cati Plana και ο Jordimaria Macaya αποτελούν και τους Clavellina DAire, για τους οποίους έχουμε γράψει σχετικώς τον Μάρτιο του ’23).
Στο άλμπουμ υπάρχουν πολλά κομμάτια, που σε αγγίζουν συναισθηματικώς, και που φανερώνουν πως οι La Viu-viu δεν είναι κάποιο τυπικό σύνολο, μα μία πολύ σοβαρή και ουσιαστική μπάντα, που ασχολείται σοβαρά με το θέμα της. Καταπληκτικό το “Toúto to mína”, το μοναδικό παραδοσιακό κομμάτι του δίσκου, που είναι κρητικής προέλευσης.
Επαφή: www.microscopi.cat