Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010
FONAL II
Οι Risto είναι από τα πλέον θορυβώδη συγκροτήματα της Fonal – αν κρίνω, βεβαίως, από το πώς παρουσιάζονται στο “Live!” [FR-58, 2008], το δεύτερο πλήρες άλμπουμ τους. Τετράδα κατά βάση (Risto Yliharsila τραγούδι, Tuomas Eriksson κιθάρες, Minna Kortepuro μπάσο, Ville Leinonen ντραμς), αλλά και με βοήθειες (δεύτερα ντραμς, ακορντεόν), οι Φινλανδοί εμφανίζουν ένα διαυγέστατον ήχο – προφανώς το live αποτυπώθηκε με στουντιακή επιμέλεια – καταφέρνοντας να προτείνουν μιαν... έντεχνη τραχύτητα με τρόπο λειτουργικό. Βαριές μπασογραμμές, κιθάρες σκληρές, με εφέ ή χωρίς, «πάνκικες» ταχύτητες, φωνητικά (στη φινλανδική) που βγαίνουν πάνω από τα όργανα, ένα κλίμα «βελβετικό» γενικώς, που δεν ξεχνά στη διαδρομή και κάποια περισσότερο ήπια jazzy-bluesy χρώματα, ιδίως στα κιθαριστικά μέρη (“Hiirimuori ja Buddhan paa”)· σκεφθείτε πως δεν... περιφρονούνται ούτε οι μπαλάντες (“Pikkuoravat”). Φαντάζομαι πως hard driving τραγούδια, με κιθαριστικό παιγνίδι τερατόνων, όπως π.χ. το “Unessa mies, valveilla nainen” ή το “Rakkaani, mennaan Aasiaan” θα κάνουν τους Φινλανδούς... αλοιφή – αν και μάλλον χαλαρούς τους άκουω, κρίνοντας από τα επιφωνήματα... Εντυπωσιακό το bonus “Discopallo”, που θα μπορούσε να είναι ένα ξεχασμένο κομμάτι των Vavoura Band, μπολιασμένο με την απαραίτητη «ψυχρότητα». Συν μια νοβοκαΐνη «30ετίας»... Και η απορία δεν μπορεί παρά να αναδύεται αμέσως. Πώς άραγε να ηχούν οι Risto σε μια στούντιο ηχογράφηση; Νομίζω πως το καινούριο τους άλμπουμ “Sahkohairioon” [FR-63, 2009] δίδει τις πρώτες απαντήσεις. Κατ’ αρχάς να πούμε πως οι Φινλανδοί, γενικώς, τρέφουν παλαιόθεν ατελείωτη αγάπη για την punk και post-punk βρετανική σκηνή (περισσότερο από κάθε άλλο Σκανδιναυό). Τούτο δε μεταφράστηκε – και μεταφράζεται – σε δεκάδες δικά τους γκρουπ, από τα 80s και τα 90s, τα οποία διέπρεψαν είτε προς art-punk, είτε προς πιο hardcore κατευθύνσεις. Έτσι, είναι θεμιτό να υποστηρίξει κάποιος, ακούγοντας το “Sahkohairioon”, πως από τη μια μεριά o βρετανικός παράγων – A Certain Ratio, The Pop Group, Gang of Four, Human League, Deep Freeze Mice, για να μη μιλήσω για τους Beatles (ναι) – και, οπωσδήποτε, τα τοπικά γκρουπ όπως οι Suonihiuksisto, Matosalaatti, Banjo Band “Bullet” και Deep Turtle έχουν επιδράσει με αποφασιστικό τρόπο στο «μέταλλο» των Risto, το οποίο, εδώ, ξεκαθαρίζει απολύτως. Με ανανεωμένη line-up – Minna Kortepuro μπάσο, Tuomas Eriksson κιθάρες, Alina Toivanen ντραμς, Risto Yliharsila τραγούδι, Laura Laurila βιολί, Mirja Mattinen τσέλο – οι βόρειοι μουσικοί, μέσα σε 33 μόλις λεπτά, απλώνουν δέκα δικές τους συνθέσεις, «στοιχειώδεις» όσον αφορά στα ρυθμικά, μελωδικά και αρμονικά τους συστατικά, μετερχόμενοι «παλαιολιθικά» εφέ, οικοδομώντας, εναλλάξ, art και core περιβάλλοντα. Θα έλεγα δε ότι καθώς εξελίσσεται το άλμπουμ, πλησιάζοντας προς το τέλος του, το ενδιαφέρον ανεβαίνει· με τα τρία έσχατα κομμάτια (“Ihmeauto KITT”, “Hiljaa, hiljaa”, “Putoan kaivossa”) ν’ αποτελούν, ίσως, την πρόταση των Risto για ένα σύγχρονο, lo-fi πάντα, φινλανδικό τραγούδι, με μαγιά τη folk πρωτογενή ύλη. Αφήνω εδώ τη Fonal, στο μακάριο εκλεκτισμό της, γράφοντας τις εντυπώσεις μου για το (δεύτερο) άλμπουμ των Shogun Kunitoki “Vinonaamakasio” [FR-62, 2008]. Τρία χρόνια μετά το “Tasankokaiku”, που χαιρετίστηκε ως η νέα avant-electro-psych σκανδιναυική πρόταση με μέλλον, το κουαρτέτο από το Ελσίνκι επανέρχεται μ’ ένα ακόμη κολοσσιαίο έργο, από ’κείνα που πρόκειται να γράψουν, άμεσα, την ιστορία των προσφάτων λυσεργικών ριγών. Είναι δύσκολο να περιγράψεις και να γράψεις για ένα άλμπουμ τόσο πυκνό, τόσο ερμητικό, με τόσες και τέτοιες συμπαγείς προεκτάσεις, ικανές ν’ ανακεφαλαιώσουν όχι μόνον επιμέρους «αναφορές», μα μουσικά κινήματα. Ο πρώιμος μινιμαλισμός του Riley και του Glass, το mystic krautrock των Brainticket, σ’ εκείνο το άπιαστο αλλά μάλλον υποτιμημένο “Celestial Ocean” του ’73, το ψυχοτρόπο folk των διπλανών τους Σουηδών Algarnas Tradgard, το πνευματικό drop-out των Ιαπώνων Brast Burn, και βεβαίως η εξώκοσμη «αρχαία ηχώ» του συμπατριώτη τους Jorma K. Saarikangas (1974), είναι πέντε, μόλις, βαθύτατα tips από το παρελθόν ικανά να προσδιορίσουν-προσεγγίσουν απολύτως το κεφάλαιο Shogun Kunitoki. Το “Vinonaamakasio”, που διαρκεί μόλις 35 λεπτά, είναι το ύπατο ψυχεδελικό trance των τελευταίων χρόνων, πλημμυρισμένο απο proto-electro ήχους, δηλητηριώδη πλήκτρα (φιλικόρντα, αναλογικά σύνθια), θερεμίνες, παραποιημένα τοξωτά (σιτάρ, ταμπουράς) κι ένα τελετουργικό ρυθμικό τμήμα ικανό από μόνο του να σε οδηγήσει στην επόμενη μετάπτωση. Μεγάλο άλμπουμ. Ορρωδώ μπροστά στο άγνωστο...
SHOGUN KUNITΟKI, ίσως το αξιολογότερο group της Fonal μετά τους αριστουργηματικούς KEMIALLISET YSTÄVÄT.
ΑπάντησηΔιαγραφήCosmic music for the mind and body!
Διαφονώ όμως ότι το "Celestial Ocean" είναι υποτιμημένο. Θυμάμαι με τη παρέα μου, στις αρχές της 10ετιας του 80 που όλοι ομόφωνα το θεωρούσαμε το καλύτερο από τα πρώτα τρία (γιατί τα κατοπινά καθώς και τα solos του Joel είναι τελείως διαφορετική ιστορία).
Όταν λέω υποτιμημένο, εννοώ γενικώς. Άλλο η παρέα σου ή η δική μου παρέα. Σε όλα τα βιβλία και τα περιοδικά, ακόμη και στη λίστα του βρετανικού Audion με τα "1000 καλύτερα" ακόμα και στη NWW list εκείνο που προβάλλεται, μονίμως, είναι το "Cottonwoodhill". Πολύ καλό, δε λέω, αλλά το "Celestial" υπερέχει... Δισκάρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι μόνο θέμα παρέας. Το γερμανικό "Pop", που πριν ασχοληθεί με τα bubblegum glam στυλ Hello ή τους Scorpions και όταν στα 70ies κάλυπτε εκτενώς kraut rock, είχε γράψει διθυραμβική κριτική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη NWW λίστα δεν αναγράφονται δίσκοι, αλλά μόνο συγκροτήματα. Οι αναφορές σε συγκεκριμένα albums είναι κατασκεύασμα του Alan Freeman στο Audion Guide to N.W.W. και δεν εκφράζουν τις διαθέσεις του Stapleton, παρά μόνο ότι ο εκ Leister ορμώμενος θεώρησε ως album του συγκεκριμένου καλιτέχνη που θα έπρεπε να είχε επιρρεάσει τους N.W.W.
Τώρα, το "Crack in the Cosmic Egg", το αναφέρει ως δίσκο αναφοράς για τη space rock σκηνή των 80ies. Έχεις όμως δίκιο που ο Freeman προτιμά το πρώτο. (αναφέρεται σε αυτό ως revolutionaty ενώ στο "Celestial Ocean" ως "still innovative". Προσωπική μου εντύπωση είναι ότι ο πρώτος εκθειάζεται περισσότερο για τον πιο "μοδάτο" groovy μαστουρο-ήχο εν αντιθέσει με το πιο σοφιστικέ ethnic "Celestial".
Γεγονός είναι ότι τα πρώτα τρία τους είναι δίσκοι αναφοράς! Συναισθηματική/προσωπική μου προτίμηση είναι (έστω και αν σου φαίνεται περίεργο) το "Psychonaut". Ίσως γιατί είναι το πρώτο που άκουσα από αυτούς στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου και το είχα λειώσει στις ακροάσεις...
To ξέρω ότι η NWW list έχει μόνο ονόματα και όχι τίτλους. Απλά οι Freemans, από τις υποσημειώσεις που υπάρχουν στα άλμπουμ που προτείνουν, φαίνεται να γνωρίζουν τα γούστα του Stapleton, προτείνοντας "κοντινά" άλμπουμ. Εξάλλου όπου διαφωνούν το λένε - αφήνουν κάτι σπόντες ότι ο Stapleton δεν το έχει ακούσει και τέτοια. Anyway. Σημασία έχει πως το "celestial" είναι το πιο επισκιασμένο άλμπουμ τους. Ακόμα και σε μια συνέντευξη του Ka-Spel που θυμάμαι παλιά στον ΗΧΟ, μιλάει για το "Cottonwoodhill" ως έναν από τους αγριότερους ψυχεδελικούς δίσκους που έγιναν ποτέ. Για το "Celestial" ούτε κουβέντα. Anyway... Εξάλλου λέω και τούτο. Οι NWW έχουν δείξει την αγάπη τους στο "Cottonwoodhill" στο δικό τους "Brained by falling masonry". Έχω να το ακούσω χρόνια το κομμάτι, αλλά ακόμη θυμάμαι τα samples και τις λούπες από το "Cottonwoodhill". Εξακολουθείς να αμφιβάλεις ότι το "Cottonwoodhill" είναι, τελικά, το αγαπημένο άλμπουμ του Stapleton, κι εκείνο που θα πρότεινε αν έβαζε τίτλους στη λίστα του?
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα τα LP τους μου αρέσουν, Προτιμώ το τρίτο για κάποιους λόγους. Ίσως κάποτε να τους αναπτύξω.
πολυ "πλουσιος" δισκος το "celestial ocean".το τελευταιο κομματι μου θυμισε μεχρι κ keith jarrett
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που σ' άρεσε.
ΑπάντησηΔιαγραφή