Δεκατέσσερα ελληνικά άλμπουμ, από τα labels του Κώστα Γιαννίκου, που άκουσα τον τελευταίο καιρό και για τα οποία λέω μια γνώμη.Το ότι κάποιος γράφει μόνος του τα τραγούδια του, παίζει κιθάρες, μπάσο, προγραμματίζει, ενορχηστρώνει, κάνοντας ηχοληψία και μίξη δείχνει οπωσδήποτε άνθρωπο του χώρου, που εμπιστεύεται τις δικές του δυνάμεις. Ο Μύρωνας Στρατής έτσι όπως τον... παρατηρώ στο «Τώρα Είναι Αλλιώς» [Impact Music] έχει τη δύναμη να γίνει ο επόμενος pop-rock ήρωας. Καθώς ο Χατζηγιάννης μεγαλώνει... Κλασική περίπτωση «ελληνικού ethnic» – η ταμπέλα δεν αρέσει, αλλά είναι χρήσιμη – ο «Αρμενιστής» [Lyra] του Μιχάλη Νικολούδη έρχεται να συνεχίσει την παράδοση της 15χρονης πια «Αιολίας», του «Χρησμού», του «Μελισσόκηπου» και των υπολοίπων ορχηστρικών, βασικά, σχεδίων του συνθέτη, γύρω από την παρουσίαση και διαχείρηση ενός mediterranean sound ευρύτερης αποδοχής. Μετά από τόσα χρόνια συλλογής και επεξεργασίας θα έλεγα πως το μόνον (και κυριότερο) που λείπει από τον «αρμενιστή» είναι η έκπληξη. Ακόμη και στο δελτίο Τύπου του άλμπουμ «Χιλιόμετρα» [Μικρός Ήρως] διαβάζω πως ο Νίκος Ζουρνής «έχει ενσωματώσει στο δικό του ύφος επιρροές από προσωπικότητες της προηγούμνεης γενιάς». «Θεμιτό», θα πείτε. Μόνο που θα χρειαστεί προσπάθεια, όχι μόνο για ν’ απαλλαγεί ο Ζουρνής από το «φάντασμα» του Μάλαμα, αλλά και για να εδραιώσει εις βάθος την προσωπική του λέξη. Το είπα λίγο πριν. Κάποιος άνθρωπος, που φθάνει στο κατώφλι της δισκογραφίας, έχοντας τη διάθεση να γνέψει προς τους... προγόνους του, διαθέτει ένα κάποιο ταλέντο (ακούω την «Παρτίδα» με τον Μανώλη Λιδάκη). Το ίδιο και ο Ζουρνής. Γράφει μουσικές, στίχους, παίζει κιθάρες... Το ζήτημα είναι ότι πρέπει να επιμείνει και... αναποδογυρίζοντας τα δύο πρώτα να πάει παρακάτω. Είναι γνωστή – και άρα αμέσως αναγνωρίσιμη – η φινέτσα των τραγουδιών της Μελίνας Τανάγρη. Όμως κοιτώντας, δηλαδή ακούγοντας, από κοντά το «Διπλό Κλικ» [Lyra], τη συνεργασία της με Το Δίδυμο, διαπιστώνω, για ακόμη μία φορά (υποννοώ πως κάτι τέτοιο ανιχνευόταν και σε παλαιότερα άλμπουμ της), τη διάθεσή της να είναι, σχεδόν με το ζόρι, «σημερινή». Η Τανάγρη δεν γράφει τα απολύτως εξωστρεφή τραγούδια (εξαιρετικός ο «Δικός μου ξένος»). Ούτε η «γαλλικότητά» της γειτνιάζει με το μπουζούκι και τα «χιπ-χοπάδικα» breaks. Είναι άλλος ο ρυθμός της. Να το πω συγκεκριμένα; O ριμιξαρισμένος «Θανατηφόρος πυρετός» της δεν είναι ούτε καν 38. Ελλείψει καινούριου ρεπερτορίου που να θέλγει οι παλαιοί συνθέτες – εκείνοι δηλαδή που γνωρίζουν επιτυχία ήδη από τα seventies – ξαναπιάνουν το πρότερο (και αγαπημένο) υλικό τους και με τη βοήθεια νεώτερων τραγουδιστών ή συγκροτημάτων επιχειρούν να το μετατρέψουν σε σημερινό. Ο Θάνος Μικρούτσικος είναι ένας απ’ αυτούς. Το «Τους Έχω Βαρεθεί» [Legend] γίνεται σε συνεργασία με τα Υπόγεια Ρεύματα, το σχήμα δηλαδή που φέρει στο τώρα γνωστά τραγούδια του πατρινού συνθέτη από τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90. Να το πω απ’ την αρχή, δίχως περιστροφές. Αν εξαιρέσεις το “Federico Garcia Lorca”, που πλησιάζει περισσότερο απ’ όλα στο πρωτότυπο, τα υπόλοιπα κομμάτια, ως «απόψεις», δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Θα με εύρισκαν… αν είχα πάθει αμνησία. Αν μπορούσα να… αφαιρέσω από τη μνήμη μου δηλαδή την Μαρία Δημητριάδη, τον Μεράντζα, ακόμη και τον Μητροπάνο ή τον Νταλάρα. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Η φωνή του Κλιούμη δεν ανταποκρίνεται στο υλικό· θα υποστήριζα, δε, πως ούτε κατά το ελάχιστον. Οι ενορχηστρώσεις καταπλακώνονται υπό το βάρος των διαφορετικών τραγουδιών, τα οποία δεν ομογενοποιούνται. Για να μη μιλήσω για το πιο σοβαρό απ’ όλα. Πολλά από τα… εξω-αριστερά τραγούδια του Μικρούτσικου (εννοώ εκείνα πριν τον "σταυρό του νότου") που ακούγονται στο CD, «ακυρώνονται» μόνο και μόνο από τη διάθλασή τους στο τώρα. Δεν είναι εύκολο να υποστηρίξει κάποιος, συναισθηματικά, σήμερα, στίχους σαν εκείνους του Βολφ Μπίρμαν, ας πούμε. Το ’75 δεν γίνεται να ξεκουνήσει. Είναι γερά πακτωμένο στο πριν. Πιθανώς να διδάσκει. Αλλά και πάλι… Δάσκαλοι που δίδασκαν και λόγο δεν κρατούσαν… Στον Μπίρμαν αναφέρομαι.
Δες και το http://diskoryxeion.blogspot.com/2009/11/wolf-biermann-sixties.html.Οι Magic De Spell, σχεδόν 30 χρόνια μετά, εξακολουθεί να σου δίνουν την αίσθηση του γκρουπ. Βεβαίως, δεν έχουν καμμία σχέση με το σχήμα που έκανε εκείνο το “Cpt. Blind” το 1985, όμως συνεχίζει να εκπλήσσουν, ναι, με τη δύναμη των τραγουδιών τους (γενικώς, όχι ειδικώς), τα καλοβαλμένα συνήθως λόγια τους, το παίξιμό τους, την παραγωγή του έσχατου «Ok πατέρα...» [Lyra]. Απλοί, κατανοητοί, χωρίς περιστροφές, απλώνουν για ακόμη μια φορά την απείθαρχη πραμάτεια τους... η οποία έχει απ’ όλα. Σκωπτικά άσματα με γούστο επαρκές, υπερθετικώς απρόβλεπτα κομμάτια σαν τα “Dog-god” (η μουσική είναι ηλικίας 27 ετών, από την εποχή του “A Body In A Snare”), «Στη ζώνη του πυρός», «Τα χελιδόνια πενθούν στην αγκαλιά σου», διασκευές με νόημα, όπως η punky έκδοση του «Κυρ-Παντελή» του Πάνου Τζαβέλλα (η ειλικρίνεια της πρώτης «ξερής» εκτέλεσης, συναγωνίζεται με τη δεύτερη πληθωρική, της τόνωσης των μελωδικών «τσιτάτων» και των εφέ). Εντάξει, όχι κάτι συγκλονιστικό, αλλά πολύ συχνά με την προσήκουσα... απώλεια ελέγχου. Την «εύκολη λύση» επιλέγουν οι Stereomatic και σ’ αυτήν τη δεύτερη κατάθεσή τους, που έχει τίτλο “Club Cosmopolitan” [Lyra], διασκευάζοντας «ελαφρά» ελληνικά τραγούδια των Μουζάκη, Πλέσσα, Καπνίση, Οικονόμου, συν ένα-δυο «ξένα», συν τη «Μισιρλού», με τη μέθοδο του sampling και της additional production. Είπαμε, τα «κοσμοπολίτικα sixties» έχουν την αξία τους, και την αισθητική τους βεβαίως, αλλά από ’κει και έως του σημείου να στηρίζεται ολόκληρη παρουσία, καριέρα ή ό,τι άλλο, ενός σημερινού γκρουπ, σ’ εκείνο ακριβώς το υλικό, υπάρχει απόσταση. Αφήνω κατά μέρος το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις εκδοχές με βρίσκουν... παντελώς απροετοίμαστο. Οι Stereomatic θα πρέπει να τολμήσουν με δικό τους υλικό, για να δούμε τι πουλιά πιάνουν· αν αγαπούν και τον Nicola Conte, όπως διατείνονται. Για να έχει και νόημα δηλαδή μία ουσιαστική κριτική... Δεν μπορώ να καταλάβω – ή, μάλλον, κάνω πως δεν καταλαβαίνω – ποιος ήταν ο λόγος εκείνος που «ανάγκασε» το Νίκο Ζιώγαλα, να αποποιηθεί το κάπως underground rock παρελθόν του (και δεν εννοώ τα Ανάκαρα στα early seventies, αλλά τους Ερμαφρό στις αρχές του ’80 και κάπως την εποχή του «Τζάμπο»), οικειοποιούμενος τα πιο απλοποιημένα και βεβαίως λαοφιλή ελληνορόκ χαρακτηριστικά. Νομίζω πως αφορμή υπήρξε η επιτυχία τού «Ζεστό αγάπης κύμα» από τη Γλυκερία το 1996(;), αν και οι αιτίες προϋπήρχαν. Εν πάση περιπτώσει. Τα καινούρια του τραγούδια, αν μιλάμε για το άλμπουμ «Πέφτω Ψηλά» [Lyra] δεν φαίνεται να είναι από ’κείνα που θα μείνουν. Είναι «ήπια», «χαλαρά», κομμάτι τυποποιημένα, άνευ κραδασμών και εκπλήξεων. Επίπεδα. Να μην πω τι μου θυμίζουν γιατί θα φανώ κακός – και δεν είναι στις προθέσεις μου. Θέλω μόνο να πω πως συμπαθώ το Νίκο Ζιώγαλα και πως θά’θελα να τον ξαναδώ «θυμωμένο» – αν κι έχει μεγαλώσει πια – ροκά και «ανοιχτομάτη». Τσαμπουκαλεμένο και αυθάδη. Όσον αφορά στο «Πέφτω Ψηλά»; Του πιστώνονται μόνον ολίγες μελωδίες. Τα τραγούδια του Βασίλη Καζούλλη στο «Απ’ Το Λίβερπουλ Στη Σαντορίνη» [7] μπορεί να μην είναι του... μπητλικού ύψους, εμφορούνται όμως από την γειτονική ανάγκη να είναι πλασμένα από τα ίδια πρωτόλεια υλικά. Απλές μελωδίες, κάποιες όντως όμορφες («Της αγάπης τα λουλούδια»), στιχάκια του καθημερινού λόγου (λέξεις που συχνά βαριέσαι να τις ακούς στα άσματα, αλλά... ξαναβαμμένες από τον Καζούλλη τις δέχεσαι), αίολες ερμηνείες που αφήνουν χώρο στο ερασιτεχνικό και το «λάθος». Θετικό είν’ αυτό. Και τα υπόλοιπα. Αλλά έως εκεί. Υπάρχουν ο Μάλαμας και ο Λοΐζος πίσω από τα τραγούδια του Γιάννη Κουρσιούμη, αλλά δεν ενοχλεί. Αφήστε τους να υπάρχουν. Το «Ήρθες Αργά» [Lyra], που σηματοδοτεί το πέταγμα στη δισκογραφία αυτού του νέου μουσικού από τη Θεσσαλονίκη, είναι ένα καθ’ όλα αξιόλογο ντεμπούτο, μία από ’κείνες τις περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεις διαμορφωμένα στοιχεία τραγουδοποιητικού σθένους. Ο Κουρσιούμης μετέρχεται λέξεις που νοιώθει το βάρος και τη σημασία τους, τραγουδά με σπάνια άνεση και σιγουριά για πρωτοεμφανιζόμενο, διαθέτει καθαρές συνθετικές και ενορχηστρωτικές ιδέες (αυτός και οι συνεργάτες του), χρησιμοποιώντας λίγα όργανα, με προεξάρχοντα το βιολί και τις κιθάρες και κυρίως, πάνω απ’ όλα, ξέρει, εκμεταλλευόμενος όλα τα προηγούμενα, να πλάθει συγκεκριμένες πικρές ατμόσφαιρες. Αδρές εικόνες, χτισμένες από ανθεκτικά, δικιμασμένα υλικά. Επί παραδείγματι στον «Τιραμόλα» – τίτλος που σε παραπέμπει σε κάτι παιδικό ή σκωπτικό ενδεχομένως – κοινωνείς την «άδικη κατάρα», τη «χαμένη τιμή» του εσωτερικού μετανάστη. Το πλάνο είναι στεγνό. Άνθρωπος αποκαμωμένος, σ’ ένα παγκάκι, μ’ ένα νερό στο χέρι... Ο «επαρχιώτης στην Ομόνοια» – ή όποιος άλλος – για τον οποίον κάποτε είχε γράψει κι ο Σαββόπουλος, εξακολουθεί να μεταλαμβάνει του κοινωνικώς αναίσθητου. Το τραγούδι είναι νέο, αλλά το πρόβλημα το ίδιο, από την εποχή των... Δωριέων. Με βρίσκει σύμφωνο η επανεκτέλεση λαϊκών τραγουδιών των... δευτεραθλητών του είδους, με τον τρόπο τουλάχιστον που το επιχειρεί, δημοσιογραφικώς, ο Κώστας Μπαλαχούτης. Προϋπάρχει η σχετική έρευνα, εντοπίζονται 12-15 άσματα, «κλείνονται» οι νεώτεροι ερμηνευτές και η... ζωή κυλάει. Το «Αφιέρωμα στον Αντώνη Κατινάρη» [Μικρός Ήρως] έχει όλα τα επί μέρους καλά στοιχεία (και στο επίπεδο της ενορχήστρωσης, αλλά και σ’ εκείνο της παραγωγής), προκειμένου να φιλοτεχνηθεί το πορτρέτο ενός «εργάτη» του πάλκου, που άφησε κι αυτός κάποια καλά – ορισμένα δε πολύ καλά – κομμάτια. Πρώτο τη τάξει το «Τι να σου κάνει μια καρδιά» σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου (Μπιθικώτσης, 1966), το οποίο ο Κώστας Μακεδόνας δεν το αναδεικνύει – δύσκολο τραγούδι. Αντιθέτως, το... ακη-πανικό «Η ψευτιά του κόσμου», το οποίο πρωτόπε ο Στράτος Διονυσίου, πάει γάντι στο γιο του Στέλιο. (Το προφανές, αρκετές φορές, είναι και το πρέπον). Σωστή και η επιλογή του Γιάννη Ντουνιά για το «Μπαγλαμάδες και μπουζούκια» (Στράτος, 1973), όπως και του Γιώργου Μαργαρίτη για το «Δώδεκα η ώρα νταν» (Κώστας Κόλλιας, 1978), παρότι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του άλμπουμ είναι η «Άστατη καρδιά», σε ερμηνεία του αδελφού Θοδωρή Κατινάρη. Είναι η λαϊκή επίγευση.Ο Νίκος Γούναρης δεν αντιγράφεται. Ούτε προσεγγίζεται. Ούτε ακολουθείται. (Δύναμαι να εξηγήσω – αλλά δεν είναι της ώρας – γιατί μπορεί, τουλάχιστον, ν’ «ακολουθείται» ο Καζαντζίδης, αλλά όχι και ο Γούναρης). Ο Κώστας Μακεδόνας αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον «τραγουδιστή των τραγουδιστών» στο «Γλυκά Μου Μάτια» [Legend] προτείνοντας τι; Το λέω κι αυτό, καθότι αν επέλεγε η παραγωγή ένα «στυλ» τραγουδιών του Γούναρη για... μεθερμηνεία – ας πούμε τα «πονεμένα», ή τα «έξω καρδιά» – θα είχε κι ένα κάποιο νόημα το tribute. Εδώ, συγκεντρώνονται «διαφορετικά» κομμάτια, τα οποία μπορεί, όλα, να δείχνουν την ερμηνευτική γκάμα τού πρώτα διδάξαντα, δεν συμβάλλουν όμως στη δημιουργία ενός... long-play κλίματος. Μπορεί κάποιος να τα βάλει με το «Κάιρο», το «Γύρνα πάλι αγάπη μου», το «Τώρα που σε γνώρισα», το «Πέντε χρόνια περάσανε», το «Πεσ’ μου πώς θα μπορέσω να σε ξεχάσω», το «Γλυκά μου μάτια αγαπημένα», το «Που νά’σαι τώρα αγαπημένη»; Ο Μακεδόνας «περνάει» από τα δύο τελευταία, αφήνοντας τα υπόλοιπα... παραπονεμένα. Να πω «ευτυχώς» ή θα παρεξηγηθώ; Έχω την αίσθηση πως ο Μανώλης Φάμελλος είναι εκείνη η περίπτωση του pop καλλιτέχνη, που θέλει να κάνει το «πολύ μεγάλο», δίχως να το έχει καταφέρει έως τώρα. Νομίζω πως τα τραγούδια του, και στο «Η Στιγμή Που Κρατάει Για Πάντα» [Lyra], είναι γραμμένα υπό αυτό το καθεστώς· της πίεσης, αν και λιγότερο από προηγούμενες φορές. Σαν να θέλουν να… πατήσουν στις μύτες των ποδιών, ώστε να φανούν ψηλότερα. Έχουν χάρη, έχουν ωραίες μελωδίες, ρυθμικώς «κινούνται», στιχουργικώς κοινοτοπούν ενίοτε, με το συνολικό αποτέλεσμα να είναι «καλό»· όχι κάτι πολύ παραπάνω. Μένω λοιπόν σε ό,τι ακούω και όχι στην προβολή του στο επιθυμητό. Και ξεχωρίζω το «Ένα δέντρο», το «Όταν κοιτάζω εσένα», το «Ένα λεπτό», το… «Ζητάτε να σας πω» (εξαιρετική διασκευή του πασίγνωστου τραγουδιού του Αττίκ). Και, ναι. Ο Μανώλης Φάμελλος έκανε, πράγματι, ένα καλό pop άλμπουμ. Το καλύτερό του από χρόνια. Είναι δύσκολο, το ξέρω. Είναι δύσκολο να κάνεις ένα καλό ελληνοπόπ και γι’ αυτό του λέω «εύγε». Στην περίπτωση του Ευριπίδη Ζεμενίδη και του "Νηπιαγωγείο Αργά" [Legend] έχουμε μία θεωρητική, μα και επί του πρακτέου, μουσική επάρκεια, αλλά από ’κει και πέρα μένω, λίγο, επί ξύλου κρεμάμενος. Εννοώ, πως οι σπουδές και οι δισκογραφικές, ή μη, πιένες (διάβασα πως ο Ζεμενίδης έχει συνεργαστεί με Σαββόπουλο, Νταλάρα, Αλεξίου κ.ά.) δεν μεταφράζονται, απαραιτήτως, και σε «τρανταχτή» τραγουδοποιία. Καλά τραγούδια υπάρχουν κι εδώ (πρώτο το «Μη με ρωτάς» με τον Γιώργο Μυλωνά, ωραία αποδίδει το «δρόμο» ο Λεωνίδας Μπαλάφας, άξιο και το "Όσα σου φανέρωσα" με τον Βαγγέλη Ασημάκη), οι ενορχηστρώσεις φανερώνουν άνθρωπο που το’χει ψάξει, όμως χρειάζεται ακόμη περισσότερη δουλειά προκειμένου να συμβεί το παν. Το λέω γιατί διακρίνω ταλέντο. Και κάτι ακόμη. Πότε θα παύσει να συνδυάζονται, στην ημεδαπή, τα reggae ηχοχρώματα με το χαβαλέ και με την πλάκα; Δεν μπορώ να θυμηθώ από πού ξεκίνησε αυτή η αηδία, για να ρίξω τα σχετικά...
"ΟΚ Πατέρα", κατά πως λέμε "OK Computer"; ΕΛΕΟΣ! Μια από τις μεγαλύτερες αρετές είναι το να ξέρεις πότε πρέπει να αποχωρείς και από αυτούς μόνο ο Ηλίας φαίνεται ότι την είχε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντάξει, δεν πολυδιαφωνώ μαζί σου. Κατ' αρχάς δεν με νοιάζουν οι τίτλοι, όταν από την εποχή των Beatles - για να μην πάω πιο πίσω - όλοι κλέβουν όλους. Έπειτα, όταν γράφω για ένα δίσκο, δεν μ' ενδιαφέρει η ιστορία εκείνου που τον γράφει (την γνωρίζω, αλλά δεν μ' ενδιαφέρει). Κάθε έργο, νέο ή παλιό, καλό ή κακό, έχει την αυθυπαρξία του. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα έργα αποκομμένα από κάθε τι, που μπορεί να τα φθείρει ή να τα "ανεβάσει", πριν καν τ' ακούσουμε. Για μένα το "cpt. blind" είναι ο καλύτερος δίσκος των De Spell - μάλλον συμφωνούμε - ενώ το παρόν είναι ένα καλό pop CD, για το οποίο οι De Spell δεν πρέπει να ντρέπονται. Το έχεις ακούσει;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Φώντα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα διαφωνήσω με την άποψή σου. Το έργο δεν είναι απολύτως αυθύπαρκτο (ίσως κατά τον μεγαλύτερο βαθμό), αλλά σαφέστατα εμπεριέχει σαν συστατικό (και ενίοτε καθοριστικό της απόλαυσης) την ιστορική διαδρομή των δημιουργών του. Για μένα είναι σαν συνομιλία με κάποιον ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ, δεν είναι "just blowing in the wind".
Για τους Magic De Spell τώρα. Ποτέ (ούτε στα 4 πρώτα αγγλόφωνά τους) δεν ήταν αξιόλογο group. Ειδικά αν συγκριθούν με χιλιάδες groupw της εποχής τους. Προσπάθησε ν' ακούσεις τώρα to "A body in a snare" ή το "Kiss the mirror". Μόνο γέλιο βγάζoυν αν τους ακούσεις δίπλα στους METABOLIST, τους DECIBEL ή τους SECOND LAYER (ως κάποιο παράδειγμα σύγχρονων post punk/new wave/avant). Δυστυχώς το 90% της ελληνικής δισκογραφημένης rock παραγωγής είναι τόσο παρωχημένη και δευτεροκλασσάτη, μέχρι απελπισίας. Εμείς τα υπερεκτιμήσαμε γιατί μεγάλωσαν δίπλα μας, ήταν τα νιάτα μας, οι φίλοι μας, οι παρέες μας, ξοδευτήκαμε μαζί τους. Αλλά αν αφήσουμε τους προσωποπαγείς συναισθηματισμούς στην άκρη και δούμε τα πράγματα αποστασιοποιημένα και συγκριτικά με την εποχή τους, τα συγκεκριμένα έργα δεν αντέχουν σοβαρής κριτικής.
Φυσικά και δεν το έχω ακούσει το νέο τους, αλλά δεν χρειάζεται κι όλας. Υπάρχουν τόνοι υπέροχων μουσικών που κυκλοφορούν μέρα τη μέρα διεθνώς (να ασχοληθώ ως προτεραιότητες) που δεν προλαβαίνω χρονικά. Ίσως να φαίνεται περιαυτολογία, όμως κατά βάθος (και το ξέρεις καλά, αφού τσεκάρω στο το blog σου ότι δεν είσαι απομονωμένος από το σήμερα) η σημερινή παραγωγή βρίθει από αξιόλογες underground δουλειές σε πάρα πολλά μουσικά είδη. Να δαπανήσω πολύτιμο χρόνο για κάτι που είναι σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμο ότι δεν θα με αφορά; Ακούγεται ίσως σκληρό και απαξιωτικό για καλλιτέχνη, μα δεν πιστεύω να τους αδικώ κι όλας. Το να μην ντρέπονται οι De Spell για το καινούριο τους είναι κριτήριο συγκαταβατικότητας, γιατί αυστηρά κρινόμενοι θα έπρεπε να ξεχάσουν και τα υποτιθέμενα "καλά" τους.
Με το θάρρος της γνώμης μου.
Θέτεις σοβαρά ζητήματα, τα οποία δεν απαντώνται τώρα. Για τη μέθοδο της κριτικής που ακολουθώ - γιατι υπάρχει μία μέθοδος - δεν γίνεται να μιλήσω σ' ένα απαντητικό post. Αυτές είναι κουβέντες για face to face...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜωρέ δεν διαφωνώ, γενικά, για τους De Spell. Τα δύο πρώτα είναι βαρετά... αλλά το τρίτο το ακούω ευχάριστα. Δεν είπα ότι είναι αριστούργημα, ούτε το συγκρίνω σώνει και καλά με δίσκους της αλλοδαπής - ασχέτως αν είναι πολύ καλύτερους από διαφόρους και... πολύ χειρότερος από άλλους... Δεν ξέρω τι εννοείς όταν λες για υπερεκτιμημένη ελληνική παραγωγή. Όσο με αφορά έχω γράψει ολόκληρο βιβλίο γι' αυτά, κι έχω εκφράσει εκεί τις απόψεις μου. Ποσοστά (90%) και τέτοια δεν βάζω... ούτε αστέρια, ούτε αξιολογώ με νούμερα. Θα σου πω μόνο ένα, έτσι, επειδή γουστάρεις κουβέντα. Το "Σκόνη πέτρες λάσπη" του Πουλικάκου π.χ. είναι για μένα ένα από τα ωραιώτερα rock τραγούδια που εχω ακούσει (γενικά, όχι μόνο από Ελλάδα). Δεν μ' ενδιαφέρει να το συγκρίνω με κανένα άλλο, ούτε να το περιορίσω με ποσοστά, αστέρια κ.λπ. Στίχοι, ερμηνεία, μουσική, παίξιμο, όλα τέλεια. Μένω εκεί.
Όπως ξέρεις - επειδή γράφω στο Jαzz & Tzaz - είναι η δουλειά μου να λέω τη γνώμη μου για διάφορα πράγματα. Και όχι μόνο για τους De Spell, αλλά και για τον Μαργαρίτη ή τον Τερλέγκα ακόμα-ακόμα...
Αν με ρωτάς τώρα, αν αγόραζα ποτέ το "ΟΚ Πατέρα" θα σου απαντούσα "όχι". Μαργαρίτη όμως θα αγόραζα...
Το "Μεταφοραί εκδρομαί..." είναι μέσα στους 10 καλύτερους και με διεθνή εμβέλεια εγχώριους rock δίσκους. Από τους ελάχιστους που έχουμε να "καμαρώνουμε".
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ για τις απαντήσεις. Το βιβλίο σου δεν το έχω διαβάσει (φαντάζομαι ότι θα είναι αξιόλογο όπως και το τρέχον blog), ούτε το Jazz & Jazz παίρνω. Ήμουν στα 90ies λίγο απομονωμένος από τα εγχώρια μουσικά δρώμενα, λόγω προσωπικών και χωροταξικών επιλογών.