Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010
Ολίγα DVD…
Παρ’ ότι, κανονικά, το DVD θα έπρεπε να το λάβω ως bonus – του διπλού set CD/DVD “The Midnight Ramble Sessions, Volume Two” [Levon Helm Studios Inc.] – κάνω την... παρασπονδία να θεωρήσω αυτό ως το κύριο υλικό, και το CD ως πρόσθετο, για έναν και μόνο λόγο. Ο Levon Helm (ο ντράμερ των Band) εμφανίζεται σ’ αυτό, αλλά μαζί του και οι Johnnie Johnson, Dr. John, Amy Helm, Little Sammy Davis, Jimmy Vivino, Larry Cambell, Glen Patscha όπως και κάποιοι ακόμη, παλαιοί και νέοι γνώριμοι της αμερικανικής roots music ή, εν πάση περιπτώσει, της αμερικανικής... americana, πράγμα το οποίον σημαίνει πως υφίσταται λόγος να δεις και να ξαναδείς, τους διαχρονικούς, βασικά, «ήρωες» – πώς χαίρονται τα γεράματά τους – αλλά κι ένα-δυο φυντάνια. Αντιλαμβάνεσαι, έτσι, τι σημαίνει να... μαζεύεσαι εν έτει 2004 (και λίγο 2005) στην κωμόπολη Woodstock της Νέας Υόρκης, να οσμίζεσαι το χώμα και την πέτρα από το Overlook Mountain, αραδιάζοντας εμπρός σου διαθέσεις και τραγούδια. Τι τραγούδια; Ray Charles, Bob Dylan, Lowell Fulson, Ike Turner, Mac Rebbenack... καταλαβαίνετε τώρα. Το βάθος, εν ολίγοις, του λαϊκού τραγουδιού στην Αμέρικα, ερμηνευμένο από ανθρώπους που μπορεί να μην το γέννησαν, αλλά το αγάπησαν το ίδιο με τη ζωή τους. Δεν το ακούς. Το βλέπεις. Pete York. Βρετανός ντράμερ με τεράστια ιστορία. Μέλος κατά σειρά των Spencer Davis Group, Eric Clapton’s Powerhouse, Hardin and York, Olympic Rock & Blues Circus και ίσως κάποιων ακόμη, ο York ξεκινά το 1987 μια σειρά sessions με μουσικούς της γενιάς του (αλλά και νεοτέρους) τις οποίες ονόμασε “Super Drumming”. Στην πρώτη μάς συνέστησε τους Ian Paice, Louie Bellson, Cozy Powell, Gerry Brown και Simon Phillips. Στη δεύτερη, το 1988, τους Billy Cobham, Bill Bruford, Dave Mattacks, Zak Starkey, Nicko McBrain, Jon Lord και Eddie Hardin, ενώ στην τρίτη (1989) τους Jon Hiseman, Steve Ferrone, Mark Brzezicki, Trilok Gurtu και πάλι τον Ian Paice. Μέλη του συγκροτήματός του, σ’ εκείνες τις συναντήσεις ήταν μεταξύ άλλων και οι Miller Anderson, Colin Hodgkinson, Brian Auger και Barbara Thompson· όλοι με σαφή παρουσία στο χώρο του british rock. Από ’κείνες ακριβώς τις συναντήσεις έχουν κυκλοφορήσει έως σήμερα τουλάχιστον τρεις DVD-τόμοι, με τον τρίτον απ’ αυτούς, το “Super Drumming Vol.3” [inakustik] να διαρκεί 240 λεπτά (4 ώρες!). Δεν το είδα όλο. Το ξεκαθαρίζω. Το είδα τόπους-τόπους· και μπόρεσα, νομίζω, ν’ αντιληφθώ το ωραίο, ελεύθερο παίξιμο των μουσικών – χίλιες φορές ανώτερο από τα άλμπουμ, που έγραφαν οι περισσότεροί τους την ίδιαν εποχή – τα όμορφα, λιτά soli, την παρεΐστικη ατμόσφαιρα. Blues, rock και jazz, όλα σε groovy κατευθύνσεις και με την απαραίτητη ζωντανή σπιρτάδα. Να πω και κάτι ακόμη; Μου άρεσαν, με τη σειρά, πρώτα οι οργανίστες, κατόπιν οι ντράμερ, έπειτα οι τραγουδιστές, περαιτέρω οι μπασίστες και μετά οι κιθαρίστες...Το Burg Herzberg Festival είναι ένα «χίπικο» event που διοργανώνεται κάθε χρόνο, καλοκαιριάτικα, σε κάποια γερμανική κοιλάδα. Από μουσικής πλευράς – μια και αναδύεται κι ένα κοινωνιολογικής φύσεως ζητούμενο, που αφορά στον κόσμο που συρρέει και χαίρεται – το φεστιβάλ αναδεικνύεται σε... άντρο, ό,τι πιο δεινοσαυρικού έχει να επιδείξει η σύγχρονη rock πραγματικότητα (με παμπάλαιους, παλαιότερους και πιο καινούριους μάστορες). Έτσι λοιπόν και στο παρόν “Traditional Hippie Convention 2005/Burg Herzberg Frstival” [Rockpalast] μπορεί κανείς να δει σε ακαταπόνητες sessions συγκροτήματα όπως οι Ten Years After, οι Jane, οι Big Brother & The Holding Compnay, οι Ozric Tentacles, οι IQ, οι Manfred Mann’s Earth Band – όλοι ζούσαν και μακροημέρευαν το 2005, και πιθανώς ακόμη –, ονόματα δηλαδή που έχουν καταστεί «μυθικά» και που βασικά, εξακολουθεί να παίζουν καλά, ανταποκρινόμενα στον ιστορικό τους ρόλο. Αν και οι line-up δεν έχουν και πολύ μεγάλη σχέση μ’ εκείνες που έγραψαν την ιστορία του rock – έχουν υπάρξει και οι φυσικές, ή άλλου είδους, απώλειες – εντούτοις το πράγμα ρέει, και, κυρίως, όπως έχω την ευκαιρία να παρακολουθήσω στο ωραία βιντεοσκοπημένο DVD, αποδίδει... ψυχοσωματικώς. Στους παρευρισκομένους αναφερόμαι πρώτα-πρώτα. Μένω όμως στο Burg Herzberg…Οι Space Debris, ένα power trio (κιθάρες, hammond, ντραμς) - ως trio τους βλέπω εδώ - έλκουν την ηχητική καταγωγή τους από τους Amon Düül II (εποχής “Wolf City”), τους Atlantis, τους Jane, τους Deep Purple, τους Hawkwind κι άλλα ανάλογα σχήματα των early 70s, παρουσιάζοντας ένα ατελείωτο hard space-rock, με τα πλήκτρα και την κιθάρα να μονολογούν, να... παραμιλούν και να συνομιλούν αενάως. Από μόνες τους εξάλλου οι διάρκειες των κομματιών δείχνουν περί τίνος πρόκειται (16:15, 17:19, 22:05 – όχι, δεν τους παίρνει ο ύπνος...). Το live “Into the Sun” [inakustik] είναι μαγνητοσκοπημένο – και αυτό – στο Burg Herzberg Festival, κάπου στο κρατίδιο της Έσσης, το καλοκαίρι (υποθέτω) του 2006. Μία open-air, hippie διοργάνωση, στρωμένη σ’ ένα καταπράσινο περιβάλλον, όπως προανέφερα, στο οποίο κατασκηνώνουν «άπλυτοι» γερμανοί παλιοροκάδες, συν γυναιξί και τέκνοις, πίνοντας μεταλλικά νερά και πορτοκαλάδες (άνευ ανθρακικού). Δεν τo λέω ειρωνικώς, το βλέπω. Ο κινηματογραφιστής, σωστά σκεπτόμενος, από το να δείχνει επί 22 συνεχή λεπτά το γκρουπ, αποφάσισε, για τα πρώτα 17, να έχει την κάμερά του στραμμένη προς τον κόσμο, επισκεπτόμενος το χώρο. Παρά ταύτα, τη CD έκδοση (επειδή υπάρχει και τέτοια) τη βρήκα αμεσότερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου