Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

BRITISH FOLK νεότερο, αλλά παλαιότερο

Παρ’ ότι βρίσκεται στη σκηνή τουλάχιστον μια δεκαετία, η 41χρονη σκωτσέζα ερμηνεύτρια Alyth έχει μόλις δύο άλμπουμ στο ενεργητικό της. Το “People Like Me” [Navigator] είναι το πλέον πρόσφατο, κυκλοφόρησε το 2009, και βρίσκει την Alyth να ερμηνεύει στην γαελική (και την αγγλική) παραδοσιακές και επώνυμες μπαλάντες (το “The queen and the soldier” της Suzanne Vega, το φερώνυμο “People like me” του Justin Currie των Del Amitri). Έχοντας δίπλα της αναγνωρισμένους μουσικούς όπως τον Aidan O’Rourke των Lau, τον Ewen Vernal των Capercaille, τους Jonny Hardie και Fraser Fifield των Old Blind Dogs, η Alyth, με την κάπως στριγγή φωνή ανταποκρίνεται με σωστό τρόπο σ’ αυτές τις προαιώνιες μπαλάντες. Γιατί, θα πρέπει να το πω, την προτιμώ ασυζητητί στα παραδοσιακά γαελικά, παρά στα επώνυμα αγγλόφωνα. Οι καλύτερες στιγμές τού “People Like Me” δηλαδή αφορούν στα “Nuair bha mi og”, “Dh’fhag e gun chadal am dhusgadh mi”, “A mhairead og”, “Chaidil mi raoir air an airigh”… κλασικά σκωτσέζικα τραγούδια που τα έχουμε ακούσει στο παρελθόν από την Flora MacNeil, τον Paul Mounsey, τον Arthur Cormack κ.ά.
Από την ίδιαν εταιρία, την Navigator Records, που έχει την έδρα της στην Melbourne του Derbyshire (Αγγλία) προέρχεται και το τελευταίο έως ώρας άλμπουμ τού Σκωτσέζου, με ιρλανδική ρίζα, βιολιστή, συνθέτη και παραγωγού John McCusker. O McCusker, στα 38 του σήμερα, έχει ήδη μία αξιοπρόσεκτη καριέρα, όντας μέλος των Battlefield Band, παραγωγός σύγχρονων σημαντικών folk άλμπουμ (όπως, ας πούμε, εκείνων της Kate Rusby), session man σε ηχογραφήσεις των Paul Weller και Mark Knopfler και άλλα τινά. To “Under One Sky” (2008) αποτελείται βασικά από μεγάλης διάρκειας συνθέσεις, οι οποίες προσφέρουν τη δυνατότητα στον σκωτσέζο μουσικό να πειραματισθεί με διάφορα στυλ της παράδοσης, τόσο στο επίπεδο του καθαρού ήχου, όσο και σ’ εκείνο των τραγουδιών. Σ’ αυτήν την προσπάθεια συνεισφέρουν ονόματα της σύγχρονης βρετανικής, folk κυρίως, σκηνής, όπως οι Andy Cutting ακορντεόν, Ian Carr κιθάρα, Ewen Vernal μπάσο (συμμετείχε και στο άλμπουμ της Alyth), Roddy Woomble φωνή (από τους Idlewild), Graham Coxon φωνή (από τους Blur), John Tams φωνή (από τους παλαιούς Muckram Wakes) κ.ά. Το αποτέλεσμα είναι συμβατό με τις σύγχρονες τάσεις, που κοιτάζουν προς τα πίσω, πιάνοντας κορυφή με το 8λεπτο “Long past time” (τραγούδι σε στίχους του Roddy Woomble, ο οποίος το ερμηνεύει κιόλας).
Η συλλογή της Acid Jazz The New Testament of Folk παρότι προέρχεται από το 2005, δίνει (και αυτή) μία κάποια εικόνα της νέας βρετανικής άποψης για το στυλ, υπό την έννοια ότι τα περισσότερα από τα ονόματα που ανθολογούνται, λογικώς, συνεχίζουν την καριέρα τους. Έτσι, ενδεικτικώς, ας σημειώσω το jazz/psych α λα Pentangle “Morning brings the light” με τους Grand Union, το “Backlounge butterfly” με τα ξωτικά φωνητικά των Mediaeval Baebes, το… σαλταρισμένο “Clear the sands” της Jen Gloeckner, την εκδοχή του “Corn riggs” από τους Marked & Joff (κομμάτι από το OST του “The Wicker Man”-1973), το instro του Andy Lewis “Deadman’s cross”… Από ’κει και κάτω κάτι… rock ξεσηκωτικά όπως το “Hippy dippy” των Lee Griffiths Band ή κάτι αδιάφορες διασκευές τύπου “Bring me back to life” (των Evanescence) από τους Jinrai, πάνε το πράγμα αλλού. Είπαμε… Ευτυχώς κλείνει το μαγικό ορχηστρικό “Another day” κάποιων(;) Bob, με το απίθανο dulcimer του Paul Cianfarani, κι η τάξη αποκαθίσταται. Και κάτι τελευταίο…
Σε μια χώρα με τόσο έντονη folk παράδοση, όπως είναι η Μεγάλη Βρετανία, λογικό είναι να υπάρχουν και οι σχετικοί διαγωνισμοί. Ίσως ο πιο σύγχρονος σημαντικός να είναι εκείνος του BBC Radio 2, τα “Folk Awards” που ξεκίνησαν το 2000 και που μέχρι σήμερα δίνουν ώθηση σε νέα (και λιγότερα νέα) ονόματα. Εφέτος, το 2011, ανάμεσα στους πολλούς που βραβεύτηκαν και οι Eliza Carthy - Norma Waterson με το “Poor wayfaring stranger” (Best Traditional Track), αλλά και με το “Gift” (Best Album), οι Bellowhead (Best Group), ο Donovan (Lifetime Achievement Award), o Chris Wood (Folk Singer of the Year) και άλλοι πολλοί. Για τα Folk Awards του 2008 είχα γράψει παλαιότερα (12/2008) στο Jazz & Τζαζ, με αφορμή (τότε) ένα πακέτο της Proper Music. Tώρα, μπορώ να πω λίγα λόγια για το επόμενο πακέτο, το “Folk Award 2009”, που ως συλλογή στέκεται μια χαρά, ανεξαρτήτως βραβείων, ετών ή ό,τι άλλο. Εξάλλου, εμείς εδώ στην Ελλάδα, τραγούδια ακούμε, δεν απονέμουμε επαίνους…
Το πρώτο CD (12 tracks, 49:18 η διάρκεια) ξεκινά με τους Bellowhead, ένα από τα πιο σημαντικά σύγχρονα british folk γκρουπ. Ακούγονται ακόμη οι δυνατές μπαλάντες “Duncan and Brady” (Martin Simpson), το “Mr. Magnifico” της Eliza Carthy (με τη σκοτεινή αφήγηση του Tim Matthew), το μαγικό “Chilly winds” των Shee, αλλά το τραγούδι που ξεχωρίζει – καταπληκτικό – είναι το “Come down Jehovah” του Chris Wood (δεν γνωρίζω αν ο ίδιος είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά – μπορεί ναι, μπορεί όχι), που θυμίζει τις μπαλάντες της Odetta και με στίχους του τύπου «εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ», που τραγουδούσε κι η Βίκυ Μοσχολιού πίσω στα 70s. Από το δεύτερο CD (12 tracks, 45:59) ξεχωρίζει αμέσως η Karine Polwart (εξαιρετική τραγουδοποιός), οι κάπως... οργιαστικοί The Demon Barbers, o Seth Lakeman με τους… resonator αρπισμούς, οι φοβεροί και τρομεροί Lau, αλλά και η (Αμερικανίδα) Judy Collins (δεν κατάλαβα πως χώθηκε εδώ). Τέλος, το τρίτο δισκάκι (6 tracks, 24:55) καταπιάνεται με τους… 2009 BBC Radio 2 Young Folk Award Finalists. Νέοι, πιθανώς ωραίοι, και σίγουρα ενδιαφέροντες, οι Tyde, Lucy Ward, Megan & Joe Henwood, Emily Hoile and Alice Burn, Maz O’Connor και Jaywalkers διαγκωνίστηκαν με άγνωστα προς εμένα αποτελέσματα. Οι Megan & Joe Henwood ξεχωρίζουν με τη βαθειά μπαλάντα τους “White lies” και όχι τυχαίως βραβεύθηκαν (όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων ψάχνοντας oλίγα στοιχεία).

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

ΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗΣ 1927-2011

Ρίχνοντας μια ματιά στη φιλμογραφία του Ντίνου Κατσουρίδη, έτσι όπως παρατίθεται αυτή στον imdb.com γράφω δυο λόγια για μερικές από τις ταινίες του.
1. Είμαι Αθώος (1960)
Βαρετή, αν και προσεγμένη μεταφορά στα καθ’ ημάς της Υπόθεσης Ντρέιφους. Την είχα δει παλαιά (στην τηλεόραση φυσικά). Δεν θα την ξαναέβλεπα σήμερα.
2. Έγκλημα στα Παρασκήνια (1960)
Την πρώτη φορά που είδα την ταινία θυμάμαι πως δεν είχα σκεφτεί (υποθέσει) το δολοφόνο (Χρήστος Τσαγανέας). Το καλύτερο ελληνικό νουάρ και ασυζητητί (κατ’ εμέ) η ωραιότερη και αρτιότερη ταινία του Κατσουρίδη. Εξπρεσιονιστικά χρώματα, άψογη κινηματογράφηση της ιστορίας του Μαρή, μοναδική διαχείριση του σασπένς, σκοτεινή ατμόσφαιρα, εξαιρετικές ερμηνείες ακόμη και από τους δεύτερους ρόλους (Γκίκας Μπινιάρης, Δήμος Σταρένιος). Φυσικά, στα ατού κι η μουσική του Πλέσσα.3. Ο Κος Πτέραρχος (1963)
Λογικώς, γυρίζεται την ίδιαν εποχή με τον «μπακαλόγατο» (με το δίδυμο Κώστας Δούκας – Κώστας Χατζηχρήστος να πρωταγωνιστεί κι εδώ). Ο Κατσουρίδης έχει βρει, φαίνεται, το κουμπί του Χατζηχρήστου παίρνοντας από ’κείνον ακόμη μία καλή… υποκρισία. Κωμωδία των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου είναι ο «Κος Πτέραρχος», άρα οι ατάκες περισσεύουν. Ευχάριστη ταινία, κομμένη στα δύο – στην πόλη (το καλύτερο μέρος) και στο χωριό (το κατώτερο) –, δίχως όμως τη ζούρλα της επομένης.
4. Της Κακομοίρας (1963)
Όταν είχα πρωτοδεί αυτή την ταινία, κάπου στα μέσα του ’80, δε μου άρεσε καθόλου. Τη θεωρούσα εντελώς χοντροκομμένη, μπαλαφάρα σχεδόν. Αργότερα την εξετίμησα, αρχικώς ως ένα ερμηνευτικό, αυτοσχεδιαστικό κατόρθωμα του Χατζηχρήστου και βεβαίως ως μία πέρα για πέρα αυθεντική κωμωδία ηθών, ρεαλιστική απεικόνιση ενός κόσμου εκτός χρόνου. Κατά έναν όχι παράδοξο τρόπο, όσο θα απομακρύνεσαι από την πηγή της, τόσο εκείνη (η ταινία) θα φωτίζει περισσότερο.
5. Οι αδίστακτοι (1966)
Πιθανώς, η πιο μεστή κινηματογραφημένη ιστορία του Νίκου Φώσκoλου, αν και δεν απουσιάζουν οι υπερβολές και οι σεναριακές απιθανότητες. Η ταινία, παρότι φαίνεται διχασμένη ανάμεσα στο αστυνομικό δράμα και το κοινωνικό μελόδραμα, ισορροπεί (όσο ισορροπεί) λόγω σκηνοθεσίας, παραμένοντας ένα σοβαρό δείγμα λαϊκού κινηματογράφου του ’60. Εξαιρετικό το τραγούδι των Γιάννη Μαρκόπουλου-Δημήτρη Χριστοδούλου Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός (από Καζαντζίδη-Μαρινέλλα-Κούρκουλο) και κορυφαία η ολιγόλεπτη παρουσία του Γιάννη Βογιατζή στο ρόλο του ντετέκτιβ.
6. Ο Θανάσης, η Ιουλιέττα και τα Λουκάνικα (1970)
Από τις χειρότερες ταινίες του Θανάση Βέγγου.
7. Ένας Βέγγος για όλες τις δουλειές (1970)
Ο Βέγγος γκαρσόνι, ο Ζανίνο ταβερνιάρης. Στην ταβέρνα μαύρος (γιαλαντζί) χορεύει με το “Fire” του Hendrix (υποτίθεται δισκάκι από juke-box). Ακούγονται τα εξής: «να μου ζήσεις black» (από πελάτη), «χειροκρότησα τη μαύρη Άφρικα» (από πελάτη), «τι επιθυμεί η μαύρη ήπειρος;» (ο Βέγγος), «επειδή τον βρήκαμε μαύρο να του τα χρεώσουμε μαύρη αγορά;» (ο Βέγγος ως γκαρσόνι), «δηλαδή τι μου παριστάνεις τώρα, το Λουμούμπα;» (ο Ζανίνο, ως αφεντικό). Ν’ αναζητήσω την (μη) πολιτική ορθότητα στα περί… μαυρίλας ή θα με πείτε υπερβολικό;
8. Τι Έκανες στον Πόλεμο Θανάση; (1971)
Δεν είμαι fan της λεγόμενης «ποιοτικής» στροφής του Θανάση. Προτιμώ τον Θανάση του πρώτου μισού των 60s («Τύφλα Να’χει ο Μάρλον Μπράντο», «Θα Σε Κάνω Βασίλισσα»), τον πρώτο «πράκτορα», το «Τρελλός, Παλαβός και Βέγγος»…
9. Θανάση, Πάρε τ’ Όπλο Σου (1972)
… ξεχωρίζω, πάντως, από την εν λόγω στροφή την παρούσα ταινία, που βγάζει περισσότερη ανθρωπιά και περισσότερη τρέλα από την προηγούμενη, έχοντας στα ατού της κι ένα από τα πιο ακατανόητα(;) φινάλε στην ιστορία του κινηματογράφου μας. Πιθανώς (δηλαδή σίγουρα), ο καλύτερος ρόλος για τον Αντώνη Παπαδόπουλο.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

ξεπάγωσε η τσιμινιέρα…

Έγραψα κανα-δυο ώρες από την εκπομπή «Στην Υγειά μας» του Σπύρου Παπαδόπουλου, την αφιερωμένη στον Μάνο Λοΐζο. Μερικές διαπιστώσεις:
1. Τα πολιτικά τραγούδια του Λοΐζου είναι από ’κείνα που χτυπήθηκαν περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου συνθέτη (ακόμη και από τα ανάλογα του Θεοδωράκη) στην κονίστρα της Μεταπολίτευσης. Δύσκολα, πολύ δύσκολα, μπορείς να τ’ αντέξεις σήμερα.
2. Ο λόγος έγκειται και στην απουσία σύγχρονων ερμηνευτών, που θα μπορούσε να τους παράσχουν μια νέα-παλαιά συνείδηση. Οι πρώτοι διδάξαντες δεν πείθουν πια, έχοντας απωλέσει και τη φωνή της νεότητός τους, ενώ οι νέοι (και κυρίως οι νέες) δεν αντιλαμβάνονται τι τραγουδούν, αγνοώντας, παντελώς, το κλίμα της περιόδου στην οποίαν (τα τραγούδια) αναφέρονται. Άμα θέλουν να τα λένε, να καθίσουν πρώτα να μελετήσουν· όχι μόνο σολφέζ και αρμονία, αλλά και την πολιτικο-κοινωνική ιστορία (της εποχής).
3. Εξαιρέσεις υπάρχουν· δηλαδή εξαίρεση. Λέγεται Γιώργος Καραδήμος ο τραγουδιστής που επέλεξε να αναμετρηθεί με το πιο σημαδεμένο τραγούδι του Λοΐζου, το «Πάγωσε η τσιμινιέρα», το οποίον και υποστήριξε με εσωτερικό παλμό και δύναμη. Ο άνθρωπος έχει εξαιρετική φωνή και περαιτέρω νοιώθει τι τραγουδάει. Ακόμη και η σημειωτική του ντυσίματός του – με το καρό πουκάμισο, τα ανασηκωμένα μανίκια, το μαύρο παντελόνι (με τα μπατζάκια μέσα στη γαλότσα) – ήταν η πρέπουσα κι η ακριβής. Φανταστείτε π.χ. το αστείον του πράγματος, άμα έλεγε κάποιος την «τσιμινιέρα», φορώντας τρία άλφα κοστούμι, παπιγιόν και λουστρίνι. Και για να μη φανεί πως το γελοιοποιώ το ζήτημα λέω, ευθαρσώς, πως ο Καραδήμος με πείθει.
4. Ακόμη και τα ερωτικά τραγούδια του Λοΐζου με δυσκολία ακούγονται την σήμερον, καθότι φθάρθηκαν, άνευ ελέους, στις ραδιο-εκπομπές και τα τηλεοπτικά ταρατατζούμ. Η υπερέκθεση τα έκαψε.
5. Λόγω των μαστορικών μελωδιών τους, αλλά και των απλοϊκών, ντεμέκ λαϊκών ή και λαϊκιστικών, πολλές φορές, στίχων που διέθεταν (όπως αποκάλυψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τα περισσότερα λόγια, τις πιο πολλές φορές, έμπαιναν πάνω στις μελωδίες, που ήταν ήδη έτοιμες, άρα…), διαπέρασαν οριζοντίως άπαντα τα κοινωνικά στρώματα, επιτείνοντας, συν τω χρόνω, την αναίρεσή τους. Αγνοήθηκαν, έτσι, και οι λόγοι για τους οποίους γράφτηκαν, καταλήγοντας να είναι απλώς «τραγούδια σε σειρά».
6. Για την εκπομπή αυτή κάθε αυτή δεν θέλω να πω πολλά. Δεν υπήρχε παλμός, με το λεγόμενο παρεΐστικο κλίμα να είναι εντελώς προκατασκευασμένο. Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους (ως συνήθως) και άλλοι που, ενδεχομένως, είχαν να βρεθούν χρόνια, αντι-τηλεοπτικές εκφορές λόγου (τσου-τσου), τυχαία παράθεση κομματιών, με τα λιγότερο γνωστά, υπέροχα, και άρα άφθαρτα ακόμη τραγούδια του συνθέτη ν' απουσιάζουν (π.χ. το «Ας μην είχες τόσα λάθη»), ορχήστρα άνευ εκείνων των λεπτών αποχρώσεων που θ' απαιτούσαν κάποια από τα κομμάτια (σύνθια ν' αναπαριστούν τρομπέτες), κουρασμένος και αξύριστος οικοδεσπότης (και καλά η προσωποποίηση της «κρίσης», ίνα μην έχουμε κι εμείς που πληρώνουμε να λέμε), γνωστές ή ανούσιες διηγήσεις που δεν προσέθεταν απολύτως τίποτα (το «γιουβέτσι» του Σαββόπουλου, που το έχω ακούσει 2-3 φορές να το λέει ο ίδιος, το «ταπεράκι» του Κακουλίδη).
Τσαφ. Κλικ. Χρρρρρ…

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

contemporary afrobeat

Η τρέλα με το afrobeat τελειωμό δεν έχει· κι η γερμανική Tramp Records του Tobias Kirmayer επιχειρεί, τούτον ακριβώς, να το καταστήσει σαφές. Προτείνει λοιπόν μία συλλογή την οποίαν τιτλοφορεί “Contemporary Afro Beat” και υποτιτλοφορεί “a fine selection of some of today’s most exciting afro beat bands from all over the world”, ρίχνοντας το βάρος της σε καινούρια ούτως ειπείν ονόματα. Να ποια είναι αυτά (άγνωστα και γνωστά): Fanga, Afromotive, Odu, N’Ghare Hi Power Band, Jojo Quo & Challengers, Kokolo Afrobeat Orchestra, The Boogoos, Afrodita, Akoya Afrobeat Ensemble, Aphrodesia, Albino, Afrodelic Stegosaurchestra και Express Brass Band.
Το αποτέλεσμα είναι οπωσδήποτε ευχάριστο στο αυτί (όταν δεν είναι βαρετό) κυρίως στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο κλασικός afrobeat ήχος εμφανίζει συγκεκριμένη προσωπικότητα· αναπαράγοντας μεν τις γνωστές τοις πάσι ρυθμο-συνταγές, επεκτείνοντας δε λιγάκι την κατάσταση προς το (σύγχρονο επίσης) jazz-funk, το… νεοϋορκέζικο afro, καθώς και τα καραϊβικά ηχοχρώματα.
Κακά τα ψέμματα. Μπορεί ένας ήχος του χθες να μεταφέρεται τεχνικώς στο τώρα δίχως (συνήθως) πρόβλημα, αλλά εκείνο που δεν μεταφέρεται είναι η κοινωνική βάση των κομματιών· ό,τι έσπρωξε τους πιονιέρους του είδους (τον Fela και όλους τους υπολοίπους) να δημιουργήσουν τούτη τη, φύσει και θέσει, επαναστατημένη φόρμα. Παρά ταύτα, κανείς δεν μπορεί ν’ απομειώσει τη θέση συγκροτημάτων όπως οι Akoya Afrobeat Ensemble με το “P.D.P” (13μελής ομάδα από τη Νέα Υόρκη και με παίκτες από το Benin, τη Νότια Αφρική, τον Παναμά, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, που έχει ως lead τραγουδιστή τον Kaleta, ιστορικό μέλος των Egypt 80) και ακόμη τη δύναμη και την πίστη των Fanga (με το όργανο να κυριαρχεί στο “Crache la douleur”), τους Jojo Quo & Challengers με το “Every woman is good woman” (και τα ωραία jazzy sax breaks), τους Afrodita με το “Africa my dear” (τα κρουστά πολύ μπροστά κι ένα σόλο στο άλτο άλλης εποχής), την τρέλα των Albino και του “Jing bong wah” (οι ωραιότερες πνευστές γραμμές της συλλογής), ή, τέλος, το “Radio Kabul” των Γερμανών Express Brass Band, οι οποίοι ανακατεύουν jazz υπαινιγμούς από Sun Ra και Art Ensemble of Chicago σε συνδυασμό με soul, afrobeat και oriental αναφορές. Απ’ όλα έχει ο μπαξές…
Και κάτι ακόμη. Η ιδέα του εξωφύλλου είναι… δανεική κι αγύριστη από το το library LP “Obsession Dramatique” [FR. Sonimage SI 813, 1973], που περιλαμβάνει συνθέσεις των Ugo Fusco, Stefano Torossi, Fiorella Fratini, Gino Marinuzzi, Lesiman και Raskovich.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

NILS WOGRAM moods & modes

Από τους σχετικώς νέους γερμανούς τρομπονίστες που πήραν τη σκυτάλη από τον τρανό Albert Mangelsdorff (αν και ο ίδιος αναφέρει ως βασικές επιρροές του… εκείνους που αναφέρουν όλοι, δηλαδή τους Jack Teagarden, JJ Johnson, Curtis Fuller και Jimmy Knepper), ο 39χρονος Nils Wogram είναι μία απολύτως υπολογίσιμη μονάδα στο χώρο της νέας jazz. Δραστηριοποιούμενος τουλάχιστον 17 χρόνια με τις δικές του μπάντες (εγγραφές στις Enja, ACT, AltriSuoni, Konnex, Intuition κ.ά.), αλλά και περισσότερο από δέκα με την Root 70, o Wogram εξέδωσε μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2010 δύο CD (στη δική του εταιρία nWog Records), τα οποία αποδεικνύουν την τζαζική του διαύγεια. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά…
Ρίχνοντας μια ματιά στο βιογραφικό τού Nils Wogram, που υπάρχει στο site του www.nilswogram.com, μαθαίνουμε πως ο γερμανός μουσικός είναι γεννημένος στην Braunschweig το 1972 και πως το 1989 (στα 17 του) βραβεύεται στην κατηγορία σόλο τρομπόνι στο διαγωνισμό Jugend Musiziert. To 1992 μετακινείται στη Νέα Υόρκη, όπου παραμένει για μερικά χρόνια, μελετώντας τρομπόνι και σύνθεση-ενορχήστρωση με τους Reginald Workman, Buster Williams, Steve Turre, Jimmy Knepper, Conrad Herwig, Slide Hampton, Kenny Werner και Maria Schneider. Το 1994 ηχογραφεί το πρώτο CD με το κουιντέτο του, υπό τον τίτλο “New York Conversations” [Mons Records], ενώ προς το 2000 δημιουργεί τους Root 70.
Δέκα-έντεκα χρόνια αργότερα το συγκρότημα δεν έχει αλλάξει line-up. Έτσι λοιπόν (και σήμερα) ως Root 70 αναγνωρίζονται οι Nils Wogram τρομπόνι, μελόντικα, overtone singing, Hayden Chisholm άλτο, μελόντικα, overtone singing, Matt Penman μπάσο και Jochen Ruckert ντραμς. Το συγκρότημα εμφανίστηκε στη δισκογραφία το 2001 με το φερώνυμο CD του στην 2nd Floor, για να ακολουθήσουν τα Getting Rooted [Enja, 2003], Fahrvergnugen [Intuition, 2006] και On 52nd 1/4 Street το 2008. Το “Listen to Your Woman” [nWog Records 001, 2010] είναι κατά πάσα πιθανότητα το πέμπτο άλμπουμ τους, ένα απολαυστικό… blues έργο, διαστρεβλωμένο μέσα από τα παιξίματα και τις προοπτικές που ανοίγουν οι τέσσερις μουσικοί. Το εισαγωγικό “Rusty bagpipe boogie” μοιάζει, και μάλλον είναι, ένα τυπικό boogie-woogie διαμορφωμένο εντός των πλαισίων της hard bop αισθητικής. Το “One for George” είναι ένα mid-tempo blues με ωραίο άλτο από τον Chisholm. Πολύ ενδιαφέρον το φερώνυμο “Listen to your woman”, ένα 12μετρο σε αργό τέμπο (και με διπλές μελόντικες προς το τέλος!). Κομματάρα το “How play blues” με άπιαστα bass riffs και groovy πνευστά, εκτός τόπου το “Hot summer blues” με το throat singing, τις μινόρε κλίμακες και το… βαλκανικό ηχόχρωμα και απίστευτη η… reggae jazz στο “Behind the heart beat”. Τα τρία τελευταία κομμάτια, απλώς επιβεβαιώνουν το άριστα τού άλμπουμ. Το “Erectile dysfunction” δεν το αντιλαμβάνεσαι στο μέτρημα, το “Precision” απομονώνει ένα κάπως noir κλίμα καταδίωξης, ενώ το “Melancholia”, που κλείνει το CD, χάνεται στα multiphonics (φόρος τιμής στον μεγάλον Albert). Εν ολίγοις; Ένας δίσκος, για πολλά πράγματα.
Στο δεύτερο CD, φαινομενικώς, η κατάσταση μοιάζει περισσότερο ελέγξιμη, αν και – ακόμη και μετά την πρώτη ακρόαση – γρήγορα διαψεύδεσαι. Αναφέρομαι, βεβαίως, στο “Moods & Modes” [nWog 002, 2010], στη συνεργασία με άλλα λόγια του Nils Wogram με τον ρώσο πιανίστα Simon Nabatov· μια συνεργασία που κρατάει από παλαιά. Τρομπόνι και πιάνο δίχως παρελκόμενα, σε συμφωνία ή σε διαφορά φάσης, αναλόγως με τα κέφια των δύο μουσικών και τις απαιτήσεις των συνθέσεων (τέσσερις του Wogram, πέντε του Nabatov). Έτσι, οι δυο τους άλλοτε παραλληλίζονται μέτρο-μέτρο (“Split the difference”), άλλοτε αφήνονται σε cool, θλιμμένες προσεγγίσεις (“Moving in”) και άλλοτε αποδεικνύονται απολύτως εφευρετικοί στη δημιουργία κατακερματισμένων ατμοσφαιρών (“Full stop”), τη βοηθεία τεχνικών multiphonics και πιανιστικών κρεσέντων. Αυτοδύναμο, οπωσδήποτε, CD, αλλά και… συμπληρωματικό του πρώτου κατά μίαν έννοια.
Επαφή: www.nwog-records.com

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΕΝΙΔΗΣ a folk hero

Ρίχνοντας μια ματιά σ’ ένα τετράδιο με (δικές μου) σημειώσεις, που είχα χάσει και το οποίον εντόπισα προσφάτως, έπεσα πάνω σ’ ένα σχεδίασμα κειμένου για τον κιθαρίστα και συνθέτη Βασίλη Τενίδη. Είχα καταγράψει κάποιες πληροφορίες, είχα τσεκάρει ορισμένους δίσκους, αλλά επειδή το σχεδίασμα ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια παλαιό, όπως διαπίστωσα, παρουσίαζε ελλείψεις. Μπορεί ούτε τώρα να είμαι έτοιμος ώστε να παρουσιάσω ένα κάπως πλήρες πορτρέτο του Τενίδη (θα χρειαζόμουν, οπωσδήποτε, τη συνεισφορά τού φίλτατου, συνεργάτη στο Jazz & Τζαζ, Θωμά Ταμβάκου, μιας και ο συνθέτης έχει και μία παράλληλη κλασική διαδρομή), μπορώ όμως να καταγράψω κάποιους δίσκους – οπωσδήποτε επισκιασμένους – που φανερώνουν κάτι μοναδικό φρονώ. Τη συνεισφορά του Βασίλη Τενίδη στην οικοδόμηση ενός ελληνικού folk ήχου, με την έννοια που έχει εκείνος (ο ήχος) στην αλλοδαπή.Ο Τενίδης υπήρξε (είναι) ένας από τους συνθέτες του Νέου Κύματος· ξεκίνησε δηλαδή να γίνεται γνωστός στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Τραγούδια του ερμηνεύσαν τότε ο Γιώργος Ζωγράφος («Τ’ όμορφο νησί», «Μια φλόγα ήσουν»), ο Μιχάλης Βιολάρης («Ποια γωνιά»), η Κίτσα Καζάκου (“The time for love”) στο soundtrack της ταινίας «Επιτάφιος Για Εχθρούς και Φίλους» (1966). Ως session κιθαριστής, ο Τενίδης, αρχίζει να διακρίνεται από την αρχή, κατορθώνοντας, μάλιστα, να τυπώνει τ’ όνομά του στους φακέλλους και τα labels των δίσκων. Φερ’ ειπείν…Το 1966(;) ο λαρισαίος μουσικός συμμετέχει στην πρώτη ηχογράφηση της Μαριάννας Τόλη, η οποία, ως Marianna, παρουσιάζει ένα 4αράκι στη Zodiac [ZE 8501] με τα τραγούδια “He was a friend of mine (διασκ. Bob Dylan), Four strong winds (του Ian Tyson)/ Cocaine blues (διασκ. Dave Van Ronk), You were on my mind (της Sylvia Tyson)”. Θυμάμαι σε μια εκπομπή της τηλεόρασης την εξαιρετική τραγουδίστρια, με τη γνωστή σε όλους μουσικο-θεατρική καριέρα, να μιλά για την εποχή που ξεκινούσε στις μπουάτ, όπως και για την εκτίμηση που είχε προς εκείνην ο Πατσιφάς, παρουσιάζοντάς την (τότε) κάπως σαν τον θηλυκό Σαββόπουλο.
Το 1968 ο Τενίδης συμμετέχει (μαζί με τον Νότη Μαυρουδή), παίζοντας κιθάρα φυσικά, στο άλμπουμ τού Πάνου Σαββόπουλου «Το Δωμάτιο» [Polydor 45292, 1968]. Εδώ http://is.gd/Z5hq0D και η σχετική ανάρτηση.Την επόμενη χρονιά τον συναντάμε σ’ ένα ακόμη πιο σκοτεινό LP. Στο μοναδικό προσωπικό (και φερώνυμο) του Δημήτρη Λάβδα [Olympic SBL 1002, 1969]. Ο Λάβδας ήταν Μαθηματικός με καλλιτεχνικές όμως ανησυχίες (είχε περάσει και από τον κινηματογράφο της εποχής, αφού πρωταγωνιστούσε μαζί με την Καίτη Θεοχάρη στην ταινία «Υπόθεσις Ερμής» του Δημήτρη Ζαννίδη – αυτός πρέπει να ’ναι), γράφοντας folk τραγούδια πάνω σε στίχους του Δημήτρη Ιατρόπουλου, του Γιάννη Μέτσικα κ.ά. Το άλμπουμ του έχει ορισμένα ενδιαφέροντα κομμάτια, με καλύτερο όλων τον «Γυρισμό» (των Μιχάλη Καρρά και Κώστα Κινδύνη). Εδώ και το «Της Χαλιμάς τα παραμύθια» (σε μουσική του Λάβδα και στίχους του Ιατρόπουλου), που μελοποίησε αργότερα (1977) και ο Γιάννης Σπανός (τραγουδήθηκε από τον Κώστα Καράλη). Η εκδοχή του Λάβδα είναι κατώτερη εκείνης του Σπανού, διαθέτει όμως τους αλλαγμένους από τη λογοκρισία στίχους· άρα, και γι’ αυτό το λόγο, έχει μιαν αξία. Ενώ ο Καράλης τραγουδά «Παίξε λοιπόν κι εσύ στα ζάρια», ο Δημήτρης Λάβδας τραγουδά «Παίξε λοιπόν κι εσύ στην τύχη», το «Εγώ ξεθάβω τους νεκρούς μου» γίνεται «Εγώ ξεθάβω τις αγάπες»(!), ενώ απουσιάζει (από τη μελοποίηση του Λάβδα) εντελώς το δίστιχο «Εγώ το αίμα μου το δίνω/ να βρει η γενιά μου οδηγητή». Περιττό να πω πως η κιθάρα του Βασίλη Τενίδη διατρέχει όλη την ηχογράφηση.Ένα άλλο folk LP, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά (1969), έχοντας και αυτό ως βασικό συντελεστή τον Τενίδη είναι το «Μουσικό μου Άλμπουμ» [RCA Victor/ Olympic SLPMG 52] της Δώρας Μόραλη. Η Μόραλη εμφανίστηκε στις μπουάτ την περίοδο 1968-69. Την ανακάλυψε ο Γιάννης Σπανός και σχεδόν αμέσως της ετοιμάζει αυτόν το δίσκο που περιλαμβάνει τέσσερα δικά του τραγούδια σε δεύτερη εκτέλεση, αλλά και κομμάτια των Mίμη Πλέσσα, Ηλέκτρας Παπακώστα, Γιώργου Κοντογιώργου, Σταύρου Ξαρχάκου, Λίνου Κόκοτου, Νίκου Χουλιαρά (άπαντα versions). Να μη φανώ σκληρός, αλλά ό,τι αξίζει στο δίσκο είναι η κιθαριστική συνοδεία του Τενίδη, αφού οι ερμηνείες της Μόραλη, δεν μπορεί να συγκριθούν με τις πρωτότυπες.Για το LP της Ευγενίας Συριώτη «Ταξιδεύοντας» [Rod Strofes STXG 12003, 1970] έχω κάνει ήδη σχετική ανάρτηση http://is.gd/wj6ZMc. Όπως είχα γράψει κι εκεί: Η Ευγενία Συριώτη και ο Βασίλης Τενίδης αποδίδουν στη γλώσσα μας σκοπούς από το Μεξικό, τη Χαβάη, τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Κύπρο, το Ισραήλ, την Αρμενία, την Αγγλία, την Ουαλία, την Περσία και την Ελλάδα. Το όλον κλίμα παραπέμπει στα αντίστοιχα folk duo της εποχής, και βεβαίως της αλλοδαπής, π.χ. στους David και Marianne Dalmour, με την Ευγενία Συριώτη να δίνει μερικές απροσδόκητες ερμηνείες – φερ’ ειπείν στο χιώτικο «Πυργούσοι» ή στο «Τι κακό σου έχω κάνει», ένα folk-psych gem με σπηλαιώδη φωνητικά, ικανό να χτυπήσει τα καλύτερα της Shirley Collins και του Davy Graham.Το όνομα του Βασίλη Τενίδη το συναντούμε ακόμη σε ορισμένους ποιητικούς δίσκους, με γνωστότερον όλων τον «Ο Ρίτσος Διαβάζει Ρίτσο, Ι» του 1966, από τη σειρά Ελληνικά Ποιήματα της Lyra/Διόνυσος [YDL 0857]. Ο κιθαρίστας συνοδεύει τον ποιητή κατά τη διάρκεια των απαγγελιών. Επίσης (ο Τενίδης) είχε επιμεληθεί ένα άλλο σχετικό, αλλά παντελώς άγνωστο, άλμπουμ, το «Ποιήματα» [Rod Strofes STXG 12006, 1971] του Π.Α. Μιχελή. Ο Παναγιώτης Α. Μιχελής (1903-1969), γεννημένος στην Πάτρα, υπήρξε θεωρητικός της αρχιτεκτονικής και της φιλοσοφίας της τέχνης. Από το 1941 και μέχρι το 1969 διετέλεσε τακτικός καθηγητής στην έδρα της Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ενώ εκτός από τις φιλοσοφικές και αρχιτεκτονικές του μελέτες εξέδωσε και τέσσερις ποιητικές συλλογές, όπως πληροφορούμαστε από το βιογραφικό του στο site της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής http://is.gd/f47WXC. Στο άλμπουμ ο Π.Α. Μιχελής διαβάζει ποιήματα και από τις τέσσερις συλλογές του: «Ανθέμια» (1948 ή ’49), «Ο Δρόμος των Πουλιών» (1951), «Δήλος Άδηλος» (1952) και «Αναδρομές» (1958).
Στον κινηματογράφο ο Τενίδης υπέγραψε ορισμένα soundtracks, εκ των οποίων μόνο το “Epitaph for Friends and Enemies” [Lyra LE 2042, 1966] εκδόθηκε (σε 7ιντσο). Πρόκειται για το OST της ταινίας του Jiří Sequens με τους Νίκο Κούρκουλο, Gunther Stoll, Γιάννη Βόγλη, που σημαδεύτηκε και από τη συμμετοχή της περίφημης Ορχήστρας του Λεβ σε τρία κομμάτια (“Blues”, “Time for dance”, “Theme from the film”). Δε θυμάμαι τη μουσική του στο «Χωρίς Συνείδηση» (1972) του Βαγγέλη Σερντάρη, μια ταινία που έχω να τη δω από τη δεκαετία του ’80 και που θα ήθελα να την ξαναδώ (και για τη μουσική της αυτή τη φορά). Το σενάριο θυμίζει κάτι (κάτι λέω) από ένα διήγημα του Borges στην «Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας», με τον Κώστα Μεσσάρη να αποδέχεται την πρόταση του δικηγόρου Μάνου Κατράκη να υποδυθεί το χαμένο γιο του – και τούτο προς χάριν της συζύγου του, που νομίζει το παιδί τους νεκρό. Στην πορεία, όμως, εμφανίζεται ο χαμένος γιος κι η κατάσταση μπερδεύεται… Το 1973, ο Βασίλης Τενίδης παίρνει Βραβείο Μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το soundtrack της ταινίας του Γιώργου Φιλή «Γρηγόρης Αυξεντίου – Ένας ήρωας με το μνημοσκόπιο» (δραματοποιημένο ντοκυμαντέρ αφιερωμένο στον κύπριο εθνικό ήρωα, αγωνιστή της EOKA).
Παρά λίγο να ξεχάσω να πω πως, ως session κιθαρίστας, ο Βασίλης Τενίδης εμφανίζεται και σε πιο… overground δίσκους, όπως στο «Εκείνο το Καλοκαίρι» [ΕΜΙ/ His Master’s Voice, 1971] του Γιάννη Σπανού, στο «Μεγάλο Ερωτικό» [Νότος, 1972] του Μάνου Χατζιδάκι κ.ά., ενώ ιδιαίτερη folk αξία έχει το LP του «Κύπρια Έπη» [ΕΜΙ/ Columbia 14C 064-70835, 1977], που είναι σε παραγωγή του Πολύτροπον του Μάνου Χατζιδάκι.
Ακούγονται στη σειρά τα τραγούδια:
1. «Τ’ όμορφο νησί» (Βασίλης Τενίδης - Μάρκος Τσιριμώκος) με τον Γιώργο Ζωγράφο,
2. “Cocaine blues” με την Μαριάννα Τόλη (στη διασκευή του Dave Van Ronk) – ευχαριστώ τον Atakto751 για την άμεση ανταπόκριση,
3. «Όλα δικά σου μάτια μου» (Μίμης Πλέσσας – Λευτέρης Παπαδόπουλος) με τη Δώρα Μόραλη και
4. «Καμιά φορά νοιώθω σαν ορφανός», το spiritual “Sometimes I feel like a motherless child” με τους ελληνικούς στίχους και την ερμηνεία της Ευγενίας Συριώτη, όπως και την κιθάρα του Βασίλη Τενίδη…

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Ευρωπείς και Φαρισαίοι…

Αυτή η εμμονή της… ιεράς συμμαχίας για τις υπογραφές του ενός και του άλλου, προκειμένου να πέσουν τα φράγκα (ίνα μπορούμε να πληρώνουμε τόκους και τοκοχρεολύσια δηλαδή), είναι αστεία (τουλάχιστον). Πώς είναι δυνατόν να δεσμεύονται κάποιοι, για πράξεις του αμέσου ή του λιγότερο αμέσου μέλλοντος, όταν μεσολαβούν εκλογές; Δηλαδή, αν μετά τις επόμενες εκλογές δημιουργηθεί μια κυβέρνηση συνεργασίας από τις λεγόμενες αντι-μνημονιακές δυνάμεις – λάβετέ το ως υπόθεση εργασίας – τι αξία θα έχει στα χέρια του Σόιμπλε (και του όποιου Σόιμπλε) μία υπογραφή του Σαμαρά (και του όποιου Σαμαρά); Αλλά και το άλλο. Αν ο Σαμαράς (και ο όποιος Σαμαράς) υπογράψει και στο ενδιάμεσο – πριν τις εκλογές – πάρει... άλλη στροφή η βίδα και αποφασίσει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, ή ρε παιδί μου τα κακαρώσει, η υπογραφή του είναι δυνατόν να δεσμεύσει και το διάδοχό του;
Ο φαρισαϊσμός των Ευρωπαίων δεν έχει όριο. Αντί να πουν «Έλληνες, ξεχάστε τις εκλογές μέχρι το 2021» (και βλέπουμε) – γιατί, επί της ουσίας, περί αυτού πρόκειται – ή, εν πάση περιπτώσει, «αν θέλετε εκλογές, βγάλτε την οικονομία από την ατζέντα, και συζητείστε για ό,τι άλλο θέλετε», εκείνοι έχουν κολλήσει σε μια κανονιστική ρητορεία που, και ως τέτοια, είναι μισή. Καθότι, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο (αντιλαμβάνεστε πώς το λέω), θα πρέπει να εξασφαλίσουν υπογραφές όχι μόνον από τους δελφίνους των κυρίαρχων κομμάτων, αλλά ακόμη από την Παπαρήγα και τον Τσίπρα… (γελάστε φραγκόκοτες).
Πραγματικά, δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω τη λουθηρανική τυπολατρία…

ακρότητες εκ των έσω

Sister Overdrive είναι το παρωνύμιο του ηλεκτρονικάριου Γιάννη Κοτσώνη. Ο Κοτσώνης, όπως διαβάζω στο δίκτυο, έχει δώσει στίγμα μέσα από δουλειές του για το θέατρο, το σύγχρονο χορό, τον κινηματογράφο, λοιπά δρώμενα και εγκαταστάσεις, εστιάζοντας σε μία περιβαλλοντική ανάδειξη του ηχητικού δεδομένου, μέσα, πάντα, από την προσωπική του ηλεκτρακουστική προσέγγιση. Το “Honey”, που κυκλοφορεί σε ωραία συσκευασμένη κασέτα 100 αντιτύπων, είναι ένα καθαρώς μουσικό έργο (εννοώ πως έχει μιαν αυθυπαρξία, αφού δεν έχει γραφεί για να συνοδεύσει κάτι άλλο), το οποίο, αν και χωρίζεται αναγκαστικώς σε δύο μέρη (η πρώτη πλευρά διαρκεί 17:47, ενώ η δεύτερη 20:10), διατηρεί μιαν ενότητα ύφους και αφήγησης (παρότι η b side είναι πιο… υποδόρια και εσωστρεφής). Το ακουστικό συνεχές, που αποδίδεται άψογα και ανθρώπινα από την ταπεινή MC (την ψάχνεις λίγο με το bias, αλλά με το play trim στο max νομίζω πως πιάνεις max), αποτυπώνει μιαν ηχητική περιπέτεια, ένα ακουστικό σενάριο αύταρκες και αυτοδύναμο, που φανερώνει όχι μόνον το αισθητικό εύρος της σκηνής, αλλά και την αποφασιστικότητα τού διαχειριστή. Επαφή: www.thesorg.noise-below.org Τον Γιάννη Κοτσώνη όμως, που χειρίζεται πάντα ηλεκτρονικά, τον συναντάμε και στο ντούο Acte Vide, δίπλα στην πιανίστα Δανάη Στεφάνου. Το 3ιντσο CD-R που έχω στα χέρια μου (120 αντίτυπα, σε έγχρωμο διπλωμένο cover, διάρκεια 19:53) υπό τον τίτλο “Noeud” [more.mars.team] είναι ζωντανά ηχογραφημένο την 21/12/2009 στα εγκαίνια της KNOT gallery. Οι δύο μουσικοί συγκεράζουν σύγχρονες κλασικές αναφορές (που ξεκινούν απ’ τον Satie), με στοιχεία πιανιστικού αυτοσχεδιασμού και ηλεκτρονικού manipulating παρουσιάζοντας ένα έργο από το οποίο δεν λείπει μια κάποια αφηγηματικότητα (αν και δεν είναι αυτό το αιτούμενο). Υπάρχει μία συνάφεια δηλαδή που συνδέει τα μέρη του “Noeud”, προσφέροντας στο άκουσμα μία αδιάσπαστη ενότητα. Επαφή: www.moremars.org Για τον Κωστή Κηλύμη είχα γράψει και παλαιότερα με αφορμή την ετικέτα organized music from thessaloniki, αλλά και το προσωπικό του project Syndromes (δες κι εδώ http://is.gd/2QR6hd). Τον Κηλύμη τον συναντάμε σε μία ακόμη πρόσφατη έκδοση (1-sided 12ιντσο), το “IF OTHER PEOPLE EXIST then they are totally sealed secrets”, που έγινε με τη συνεργασία του σουηδού αβαντ-γκαρντίστα Leif Elggren και το οποίο εκδόθηκε σε 200 αντίτυπα, τον προηγούμενο Μάιο (συνεργασία της ελληνικής Excrete Music και της σουηδικής Firework Εdition Records). Οι παλαιότεροι είναι πιθανόν να θυμούνται τον Elggren από τη συμμετοχή του (μαζί με τον συνοδοιπόρο του Kent Tankred) σ’ ένα άλλο ελληνικό LP, τη συλλογή «Από Μηχανής Μουσική» [Ano Kato, 1991], εκεί όπου οι δύο πειραματιστές είχαν παρουσιάσει το δικό τους μείγμα θορύβων, φωνών και ηλεκτρονικών. Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα (4/12/2010), ο 60χρονος πια Elggren συναντά τον Κηλύμη στο Σπίτι Πολιτισμού της ΦΕΞ (Φιλοπρόοδος Ένωση Ξάνθης), παρουσιάζοντας από κοινού ένα εκστατικό, ηλεκτρονικό συνονθύλευμα εντός του οποίου δυναμική παρουσία έχουν τα κείμενα και οι φωνές (του Elggren). Το περίπου 15λεπτο άκουσμα είναι τσιτωμένο στα άκρα (mastering από τον Giuseppe Ielasi), μετατρέποντας την ακρόαση σε μια ενδιαφέρουσα (ακουστική) εμπειρία. Επαφή: www.noise-below.org

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

MARCHETTI - NOETINGER Παρίσι - Γενεύη

Με δύο μαγνητόφωνα Revox B77 υπό μάλης (δε χωράνε… ο λόγος το λέει), οι Lionel Marchetti και Jérôme Noetinger παραδίδουν με το “Paris - Geneve” [πτώματα κάτω από το κρεββάτι, 2011] ένα παλαιάς κοπής electronic LP, που ανακαλεί στη μνήμη μου τις μεγάλες μέρες του INΑ-GRM πίσω στη δεκαετία του ’70. Ας σημειώσω επί τη ευκαιρία πως το GRM δηλ. το Groupe de Recherches Musicales στήθηκε από τον Pierre Schaeffer το 1951, για να ενωθεί με το ΙΝΑ δηλ. το Institut National Audiovisuel το 1974· με τη συνένωση να φέρνει και την ίδρυση του φερώνυμου label. Εδώ, μια παρένθεση…
Στο rate your music και αλλαχού αναφέρεται πως το άλμπουμ Mutations του Jean-Claude Risset, σε ετικέτα INA-GRM προέρχεται από το 1969· τότε γράφτηκε το Mutations. Βάσει των δικών μου στοιχείων θεωρώ απίθανο να βγήκε εκείνη τη χρονιά το συγκεκριμένο άλμπουμ. Κατά πάσα πιθανότητα – γιατί το LP δεν το έχω – πρόκειται περί λάθους· το discogs, για παράδειγμα, αναφέρει ως έτος έκδοσης το 1978. Το λέω τούτο, γιατί δεν πρέπει να υπάρχουν εκδόσεις βινυλίου του INA-GRM πριν το ’74. Πιθανώς, δε, το πρώτο LP του label να είναι το “De Natura Sonorum” του Bernard Parmegiani από το 1975. Πιθανώς λέω… Κλείνει η παρένθεση.
Οι δύο συνθέτες, απόλυτοι fans της μουσικής concrete (o Marchetti ηχογραφεί στο GRM από το 1993, ενώ ο πιο… ηλεκτρακουστικός Noetinger τρέχει, μεταξύ άλλων, το γνωστό avant label Metamkine), έχοντας ως όπλο τη φαντασία τους, φυσικά την τεχνική τους και βεβαίως το σχετικό εξοπλισμό, παραδίδουν ένα έργο δύο πλευρών (ο Francois Bayle θα είναι πάντα μία αναφορά), το οποίο διατηρεί όλη την in-house μαγεία (του στούντιο και του label), που συνίσταται, χονδρικώς, στην προσήκουσα improv πλατφόρμα με τα δυνατά bias (για την… κατανόηση των χαμηλών), τις ατέρμονες μικρο-επαναλήψεις και τους «ελαστικούς» περιοδικούς ρυθμούς. Στηριγμένοι, λοιπόν, σε μια κλασική (πια) πρακτική της (ηχητικής) avant παραγωγής, εκείνης της αυθυπαρξίας του μέσου παραγωγής – το μέσον είναι το μήνυμα –, οι Marchetti και Noetinger αναδεικνύουν το Revox B77 σ’ έναν εν δυνάμει μεταπράτη ενός συντριπτικού, στην εξέλιξή του, ηχητικού απροσδόκητου, αστείρευτου ενδιαφέροντος. Να πω μόνον πως η πλευρά Geneve είναι ηχογραφημένη (στη Γενεύη) από τον Rudy Deceliere κατά τη διάρκεια του La cave 12 a l’Ecurie (#73) την 8/2/2009, ενώ η Paris από το GRM (στο Παρίσι), κατά τη διάρκεια του festival PRESENCES electronique την 18/3/2007.
Επαφή: www.butterfly.noise-below.org
Το βίντεο που ακολουθεί δεν έχει καμμία σχέση με το “Paris - Geneve”· είναι 11 χρόνια παλαιότερο…

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

για τον ΠΡΩΤΑΡΗ

Πριν λίγες μέρες, στο σπίτι ενός φίλου, είδα ανοιγμένο στο γραφείο του το βιβλίο τού Charles Webb «Ο Πρωτάρης», πάνω στο οποίο βασίστηκε η γνωστή ταινία “The Graduate” (1967) του Mike Nichols με την Anne Bancroft και τον Dustin Hoffman (και τα τραγούδια των Simon & Garfunkel – “Mrs. Robinson” κ.λπ.). Ας πω από την αρχή πως τη συγκεκριμένη (ελληνική) έκδοση δεν την αναγνώρισα. Γυρνώντας, όμως, στο εξώφυλλο είδα πως επρόκειτο για έκδοση του Κέδρου (σε μετάφραση Πάνου Σταθογιάννη) από το 2008. Ο φίλος, μάλιστα, είχε κόψει, τοποθετώντας ανάμεσα στα φύλλα, και μία κριτική του βιβλίου από την εφημερίδα Τα Νέα της 9/8/2008, εκεί όπου η Εριφύλη Μαρωνίτη έγραφε την εξής μπαρούφα: «ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΥΛΙΚΟ ΠΡΩΤΑΡΗ, ΤΟ ΟΜΟΤΙΤΛΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΤΣΑΡΛΣ ΓΟΥΕΜΠ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΒΑΣΙΣΤΗΚΕ Η ΤΑΙΝΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…». (Τα κεφαλαία γράμματα δεν τα χρησιμοποίησα εγώ, τα έκανα copy-paste από εδώ http://is.gd/JAyfiz). Θυμάμαι πως είπα του φίλου, από μνήμης, ότι ο «Πρωτάρης» (το βιβλίο εννοώ) είχε πρωτοκυκλοφορήσει στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 σε βίπερ, και πως, εν πάση περιπτώσει, πηγαίνοντας στο σπίτι θα το έβρισκα στη βιβλιοθήκη και πως θα του τηλεφωνούσα, δίνοντάς του ακριβέστερες πληροφορίες.
Αρχικώς, η Μαρωνίτη δεν διευκρίνιζε τι εννοούσε όταν έγραφε «σαράντα χρόνια από τον θρυλικό πρωτάρη». Γιατί αν υπονοούσε 40 χρόνια από την έκδοση του βιβλίου, τότε είχε λάθος, αφού τα χρόνια από το 1963, που πρωτοεκδόθηκε στην Αμερική η νουβέλα του Webb, μέχρι το 2008 ήταν 45. Αν υπονοούσε την ταινία (που μάλλον έτσι ήταν) τότε πάλι δεν ήταν ακριβής, αφού τα χρόνια ήταν 41, μια και η ταινία είναι παραγωγής 1967. Ok, στρογγύλεψε προς την 40ετία για να προξενήσει μεγαλύτερη εντύπωση…
Το χοντρό λάθος πάντως (ανεπίτρεπτο, θα έλεγα, για συντάκτρια στήλης βιβλίου), αφορά σ’ εκείνο το «κυκλοφορεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα». Δεν ξέρω που το βρήκε αυτό η κυρία Μαρωνίτη, αλλά είναι πολύ πιθανό να το αντέγραψε από το δελτίο Τύπου του Κέδρου (δες κι εδώ http://is.gd/puuAQC), όπου, θέλεις από ασχετοσύνη θέλεις από… υπερβάλλοντα ζήλο, κάποιος υπάλληλος του εκδοτικού οίκου έγραψε εκείνο το «για πρώτη φορά» και… όποιον πάρει ο χάρος.
Για μένα, για να γίνω ξεκάθαρος, το πρόβλημα δεν αφορά στα δελτία Τύπου αυτά κάθε αυτά που, συνήθως, είναι για άμεση ανακύκλωση, αλλά στον τρόπο που αναπαράγονται από αφελείς – για να χρησιμοποιήσω μία λέξη λιγότερη οδυνηρή από την άσχετος – συντάκτες και συντάκτριες των sites και των εφημερίδων. Φυσικά η δήθεν πρωτιά του «Πρωτάρη» δεν έμεινε μόνο στα Νέα· πέρασε κι αλλού (αφού, όπως αποδεικνύεται, αρκετοί συντάκτες αγνοούσαν την πρώτη-πρώτη έκδοση). Ας πούμε στην Ελευθεροτυπία (http://is.gd/QuhNNO), ο Χρήστος Σιάφκος γράφει πως «το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα» (ενώ είχε κυκλοφορήσει 38 χρόνια πριν), ο Ηλίας Μαγκλίνης στην Καθημερινή (http://is.gd/kdCqPB) αποφαίνεται πως «το πρωτότυπο μυθιστόρημα, στο οποίο βασίστηκε η ταινία, κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Κέδρος» κ.ο.κ. (Οι εμφάσεις δικές μου). Η πρώτη έκδοση του «Πρωτάρη» [Πάπυρος] με τις 14 δραχμές
Και για να προχωρήσουμε στην ουσία. «Ο Πρωτάρης» του Τσαρλς Γουέμπ πρωτοβγήκε στη γλώσσα μας το 1970, ή έστω στις αρχές του 1971 (copyright 1970) από τις εκδόσεις ΒίΠΕΡ/ Papyros Press Ltd (μετάφραση Τασσώ Καββαδία). Μάλιστα είναι το νούμερο 4 στη σειρά ΒίΠΕΡ του Παπύρου (από τα πρώτα δηλαδή) και στην αρχική του έκδοση κόστιζε 14 δραχμές (thanks Κώστα), με την τιμή να αναγράφεται ευκρινώς πάνω δεξιά στο εξώφυλλο. Το λέω τούτο, γιατί, υπάρχει και η έκδοση των 20 δραχμών, που είναι η δεύτερη και που, πιθανώς, να βγήκε 5-6 χρόνια αργότερα (αν κρίνω από την αύξηση των 6 δραχμών στην τιμή). Ας πω ακόμη πως οι δύο εκδόσεις BίΠΕΡ του Παπύρου, πέραν τις τιμής, έχουν και κάποιες ακόμη διαφορές. Η των 14 δρχ. (η πρώτη δηλαδή) έχει κατά τι μεγαλύτερο ύψος, ενώ είναι και πιο χοντρή, έχει πιο χοντρό φύλλο δηλαδή (εννοείται πως το κασέ, άρα και ο αριθμός των σελίδων είναι ο ίδιος). Επίσης, οι δύο εκδόσεις διαφέρουν στις τελευταίες διαφημιστικές σελίδες. (Άλλα βιβλία διαφημίζονται στην πρώτη έκδοση, όπως η «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου» του Raymond Cartier, και άλλα στη δεύτερη, π.χ. η «Υπόθεση Μάστερς» του Burt Hirschfeld). Τώρα, το βίπερ δεν μπορώ να το συγκρίνω με το βιβλίο του Κέδρου, όσον αφορά στη μετάφραση (καθότι την τρίτη έκδοση, στον Κέδρο, δεν την έχω διαβάσει), αλλά μπορώ να συγκρίνω τα δύο εξώφυλλα κοιτάζοντάς τα. Περιττό να πω πως βρίσκω το εξώφυλλο του Παπύρου απείρως πιο ελκυστικό, λόγω του συνδυασμού των χρωμάτων. Η δεύτερη έκδοση του «Πρωτάρη» [Πάπυρος] με τις 20 δραχμές
Και κάτι ακόμη. Η ταινία «Ο Πρωτάρης» προβλήθηκε στην Ελλάδα την περίοδο 1968-69 (βγήκε στις αίθουσες για την ακρίβεια την 25/11/ 1968). Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος (Σ.Κ.), που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του ’69 (το εξώφυλλό του το βλέπετε στη δεξιά στήλη του blog, προς τα κάτω) υπάρχει βαθμολογία για την ταινία από τους κριτικούς της εποχής. Ιδού οι απόψεις: Θόδωρος Αγγελόπουλος του Σ.Κ. (x – βλέπεται με επιφύλαξη), Ειρήνη Καλκάνη της Απογευματινής (xxx – να το δείτε οπωσδήποτε), Γιώργος Κόρρας του Σ.Κ. (xx – ενδιαφέρον), Τώνης Λυκουρέσης του Σ.Κ. (άνευ x – δηλαδή κακό), Γιάννης Μπακογιαννόπουλος του Σ.Κ. (xx – ενδιαφέρον), Μαρία Παπαδοπούλου του Έθνους (xxx – να το δείτε οπωσδήποτε), Βασίλης Ραφαηλίδης του Σ.Κ. (x – βλέπεται με επιφύλαξη), Κώστας Σταματίου από Τα Νέα (xxx – να το δείτε οπωσδήποτε), Τώνης Τσιρμπίνος από τη Νέα Πολιτεία (xxx – να το δείτε οπωσδήποτε) και… Φώντας Τρούσας από το Δισκορυχείον (3x/2, δηλαδή ενάμισι x, καθώς η κριτική έχει… προοδεύσει από τα τέλη του ’60 και βαθμολογεί και με «μισά» – βλέπεται με όρεξη, όταν είσαι στα 20).

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

NICOLE JO painting heaven

Η Nicole Jo, ή Nicole Johänntgen όπως είναι το πλήρες όνομά της, είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, ενίοτε δε και απρόβλεπτες, σαξοφωνίστριες που δρουν τώρα στο… δίδυμο Ελβετία-Γερμανία. Και το απρόβλεπτο έχει να κάνει με το γεγονός πως από άλμπουμ σε άλμπουμ – αρχής γενομένης από το 1999 και το “Fujo” – η Jo εμπλουτίζει το ρεπερτόριό της, διαμορφώνοντας ένα όλο και πιο αυθεντικό προφίλ. Τον Αύγουστο του ’08, αναφερόμενος στο δίσκο της “4Ever” [Klangsphaere, 2007] είχα γράψει στο Jazz & Τζαζ πως… η Nicole Jo και το σχήμα της έρχονται να προτείνουν έναν ήχο αρκετά eighties, εντελώς Δυτική Ακτή, που θα μπορούσε να συναγωνιστεί με άνεση εκείνον του (σαξοφωνίστα) Bill Evans, στην Blue Note, στα μέσα της δεκαετίας. Ένα καλοπαιγμένο δηλαδή contemporary fusion από μια sax-woman και το συγκρότημά της (Stefan Johänntgen πλήκτρα, Christian Konrad strings, κιθάρες, μπάσο, Elmar Federkeil ντραμς), ικανό οπωσδήποτε ν’ ανοίξει πανιά για την άλλη πλευρά του... Ειρηνικού. Από αριστερά: S. Johänntgen, C. Konrad, Nicole Jo, E. Federkeil
Τα πράγματα, όμως, αλλάζουν. Και να τώρα η Nicole Jo, με τους ίδιους ακριβώς μουσικούς πλάι της (που άφησαν το όνομά τους Needs 2B Funky να εκπέσει), σ’ ένα ολοκαίνουριο CD, το πέμπτο στη σειρά υπό τον τίτλο “Go On” [Jazzhaus, 2011], να επιχειρεί μέσα από 15 πρωτότυπες συνθέσεις (οι περισσότερες δικές της) να εκφράσει κάποιες βαθύτερες jazz αγωνίες.
Αφήνοντας, έτσι, κατά μέρος τα funky περιτυλίγματα (όχι πως εκλείπουν εντελώς, αλλά δεν πρόκειται και για το κυρίως μενού), η Jo δείχνει να ενδιαφέρεται εξ ίσου πλέον για το folklore (βαλκανικό ή άλλο), όπως και για τις κλασικές jazz ballads, δίχως να εξοβελίζει από τις εγγραφές της το groovy ή ακόμη και το ελεύθερο αυτοσχεδιαστικό στοιχείο. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι ολοφάνερο σε κομμάτια όπως το “Run”, με τις ρυθμικές εναλλαγές να δημιουργούν μιαν αυξανόμενη ένταση, και με τα σαξοφωνικά soli (πότε στο άλτο και πότε στο σοπράνο) να τις καθορίζουν. Το βαθύ ρυθμικό τμήμα στο “Space up”, αλλά και η γενικότερη διαχείριση (κιμπορντική ή άλλη) θα μπορούσε να χρωστά στον Eddie Harris, ενώ στο “Smell of Spring” τα bluesy ηχοχρώματα, επιβεβαιώνουν απλώς την αισθητική στροφή της Γερμανίδας. Άλλες δε συνθέσεις, όπως το 7λεπτο “Brachial”, εκμεταλλεύονται το funky υπόστρωμά τους προκειμένου να συνομιλήσουν με το ελεύθερο πείραμα, ενώ άλλες, όπως η έσχατη κρυφή, ποντάρουν ακόμη και στο τραγούδι, δείχνοντας πως η Nicole Jo κάτι έχει στο νου της, που, πιθανώς, ν’ αποτελέσει μία ακόμη έκπληξη στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Επαφή: www.nicolejo.de

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ μανδύας

Έτσι όπως κινείται πια η εγχώρια δισκογραφία – άλμπουμ να τυπώνονται και να μην τα παίρνει κανείς χαμπάρι – είναι λογικό να ξεφεύγουν πράγματα. Κι εντάξει, αν πρόκειται για CD, που αναπαράγουν το μία από τα ίδια. Όταν, όμως, έχουμε να κάνουμε με τραγούδια (στην περίπτωσή μας) που έχουν να πουν, ήτοι να καταγράψουν προσωπικό λόγο με κατεύθυνση τη συγκυρία, τότε η μη πληροφόρηση συνιστά πρόβλημα.
Το καλοκαίρι που πέρασε κυκλοφόρησε το άλμπουμ Χωρίς Εισιτήριο [Delphi Records, 2011] του συγκροτήματος 33 Στροφές. Το γκρουπ το αποτελούν, βασικά, ο κιθαρίστας Γιώργος Σιμάτος (παίζει επίσης μπάσο, πλήκτρα, προγραμματίζει) και η τραγουδίστρια Σοφία Κουτσάκη. Ο Σιμάτος έχει υπάρξει συνεργάτης του Γιώργου Δημητριάδη, του Νίκου Ζιώγαλα, του Νίκου Γρηγοριάδη, ενώ η Κουτσάκη έχει τραγουδήσει σ’ ένα άλμπουμ των On Thorns I Lay, έχοντας συνεργαστεί με τον Φοίβο Δεληβοριά κ.ά. Στο «Χωρίς Εισιτήριο» τους βοηθούν κι άλλοι μουσικοί (Γιάννης Σταυρόπουλος, Χρυσόστομος Μουράτογλου, Σωτήρης Λεμονίδης, Ηρακλής Βαβάτσικας…), όμως η βάση είναι οι ίδιοι, αφού ο Σιμάτος έχει γράψει μουσική σε όλα σχεδόν τα κομμάτια και η Κουτσάκη τους στίχους στα περισσότερα απ’ αυτά.
Αν υπάρχει κάτι ευρύτερο που να χαρακτηρίζει το άλμπουμ τούτο έχει να κάνει, κυρίως, με τη λαμπερή ηχογράφηση-παραγωγή, αλλά και με τις λειτουργικές ενορχηστρώσεις. Κατά τα λοιπά το γενικότερο rock κλίμα (με τις όποιες μπαλαντικές, πιο rock ή πιο pop κατευθύνσεις) δεν κομίζει κάτι καινούριο. Feel good ή… feel bad η διάθεση, η ουσία δεν αλλάζει. Πότε αλλάζει; Όταν παρεμβαίνει σε δύο, κυρίως, κομμάτια ο Γιώργος Ρωμανός.Στον «Μανδύα» έχει γράψει μουσική ο Σιμάτος, στίχους ο Ρωμανός, ο οποίος και ερμηνεύει. Περιττό να πω πως το τραγούδι ξεχωρίζει αμέσως. Πρώτον, είναι η φωνή. (Εδώ δεν υπάρχει κάτι να προσθέσεις. Ο Ρωμανός είναι Ρωμανός). Δεύτερον, είναι οι στίχοι. Πρόκειται για ένα κοινωνικό τραγούδι, με τη μυστική, όμως, ματιά του τραγουδοποιού· εκείνην, ας πούμε, που έχει καταγραφεί στο «Κράμα». Παρακινούμενος(;) από τα λόγια, αλλά και από την ερμηνευτική περσόνα του Ρωμανού, ο Σιμάτος επενδύει με συνέπεια, διαμορφώνοντας ένα ταιριαστό ηχητικό περιβάλλον, που αναδεικνύει τα λεχθέντα. Τα λίγα όργανα (κιθάρες, μπάσο πλήκτρα, συν το programming) υπηρετούν τη μελωδία τόσο στην πρώτη-τρίτη-πέμπτη στροφή, όσο και στη δεύτερη-τέταρτη (επέχουν ρόλο ρεφρέν), με τον Ρωμανό να προσθέτει σε φωνητικούς χρωματισμούς, υψώνοντας έτι περισσότερο το άσμα.
Στο «Αίνιγμα», που κλείνει το δίσκο, ο Ρωμανός έχει γράψει στίχους και μουσική, έχει επιμεληθεί την ενορχήστρωση (μαζί με τον Σιμάτο), ενώ παίζει και ακουστική κιθάρα. Αποδίδει η Κουτσάκη. Μπαλάντα αδιόρατου πόθου, το «Αίνιγμα» μπορεί να μην κινείται (στιχουργικώς) στο πυρετικό χάος του «Μανδύα», απαιτούσε όμως ισχυρότερο ερμηνευτικό πάτημα (από εκείνο που αφήνει εν τέλει η τραγουδίστρια). Ενδιαφέροντα κι εδώ τα ενορχηστρωτικά ηχοχρώματα· κυρίως η pedal steel του Σιμάτου, που ανακάλεσε στη μνήμη μoυ κάτι από Bruce Kaphan.

ΤΑ ΚΑΤΩ-ΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ…

Τριάντα οκτώ χρόνια μετά και...
καταφέραμε να μας κυβερνούν
οι γρασαδόροι των ερπυστριών
οι μπιστικοί του Παπαδόπουλου.
Όνειδος.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

JAZZ & TZAZ 224

Στο καινούριο Jazz & Tζαζ που τώρα κυκλοφορεί ο Γιάννης Μουγγολιάς γράφει για τον γερμανό πιανίστα Joachim Kuhn – με αφορμή την επανέκδοση του άλμπουμ The Kuhn Brothers/ The Mad Rockers από το 1969, αλλά και του τελευταίου του CD (2011) υπό τον τίτλο Chalaba –, όπως και για τις πρόσφατες εκδόσεις της ECM (Wolfert Brederode, Gidon Kremer, Erkki-Sven Tuur, Colin Valon, Marcin Wasilewski Trio, Jorg Widmann). Προσωπικώς, εστιάζω στις καινούριες κυκλοφορίες των Curtis Fuller, New York Standards Quartet, Grupo Falso Baiano, Yoko Miwa, Tim Hagans και Laszlo Gardony (με το ωραιότερο, ίσως, jazz άλμπουμ που άκουσα μέσα στο ’11), για ν’ ακολουθήσει η συνέντευξη του βρετανού funk παραγωγού Lack of Afro στον Δημήτρη Κατσουρίνη. Ο Θανάσης Μήνας ανασκαλεύει το παρελθόν δύο obscure αμερικανικών soul/funk συγκροτημάτων από τα seventies, των Kool and Together και των The Father’s Children, ο Βαγγέλης Αραγιάννης επικεντρώνεται στην jazz των Πορτογαλίδων Sara Serpa και Susana Santos Silva, ενώ ο Γιώργος Χαρωνίτης γράφει για τον Dave Holland (στο εξώφυλλο), με αφορμή την παρουσία του βρετανού κοντραμπασίστα στην Αθήνα (20/11), όπως και για τον Ennio Morricone (ένα κείμενο που ιχνηλατεί τη σχέση του Μαέστρου με το τραγούδι). Φυσικά, παρούσα και όλη η στάνταρντ ύλη του περιοδικού. Jazz Eye (Musica Lontana, Viktoria Tolstoy, Rigmor Gustafsson, Andy Sheppard…), Agenda, Δισκοκριτικές, Blues Boom!, Δισκορυχείον (ένα σκοτεινό ελληνικό avant άλμπουμ από το 1968), Επανεκδόσεις, Πράξεις Λόγιας Μουσικής (ο Θωμάς Ταμβάκος γράφει για τον Κροάτη, ελληνικής καταγωγής συνθέτη Μπόρις Παπαντόπουλο), Τζαζ & Λογοτεχνία, All That Art.Στο CD “JazzNow!” νέα, ανέκδοτη μουσική από το Τζαζ Πρόγραμμα του Ιονίου Πανεπιστημίου (στην Κέρκυρα). Ο Δήμος Δημητριάδης, σαξοφωνίστας και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Ιόνιο παρέχει άπασες τις πληροφορίες, την ώρα κατά την οποία μία ομάδα σπουδαστών και αποφοίτων (ανάμεσα στους συμμετέχοντες και οι Γιώργος Κοντραφούρης, Πέτρος Κλαμπάνης, Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης, Ανδρέας Πολυζωγόπουλος) προτείνει τις δικές της συνθέσεις.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

BOSSA NOVA το άστρο της βραζιλιάνικης μουσικής στα sixties

Οι θεματικές εκδόσεις της Soul Jazz έχουν, συνήθως, ένα νόημα που ξεφεύγει του προφανούς. Πιάνουν το ζητούμενο όσο καλύτερα γίνεται στο πλαίσιο μιας επίτομης καταγραφής της (μουσικής) ιστορίας, δίνοντας συγχρόνως το ερέθισμα (σε όσους ενδιαφέρονται) για ένα ευρύτερο ψάξιμο (δισκογραφικό, πολιτικοκοινωνικό ή ό,τι άλλο). Περαιτέρω, τις εκδόσεις (LP/CD και βιβλία/λευκώματα) τις χαρακτηρίζει και ουσία, όσον αφορά στις ηχητικές επιλογές (και τον υπομνηματισμό τους), όπως και φινέτσα, που σχετίζεται με τις αποτυπώσεις των εξωφύλλων και την διήγηση, μέσω αυτών, της σχετικής ιστορίας.
Η πρώτη από τις δύο κυκλοφορίες που τώρα με απασχολεί είναι η “Bossa Nova/ Bossa nova and the rise of brazilian music in the 1960s” [SJR CD239, 2011], ένα διπλό CD με 34 επιλογές και 76σέλιδο booklet, περιέχον κείμενα και φωτογραφίες, το οποίο επιμελήθηκε ο Stuart Baker.
«Στα τέλη του ’50 η bossa nova γεννήθηκε στη Βραζιλία, πίσω από τις πανέμορφες ακτές του Rio de Janeiro, στις συνοικίες Copacabana, Ipanema και Leblon. Το σλόγκαν του νέου πρόεδρου Juscelino Kubitschek (σ.σ. ανέλαβε την 31/1/1956 και για μια 5ετία) ‘50 χρόνια ανάπτυξης μέσα σε πέντε’ έφερε την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας, καθιστώντας την μέσο για την προώθησή της στον ‘πρώτο κόσμο’ και μακρυά πια από τον ‘τρίτο’» γράφει ο Baker στην εισαγωγή, αν και θα πρέπει να σημειώσω πως τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα, αφού οι υποτιμήσεις του cruzeiro ήταν συνεχείς, η χώρα έβαινε χρεωμένη κάτω από τις αλόγιστες δαπάνες και τα μεγαλεπήβολα σχέδια, η διαφθορά ήταν στην ημερησία διάταξη, ενώ η φτώχεια, όπως και το χάσμα ανάμεσα στις τάξεις αυξανόταν με όλο και μεγαλύτερο ρυθμό.
Η bossa nova ξεπηδώντας μέσα απ’ αυτό το κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον, κατ’ ουσίαν εξέφρασε την ελπίδα για μια καλυτέρευση της ζωής (ασχέτως αν, εν τέλει, η καλυτέρευση αφορούσε στους λίγους, όπως συμβαίνει συνήθως) και ουσιαστικώς έδωσε ό,τι είχε να δώσει μέχρι το 1964 (συμβολικώς μέχρι την πρωταπριλιά του ’64, όταν την εξουσία ανέλαβε ο Στρατός).
Φυσικά, τούτο δε σημαίνει πως μετά το ’64 δεν γράφτηκαν ωραία τραγούδια και ορχηστρικά, αλλά το αισθητικό πλέγμα της bossa nova είχε ήδη ολοκληρωθεί, αφήνοντας το πάτημά του στην ανερχόμενη MPB (Musica Popular Brasileira) και τον ίσκιο του στην ετοιμαζόμενη tropicalia (με τη σαφή αντι-bossa στάση).
Η bossa nova, η βαθιά ρίζα της οποίας υπήρξε η samba, η αφρο-βραζιλιάνικη μουσική της χώρας (δημοφιλέστατη στα χρόνια του ’30 και του ’40), χρωστά επίσης πολλά και στις ηχητικές ανταλλαγές που συνέβαιναν την ίδιαν εποχή, αλλά και στα χρόνια του ’50, ανάμεσα στη Βραζιλία και τις ΗΠΑ. Έτσι, ο ρόλος της Carmen Miranda από τη μια μεριά στην εξοικείωση του αμερικανικού κοινού (και, εννοείται, των μουσικών) με τη samba υπήρξε οπωσδήποτε καθοριστικός (ο Baker γράφει πως το 1946 η Miranda ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη σταρ του Hollywood) και βεβαίως η… ιμπεριαλιστική τακτική των ΗΠΑ (του State Department), με τους αμειβομένους καλλιτέχνες που θα έφερναν την αμερικανική μουσική (δηλαδή την jazz) στα πέρατα του κόσμου, έδρασαν με αποφασιστικό τρόπο στην αισθητική συγκρότηση τού νέου είδους.
Στα τέλη των fifties, όπως σημειώνει και ο Baker, οι Nat King Cole, Ella Fitzgerald, Herbie Mann, Lena Horne και διάφοροι άλλοι είχαν επισκεφθεί για συναυλίες τη Βραζιλία.
Μπορεί, στις αρχές του ’60, πια, η bossa nova να είχε ήδη εκπονήσει τη γραμματική και το συντακτικό της, όμως ακόμη εξέλειπε η τυπική συσχέτισή της με την jazz.
Τούτο συνέβη τον Απρίλιο του 1962, όπως γνωρίζουν όλοι, όταν οι Stan Getz και Charlie Byrd κυκλοφόρησαν το “Jazz Samba” LP, διασκευάζοντας A.C. Jobim, Baden Powell και Ary Barroso, μετατρέποντας αυτομάτως την bossa nova σε παναμερικανικό και, γιατί όχι, παγκόσμιο είδος.
Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς (1962) ένα bossa κονσέρτο έλαβε χώρα στο Carnegie Hall στη Νέα Υόρκη, στο οποίο συμμετείχαν οι Joao Gilberto, A.C. Jobim, Sergio Mendes, Luiz Bonfa, Agostinho Dos Santos, Milton Banana, Carlos Lyra, Bola Sete, Roberto Menescal και άλλοι διάφοροι. Η επιτυχία του κονσέρτου ήταν τέτοια, ώστε επί της ουσίας εξανάγκασε τους Gilberto και Jobim (πιο μετά και τον Mendes) να παραμείνουν στις ΗΠΑ. Ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του ’64, όταν οι Stan Getz και Joao Gilberto ηχογραφούσαν το “Getz/Gilberto” [Verve], με την Astrud Gilberto να τραγουδά τα “The girl from Ipanema” και “Corcovado” η bossa nova ήταν ήδη… κατεστημένο (με την ωραία έννοια).
Μπορεί κάποια ψήγματα αυτής της σχέσης, της samba με την (cool) jazz, που διαμόρφωσαν την bossa, να μας πηγαίνουν πίσω στο χρόνο (στον Garoto π.χ. και τις πενιές του στα early fifties ή ακόμη και στους Agostinho Dos Santos, Laurindo Almeida και Sylvia Telles), όμως το άλμπουμ εκείνο που πρότεινε το νέο στυλ ήταν το “Cancao do Amor Demais” [Festa, 1958] της Elizete Cardoso, γραμμένο εξ ολοκλήρου από τους A.C. Jobim και Vinicius de Moraes (με τον Joao Gilberto στην κιθάρα). Στο εν λόγω LP ακουγόταν και το “Chega de saudade”, στην πρώτη του εκτέλεση, πριν το πάρει λίγους μήνες αργότερα ο Gilberto και το μετατρέψει σε hit.
Σύνθεση του Gilberto ήταν ακόμη και το “Bim bom”, που θεωρείται ως το πρώτο bossa nova τραγούδι, αφού συνετέθη το 1956 (δισκογραφήθηκε τον Ιούλιο του ’58, για το άλμπουμ του στην Odeon “Chega de Saudade”). 
Έτσι, ακολουθώντας την επιτυχία του Gilberto, οι πρώτες μικρές ομάδες και τα πρώτα ονόματα θα έσκαγαν με το καλημέρα (ή σχεδόν με το καλημέρα). Ανάμεσά τους οι Dom Um Romao’s Copa 7 και Tamba Trio και βεβαίως οι Roberto Menescal, Carlos Lyra, Nara Leao και Jorge Ben, ενώ τις μεγάλες εταιρίες που έδιναν ώθηση στην κίνηση (την Odeon και τη Philips βασικά), ακολουθούσαν οι ανεξάρτητες μικρότερες RGE, Elenco κ.ά. Η έκρηξη υπήρξε παροιμιώδης και στο μέτρο του εφικτού επιχειρεί να την περιγράψει η Soul Jazz με τις 34 επιλογές της.
Παρ’ ότι λοιπόν τα tracks είναι ανοικτά, ξεκινώντας χρονολογικώς από το 1963 και φθάνοντας έως το 1970 (εγώ θα προτιμούσα, ας πούμε, να ξεκινούσαν από το 1958 και να έφθαναν μέχρι το 1964) το αποτέλεσμα είναι αξιοπρόσεκτο, υπό την έννοια ότι δεν παρακολουθούμε μόνο κάποιες σχετικώς πρώιμες bossa ηχογραφήσεις (τους Tamba Trio στο “Mas, que nada!” του Jorge Ben, το έξοχο “Faca como eu” με τον Miltinho, τον ίδιον τον Jorge Ben στο “Rosa, menina Rosa”), παρατηρούμε και τη διάχυση της bossa μέσα στην MPB (το “Menimo das laranjas” με την Elis Regina, το “Jogo de Roda” με τον Edu Lobo), στις παρυφές της tropicalia (το “Viramundo” του Gilberto Gil από το “Louvacao” στην Philips, το 1967), στο folk (το “Ye-mele” με την Maria Bethania), ακόμη και στην pop-psych (τα “Ponteio” και “Aguaverde” με τον Edu Lobo). Όσον αφορά στις πιο καθαρόαιμες μπόσες υπάρχουν κι εκεί ορισμένες… ανατριχιαστικές, όπως ας πούμε η “Samba blim” με τους Tamba 4, από το φερώνυμο άλμπουμ τους στην A&M/CTI το 1969, ή το ούτε 2λεπτο “Adriana” με την Wanda Sa από το “Vagamente” [RGE, 1964].
Ένα δεύτερο CD (της Soul Jazz) που επικεντρώνεται κι αυτό, από άλλη σκοπιά, στο θέμα είναι το “Brazil Bossa Beat!, Bossa Nova and the Story of Elenco Records, Brazil” [SJR CD242, 2011].
Η Elenco, όπως προανέφερα, ήταν μία από τις μικρές εταιρίες της εποχής (άλλες ήταν η RGE, η Farroupilha, η Forma…), οι οποίες στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις το νέο ήχο, προβάλλοντας, συχνά, ολοκληρωμένες αισθητικές προτάσεις, που ξεπερνούσαν αυτό καθ’ αυτό το ακουστικό κομμάτι, αφορώντας στα γενικότερα σημεία της παραγωγής, στα εξώφυλλα κ.λπ. Ίσως δε η πιο χαρακτηριστική περίπτωση εντελώς ανεξάρτητης ετικέτας, με σαφή άποψη για το κάθε τι, να είναι εκείνη της Elenco. Αρκεί να δει κανείς μόνον τα εξώφυλλά της, πατώντας τον τίτλο της στο search τού popsike.com ας πούμε, ή ξεφυλλίζοντας το section “cover art of Elenco Records” στο booklet του CD της Soul Jazz, προκειμένου ν’ αντιληφθεί για το τι ακριβώς συζητάμε.
 Ο Cesar G. Villela εκμεταλλευόμενος επί της ουσίας ένα μόλις χρώμα (το κόκκινο) δημιουργούσε αυτά τα πολύ ιδιότροπα σχέδια, παρέχοντας στην bossa nova ένα γραφιστικό πλάνο, το οποίον εξέπεμπε – μέσω των περίτεχνων συνθέσεων, των απαλών μαύρων γραμμών πάνω στο άσπρο – την ευγένεια, την ελαφρότητα και την καλλιτεχνική αξία του συγκεκριμένου ήχου.
Η Elenco ιδρύθηκε στο Rio de Janeiro το 1963 από τον Aloysio de Oliveira, έναν διακεκριμένο τραγουδιστή, στιχουργό και ηθοποιό, με μακρόχρονη καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέλος των Bando de Lua, του backing group της Carmen Mirnada, o Oliveira θα επιστρέψει στο Rio μετά το θάνατο της τελευταίας το 1955, δουλεύοντας ως A&R man για την τοπική Odeon. Έχοντας συμβάλλει, από τη συγκεκριμένη θέση, στη γέννηση της bossa, μέσα από τη συνεργασία του με τους Gilberto, Jobim και Moraes, ο Oliveira διαπιστώνει συν τω χρόνω πως τα major labels (η Odeon και η Philips) δύσκολα αντιλαμβάνονται το βάθος και τις επεκτάσεις του bossa ήχου, ή, εν πάση περιπτώσει, του ήχου που εκείνος είχε στο μυαλό του, αποφασίζοντας έτσι να δημιουργήσει ένα καινούριο label. Με τη στήριξη των φίλων του, λοιπόν, ο Oliveira καταφέρνει, μέσα σε τρία χρόνια, να κτίσει ένα μοναδικό κατάλογο περίπου 60 κυκλοφοριών, παρουσιάζοντας άλμπουμ των Nara Leao, Sylvia Telles, Antonio Carlos Jobim & Sergio Mendes, Roberto de Menescal, Sergio Ricardo, MPB4, Quarteto Em Cy, Baden Powell, Lucio Alves, Maysa, Dorival Caymmi κ.ά., αποσπάσματα εκ των οποίων ακούμε στο είκοσι τριών tracks CD της Soul Jazz.
Το άλμπουμ ανοίγει με το “Resolucao” των Edu Lobo και Tamba Trio από το 1965 και αυτομάτως παίρνεις γραμμή για το ευρύτερο bossa πλάνο (εδώ ένα jazz trio αναλαμβάνει καθήκοντα) των παραγωγών του Oliveira. Το έξοχο γυναικείο φωνητικό Quarteto Em Cy σχηματίστηκε το 1959. Κάποια στιγμή ο Vinicius de Moraes συστήνει την ομάδα στον Oliveira, κι αυτός αρχίζει να κυκλοφορεί, στην Elenco, το ένα άλμπουμ τους μετά το άλλο (αν και το πρώτο τους LP βγήκε στη Forma το 1964). Το “O canto de Ossanha” που ακούμε εδώ υπάρχει στο φερώνυμο LP τους στην Elenco από το 1966, ενώ το “Amaralina” (και όχι “Amoralina”) κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά σε 45άρι. Ακούγονται οι Cyva, Cynara, Cybele και Regina Werneck (ή Cyregina), πάνω από τις ενορχηστρώσεις των Oscar Castro Neves και Ugo Marotta. Μένω, ακόμη, στα κομμάτια με το άπιαστο vocal γκρουπ MPB4 (“Beco do mota”, “Cravo e canela”, “Sentinela”), καθώς και στην εκτέλεση του “Berimbau” (1963) από τους Vinicius de Moraes και Odette Lara.
Τo 1967 o Oliveira πουλάει την Elenco στην Philips και η ιστορία κάπου τελειώνει· αν και κάτω από την “Elenco” ετικέτα εξακολουθούσε να εμφανίζονται δίσκοι, ηχογραφημένοι στη Βραζιλία ή ακόμη και στις ΗΠΑ. Ένας τέτοιος ήταν και το “Sergio Mendes presents Edu Lobo” [A&M, 1970]. Από εδώ και το απίθανο “Zanzibar”, που ακούμε και στη συλλογή της Soul Jazz…

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

GARRINCHA estrela solitaria

Προφανώς, ή έστω πιθανώς, σε καμμία άλλη χώρα του κόσμου δεν έχει νόημα να γυριστεί ταινία για έναν ποδοσφαιριστή, παρ’ εκτός της Βραζιλίας· εκεί, όπου οι θεοί της μπάλας ξεπηδούν ακόμη από τις αμμουδιές της Copacabana.
Ταινία για τον Manuel Francisco dos Santos ή απλώς Garrincha (1933-1983) γυρίστηκε για πρώτη φορά το 1962· ένα ντοκυμαντέρ, που έφθασε μέχρι και το the Berlin International Film Festival(!) όπως διάβασα. Συμπαίκτης του Πελέ, βασικός συντελεστής των δύο Παγκοσμίων Κυπέλων που κατέκτησε η Βραζιλία το 1958 και το 1962, ο κορυφαίος ντριμπλέρ στην ιστορία του ποδοσφαίρου, με το φαρμακερό σουτ και τα ανάλογα χτυπήματα φάουλ και κόρνερ, απασχόλησε ξανά το πανί το 2003, όταν ο σκηνοθέτης Milton Alencar JR αποφάσισε να γυρίσει όχι ντοκυμαντέρ, αλλά μια ταινία με υπόθεση γύρω από τη γηπεδική και εξωγηπεδική ζωή του (ποτό, ερωτικές σχέσεις και τα σχετικά).
Το αποτέλεσμα, το φιλμ δηλαδή “Estrela Solitaria”, μπορεί να μην το έχω υπ’ όψη μου, έχω όμως υπ’ όψη μου το soundtrack που συνέθεσε ο σαξοφωνίστας Leo Gandelman και το οποίον έθεσε σε κυκλοφορία πέρυσι η βρετανική Far Out. Με συνολική διάρκεια περί τα 42 λεπτά, με θέματα και θεματάκια μικρής και ελάχιστης διάρκειας, που πιάνουν ποικίλες όψεις του βραζιλιάνικου και του ευρύτερου latin μουσικού τοπίου (από… μπατουκάντες και μποσανόβες μέχρι cha-cha-cha, jazz, rock, funk και ποικίλα εφέ, όπως αποσπάσματα από αναμεταδόσεις αγώνων, με τους εκφωνητές να παραληρούν και τα πλήθη ν’ αλαλάζουν), το “Garrincha!!, Estrela Solitaria” έχει τις στιγμές του (Dops)· αφορμές, συνήθως, για κάτι μουσικώς αποδοτικότερο.
O Garrincha εν περιλήψει. H υπόκρουση είναι άσχετη με το δισκάκι της Far Out.

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

αεροπλανικά

Εάν υπάρχει μία σταθερή αξία, που να συμπλέει με τους ήχους της χαλαρότητας, της ελαφρότητας, του lounge, τα τελευταία 50 χρόνια, τούτη έχει να κάνει με την εικόνα των αεροπλάνων και των αεροδρομίων. Πέραν της ψυχολογίας πριν την πτήση, που απαιτεί ξεφούσκωμα και εκτόνωση –η μουσική γνωρίζει ν’ αντικαθιστά τα διάφορα σκευάσματα– ο αέρας επέβαλλε από πολύ νωρίς ένα κλίμα, μιαν ατμόσφαιρα, συμπαρασύροντας στην (ελαφρά) πορεία τα πάντα. Από τα αεροπλάνα αυτά κάθε αυτά, μέχρι τους χώρους υποδοχής, τα boarding passes, τους πύργους ελέγχου, ακόμη-ακόμη τις αεροσυνοδούς και τους πιλότους. Όλα σηματοδοτούσαν το πολυτελές chill-out, τη δυνατότητα να υπάρχεις περαιτέρω σ’ ένα χώρο ασφαλή (με την παλαιά έννοια – όχι τη νέο-αμερικανική), δίπλα ή κοντά με την καλή κοινωνία, το jet-set να πούμε, παρακολουθώντας ένα κατά τι φουτουριστικό παιγνίδι με πρωταγωνιστή τον εαυτό σου. Αν δεν μπορούσες να σφίξεις το χέρι του Ωνάση, θα μπορούσε να σφίξεις εκείνο του… Κώστα Πρέκα.
Βεβαίως, στη διαδρομή, το κατέβασμα της πτήσης προς το λαό, κατά το αντίστοιχον αυτοκίνητο για το λαό, μπορεί να αφαίρεσε, εκ πρώτης, την αίσθηση της κλάσης, κατακράτησε όμως όλα τα σημαίνοντα και αρκετά από τα σημαινόμενα. Ακόμη και σήμερα προσεγγίζοντας ένα αεροδρόμιο νοιώθεις κάτι…Η ορχήστρα του γερμανού σαξοφωνίστα, φλαουτίστα και κλαρινετίστα Ambros Seelos υπήρξε μία από τις πιο επιτυχημένες στην κεντρική Ευρώπη στη δεκαετία του ’60, με πάμπολλες ηχογραφήσεις στη SABA και την MPS. Το ρεπερτόριό της ήταν οπωσδήποτε ελαφρύ. Μυοχαλαρωτική jazz, λελογισμένο shake, αποφλοιωμένο latin, άπαχο swing και τα τοιαύτα. Έχει χάρη. Εκείνο πάντως που μου κέντρισε το ενδιαφέρον, ώστε ν’ αγοράσω κάποτε το LP “Around the World” [SABA SB 15054ST, 1965] ήταν οπωσδήποτε το εξώφυλλό του. Σαν διαφήμιση της Lufthansa…Στην Ελλάδα η (στοχευμένη) δισκογραφία στέρησε από την high society των sixties το δικό της boarding soundtrack. Όταν όμως το πράγμα είχε παρέλθει στο εξωτερικό, προς τα late seventies δηλαδή, με την οπισθοχώρηση των ελαφρών ορχηστρών και το άπλωμα της… πτητικής κουλτούρας, ο Βαγγέλης Πιτσιλαδής ανέπτυξε, εν μέσω «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», τη δική του ελαφρά μελωδία (ανακατεύοντας όλα τα σχετικά παραφερνάλια, που είχαν εν τω μεταξύ προκύψει) ηχογραφώντας μερικούς cult σήμερα δίσκους (ορισμένοι, λίγοι, τους ψάχνουν). Ένας τέτοιος ήταν το “Hi Jack” [Venus/VIP VIP 510, 1980]. Εντάξει, αν ήσουν άτυχος το αεροπλάνο ή το αεροδρόμιο θα μπορούσε να μετατραπεί σε κόλαση σε περίπτωση αεροπειρατείας, όμως μουσικές όπως εκείνες του “Conquistador” (by G.P. Lemos – ακούγεται πιο κάτω), του “Angie’s” ή του “Atmosphere” ακόμη και σε τόσο δύσκολες φάσεις θα μπορούσε να παίξουν κάποιο ρόλο.
Πάντως, η ουσία είναι μία. Ο Πιτσιλαδής, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Γιώργο Χατζηνάσιο και παρουσιάζοντας μία σειρά sexy μελωδισμών (άψογο OST ακόμη και για soft-porno) δημιούργησε μια βάση στην ελληνική παραγωγή της εποχής, πάνω στην οποία δεν πάτησε κανένας άλλος.

ICE δύο άλμπουμ

Να πω από την αρχή πως δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά LP. Έχουμε, απλώς, να κάνουμε με δύο εκδόσεις του παρθενικού άλμπουμ των Ice. Η πρώτη, το “Each Man Makes His Destiny” [FR. Kedzie Records 60-3733, 1974], είναι η original γαλλική με το ωραίο, gatefold, πολύχρωμο comic cover και η δεύτερη, το “Ice” [USA. Prestige P-10075, 1974] η αμερικανική, με το… χειρότερο μονό cover (ένα λευκό επαγγελματικό ψυγείο, τοποθετημένο στον λευκό… βόρειο πόλο – ουδεμία φαντασία…), οι οποίες εκδόσεις περιέχουν, με την ίδια σειρά, τα ίδια ακριβώς τραγούδια. Για να δούμε, όμως, λίγο την ιστορία…Οι Ice δεν ήταν γαλλική μπάντα, ήταν αμερικανική, υπό την έννοια ότι ο πυρήνας της είχε πάρει σχήμα στη Νέα Υόρκη το 1970· τότε αποκαλούνταν Bobby Boyd Congress (BBC). Επειδή όμως στην περιοχή υπήρχε μεγάλος… soul και funk συνωστισμός, οι άνθρωποι πήραν γρήγορα των ομματιών τους, μεταναστεύοντας στο Παρίσι, εκεί όπου θα συνέχιζαν τη διαδρομή τους, με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Και όντως. Σχεδόν με το που πατάνε πόδι στη γαλλική πρωτεύουσα ηχογραφούν ένα πρώτο (μυθικό) LP – το οποίο προσφάτως επανεκδόθηκε σε βινύλιο από τη Vadim Music – υπό το όνομα Bobby Boyd Congress. Μετά την ηχογράφηση του άλμπουμ, ο τενορίστας και τραγουδιστής Bobby Boyd την κάνει για Αμέρικα, αφήνοντας τους υπολοίπους στα κρύα του λουτρού. Πέντε από τους παίκτες των BBC, o κιθαρίστας Lawrence “Larry” Jones, ο οργανίστας Frank Abel, οι τρομπετίστες Arthur Grayson Young, Ronnie James Buttacavoli και ο μπασίστας Laffayette Hudson, ενώνονται με τον ντράμερ Donny Donable και τον περκασιονίστα Keno Speller, και έτσι, ως σεπτέτο, ηχογραφούν το πρώτο τους LP ως Ice (πιθανώς τούτο να συνέβη το 1971 ή ’72 – ο δίσκος, πάντως, βγήκε το ’74), σε παραγωγή του Pierre Berjot (top γάλλος producer… της America Records φερ’ ειπείν, που έδωσε, τότε, κιλά killer jazz των Art Ensemble of Chicago, του Archie Shepp και δεκάδων άλλων).
Το “Each Man Makes His Destiny” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, το οποίο, μάλιστα, δεν είναι απολύτως κατατάξιμο. Είναι soul, είναι funk, είναι afro, είναι jazz, είναι progressive... Οι Ice θυμίζουν σε μέρη τους War, έχουν όμως το δικό τους hippie στυλ, το οποίο εξειδικεύεται στα μεγάλης διάρκειας κομμάτια “There’s time to change”, “Too little room” και “Suicide”. Δυνατά οργανικά μέρη, ωραία φωνητικά, first class παιξίματα. Από ’κει, όμως, και κάτω αρχίζει το μπέρδεμα. Θα πω εν τάχει τη δική μου εκδοχή για την ιστορία, επειδή σκοπεύω κάποια στιγμή να επανέλθω με αναλυτικότερο κείμενο.
Πιθανώς απογοητευμένο το γκρουπ, επειδή το LP του δεν εκδόθηκε αμέσως, αλλάζει και πάλι όνομα και ως… Lafayette Afro Rock Band ηχογραφεί το “Soul Makossa”, με μόνη αλλαγή στη line-up εκείνη του κιθαρίστα Michael McEwan, που αντικατέστησε τον Larry Jones. To παράξενο στην περίπτωσή μας είναι πως τα επόμενα χρόνια σκάνε σχεδόν ταυτοχρόνως ηχογραφήσεις όχι μόνο των Lafayette Afro Rock Band (Malik) και των Ice (Frisco Disco ή Import/ Export, όπως βγήκε στην Αμερική), αλλά και των Krispie and Company, Wall of Steel και άλλων (ενδεχομένως), οι οποίες αφορούσαν (έτσι νομίζω) στο ίδιο γκρουπ, υποσκάπτοντας επί της ουσίας την επαγγελματική του διαδρομή· γιατί, για τη δισκογραφική δεν το συζητώ.
(Το 1973 που αναγράφεται στο βίντεο δεν ισχύει. Το άλμπουμ βγήκε το '74).

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

τελικά, όλα είναι περσινά…

Ο Πέτρος Δουρδουμπάκης είναι ένας από τους αναγνωρισμένους τραγουδοποιούς του λεγόμενου εντέχνου την τελευταία 30ετία. Από καιρού εις καιρόν υπενθυμίζει μάλιστα την παρουσία του με ολοκληρωμένα άλμπουμ, μέσα από τα οποία έχουν προκύψει κομμάτια, τα οποία τραγούδησε όλος ο κόσμος [Μη σταματάς (να λες πως μ’ αγαπάς), Τυφλές ελπίδες κ.ά.]. Το «10 Γυναικείες Φωνές» [Νέα Σελήνη, 2010] περιλαμβάνει νεότερα και παλαιότερα τραγούδια του Δουρδουμπάκη, τα οποία αποδίδονται από την Ελένη Πέτα, τη Μελίνα Κανά, τη Χριστίνα Μαραγκόζη, την Ειρήνη Χαρίδου, την Ειρήνη Νικολάου… αλλά και τη μητέρα του τραγουδοποιού Μαρίκα Δουρδουμπάκη (μητέρα και γιός τραγουδούν από κοινού στο «Φθινόπωρο»). Τα άσματα του Δουρδουμπάκη έχουν ταυτότητα, ύφος και βεβαίως ήθος. Μπορεί να μην είναι από ’κείνα που θ’ αλλάξουν τη… ροή της μουσικής ιστορίας, είναι όμως καλοφτιαγμένα και καλοζυγισμένα. Πρώτα, ανάμεσα στα 12 του δίσκου, το «Σκιές» με την Ειρήνη Τουμπάκη και το «Έρωτα» με τη Χριστίνα Μαραγκόζη.#
Το κρητικό τραγούδι είναι είδος από μόνο του. Όπως και είδος από μόνος του είναι ο Νίκος Ξυλούρης. Ο λυράρης, συνθέτης και τραγουδιστής Αχιλλέας Δραμουντάνης στο πρόσφατο 2CD του «Χαρώ σε, Παναγιά μου» [MBI, 2010] επιχειρεί, στο πρώτο δισκάκι, να ερμηνεύσει γνωστά κρητικά τραγούδια του Ξυλούρη (όχι έντεχνα – εξαιρείται το «Ήτανε μια φορά» των Ξαρχάκου-Φέρρη), τα οποία και αποδίδει με τον δικό του τρόπο (η φωνή του είναι μεγαλύτερη από την ηλικία του, κι αυτό, γενικώς, τον βοηθάει). Το δεύτερο CD, που περιλαμβάνει τον προσωπικό του κάματο είναι, μάλλον, προτιμότερο. Επώνυμες, λοιπόν, συνθέσεις, που πατάνε γερά στις παραδοσιακές φόρμες, αλλά όταν δεν το πράττουν οι περιγραφόμενες καταστάσεις μοιάζουν πιο ενδιαφέρουσες (Όταν θα δω τη θάλασσα, Ανατολή).#
Το δεύτερο άλμπουμ των Αλχημιστών «Όλα Γυρίζουν» [Legend, 2010] ξεκινά με τη διασκευή τους στο γνωστό σμυρνέικο «Δε σε θέλω πια». Δε νομίζω πως πρόκειται για μιαν έξυπνη κίνηση. Το τραγούδι δεν κολλάει με το υπόλοιπο άλμπουμ, ενώ και ως εκδοχή δεν αποτελεί κάτι ιδιαίτερο. Το συγκρότημα, που κινείται στο χώρο της rock μπαλάντας (σπέρνοντας δημοτικά και λαϊκά στοιχεία εδώ κι εκεί – στο «Λόγια φιλικά» ακούγεται ο Βασίλης Καρράς) τα πάει, σίγουρα, καλύτερα σε κομμάτια όπως το «Είμαι εδώ» φερ’ ειπείν, όταν οι μελωδικές γραμμές απλώνονται, με τον τραγουδιστή Βασίλη Παγώνη να επιδεικνύει χαρακτήρα.#
Άλμπουμ, που να το υπογράφει στιχουργός, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Αυτό πράττει, πάντως, ο Φώτης Σώλος στο «Ταξιδεύουν τα στιχάκια μου» [Καθρέφτης, 2010]. Στίχοι λοιπόν σε όλα τα κομμάτια, μουσικές σε κάποια (στα περισσότερα σε συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειρίου) και ερμηνείες από τους Τάσο Ζαφειρίου, Παναγιώτη Μπρούσαλη, Δημήτρη Ρέππα και Ιφιγένεια Καρολόγου. Έντεχνη και εντεχνολαϊκή κατάσταση, οπωσδήποτε ευπρεπής· αν και τούτο, από μόνο του, μάλλον δεν αρκεί.#
Άλλης εποχής οι συνθέσεις του Κερκυραίου Χρύσανθου Μουζακίτη στο «Μια στάλα μελάνι» [Καθρέφτης, 2010]. Θυμίζουν έντεχνα 70s (με τις όποιες επεκτάσεις προς την καντάδα ή την παλαιά μπαλάντα) ή έστω early 80s (το ύφος τραγουδιών των Διαγωνισμών της Κέρκυρας, υπό τον Μάνο Χατζιδάκι). Κι ενώ οι συνθέσεις και οι στίχοι αναλόγου ύφους του Νίκου Σιδέρη δένουν μεταξύ τους, εκείνες που δεν δένουν είναι οι ερμηνείες της Μάγκυς Μπαζίνη. Χρειαζόταν ισχυρότερο πάτημα.#
Ο Παναγιώτης Λάλεζας είναι ωραίος τραγουδιστής. Όμως στο άλμπουμ του «Οι Φίλοι Όταν Σμίξουνε…» [Legend, 2010] επιλέγει να αποδώσει κυκλαδίτικα παραδοσιακά, ερμηνευμένα όμως μ’ έναν μη συμβατό… μωραΐτικο τρόπο. Από εκεί ξεκινάει κι εκεί τελειώνει το πρόβλημα.#
Εν πρώτοις… παράξενοι. Για τους Liber Animus ο λόγος και το άλμπουμ τους «Μην τους κάνεις χάρη» [Legend, 2010]. Ένα γκρουπ που μας συστήνεται ως… Γιάννης Μπαϊρακτάρης φωνή, μπάσο, Αντώνης Βλάχος φωνητικά, κόρνο, τρομπέτα, Γιώργος Μπαϊρακτάρης τύμπανα δεν μπορεί παρά να προξενεί ένα ενδιαφέρον (έστω λόγω setting), το οποίον, όμως, εξαντλείται όσο περνάει η ώρα. Το κράμα ολίγον rock-ολίγον classic-ολίγον programming δεν λειτουργεί, με αποτέλεσμα το… αποτέλεσμα να είναι μία από τα ίδια. Τι μένει; Ίσως μόνον τα δύο χιπ-χοπάδικα tracks («Ένα όνειρο μικρό», «Συγγνώμη»).#
Το «Κλειδί» [Recycled Recordings/ Καθρέφτης, 2010] είναι το τρίτο άλμπουμ των Motivo 4. Φανταστείτε μία κάπως σκληρότερη εκδοχή των C:Real, με τα… ανάλογα γυναικεία φωνητικά (Άννα Καρλάφτη), κιθαριστικά ντεμαράζ και μελωδικά μοτίβο. Το mastering από τον επαγγελματία John Cuniberti (έχει δουλέψει για τον Joe Satriani και άλλους διαφόρους) οπωσδήποτε βοηθάει.#
Γνωρίζοντας τον Γιώργο Σαρρή από τη θητεία του στους Ζιγκ Ζαγκ, περίμενα ένα αναλόγου ύφους προσωπικό CD. Διαψεύστηκα. Εν μέρει. Καθότι το «Η ζωή είναι ωραία…» [Protasis, 2010], από το οποίον απουσιάζει παντελώς το μπουζούκι, είναι ένα ροκ-λαϊκό άλμπουμ, με στίχους κοινωνικούς (και ερωτικούς), εμπνευσμένους από τα σύγχρονα πολιτικο-οικονομικά αδιέξοδα. Ο Σαρρής ανήκει στην πολυπληθή παρέα των… αηδιασμένων. Των ανθρώπων, δηλαδή, που βλέπουν το χάλι και αντιδρούν· ο καθείς με το δικό του τρόπο. Ο τρόπος του Σαρρή είναι να γράφει τραγούδια. Μουσικές (με ροκ, λαϊκά, ακόμη και δημοτικά στοιχεία) και στίχους σαν κι αυτούς: «Βράδυ άδειο κι απρόσωπο, πάλι ζω μ’ αντιπρόσωπο/ μήνυμα στέλνω ψηφίζω, άι μοναξιά σε χωρίζω/ πληροφορίες και θαύματα βλέπω και είμαι στα πράγματα/ στον καναπέ με ριάλιτι, φεύγεις ζωή μου παράλυτη». Συντονίζομαι κι εγώ στο αίσθημα της… αηδίας. Το αν θα το διατύπωνα κάπως αλλιώς, τούτο δεν έχει καμμία απολύτως σημασία.