Η παραδοσιακή εχθρότητα των Βρετανών προς τους Γάλλους και γαλλόφωνους εν γένει (και τούμπαλιν), που δεν συντηρεί απλώς ορισμένα ωραία ανέκδοτα μέσα στα χρόνια, κάμφθηκε αρκετές φορές στην ιστορία. Στο χώρο του τραγουδιού τούτο δεν παρατηρήθηκε συχνά. Όταν όμως συνέβει, όπως στην περίπτωση του Βέλγου Jacques Brel (1929-1978), συνέβει για τα καλά. Δεν ήταν απλώς οι διασκευές τραγουδιών του «Γάλλου» από τους Marc Almond, Dusty Springfield, David Bowie, Momus, Alex Harvey (κορυφαίο μέσα στην υπερβολή του το “Next”, το αντι-μιλιταριστικό “Au suivant” δηλαδή) και δεν ξέρω ποιους ακόμη, ήταν κυρίως η αναγνώριση στο πρόσωπο τού Brel μιας «τομής», ενός «κεφαλαίου» που ξεπερνούσε τα στενά pop πλαίσια. Ήταν ο «τρόπος» του; Ο τρόπος δηλαδή που στεκόταν μπροστά στο μικρόφωνο, που άρθρωνε τις δικές του λέξεις; O τρόπος που τις εκτόξευε live στη σκηνή, ωσάν ένα έμμετρο θέατρο; Οι γκριμάτσες του, τα δόντια του, τα φωνητικά του εφέ, που δραματοποιούσαν έτι περισσότερο τις ενορχηστρώσεις τού Francois Rauber; Υπήρξε συγκλονιστικός. Ανεπανάληπτος. Ακόμη και τα «δυσκίνητα», αλλά πολύτιμα βίντεο του YouTube είναι ικανά να σ’ αφήσουν με ανοιχτό το στόμα... Η βρετανική Poppydisc/After Hours πράττει λοιπόν το πρέπον, δίδοντας σε απλό CD και υπό τον τίτλο “In the 50s: The Birth of Genius”, τα πρώτα δύο 10ιντσα LP του Jacques Brel, τοποθετώντας σε βάση «σωστή» την προσφορά της. Το “Et Ses Chansons” [Philips, 1954] με 9 τραγούδια, διάρκειας 17:37 και το “Quand On N’a Que L’Amour” [Philips, 1957] με 10 τραγούδια, διάρκειας 25:55.
Το πρώτο άλμπουμ είναι... πρώτο. Ο 25χρονος Jacques Brel, με λεπτό μουστάκι στο εξώφυλλο, δίνει περισσότερο την αίσθηση ενός συγκρατημένου τραγουδοποιού, παρά ενός συνολικού performer. Παρά ταύτα, ακόμη κι έτσι, η ορχήστρα μοιάζει να τον ακολουθεί. Σπουδαία τραγούδια υπάρχουν κι εδώ όπως το “Le diable Ca va”, το αρχικό “La haine”, το έσχατο “Sur la place” (ιδίως αυτό – ο ίδιος παίζει κιθάρα;), όμως υπάρχουν και tracks (“Il peut pleuvoir”, “Le fou du roi”), τα οποία απλοποιεί περισσότερο απ’ όσο πρέπει η ενορχήστρωση. Στο δεύτερο “Quand On N’a Que L’Amour” η κατάσταση αρχίζει ν’ αποκτά σιγά-σιγά τις κλασικές «Brel-ικές» ποιότητες. Δεν είναι μόνον οι ενορχηστρώσεις των κορυφαίων Andre Popp και Michel Legrand, είναι τα τραγούδια βασικά που κάνουν τη διαφορά. Ανάμεσά τους ένα από τα σύμβολα της τέχνης του Brel, το φερώνυμο κομμάτι που έχει γνωρίσει μέσα στα χρόνια δεκάδες εκτελέσεις· από την Dalida, την Νάνα Μούσχουρη και την Celine Dion, μέχρι την Shirley Bassey, την Olivia Newton-John και την Dionne Warwick. Να πω πως βρήκα κι άκουσα στο internet, μέσα σ’ ένα απόγευμα, περίπου 15 versions. Απ’ όσες είχαν αγγλικό στίχο (“If we only have love”) δεν διασώθηκε καμμία... Λογικό. Το δισκογραφικό ξεκίνημα του Serge Gainsbourg (1928-1991) να μην έχει την ηχητική... πληθωρικότητα των μετέπειτα εγγραφών του· τότε, όταν ο μοναδικός αυτός γάλλος αρτίστας ανακάτευε με θαυμαστή δεξιοτεχνία την καλύτερη pop, soul, funk, reggae, progressive, easy, afro και jazz music των ημερών του δημιουργώντας αξεπέραστα άλμπουμ. Να σας πω ένα; “Histoire de Melody Nelson”, η συνεργασία του με τον Jean-Claude Vannier, στην Philips, το ’71. Ok, θα συμφωνήσω. Παραφέρομαι. Ο Gainsbourg ήταν κάτι πολύ περισσότερο από έναν, δύο ή περισσότερους δίσκους, όμως, επί του προκειμένου, ένα CD είναι εκείνο που με απασχολεί· έχει τίτλο “Songs On Page One” [el, Cherry Red] και περιλαμβάνει, βασικά, δύο κεφάλαια. Το 1958, όταν κυκλοφόρησε το ντεμπούτο 10ιντσο τού Gainsbourg “Du Chant a la Une!...” στην Philips (περιείχε 9 tracks και διαρκούσε 23 λεπτά), η jazz ήταν η μουσική που απασχολούσε τους παρισινούς κύκλους, τουλάχιστον εκείνους της «αριστερής όχθης». Και η αλήθεια είναι πως ο Alain Goraguer κατόρθωσε να αποδώσει το νέο κλίμα, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες ενορχηστρωτικές λύσεις. Cool vibes, «χαμηλές» πνευστές γραμμές, off-beats, δίχως ν’ αποφεύγει – γιατί εξάλλου; – το valse, ή τις παραδοσιακές αξίες του γαλλικού άσματος. Στο track list το “Ce mortel ennui” και το “Du jazz dans le ravin” που ανασκαλεύουν τις καινούριες εκπλήξεις, το αφηγηματικό “L’alcool”, το “Le poinconneur des Lilas”, το blues “Ronsard 58”... Ήταν η αρχή.
Το ενδιαφέρον του Gainsbourg για το τραγούδι της «αριστερής όχθης», αλλά κι ένας τρόπος να επιβιώσει καλλιτεχνικώς, μια και ακόμη δεν φαίνεται να είχε πειστεί για την αποδοχή του από τους Γάλλους, ήταν εκείνα που τον ώθησαν να γράψει 6 άσματα για την Michele Arnaud, περί το 1958 (δεν είμαι σίγουρος πώς πρωτοεκδόθηκαν, μάλλον σε 45άρια από την Ducretet Thomson, αν και όλα ανθολογούνται στο μεταγενέστερο LP τής Arnaud “Chansons Douces, Chansons Piquantes”). Και αυτά λοιπόν στη συλλογή της el. Ήτοι, ιστορικό υλικό του ’58 το οποίον επανέρχεται λόγω 50ετίας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου