Η ελληνική σκηνή (rock, indie, electro, avant… πείτε την όπως θέλετε) είναι και… πανταχού και βεβαίως παρούσα. Μερικές πρόσφατες κυκλοφορίες αποδεικνύουν όχι μόνο το υψηλό δυναμικό, αλλά και την ποικιλία των χρωμάτων της.
Ξεκινώ από την πατρινή Inner Ear. Πρώτο άλμπουμ το “Man In the Lighthouse” [INN 020, 2010] των Burgundy Grapes. Το συγκρότημα δεν είναι πρωτοφανέρωτο. Έχει κυκλοφορήσει ένα αρχικό CD πίσω στο 2005, κι ένα EP πέρυσι. Μάλιστα, γι’ αυτό, το “Lagero” [Triple Bath], είχα γράψει πριν από ένα χρόνο περίπου (δες κι εδώ... http://is.gd/ixBgC): «Η βάση των Burgundy Grapes είναι η folk, είτε στη μεσογειακή φωτεινή εκδοχή της, είτε στη σκοτεινή αγγλοσαξωνική, είτε στην ‘ερημική’ αμερικανική, με τις κιθάρες, και τους κατά περίπτωση συνδυασμούς τους, να κυριαρχούν. Οι μουσικές των Burgundy Grapes δεν είναι από ’κείνες που θ’ αποκαλούσαμε ‘εξωστρεφείς’. Μοιάζει ν’ αποσκοπούν (τρόπος του λέγειν), περισσότερο προς μία φόρτιση συναισθηματική, που βιώνεται κατά μόνας, παρά προς τη δημιουργία ατμόσφαιρας, η οποία δύναται να ‘εξυπηρετεί’ την επικοινωνία και την επαφή». Όχι μόνο σε γενικές γραμμές, αλλά και σε ειδικές το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και στο “Man In the Lighthouse”. Οι δύο Burgundy Grapes, ο Γιώργος Κολυβάς κιθάρες, ο Αλέξανδρος Μιαούλης επίσης κιθάρες, αλλά και μαντολίνο, μεταλλόφωνο, μπάσο κ.ά., όπως και οι μουσικοί που τους συνοδεύουν (Κατσάνος, Σιώτας, Βελιώτης, Γ. Δημητριάδης, Π. Βαρθακούρης, Γρίβας…) δημιουργούν ένα 58λεπτο, ορχηστρικό έργο, ακουστικής, βασικά, διάθεσης (δεν εννοώ πως δεν υπάρχει ηλεκτρική ενίσχυση, αλλά τους εν γένει «χαμηλούς τόνους). Το folk είναι οπωσδήποτε μιαν άκρη, αν και όχι τόσο στην τραγουδοποιητική του έκταση (το λέω, ακόμη κι αν απουσιάζουν οι στίχοι), όσο σ’ εκείνη της «φυσικής» κιθαριστικής αρχαιοπρέπειας ενός John Fahey φερ’ ειπείν (δεν λέω new-age, αφού με καλύπτει αισθητικώς κάτι που προηγείται). Βεβαίως, στη διαδρομή, υπεισέρχονται κι άλλα στοιχεία, αλλά το γενικό κλίμα δεν αλλάζει. «Ήσυχη», ρέουσα μουσική, άνευ αχρείαστων εξάρσεων (όχι, δεν απουσιάζουν εντελώς), και βεβαίως, με μερικές εξαιρετικές συνθέσεις ανάμεσα· από ’κείνες, που, σπανίως, συναντάμε στην ημεδαπή (έστω και ως «πείραμα»). Ξεχωρίζω την “Letters in a shoe-box”, με κάποιους υπαινιγμούς από “Oh well” (Peter Green) και Μίκη Θεοδωράκη («Όμορφη πόλη»), το “Time doesn’t seem to be healing it”, το “At sea, the biggest danger is land”… Ένα ελληνικό «νέο-αγγλικό» (εκ Νέας Αγγλίας εννοώ) άλμπουμ; Θα έλεγα «ναι». Ξεκινώντας από το εικαστικόν του πράγματος και πηγαίνοντας προς τα ενδότερα.Οι Tango with Lions, αν και κουαρτέτο στο άλμπουμ “Verba Time” [Inner Ear INN021, 2010] – Κατερίνα Παπαχρήστου φωνή, κιθάρες, πιάνο όργανο, κρουστά, Σταύρος Παργινός τσέλο μαντολίνο, Γιάννης Μανιάτης κιθάρες, φυσαρμόνικα, φωνητικά, Ντάνα Παπαχρήστου κλαρινέτο, φωνητικά – στην ουσία είναι το σχήμα μέσα από το οποίον... οριστικοποιούνται οι συνθέσεις, οι στίχοι και οι ερμηνείες της Παπαχρήστου. Κατά βάση, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σεμνά ηλεκτρικό folky CD, διάρκειας 36:07, στο οποίο ακούγονται 12 κομμάτια. Πρόκειται δηλαδή για ένα βινυλιακής στόχευσης άλμπουμ (με 6 tracks ανά πλευρά…), που μπορεί να παραπέμπει σε χίλια-δυο ακούσματα από το παρελθόν, βρετανικά ή αμερικανικά, αλλά που διατηρεί, ταυτοχρόνως, όχι κάποια ελληνικότητα (δεν υφίσταται κάτι τέτοιο – και μάλλον, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, δεν είναι και το ζητούμενο), όσο κυρίως εκείνη την πεποίθηση πως έχουμε να κάνουμε με σύγχρονα, ολοκληρωμένα άσματα. Αν κάτι έχω να προσθέσω είναι αυτό· και δεν αφορά αποκλειστικώς στους Tango with Lions (ή μπορεί και να τους αφορά κάπως). Διακρίνω στη νέα ελληνική folk ομήγυρη (αναφέρω τη λέξη “folk” με ό,τι αγγλοσαξονικώς συμπαρασύρει), αλλά και όχι μόνο σ’ αυτή, μιαν εμμονή με την τραγουδοποιία του Εγγλέζου Nick Drake (να είναι η εντύπωσή μου; – δεν θα τό’λεγα). Θεωρώ τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη υπερεκτιμημένο. Δε λέω πως δεν αξίζει. Λέω πως είναι υπερεκτιμημένος· αναλογιζόμενος το βάθος και το εύρος του british folk. Χρειαζόμαστε δηλαδή folky τραγούδια – ας μείνουμε για την ώρα εκεί – με μεγαλύτερη ρυθμική συνοχή, με «ξεκάθαρες» μελωδίες, με αρμονική επεξεργασία σοβαρή (αφήνω τη στιχουργική-ποιητική...). Έχουν τέτοια τραγούδια στο CD τους οι Tango with Lions; Έχουν. Το εισαγωγικό “House on fire”, ας πούμε. Έχουν κι άλλα (και δεν εννοώ μόνον το “Sad big blue eyes”), αν και, προσωπικώς, θα επιθυμούσα περισσότερα.
Όπως γράφει και το δελτίο Τύπου, από το οποίον αντλώ ολίγα βιογραφικά. «Berlin Brides είναι η Νατάσα Γιανναράκη στιχουργός και τραγουδίστρια και η Μαριλένα Ορφανού συνθέτρια και κιμπορντίστρια. Ξεκινώντας από μιαν ιδέα στο Βερολίνο, δημιουργήθηκαν στην Αθήνα το 2007, παρουσιαζόμενες στη μουσική σκηνή με τους καυστικούς τους στίχους και τις εύφλεκτες ζωντανές τους εμφανίσεις. Έχουν παίξει σε πολλές ελληνικές πόλεις και έχουν εμφανιστεί μαζί με τις CocoRosie, τους Kap Bambino, την Jessie Evans, αλλά και στο φεστιβάλ Ejekt με τους Subways, τους Klaxons, τον Jarvis Cocker και τους Royksopp». Οι Berlin Brides, που ήδη έχουν ολοκληρωμένη δουλειά, άφησαν πριν από μερικούς μήνες, ως προπομπό, ένα διάφανο 45άρι στην Inner Ear, με τα κομμάτια “Rejection junkie” και “Off the rack”. Στα κομμάτια αυτά, την παραγωγή των οποίων έχει κάνει ο Coti, συμμετέχουν κι άλλοι μουσικοί παίζοντας κιθάρες, μπάσο, ντραμς και κάνοντας φωνητικά. Πρόκειται για δύο κλασικά electro-punk tracks (ή καλύτερα synth-punk, ασχέτως αν στο πρώτο κομμάτι ακούγεται και κιθάρα, και ασχέτως των ψιλο-garage περασμάτων στο δεύτερο), στηριγμένα στα αυθάδη φωνητικά και το «στοιχειώδες» παίξιμο (ας το πούμε lo-fi) των κοριτσιών και των υπόλοιπων μουσικών, απολύτως χαρακτηριστικό μιας τάσης μουσικής που χαρακτήρισε μεγάλο κομμάτι της αγγλικής και αμερικανικής σκηνής (κατ’ αρχάς) ήδη από τα late seventies (για να μην πούμε από τα mid seventies και τις πρώτες απόπειρες των Suicide). Βεβαίως, ως ήχος, ο ήχος των Berlin Brides δεν είναι αναμάσημα του παρελθόντος (κι εδώ η συμβολή του Coti είναι καθοριστική), αφού τόσο οι αρκούντως... φουσκωμένες μπασογραμμές, όσο και η υπόλοιπη φωνητική και οργανική διαχείριση μας παραπέμπουν σε σύγχρονη ηχογράφηση και όχι, φερ’ ειπείν, στις… Vyllies.Έχω πολύ καλή γνώμη για τους Πατρινούς B-Sides. Την έχω γράψει δε (τη γνώμη) και παλαιότερα (http://is.gd/ixC58) με αφορμή τα δύο 45άρια που έχουν κυκλοφορήσει· το “Queen” το 2008 και το “Kill” πριν από λίγους μήνες. Την ίδιαν πολύ καλή γνώμη συνεχίζω να έχω και μετά την ακρόαση της πρώτης ολοκληρωμένης δουλειάς τους, του άλμπουμ “Story Without End” [B-Otherside BSR 006, 2010]. Οι B-Sides είναι ένα «κανονικό» γκρουπ. Αποτελούνται από πέντε παιδιά – Βασίλης Παυλόπουλος φωνή, Γιώργος Πούρικας κιθάρα, Χρήστος Σωτηρόπουλος κιθάρα, Γιάννης Σπηλιωτόπουλος μπάσο, Χρίστος Ανέστης ντραμς –, τα οποία γνωρίζουν να γράφουν μεστά τραγούδια, υπηρετώντας τα σωστά με το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία τους. Τραγούδια με αρχή, μέση και τέλος. Τραγούδια με αξιομνημόνευτα κουπλέ και ρέοντα ρεφρέν. Τραγούδια – pop θα τα χαρακτήριζα, ασχέτως αν είναι rock… – τα οποία δεν προσποιούνται κάτι περισσότερο απ’ αυτό που είναι. (Φίλος, που τους είδε πριν από μερικούς μήνες στην Πάτρα, στο Manifest, μου μίλησε για την καλύτερη παρουσία του διημέρου). Στο “Story Without End” υπάρχουν κάποια γνωστά κομμάτια τους από τα 45άρια, αλλά υπάρχει και το “Angel” και κυρίως το “I cry”. Ένα τραγούδι που κινείται σε pop-psych κατευθύνσεις, όχι με την έννοια της ανάταξης των sixties ή των eighties συνταγών, αλλά ως ένα σύγχρονο, αυτόφωτο, δικό τους άσμα.Το ντεμπούτο της Dalot (πραγματικό όνομα Μαρία Παπαδομανωλάκη) βγήκε πέρυσι στην Coo Records από τη Βέροια. Ο τίτλος του: “flight sessions ep” (http://is.gd/ixCkb). Η Coo, επίσης πέρυσι, είχε δώσει και το άλμπουμ των Cloudcub “Friendly Warning” των οποίων η Dalot ήταν μέλος (ή εν πάση περιπτώσει συνεργαζόμενη). Τώρα, και μάλιστα σε αμερικανική ετικέτα, την n5MD, από το Oakland της California, ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ (44:34) της καλλιτέχνιδας από την Κρήτη έρχεται να μας υπενθυμίσει το γεγονός πως οι μουσικοί, πολύ συχνά, είναι σε θέση να εντοπίσουν κατάλληλες «στέγες», για τα έργα τους (αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στο site της εταιρίας – δεν υπαινίσσομαι τίποτα για την Coo), προωθώντας τα από θέσεις ισχύος. Το “Loop Over Latitudes” είναι ένα έργο ολοκληρωμένο. Όχι, γιατί η διάρκειά του είναι 44:34 (διπλάσια από το EP δηλαδή), όσο γιατί εμφανίζει, σε «δεμένες» εναλλαγές ποικίλα electro και ηλεκτρακουστικά χαρακτηριστικά, τα οποία πατούν με σαφήνεια στο χθες (στο “Above the rooftops” π.χ. υπάρχει ένας… 70s Klaus Schulze απόηχος), κοιτώντας δημιουργικώς το τώρα. Η Dalot, στο “Loop Over Latitudes”, δεν διαχειρίζεται αποκλειστικώς ηλεκτρονικούς ήχους, αφού και «κανονικά όργανα» (φωνές, κρουστά, κιθάρες) παρεισφρέουν στις ηχοδομές της, δίνοντας με κομμάτια όπως το 7λεπτο “Story of a city” τη συνολική της άποψη γύρω από το πώς αντιλαμβάνεται τη συνύπαρξη φυσικών και επεξεργασμένων ήχων, παραδίδοντας, εν τέλει, μία σύνθεση «πολλών κυβικών».
Επαφή: (για Burgundy Grapes, Tango with Lions, Berlin Brides) www.inner-ear.gr, 2. (για B-Sides) www.b-otherside.gr, www.b-sides.gr, 3. (για Dalot) www.n5md.com
Όπως γράφει και το δελτίο Τύπου, από το οποίον αντλώ ολίγα βιογραφικά. «Berlin Brides είναι η Νατάσα Γιανναράκη στιχουργός και τραγουδίστρια και η Μαριλένα Ορφανού συνθέτρια και κιμπορντίστρια. Ξεκινώντας από μιαν ιδέα στο Βερολίνο, δημιουργήθηκαν στην Αθήνα το 2007, παρουσιαζόμενες στη μουσική σκηνή με τους καυστικούς τους στίχους και τις εύφλεκτες ζωντανές τους εμφανίσεις. Έχουν παίξει σε πολλές ελληνικές πόλεις και έχουν εμφανιστεί μαζί με τις CocoRosie, τους Kap Bambino, την Jessie Evans, αλλά και στο φεστιβάλ Ejekt με τους Subways, τους Klaxons, τον Jarvis Cocker και τους Royksopp». Οι Berlin Brides, που ήδη έχουν ολοκληρωμένη δουλειά, άφησαν πριν από μερικούς μήνες, ως προπομπό, ένα διάφανο 45άρι στην Inner Ear, με τα κομμάτια “Rejection junkie” και “Off the rack”. Στα κομμάτια αυτά, την παραγωγή των οποίων έχει κάνει ο Coti, συμμετέχουν κι άλλοι μουσικοί παίζοντας κιθάρες, μπάσο, ντραμς και κάνοντας φωνητικά. Πρόκειται για δύο κλασικά electro-punk tracks (ή καλύτερα synth-punk, ασχέτως αν στο πρώτο κομμάτι ακούγεται και κιθάρα, και ασχέτως των ψιλο-garage περασμάτων στο δεύτερο), στηριγμένα στα αυθάδη φωνητικά και το «στοιχειώδες» παίξιμο (ας το πούμε lo-fi) των κοριτσιών και των υπόλοιπων μουσικών, απολύτως χαρακτηριστικό μιας τάσης μουσικής που χαρακτήρισε μεγάλο κομμάτι της αγγλικής και αμερικανικής σκηνής (κατ’ αρχάς) ήδη από τα late seventies (για να μην πούμε από τα mid seventies και τις πρώτες απόπειρες των Suicide). Βεβαίως, ως ήχος, ο ήχος των Berlin Brides δεν είναι αναμάσημα του παρελθόντος (κι εδώ η συμβολή του Coti είναι καθοριστική), αφού τόσο οι αρκούντως... φουσκωμένες μπασογραμμές, όσο και η υπόλοιπη φωνητική και οργανική διαχείριση μας παραπέμπουν σε σύγχρονη ηχογράφηση και όχι, φερ’ ειπείν, στις… Vyllies.Έχω πολύ καλή γνώμη για τους Πατρινούς B-Sides. Την έχω γράψει δε (τη γνώμη) και παλαιότερα (http://is.gd/ixC58) με αφορμή τα δύο 45άρια που έχουν κυκλοφορήσει· το “Queen” το 2008 και το “Kill” πριν από λίγους μήνες. Την ίδιαν πολύ καλή γνώμη συνεχίζω να έχω και μετά την ακρόαση της πρώτης ολοκληρωμένης δουλειάς τους, του άλμπουμ “Story Without End” [B-Otherside BSR 006, 2010]. Οι B-Sides είναι ένα «κανονικό» γκρουπ. Αποτελούνται από πέντε παιδιά – Βασίλης Παυλόπουλος φωνή, Γιώργος Πούρικας κιθάρα, Χρήστος Σωτηρόπουλος κιθάρα, Γιάννης Σπηλιωτόπουλος μπάσο, Χρίστος Ανέστης ντραμς –, τα οποία γνωρίζουν να γράφουν μεστά τραγούδια, υπηρετώντας τα σωστά με το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία τους. Τραγούδια με αρχή, μέση και τέλος. Τραγούδια με αξιομνημόνευτα κουπλέ και ρέοντα ρεφρέν. Τραγούδια – pop θα τα χαρακτήριζα, ασχέτως αν είναι rock… – τα οποία δεν προσποιούνται κάτι περισσότερο απ’ αυτό που είναι. (Φίλος, που τους είδε πριν από μερικούς μήνες στην Πάτρα, στο Manifest, μου μίλησε για την καλύτερη παρουσία του διημέρου). Στο “Story Without End” υπάρχουν κάποια γνωστά κομμάτια τους από τα 45άρια, αλλά υπάρχει και το “Angel” και κυρίως το “I cry”. Ένα τραγούδι που κινείται σε pop-psych κατευθύνσεις, όχι με την έννοια της ανάταξης των sixties ή των eighties συνταγών, αλλά ως ένα σύγχρονο, αυτόφωτο, δικό τους άσμα.Το ντεμπούτο της Dalot (πραγματικό όνομα Μαρία Παπαδομανωλάκη) βγήκε πέρυσι στην Coo Records από τη Βέροια. Ο τίτλος του: “flight sessions ep” (http://is.gd/ixCkb). Η Coo, επίσης πέρυσι, είχε δώσει και το άλμπουμ των Cloudcub “Friendly Warning” των οποίων η Dalot ήταν μέλος (ή εν πάση περιπτώσει συνεργαζόμενη). Τώρα, και μάλιστα σε αμερικανική ετικέτα, την n5MD, από το Oakland της California, ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ (44:34) της καλλιτέχνιδας από την Κρήτη έρχεται να μας υπενθυμίσει το γεγονός πως οι μουσικοί, πολύ συχνά, είναι σε θέση να εντοπίσουν κατάλληλες «στέγες», για τα έργα τους (αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στο site της εταιρίας – δεν υπαινίσσομαι τίποτα για την Coo), προωθώντας τα από θέσεις ισχύος. Το “Loop Over Latitudes” είναι ένα έργο ολοκληρωμένο. Όχι, γιατί η διάρκειά του είναι 44:34 (διπλάσια από το EP δηλαδή), όσο γιατί εμφανίζει, σε «δεμένες» εναλλαγές ποικίλα electro και ηλεκτρακουστικά χαρακτηριστικά, τα οποία πατούν με σαφήνεια στο χθες (στο “Above the rooftops” π.χ. υπάρχει ένας… 70s Klaus Schulze απόηχος), κοιτώντας δημιουργικώς το τώρα. Η Dalot, στο “Loop Over Latitudes”, δεν διαχειρίζεται αποκλειστικώς ηλεκτρονικούς ήχους, αφού και «κανονικά όργανα» (φωνές, κρουστά, κιθάρες) παρεισφρέουν στις ηχοδομές της, δίνοντας με κομμάτια όπως το 7λεπτο “Story of a city” τη συνολική της άποψη γύρω από το πώς αντιλαμβάνεται τη συνύπαρξη φυσικών και επεξεργασμένων ήχων, παραδίδοντας, εν τέλει, μία σύνθεση «πολλών κυβικών».
Επαφή: (για Burgundy Grapes, Tango with Lions, Berlin Brides) www.inner-ear.gr, 2. (για B-Sides) www.b-otherside.gr, www.b-sides.gr, 3. (για Dalot) www.n5md.com
Εχω μεγαλη απορια σε ποιο κοινο θελει να εκφραστει αυτη η μουσικη σκηνη και γιατι αυτο το παθος να την οικειοποιηθουμε μεσω της κοινης καταγωγης??? αναφερθηκατε σε 4 ελληνικες μπαντες και καμμια δεν ειχε κατι το ελληνικο:ονομασια,επιρροες,στιχοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν θα κατσω να αναλυσω τα αιτια,(σιγουρα σε καθε μπαντα θα διαφερει)που κανουν τα παιδια αυτα να γραφουν σε μια αλλη γλωσσα.
Και επισης δεν θα ταυτιστω με αυτη τη σκηνη μονο και μονο επειδη αποδεικνυεται αξια (απο)μιμησης του αμερικανικο-αγγλικου ρευματος,προσωπικα τη βρισκω φτωχη.
Αυτο που βλεπω και ολιγον τι με παραξενευει ειναι η γενικη συστρατευση των μουσικων κριτικων να στηριξουν αυτη τη δημιουργια,αφηνοντας μου την εντυπωση,πως χωρις την υποστηριξη απο τα μεσα ολο αυτο το ''ρευμα'' θα περναγε απαρατηρητο...
Υ.Γ μη το λαβετε σαν κριτικη προς το μερος σας, δεν ειχα τετοιο σκοπο αλλωστε,και σας παρακαλω μην θεωρησετε πως εκλαμβανω τη μουσικη γενικα σαν οχημα εκδηλωσης εθνικισμου
Ελληνική σκηνή χωρίς ZEBRA TRACKS ? δεν διbάσατε τη περασμένη Κυριακή το Κ της Καθημερινής ? είχαν ενα απο τους 20 καλύτερους δισκους της χρονιάς σύμφωνα με το SONIK.
ΑπάντησηΔιαγραφήvicky z.
(Για τον Μάριο). Οι προβληματισμοί σας δεν με αφήνουν αδιάφορο. Από την άλλη είναι μεγάλο και… πανάρχαιο το ζήτημα τού τι μπορεί να είναι ελληνικό και τι όχι· και στο χώρο της νέας μουσικής σκηνής ακόμη μεγαλύτερο. Απ’ ό,τι παρατηρούμε όλοι, οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες είναι Έλληνες και μέλη, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, της εν λόγω σκηνής. Άρα, επί του προκειμένου έχουμε μία κοινή βάση. Λέω επί του προκειμένου, γιατί θα μπορούσε κι ένα συγκρότημα αποτελούμενο από Αλβανούς ή Πακιστανούς, τα μέλη των οποίων διαμένουν χρόνια στην Ελλάδα, εμφανίζονται στα κλαμπ κτλ., να τραγουδούσε επίσης στην αγγλική (για σκεφθείτε το). Θα θεωρούσαμε ένα τέτοιο γκρουπ ως «ελληνικό»; Εγώ, θα το θεωρούσα και μάλιστα… ελληνικό, άνευ εισαγωγικών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τα θέματα των επιρροών. Οι νέοι μέσα στα χρόνια (δε μιλάω για «γενιές» – η λέξη «γενιά» είναι πλέον άνευ νοήματος) έχουν διαφορετικές επιρροές. Εγώ άκουγα Γαβαλά, Διονυσίου και Pink Floyd ας πούμε. Σήμερα, θα μεγάλωνα, ενδεχομένως, με Gonjasufi και Kanye West. Οι επιρροές μας λοιπόν δεν μπορεί παρά να αντανακλούν τα ακούσματά μας. Από την εποχή τής… Καθόδου των Δωριέων οι άνθρωποι ανακατεύονται. Εκατοντάδες γλώσσες έχουν παύσει να υπάρχουν. Πολιτισμοί έχουν εξαφανιστεί. O καθένας μας εκφράζεται όπως μπορεί και όπως νομίζει – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκφράζεται κι ελεύθερα (καταλαβαίνετε τι εννοώ – όταν έχεις να επιλέξεις από το ένα το «ένα», ή παραλλαγές τού «ένα», κατ’ ουσίαν δεν επιλέγεις, αποδέχεσαι). Για μένα, στην παρούσα φάση (γιατί οι φάσεις αλλάζουν…) σημασία έχει να διακρίνω, όπου μπορώ, μιαν αυθεντικότητα αισθημάτων, που να έχει και κάποιο θετικό (με την έννοια, που εγώ του δίνω) κοινωνικό αντίκρισμα· αυτό θα ήταν το καλύτερο. Μπορεί να μην το βρίσκω πάντα, αλλά όπου το βρίσκω το διαλαλώ.
Vicky Z, σε βρίσκω λίγο δεικτική (για να χρησιμοποιήσω μία ήπια λέξη), ή μου φαίνεται; Εν πάση περιπτώσει. Κατ’ αρχάς εγώ δεν έκανα καμμία λίστα με τα «καλύτερα», για να με… επικρίνεις επειδή απουσιάζει, ενδεχομένως, το ένα CD ή το άλλο. Έπειτα, σε παρακαλώ, αναγνώρισέ μου το δικαίωμα να ενημερώνομαι απ’ όπου εγώ νομίζω, μετρώντας (όπως εγώ νομίζω) το τι γράφει ο ένας κι ο άλλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Εξυπακούεται πως το αυτό προτείνω για κάθε αναγνώστη. Να ενημερώνεται, δηλαδή, απ’ όπου εκείνος νομίζει, μετρώντας όπως του αρέσει το τι γράφει ο καθένας μας.
Γνώρισα πρόσφατα -όλως τυχαίως- ένα μέλος των Β-sides. Η κουβέντα μας περιστράφηκε γύρω από το τι ακούμε κτλ. Ο φίλος, πέρα το ότι έχει πάρα πολλούς, για την ηλικία του δίσκους βινυλίου (άνω των 4 χιλ. δίσκων αν θυμάμαι καλά !!!), και για μένα έχει σημασία η προτίμηση στο βινύλιο, τα ακούσματα του είναι πάμπολα. Από 60'ς - 70'ς, psych, Ιταλλικό Prog κλπ. Δείχνει δηλ. ότι δεν έχει επηρροές μόνο από τα σύγχρονα ρεύματα (alt, indie, brit-pop ,κλπ). Και αυτό είναι κάτι που δείχνει την ποιότητα της μουσικής που εν λόγω group - παντα κατά την γνώμη μου. Ανδρέας.
ΑπάντησηΔιαγραφή