Το όνομά του ήταν Tenor Saw και αποτελούσε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του (στα 22 του, το 1988), μία από τις σημαίνουσες νέες περιπτώσεις, που θα μπορούσε να ανανεώσουν ήθη και έθη στη reggae culture. Δεν πρόλαβε.
Ωραίος τραγουδιστής ο Tenor Saw – το πρώτο που ακούει κανείς. Και κυρίως, πολύ ανθρώπινος performer (όρα YouTube), όσον αφορά στο dancehall ιδίωμα, το οποίον προήγαγε στη σύντομη ζωή του. Στον Tenor Saw ανήκει, επίσης, μία από τις πιο μεγάλες επιτυχίες στην Τζαμάικα στα χρόνια του ’80, το “Ring the alarm” (1985), το οποίον, περιέργως πως, δεν υπάρχει στο ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του, που είχε τίτλο “Fever” και το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1986. Το 2007 το άλμπουμ αυτό επανεκδόθηκε από την Tafari Records, σε μία απλή/τυπική έκδοση, την οποίαν αναβαθμίζει μόνον η προσφορά 8 dub bonus. Το προσωπικό ύφος του Tenor Saw συνίσταται, αρχικώς, στα κάπως αριστοκρατικά φωνητικά, στο digi rhythm section, στις πιασάρικες μελωδικές γραμμές, τις οποίες επέτεινε μέσω μιας προσεκτικής επαναληπτικότητας και βεβαίως στο ιδιαίτερο stalag riddim (τον ρυθμό stalag, να τον πούμε έτσι), ο οποίος απετέλεσε επιρροή, εκείνη την εποχή, για το hip-hop κίνημα (Public Enemy και τα τοιαύτα). Μνημειώδες, από εδώ, το φερώνυμο κομμάτι (“Fever”), ενώ ας αφήσω ασχολίαστη την «Morricone-ική» εισαγωγή και το τέλος. Και κάτι για τα bonus. Δεν αποτελούν γεμίσματα, προκειμένου η διάρκεια του CD ν’ αγγίξει τα 68 λεπτά, αλλά κανονική προσφορά, δίχως εισαγωγικά (με πρώτα το “Lots of dub” και “Run come dub me”).
Επανεκδόσεων συνέχεια με το “In the Beginning” του Luciano από το 1994 – η έκδοση της Tafari είναι αυτή ακριβώς (38 λεπτά) άνευ bonus. Ενδιαφέρουσα περίπτωση reggae τραγουδοποιίας με εμφανείς αναφορές σε μία ευρύτερη black music, που μπορεί μεν να ξεκινά από τον Bob Marley, περνά όμως από τον Bill Withers και τον George Benson πριν καταλήξει στους... Billy Joel, Eurythmics, καθώς και στους 70s soft-rockers Gallery (“So nice to be with you”). Ακούγεται με άνεση. Συμβάλλουν και τα 38 λεπτά...
Ο Carlton Patterson δεν είναι από τα πάρα πολύ γνωστά πρόσωπα της dub σκηνής. Παρ’ όλα αυτά η παρουσία του στο στούντιο του King Tubby, στο Kingston, τη δεκαετία του ’70 υπήρξε αξιοσημείωτη – όπως, ίσως, έχουν διαπιστώσει οι φίλοι τού dub τα τελευταία χρόνια, μέσω δυο-τριών CD που ανθολόγησαν το έργο του. Επειδή, τώρα, ένα παλαιότερο CD της Pressure Sounds, το “Black & White Story”, δεν είναι σίγουρο πως εντοπίζεται, το παρόν “Black & White In Dub” [Hot Pot, 2007] φαίνεται πως κάνει αρκετά καλή δουλειά προς την κατεύθυνση της γνωριμίας. Στην ουσία μιλάμε για εγγραφές του Patterson στο δικό του label Black & White· συνήθως flip-sides σε 45άρια των Dillinger, Larry Marshall, Leroy Brown, Prince Jammy κ.ά. Παρ’ ότι η συλλλογή επικεντρώνεται στο dub υλικό, το οποίο μιξάρισε ο King Tubby (αγνοώντας δηλαδή τις παραγωγές του Paterson για καλλιτέχνες του ύψους ενός Barrington Levy, ενός Horace Andy, η ενός Sugar Minott), εντούτοις η… εφευρετική εικόνα που σχηματίζεται γι’ αυτόν, μέσω των “Thunderball”, “Iron gate king”, “Psalms of rock” και κάποιων ακόμη tracks, είναι άψογη.
Έψαξα να βρω λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον Lloyd Campbell στη wikipedia, αλλά τζίφος. Είναι νωρίς ακόμη... Πήγα λοιπόν στη… Reggaepedia http://is.gd/5IpzaN για τα περαιτέρω. Παρά ταύτα μένω σε κάποιες πληροφορίες από το booklet του CD “Fighting Dub 1975-1979” [Hot Pot, 2006] σε πρώτη φάση, ικανές να μας πάνε παρακάτω. Ο Campbell, γεννημένος στο Kingston το 1948, θα βρεθεί στη Βρετανία στα sixties, όπου και θα ξεκινήσει την καριέρα του στα λονδρέζικα clubs, ως Lloyd the Matador. Προς τα τέλη της δεκαετίας θα ηχογραφήσει, ενώ το 1972, επιστρέφοντας στην Τζαμάικα, θα γνωρίσει κάποιες πρώτες επιτυχίες. Το 1975 ο Errol “E.T.” Thompson θα κάνει μίξη σ’ ένα άλμπουμ του Campbell, στο οποίο περιλαμβάνονταν κάποια από τα δικά του hits της περιόδου (“Dread out deh”, “Jacket”, First cut is the deepest” – τούτο το τελευταίο είναι βεβαίως το τραγούδι του Cat Stevens, που ανέδειξε η P.P. Arnold), σε dub versions και με τη συμμετοχή των Skin Flesh & Bones· ένα σχήμα το οποίο αποτελούσαν οι Sly Dunbar ντραμς, Jackie Jackson μπάσο, Hux Brown, Rad Bryan κιθάρες και Ansell Collins πλήκτρα. Αυτό ακριβώς το άλμπουμ, που βγήκε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1975 σε ετικέτα Love, επανεκδόθηκε κάποια στιγμή (μέσα στο 2006) με οκτώ bonus tracks, στα οποία παίρνουν μέρος, πλην των Skin Flesh & Bones, οι Jah Woosh και Vin Gordon & The Revolutionaries. Ακόμη και μετά από μία επιφανειακή ακρόαση, ανακαλύπτονται κομματάρες.
Η ιδέα μπορεί να μοιάζει ριζοσπαστική. Και είναι. Πώς, δηλαδή, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ένα dub άλμπουμ, χωρίς καμία στουντιακή ευκολία; Μοιάζει με πρόκληση; Για τον Bebo Phillips υπήρξε απλώς πραγματικότητα, αφού το 1985 επιχείρησε το φαινομενικώς αδιανόητο, έχοντας δίπλα του, όχι το στούντιο, αλλά αληθινούς μουσικούς – Sly Dunbar ντραμς, Robbie Lyn πιάνο, Williw Lindo ρυθμική κιθάρα, Robbie Shakespeare μπάσο, Sticky, Skyjuice & Scully κρουστά, Nambo τρομπόνι, Dear Fraser σαξόφωνα. Το αποτέλεσμα καταγράφηκε στο άλμπουμ “In A Dub Style” [Tafari Records, 2007]. Ηχογραφημένο στο Channel One στούντιο, σε παραγωγή των Beswick Phillips και Clive Jarrett, το «σε στυλ dub» είναι ένα αριστοτέχνημα, εκτός εποχής – υπό την έννοια ότι ο ήχος του σε πάει τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν – στηριγμένο, βασικά, στο ανεπανάληπτο λαστιχωτό rhythm section των Sly & Robbie. Κομμάτια όπως τα “Silence in golden”, “Dunkirk hop” και “Breached” εντυπωσιάζουν, κυρίως με τον αισθητικό προσανατολισμό τους όσον αφορά στην οριοθέτηση μιας εξω-τεχνικής dub αυταπάτης. Όπως εκείνο το “Run run dub”, με τα τανισμένα λάστιχα...
Μεγάλη περίπτωση dub επινοητικότητας αποτελεί το άλμπουμ “Roots Man Dub” [Heartbeat, 2007] των Roots Man Dub, που δεν ήταν άλλοι από τον Alvin “GG” Ranglin και τα μηχανήματά του. Γνωστός, ίσως, από τις παραγωγές του για μια πλειάδα Τζαμαϊκανών – μεταξύ των οποίων εκείνες για τον Gregory Isaacs είναι top of the top – ο Ranglin, πράττει για άλλη μια φορά το καθήκον του. Να προσφέρει dub εκδοχές θεμάτων των Maytones, Ronnie Davis, Earth & Stone, Bim Sherman, Tappa Zukie, Dillinger κ.ά., δημιουργώντας αρχέτυπα εφετζίδικης διαστροφής· δηλαδή στουντιακής συμπεριφοράς. Αναφέρομαι σε μία ιδιαίτερης σημασίας έκδοση 2CD (το original, απλό άλμπουμ πρωτοκυκλοφόρησε το 1978), στην οποίαν περιλαμβάνεται το κανονικό LP + πρόσθετο υλικό (πρώτο CD), καθώς κι ένα ολόκληρο άλμπουμ με ανέκδοτες dub versions (δεύτερο CD), από την περίοδο late seventies-1983.
(Επί τη ευκαιρία «επανέλαβα» το “Dub A De Number One” του Gregory Isaacs, επίσης στην Heartbeat από το 2003 – σίγουρα ένα από τα πιο δημιουργικά dub-sets που έχω ποτέ ακούσει. Υπογράφει, φυσικά, ο Alvin Ranglin).
Ωραίος τραγουδιστής ο Tenor Saw – το πρώτο που ακούει κανείς. Και κυρίως, πολύ ανθρώπινος performer (όρα YouTube), όσον αφορά στο dancehall ιδίωμα, το οποίον προήγαγε στη σύντομη ζωή του. Στον Tenor Saw ανήκει, επίσης, μία από τις πιο μεγάλες επιτυχίες στην Τζαμάικα στα χρόνια του ’80, το “Ring the alarm” (1985), το οποίον, περιέργως πως, δεν υπάρχει στο ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του, που είχε τίτλο “Fever” και το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1986. Το 2007 το άλμπουμ αυτό επανεκδόθηκε από την Tafari Records, σε μία απλή/τυπική έκδοση, την οποίαν αναβαθμίζει μόνον η προσφορά 8 dub bonus. Το προσωπικό ύφος του Tenor Saw συνίσταται, αρχικώς, στα κάπως αριστοκρατικά φωνητικά, στο digi rhythm section, στις πιασάρικες μελωδικές γραμμές, τις οποίες επέτεινε μέσω μιας προσεκτικής επαναληπτικότητας και βεβαίως στο ιδιαίτερο stalag riddim (τον ρυθμό stalag, να τον πούμε έτσι), ο οποίος απετέλεσε επιρροή, εκείνη την εποχή, για το hip-hop κίνημα (Public Enemy και τα τοιαύτα). Μνημειώδες, από εδώ, το φερώνυμο κομμάτι (“Fever”), ενώ ας αφήσω ασχολίαστη την «Morricone-ική» εισαγωγή και το τέλος. Και κάτι για τα bonus. Δεν αποτελούν γεμίσματα, προκειμένου η διάρκεια του CD ν’ αγγίξει τα 68 λεπτά, αλλά κανονική προσφορά, δίχως εισαγωγικά (με πρώτα το “Lots of dub” και “Run come dub me”).
Επανεκδόσεων συνέχεια με το “In the Beginning” του Luciano από το 1994 – η έκδοση της Tafari είναι αυτή ακριβώς (38 λεπτά) άνευ bonus. Ενδιαφέρουσα περίπτωση reggae τραγουδοποιίας με εμφανείς αναφορές σε μία ευρύτερη black music, που μπορεί μεν να ξεκινά από τον Bob Marley, περνά όμως από τον Bill Withers και τον George Benson πριν καταλήξει στους... Billy Joel, Eurythmics, καθώς και στους 70s soft-rockers Gallery (“So nice to be with you”). Ακούγεται με άνεση. Συμβάλλουν και τα 38 λεπτά...
Ο Carlton Patterson δεν είναι από τα πάρα πολύ γνωστά πρόσωπα της dub σκηνής. Παρ’ όλα αυτά η παρουσία του στο στούντιο του King Tubby, στο Kingston, τη δεκαετία του ’70 υπήρξε αξιοσημείωτη – όπως, ίσως, έχουν διαπιστώσει οι φίλοι τού dub τα τελευταία χρόνια, μέσω δυο-τριών CD που ανθολόγησαν το έργο του. Επειδή, τώρα, ένα παλαιότερο CD της Pressure Sounds, το “Black & White Story”, δεν είναι σίγουρο πως εντοπίζεται, το παρόν “Black & White In Dub” [Hot Pot, 2007] φαίνεται πως κάνει αρκετά καλή δουλειά προς την κατεύθυνση της γνωριμίας. Στην ουσία μιλάμε για εγγραφές του Patterson στο δικό του label Black & White· συνήθως flip-sides σε 45άρια των Dillinger, Larry Marshall, Leroy Brown, Prince Jammy κ.ά. Παρ’ ότι η συλλλογή επικεντρώνεται στο dub υλικό, το οποίο μιξάρισε ο King Tubby (αγνοώντας δηλαδή τις παραγωγές του Paterson για καλλιτέχνες του ύψους ενός Barrington Levy, ενός Horace Andy, η ενός Sugar Minott), εντούτοις η… εφευρετική εικόνα που σχηματίζεται γι’ αυτόν, μέσω των “Thunderball”, “Iron gate king”, “Psalms of rock” και κάποιων ακόμη tracks, είναι άψογη.
Έψαξα να βρω λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον Lloyd Campbell στη wikipedia, αλλά τζίφος. Είναι νωρίς ακόμη... Πήγα λοιπόν στη… Reggaepedia http://is.gd/5IpzaN για τα περαιτέρω. Παρά ταύτα μένω σε κάποιες πληροφορίες από το booklet του CD “Fighting Dub 1975-1979” [Hot Pot, 2006] σε πρώτη φάση, ικανές να μας πάνε παρακάτω. Ο Campbell, γεννημένος στο Kingston το 1948, θα βρεθεί στη Βρετανία στα sixties, όπου και θα ξεκινήσει την καριέρα του στα λονδρέζικα clubs, ως Lloyd the Matador. Προς τα τέλη της δεκαετίας θα ηχογραφήσει, ενώ το 1972, επιστρέφοντας στην Τζαμάικα, θα γνωρίσει κάποιες πρώτες επιτυχίες. Το 1975 ο Errol “E.T.” Thompson θα κάνει μίξη σ’ ένα άλμπουμ του Campbell, στο οποίο περιλαμβάνονταν κάποια από τα δικά του hits της περιόδου (“Dread out deh”, “Jacket”, First cut is the deepest” – τούτο το τελευταίο είναι βεβαίως το τραγούδι του Cat Stevens, που ανέδειξε η P.P. Arnold), σε dub versions και με τη συμμετοχή των Skin Flesh & Bones· ένα σχήμα το οποίο αποτελούσαν οι Sly Dunbar ντραμς, Jackie Jackson μπάσο, Hux Brown, Rad Bryan κιθάρες και Ansell Collins πλήκτρα. Αυτό ακριβώς το άλμπουμ, που βγήκε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1975 σε ετικέτα Love, επανεκδόθηκε κάποια στιγμή (μέσα στο 2006) με οκτώ bonus tracks, στα οποία παίρνουν μέρος, πλην των Skin Flesh & Bones, οι Jah Woosh και Vin Gordon & The Revolutionaries. Ακόμη και μετά από μία επιφανειακή ακρόαση, ανακαλύπτονται κομματάρες.
Η ιδέα μπορεί να μοιάζει ριζοσπαστική. Και είναι. Πώς, δηλαδή, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ένα dub άλμπουμ, χωρίς καμία στουντιακή ευκολία; Μοιάζει με πρόκληση; Για τον Bebo Phillips υπήρξε απλώς πραγματικότητα, αφού το 1985 επιχείρησε το φαινομενικώς αδιανόητο, έχοντας δίπλα του, όχι το στούντιο, αλλά αληθινούς μουσικούς – Sly Dunbar ντραμς, Robbie Lyn πιάνο, Williw Lindo ρυθμική κιθάρα, Robbie Shakespeare μπάσο, Sticky, Skyjuice & Scully κρουστά, Nambo τρομπόνι, Dear Fraser σαξόφωνα. Το αποτέλεσμα καταγράφηκε στο άλμπουμ “In A Dub Style” [Tafari Records, 2007]. Ηχογραφημένο στο Channel One στούντιο, σε παραγωγή των Beswick Phillips και Clive Jarrett, το «σε στυλ dub» είναι ένα αριστοτέχνημα, εκτός εποχής – υπό την έννοια ότι ο ήχος του σε πάει τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν – στηριγμένο, βασικά, στο ανεπανάληπτο λαστιχωτό rhythm section των Sly & Robbie. Κομμάτια όπως τα “Silence in golden”, “Dunkirk hop” και “Breached” εντυπωσιάζουν, κυρίως με τον αισθητικό προσανατολισμό τους όσον αφορά στην οριοθέτηση μιας εξω-τεχνικής dub αυταπάτης. Όπως εκείνο το “Run run dub”, με τα τανισμένα λάστιχα...
Μεγάλη περίπτωση dub επινοητικότητας αποτελεί το άλμπουμ “Roots Man Dub” [Heartbeat, 2007] των Roots Man Dub, που δεν ήταν άλλοι από τον Alvin “GG” Ranglin και τα μηχανήματά του. Γνωστός, ίσως, από τις παραγωγές του για μια πλειάδα Τζαμαϊκανών – μεταξύ των οποίων εκείνες για τον Gregory Isaacs είναι top of the top – ο Ranglin, πράττει για άλλη μια φορά το καθήκον του. Να προσφέρει dub εκδοχές θεμάτων των Maytones, Ronnie Davis, Earth & Stone, Bim Sherman, Tappa Zukie, Dillinger κ.ά., δημιουργώντας αρχέτυπα εφετζίδικης διαστροφής· δηλαδή στουντιακής συμπεριφοράς. Αναφέρομαι σε μία ιδιαίτερης σημασίας έκδοση 2CD (το original, απλό άλμπουμ πρωτοκυκλοφόρησε το 1978), στην οποίαν περιλαμβάνεται το κανονικό LP + πρόσθετο υλικό (πρώτο CD), καθώς κι ένα ολόκληρο άλμπουμ με ανέκδοτες dub versions (δεύτερο CD), από την περίοδο late seventies-1983.
(Επί τη ευκαιρία «επανέλαβα» το “Dub A De Number One” του Gregory Isaacs, επίσης στην Heartbeat από το 2003 – σίγουρα ένα από τα πιο δημιουργικά dub-sets που έχω ποτέ ακούσει. Υπογράφει, φυσικά, ο Alvin Ranglin).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου