Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

ESP-DISK all time classics…

“Classic”, για τα μέτρα της ESP-Disk, σημαίνει π.χ. ο πρώτος δίσκος του Paul Bley Quintet στο label. Μάλιστα το Barrage [ESP 1008, επανέκδοση το 2008], ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του ’64, ίσως είναι το παρθενικό, σκιώδες έστω, άλμπουμ της Carla Bley, μια και ο Paul Bley επιλέγει να παρουσιάσει, σ’ αυτό, αποκλειστικώς δικές της συνθέσεις. Με καίρια μπάντα συνοδείας (Eddie Gomez μπάσο, Milford Graves κρουστά, Dewey Johnson τρομπέτα, Marshall Allen άλτο – της Arkestra βεβαίως), ο Paul Bley χτίζει ένα μοναδικό αντιστικτικό περιβάλλον, στο οποίο συγκρούονται οι cool αναφορές του –μοντερνιστής μεν, αλλά περισσότερο κοντά στον Bill Evans, παρά στον Cecil Taylor– με το γεμάτο πάθος και θέρμη παίξιμο των υπολοίπων. Οι συνθέσεις της Bley, προσφέρουν όλα τα απαραίτητα, προκειμένου οι σολίστες (με πρώτο τον Allen) ν’ αυτοσχεδιάσουν και πάνω στα μελωδικά μοτίβο (“And now the queen”), αλλά και να συνυπάρξουν στα καταιγιστικά πλαίσια ενός “Around again”· μία από τις κορυφαίες, πρώιμες συνθέσεις της. Λελογισμένα δυνατή εγγραφή.Το τρίο του πιανίστα Lowell Davidson –δηλαδή ο ίδιος ο Lowell Davidson–, ήταν από ’κείνα τα... once in a lifetime. Από τις πιο αινιγματικές φιγούρες της περιόδου, ο βοστονέζος μουσικός προτάθηκε στην ESP από τον Ornette Coleman (παράξενο – δεν ήταν του στυλ του), ο οποίος εξετίμησε το παίξιμό του πηγαίνοντάς τον «σούμπιτο» στον Bernard Stollman (το αφεντικό της εταιρίας).
Τον Ιούλιο του ’65 ο Davidson θα μπει για πρώτη φορά (μάλλον) σε στούντιο και «με τη μία» θα γράψει το “Trio” [ESP 1012, επανέκδοση το 2008], συμπαίζοντας με τον Gary Peacock μπάσο και τον Milford Graves κρουστά.
Βιοχημικός ή χημικός ή κάτι παραπλήσιο τέλος πάντων, αυτός ο μάλλον παράξενος άνθρωπος, προσπάθησε να ενσωματώσει στο πιάνισμά του στοιχεία της χρωματικής θεωρίας. Τούτο, τον έκανε να μοιάζει ακόμη περισσότερο με τον Paul Bley π.χ., αν και ακούγοντας κανείς κομμάτια όπως το “Stately 1” (στo ξεκίνημά του τουλάχιστον) αντιλαμβάνεται την «απέχθεια» του Davidson για την cool προσέγγιση και, παραλλήλως, το δόσιμό του σ’ έναν ιδιότυπο, ευρωπαϊκής αίσθησης, ρομαντισμό. Απλές μελωδικές φράσεις, σύντομα θέματα μεγάλης εκφραστικής δύναμης, που στέκονται αυτόνομα μέσα στη συνολικότερη σύνθεση, ένας... Jarrett πριν τον Jarrett, που έπαυσε επίσημα να ηχογραφεί (δεν είμαι σίγουρος αν έκανε και τι έκανε ακριβώς, μετά), που είχε κάποιο σοβαρό ατύχημα στο εργαστήριό του και που πέθανε ξεχασμένος κοντά στα 50 του, κάποτε στα late eighties (το 1990). Το “Trio” του είναι ένα πέρα για πέρα αξιόλογο άλμπουμ. Σπουδαίο, από πάσης πλευράς.Ο reedman Giuseppi Logan –χειριζόταν άλτο, τενόρο, μπάσο κλαρίνο, φλάουτο, άλλα «εξωτικά» πνευστά– είναι μία από τις πιο αινιγματικές free προσωπικότητες της εποχής.
Συνεργάτης των Archie Shepp, Pharoah Sanders και Bill Dixon, σχημάτισε εκεί γύρω στο ’64 το δικό του κουαρτέτο αποτελούμενο από τους Don Pullen πιάνο, Eddie Gomez μπάσο και Milford Graves κρουστά. Με αυτήν ακριβώς την line-up θα ηχογραφήσει τον Οκτώβριο του ’64, στη Νέα Υόρκη, το πρώτο του άλμπουμ [ESP 1007] –θ’ ακολουθήσει λίγο αργότερα το “More”, ενώ τον Απρίλιο του ’66 θα συμμετάσχει και στο “College Tour” της Patty Waters, πάντα για την ESP–, στο οποίο εμφανίζει όλα εκείνα τα ιδιώματα της σύγχρονης μαύρης μουσικής που έδειχνε, τότε, να τον ενδιαφέρουν.
Τις (πρώιμες) world αναφορές, κυρίως την ινδική ρυθμοδυναμική, την επαναληπτικότητα υπό μορφή «κύκλων», το ψάξιμο του ήχου των οργάνων... Στο άλτο π.χ., το βασικό του πνευστό, κατόρθωνε να παράγει πάνω από τέσσερις οκτάβες, κρατώντας το κεφάλι του πολύ πίσω καθώς φυσούσε, γεμίζοντας τα πνευμόνια του και το όργανο με αέρα, που μπορούσε να τον κάνει ό,τι ήθελε. Δυστυχώς για εκείνον ο δύστροπος, οξύθυμος χαρακτήρας του, αλλά και η ροπή του προς τα ναρκωτικά, τον έθεσαν από πολύ νωρίς εκτός μάχης. Και εδώ είναι το θαύμα. Σχεδόν 40 χρόνια μετά, το 2008, τον Giuseppi Logan θα τον ανακαλύψει μία χριστιανική ιεραποστολική ομάδα στη Νέα Υόρκη. Αποτέλεσμα; Να ξαναμπεί στο στούντιο πέρυσι τέτοιαν εποχή, ηχογραφώντας τον πρώτο του δίσκο μετά από 44 χρόνια! (Πρόκειται για το “Giuseppi Logan Quintet” στην νεοϋορκέζικη Tompkins Square).
Ένα άλλο, όμως, θαύμα θα έλεγα πως είναι τούτες εδώ οι εγγραφές του από το ’64, τις οποίες ο Stollman ξανα-παρουσίασε σε απλό digipak CD πριν από δύο χρόνια.
Στο “Tabla suite”, ακολουθώντας τον «κολτρεϊνικό» δρόμο, ο Logan εμφανίζει ένα ωραιότατο δείγμα «ελεύθερης» indo-jazz, με τον Pullen να επιδίδεται σε (πιανιστικά) clusters και παίξιμο «από μέσα» και τον Graves να αυτοσχεδιάζει, με σαμανική ενάργεια, στις tabla. Στο “Dance of satan” το blues είναι η βάση, για ένα κομμάτι που δεν κρύβει τη ρυθμική οργή του, ενώ στο “Dialogue” η επιρροή(;) του Albert Ayler –λογικώς, ο Logan θα τον είχε να δει κάπου να παίζει ή μήπως όχι;– είναι φανερή· και όχι μόνο στο σαξοφωνικό ηχόχρωμα. Στα δύο μεγάλα θέματα της... δεύτερης πλευράς, το “Taneous” και το “Bleecker partita”, o Giuseppi Logan δείχνει απλώς κάτι που, ίσως, όλοι φαντάζονταν (ή φαντάζονται). Πως θα μπορούσε να τοποθετηθεί –από τους μουσικόφιλους, την κριτική κ.λπ.– πολύ ψηλά· στο πρώτο επίπεδο των «κολτρεϊνικών». Δίπλα στον Shepp και τον Sanders.

5 σχόλια:

  1. Ευχαριστούμε που φωτίσατε την περίπτωση του Lowell Davidson. Λίγο καταφέραμε ν' ακούσουμε (δεν το έχουμε ακόμη το δισκάκι στα χέρια μας), και είδαμε το φως το αληθινό!

    Καλό μεσημέρι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μια και αναφερόμαστε στην ESP. Να ενημερώσω για τον θάνατο του εξαίρετου Noah Howard, την 3η Σεπτέμβρη στα 67 του έτη. Με την ESP, είχε κυκλοφορήσει τα εξαίρετα "Noah Howard Quartet" και "Noah Howard At Judson Hall", στα μέσα της 10ετιας του 60, αν και οι περισσότεροι θα τον θυμούνται για το εκπληκτικά "Black Ark", "Space Dimension" και "Patterns - Message to South Africa" με τους Han Bennink, Steve Boston, Earl Freeman, Misha Mengelberg, Jaap Schoonhoven, Johnny Dyani, Kali Fasteau, Chris McGregor και Noel McGee). Στο δε τελευταίο, η πρώτη πλευρά ("Patterns") είναι ένας spacey, έκρηκτικός αυτοσχεδιασμός, ενώ η δεύτερη ("Message to South Africa") απλώς αριστουργηματική. Ηχογραφημένη στο Παρίσι ακριβώς μετά τη δολοφονία του Biko, με τους Johnny Dyani, Chris McGregor και τον Kali Fasteau στα φωνητικά, αναμειγνύει αφρικανικές μελωδίες, ψαλμωδίες και free jazz αυτοσχεδιασμούς σε ένα υβρίδιο που δεν έχει χάσει τίποτα από την συναισθηματική δύναμη και την ιστορική επικαιρότητα του γεγονότος στο οποίο αναφέρεται. Πράγματι, διαχρονικό album.

    Μεγάλες του επιρροές οι John Coltrane[ & Albert Ayler, στον πρώτο δε αφιερώνει και ολόκληρη πλευρά του album "At Judson Hall". Φώντα, μήπως ένα mini-αφιερωματάκι στο εγγύς μέλον;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ουπς... την Kali Fasteau ήθελα να γράψω. Κεκτημένη ταχύτης.

    --
    spacefrerak

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πάει και ο Noah Howard; Προσφάτως άκουγα ένα από τα τελευταία του άλμπουμ, το “Desert Harmony”, ηχογραφημένο και στο Αμμάν της Ιορδανίας. Eastern/ oriental fusion, που είχε ενδιαφέρον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πολύ δυσάρεστη εἰδηση spacefreak.Σπουδαίος αλτίστας.Δεν έχω τις ηχογραφήσεις του για την ESP,αλλά το Black Ark είναι πραγματικά τεράστιο album!RIP
    Θοδωρής

    ΑπάντησηΔιαγραφή