Οι Crystal Thoughts είναι ελληνικό συγκρότημα. Σχηματίστηκαν το 1999, αρχικώς ως ντούο, για να εξελιχθούν προς ένα παράξενο κουαρτέτο αποτελούμενο από μία τραγουδίστρια (Λίλιαν Τσατσαρώνη), δύο αφηγητές (Mike Lawson, Janka Helmeciova) και τον Σπύρο Ρουχωτά, που χειρίζεται μπάσο, ντραμς, κιθάρες, πλήκτρα, κρουστά, φλάουτο, όμποε, bassoon, σιτάρ κ.λπ. Ο Ρουχωτάς υπήρξε μέλος των Δαίδαλος, που είχαν ηχογραφήσει ένα 45άρι το 1996, κι επίσης (μαζί με τη Λίλιαν Τσατσαρώνη) βασικοί συντελεστές του γκρουπ Τα Παιχνίδια του Ήλιου, που άφησε κι αυτό ένα LP το 2007. Υπάρχει μία προϊστορία λοιπόν που μετατρέπεται τώρα σε παρόν, επ’ αφορμής του “Toxic Phenomena in Kosmic Fields” [Missing Vinyl, 2011].
Με λίγα λόγια θα έλεγα πως οι Crystal Thoughts είναι ένα συγκρότημα με… ξεχασμένον ήχο. Με ψυχεδελικές, folk και progressive αναφορές –κοντά στο ύφος των σχημάτων της γερμανικής Pilz (Flute & Voice, Popol Vuh, Hölderlin, Emtidi…)– εμφανίζουν μία πλήρη κατανόηση της ουσίας του πράγματος, διαμορφώνοντας ένα cosmic περιβάλλον από αγνά, πρωτογενή υλικά, επιτυγχάνοντας το ποθούμενο χάσιμο· βασικά με το μεγαλοπρεπές “Kosmic journey” (καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης πλευράς). Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό μέσα στην απλότητα και την αφηγηματικότητά του track, που ρέει σαν νεράκι, εκτοξευόντάς σε στο αχανές, με το σύντομο στο χρόνο “Psilocybe effect”, που κλείνει την πλευρά, να είναι ακόμη περισσότερο βυθισμένο στον Λυσεργικό Ωκεανό.
Στην B Side καταγράφονται τρία κομμάτια. Το “Crystal thoughts” ανοίγει με ακουστικούς κιθαρο-αρπισμούς, πρωτόλεια εφφέ, τη φωνή του Mike Lawson να τραγουδά πάνω σε μία απελπισμένη μελωδία (“Back to the purple skies, seemed like forever/ Velvet streams takes me, I’m lost into heaven”), την πνευστή γραμμή να δίνει ξέχωρη ομορφιά στο κομμάτι και με τα σύνθια να είναι όσο vintage απαιτείται. Το “Tear of an elephant” είναι με μία ή περισσότερες λέξεις μαγικό. Το φλάουτο, τα βαθιά πλήκτρα, η γυναικεία φωνή που ακολουθεί (“we were before time took my dream, became shadow across the ground/ and now I’m standing in the dark, we were before machines stole our life”), καθώς και το απέριττο cosmic κλείσιμο συμβάλλουν άπαντα προς ένα τέλειο track. Το έσχατο “Carovna pistalka” είναι ένα σλοβάκικο παραμύθι, που ολοκληρώνεται εντός δυόμισι λεπτών. Αφήγηση, φλάουτο, κιθάρες, vibes… μία μετατόπιση του ονείρου, στο φάσμα του πραγματικού.
Αν υπάρχει κάτι που να εντυπωσιάζει –όντως δηλαδή– στην περίπτωση του “Toxic Phenomena in Kosmic Fields”, τούτο είναι φυσικότητα εκείνων που ακούγονται. Τίποτα δήθεν, τίποτα βεβιασμένο, κανένα τράβηγμα. Ένα λίγο, που γίνεται πολύ από το άγγιγμα του magic carpenter…
Επαφή: http://is.gd/bFIKEM
Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012
Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012
ALOG γραμμή συναρμολόγησης
Κραταιά περίπτωση πειραματικού γκρουπ (θα επεξηγήσω στην πορεία σε τι συνίσταται ο πειραματισμός τους), οι Alog σχηματίστηκαν στο Tromsø της Νορβηγίας στα τέλη της δεκαετίας του ’90 από τους Espen Sommer Eide και Dag-Are Haugan. Δώδεκα-δεκατρία χρόνια μετά έχουν στην κατοχή τους έξι άλμπουμ –τα πέντε στην Rune Grammofon– με το τελευταίο τους, το “Unemployed” [Rune Grammofon RCD2116, 2011], να φαντάζει ως το πλέον προχωρημένο· τουλάχιστον στο επίπεδο της φόρμας.
Παίζοντας και ταξιδεύοντας στην πατρίδα τους (αλλά και εκτός Νορβηγίας) οι Alog ήρθαν σε επαφή με διάφορους μουσικούς, κάποιοι εκ των οποίων προσκλήθηκαν να λάβουν μέρος στις ηχογραφήσεις του CD τους. Πρώτος ο Sigbjørn Apeland που παίζει fender rhodes, harmonium, κρουστά και ukulele σε τέσσερα tracks, κατόπιν οι βιολιστές Ole-Henrik Moe και Kari Rønnekleiv (οι Sheriffs of Nothingness δηλαδή) που εμφανίζονται σε τρία κομμάτια, η τραγουδίστρια-βοκαλίστα Jenny Hval, καθώς και ο ολλανδός αβαντ-γκαρντίστας Jaap Blonk (έχει σταθεί δίπλα στους John Tchicai, Tristan Honsiger, Mats Gustafsson κ.ά.). Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους είναι ένα, από τη φύση του, παράξενο άκουσμα, που μας πάει πίσω στο χρόνο, στις μέρες του Terry Riley και του Tony Conrad (“Last day at the assembly line”), ενσωματώνοντας στη διαδρομή τη… βιοποικιλότητα του ηχο-περιβαλλοντικού κόσμου. Σε κομμάτια όπως το “Baklandet” η επίδραση συγκροτημάτων όπως οι Third Ear Band είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, ενώ αλλού (“Bømlo brenn om natta”) ο συνδυασμός παράξενων ήχων (που προέρχονται, κατά πάσα πιθανότητα, από ιδιοκατασκευασμένα όργανα), έτοιμων ρυθμών και εξώκοσμων φωνητικών (Jaap Blonk) οδηγούν το “Unemployed” στα ακρότατά του.
Κάθε track από τα 14 του CD αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο ηχητικής παραδοξότητας, γεγονός που φανερώνει το ψάξιμο που έχει προηγηθεί από τους Alog –διάβασα πως έχουν συλλέξει ήχους από τα πιο πιθανά και απίθανα μέρη, ξεσκονίζοντας συλλογές δίσκων 78 στροφών, σαμπλάροντας εγγραφές από εκκλησίες, ενσωματώνοντας δικές τους εγγραφές ως street musicians από τις… πόλεις των Εθνών κ.ο.κ.–, αλλά και της μαεστρίας τους στη διευθέτηση και την τακτοποίηση της ηχητικής πληθώρας. Εξαιρετικό άλμπουμ· αλλά και το άλλο. Το “Unemployed”, που ως CD διαρκεί περί τα 76 λεπτά, κυκλοφορεί και ως τετραπλό LP(!), με 77 extra λεπτά μουσικής, που δεν ακούγονται πουθενά αλλού. Πάρε και κατάλαβε...
Ακούστε το “Bømlo brenn om natta”, αλλά φθάστε το μέχρι το τέρμα…
Παίζοντας και ταξιδεύοντας στην πατρίδα τους (αλλά και εκτός Νορβηγίας) οι Alog ήρθαν σε επαφή με διάφορους μουσικούς, κάποιοι εκ των οποίων προσκλήθηκαν να λάβουν μέρος στις ηχογραφήσεις του CD τους. Πρώτος ο Sigbjørn Apeland που παίζει fender rhodes, harmonium, κρουστά και ukulele σε τέσσερα tracks, κατόπιν οι βιολιστές Ole-Henrik Moe και Kari Rønnekleiv (οι Sheriffs of Nothingness δηλαδή) που εμφανίζονται σε τρία κομμάτια, η τραγουδίστρια-βοκαλίστα Jenny Hval, καθώς και ο ολλανδός αβαντ-γκαρντίστας Jaap Blonk (έχει σταθεί δίπλα στους John Tchicai, Tristan Honsiger, Mats Gustafsson κ.ά.). Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους είναι ένα, από τη φύση του, παράξενο άκουσμα, που μας πάει πίσω στο χρόνο, στις μέρες του Terry Riley και του Tony Conrad (“Last day at the assembly line”), ενσωματώνοντας στη διαδρομή τη… βιοποικιλότητα του ηχο-περιβαλλοντικού κόσμου. Σε κομμάτια όπως το “Baklandet” η επίδραση συγκροτημάτων όπως οι Third Ear Band είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, ενώ αλλού (“Bømlo brenn om natta”) ο συνδυασμός παράξενων ήχων (που προέρχονται, κατά πάσα πιθανότητα, από ιδιοκατασκευασμένα όργανα), έτοιμων ρυθμών και εξώκοσμων φωνητικών (Jaap Blonk) οδηγούν το “Unemployed” στα ακρότατά του.
Κάθε track από τα 14 του CD αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο ηχητικής παραδοξότητας, γεγονός που φανερώνει το ψάξιμο που έχει προηγηθεί από τους Alog –διάβασα πως έχουν συλλέξει ήχους από τα πιο πιθανά και απίθανα μέρη, ξεσκονίζοντας συλλογές δίσκων 78 στροφών, σαμπλάροντας εγγραφές από εκκλησίες, ενσωματώνοντας δικές τους εγγραφές ως street musicians από τις… πόλεις των Εθνών κ.ο.κ.–, αλλά και της μαεστρίας τους στη διευθέτηση και την τακτοποίηση της ηχητικής πληθώρας. Εξαιρετικό άλμπουμ· αλλά και το άλλο. Το “Unemployed”, που ως CD διαρκεί περί τα 76 λεπτά, κυκλοφορεί και ως τετραπλό LP(!), με 77 extra λεπτά μουσικής, που δεν ακούγονται πουθενά αλλού. Πάρε και κατάλαβε...
Ακούστε το “Bømlo brenn om natta”, αλλά φθάστε το μέχρι το τέρμα…
Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012
ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ party
Το απόγευμα στο Athens A Go Go συνάντησα τον mr.z (του blog naked sides) και στο λέγε-λέγε, ανάμεσα σε άλλα, θυμηθήκαμε και το “Party” του Νίκου Μαμαγκάκη. Γι’ αυτό το κομμάτι είχα κάνει μιαν ανάρτηση λίγο μετά το ξεκίνημα τού on line δισκορυχείου, όταν στο blog έμπαιναν και διάβαζαν λίγα άτομα. Με αφορμή λοιπόν την κουβέντα κι επειδή η παλαιά ανάρτηση δεν έχει επισκεψιμότητα (ποιος και γιατί να πατήσει δισκορυχείον, party και Νίκος Μαμαγκάκης;) την επαναφέρω στο προσκήνιο με κάποια επιπλέον στοιχεία και φωτογραφίες.
Ας ξαναπώ λοιπόν πως το “Party” το έμαθε και το άκουσε ο κόσμος από την παλαιά βρετανική συλλογή “The Thriller Memorandum, volume 2” [r.p.m, 1996], ένα CD με εξαιρετικά groovy κομμάτια των Ken Woodman, Tony Hatch, Jacques Denjean, Ingfried Hoffmann, Mark Wirtz, Basil Kirchin και άλλων, συντεθιμένα τα περισσότερα για επισκιασμένα thrillers (αστυνομικά, δικαστικά, πολεμικά κ.ά.) της περιόδου 1962-72, ανοίγοντας κατά κάποιον τρόπο το δρόμο για τις δεκάδες ανάλογες συλλογές που θα επακολουθούσαν. (Δεν λέω πως η “thriller memorandum” ήταν η πρώτη του είδους, αλλά εν πάση περιπτώσει ήταν από εκείνες που άνοιξαν το χορό). Το κομμάτι του Νίκου Μαμαγκάκη (τέταρτο στο track list από τα είκοσι τέσσερα) τιμά οπωσδήποτε και τον ίδιο και την… groovy/lounge χώρα.
Την “Thriller Memorandum” την αγόρασα κάποια στιγμή στις αρχές των 00s, όταν την εισήγαγε η Hitch-Hyke, κι ας είχα ήδη μερικά από τα κομμάτια της στις original φόρμες· πρώτο όλων φυσικά το “Party” του Νίκου Μαμαγκάκη… Το 45άρι “The theme from the ‘Private Right’/ Party” [UK. Fontana TF 894, 1967] το είχα αγοράσει περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90 από έναν βρετανικό κατάλογο, τον Movie Boulevard που είχε ως έδρα του το Leeds. Ο κατάλογος ειδικευόταν σε βιντεοκασέτες και σε δίσκους (LP και 45άρια) και γενικώς είχε καλές τιμές. Για παράδειγμα μπορούσες να βρεις (στις 45 στροφές) την “Aphrodite” του Γιώργου Κοτσώνη με 3,5 λίρες (τότε 1350 δραχμές), τις ιαπωνικές εκδόσεις των “Vous interessez vous a la chose” του Γιάννη Σπανού, “Girls in the sun” του Σταύρου Ξαρχάκου και “Blue” του Μάνου Χατζιδάκι με 10.50 λίρες (4100 δραχμές) και άλλα διάφορα.To “The theme from the ‘Private Right’” ήταν ένα χασάπικο (με μπουζούκι) στο στυλ των αναλόγων του Θεοδωράκη και του Ξαρχάκου, αλλά το “Party” στην πίσω πλευρά ήταν ένα moody οργανικό με σαντούρι, harpsichord και ωραία γεμίσματα στην ηλεκτρική κιθάρα, που έδειχνε, συν τοις άλλοις, τη γνωστή άνεση του έλληνα συνθέτη να κινείται σε... μοντέρνους δρόμους, παραλλήλως με τους λαϊκούς ή τους avant. Και τα δύο tracks (ηχογραφημένα από τον Γιάννη Σμυρναίο) προέρχονταν από το soundtrack μιας βρετανο-κυπριακής παραγωγής υπό τον τίτλο “The Private Right”, σκηνοθετημένη από κάποιον Michael Papas. Πρωταγωνιστούσαν δε σ’ αυτήν κύπριοι και βρετανοί ηθοποιοί (Δημήτρης Ανδρέας, Γιώργος Κάφκαρης, Χρήστος Δημητρίου, Charlotte Selwyn, John Brogan, Joanna Farber, Λάκης Σιδεράς, Τάκης Θεοφάνους...). Πριν κάμποσα χρόνια είχα βρει μάλιστα κι ένα διαφημιστικό 8πτυχο, με ωραίες φωτογραφίες από το φιλμ –κάποιες τις βλέπετε– και άλλες πληροφορίες. Μεταφέρω κάτι...Το στόρι κεντράρει στον Μίνωα Ηλία ελληνοκύπριο αγωνιστή της ΕΟΚΑ, ο οποίος προδίδεται από έναν συμπατριώτη του, τον Τάσσο Φάντη, που συνεργάζεται με τους Εγγλέζους. Ακολουθεί μάχη. Ο Ηλίας πιάνεται και βασανίζεται από τον Φάντη, που παίρνει εντολές από τους άγγλους αξιωματικούς. Η ανεξαρτησία έρχεται στο νησί. Ο Φάντης το σκάει στο Λονδίνο, για να αποφύγει την κυπριακή δικαιοσύνη, αλλά ο Ηλίας τον ακολουθεί, ψάχνοντάς τον στην τοπική κοινότητα, στα café, τα clubs και τα ρεστοράν του Λονδίνου. Κάποια στιγμή τον εντοπίζει σ’ ένα party... Tα υπόλοιπα επί της οθόνης, που θα ’λεγε κι ο... Μπακογιαννόπουλος. Η ταινία (που είναι παραγωγής 1966 και όχι 1968 όπως γράφει ο imdb.com) προκάλεσε ντόρο στην εποχή της (στη Μεγάλη Βρετανία)· κυρίως, γιατί θεωρήθηκε απαράδεκτο βρετανικά κεφάλαια να επενδύονται σε φιλμ, που έδειχνε εντόπιους στρατιωτικούς να διατάζουν βασανιστήρια. (Σιγά, τους χαλάσαμε τη διαγωγή…). Παρά ταύτα η ταινία θα προβληθεί στο τότε London Film Festival, κάνοντας όμως... χαμηλή πτήση.
Το “Party” το είχε ανεβάσει παλαιότερα ο mr.z και μπορείτε να το ακούσετε από εδώ... http://www.divshare.com/download/10200851-26c
Ας ξαναπώ λοιπόν πως το “Party” το έμαθε και το άκουσε ο κόσμος από την παλαιά βρετανική συλλογή “The Thriller Memorandum, volume 2” [r.p.m, 1996], ένα CD με εξαιρετικά groovy κομμάτια των Ken Woodman, Tony Hatch, Jacques Denjean, Ingfried Hoffmann, Mark Wirtz, Basil Kirchin και άλλων, συντεθιμένα τα περισσότερα για επισκιασμένα thrillers (αστυνομικά, δικαστικά, πολεμικά κ.ά.) της περιόδου 1962-72, ανοίγοντας κατά κάποιον τρόπο το δρόμο για τις δεκάδες ανάλογες συλλογές που θα επακολουθούσαν. (Δεν λέω πως η “thriller memorandum” ήταν η πρώτη του είδους, αλλά εν πάση περιπτώσει ήταν από εκείνες που άνοιξαν το χορό). Το κομμάτι του Νίκου Μαμαγκάκη (τέταρτο στο track list από τα είκοσι τέσσερα) τιμά οπωσδήποτε και τον ίδιο και την… groovy/lounge χώρα.
Την “Thriller Memorandum” την αγόρασα κάποια στιγμή στις αρχές των 00s, όταν την εισήγαγε η Hitch-Hyke, κι ας είχα ήδη μερικά από τα κομμάτια της στις original φόρμες· πρώτο όλων φυσικά το “Party” του Νίκου Μαμαγκάκη… Το 45άρι “The theme from the ‘Private Right’/ Party” [UK. Fontana TF 894, 1967] το είχα αγοράσει περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90 από έναν βρετανικό κατάλογο, τον Movie Boulevard που είχε ως έδρα του το Leeds. Ο κατάλογος ειδικευόταν σε βιντεοκασέτες και σε δίσκους (LP και 45άρια) και γενικώς είχε καλές τιμές. Για παράδειγμα μπορούσες να βρεις (στις 45 στροφές) την “Aphrodite” του Γιώργου Κοτσώνη με 3,5 λίρες (τότε 1350 δραχμές), τις ιαπωνικές εκδόσεις των “Vous interessez vous a la chose” του Γιάννη Σπανού, “Girls in the sun” του Σταύρου Ξαρχάκου και “Blue” του Μάνου Χατζιδάκι με 10.50 λίρες (4100 δραχμές) και άλλα διάφορα.To “The theme from the ‘Private Right’” ήταν ένα χασάπικο (με μπουζούκι) στο στυλ των αναλόγων του Θεοδωράκη και του Ξαρχάκου, αλλά το “Party” στην πίσω πλευρά ήταν ένα moody οργανικό με σαντούρι, harpsichord και ωραία γεμίσματα στην ηλεκτρική κιθάρα, που έδειχνε, συν τοις άλλοις, τη γνωστή άνεση του έλληνα συνθέτη να κινείται σε... μοντέρνους δρόμους, παραλλήλως με τους λαϊκούς ή τους avant. Και τα δύο tracks (ηχογραφημένα από τον Γιάννη Σμυρναίο) προέρχονταν από το soundtrack μιας βρετανο-κυπριακής παραγωγής υπό τον τίτλο “The Private Right”, σκηνοθετημένη από κάποιον Michael Papas. Πρωταγωνιστούσαν δε σ’ αυτήν κύπριοι και βρετανοί ηθοποιοί (Δημήτρης Ανδρέας, Γιώργος Κάφκαρης, Χρήστος Δημητρίου, Charlotte Selwyn, John Brogan, Joanna Farber, Λάκης Σιδεράς, Τάκης Θεοφάνους...). Πριν κάμποσα χρόνια είχα βρει μάλιστα κι ένα διαφημιστικό 8πτυχο, με ωραίες φωτογραφίες από το φιλμ –κάποιες τις βλέπετε– και άλλες πληροφορίες. Μεταφέρω κάτι...Το στόρι κεντράρει στον Μίνωα Ηλία ελληνοκύπριο αγωνιστή της ΕΟΚΑ, ο οποίος προδίδεται από έναν συμπατριώτη του, τον Τάσσο Φάντη, που συνεργάζεται με τους Εγγλέζους. Ακολουθεί μάχη. Ο Ηλίας πιάνεται και βασανίζεται από τον Φάντη, που παίρνει εντολές από τους άγγλους αξιωματικούς. Η ανεξαρτησία έρχεται στο νησί. Ο Φάντης το σκάει στο Λονδίνο, για να αποφύγει την κυπριακή δικαιοσύνη, αλλά ο Ηλίας τον ακολουθεί, ψάχνοντάς τον στην τοπική κοινότητα, στα café, τα clubs και τα ρεστοράν του Λονδίνου. Κάποια στιγμή τον εντοπίζει σ’ ένα party... Tα υπόλοιπα επί της οθόνης, που θα ’λεγε κι ο... Μπακογιαννόπουλος. Η ταινία (που είναι παραγωγής 1966 και όχι 1968 όπως γράφει ο imdb.com) προκάλεσε ντόρο στην εποχή της (στη Μεγάλη Βρετανία)· κυρίως, γιατί θεωρήθηκε απαράδεκτο βρετανικά κεφάλαια να επενδύονται σε φιλμ, που έδειχνε εντόπιους στρατιωτικούς να διατάζουν βασανιστήρια. (Σιγά, τους χαλάσαμε τη διαγωγή…). Παρά ταύτα η ταινία θα προβληθεί στο τότε London Film Festival, κάνοντας όμως... χαμηλή πτήση.
Το “Party” το είχε ανεβάσει παλαιότερα ο mr.z και μπορείτε να το ακούσετε από εδώ... http://www.divshare.com/download/10200851-26c
κι αυτά ελληνικά είναι…
Ευχάριστο άλμπουμ o «Χαρταετός» [Protasis, 2010] του Τάσου Γεωργόπουλου και της BanDa-BanDa, φιλοδοξεί να μεταφέρει στα καθ’ ημάς το κλίμα των ρέμπελων τραγουδοποιών της Μεσογείου, οι οποίοι μπορεί να προέρχονται ακόμη και από τη βόρεια Ισπανία –να γειτνιάζουν ακόμη και με τον Ατλαντικό δηλαδή–, διατηρώντας όμως παρεμφερή αισθητικά ανακλαστικά. Υπάρχουν λοιπόν οι ethnic πινελιές, υπάρχει το λεγόμενο πολύ-πολιτισμικό στοιχείο, όπως υπάρχουν και οι κοινωνικές αναφορές, σύμφυτες σε ορισμένες περιπτώσεις με το άσμα αυτού του τύπου. Π.χ. στο τραγούδι «Ξένος» (αφιερωμένο «στον κούρδο μετανάστη που τον άφησαν ‘φυτό’ οι λιμενικοί της Ηγουμενίτσας») ή στο «Φθινόπωρο στη Ραμάλα». Οι πολλοί και… από παντού συμμετέχοντες (Tonino Carotone, Kino Ferri & Aprioni, Χάρης Κατσιμίχας, Dilek Koc, Μαριώ, Francesca Minutoli, Poly Quartet, Ευαγγελία Σκιαδαρέση, Τζουμ), που συμβολίζουν κατά έναν τρόπο και τις επιμέρους ενορχηστρώσεις που ακούγονται από κομμάτι σε κομμάτι, συμβαδίζουν με τη διάθεση του πλάνητα τραγουδοποιού να συνδιαλαγεί με τη διαφορετικότητα μέσα σ’ ένα σύστημα καθημερινής χρήσης. Δεν είναι ζήτημα της μουσικής και μόνο…#
Μπορεί να σέβομαι όσους δισκογραφούν για το κέφι τους, τούτο όμως δε σημαίνει πως κάθε σχετική απόπειρα υπονοεί εκ των προτέρων και την καλλιτεχνική επιτυχία. Ο Γιάννης Καρβέλας μπορεί να είναι καθηγητής αγγλικής φιλολογίας, όμως η προφορά των αγγλικών του προδίδει ότι είναι Έλληνας στο “Leisure” (ποίηση William H. Davies), το ωραιότερο κομμάτι του άλμπουμ «Τραγούδια για φυσαρμόνικα φωνή & πιάνο» [Καθρέφτης, 2010]· αν και δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη μελοποίηση στο “Vivamus” του Κάτουλλου. Αφήνω δε το γεγονός πως δεν βοηθά προς το καλύτερο το αλλόγλωσσο και το ελληνόφωνο των τραγουδιών, όπως κι η φωνή του εξάλλου που χάνεται σε διάφορες καταλήξεις.#
Οι στίχοι του Μιχάλη Μπουρμπούλη δίδουν αυτομάτως κάποια bonus (σοβαρά, γιατί όχι;) στο άλμπουμ του Τάσου Ζαφειρίου «Δεν είναι ο κόσμος αδειανός» [Καθρέφτης, 2010]· ερμηνεύει, βασικά, ο ίδιος, ενώ ένα κομμάτι αποδίδει ο Παντελής Θαλασσινός κι ένα άλλο η Βίκυ Σκλαβενίτου. Το όλον κλίμα προσεγγίζει εκείνο του εντέχνου, δίχως όμως τις εξάρσεις ή, από την άλλη πλευρά, τις ευκολίες του συγκριμένου στυλ. Οπωσδήποτε υπάρχουν τραγούδια που ξεχωρίζουν, με πρώτο όλων το «Ειμ’ ο άνθρωπος», όμως είναι λίγες, εν τέλει, οι στιγμές που θα έκαναν το παρόν δισκάκι διακριτό εντός ενός συνόλου αναλόγων.#
Το ελαφρό τραγούδι του Μεσοπολέμου, αυτό που ονομάζουμε, κάπως γενικώς, και ενδεχομένως υποτιμητικώς, ρετρό, έχει την τιμητική του στο άλμπουμ «Για Μια Γυναίκα» [Protasis, 2010]. O μαέστρος-πιανίστας Δαυίδ Ναχμίας, έχοντας δίπλα του την τραγουδίστρια Χρυσούλα Στεφανάκη, όπως και μιαν ομάδα καλών μουσικών (Κυριάκος Γκουβέντας βιολί, Τάσος Μισιρλής βιολοντσέλο, Μάκης Αναστασόπουλος σαξόφωνο, Μελέτης Πόγκας κιθάρα, χαβάγια…) δημιουργεί ένα σύνολο ακουστικό, που στέκεται με άνεση στο τώρα, παρ’ όλη την… εβδομηκονταετία του. Κι αυτό, γιατί τόσο η ερμηνεύτρια με τη σημερινή φωνή, όσο κι η ορχήστρα, που είναι τυπικώς ουσιαστική, συμβάλλουν θετικώς στην ολοκλήρωση ενός project που, ούτως ή άλλως, στηρίζεται στην αγάπη (προς ένα είδος τραγουδιού) και τη γνώση. Φυσικά, όλες οι επιλογές δεν είναι του αυτού τύπου. Μπορεί το ερωτικό στοιχείο να κυριαρχεί, αλλά η… διαβάθμιση των παθών έτσι όπως εκτοξεύονται, κάθε φορά, μέσα από τις θεϊκές μελωδίες και το γενικότερο (σημερινό) αμπαλάζ θα με αναγκάσει, τελικώς, να ξεχωρίσω μερικά. «Βρέχει, βρέχει» των Σουγιούλ/ Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, «Σ’ αγαπώ ή σε μισώ» των Αττίκ/ Κοφινιώτη, «Δεν θέλω πίσω να γυρίσεις» των Σουγιούλ/ Ασημακόπουλου-Σπυρόπουλου-Παπαδούκα, «Τι κι αν χωρίζουμε, θα σ’ αγαπώ» των Γούναρη-Αγγελή και πάνω απ’ όλα τα δύο κομμάτια του Κώστα Γιαννίδη, το «Αφήστε με να πιω» και το «Για σένα μονάχα για σένα».
Μπορεί να σέβομαι όσους δισκογραφούν για το κέφι τους, τούτο όμως δε σημαίνει πως κάθε σχετική απόπειρα υπονοεί εκ των προτέρων και την καλλιτεχνική επιτυχία. Ο Γιάννης Καρβέλας μπορεί να είναι καθηγητής αγγλικής φιλολογίας, όμως η προφορά των αγγλικών του προδίδει ότι είναι Έλληνας στο “Leisure” (ποίηση William H. Davies), το ωραιότερο κομμάτι του άλμπουμ «Τραγούδια για φυσαρμόνικα φωνή & πιάνο» [Καθρέφτης, 2010]· αν και δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη μελοποίηση στο “Vivamus” του Κάτουλλου. Αφήνω δε το γεγονός πως δεν βοηθά προς το καλύτερο το αλλόγλωσσο και το ελληνόφωνο των τραγουδιών, όπως κι η φωνή του εξάλλου που χάνεται σε διάφορες καταλήξεις.#
Οι στίχοι του Μιχάλη Μπουρμπούλη δίδουν αυτομάτως κάποια bonus (σοβαρά, γιατί όχι;) στο άλμπουμ του Τάσου Ζαφειρίου «Δεν είναι ο κόσμος αδειανός» [Καθρέφτης, 2010]· ερμηνεύει, βασικά, ο ίδιος, ενώ ένα κομμάτι αποδίδει ο Παντελής Θαλασσινός κι ένα άλλο η Βίκυ Σκλαβενίτου. Το όλον κλίμα προσεγγίζει εκείνο του εντέχνου, δίχως όμως τις εξάρσεις ή, από την άλλη πλευρά, τις ευκολίες του συγκριμένου στυλ. Οπωσδήποτε υπάρχουν τραγούδια που ξεχωρίζουν, με πρώτο όλων το «Ειμ’ ο άνθρωπος», όμως είναι λίγες, εν τέλει, οι στιγμές που θα έκαναν το παρόν δισκάκι διακριτό εντός ενός συνόλου αναλόγων.#
Το ελαφρό τραγούδι του Μεσοπολέμου, αυτό που ονομάζουμε, κάπως γενικώς, και ενδεχομένως υποτιμητικώς, ρετρό, έχει την τιμητική του στο άλμπουμ «Για Μια Γυναίκα» [Protasis, 2010]. O μαέστρος-πιανίστας Δαυίδ Ναχμίας, έχοντας δίπλα του την τραγουδίστρια Χρυσούλα Στεφανάκη, όπως και μιαν ομάδα καλών μουσικών (Κυριάκος Γκουβέντας βιολί, Τάσος Μισιρλής βιολοντσέλο, Μάκης Αναστασόπουλος σαξόφωνο, Μελέτης Πόγκας κιθάρα, χαβάγια…) δημιουργεί ένα σύνολο ακουστικό, που στέκεται με άνεση στο τώρα, παρ’ όλη την… εβδομηκονταετία του. Κι αυτό, γιατί τόσο η ερμηνεύτρια με τη σημερινή φωνή, όσο κι η ορχήστρα, που είναι τυπικώς ουσιαστική, συμβάλλουν θετικώς στην ολοκλήρωση ενός project που, ούτως ή άλλως, στηρίζεται στην αγάπη (προς ένα είδος τραγουδιού) και τη γνώση. Φυσικά, όλες οι επιλογές δεν είναι του αυτού τύπου. Μπορεί το ερωτικό στοιχείο να κυριαρχεί, αλλά η… διαβάθμιση των παθών έτσι όπως εκτοξεύονται, κάθε φορά, μέσα από τις θεϊκές μελωδίες και το γενικότερο (σημερινό) αμπαλάζ θα με αναγκάσει, τελικώς, να ξεχωρίσω μερικά. «Βρέχει, βρέχει» των Σουγιούλ/ Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, «Σ’ αγαπώ ή σε μισώ» των Αττίκ/ Κοφινιώτη, «Δεν θέλω πίσω να γυρίσεις» των Σουγιούλ/ Ασημακόπουλου-Σπυρόπουλου-Παπαδούκα, «Τι κι αν χωρίζουμε, θα σ’ αγαπώ» των Γούναρη-Αγγελή και πάνω απ’ όλα τα δύο κομμάτια του Κώστα Γιαννίδη, το «Αφήστε με να πιω» και το «Για σένα μονάχα για σένα».
Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012
funky blues
Ο Bernard Allison, ανεξαρτήτως του τι και πώς, εξακολουθεί να παραμένει στην πρώτη γραμμή του blues εκσυγχρονισμού. Βεβαίως, οι συνταγές του δεν πιάνουν πάντα – αν κι έχω την αίσθηση πως η παρουσία του τα τελευταία πέντε χρόνια στη γερμανική Jazzhaus είναι από τις πλέον δημιουργικές του. Τα blues τού… υιού Allison πάντα έστριβαν προς funky καταστάσεις, οπότε, σήμερα, με το funk ν’ ακούγεται από παντού κι απ’ την κουτσή Μαρία, ο Allison μοιάζει να βρίσκεται στο στοιχείο του. Το λέω ακούγοντας ταυτοχρόνως το “Tired of tryin” ας πούμε και το “Slide master” (ιδίως αυτό), που παραείναι deep, αλλά και τα πιο soul-ίζοντα ή soulful κομμάτια, όπως το “As simple as that” ή το έσχατο “Let’s try it again” (σύνθεση του πατρός Luther). Στο “The Otherside” [Jazzhaus, 2010] πάντως υπάρχουν θέματα για διάφορα μαύρα γούστα. Όπως το κομματάκι… southern “Still rainin” του οργανίστα του γκρουπ Bruce B. McCabe, το... gumbo “Leavin the bayou”, τα στακάτο r&b “Life goes on” και “Clear vision”, το πυροτεχνικό “Fire” του Jimi Hendrix. Εκείνο που έχει σημασία να ειπωθεί είναι πως ο Bernard Allison έδωσε πνοή σ’ ένα καλοφτιαγμένο –όχι μόνο για ίδιον άκουσμα, αλλά και για ομαδική απόλαυση–, άλμπουμ, παίρνοντας τα μέγιστα από τους μουσικούς που τον συνοδεύουν. Εξάλλου, όποιος προσέξει καλύτερα το εξώφυλλο, το “The Otherside” δεν υπογράφεται από τον ίδιον, αλλά από το… Bernard Allison Group.
Όσοι είναι fans του John Lee Hooker κι έχουν ακούσει το “Live At Soledad” [ABC, 1972] –ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν ποτέ σε φυλακή– σίγουρα θα θυμούνται, εκεί, την παρουσία του υιού John Lee Hooker Jr. Ο μικρός, 20χρονος τότε, τραγουδούσε σε τρία κομμάτια, το “Superlover”, το “I’m your crosscut saw” και το “Boogie everywhere I go”, έχοντας δίπλα του δυνατούς παίκτες (τους κιθαρίστες Luther Tucker και Charlie Grimes) και βεβαίως τον μπαμπά του.
Από το ’72 έχουν περάσει όσο να'ναι πολλά χρόνια. Ο John Lee Hooker Jr. μεγάλωσε και στέριωσε στο blues circuit, ηχογραφώντας αξιοπρόσεκτες δουλειές, με σταθερούς ρυθμούς τον τελευταίο καιρό (κι αυτός για τη γερμανική Jazzhaus). Το “Live in Istanbul, Turkey” είναι, μάλλον, το τέταρτο άλμπουμ του εκεί κι ένα από τα καλύτερά του. Το λέω υπό την έννοια ότι αρχικώς... δεν φαίνεται για live (τόσο καλο-ηχογραφημένο είναι), εμπεριέχοντας 12 δικές του συνθέσεις (ο Jr. είναι βασικά συνθέτης και τραγουδιστής) και μόλις δύο του πατέρα του (“Maudie”, “Boom boom”), αφήνοντας (για άλλη μία φορά) την πλήρην αίσθηση πως έχουμε να κάνουμε μ’ έναν αυτόφωτο performer και όχι μ' έναν ετερόφωτο υιό, ο οποίος μάλιστα δεν αδιαφορεί ούτε για τη σύγχρονη μαυρίλα, δίνοντας με το “Funky funk” και την υψηλής ποιότητας (εξαμελή-επταμελή) μπάντα του εκείνο που απαιτεί η εποχή· και οι Τούρκοι…
Επαφή: www.jazzhausrecords.com
Όσοι είναι fans του John Lee Hooker κι έχουν ακούσει το “Live At Soledad” [ABC, 1972] –ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν ποτέ σε φυλακή– σίγουρα θα θυμούνται, εκεί, την παρουσία του υιού John Lee Hooker Jr. Ο μικρός, 20χρονος τότε, τραγουδούσε σε τρία κομμάτια, το “Superlover”, το “I’m your crosscut saw” και το “Boogie everywhere I go”, έχοντας δίπλα του δυνατούς παίκτες (τους κιθαρίστες Luther Tucker και Charlie Grimes) και βεβαίως τον μπαμπά του.
Από το ’72 έχουν περάσει όσο να'ναι πολλά χρόνια. Ο John Lee Hooker Jr. μεγάλωσε και στέριωσε στο blues circuit, ηχογραφώντας αξιοπρόσεκτες δουλειές, με σταθερούς ρυθμούς τον τελευταίο καιρό (κι αυτός για τη γερμανική Jazzhaus). Το “Live in Istanbul, Turkey” είναι, μάλλον, το τέταρτο άλμπουμ του εκεί κι ένα από τα καλύτερά του. Το λέω υπό την έννοια ότι αρχικώς... δεν φαίνεται για live (τόσο καλο-ηχογραφημένο είναι), εμπεριέχοντας 12 δικές του συνθέσεις (ο Jr. είναι βασικά συνθέτης και τραγουδιστής) και μόλις δύο του πατέρα του (“Maudie”, “Boom boom”), αφήνοντας (για άλλη μία φορά) την πλήρην αίσθηση πως έχουμε να κάνουμε μ’ έναν αυτόφωτο performer και όχι μ' έναν ετερόφωτο υιό, ο οποίος μάλιστα δεν αδιαφορεί ούτε για τη σύγχρονη μαυρίλα, δίνοντας με το “Funky funk” και την υψηλής ποιότητας (εξαμελή-επταμελή) μπάντα του εκείνο που απαιτεί η εποχή· και οι Τούρκοι…
Επαφή: www.jazzhausrecords.com
Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012
SHAWN PHILLIPS I’m a loner
Πριν λίγες ημέρες αγόρασα το πρώτο LP του Αμερικανού Shawn Phillips, το “I’m a Loner”, που είχε βγει για πρώτη φορά στη βρετανική Columbia (Lansdowne Series) το 1965. Φυσικά όχι το original, καθότι είναι πανάκριβο, αλλά την επανέκδοση στην Timeless (500 αντίτυπα) που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια. (Στο back cover αναγράφονται τρία έτη, το 1965 –σωστό, μιας και αφορά στην πρώτη κυκλοφορία του δίσκου– και ακόμη τα 1985 και 1987, που είναι κατ’ εμέ αδικαιολόγητα, αφού στη δεκαετία του ’80 δεν υπήρχε η Timeless).
Ο Phillips είχε γεννηθεί στο Fort Worth του Texas το 1943 και όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ ο Denis Preston –ο σημαντικότερος promoter του skiffle και της jazz στη Βρετανία–, υπήρξε εκείνη τουλάχιστον την εποχή (mid sixties) επηρεασμένος από τον Woody Guthrie, κατορθώνοντας όμως να κάνει διακριτή την παρουσία του, αφού το feeling των τραγουδιών του δε σχετιζόταν ούτε μ’ εκείνο του Ramblin’ Jack Elliott, ούτε με το άλλο του Bob Dylan. Γράφει κι άλλα ο Preston… πως ο πατέρας τού Phillips ήταν συγγραφέας και πως η μητέρα του ήταν φωτομοντέλο, αλλά είχε πεθάνει πολύ νέα, το 1956. Ακόμη, πως είχε (και) Cherokee καταγωγή και πως έδινε την εντύπωση ανθρώπου που καβαλίκευε με άνεση τα άλογα, ασχέτως αν ως έφηβος, φεύγοντας απ’ το σπίτι του, είχε δουλέψει σε πετρελαιοπηγές, εκεί προς τα σύνορα Texas και Mexico. Επίσης το γεγονός ότι χειριζόταν 12χορδη έφερνε τον παικτικό του τρόπο πλησίον εκείνου του Lead Belly, με το ρεπερτόριό του να το αποτελούν τραγούδια του Phil Ochs, του Hamilton Camp, των Kingston Trio, των New Christy Minstrels, στάνταρντ (όπως το “My favorite things”), αλλά και δικά του κομμάτια.
Τo “I’m a Loner”, περιττό να το πω, είναι ένα εξαιρετικό folk άλμπουμ με ποικιλία τραγουδιών (hobo ballads, ερωτικά, αντιπολεμικά), που εναλλάσσονται με γνώση. Ο Phillips τραγουδά και παίζει με σπάνια ένταση – πρόκειται, ανά στιγμές, για ένα από τα πιο σκληρά ακουστικά LP που έφθασαν ποτέ στ’ αυτιά μου – δίνοντας ερμηνείες ανθολογίας στα “I’m a loner” του Travis Edmondson (Bud and Travis κ.λπ.) και “Pride of man” (του Hamilton Camp, που απογείωσαν οι Quicksilver Messenger Service το 1968), και βεβαίως στο δικό του “Little tin soldier”, που είπε και ο Donovan στο “Fairytale” (10/1965). Αλλά κι εκεί όπου απαιτείται να χαμηλώσουν οι τόνοι, π.χ. στο επίσης δικό του “Solitude” το αποτέλεσμα είναι εξ ίσου εντυπωσιακό, με τον Phillips να δείχνει χαρακτήρα μεγάλου ερμηνευτή. Προσδοκώ δε κάποια στιγμή να επανεκδοθεί, με το ωραίο βρετανικό cover, και το δεύτερο άλμπουμ του, το “Shawn” από το 1966 (εξ ίσου σπάνιο, αν όχι σπανιότερο του “I’m a Loner”), ώστε να συμπληρωθεί το δικό του παζλ των early days.
Από τα πολλά στοιχεία, που μπορεί να παρατεθούν για τον Shawn Phillips θέλω να σημειώσω μόλις δύο. Το πρώτο αφορά στην παραμονή του στην Ιταλία, στο χωριό Positano (κοντά στη Νάπολι), για κάμποσα χρόνια στα τέλη των sixties και τις αρχές των seventies (εκεί όπου έγραψε το υλικό των Contribution, Second Contribution, Collaboration και Faces), δηλώνοντας παρών και σ’ ένα τουλάχιστον ιταλικό LP της εποχής, το πολύ καλό “Suàn” [Βeautiful Black Butterfly] του Armando Piazza, που ηχογραφήθηκε στη Νάπολι τον Σεπτέμβριο του ’72 και το οποίον επανεξέδωσε η ελληνική Missing Vinyl το 2008. Το δεύτερον έχει να κάνει βεβαίως με τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι στο soundtrack της ταινίας “The Martlet’s Tale” (1970) του John Crowther. O Shawn Phillips υπήρξε ο πρώτος (και με απόσταση ο καλύτερος) ερμηνευτής της «Μπαλάντας των αισθήσεων και των παραισθήσεων»…
Ακούμε το “I’m a loner” από το LP του ’65 και αμέσως μετά την «Μπαλάντα»…
Ο Phillips είχε γεννηθεί στο Fort Worth του Texas το 1943 και όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ ο Denis Preston –ο σημαντικότερος promoter του skiffle και της jazz στη Βρετανία–, υπήρξε εκείνη τουλάχιστον την εποχή (mid sixties) επηρεασμένος από τον Woody Guthrie, κατορθώνοντας όμως να κάνει διακριτή την παρουσία του, αφού το feeling των τραγουδιών του δε σχετιζόταν ούτε μ’ εκείνο του Ramblin’ Jack Elliott, ούτε με το άλλο του Bob Dylan. Γράφει κι άλλα ο Preston… πως ο πατέρας τού Phillips ήταν συγγραφέας και πως η μητέρα του ήταν φωτομοντέλο, αλλά είχε πεθάνει πολύ νέα, το 1956. Ακόμη, πως είχε (και) Cherokee καταγωγή και πως έδινε την εντύπωση ανθρώπου που καβαλίκευε με άνεση τα άλογα, ασχέτως αν ως έφηβος, φεύγοντας απ’ το σπίτι του, είχε δουλέψει σε πετρελαιοπηγές, εκεί προς τα σύνορα Texas και Mexico. Επίσης το γεγονός ότι χειριζόταν 12χορδη έφερνε τον παικτικό του τρόπο πλησίον εκείνου του Lead Belly, με το ρεπερτόριό του να το αποτελούν τραγούδια του Phil Ochs, του Hamilton Camp, των Kingston Trio, των New Christy Minstrels, στάνταρντ (όπως το “My favorite things”), αλλά και δικά του κομμάτια.
Τo “I’m a Loner”, περιττό να το πω, είναι ένα εξαιρετικό folk άλμπουμ με ποικιλία τραγουδιών (hobo ballads, ερωτικά, αντιπολεμικά), που εναλλάσσονται με γνώση. Ο Phillips τραγουδά και παίζει με σπάνια ένταση – πρόκειται, ανά στιγμές, για ένα από τα πιο σκληρά ακουστικά LP που έφθασαν ποτέ στ’ αυτιά μου – δίνοντας ερμηνείες ανθολογίας στα “I’m a loner” του Travis Edmondson (Bud and Travis κ.λπ.) και “Pride of man” (του Hamilton Camp, που απογείωσαν οι Quicksilver Messenger Service το 1968), και βεβαίως στο δικό του “Little tin soldier”, που είπε και ο Donovan στο “Fairytale” (10/1965). Αλλά κι εκεί όπου απαιτείται να χαμηλώσουν οι τόνοι, π.χ. στο επίσης δικό του “Solitude” το αποτέλεσμα είναι εξ ίσου εντυπωσιακό, με τον Phillips να δείχνει χαρακτήρα μεγάλου ερμηνευτή. Προσδοκώ δε κάποια στιγμή να επανεκδοθεί, με το ωραίο βρετανικό cover, και το δεύτερο άλμπουμ του, το “Shawn” από το 1966 (εξ ίσου σπάνιο, αν όχι σπανιότερο του “I’m a Loner”), ώστε να συμπληρωθεί το δικό του παζλ των early days.
Από τα πολλά στοιχεία, που μπορεί να παρατεθούν για τον Shawn Phillips θέλω να σημειώσω μόλις δύο. Το πρώτο αφορά στην παραμονή του στην Ιταλία, στο χωριό Positano (κοντά στη Νάπολι), για κάμποσα χρόνια στα τέλη των sixties και τις αρχές των seventies (εκεί όπου έγραψε το υλικό των Contribution, Second Contribution, Collaboration και Faces), δηλώνοντας παρών και σ’ ένα τουλάχιστον ιταλικό LP της εποχής, το πολύ καλό “Suàn” [Βeautiful Black Butterfly] του Armando Piazza, που ηχογραφήθηκε στη Νάπολι τον Σεπτέμβριο του ’72 και το οποίον επανεξέδωσε η ελληνική Missing Vinyl το 2008. Το δεύτερον έχει να κάνει βεβαίως με τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι στο soundtrack της ταινίας “The Martlet’s Tale” (1970) του John Crowther. O Shawn Phillips υπήρξε ο πρώτος (και με απόσταση ο καλύτερος) ερμηνευτής της «Μπαλάντας των αισθήσεων και των παραισθήσεων»…
Ακούμε το “I’m a loner” από το LP του ’65 και αμέσως μετά την «Μπαλάντα»…
Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012
ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Πολλά μπορεί να γραφούν –και γράφονται– αυτή την ώρα για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αλλά εκείνο που δε φεύγει από τη δική μου σκέψη είναι ο αναπάντεχος τρόπος του θανάτου του – το τι ακριβώς συνέβη.
Δεν ξέρω… αλλά, αν δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το γεγονός πως το μοιραίο παραφύλαγε την ώρα της εξέλιξης του γυρίσματος μιας σκηνής, τότε τα πράγματα είναι σοβαρά. Όχι σοβαρότερα από το χαμό ενός ανθρώπου, αλλά σε κάθε περίπτωση σοβαρά, χρήζοντας περαιτέρω εξέτασης. Π.χ. πώς βρέθηκε η μηχανή σ’ ένα δρόμο στον οποίον η κυκλοφορία θα έπρεπε να είχε διακοπεί, αν υποθέσουμε πως το δυστύχημα συνέβη κατά τη διάρκεια ενός γυρίσματος; Τι είδους αμέλεια υπήρξε –αν υπήρξε– και από ποιους; Πώς μπορεί να χάνεται κάποιος άνθρωπος έτσι ξαφνικά εν ώρα δουλειάς (αν δεν πρόκειται για μία δική του λάθος κίνηση);
Το να αραδιάζουμε αυτήν την ώρα μεγάλα λόγια, που τα δικαιούται (και με το παραπάνω) ο σκηνοθέτης της «Αναπαράστασης» και του «Θιάσου», πολλώ δε μάλλον το να χύνουμε δηλητήριο επ’ αφορμής ενός οδυνηρού γεγονότος δεν έχει κανένα απολύτως νόημα (στη δεύτερη περίπτωση το… νόημα ταυτίζεται με την αθλιότητα). Για μένα προέχει να διευκρινιστούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες χάθηκε ο σκηνοθέτης και να καταλογιστούν ευθύνες (αν υπάρχουν).
Ζούμε σε μια χώρα, σε μια περίοδο, σε μια συγκυρία όπου τα πάντα μπορεί να συμβούν στον καθένα μας ανά πάσα ώρα και στιγμή. Όλα έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Πάμε με αυτόματο πιλότο. Η πλημμελής άσκηση των υποχρεώσεών μας προς τρίτους είναι πια στην ημερησία διάταξη. Κρυβόμαστε πίσω από τις μειώσεις των αποδοχών, το στρίμωγμα, την ανεργία, την ανασφάλεια, λησμονώντας στοιχειώδη καθήκοντα της κοινωνικής ζωής. Τα λέω τούτα, επειδή θέλω να αποκλείσω την πιθανότητα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος να οδηγήθηκε στο θάνατο από το εγκληματικό λάθος κάποιων άλλων.
Δεν ξέρω… αλλά, αν δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το γεγονός πως το μοιραίο παραφύλαγε την ώρα της εξέλιξης του γυρίσματος μιας σκηνής, τότε τα πράγματα είναι σοβαρά. Όχι σοβαρότερα από το χαμό ενός ανθρώπου, αλλά σε κάθε περίπτωση σοβαρά, χρήζοντας περαιτέρω εξέτασης. Π.χ. πώς βρέθηκε η μηχανή σ’ ένα δρόμο στον οποίον η κυκλοφορία θα έπρεπε να είχε διακοπεί, αν υποθέσουμε πως το δυστύχημα συνέβη κατά τη διάρκεια ενός γυρίσματος; Τι είδους αμέλεια υπήρξε –αν υπήρξε– και από ποιους; Πώς μπορεί να χάνεται κάποιος άνθρωπος έτσι ξαφνικά εν ώρα δουλειάς (αν δεν πρόκειται για μία δική του λάθος κίνηση);
Το να αραδιάζουμε αυτήν την ώρα μεγάλα λόγια, που τα δικαιούται (και με το παραπάνω) ο σκηνοθέτης της «Αναπαράστασης» και του «Θιάσου», πολλώ δε μάλλον το να χύνουμε δηλητήριο επ’ αφορμής ενός οδυνηρού γεγονότος δεν έχει κανένα απολύτως νόημα (στη δεύτερη περίπτωση το… νόημα ταυτίζεται με την αθλιότητα). Για μένα προέχει να διευκρινιστούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες χάθηκε ο σκηνοθέτης και να καταλογιστούν ευθύνες (αν υπάρχουν).
Ζούμε σε μια χώρα, σε μια περίοδο, σε μια συγκυρία όπου τα πάντα μπορεί να συμβούν στον καθένα μας ανά πάσα ώρα και στιγμή. Όλα έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Πάμε με αυτόματο πιλότο. Η πλημμελής άσκηση των υποχρεώσεών μας προς τρίτους είναι πια στην ημερησία διάταξη. Κρυβόμαστε πίσω από τις μειώσεις των αποδοχών, το στρίμωγμα, την ανεργία, την ανασφάλεια, λησμονώντας στοιχειώδη καθήκοντα της κοινωνικής ζωής. Τα λέω τούτα, επειδή θέλω να αποκλείσω την πιθανότητα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος να οδηγήθηκε στο θάνατο από το εγκληματικό λάθος κάποιων άλλων.
άλλα καθήκοντα…
Όσα εκστόμισε χθες με απύθμενο θράσος (ή με... αφοπλιστική ειλικρίνεια κατά την Καθημερινή – τι τρόποι, μας σκλαβώνετε!) ο υπουργός Χρυσοχοΐδης «δεν διάβασα το μνημόνιο, γιατί είχα άλλες υποχρεώσεις, είχα άλλα καθήκοντα» γελοιοποιήθηκαν από τα facebook, τα twitter και τους εξαχρειωμένους tv-χαβαλέδες.
Λυπάμαι, γιατί, για ορισμένα ζητήματα, το χιούμορ και η πλάκα είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Συγκαλύπτεται ένας ανηλεής κυνισμός που σχετίζεται εν προκειμένω με την παράβαση καθήκοντος, μετατοπίζεται σε άλλο γήπεδο μία άνευ προηγουμένου καταρράκωση των δημοκρατικών(;) θεσμών (κάτι ξέφτια έχουν απομείνει), βυθίζεται έτι περισσότερο η πολιτική ζωή στο πιο πηχτό σκοτάδι.
Μη γελάς ρε, τι σου ζητάνε;
Λυπάμαι, γιατί, για ορισμένα ζητήματα, το χιούμορ και η πλάκα είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Συγκαλύπτεται ένας ανηλεής κυνισμός που σχετίζεται εν προκειμένω με την παράβαση καθήκοντος, μετατοπίζεται σε άλλο γήπεδο μία άνευ προηγουμένου καταρράκωση των δημοκρατικών(;) θεσμών (κάτι ξέφτια έχουν απομείνει), βυθίζεται έτι περισσότερο η πολιτική ζωή στο πιο πηχτό σκοτάδι.
Μη γελάς ρε, τι σου ζητάνε;
Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012
ΠΑΝΟΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ δια ταύτα…
1968 Το Δωμάτιο, 1971 το Επεισόδιο, 2012 το Δια ταύτα… Ένα καινούριο άλμπουμ μετά από 41(!) χρόνια με ανέκδοτο υλικό του Πάνου Σαββόπουλου από την περίοδο 1967-1978 είναι οπωσδήποτε ένα γεγονός για τον μικρόκοσμο της εγχώριας δισκογραφίας. Ο μοναδικός έλληνας acid-head –έτσι τον αποκαλούν στο εξωτερικό, όσοι ακούν David Bixby, Perry Leopold, Simon Finn και εκστασιάζονται– εδώ σ’ ένα δίσκο κόσμημα, σε μία καταγραφή συνταρακτικών θα έλεγα αφηγήσεων.
Η σχέση μου με τo «Δια ταύτα…» [Anazitisi Records, 2012] ξεκινά τον Ιανουάριο του 1997, όταν άκουσα για πρώτη φορά τη «Χοντρή γιαγιά». Είχαμε γνωριστεί με τον Πάνο Σαββόπουλο λίγο καιρό νωρίτερα, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου Ραντεβού στο Κύτταρο [εκδ. Δελφίνι, 12/1996], κανονίζοντας πάραυτα να συναντηθούμε για μία συζήτηση, μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα στο Jazz & Τζαζ (τεύχος 50, Μάιος 1997). Τότε άκουσα για πρώτη φορά τη «Χοντρή γιαγιά», αλλά και τα δύο 45άρια του, που είχαν κυκλοφορήσει στη Lyra τη διετία 1965-66. Έχοντας αφομοιώσει και δουλέψει εντός μου το «Δωμάτιο» και το «Επεισόδιο» ένοιωθα πως, με την κάπως… acid folk σουηδική περιπέτεια της γιαγιάς (αλλά και του «Σάββα» και της «Έκτασης» στην πορεία) ολοκληρωνόταν ένα παζλ.
Θυμάμαι πως εκείνη την εποχή αντάλλασσα δίσκους μ’ ένα μουσικόφιλο από τη Falun (σουηδική πόλη βορείως της Στοκχόλμης) κι ήμουν αρκετά μέσα στο κλίμα του swedish folk και folk-rock (στις μουσικές των Turid, των Gudibrallan, του Thomas Wiehe, της Marie Selander, των Folk och Rackare, των Vargavinter…), έτσι οι ήχοι της γιαγιάς, η κάπως ελεύθερη, παρεΐστικη διαμόρφωση του τραγουδιού από τους Anonym 77, με την επίμονη εισαγωγή και τα παρατεταμένα soli, μου φαινόταν εντελώς συμβατή με την εντύπωση που είχα σχηματίσει για το ύφος της τοπικής σκηνής. Η απορία μου, λοιπόν, ήταν προφανής. Πώς είχε προκύψει εκείνο το τραγούδι και εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν είχε δισκογραφηθεί; O Πάνος Σαββόπουλος είχε την απάντηση: «Με τους Anonym 77 παίζαμε μερικά κομμάτια οκτώ με δέκα λεπτά το καθένα, βασισμένα σε κάτι περίεργες δικές μου συνθέσεις, τα οποία, ευτυχώς, έχω φυλάξει σε κασέτες. Είχα δυνατότητες, τότε, για κάποιους δίσκους, αλλά εν τω μεταξύ είχα αρχίσει και να ωριμάζω. Γιατί να βγάλεις ένα δίσκο; Να πεις τι; Τι άλλο κάνεις γύρω-γύρω; Αν δεν υπάρχει περίγυρος δεν έχει νόημα».
Έχοντας αντιληφθεί, από την πρώτη στιγμή πόσο… αρχειοθετημένος είναι ο τραγουδοποιός εν σχέσει με ό,τι επιμελείται και πραγματώνει, τον ρώτησα κάποια στιγμή μήπως υπήρχε τίποτα ξεχασμένο ηχογραφημένο δικό του από το παρελθόν, το οποίον και θα μ’ ενδιέφερε να το ακούσω (ανεξαρτήτως της κατάστασής του). Μου είχε πει πως «ναι, υπάρχει» και πως θα έψαχνε να βρει κάποιες παλιές μαγνητοταινίες, κοιτώντας, αρχικώς, σε τι κατάσταση βρίσκονταν. Του είπα «ok», αλλά δεν επέμεινα περισσότερο.
Ήταν προς τα τέλη του 2008, όταν ο Σαββόπουλος –που είχε κάνει εν τω μεταξύ την ανασκαφή του– μου έφερε ν’ ακούσω ένα CD-R με τρία τραγούδια του, ηχογραφημένα το 1973 στη Θεσσαλονίκη, πριν φύγει για τη Δανία (κι από ’κει για τη Σουηδία). «Δεν είναι η τελική επεξεργασία» μου είπε, «αλλά, άκουσέ τα». Ήταν η «Παρέλαση», «Η φυγή» και ο «Τετραδάκος» (μ’ αυτή τη σειρά). Άκουσα τα τρία τραγούδια, αμέσως, μ’ εκείνον παρόντα. Ολοκληρώνοντας την ακρόαση θυμάμαι πως του είχα πει: «αν ο ‘Τετραδάκος’ κυκλοφορούσε το 1973, θα είχε το βάρος που έχει σήμερα ‘Η Δημοσθένους λέξις’, του συνεπώνυμού σου Διονύση». Σε τέτοιας ποιότητας άσμα αναφερόμουν. Και η εγγραφή μια χαρά. Μιλούσαμε, δηλαδή, για θησαυρό.
Το τραγούδι, που έπαιρνε αφορμή από την εγκληματική πολιτεία του βασανιστή της χούντας στη Θεσσαλονίκη μοίραρχου Νικολάου Τετραδάκου, προσέγγιζε το θέμα μ’ έναν τρόπο οπωσδήποτε προσωπικό, από τον οποίον δεν εξέλιπε η ποιητική διάθεση, όπως κι οι περιγραφές της καθημερινότητας ενταγμένες, όμως, μέσα στο ίδιο ποιητικό πλαίσιο. Τα λόγια βρίθουν εικόνων, πραγματικών ή φασματικών, με τον τελευταίο στίχο «αποχαιρετάω στην πλώρη, την εξάχρονή σου κόρη» να σηματοδοτεί και την αναχώρηση του τραγουδοποιού από την Ελλάδα της 6χρονης (το 1973) δικτατορίας. Η «Παρέλαση (Ρομπότ)» στο ίδιο ζοφερό κλίμα («τα λόγια σου σα μύθος/ στριμωγμένος μες στο πλήθος/ όμως οι λέξεις σου χορεύουν σαν τρελές») και βεβαίως η απίστευτη «Φυγή», ένας 10λεπτος ψυχεδελικός folk αδάμαντας («μαζεύω τη σιωπή σας και φεύγοντας αφήνω όρνια και σκόνη/ η πόλη θα ξυπνήσει μονάχα στο μυαλό μου, δέκα αιώνες/ δέκα αιώνες όρνια και σκόνη, δεν τελειώνει»), έρχονται να απογειώσουν την πρώτη πλευρά του δίσκου. Στο LP (πέραν των σουηδικών) κι η μουσική που είχε συνθέσει ο Πάνος Σαββόπουλος για την ταινία «Ματωμένη Γη» (1967), ένα western-φασόλι του Όμηρου Ευστρατιάδη, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν ο Ανέστης Βλάχος και η Καίτη Θεοχάρη. Είχα δει το φιλμ σε τηλεοπτικό κανάλι της Πάτρας, πόλη –να υπενθυμίσω– στην οποίαν έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ο τραγουδοποιός. Φίλος με είχε πάρει τηλέφωνο: «άνοιξε την τηλεόραση, έχει μια ταινία, μουσική έχει γράψει ο Πάνος Σαββόπουλος, το είδα στους τίτλους». Είδα. Και άκουσα. Άψογα νεοκυματικά θέματα, λιτά και ουσιαστικά, ισχυρού συναισθηματικού φορτίου.
Η έκδοση της Anazitisi Records (σε 300 αντίτυπα), περιττό να το πω, είναι για ακόμη μία φορά εντελώς μερακλίδικη. Βαρύ βινύλιο, 8σέλιδο LP-sized ένθετο φισκαρισμένο στις φωτογραφίες και τις πληροφορίες, αλλά κι ένα bonus 7ιντσο (παίζει στις 33 στροφές) με τις μουσικές και τα τραγούδια του Πάνου Σαββόπουλου από το “Spectacle”, μία σύνθεση ποιημάτων του Jacques Prévert, που είχε ανεβεί στο διάστημα 27-31/1/1971 από το Θεατρικό Εργαστήρι της Μακεδονικής Εταιρείας «Τέχνη», στη Θεσσαλονίκη, σε σκηνοθεσία Στέλιου Γούτη. Στα μέλη του θιάσου η Ρούλα Πατεράκη και ο Νικόλας Άσιμος! Από εδώ η «Προσέλευση των εντιμοτάτων» χρησιμοποιήθηκε, λίγους μήνες αργότερα, ως εισαγωγή στο «Επεισόδιο» (είναι το «Σαρανταπόρου 35»).
Το «Δια ταύτα…» είναι ένα άλμπουμ μάννα εξ ουρανού. Τραγούδια και μουσικές από ένα ξεχασμένο συρτάρι, που σε εξαναγκάζουν να σκεφτείς· βασικά, γύρω από το πώς κυλάει ο χρόνος και με ποιον τρόπο στεκόμαστε, εμείς, απέναντί του. Αν και οι εποχές αλλάζουν, το… δια ταύτα παραμένει εκεί, στυλωμένο· σαν το άλεφ του Μπόρχες, παράθυρο προς έναν κόσμο που ανοίγει…
Επαφή: www.anazitisirecords.com
ΤΕΤΡΑΔΑΚΟΣ
(Θεσσαλονίκη, Μάιος-Ιούνιος 1973)
Μνήμη, θησαυρός του κόσμου, στο μουσείο σου του τρόμου,
ξίδι και νερό, διψάω, σε λαβύρινθο ξυπνάω,
σε λαβύρινθο μ’ αφήνεις με γεννήτριες γαλήνης,
σε παραγωγούς θαυμάτων, στις σκιές των αγαλμάτων.
Μια αργία την Τετάρτη, βόλτα έξω απ’ το χάρτη,
ψεύτικη ακολουθία, δεν την πρόβλεψε η Πυθία.
Δίχως τίτλους ευγενείας, αρχηγός βουβής ταινίας,
με τα ρούχα σου κοιμάσαι, βόλτα μόνος σου φοβάσαι.
Κρύβεις από τη γριά σου τα τριάντα αργύριά σου,
πού τον βρήκες τόσο ζήλο για του Νεύτωνα το μήλο,
για εκλείψεις, μεταπτώσεις, αστρικές παραμορφώσεις,
σβήνοντας το φως της μέρας, σου ξυπνάει-ξυπνάει το τέρας.
Λάγνοι μυστικοί περνάνε, οι σκιές στολές φοράνε,
Ω! αόρατες ακρίδες, νύχτα για φωτοβολίδες.
Νύχτα του Φεβρουαρίου, αστραπές βροντές αγρίου,
οι διαβάτες τον χαζεύουν και τα λόγια τους μαζεύουν.
Παλαιστές, παλικαράδες, αχθοφόροι, φουκαράδες
και εργάτες λατομείου με γιατρό νοσοκομείου,
γίνανε σειρήνες τώρα, ξεκινάνε μες στη μπόρα,
η εξέδρα ως τον Κρόνο με πιο λίγο οξυγόνο.
Στο μουσείο σου κρυώνω, σκεπασμένος με το χρόνο,
αποχαιρετάω στην πλώρη, την εξάχρονή σου κόρη.
Η σχέση μου με τo «Δια ταύτα…» [Anazitisi Records, 2012] ξεκινά τον Ιανουάριο του 1997, όταν άκουσα για πρώτη φορά τη «Χοντρή γιαγιά». Είχαμε γνωριστεί με τον Πάνο Σαββόπουλο λίγο καιρό νωρίτερα, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου Ραντεβού στο Κύτταρο [εκδ. Δελφίνι, 12/1996], κανονίζοντας πάραυτα να συναντηθούμε για μία συζήτηση, μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα στο Jazz & Τζαζ (τεύχος 50, Μάιος 1997). Τότε άκουσα για πρώτη φορά τη «Χοντρή γιαγιά», αλλά και τα δύο 45άρια του, που είχαν κυκλοφορήσει στη Lyra τη διετία 1965-66. Έχοντας αφομοιώσει και δουλέψει εντός μου το «Δωμάτιο» και το «Επεισόδιο» ένοιωθα πως, με την κάπως… acid folk σουηδική περιπέτεια της γιαγιάς (αλλά και του «Σάββα» και της «Έκτασης» στην πορεία) ολοκληρωνόταν ένα παζλ.
Θυμάμαι πως εκείνη την εποχή αντάλλασσα δίσκους μ’ ένα μουσικόφιλο από τη Falun (σουηδική πόλη βορείως της Στοκχόλμης) κι ήμουν αρκετά μέσα στο κλίμα του swedish folk και folk-rock (στις μουσικές των Turid, των Gudibrallan, του Thomas Wiehe, της Marie Selander, των Folk och Rackare, των Vargavinter…), έτσι οι ήχοι της γιαγιάς, η κάπως ελεύθερη, παρεΐστικη διαμόρφωση του τραγουδιού από τους Anonym 77, με την επίμονη εισαγωγή και τα παρατεταμένα soli, μου φαινόταν εντελώς συμβατή με την εντύπωση που είχα σχηματίσει για το ύφος της τοπικής σκηνής. Η απορία μου, λοιπόν, ήταν προφανής. Πώς είχε προκύψει εκείνο το τραγούδι και εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν είχε δισκογραφηθεί; O Πάνος Σαββόπουλος είχε την απάντηση: «Με τους Anonym 77 παίζαμε μερικά κομμάτια οκτώ με δέκα λεπτά το καθένα, βασισμένα σε κάτι περίεργες δικές μου συνθέσεις, τα οποία, ευτυχώς, έχω φυλάξει σε κασέτες. Είχα δυνατότητες, τότε, για κάποιους δίσκους, αλλά εν τω μεταξύ είχα αρχίσει και να ωριμάζω. Γιατί να βγάλεις ένα δίσκο; Να πεις τι; Τι άλλο κάνεις γύρω-γύρω; Αν δεν υπάρχει περίγυρος δεν έχει νόημα».
Έχοντας αντιληφθεί, από την πρώτη στιγμή πόσο… αρχειοθετημένος είναι ο τραγουδοποιός εν σχέσει με ό,τι επιμελείται και πραγματώνει, τον ρώτησα κάποια στιγμή μήπως υπήρχε τίποτα ξεχασμένο ηχογραφημένο δικό του από το παρελθόν, το οποίον και θα μ’ ενδιέφερε να το ακούσω (ανεξαρτήτως της κατάστασής του). Μου είχε πει πως «ναι, υπάρχει» και πως θα έψαχνε να βρει κάποιες παλιές μαγνητοταινίες, κοιτώντας, αρχικώς, σε τι κατάσταση βρίσκονταν. Του είπα «ok», αλλά δεν επέμεινα περισσότερο.
Ήταν προς τα τέλη του 2008, όταν ο Σαββόπουλος –που είχε κάνει εν τω μεταξύ την ανασκαφή του– μου έφερε ν’ ακούσω ένα CD-R με τρία τραγούδια του, ηχογραφημένα το 1973 στη Θεσσαλονίκη, πριν φύγει για τη Δανία (κι από ’κει για τη Σουηδία). «Δεν είναι η τελική επεξεργασία» μου είπε, «αλλά, άκουσέ τα». Ήταν η «Παρέλαση», «Η φυγή» και ο «Τετραδάκος» (μ’ αυτή τη σειρά). Άκουσα τα τρία τραγούδια, αμέσως, μ’ εκείνον παρόντα. Ολοκληρώνοντας την ακρόαση θυμάμαι πως του είχα πει: «αν ο ‘Τετραδάκος’ κυκλοφορούσε το 1973, θα είχε το βάρος που έχει σήμερα ‘Η Δημοσθένους λέξις’, του συνεπώνυμού σου Διονύση». Σε τέτοιας ποιότητας άσμα αναφερόμουν. Και η εγγραφή μια χαρά. Μιλούσαμε, δηλαδή, για θησαυρό.
Το τραγούδι, που έπαιρνε αφορμή από την εγκληματική πολιτεία του βασανιστή της χούντας στη Θεσσαλονίκη μοίραρχου Νικολάου Τετραδάκου, προσέγγιζε το θέμα μ’ έναν τρόπο οπωσδήποτε προσωπικό, από τον οποίον δεν εξέλιπε η ποιητική διάθεση, όπως κι οι περιγραφές της καθημερινότητας ενταγμένες, όμως, μέσα στο ίδιο ποιητικό πλαίσιο. Τα λόγια βρίθουν εικόνων, πραγματικών ή φασματικών, με τον τελευταίο στίχο «αποχαιρετάω στην πλώρη, την εξάχρονή σου κόρη» να σηματοδοτεί και την αναχώρηση του τραγουδοποιού από την Ελλάδα της 6χρονης (το 1973) δικτατορίας. Η «Παρέλαση (Ρομπότ)» στο ίδιο ζοφερό κλίμα («τα λόγια σου σα μύθος/ στριμωγμένος μες στο πλήθος/ όμως οι λέξεις σου χορεύουν σαν τρελές») και βεβαίως η απίστευτη «Φυγή», ένας 10λεπτος ψυχεδελικός folk αδάμαντας («μαζεύω τη σιωπή σας και φεύγοντας αφήνω όρνια και σκόνη/ η πόλη θα ξυπνήσει μονάχα στο μυαλό μου, δέκα αιώνες/ δέκα αιώνες όρνια και σκόνη, δεν τελειώνει»), έρχονται να απογειώσουν την πρώτη πλευρά του δίσκου. Στο LP (πέραν των σουηδικών) κι η μουσική που είχε συνθέσει ο Πάνος Σαββόπουλος για την ταινία «Ματωμένη Γη» (1967), ένα western-φασόλι του Όμηρου Ευστρατιάδη, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν ο Ανέστης Βλάχος και η Καίτη Θεοχάρη. Είχα δει το φιλμ σε τηλεοπτικό κανάλι της Πάτρας, πόλη –να υπενθυμίσω– στην οποίαν έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ο τραγουδοποιός. Φίλος με είχε πάρει τηλέφωνο: «άνοιξε την τηλεόραση, έχει μια ταινία, μουσική έχει γράψει ο Πάνος Σαββόπουλος, το είδα στους τίτλους». Είδα. Και άκουσα. Άψογα νεοκυματικά θέματα, λιτά και ουσιαστικά, ισχυρού συναισθηματικού φορτίου.
Η έκδοση της Anazitisi Records (σε 300 αντίτυπα), περιττό να το πω, είναι για ακόμη μία φορά εντελώς μερακλίδικη. Βαρύ βινύλιο, 8σέλιδο LP-sized ένθετο φισκαρισμένο στις φωτογραφίες και τις πληροφορίες, αλλά κι ένα bonus 7ιντσο (παίζει στις 33 στροφές) με τις μουσικές και τα τραγούδια του Πάνου Σαββόπουλου από το “Spectacle”, μία σύνθεση ποιημάτων του Jacques Prévert, που είχε ανεβεί στο διάστημα 27-31/1/1971 από το Θεατρικό Εργαστήρι της Μακεδονικής Εταιρείας «Τέχνη», στη Θεσσαλονίκη, σε σκηνοθεσία Στέλιου Γούτη. Στα μέλη του θιάσου η Ρούλα Πατεράκη και ο Νικόλας Άσιμος! Από εδώ η «Προσέλευση των εντιμοτάτων» χρησιμοποιήθηκε, λίγους μήνες αργότερα, ως εισαγωγή στο «Επεισόδιο» (είναι το «Σαρανταπόρου 35»).
Το «Δια ταύτα…» είναι ένα άλμπουμ μάννα εξ ουρανού. Τραγούδια και μουσικές από ένα ξεχασμένο συρτάρι, που σε εξαναγκάζουν να σκεφτείς· βασικά, γύρω από το πώς κυλάει ο χρόνος και με ποιον τρόπο στεκόμαστε, εμείς, απέναντί του. Αν και οι εποχές αλλάζουν, το… δια ταύτα παραμένει εκεί, στυλωμένο· σαν το άλεφ του Μπόρχες, παράθυρο προς έναν κόσμο που ανοίγει…
Επαφή: www.anazitisirecords.com
ΤΕΤΡΑΔΑΚΟΣ
(Θεσσαλονίκη, Μάιος-Ιούνιος 1973)
Μνήμη, θησαυρός του κόσμου, στο μουσείο σου του τρόμου,
ξίδι και νερό, διψάω, σε λαβύρινθο ξυπνάω,
σε λαβύρινθο μ’ αφήνεις με γεννήτριες γαλήνης,
σε παραγωγούς θαυμάτων, στις σκιές των αγαλμάτων.
Μια αργία την Τετάρτη, βόλτα έξω απ’ το χάρτη,
ψεύτικη ακολουθία, δεν την πρόβλεψε η Πυθία.
Δίχως τίτλους ευγενείας, αρχηγός βουβής ταινίας,
με τα ρούχα σου κοιμάσαι, βόλτα μόνος σου φοβάσαι.
Κρύβεις από τη γριά σου τα τριάντα αργύριά σου,
πού τον βρήκες τόσο ζήλο για του Νεύτωνα το μήλο,
για εκλείψεις, μεταπτώσεις, αστρικές παραμορφώσεις,
σβήνοντας το φως της μέρας, σου ξυπνάει-ξυπνάει το τέρας.
Λάγνοι μυστικοί περνάνε, οι σκιές στολές φοράνε,
Ω! αόρατες ακρίδες, νύχτα για φωτοβολίδες.
Νύχτα του Φεβρουαρίου, αστραπές βροντές αγρίου,
οι διαβάτες τον χαζεύουν και τα λόγια τους μαζεύουν.
Παλαιστές, παλικαράδες, αχθοφόροι, φουκαράδες
και εργάτες λατομείου με γιατρό νοσοκομείου,
γίνανε σειρήνες τώρα, ξεκινάνε μες στη μπόρα,
η εξέδρα ως τον Κρόνο με πιο λίγο οξυγόνο.
Στο μουσείο σου κρυώνω, σκεπασμένος με το χρόνο,
αποχαιρετάω στην πλώρη, την εξάχρονή σου κόρη.
Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012
GUELEWAR afro-psych ήχοι από την Γκάμπια
Όπως είχα γράψει και παλαιότερα http://is.gd/GvI8EX, η Γκάμπια είναι η μικρότερη χώρα της αφρικανικής ηπείρου. Ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός στην περιοχή τον 19ον αιώνα, δημιούργησε, κατά βάση, αυτό το κράτος, το οποίο σήμερα, αν και ανεξάρτητο, ανήκει στο στέμμα. Στην ουσία πρόκειται για μία λωρίδα ξηράς που, δυτικά, βρέχεται από τον Ατλαντικό, ενώ απ’ όλες τις άλλες πλευρές συνορεύει με τη Σενεγάλη. Λογικό λοιπόν να πει κανείς πως η Γκάμπια, εθνοτικώς, είναι μία σενεγαλέζικη επαρχία (κάποια παλαιότερα στοιχεία αναφέρουν πως το 45% του πληθυσμού της ανήκει στη φυλή των Mandingo, το 19% στη Fula, το 17% στη Wolof).
Η σύγχρονη μουσική στην Γκάμπια συνδέεται, ήδη από τα late sixties και τα early seventies, με μερικά ονόματα μουσικών, τα οποία στην πορεία αποδείχθηκαν καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός νέου, από πάσης απόψεως, ήχου. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο κιθαρίστας βασικά Bai Janha (ή Bye Janha) ηγέτης των συγκροτημάτων The Black Star, The Whales, The Fabulous Eagles (χωρίστηκαν στους Super Eagles, που έκαναν το θρυλικό για τα δεδομένα της χώρας LP “Viva Super Eagles” στην Decca το 1969 και τους Supreme Eagles), Gambia Police, The Lords, The Alligators και The Super Alligators, οι οποίοι το 1972 μετονομάστηκαν σε Guelewar. O Janha μένει στους Guelewar μέχρι το 1975, οπότε και μεταπηδά στους Ifang Bondi, οι οποίοι δίνουν το δεύτερο ιστορικό LP τής χώρας, το ανεπανάληπτο Saraba [Disques Griot, 1976 ή ’77]. Οι Guelewar στα χρόνια 1972-75 δεν ηχογράφησαν κάτι, όμως τότε, εκείνη την εποχή, ετοιμάζουν το υλικό τους (συνθέσεις του Bai Janha και του τραγουδιστή-κιμπορντίστα Laye N’gom) έχοντας στη line-up τον σενεγαλέζο κιθαρίστα Pape Seck και ως βασικό τραγουδιστή τον Moussa N’gom. (Ο μεν Laye απέδιδε τα κομμάτια με τον αγγλικό στίχο, ο δε Moussa εκείνα που ήταν γραμμένα στη wolof). Κάποια στιγμή το συγκρότημα διαλύεται, όταν ο Bai Janha την κάνει για Λονδίνο, αφήνοντας μόνο του τον Laye N’gom. Με την επιστροφή του, ο N’gom, τού ζητά να ξαναφτιάξουν τους Guelewar, αλλά εκείνος (ο Bai Janha) προσχωρεί στους Ifang Bondi (όπως ήδη ανέφερα), με τον Laye N’gom να βάζει μπροστά μία νέα μορφή των Guelewar, παίζοντας και ηχογραφώντας αυτή τη φορά τα κομμάτια που είχε φτιάξει με τον Janha στο διάστημα 1972-75.
Από αυτή την ιστορία θα προκύψουν τέσσερα LP, τα οποία θα κυκλοφορήσουν περί το 1980-82, προτείνοντας έναν σπάνιας ομορφιάς afro-psych ήχο, όμοιο του οποίου δεν υπήρχε περίπτωση ν’ ακούσεις σε καμμία άλλη αφρικανική χώρα (ή μη) εκείνη την εποχή. Οι τίτλοι των τεσσάρων LP ήταν: Sama Yaye Demna N’Darr [Valerie], Tasito [Productions Jambaar], Warteef Jigeen [Discafrique] και Dieuf Dieul Khadin Rassoul [Sonafric], με το τελευταίο να είναι κάτι σαν συλλογή, που περιείχε όμως και δύο καινούρια, τότε, tracks. Τέσσερα άλμπουμ λοιπόν σε τέσσερα διαφορετικά labels, μέσα σε δυο-τρία χρόνια, πράγμα που σημαίνει πως οι Guelewar δεν είχαν τον πλήρη έλεγχο του υλικού τους, με τους παραγωγούς να κάνουν βασικά ό,τι ήθελαν. Εκνευρισμένος και απογοητευμένος, ίσως, απ’ όλη αυτή την εξέλιξη ο Laye N’gom αποφασίζει να βάλει τέλος στο γκρουπ, αφού πρώτα δώσει μία τελευταία ηχογράφηση. Όμως, λίγες μέρες πριν μπει στο στούντιο θ’ αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Γκάμπια, με τους υπολοίπους – υπό τον Moussa N’gom – να μεταβαίνουν στην πόλη Kaolack της Σενεγάλης δίνοντας ένα live στο κλαμπ Canari (28/9/1982). Ήταν η τελευταία εγγραφή των Guelewar, η οποία, τότε, θα κυκλοφορούσε μόνο σε διπλή κασέτα. Εδώ, παρεμβαίνει ένας έλληνας(!) ερευνητής, ο Αδαμάντιος Καφετζής, προκειμένου να συνεχιστεί η ιστορία…
Ο Καφετζής, μετά από αλλεπάλληλα, περιπετειώδη ταξίδια στη Σενεγάλη και την Γκάμπια, κατορθώνει να εντοπίσει την original tape από τις εγγραφές στο Canari και σε επαφή με τους Bai Janha, Moussa N’gom, Laye N’gom και άλλους επανεκδίδει, στη δική του ετικέτα Teranga Beat, σε 2LP (και CD) υπό τον τίτλο “Halleli N’Dakarou”, το υλικό εκείνων των κασετών, επαναφέροντας κατ’ ουσίαν το όνομα Guelewar στο προσκήνιο. Δέκα μεγάλης διάρκειας θέματα (συνολικός χρόνος περί τα 77 λεπτά), τα οποία αποδίδει ένα 12μελές(!) σχήμα αποτελούμενο από πέντε τραγουδιστές (με τον Moussa N’gom σε ρόλο leader), τέσσερις percussion players, τον μπασίστα N’Diog Malick N’Diaye, τον κιθαρίστα Ousmane Biaye και τον κιμπορντίστα Moussa N’Diaye. Το αποτέλεσμα ως συνολική αίσθηση, ως ηχητική περιπέτεια, ως «χάσιμο» και ως συγκίνηση δε διαφέρει από εκείνο των καλυτέρων tracks των παλαιότερων LP τους. Η ρυθμική μηχανή είναι η βάση, φυσικά, πάνω στην οποία χτίζονται τα κομμάτια και απλώνεται το τραγούδισμα (το mini-Moog τού Moussa N’Diaye έχει την κύρια ευθύνη για τα soli, ακολουθούμενο από την κιθάρα). Το απροσδόκητο, για άλλη μια φορά, είναι ο συνδυασμός τους, ο οποίος δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί. Οι δυτικοί όροι δηλαδή μοιάζουν (και είναι) εντελώς ασαφείς. Ακούς moog ας πούμε, αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις για electro, ακούς «κοφτές» πενιές, αλλά δεν μπορείς να γράψεις για soul ή για funk, ακούς περί τεσσάρων κρουστών παικτών, αλλά οι ρυθμοί δεν γειτνιάζουν ούτε με το latin, ούτε με την jazz, ούτε με το rock. Επίσης, ως ηχόχρωμα, οι Guelewar δεν έχουν καμμία ταυτοτική σχέση με το mbalax, που εκείνη την εποχή σάρωνε τη Σενεγάλη και την Γκάμπια. Υπάρχουν κάποια στοιχεία, όσον αφορά στους ρυθμούς και στην περιπέτεια του ανακατέματος, αλλά και πάλι μένουν (πολλά) πράγματα απ’ έξω. Βασικά, η κατεύθυνση μοιάζει ψυχεδελική, με πολλά οργανικά ντεμαράζ (αναφερόμαστε σε κομμάτια έξι, επτά, οκτώ και εννέα λεπτών), ρυθμικές αλλαγές, περίτεχνους συνδυασμούς πλήκτρων-κιθάρας, ιδιόμορφα φωνητικά και εν γένει ομιχλώδη, όσο και συναρπαστική, ατμόσφαιρα. Κι επειδή πρόκειται για live είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις επιμέρους θέματα. Όλα διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από το ζωντανό του πράγματος· σε μία επαρχιακή πόλη της Σεναγάλης το 1982.
Άλλος τόπος, άλλος ήχος, άλλος δίσκος!
Επαφή: www.terangabeat.com
Παρακολουθούμε το βίντεο που ανέβασε ο nickivour...
Η σύγχρονη μουσική στην Γκάμπια συνδέεται, ήδη από τα late sixties και τα early seventies, με μερικά ονόματα μουσικών, τα οποία στην πορεία αποδείχθηκαν καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός νέου, από πάσης απόψεως, ήχου. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο κιθαρίστας βασικά Bai Janha (ή Bye Janha) ηγέτης των συγκροτημάτων The Black Star, The Whales, The Fabulous Eagles (χωρίστηκαν στους Super Eagles, που έκαναν το θρυλικό για τα δεδομένα της χώρας LP “Viva Super Eagles” στην Decca το 1969 και τους Supreme Eagles), Gambia Police, The Lords, The Alligators και The Super Alligators, οι οποίοι το 1972 μετονομάστηκαν σε Guelewar. O Janha μένει στους Guelewar μέχρι το 1975, οπότε και μεταπηδά στους Ifang Bondi, οι οποίοι δίνουν το δεύτερο ιστορικό LP τής χώρας, το ανεπανάληπτο Saraba [Disques Griot, 1976 ή ’77]. Οι Guelewar στα χρόνια 1972-75 δεν ηχογράφησαν κάτι, όμως τότε, εκείνη την εποχή, ετοιμάζουν το υλικό τους (συνθέσεις του Bai Janha και του τραγουδιστή-κιμπορντίστα Laye N’gom) έχοντας στη line-up τον σενεγαλέζο κιθαρίστα Pape Seck και ως βασικό τραγουδιστή τον Moussa N’gom. (Ο μεν Laye απέδιδε τα κομμάτια με τον αγγλικό στίχο, ο δε Moussa εκείνα που ήταν γραμμένα στη wolof). Κάποια στιγμή το συγκρότημα διαλύεται, όταν ο Bai Janha την κάνει για Λονδίνο, αφήνοντας μόνο του τον Laye N’gom. Με την επιστροφή του, ο N’gom, τού ζητά να ξαναφτιάξουν τους Guelewar, αλλά εκείνος (ο Bai Janha) προσχωρεί στους Ifang Bondi (όπως ήδη ανέφερα), με τον Laye N’gom να βάζει μπροστά μία νέα μορφή των Guelewar, παίζοντας και ηχογραφώντας αυτή τη φορά τα κομμάτια που είχε φτιάξει με τον Janha στο διάστημα 1972-75.
Από αυτή την ιστορία θα προκύψουν τέσσερα LP, τα οποία θα κυκλοφορήσουν περί το 1980-82, προτείνοντας έναν σπάνιας ομορφιάς afro-psych ήχο, όμοιο του οποίου δεν υπήρχε περίπτωση ν’ ακούσεις σε καμμία άλλη αφρικανική χώρα (ή μη) εκείνη την εποχή. Οι τίτλοι των τεσσάρων LP ήταν: Sama Yaye Demna N’Darr [Valerie], Tasito [Productions Jambaar], Warteef Jigeen [Discafrique] και Dieuf Dieul Khadin Rassoul [Sonafric], με το τελευταίο να είναι κάτι σαν συλλογή, που περιείχε όμως και δύο καινούρια, τότε, tracks. Τέσσερα άλμπουμ λοιπόν σε τέσσερα διαφορετικά labels, μέσα σε δυο-τρία χρόνια, πράγμα που σημαίνει πως οι Guelewar δεν είχαν τον πλήρη έλεγχο του υλικού τους, με τους παραγωγούς να κάνουν βασικά ό,τι ήθελαν. Εκνευρισμένος και απογοητευμένος, ίσως, απ’ όλη αυτή την εξέλιξη ο Laye N’gom αποφασίζει να βάλει τέλος στο γκρουπ, αφού πρώτα δώσει μία τελευταία ηχογράφηση. Όμως, λίγες μέρες πριν μπει στο στούντιο θ’ αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Γκάμπια, με τους υπολοίπους – υπό τον Moussa N’gom – να μεταβαίνουν στην πόλη Kaolack της Σενεγάλης δίνοντας ένα live στο κλαμπ Canari (28/9/1982). Ήταν η τελευταία εγγραφή των Guelewar, η οποία, τότε, θα κυκλοφορούσε μόνο σε διπλή κασέτα. Εδώ, παρεμβαίνει ένας έλληνας(!) ερευνητής, ο Αδαμάντιος Καφετζής, προκειμένου να συνεχιστεί η ιστορία…
Ο Καφετζής, μετά από αλλεπάλληλα, περιπετειώδη ταξίδια στη Σενεγάλη και την Γκάμπια, κατορθώνει να εντοπίσει την original tape από τις εγγραφές στο Canari και σε επαφή με τους Bai Janha, Moussa N’gom, Laye N’gom και άλλους επανεκδίδει, στη δική του ετικέτα Teranga Beat, σε 2LP (και CD) υπό τον τίτλο “Halleli N’Dakarou”, το υλικό εκείνων των κασετών, επαναφέροντας κατ’ ουσίαν το όνομα Guelewar στο προσκήνιο. Δέκα μεγάλης διάρκειας θέματα (συνολικός χρόνος περί τα 77 λεπτά), τα οποία αποδίδει ένα 12μελές(!) σχήμα αποτελούμενο από πέντε τραγουδιστές (με τον Moussa N’gom σε ρόλο leader), τέσσερις percussion players, τον μπασίστα N’Diog Malick N’Diaye, τον κιθαρίστα Ousmane Biaye και τον κιμπορντίστα Moussa N’Diaye. Το αποτέλεσμα ως συνολική αίσθηση, ως ηχητική περιπέτεια, ως «χάσιμο» και ως συγκίνηση δε διαφέρει από εκείνο των καλυτέρων tracks των παλαιότερων LP τους. Η ρυθμική μηχανή είναι η βάση, φυσικά, πάνω στην οποία χτίζονται τα κομμάτια και απλώνεται το τραγούδισμα (το mini-Moog τού Moussa N’Diaye έχει την κύρια ευθύνη για τα soli, ακολουθούμενο από την κιθάρα). Το απροσδόκητο, για άλλη μια φορά, είναι ο συνδυασμός τους, ο οποίος δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί. Οι δυτικοί όροι δηλαδή μοιάζουν (και είναι) εντελώς ασαφείς. Ακούς moog ας πούμε, αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις για electro, ακούς «κοφτές» πενιές, αλλά δεν μπορείς να γράψεις για soul ή για funk, ακούς περί τεσσάρων κρουστών παικτών, αλλά οι ρυθμοί δεν γειτνιάζουν ούτε με το latin, ούτε με την jazz, ούτε με το rock. Επίσης, ως ηχόχρωμα, οι Guelewar δεν έχουν καμμία ταυτοτική σχέση με το mbalax, που εκείνη την εποχή σάρωνε τη Σενεγάλη και την Γκάμπια. Υπάρχουν κάποια στοιχεία, όσον αφορά στους ρυθμούς και στην περιπέτεια του ανακατέματος, αλλά και πάλι μένουν (πολλά) πράγματα απ’ έξω. Βασικά, η κατεύθυνση μοιάζει ψυχεδελική, με πολλά οργανικά ντεμαράζ (αναφερόμαστε σε κομμάτια έξι, επτά, οκτώ και εννέα λεπτών), ρυθμικές αλλαγές, περίτεχνους συνδυασμούς πλήκτρων-κιθάρας, ιδιόμορφα φωνητικά και εν γένει ομιχλώδη, όσο και συναρπαστική, ατμόσφαιρα. Κι επειδή πρόκειται για live είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις επιμέρους θέματα. Όλα διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από το ζωντανό του πράγματος· σε μία επαρχιακή πόλη της Σεναγάλης το 1982.
Άλλος τόπος, άλλος ήχος, άλλος δίσκος!
Επαφή: www.terangabeat.com
Παρακολουθούμε το βίντεο που ανέβασε ο nickivour...
Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012
οι SOFT MACHINE LEGACY επί σκηνής
Το “Live Adventures” [MoonJune, 2010] είναι ό,τι πιο καινούριο (αν και προπέρσινο) που κυκλοφορεί κάτω από το ιστορικό όνομα Soft Machine ή έστω το… λιγότερο ιστορικό Soft Machine Legacy. Ένα 58λεπτο άλμπουμ, ζωντανά ηχογραφημένο στο Linz της Αυστρίας (22/10/2009) και στο Habach της Γερμανίας (23/10/2009), πολύ κοντά στα σύνορα με την Αυστρία, και το οποίο βρίσκει το γκρουπ με νέα σύνθεση, καθότι οι θάνατοι των Elton Dean (2/2006) και Hugh Hopper (6/2009) ανέτρεψαν το πιο πρόσφατο σοφτ-μασινικό σκηνικό. Έτσι, σήμερα, ή μάλλον τότε, προς τα τέλη του ’09 δηλαδή, στην μπάντα συμμετείχαν τρεις καραβάνες, ο κιθαρίστας John Etheridge, ο μπασίστας Roy Babbington και ο ντράμερ John Marshall, ενώ τη θέση του Elton Dean είχε καταλάβει – όπως έχω ξαναγράψει – ο τενορίστας (και φλαουτίστας) Theo Travis.
Αυτό που ακούμε στο “Live Adventures” είναι ένα πλέγμα συγχρόνων και παλαιών συνθέσεων (“The nodder” από το Alive & Well: Recorded in Paris, “Song of Aeolus” από το Softs, “Gesolreut” από το Six, “Facelift” από το Third), οι οποίες κινούνται σε fusion οπωσδήποτε δρόμους, με έντονα κάποιες φορές εντός τους τα improv, funk, ακόμη και τα μεταλλικά στοιχεία, δίνοντας ξεχωριστό τόπο δράσης τόσο στην κιθάρα του Etheridge, όσο και στο τενόρο του Travis (ένας… τυπικός σοφτ-μασινικός, που δεν μπαλώνει μόνον τρύπες).
Ξεκινώντας από τις παλαιές συνθέσεις, θα έλεγα πως ιδίως στην περίπτωση του συντομευμένου “Facelift” έχει γίνει δημιουργική δουλειά, υπό την έννοια ότι ο Travis (βασικά) τραβάει όλο το κουπί, επιφορτισμένος από την απουσία των πλήκτρων, την ώρα κατά την οποίαν στο “Gesolreut” (το original αποτελεί προσωπικό, διαχρονικό αγαπημένο) οι Babbington και Marshall είναι εκείνοι που κρατούν ψηλά τη σημαία. Όσον αφορά στα “Song of Aeolus” και “The nodder”, τούτα από τη φύση τους βρίσκονται πιο κοντά στη σημερινή… ψυχολογία του γκρουπ και συνεπώς δεν υπάρχει κανένα μικρό ή μεγάλο πρόβλημα στο ξανάνιωμά τους.
Σχετικώς, τώρα, με τα πιο καινούρια κομμάτια, θα έλεγα πως όλα κινούνται σε ικανοποιητικό συνθετικό επίπεδο, αναλογιζόμενος την ιστορική προσφορά και τη συνέχεια του συγκροτήματος. Από το εισαγωγικό, κάπως abstract, “Has riff II” και τα jazz-funk “Grapehound” και “In the back room” (αμφότερα του Etheridge), μέχρι τα εξαιρετικά και περισσότερο κοντά στο κλασικό ύφος των Softs (εκεί στα early 70s) “The relegation of Pluto” και “The last day” (αμφότερα του Travis) ένα είναι φανερό. Πως οι Soft Machine (Legacy), ελέω Travis βασικά, έχουν κάθε λόγο όχι απλώς να υπάρχουν, αλλά και ν’ απασχολούν.
Επαφή: www.moonjune.com
Αυτό που ακούμε στο “Live Adventures” είναι ένα πλέγμα συγχρόνων και παλαιών συνθέσεων (“The nodder” από το Alive & Well: Recorded in Paris, “Song of Aeolus” από το Softs, “Gesolreut” από το Six, “Facelift” από το Third), οι οποίες κινούνται σε fusion οπωσδήποτε δρόμους, με έντονα κάποιες φορές εντός τους τα improv, funk, ακόμη και τα μεταλλικά στοιχεία, δίνοντας ξεχωριστό τόπο δράσης τόσο στην κιθάρα του Etheridge, όσο και στο τενόρο του Travis (ένας… τυπικός σοφτ-μασινικός, που δεν μπαλώνει μόνον τρύπες).
Ξεκινώντας από τις παλαιές συνθέσεις, θα έλεγα πως ιδίως στην περίπτωση του συντομευμένου “Facelift” έχει γίνει δημιουργική δουλειά, υπό την έννοια ότι ο Travis (βασικά) τραβάει όλο το κουπί, επιφορτισμένος από την απουσία των πλήκτρων, την ώρα κατά την οποίαν στο “Gesolreut” (το original αποτελεί προσωπικό, διαχρονικό αγαπημένο) οι Babbington και Marshall είναι εκείνοι που κρατούν ψηλά τη σημαία. Όσον αφορά στα “Song of Aeolus” και “The nodder”, τούτα από τη φύση τους βρίσκονται πιο κοντά στη σημερινή… ψυχολογία του γκρουπ και συνεπώς δεν υπάρχει κανένα μικρό ή μεγάλο πρόβλημα στο ξανάνιωμά τους.
Σχετικώς, τώρα, με τα πιο καινούρια κομμάτια, θα έλεγα πως όλα κινούνται σε ικανοποιητικό συνθετικό επίπεδο, αναλογιζόμενος την ιστορική προσφορά και τη συνέχεια του συγκροτήματος. Από το εισαγωγικό, κάπως abstract, “Has riff II” και τα jazz-funk “Grapehound” και “In the back room” (αμφότερα του Etheridge), μέχρι τα εξαιρετικά και περισσότερο κοντά στο κλασικό ύφος των Softs (εκεί στα early 70s) “The relegation of Pluto” και “The last day” (αμφότερα του Travis) ένα είναι φανερό. Πως οι Soft Machine (Legacy), ελέω Travis βασικά, έχουν κάθε λόγο όχι απλώς να υπάρχουν, αλλά και ν’ απασχολούν.
Επαφή: www.moonjune.com
Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012
jurassic rock
Όσο ζεις μαθαίνεις… Έτσι κάπως πληροφορήθηκα πως οι Asia υφίστανται ακόμη ως σχήμα, δίνοντας συναυλίες σε όλον τον κόσμο. Απόδειξη; Το 2CD “Live Around the World” [Rokarola], που περιλαμβάνει ζωντανά τραγούδια τους από τη Μόσχα (1990), το Sao Paulo (2008), το Τόκιο (2008), τη Βαρκελώνη (2008), το San Francisco (2008) και το Nottingham (1990).
Ύστερο δεινοσαυρικό βρετανικό γκρουπ, οι Asia σχηματίστηκαν το 1981 από τους John Wetton (από Mogul Thrash, Family, King Crimson, Roxy Music, Uriah Heep, UK, Wishbone Ash…), Geoffrey Downes (από Buggles, Yes…), Steve Howe (από Syndicats, Tomorrow, Bodast, Yes…) – τον αντικαθιστά σε μερικά tracks o Pat Thrall (από Stomu Yamashta, Automatic Man, Pat Travers Band…) – και Carl Palmer (από Crazy World of Arthur Brown, Atomic Rooster, Emerson, Lake & Palmer…) επιχειρώντας σ’ ένα χώρο αισθητικό ανάμεσα στο ύστερο prog rock (των Genesis ας πούμε) και το ραφιναρισμένο σκληρό rock· με το όλον πράγμα να χαρακτηρίζεται κυρίως ως AOR, γεγονός που αιτιολογεί, εν πολλοίς, την απίστευτη επιτυχία του γκρουπ στην Αμερική. Στο “Live Around the World” ακούγονται όλα τα hits των Asia, όπως το “Only time will tell”, το “Don’t cry”, το “The smile has left your eyes” και φυσικά το ύπατο όλων “Heat of the moment” (και μάλιστα δύο φορές, μία από τη Βαρκελώνη και μία από το San Francisco). Δυστυχώς, οι εκτελέσεις είναι εντελώς επίπεδες και με την κακή έννοια επαγγελματικές, γεγονός, που, πιθανώς, να αποδίδεται στον… ήχο του live. Δεν σώζονται, δε, ούτε από τα κατά τόπους ενδιαφέροντα κιθαριστικά soli του Steve Howe.
Το πλήθος πάντως διαφωνεί, και δείχνει να το χαίρεται.
O Jack Bruce, που πλησιάζει τα 70, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται στη σκηνή, είναι, ως γνωστόν, από τους μουσικούς που καθόρισαν το «τι σημαίνει μπάσο» στο λευκό blues και το rock ήδη από τα χρόνια του ’60 (μέλος να υπενθυμίσω των Alexis Corner’s Blues Incorporated, The Graham Bond Organization, John Mayall & the Bluesbreakers, Manfred Mann και Cream). Στο παρόν δισκάκι, που έχει τίτλο “Things to Do/ Live in Denver” [Rokarola, 2010] o bassman πιάνεται σ’ ένα live στο Denver του Colorado, την 20/11/1980, ν’ αποδίδει χαρακτηριστικά θέματα από το ρεπερτόριο των Cream (π.χ. τα “White room”, “Politician” και “Born under a bad sign” από το “Wheels of Fire” του ’68, το “Theme for an imaginary western” από το προσωπικό “Songs for a Tailor” του ’69, τα “Morning story” και “Post war” από το επίσης προσωπικό “Harmony Row” του ’71 κ.ά.). Όμως, παρότι το πρόγραμμα είναι αυτό που πρέπει να είναι, παρότι στη σκηνή, δίπλα στον Σκωτσέζο, βρέθηκαν παικταράδες, όπως ο κιθαρίστας Clem Clempson (πριν στους Bakerloo, στους Humble Pie, στους Colosseum), ο κιθαρίστας/keyboard player David Sancious (από Bruce Springsteen’s E Street Band, Eric Clapton, Jeff Beck) και βεβαίως ο Billy Cobham, το αποτέλεσμα είναι κάτω του μετρίου. Μπορεί να φταίνε πολλά, αλλά βασικά φταίει η ηχογράφηση που δεν πιάνει ούτε τη βάση. Κρίμα.
Το “Guitar Heroes” [Rokarola, 2010] του γνωστού τοις πάσι αμερικανού ντράμερ Carmine Appice (από Vanilla Fudge, Cactus, Beck Bogert & Appice, KGB κ.λπ., κ.λπ.) έχει σχέση τόσο με το blues, όσο και με το κλασικό hard rock · εκείνο, τέλος πάντων, που υποστηρίζεται με κέφι από τους Dweezil Zappa, Yngwie Malmsteen, Steve Morse, Ted Nugent, Brian May, Rick Derringer, Leslie West… ατελείωτος ο κατάλογος. Άψογο, λοιπόν, CD με φανταχτερά παιξίματα από τον… 60βάλε ντράμερ –στο “Blaze” κινδυνεύεις να παρακολουθήσεις τους ρούλους του– και φυσικά από τους φίλους-συμπαραστάτες, οι οποίοι βαράνε όσο δεν πάει άλλο (εντυπωσιακός ο Ted Nugent στο “Even up the score” και σεισμικοί οι Earl Slick, Steven Seagal-Seymour Duncan και Leslie West στα τρία κατά τεκμήριο πιο blues tracks του CD, το “Here comes the nite”, το “GZ blues” και το “Guitar Zeus, part 2”). Εκείνο όμως που προξενεί εντύπωση στο “Guitar Heroes”, υπερκεράζοντας ό,τι άλλο, είναι, βασικά, η δύναμη και η όρεξη του Appice, όπως και του τραγουδιστή, κιμπορντίστα, και ρυθμικού κιθαρίστα του Kelly Keeling, να συνθέσουν 17 πρωτότυπα κομμάτια, στηριγμένα στις κλασικές hard rock συνταγές, που ν’ ακούγονται όπως τότε και με την ίδιαν απαράμιλλη άνεση· τουλάχιστον από ’κείνους που είναι εξοικειωμένοι με τον συγκεκριμένο ήχο και γουστάρουν τα σκληρά μοτίβο.
Ύστερο δεινοσαυρικό βρετανικό γκρουπ, οι Asia σχηματίστηκαν το 1981 από τους John Wetton (από Mogul Thrash, Family, King Crimson, Roxy Music, Uriah Heep, UK, Wishbone Ash…), Geoffrey Downes (από Buggles, Yes…), Steve Howe (από Syndicats, Tomorrow, Bodast, Yes…) – τον αντικαθιστά σε μερικά tracks o Pat Thrall (από Stomu Yamashta, Automatic Man, Pat Travers Band…) – και Carl Palmer (από Crazy World of Arthur Brown, Atomic Rooster, Emerson, Lake & Palmer…) επιχειρώντας σ’ ένα χώρο αισθητικό ανάμεσα στο ύστερο prog rock (των Genesis ας πούμε) και το ραφιναρισμένο σκληρό rock· με το όλον πράγμα να χαρακτηρίζεται κυρίως ως AOR, γεγονός που αιτιολογεί, εν πολλοίς, την απίστευτη επιτυχία του γκρουπ στην Αμερική. Στο “Live Around the World” ακούγονται όλα τα hits των Asia, όπως το “Only time will tell”, το “Don’t cry”, το “The smile has left your eyes” και φυσικά το ύπατο όλων “Heat of the moment” (και μάλιστα δύο φορές, μία από τη Βαρκελώνη και μία από το San Francisco). Δυστυχώς, οι εκτελέσεις είναι εντελώς επίπεδες και με την κακή έννοια επαγγελματικές, γεγονός, που, πιθανώς, να αποδίδεται στον… ήχο του live. Δεν σώζονται, δε, ούτε από τα κατά τόπους ενδιαφέροντα κιθαριστικά soli του Steve Howe.
Το πλήθος πάντως διαφωνεί, και δείχνει να το χαίρεται.
O Jack Bruce, που πλησιάζει τα 70, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται στη σκηνή, είναι, ως γνωστόν, από τους μουσικούς που καθόρισαν το «τι σημαίνει μπάσο» στο λευκό blues και το rock ήδη από τα χρόνια του ’60 (μέλος να υπενθυμίσω των Alexis Corner’s Blues Incorporated, The Graham Bond Organization, John Mayall & the Bluesbreakers, Manfred Mann και Cream). Στο παρόν δισκάκι, που έχει τίτλο “Things to Do/ Live in Denver” [Rokarola, 2010] o bassman πιάνεται σ’ ένα live στο Denver του Colorado, την 20/11/1980, ν’ αποδίδει χαρακτηριστικά θέματα από το ρεπερτόριο των Cream (π.χ. τα “White room”, “Politician” και “Born under a bad sign” από το “Wheels of Fire” του ’68, το “Theme for an imaginary western” από το προσωπικό “Songs for a Tailor” του ’69, τα “Morning story” και “Post war” από το επίσης προσωπικό “Harmony Row” του ’71 κ.ά.). Όμως, παρότι το πρόγραμμα είναι αυτό που πρέπει να είναι, παρότι στη σκηνή, δίπλα στον Σκωτσέζο, βρέθηκαν παικταράδες, όπως ο κιθαρίστας Clem Clempson (πριν στους Bakerloo, στους Humble Pie, στους Colosseum), ο κιθαρίστας/keyboard player David Sancious (από Bruce Springsteen’s E Street Band, Eric Clapton, Jeff Beck) και βεβαίως ο Billy Cobham, το αποτέλεσμα είναι κάτω του μετρίου. Μπορεί να φταίνε πολλά, αλλά βασικά φταίει η ηχογράφηση που δεν πιάνει ούτε τη βάση. Κρίμα.
Το “Guitar Heroes” [Rokarola, 2010] του γνωστού τοις πάσι αμερικανού ντράμερ Carmine Appice (από Vanilla Fudge, Cactus, Beck Bogert & Appice, KGB κ.λπ., κ.λπ.) έχει σχέση τόσο με το blues, όσο και με το κλασικό hard rock · εκείνο, τέλος πάντων, που υποστηρίζεται με κέφι από τους Dweezil Zappa, Yngwie Malmsteen, Steve Morse, Ted Nugent, Brian May, Rick Derringer, Leslie West… ατελείωτος ο κατάλογος. Άψογο, λοιπόν, CD με φανταχτερά παιξίματα από τον… 60βάλε ντράμερ –στο “Blaze” κινδυνεύεις να παρακολουθήσεις τους ρούλους του– και φυσικά από τους φίλους-συμπαραστάτες, οι οποίοι βαράνε όσο δεν πάει άλλο (εντυπωσιακός ο Ted Nugent στο “Even up the score” και σεισμικοί οι Earl Slick, Steven Seagal-Seymour Duncan και Leslie West στα τρία κατά τεκμήριο πιο blues tracks του CD, το “Here comes the nite”, το “GZ blues” και το “Guitar Zeus, part 2”). Εκείνο όμως που προξενεί εντύπωση στο “Guitar Heroes”, υπερκεράζοντας ό,τι άλλο, είναι, βασικά, η δύναμη και η όρεξη του Appice, όπως και του τραγουδιστή, κιμπορντίστα, και ρυθμικού κιθαρίστα του Kelly Keeling, να συνθέσουν 17 πρωτότυπα κομμάτια, στηριγμένα στις κλασικές hard rock συνταγές, που ν’ ακούγονται όπως τότε και με την ίδιαν απαράμιλλη άνεση· τουλάχιστον από ’κείνους που είναι εξοικειωμένοι με τον συγκεκριμένο ήχο και γουστάρουν τα σκληρά μοτίβο.
Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012
ZBIGNIEW SEIFERT polish jazz με σημασία
Γνωστός από τη συμμετοχή του στο κουιντέτο του Tomasz Stanko στα late sixties (στο οποίο έπαιζε και άλτο σαξόφωνο), ο βιολιστής βασικά Zbigniew Seifert αποτελεί μία από τις πιο αναγνωρισμένες προσωπικότητες της πολωνικής jazz.
Αποκτώντας ευρύτερο κύρος στα seventies, o Seifert συμμετείχε σε εγγραφές τού Volker Kriegel, του Wolfgang Dauner, του Joachim Kühn, του Charlie Mariano και διαφόρων άλλων, πριν φθάσει, και αυτός, να έχει στην MPS ένα δικό του άλμπουμ. Το “Man of the Light”, ηχογραφημένο στην Στουτγκάρδη τον Σεπτέμβριο του ’76 σε παραγωγή του Joachim-Ernst Berendt (επανέκδοση στην Promising Music το 2010), δεν έχει καμμία σχέση με το jazz-rock ή καλύτερα με τον fusion ήχο της εποχής· στέκεται εν ολίγοις πολύ ψηλότερα από τη γνώση και την αίσθηση που έχουμε για τις σχετικές ηχογραφήσεις. Ο Seifert με τις σαφείς, ξεκάθαρες και δηλωμένες επιρροές από το έργο του Coltrane και των μουσικών του κλασικού του κουαρτέτου (τον McCoy Tyner και τον Elvin Jones) παρουσιάζει μία σειρά δικών του συνθέσεων (μόνο το “Stillness” είναι συντεθιμένο και από τον μπασίστα Cecil McBee, που παίρνει μέρος στην ηχογράφηση), οι οποίες χαρακτηρίζονται, πρώτον απ’ όλα, από τον προσωπικό του βιολιστικό ήχο· βαθύς, με ολίγο… γρέτζο, αποδεικνύεται ιδανικός σε κομμάτια όπως το φερώνυμο “Man of the light” (αφιερωμένο στον McCoy Tyner), που αφήνει μία α λα Elvin Jones πνευματικότητα (απολαυστικό το drumming του Billy Hart). Εντυπωσιακό και το “Love in the garden” με το βιολί του Seifert και τα πλήκτρα (ηλεκτρικό πιάνο, όργανο) του Jasper van’t Hof να συνυπάρχουν σε μία σύνθεση που δεν κρύβει την αγάπη τού Πολωνού για τα λαϊκά ηχοχρώματα της πατρίδας του, έτσι όπως τούτα αναδύονται μέσα από τα κάπως free patterns. Στο last track “Coral”, ο πιανίστας Joachim Kuhn θα είναι εκείνος που θα κονταροχτυπηθεί με τον Seifert, μέσω δύο διαδοχικών, φλογισμένων soli.
Τι άλλο; Το έσχατο. Ο Zbigniew Seifert θα πεθάνει από καρκίνο στα 33 του, το 1979.
Αποκτώντας ευρύτερο κύρος στα seventies, o Seifert συμμετείχε σε εγγραφές τού Volker Kriegel, του Wolfgang Dauner, του Joachim Kühn, του Charlie Mariano και διαφόρων άλλων, πριν φθάσει, και αυτός, να έχει στην MPS ένα δικό του άλμπουμ. Το “Man of the Light”, ηχογραφημένο στην Στουτγκάρδη τον Σεπτέμβριο του ’76 σε παραγωγή του Joachim-Ernst Berendt (επανέκδοση στην Promising Music το 2010), δεν έχει καμμία σχέση με το jazz-rock ή καλύτερα με τον fusion ήχο της εποχής· στέκεται εν ολίγοις πολύ ψηλότερα από τη γνώση και την αίσθηση που έχουμε για τις σχετικές ηχογραφήσεις. Ο Seifert με τις σαφείς, ξεκάθαρες και δηλωμένες επιρροές από το έργο του Coltrane και των μουσικών του κλασικού του κουαρτέτου (τον McCoy Tyner και τον Elvin Jones) παρουσιάζει μία σειρά δικών του συνθέσεων (μόνο το “Stillness” είναι συντεθιμένο και από τον μπασίστα Cecil McBee, που παίρνει μέρος στην ηχογράφηση), οι οποίες χαρακτηρίζονται, πρώτον απ’ όλα, από τον προσωπικό του βιολιστικό ήχο· βαθύς, με ολίγο… γρέτζο, αποδεικνύεται ιδανικός σε κομμάτια όπως το φερώνυμο “Man of the light” (αφιερωμένο στον McCoy Tyner), που αφήνει μία α λα Elvin Jones πνευματικότητα (απολαυστικό το drumming του Billy Hart). Εντυπωσιακό και το “Love in the garden” με το βιολί του Seifert και τα πλήκτρα (ηλεκτρικό πιάνο, όργανο) του Jasper van’t Hof να συνυπάρχουν σε μία σύνθεση που δεν κρύβει την αγάπη τού Πολωνού για τα λαϊκά ηχοχρώματα της πατρίδας του, έτσι όπως τούτα αναδύονται μέσα από τα κάπως free patterns. Στο last track “Coral”, ο πιανίστας Joachim Kuhn θα είναι εκείνος που θα κονταροχτυπηθεί με τον Seifert, μέσω δύο διαδοχικών, φλογισμένων soli.
Τι άλλο; Το έσχατο. Ο Zbigniew Seifert θα πεθάνει από καρκίνο στα 33 του, το 1979.
Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012
ΦΩΤΗΣ ΔΗΜΑΣ μία φωνή πρώτης τάξεως
Μία φίλη με πήρε τηλέφωνο χθες και μού ζήτησε να γράψω («άντε, τι κάθεσαι;» μου είπε) λίγα λόγια για τον Φώτη Δήμα, έναν ερμηνευτή που διέπρεψε στο ελληνικό τραγούδι στην 15ετία, χονδρικώς, 1955-1970. Ας πω λοιπόν από την αρχή πως δεν γνωρίζω με λεπτομέρειες την περίπτωσή του. Έχω μερικά 45άρια του, αλλά δεν είμαι από εκείνους που μπορούν να πουν πολλά. Θα αναπαράξω όμως όσα (λίγα) βρήκα στο δίκτυο και τα οποία κρίνονται ως άξια λόγου, και βεβαίως θα γράψω όσα γνωρίζω από την προσωπική μου ενασχόληση.
Γενικώς θα έλεγα πως ο Δήμας είναι ένας τραγουδιστής κάπως υποτιμημένος (υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό) στο εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα. Τα τραγούδια του δεν βρίσκονται εύκολα, ούτε μεταδίδονται συχνά, κι αν εξαιρέσει κάποιος τη συλλογή 25-tracks «Τα Tραγούδια Mιας Ζωής» [MINOS-EMI/ Capitol, 2007] σε επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα δεν διατίθεται κάτι άλλο, που να περιγράφει με μια σχετική πληρότητα την πορεία του σημαντικότατου έλληνα crooner.Τον Φώτη Δήμα τον άκουσα πρώτη φορά στα χρόνια του ’80, σε μιαν εκπομπή του Λάκη Παπαδόπουλου στο Β Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Δεν θυμάμαι τον τίτλο της εκπομπής, αλλά θυμάμαι πως μεταδιδόταν απογεύματα – τέσσερις ή πέντε η ώρα, κάτι τέτοιο. Ο Λάκης Παπαδόπουλος, ή Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ όπως τον ξέραμε εκείνη την εποχή, ήταν (είναι) fan του ελαφρού τραγουδιού των early sixties και πολύ συχνά στην εκπομπή του ακούγονταν Γιάννης Βογιατζής, Αλέκος Πάντας, Εύη Μυλοπούλου, Γιοβάννα και Φώτης Δήμας. Ακουγόταν και Εξαδάχτυλος δηλαδή, αλλά αυτό δεν έχει και τόσο σημασία τώρα…
Στο δεύτερο τόμο του «Λεξικού της Ελληνικής Μουσικής» [εκδ. Γιαλλελής, Αθήνα 1998] του μακαρίτη Τάκη Καλογερόπουλου διαβάζω στο λήμμα για τον Φώτη Δήμα: «Εκλεκτός τραγουδιστής της ελαφράς μουσικής, που μεσουράνησε στη δεκαετία του 1960. Με τη χαρακτηριστική ‘βαρυτονάλε’ φωνή του ερμήνευσε πολλά τραγούδια που έγιναν επιτυχίες (Η τελευταία μου αγάπη είσαι ’συ, Είμαι μόνος, Μελαγχολικό μου αγόρι κ.λπ.). Συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι και με την Ελαφρά Ορχήστρα του ΕΙΡ. Το 1960 σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο Κέντρο Σαν Ρέμο. Η κυρίως δισκογραφία του είναι στις 45 στροφές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1964 τραγούδησε στον πρώτο δίσκο της εταιρείας Lyra, που περιλάμβανε δύο τραγούδια του Γιώργου Κατσαρού (σε στίχους Νίκου Φώσκολου) τα ‘Κραυγή’ και ‘Χωρίσαμε, χωρίσαμε’».
Επίσης από το YouTube στο κανάλι του barabakos1 και με αφορμή το τραγούδι «Η τελευταία μου αγάπη είσαι συ» των Ζακ Ιακωβίδη - Π. Οικονόμου (ψευδώνυμο του Μίνου Μάτσα), που ερμήνευσε ο Φώτης Δήμας (http://is.gd/AvdcNS) διαβάζουμε πως «το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν η πρώτη δισκογραφική επιτυχία του». Φυσικά πρόκειται για το single «Η τελευταία μου αγάπη είσαι συ/ Είσαι συνήθειά μου» [Fidelity DSOG 2554]. Και ακόμη: «Ο τραγουδιστής μεγάλωσε σε οικογένεια ναυτικών και οι δικοί του τον προόριζαν για καπετάνιο. Ξεκίνησε σπουδές στην Πάντειο, όμως τελείωσε τη σχολή τραγουδιού του καθηγητή Γιώργου Τζουανέα. Την καριέρα του ξεκίνησε ως θεατρικός τραγουδιστής, στις επιθεωρήσεις της εποχής. Το 1954 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο 78 στροφών με το τραγούδι του Γιώργου Μουζάκη ‘Για σένα παίζουν τα βιολιά’. Σπουδάζει κλασικό τραγούδι και στα τέλη της δεκαετίας του ’50 τον συναντάμε να ερμηνεύει ‘Εύθυμη χήρα’ και ‘Λάργκο’. Ευτύχησε να ερμηνεύσει όλους σχεδόν τους συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού· σ’ αυτόν άλλωστε ανήκει και η πρώτη ερμηνεία του ‘Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου’. Αποσύρθηκε στα τέλη του ’60, αποφασίζοντας να στραφεί στον επιχειρηματικό τομέα».
Γενικώς θα έλεγα πως ο Δήμας είναι ένας τραγουδιστής κάπως υποτιμημένος (υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό) στο εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα. Τα τραγούδια του δεν βρίσκονται εύκολα, ούτε μεταδίδονται συχνά, κι αν εξαιρέσει κάποιος τη συλλογή 25-tracks «Τα Tραγούδια Mιας Ζωής» [MINOS-EMI/ Capitol, 2007] σε επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα δεν διατίθεται κάτι άλλο, που να περιγράφει με μια σχετική πληρότητα την πορεία του σημαντικότατου έλληνα crooner.Τον Φώτη Δήμα τον άκουσα πρώτη φορά στα χρόνια του ’80, σε μιαν εκπομπή του Λάκη Παπαδόπουλου στο Β Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Δεν θυμάμαι τον τίτλο της εκπομπής, αλλά θυμάμαι πως μεταδιδόταν απογεύματα – τέσσερις ή πέντε η ώρα, κάτι τέτοιο. Ο Λάκης Παπαδόπουλος, ή Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ όπως τον ξέραμε εκείνη την εποχή, ήταν (είναι) fan του ελαφρού τραγουδιού των early sixties και πολύ συχνά στην εκπομπή του ακούγονταν Γιάννης Βογιατζής, Αλέκος Πάντας, Εύη Μυλοπούλου, Γιοβάννα και Φώτης Δήμας. Ακουγόταν και Εξαδάχτυλος δηλαδή, αλλά αυτό δεν έχει και τόσο σημασία τώρα…
Στο δεύτερο τόμο του «Λεξικού της Ελληνικής Μουσικής» [εκδ. Γιαλλελής, Αθήνα 1998] του μακαρίτη Τάκη Καλογερόπουλου διαβάζω στο λήμμα για τον Φώτη Δήμα: «Εκλεκτός τραγουδιστής της ελαφράς μουσικής, που μεσουράνησε στη δεκαετία του 1960. Με τη χαρακτηριστική ‘βαρυτονάλε’ φωνή του ερμήνευσε πολλά τραγούδια που έγιναν επιτυχίες (Η τελευταία μου αγάπη είσαι ’συ, Είμαι μόνος, Μελαγχολικό μου αγόρι κ.λπ.). Συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι και με την Ελαφρά Ορχήστρα του ΕΙΡ. Το 1960 σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο Κέντρο Σαν Ρέμο. Η κυρίως δισκογραφία του είναι στις 45 στροφές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1964 τραγούδησε στον πρώτο δίσκο της εταιρείας Lyra, που περιλάμβανε δύο τραγούδια του Γιώργου Κατσαρού (σε στίχους Νίκου Φώσκολου) τα ‘Κραυγή’ και ‘Χωρίσαμε, χωρίσαμε’».
Επίσης από το YouTube στο κανάλι του barabakos1 και με αφορμή το τραγούδι «Η τελευταία μου αγάπη είσαι συ» των Ζακ Ιακωβίδη - Π. Οικονόμου (ψευδώνυμο του Μίνου Μάτσα), που ερμήνευσε ο Φώτης Δήμας (http://is.gd/AvdcNS) διαβάζουμε πως «το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν η πρώτη δισκογραφική επιτυχία του». Φυσικά πρόκειται για το single «Η τελευταία μου αγάπη είσαι συ/ Είσαι συνήθειά μου» [Fidelity DSOG 2554]. Και ακόμη: «Ο τραγουδιστής μεγάλωσε σε οικογένεια ναυτικών και οι δικοί του τον προόριζαν για καπετάνιο. Ξεκίνησε σπουδές στην Πάντειο, όμως τελείωσε τη σχολή τραγουδιού του καθηγητή Γιώργου Τζουανέα. Την καριέρα του ξεκίνησε ως θεατρικός τραγουδιστής, στις επιθεωρήσεις της εποχής. Το 1954 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο 78 στροφών με το τραγούδι του Γιώργου Μουζάκη ‘Για σένα παίζουν τα βιολιά’. Σπουδάζει κλασικό τραγούδι και στα τέλη της δεκαετίας του ’50 τον συναντάμε να ερμηνεύει ‘Εύθυμη χήρα’ και ‘Λάργκο’. Ευτύχησε να ερμηνεύσει όλους σχεδόν τους συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού· σ’ αυτόν άλλωστε ανήκει και η πρώτη ερμηνεία του ‘Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου’. Αποσύρθηκε στα τέλη του ’60, αποφασίζοντας να στραφεί στον επιχειρηματικό τομέα».
Η πρώτη εκτέλεση του «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου», πρέπει να είναι, όντως, με τον Φώτη Δήμα. Το λέω τούτο ακούγοντας την ενορχήστρωση, αλλά και το γενικότερο χρώμα του τραγουδιού (τέμπο κ.λπ.) στην εκτέλεση της Τζένης Βάνου και του Κώστα Χατζή (στην ταινία «Φτωχαδάκια και Λεφτάδες» του 1961). Μου φαίνεται δηλαδή περισσότερο… παλαιική, η version του Δήμα. Κάποτε είχα βρει και το 45άρι στην Odeon [DSOG 2668] με τα τραγούδια «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου/ Έχω μόνο μια καρδιά» (το πρώτο σε στίχους της Δανάης και το δεύτερο σε στίχους του ίδιου του Μίμη Πλέσσα). Παρότι λοιπόν δεν αναγράφεται στο δισκάκι χρονιά έκδοσης, μετά από ένα σχετικό ψάξιμο, προέκυψε πως, και αυτό, κυκλοφόρησε το 1961· και κατ’ εμέ προηγείται χρονικώς (η εκδοχή με τον Δήμα) όλων των υπολοίπων (ok, μπορεί να κάνω λάθος, αλλά αυτή είναι η γνώμη μου).
Φυσικά, ο Φώτης Δήμας δε συνεργάστηκε μόνο με τον Μίμη Πλέσσα, αλλά και με τον Μάνο Χατζιδάκι, όπως και με άλλους συνθέτες. Τραγούδησε, ας πούμε, μοναδικά τέσσερα θέματα από την «Οδό Ονείρων» [Fidelity 8044] το 1962, ενώ συμμετείχε και στο άλμπουμ «Η Αθήνα Tραγουδά Χατζιδάκι» [Philips 630 120 PL] του 1965. Τo 1962, επίσης, ο Δήμας πήρε μέρος στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης (12-14/9/1962) αποδίδοντας τα «Έχω μια αγάπη» (Ζακ Ιακωβίδης - Γιώργος Οικονομίδης) και «Κάποιος σ’ αγάπησε» (Λέανδρος Κοκκόρης - Αιμίλιος Δημόπουλος). Αυτό το δεύτερο τραγούδι είχε λάβει «έπαινο» και μπορεί κανείς να το ακούσει στο LP του Λέανδρου Κοκκόρη «Σχεδόν Απόγευμα» [Τροχός 002, 1992]. (Άσχετο. Στον ίδιο δίσκο ανθολογείται κι ένα από τα ωραιότερα «ελαφρά» που έφθασαν ποτέ στ’ αυτιά μου, το «Ρώτησα», με τη Ζωή Κουρούκλη σε στίχους Ιάσωνα Βροντάκη). Ακόμη το 1963, στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού εκείνης της χρονιάς απέδωσε το «Νύχτα μου όμορφη» του Λυκούργου Μαρκέα· σε δισκάκι ως «Νύχτα μου όμορφη/ Θάλασσα θάλασσα» [Polydor ΝΗΗ 54 734]. Στο Φώτη Δήμα ανήκει επίσης η πρώτη εκτέλεση του «Έρημος μες την ερημιά» του Σταύρου Κουγιουμτζή από το σχετικό single της Lyra (LS 1037) του 1965 (flip-side το «Ένας κρυφός καϋμός»), το οποίο ξανατραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας στο άλμπουμ «Όταν Ανθίζουν Πασχαλιές» [Minos MSM 137] το 1971. Κατά τη γνώμη μου ο τρόπος που το λέει ο Δήμας δεν επιδέχεται… βελτιώσεις από κανέναν.
Φυσικά, ο Φώτης Δήμας δε συνεργάστηκε μόνο με τον Μίμη Πλέσσα, αλλά και με τον Μάνο Χατζιδάκι, όπως και με άλλους συνθέτες. Τραγούδησε, ας πούμε, μοναδικά τέσσερα θέματα από την «Οδό Ονείρων» [Fidelity 8044] το 1962, ενώ συμμετείχε και στο άλμπουμ «Η Αθήνα Tραγουδά Χατζιδάκι» [Philips 630 120 PL] του 1965. Τo 1962, επίσης, ο Δήμας πήρε μέρος στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης (12-14/9/1962) αποδίδοντας τα «Έχω μια αγάπη» (Ζακ Ιακωβίδης - Γιώργος Οικονομίδης) και «Κάποιος σ’ αγάπησε» (Λέανδρος Κοκκόρης - Αιμίλιος Δημόπουλος). Αυτό το δεύτερο τραγούδι είχε λάβει «έπαινο» και μπορεί κανείς να το ακούσει στο LP του Λέανδρου Κοκκόρη «Σχεδόν Απόγευμα» [Τροχός 002, 1992]. (Άσχετο. Στον ίδιο δίσκο ανθολογείται κι ένα από τα ωραιότερα «ελαφρά» που έφθασαν ποτέ στ’ αυτιά μου, το «Ρώτησα», με τη Ζωή Κουρούκλη σε στίχους Ιάσωνα Βροντάκη). Ακόμη το 1963, στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού εκείνης της χρονιάς απέδωσε το «Νύχτα μου όμορφη» του Λυκούργου Μαρκέα· σε δισκάκι ως «Νύχτα μου όμορφη/ Θάλασσα θάλασσα» [Polydor ΝΗΗ 54 734]. Στο Φώτη Δήμα ανήκει επίσης η πρώτη εκτέλεση του «Έρημος μες την ερημιά» του Σταύρου Κουγιουμτζή από το σχετικό single της Lyra (LS 1037) του 1965 (flip-side το «Ένας κρυφός καϋμός»), το οποίο ξανατραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας στο άλμπουμ «Όταν Ανθίζουν Πασχαλιές» [Minos MSM 137] το 1971. Κατά τη γνώμη μου ο τρόπος που το λέει ο Δήμας δεν επιδέχεται… βελτιώσεις από κανέναν.
Το καλοκαίρι του 1968 ο Φώτης Δήμας θα συμμετάσχει στην 1η Ολυμπιάδα Τραγουδιού (26-28 Ιουλίου) με το «Έχω μια αγάπη» του Ζακ Ιακωβίδη, το οποίο θα κυκλοφορήσει κι αυτό σε 45άρι – «Έχω μια αγάπη/ Πότε πέρασ’ ο χειμώνας» [Βεντέττα ΒΕ-164]. Και τα δύο τραγούδια, που χαρακτηρίζονται ως “slow rock” στο δισκάκι, είναι από τα πιο μοντέρνα, που είπε στην καριέρα του ο Δήμας (σ’ ένα crooner-jazz στυλ). Ιδίως το «Πότε πέρασ’ ο χειμώνας» είναι από τα ωραιότερά του, με άψογη συνοδεία στην ηλεκτρική, περιγραφικό φλάουτο και φωνή με… καντάρια άνεσης.Κι ενώ όλα φαίνεται πως πήγαιναν πρίμα για τον σπουδαίο τραγουδιστή συνέβη κάτι στη διαδρομή που ανέτρεψε τα πάντα. Ο Φώτης Δήμας τραγουδά τον ύμνο της Χούντας «21η Απριλίου 1967» (μουσική Γιώργος Κατσαρός - στίχοι Γιώργος Οικονομίδης), αλλά και «Το νέον Σύνταγμα της 29ης Σεπτεμβρίου 1968» [μουσική Γιάννης Καστρινός - στίχοι Γιώργος Οικονομίδης] σ’ ένα 45άρι που τύπωσε η Κολούμπια [PR7X 22/23] για τις δημόσιες σχέσεις και την προπαγάνδα του καθεστώτος το 1968, βάζοντας τέλος – καταστρέφοντας θα έλεγα εγώ – τη μελλοντική καριέρα του. Κρίμα. Και άδικο, μια τέτοια φωνή να στιγματιστεί από τα συγκεκριμένα, φαιδρά παρατράγουδα. Ο ίδιος όμως, μέσω του γιου του, ο οποίος υπογράφει στα σχόλια του βίντεο, στο κανάλι τού barabakos1, ως ioannoudimas, φαίνεται πως είχε άλλη άποψη. Το σχόλιο έχει ως εξής: «Λοιπόν σαν γιος του Φώτη Δήμα… και φυσικά σαν υπερήφανος γιος του Φώτη Δήμα να σας πω ότι ΝΑΙ είχε τραγουδήσει τον ύμνο της 21ης Απριλίου και δεν το μετάνιωσε ποτέ! Γι’ αυτό παράτησε και το τραγούδι… διότι υπερασπίστηκε τις επιλογές του!! Όμως το μεγάλο του παράπονο είναι ότι στον ύμνο συμμετείχε και ο κύριος Κατσαρός… αλλά μούγκα όλοι γι’ αυτόν…». Όχι «μούγκα» όλοι. Το γράφω κι εγώ τώρα, αλλά το έχουν γράψει κι άλλοι πριν από εμένα.
Το ότι συνεργάστηκε λοιπόν με τη χούντα ο Φώτης Δήμας, αρνούμενος να μετανιώσει (ή εν πάση περιπτώσει να απολογηθεί) τα μετέπειτα χρόνια για ’κείνη την επιλογή του, σβήνοντας ταυτοχρόνως το όνομά του από κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα είναι κάτι που οπωσδήποτε τον τιμά. Όχι γιατί τραγούδησε τον «ύμνο» φυσικά, αλλά γιατί αρνήθηκε να εμφανιστεί ως ανανήψας· κάτι, που, εν πάση περιπτώσει, δεν το έπραξαν κάμποσοι άλλοι (καλλιτέχνες εννοώ – αφήνω τους υπολοίπους), που και με τη χούντα συνεργάστηκαν, και τη χούντα χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν καριέρα, και στη Μεταπολίτευση μπήκαν φουριόζοι, αποκτώντας… δημοκρατικότατο στάτους.
Υ.Γ. Αν υπάρξουν σχόλια, επιθυμώ να είναι σοβαρά. Μην αρχίσουμε να λέμε ονόματα… ότι o τάδε συνεργάστηκε με τη χούντα επειδή συμμετείχε ως τραγουδιστής σ’ ένα φεστιβάλ, γιατί τότε θα βγάλουμε χουντικούς τον… Gilbert Bécaud, τη Natalie Cole, τον Rocky Roberts και τους Shocking Blue. Αν κάποιος έχει κάτι σοβαρό να πει, με στοιχεία που να μην επιδέχονται αμφισβήτηση (όπως το δισκάκι με τον «ύμνο» ας πούμε), να το πει – και θα δημοσιευτεί. Μόνο σ’ αυτή την περίπτωση όμως.
Το ότι συνεργάστηκε λοιπόν με τη χούντα ο Φώτης Δήμας, αρνούμενος να μετανιώσει (ή εν πάση περιπτώσει να απολογηθεί) τα μετέπειτα χρόνια για ’κείνη την επιλογή του, σβήνοντας ταυτοχρόνως το όνομά του από κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα είναι κάτι που οπωσδήποτε τον τιμά. Όχι γιατί τραγούδησε τον «ύμνο» φυσικά, αλλά γιατί αρνήθηκε να εμφανιστεί ως ανανήψας· κάτι, που, εν πάση περιπτώσει, δεν το έπραξαν κάμποσοι άλλοι (καλλιτέχνες εννοώ – αφήνω τους υπολοίπους), που και με τη χούντα συνεργάστηκαν, και τη χούντα χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν καριέρα, και στη Μεταπολίτευση μπήκαν φουριόζοι, αποκτώντας… δημοκρατικότατο στάτους.
Υ.Γ. Αν υπάρξουν σχόλια, επιθυμώ να είναι σοβαρά. Μην αρχίσουμε να λέμε ονόματα… ότι o τάδε συνεργάστηκε με τη χούντα επειδή συμμετείχε ως τραγουδιστής σ’ ένα φεστιβάλ, γιατί τότε θα βγάλουμε χουντικούς τον… Gilbert Bécaud, τη Natalie Cole, τον Rocky Roberts και τους Shocking Blue. Αν κάποιος έχει κάτι σοβαρό να πει, με στοιχεία που να μην επιδέχονται αμφισβήτηση (όπως το δισκάκι με τον «ύμνο» ας πούμε), να το πει – και θα δημοσιευτεί. Μόνο σ’ αυτή την περίπτωση όμως.
Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012
MINAMO, YOKO MIWA japan jazz κατά μίαν έννοια
Ως Minamo αναγνωρίζεται το duo των Carla Kihlstedt βιολί, φωνή, trumpet violin (ό,τι λέει η λέξη – είδα φωτογραφία στο διαδίκτυο και δεν το πίστευα) και Satoko Fujii πιάνο, ακορντεόν, φωνή, ένα σχήμα δηλαδή που υφίσταται από το 2002 και δισκογραφικώς από το 2007, έχοντας ηχογραφήσει έως σήμερα δύο άλμπουμ· το “Kuroi Kawa” [Tzadik, 2009] είναι το δεύτερο.
Η Kihlstedt, γνωστή μουσικός της avant σκηνής (έχει συνεργαστεί με τον Tom Waits, τον Fred Frith, την Carla Bozulich, ακόμη και με τον έλληνα ντράμερ των Mötley Crüe, τον Tommy Lee) και η Fujii, ιαπωνίδα πιανίστα ολκής (εδώ http://is.gd/YCxRhZ μία συνέντευξή της στον Βαγγέλη Αραγιάννη, που είχε δημοσιευτεί στο Jazz & Τζαζ τον Ιούνιο του 2010) δημιουργούν ένα σύγχρονο έργο δωματίου, επί του οποίου διαλύονται (γιατί περί «διάλυσης» πρόκειται) jazz, κλασικά και world στοιχεία. Το πρώτο CD, γιατί το άλμπουμ είναι διπλό, αποτελείται από 18 μικρής διάρκειας αυτοσχεδιασμούς (μόλις τρεις υπερβαίνουν τα τέσσερα λεπτά), από το σώμα των οποίων δεν αναδεικνύεται μόνον η ευρηματικότητα των δύο παικτριών, αλλά και η άνεσή τους στη δημιουργία ποικίλων δημοφιλών ηχοχρωμάτων. Υπάρχει, με άλλα λόγια, η διαύγεια μιας μουσικής που δεν κλωτσάει τον ακροατή, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου το απροσδόκητο κυριαρχεί. Όπως, επί παραδείγματι, στο “Rakuda” με την Kihlstedt να ασκείται στο pizzicato παίξιμο και την Fujii να παίζει staccato κόντρα νότες στο πιάνο. Ή στο μόλις 2:19 “Kagami” με τα εντελώς ασυνήθιστα ηχοχρώματα του βιολιού και το παίξιμο από μέσα της Ιαπωνίδας. Ή, πάλι, στο 2:14 “Kibo”, εκεί όπου μία παραδοσιακή μελωδία παίζεται από το ακορντεόν και την… τρομπέτα-βιολί.
Στο δεύτερο CD, που είναι ζωντανά ηχογραφημένο στο Vancouver International Jazz Festival του 2008, η Kihlstedt και η Fujii, επικοινωνούν σε άλλη βάση, με μεγαλύτερης διάρκειας κομμάτια, που ξεπερνούν, στην περίπτωση του “Kuroi kawa”, ακόμη και τα 13 λεπτά. Εκρηκτικά clusters στην εισαγωγή, αλλόκοτα βιολιστικά timbre, πιανιστική ρυθμική δυναμική, folk μοτίβο ανακατεμένα με passages α λα Cecil Taylor. Η πυκνότητα των αφηγήσεων αφορά σε κάθε track του live δίσκου· ενός δίσκου που κοινοποιεί, εν τέλει, και την άλλη μορφή του duo.
Επαφή: www.tzadik.com
Αλλά και το επόμενο άλμπουμ είναι αμερικανικό – πρόκειται για το “Live at Sculler’s Jazz Club” [Private Pressing, 2011] της Ιαπωνίδας Yoko Miwa. Γεννημένη στο Kobe, η Miwa σπούδασε κλασικό πιάνο δίπλα στον οργανίστα/ πιανίστα Minoru Ozone (πατέρας του Makoto Ozone), πριν εγκατασταθεί στην ανατολική ακτή, σπουδάσει στο Berklee και βρεθεί στη σκηνή και τα στούντιο με τους Slide Hampton, Arturo Sandoval, George Garzone, Esperanza Spaulding, Terri Lynne Carrington κ.ά. Το άλμπουμ της, όπως φανερώνει και ο τίτλος του, είναι ζωντανά ηχογραφημένο στο Sculler’s Jazz Club στη Βοστώνη, την 26/10/2010· με τους Greg Loughman κοντραμπάσο και Scott Goulding ντραμς να συνοδεύουν την ιαπωνίδα πιανίστα σ’ ένα ποικίλο ρεπερτόριο. Σε τι συνίσταται αυτό; Πρώτον σε συνθέσεις της Miwa (με το 12λεπτο “Wheel of life” να διεκδικεί πρωτεία – μία υπέροχη jazz romance, με μελωδικά μέρη που σε στέλνουν), σε στάνταρντ (“This could be the start of something”), σε κομμάτια των Art Farmer και Milton Nascimento, αλλά και στα “Seasons of wither” των Aerosmith και “Who loves the sun” (των Velvet Underground, του Lou Reed δηλαδή), δείχνοντας πως η Miwa είναι μία απολύτως σύγχρονη πιανίστα, που έχει μάθει να κινείται μέσα στο περισσότερο popular περιβάλλον της νέας jazz. Ειδικώς στο ωραίο τραγούδι του Steven Tyler (των Βοστωνέζων Aerosmith) διαφαίνεται και κάτι ακόμη. Πως μία σχεδόν κλασική AOR μπαλάντα (ακούστηκε στο LP “Get Your Wings” του 1974) μπορεί να μετατραπεί, όταν υπάρχει η γνώση κι η φαντασία, σ’ ένα μικρό jazz επίτευγμα.
Επαφή: www.yokomiwa.com
Η Kihlstedt, γνωστή μουσικός της avant σκηνής (έχει συνεργαστεί με τον Tom Waits, τον Fred Frith, την Carla Bozulich, ακόμη και με τον έλληνα ντράμερ των Mötley Crüe, τον Tommy Lee) και η Fujii, ιαπωνίδα πιανίστα ολκής (εδώ http://is.gd/YCxRhZ μία συνέντευξή της στον Βαγγέλη Αραγιάννη, που είχε δημοσιευτεί στο Jazz & Τζαζ τον Ιούνιο του 2010) δημιουργούν ένα σύγχρονο έργο δωματίου, επί του οποίου διαλύονται (γιατί περί «διάλυσης» πρόκειται) jazz, κλασικά και world στοιχεία. Το πρώτο CD, γιατί το άλμπουμ είναι διπλό, αποτελείται από 18 μικρής διάρκειας αυτοσχεδιασμούς (μόλις τρεις υπερβαίνουν τα τέσσερα λεπτά), από το σώμα των οποίων δεν αναδεικνύεται μόνον η ευρηματικότητα των δύο παικτριών, αλλά και η άνεσή τους στη δημιουργία ποικίλων δημοφιλών ηχοχρωμάτων. Υπάρχει, με άλλα λόγια, η διαύγεια μιας μουσικής που δεν κλωτσάει τον ακροατή, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου το απροσδόκητο κυριαρχεί. Όπως, επί παραδείγματι, στο “Rakuda” με την Kihlstedt να ασκείται στο pizzicato παίξιμο και την Fujii να παίζει staccato κόντρα νότες στο πιάνο. Ή στο μόλις 2:19 “Kagami” με τα εντελώς ασυνήθιστα ηχοχρώματα του βιολιού και το παίξιμο από μέσα της Ιαπωνίδας. Ή, πάλι, στο 2:14 “Kibo”, εκεί όπου μία παραδοσιακή μελωδία παίζεται από το ακορντεόν και την… τρομπέτα-βιολί.
Στο δεύτερο CD, που είναι ζωντανά ηχογραφημένο στο Vancouver International Jazz Festival του 2008, η Kihlstedt και η Fujii, επικοινωνούν σε άλλη βάση, με μεγαλύτερης διάρκειας κομμάτια, που ξεπερνούν, στην περίπτωση του “Kuroi kawa”, ακόμη και τα 13 λεπτά. Εκρηκτικά clusters στην εισαγωγή, αλλόκοτα βιολιστικά timbre, πιανιστική ρυθμική δυναμική, folk μοτίβο ανακατεμένα με passages α λα Cecil Taylor. Η πυκνότητα των αφηγήσεων αφορά σε κάθε track του live δίσκου· ενός δίσκου που κοινοποιεί, εν τέλει, και την άλλη μορφή του duo.
Επαφή: www.tzadik.com
Αλλά και το επόμενο άλμπουμ είναι αμερικανικό – πρόκειται για το “Live at Sculler’s Jazz Club” [Private Pressing, 2011] της Ιαπωνίδας Yoko Miwa. Γεννημένη στο Kobe, η Miwa σπούδασε κλασικό πιάνο δίπλα στον οργανίστα/ πιανίστα Minoru Ozone (πατέρας του Makoto Ozone), πριν εγκατασταθεί στην ανατολική ακτή, σπουδάσει στο Berklee και βρεθεί στη σκηνή και τα στούντιο με τους Slide Hampton, Arturo Sandoval, George Garzone, Esperanza Spaulding, Terri Lynne Carrington κ.ά. Το άλμπουμ της, όπως φανερώνει και ο τίτλος του, είναι ζωντανά ηχογραφημένο στο Sculler’s Jazz Club στη Βοστώνη, την 26/10/2010· με τους Greg Loughman κοντραμπάσο και Scott Goulding ντραμς να συνοδεύουν την ιαπωνίδα πιανίστα σ’ ένα ποικίλο ρεπερτόριο. Σε τι συνίσταται αυτό; Πρώτον σε συνθέσεις της Miwa (με το 12λεπτο “Wheel of life” να διεκδικεί πρωτεία – μία υπέροχη jazz romance, με μελωδικά μέρη που σε στέλνουν), σε στάνταρντ (“This could be the start of something”), σε κομμάτια των Art Farmer και Milton Nascimento, αλλά και στα “Seasons of wither” των Aerosmith και “Who loves the sun” (των Velvet Underground, του Lou Reed δηλαδή), δείχνοντας πως η Miwa είναι μία απολύτως σύγχρονη πιανίστα, που έχει μάθει να κινείται μέσα στο περισσότερο popular περιβάλλον της νέας jazz. Ειδικώς στο ωραίο τραγούδι του Steven Tyler (των Βοστωνέζων Aerosmith) διαφαίνεται και κάτι ακόμη. Πως μία σχεδόν κλασική AOR μπαλάντα (ακούστηκε στο LP “Get Your Wings” του 1974) μπορεί να μετατραπεί, όταν υπάρχει η γνώση κι η φαντασία, σ’ ένα μικρό jazz επίτευγμα.
Επαφή: www.yokomiwa.com
Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012
SARA SERPA διαβάζοντας την Οδύσσεια
Ψάχνοντας λίγα στοιχεία στο δίκτυο για την πορτογαλίδα τραγουδίστρια-βοκαλίστα της jazz και του δημιουργικού αυτοσχεδιασμού Sara Serpa, πέρασα και από το All About Jazz, εκεί όπου διάβασα το μάλλον απίστευτο –σε πρώτη φάση– πως η Serpa είναι η… freshest vocalist on the scene at the moment. Αν και, προσωπικώς, είχα την καλύτερη γνώμη για την περίπτωσή της από πρόπερσι, όταν έπεσε στα χέρια μου το άλμπουμ Camera Obscura [Inner Circle Music INCM015, 2010], η συνεργασία της δηλαδή με τον Ran Blake (θα αναφερθώ στη συνέχεια σ’ αυτήν), ήταν το πρόσφατο προσωπικό CD της Mobile [Inner Circle Music INCM022, 2011] εκείνο που με πήγε παραπέρα…
Γεννημένη στη Λισαβόνα, η Serpa –εγκατεστημένη εδώ και χρόνια στη Νέα Υόρκη– έχει σπουδάσει στην πατρίδα της πιάνο και τραγούδι, επεκτείνοντας τα ενδιαφέροντά της στην αρχή εντός του Berklee College of Music και εν συνεχεία του New England Conservatory. Έτσι, και κατά μίαν έννοια, γίνεται αμέσως αντιληπτή η επαφή της κι η αγάπη της για τη νέα, ή όχι και τόσο νέα, jazz (τα M-Base ιδιώματα π.χ.), αλλά και το ενδιαφέρον της για το κλασικώς διαχρονικό (π.χ. τον Thelonious Monk). Με δασκάλους τούς Danilo Perez, Theo Bleckmann και Jerry Bergonzi, και με τον Greg Osby να διακρίνει το ταλέντο της εγκαίρως, προσφέροντάς της βήμα δισκογραφικό στη δική του εταιρία Inner Circle Music – απ’ όπου θα κυκλοφορήσει “Praia” (2008), το αμερικανικό ντεμπούτο της ως leader – η Serpa φαίνεται πως διαγράφει τη μεγαλύτερη των αποστάσεων στο μικρότερο δυνατό διάστημα.
Το “Mobile” από μόνο του ως άλμπουμ, ανήκει ψυχή τε και σώματι σε ό,τι αντιλαμβανόμαστε ακούγοντας τις λέξεις δημιουργικός αυτοσχεδιασμός, ποίηση και λογοτεχνία. Η Serpa δε μελοποιεί ακριβώς (αν και πράττει και αυτό), όσο, κυρίως, παίρνει αφορμές από κείμενα της παγκόσμιας ποίησης και λογοτεχνίας, προκειμένου να καταθέσει ένα απολύτως προσωπικό φωνητικό πλέγμα, που συνίσταται, χονδρικώς, στο σπάσιμο των λέξεων και κατ’ επέκταση στο φωνολογικό παιγνίδι, στον αυθορμητισμό που επιβάλλει η ζωντανή παρουσία, ασχέτως της εν λόγω ηχογράφησης (Brooklyn Recording, 9/6/2010), στη χρήση εν τέλει της φωνής ως ένα απόλυτο μουσικό όργανο. Τούτο το τελευταίο μπορεί ν’ ακούγεται κάπως γενικόλογο, όμως στην περίπτωση της Serpa ισχύει απολύτως αποκτώντας και μιαν επιπρόσθετη αξία. Η πορτογαλίδα ερμηνεύτρια δεν τραγουδά μόνο, συνθέτει κιόλας. Το αποτέλεσμα αυτού του διπλού της ρόλου, της συνολικής της παρουσίας δηλαδή, είναι να επιβάλλεται ένα κλίμα, στα σαφώς ή ασαφώς αφηγούμενα, το οποίον επιχειρεί (με επιτυχία) να περιγράψει δημιουργικές αιτίες. Φερ’ ειπείν στο “Ulysse’s costume” (επηρεασμένο από την Οδύσσεια του Ομήρου), αλλά και στο “Ahab’s lament” (από το Moby-Dick; or, The Whale του Herman Melville) η Serpa κατορθώνει να μεταφέρει τόσο το πνεύμα της περιπέτειας και περιπλάνησης τού ήρωα τού ομηρικού έπους, όσο και την πνευματική αναταραχή του εμμονικού καπετάνιου στη νουβέλα του Melville, μ’ ένα δικό της τρόπο. Είτε την ακούμε να μελοποιεί E.E. Cummings (“If”), είτε ν’ αποδίδει το fado των Correira/Farinha “Sem razao”, είτε να μεταφέρει το κλίμα από το περιώνυμο graphic novel του Hugo Pratt “Corto Malteze” (δίνοντας εικόνα του τσιγγανο-μαλτέζου καπετάνιου) το αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, ξαφνιάζει. Στην αισθητική ολοκλήρωση του “Mobile” συμβάλει με αποφασιστικότητα ο συμπατριώτης της Andre Matos σε ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα, ενώ το ίδιο άξια κρίνεται κι η παράταξη του ρυθμικού τμήματος (Kris Davis πιάνο, Fender Rhodes, Ben Street μπάσο, Ted Poor ντραμς). Ας ρίξουμε όμως μια ματιά και στη συνεργασία της με τον Ran Blake…Το σχήμα πιάνο-γυναικεία φωνή είναι ένα από ’κείνα που διακονεί με απαράμιλλη συνέπεια ο αμερικανός πιανίστας μέσα στα χρόνια. Αρκεί να σκεφθούμε πως το πρώτο του άλμπουμ στην RCA, το 1962, που είχε τίτλο “The Newest Sound Around” έγινε με τη συμμετοχή της Jeanne Lee· διεσώθη, μαζί της, κι ένα live στη Στοκχόλμη από εκείνη την εποχή (1966), που εκδόθηκε για πρώτη φορά πολλά χρόνια αργότερα, το 1995, ως “Free Standards” από τη γαλλική Columbia. Με την Lee ξανασυναντήθηκε ο Blake το 1989 στο άλμπουμ τής Owl “You Stepped Out of the Cloud”, ενώ πιο πριν (1978) είχε συνεργαστεί με την Eleni Odoni στο “Rapport” [Arista-Novus], ερμηνεύοντας, μάλιστα, οι δυο τους, το «Βραδιάζει» του Μίκη Θεοδωράκη. Το 1994, ο 77χρονος σήμερα πιανίστας από τη Μασαχουσέτη συνεργάζεται για πρώτη φορά με μιαν άλλη τραγουδίστρια (πάντα σε σχήμα πιάνο-φωνή) την Christine Correa, μια συνεργασία την οποίαν επανέλαβε 15 χρόνια αργότερα με την ηχογράφηση του “Out of Shadows”, άλμπουμ που κυκλοφόρησε πρόπερσι από την Red Piano Records. Το “Camera Obscura”, πρόσφατο ίχνος του Blake, πάντα δια του σχήματος πιάνο-φωνή, είναι και αυτό παραγωγή του 2010, που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή της Sara Serpa.
Τα γεγονότα έχουν μια λογική συνέπεια. Όντας φοιτήτρια στο New England Conservatory η Πορτογαλίδα άκουσε κάποια στιγμή τον Ran Blake σ’ ένα tribute concert προς τιμήν του Jaki Byard, παίρνοντας την απόφαση να μελετήσει μαζί του (ο Blake διδάσκει στο NEC από 40ετίας). Όπως λέει η ίδια: «Στην αρχή μου φαινόταν κάπως εκφοβιστικό. Ο Ran δεν είναι ο τυπικός πιανίστας, που θ’ ακολουθήσει τους κανόνες. Θα μπορούσε ν’ αλλάξει ας πούμε το τέμπο στη μέση ενός κομματιού, δίχως να ξέρεις τι θα επακολουθήσει. Πάντα συμβαίνει αυτό δηλαδή, και πάντα σκέφτεσαι πως θα βρεθείς προ απροόπτου. Έτσι, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, αναπτύξαμε σιγά-σιγά ένα ρεπερτόριο, δίχως να υπολογίζουμε ότι κάπως έτσι θα συνέβαινε. Παίξαμε δυο φορές μαζί, ενώ ο Ran συμμετείχε και στο ρεσιτάλ της αποφοίτησής μου. Πέρυσι (σ.σ. το 2009), ο Blake ήρθε στη Νέα Υόρκη και εμφανιστήκαμε μαζί στο Bleeker Theater. Κι ήταν αμέσως μετά από κείνη την παράσταση, όταν τον προσκάλεσα να ηχογραφήσουμε όλα εκείνα τα τραγούδια που παίζαμε μαζί τα τελευταία δύο χρόνια. Αισθανόμουν πως είχαμε αναπτύξει μία πολύ ιδιαίτερη ταυτότητα ως ντούο, και πως άξιζε τον κόπο να την ντοκουμεντάρουμε. Κι έτσι έγινε. Στο στούντιο η ενοργάνωση προέκυψε αυθόρμητα. Εννοώ, πως παρότι γνωρίζαμε έναν τρόπο που θα αναπτύσσαμε και θα διαχειριζόμασταν τα θέματα, οτιδήποτε συνέβη, συνέβη εκείνη τη στιγμή». Και συνεχίζει η Serpa: «Από τον Ran έμαθα, βασικά, πως το παν σ’ αυτήν την ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη μελωδία. Ήξερα καλά τις συγκεκριμένες μελωδίες και ήμουν ταγμένη σε ό,τι τραγουδούσα. Ο Ran πάντως δεν έπαιζε τη μελωδία μαζί μου, ενώ μερικές φορές θα μπορούσε να παίξει και κάτι πολύ παράφωνο στο μπακγκράουντ. Έτσι, εγώ έπρεπε να συνεχίσω, αλληλεπιδρώντας μαζί του, χωρίς ποτέ να ξεχνώ το κοινό μας έδαφος, που ήταν φυσικά η μελωδία. Πριν αρχίσουμε τη συνεργασία μας τραγουδούσα τα λόγια των κομματιών, παρότι αυτό μου φάνταζε κάπως δύσκολο – ιδίως στην περίπτωση των αγγλικών. Γνώριζα την αγγλική γλώσσα, αλλά πάντα αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να εκφράσω το κάθε μικρό ή μεγάλο συναίσθημα. Τα μαθήματα με τον Ran μού επέτρεψαν να εξερευνήσω το χαρακτήρα κάθε κομματιού. Έπρεπε να κατανοήσω τι ακριβώς θα έλεγα και πως θα μπορούσα να το εκφράσω καλύτερα. Τώρα αισθάνομαι πως έχω αναπτύξει τη σωστή σχέση μ’ εκείνα τα τραγούδια. Οι λέξεις έχουν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον στο πρότζεκτ, και πάνω σ’ αυτή τη βάση προσπαθήσαμε να σχεδιάσουμε διαφορετικές σκηνές για κάθε τραγούδι. Παίξαμε με πολύ δραματικό τρόπο, είναι αλήθεια. Ξαφνικά, μεταμορφώθηκα σε μιαν ηθοποιό με τον Ran να σκηνογραφεί στο μπακγκράουντ».
Ακούγοντας το λιγότερο από μισή ώρα άλμπουμ –ακόμη κι αυτό, η διάρκεια εννοώ, είναι ένα μικρό κατόρθωμα στην εποχή μας– αντιλαμβάνεσαι αμέσως τα λεγόμενα της Serpa. Αντιλαμβάνεσαι δηλαδή το υποκριτικό της (ας το πούμε έτσι) τάλαντο, την ικανότητά της να διαμορφώνει φωνητικά περιβάλλοντα και βεβαίως, από την άλλη, την πολυεπίπεδη συνοδεία του Blake (είναι αδύνατον –που λέει ο λόγος– να παρακολουθήσεις μέσα σε κάθε κομμάτι τις ρυθμικές αλλαγές, τα απότομα κοψίματα, και βεβαίως τη μελωδική του προσέγγιση, άλλοτε πυκνή, άλλοτε ανοιχτή, το λυρισμό, την κινηματογραφικότητα της αφήγησής του). Ιδανικές στιγμές, η δική του σύνθεση “The short life of Barbara Monk” (αφιερωμένη στην Pannonica De Koenigswarter), με το stride παίξιμο, την εντελώς noir ατμόσφαιρα και τους βοκαλισμούς της Serpa α λα… κόρνο να αφηγούνται (άπαντα) μιαν ιστορία και ακόμη το “Folhas” (η μελοποίηση ενός ποιήματος του πορτογάλου ποιητή Eugenio de Andrade, από την Serpa), που παρέχει την ευκαιρία στον Blake να δημιουργήσει ένα κάπως δραματικό πιανιστικό πλαίσιο και στην Serpa τη δυνατότητα να διαχειριστεί φωνητικώς μία ωραία μελωδία.
Γεννημένη στη Λισαβόνα, η Serpa –εγκατεστημένη εδώ και χρόνια στη Νέα Υόρκη– έχει σπουδάσει στην πατρίδα της πιάνο και τραγούδι, επεκτείνοντας τα ενδιαφέροντά της στην αρχή εντός του Berklee College of Music και εν συνεχεία του New England Conservatory. Έτσι, και κατά μίαν έννοια, γίνεται αμέσως αντιληπτή η επαφή της κι η αγάπη της για τη νέα, ή όχι και τόσο νέα, jazz (τα M-Base ιδιώματα π.χ.), αλλά και το ενδιαφέρον της για το κλασικώς διαχρονικό (π.χ. τον Thelonious Monk). Με δασκάλους τούς Danilo Perez, Theo Bleckmann και Jerry Bergonzi, και με τον Greg Osby να διακρίνει το ταλέντο της εγκαίρως, προσφέροντάς της βήμα δισκογραφικό στη δική του εταιρία Inner Circle Music – απ’ όπου θα κυκλοφορήσει “Praia” (2008), το αμερικανικό ντεμπούτο της ως leader – η Serpa φαίνεται πως διαγράφει τη μεγαλύτερη των αποστάσεων στο μικρότερο δυνατό διάστημα.
Το “Mobile” από μόνο του ως άλμπουμ, ανήκει ψυχή τε και σώματι σε ό,τι αντιλαμβανόμαστε ακούγοντας τις λέξεις δημιουργικός αυτοσχεδιασμός, ποίηση και λογοτεχνία. Η Serpa δε μελοποιεί ακριβώς (αν και πράττει και αυτό), όσο, κυρίως, παίρνει αφορμές από κείμενα της παγκόσμιας ποίησης και λογοτεχνίας, προκειμένου να καταθέσει ένα απολύτως προσωπικό φωνητικό πλέγμα, που συνίσταται, χονδρικώς, στο σπάσιμο των λέξεων και κατ’ επέκταση στο φωνολογικό παιγνίδι, στον αυθορμητισμό που επιβάλλει η ζωντανή παρουσία, ασχέτως της εν λόγω ηχογράφησης (Brooklyn Recording, 9/6/2010), στη χρήση εν τέλει της φωνής ως ένα απόλυτο μουσικό όργανο. Τούτο το τελευταίο μπορεί ν’ ακούγεται κάπως γενικόλογο, όμως στην περίπτωση της Serpa ισχύει απολύτως αποκτώντας και μιαν επιπρόσθετη αξία. Η πορτογαλίδα ερμηνεύτρια δεν τραγουδά μόνο, συνθέτει κιόλας. Το αποτέλεσμα αυτού του διπλού της ρόλου, της συνολικής της παρουσίας δηλαδή, είναι να επιβάλλεται ένα κλίμα, στα σαφώς ή ασαφώς αφηγούμενα, το οποίον επιχειρεί (με επιτυχία) να περιγράψει δημιουργικές αιτίες. Φερ’ ειπείν στο “Ulysse’s costume” (επηρεασμένο από την Οδύσσεια του Ομήρου), αλλά και στο “Ahab’s lament” (από το Moby-Dick; or, The Whale του Herman Melville) η Serpa κατορθώνει να μεταφέρει τόσο το πνεύμα της περιπέτειας και περιπλάνησης τού ήρωα τού ομηρικού έπους, όσο και την πνευματική αναταραχή του εμμονικού καπετάνιου στη νουβέλα του Melville, μ’ ένα δικό της τρόπο. Είτε την ακούμε να μελοποιεί E.E. Cummings (“If”), είτε ν’ αποδίδει το fado των Correira/Farinha “Sem razao”, είτε να μεταφέρει το κλίμα από το περιώνυμο graphic novel του Hugo Pratt “Corto Malteze” (δίνοντας εικόνα του τσιγγανο-μαλτέζου καπετάνιου) το αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, ξαφνιάζει. Στην αισθητική ολοκλήρωση του “Mobile” συμβάλει με αποφασιστικότητα ο συμπατριώτης της Andre Matos σε ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα, ενώ το ίδιο άξια κρίνεται κι η παράταξη του ρυθμικού τμήματος (Kris Davis πιάνο, Fender Rhodes, Ben Street μπάσο, Ted Poor ντραμς). Ας ρίξουμε όμως μια ματιά και στη συνεργασία της με τον Ran Blake…Το σχήμα πιάνο-γυναικεία φωνή είναι ένα από ’κείνα που διακονεί με απαράμιλλη συνέπεια ο αμερικανός πιανίστας μέσα στα χρόνια. Αρκεί να σκεφθούμε πως το πρώτο του άλμπουμ στην RCA, το 1962, που είχε τίτλο “The Newest Sound Around” έγινε με τη συμμετοχή της Jeanne Lee· διεσώθη, μαζί της, κι ένα live στη Στοκχόλμη από εκείνη την εποχή (1966), που εκδόθηκε για πρώτη φορά πολλά χρόνια αργότερα, το 1995, ως “Free Standards” από τη γαλλική Columbia. Με την Lee ξανασυναντήθηκε ο Blake το 1989 στο άλμπουμ τής Owl “You Stepped Out of the Cloud”, ενώ πιο πριν (1978) είχε συνεργαστεί με την Eleni Odoni στο “Rapport” [Arista-Novus], ερμηνεύοντας, μάλιστα, οι δυο τους, το «Βραδιάζει» του Μίκη Θεοδωράκη. Το 1994, ο 77χρονος σήμερα πιανίστας από τη Μασαχουσέτη συνεργάζεται για πρώτη φορά με μιαν άλλη τραγουδίστρια (πάντα σε σχήμα πιάνο-φωνή) την Christine Correa, μια συνεργασία την οποίαν επανέλαβε 15 χρόνια αργότερα με την ηχογράφηση του “Out of Shadows”, άλμπουμ που κυκλοφόρησε πρόπερσι από την Red Piano Records. Το “Camera Obscura”, πρόσφατο ίχνος του Blake, πάντα δια του σχήματος πιάνο-φωνή, είναι και αυτό παραγωγή του 2010, που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή της Sara Serpa.
Τα γεγονότα έχουν μια λογική συνέπεια. Όντας φοιτήτρια στο New England Conservatory η Πορτογαλίδα άκουσε κάποια στιγμή τον Ran Blake σ’ ένα tribute concert προς τιμήν του Jaki Byard, παίρνοντας την απόφαση να μελετήσει μαζί του (ο Blake διδάσκει στο NEC από 40ετίας). Όπως λέει η ίδια: «Στην αρχή μου φαινόταν κάπως εκφοβιστικό. Ο Ran δεν είναι ο τυπικός πιανίστας, που θ’ ακολουθήσει τους κανόνες. Θα μπορούσε ν’ αλλάξει ας πούμε το τέμπο στη μέση ενός κομματιού, δίχως να ξέρεις τι θα επακολουθήσει. Πάντα συμβαίνει αυτό δηλαδή, και πάντα σκέφτεσαι πως θα βρεθείς προ απροόπτου. Έτσι, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, αναπτύξαμε σιγά-σιγά ένα ρεπερτόριο, δίχως να υπολογίζουμε ότι κάπως έτσι θα συνέβαινε. Παίξαμε δυο φορές μαζί, ενώ ο Ran συμμετείχε και στο ρεσιτάλ της αποφοίτησής μου. Πέρυσι (σ.σ. το 2009), ο Blake ήρθε στη Νέα Υόρκη και εμφανιστήκαμε μαζί στο Bleeker Theater. Κι ήταν αμέσως μετά από κείνη την παράσταση, όταν τον προσκάλεσα να ηχογραφήσουμε όλα εκείνα τα τραγούδια που παίζαμε μαζί τα τελευταία δύο χρόνια. Αισθανόμουν πως είχαμε αναπτύξει μία πολύ ιδιαίτερη ταυτότητα ως ντούο, και πως άξιζε τον κόπο να την ντοκουμεντάρουμε. Κι έτσι έγινε. Στο στούντιο η ενοργάνωση προέκυψε αυθόρμητα. Εννοώ, πως παρότι γνωρίζαμε έναν τρόπο που θα αναπτύσσαμε και θα διαχειριζόμασταν τα θέματα, οτιδήποτε συνέβη, συνέβη εκείνη τη στιγμή». Και συνεχίζει η Serpa: «Από τον Ran έμαθα, βασικά, πως το παν σ’ αυτήν την ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη μελωδία. Ήξερα καλά τις συγκεκριμένες μελωδίες και ήμουν ταγμένη σε ό,τι τραγουδούσα. Ο Ran πάντως δεν έπαιζε τη μελωδία μαζί μου, ενώ μερικές φορές θα μπορούσε να παίξει και κάτι πολύ παράφωνο στο μπακγκράουντ. Έτσι, εγώ έπρεπε να συνεχίσω, αλληλεπιδρώντας μαζί του, χωρίς ποτέ να ξεχνώ το κοινό μας έδαφος, που ήταν φυσικά η μελωδία. Πριν αρχίσουμε τη συνεργασία μας τραγουδούσα τα λόγια των κομματιών, παρότι αυτό μου φάνταζε κάπως δύσκολο – ιδίως στην περίπτωση των αγγλικών. Γνώριζα την αγγλική γλώσσα, αλλά πάντα αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να εκφράσω το κάθε μικρό ή μεγάλο συναίσθημα. Τα μαθήματα με τον Ran μού επέτρεψαν να εξερευνήσω το χαρακτήρα κάθε κομματιού. Έπρεπε να κατανοήσω τι ακριβώς θα έλεγα και πως θα μπορούσα να το εκφράσω καλύτερα. Τώρα αισθάνομαι πως έχω αναπτύξει τη σωστή σχέση μ’ εκείνα τα τραγούδια. Οι λέξεις έχουν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον στο πρότζεκτ, και πάνω σ’ αυτή τη βάση προσπαθήσαμε να σχεδιάσουμε διαφορετικές σκηνές για κάθε τραγούδι. Παίξαμε με πολύ δραματικό τρόπο, είναι αλήθεια. Ξαφνικά, μεταμορφώθηκα σε μιαν ηθοποιό με τον Ran να σκηνογραφεί στο μπακγκράουντ».
Ακούγοντας το λιγότερο από μισή ώρα άλμπουμ –ακόμη κι αυτό, η διάρκεια εννοώ, είναι ένα μικρό κατόρθωμα στην εποχή μας– αντιλαμβάνεσαι αμέσως τα λεγόμενα της Serpa. Αντιλαμβάνεσαι δηλαδή το υποκριτικό της (ας το πούμε έτσι) τάλαντο, την ικανότητά της να διαμορφώνει φωνητικά περιβάλλοντα και βεβαίως, από την άλλη, την πολυεπίπεδη συνοδεία του Blake (είναι αδύνατον –που λέει ο λόγος– να παρακολουθήσεις μέσα σε κάθε κομμάτι τις ρυθμικές αλλαγές, τα απότομα κοψίματα, και βεβαίως τη μελωδική του προσέγγιση, άλλοτε πυκνή, άλλοτε ανοιχτή, το λυρισμό, την κινηματογραφικότητα της αφήγησής του). Ιδανικές στιγμές, η δική του σύνθεση “The short life of Barbara Monk” (αφιερωμένη στην Pannonica De Koenigswarter), με το stride παίξιμο, την εντελώς noir ατμόσφαιρα και τους βοκαλισμούς της Serpa α λα… κόρνο να αφηγούνται (άπαντα) μιαν ιστορία και ακόμη το “Folhas” (η μελοποίηση ενός ποιήματος του πορτογάλου ποιητή Eugenio de Andrade, από την Serpa), που παρέχει την ευκαιρία στον Blake να δημιουργήσει ένα κάπως δραματικό πιανιστικό πλαίσιο και στην Serpa τη δυνατότητα να διαχειριστεί φωνητικώς μία ωραία μελωδία.
Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012
ΙΗΣΟΥΝ ή ΒΑΡΡΑΒΑΝ; Βαρραβάν, Βαρραβάν…
Μία βόλτα την Κυριακή στο Μοναστηράκι και την Κορεάτικη Αγορά όταν ψιχαλίζει (περισσότερο τότε) μπορεί να αποβεί αποτελεσματική· ιδίως όταν οι Γύφτοι βιάζονται να ξεπουλήσουν και δίνουν την πραμάτεια τους όσο-όσο. Έντεκα 45άρια μάζεψα από μια κυρά με μόλις 10 ευρά. Κάποια τα είχα, κάποια δεν τα είχα αλλά τα έψαχνα, και κάποια άλλα ούτε τα είχα ούτε τα έψαχνα… Περιττό να πω πως ήταν όλα ελληνικά, ή «ξένα» αλλά ελληνικής εκτύπωσης…
Έτσι λοιπόν παρότι είχα το πρώτο άλμπουμ των Ισπανών Barrabas τόσο σε ελληνικό LP στην RCA [SKLG 20068, 1973] με το πορτοκαλί εξώφυλλο, όσο και σε CD στην disconforme [DISC 1991 CD, 2000] με το μαύρο εξώφυλλο, μία εταιρία που είχε για έδρα της τον… φορολογικό παράδεισο Ανδόρα –βασικά, είχα αγοράσει το CD επειδή ήταν φθηνό κι επειδή με είχαν μπερδέψει τόσο ο τίτλος “Wild Safari”, όσο και το διαφορετικό εξώφυλλο (νόμισα δηλαδή πως επρόκειτο για συλλογή)–, σήκωσα σήμερα και το πρώτης τάξεως 45άρι με τα τραγούδια των Barrabas “Wild safari/ Woman” [RCA 46 G 154], επίσης από το 1973, που υπάρχουν φυσικά στο LP και το CD.
Για τους Barrabas μού είχε μιλήσει για πρώτη φορά ένας πολύ φίλος, μεγαλύτερός μου, που σήμερα είναι πάνω από 60. Μου είχε τονίσει πως με το “Wild safari” γινόταν πανικός στις ντισκοτέκ και τα κλαμπ της εποχής· ήταν ένα κομμάτι δηλαδή με το οποίο είχε μεγαλώσει η λεγόμενη… γενιά του Πολυτεχνείου. Όταν το άκουσα κι εγώ, συνειδητά, αρκετά χρόνια αργότερα, κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Μπήκα, όπως λέμε, στο νόημα και καθώς έτριζε στο πικάπ το “Woman” άρχισα να… ψιθυρίζω «έξω αι ΗΠΑ» και «απόψε πεθαίνει ο φασισμός».Οι Barrabas σχηματίστηκαν το 1970, όταν ο ντράμερ Fernando Arbex (1941-2003), και ο τραγουδιστής, μπασίστας Iñaki Egaña μετά τη διάλυση των Alacran αποφάσισαν να φτιάξουν ένα καινούριο σχήμα. (Ο Iñaki είχε περάσει από τους Tañidores και τους Buenos, ενώ ο Arbex από τους Estudiantes και τους Brincos). Γρήγορα συγκεντρώθηκαν άλλοι τέσσερις δίπλα τους, ο Πορτογάλος Juan Vidal όργανο, πιάνο, οι Φιλιππινέζοι Miguel Morales ακουστική, κιθάρα, μπάσο φωνητικά, Ricky Morales lead κιθάρα, φωνητικά και ο Κουβανός Ernesto “Tito” Duarte σαξόφωνα, κρουστά, φλάουτο, ντραμς. Με το πρώτο demo τους κερδίζουν αμέσως την εμπιστοσύνη του διευθυντή της RCA στην Ισπανία Gil Beltran, προχωρώντας μέσα στο 1971 σε μία κανονική παραγωγή. Έτσι κάπως το πρώτο LP τους ηχογραφείται στα στούντιο της RCA στη Μαδρίτη, με το master να γίνεται στα Trident studios του Λονδίνου, με μηχανικό τον David Jones. Η επιτυχία του άλμπουμ (και του single) σε όλη την Ευρώπη, στην Αμερική, αλλά κυρίως στις λατινικές χώρες (με πρώτη όλων το Μεξικό) υπήρξε αμεσότατη. Οι Barrabas, που ηχογράφησαν συνολικώς οκτώ LP (κάποια εκ των οποίων τυπώθηκαν και στην Ελλάδα) υπήρξαν έκτοτε το νούμερο 1 (σε αναγνωρισιμότητα) ισπανικό γκρουπ των seventies. Ακούγοντας βεβαίως τo “Woman” και το “Wild safari” ξεχνάς την αναγνωρισιμότητα, μιας και καίγεσαι από την… πγιότητα.
Έτσι λοιπόν παρότι είχα το πρώτο άλμπουμ των Ισπανών Barrabas τόσο σε ελληνικό LP στην RCA [SKLG 20068, 1973] με το πορτοκαλί εξώφυλλο, όσο και σε CD στην disconforme [DISC 1991 CD, 2000] με το μαύρο εξώφυλλο, μία εταιρία που είχε για έδρα της τον… φορολογικό παράδεισο Ανδόρα –βασικά, είχα αγοράσει το CD επειδή ήταν φθηνό κι επειδή με είχαν μπερδέψει τόσο ο τίτλος “Wild Safari”, όσο και το διαφορετικό εξώφυλλο (νόμισα δηλαδή πως επρόκειτο για συλλογή)–, σήκωσα σήμερα και το πρώτης τάξεως 45άρι με τα τραγούδια των Barrabas “Wild safari/ Woman” [RCA 46 G 154], επίσης από το 1973, που υπάρχουν φυσικά στο LP και το CD.
Για τους Barrabas μού είχε μιλήσει για πρώτη φορά ένας πολύ φίλος, μεγαλύτερός μου, που σήμερα είναι πάνω από 60. Μου είχε τονίσει πως με το “Wild safari” γινόταν πανικός στις ντισκοτέκ και τα κλαμπ της εποχής· ήταν ένα κομμάτι δηλαδή με το οποίο είχε μεγαλώσει η λεγόμενη… γενιά του Πολυτεχνείου. Όταν το άκουσα κι εγώ, συνειδητά, αρκετά χρόνια αργότερα, κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Μπήκα, όπως λέμε, στο νόημα και καθώς έτριζε στο πικάπ το “Woman” άρχισα να… ψιθυρίζω «έξω αι ΗΠΑ» και «απόψε πεθαίνει ο φασισμός».Οι Barrabas σχηματίστηκαν το 1970, όταν ο ντράμερ Fernando Arbex (1941-2003), και ο τραγουδιστής, μπασίστας Iñaki Egaña μετά τη διάλυση των Alacran αποφάσισαν να φτιάξουν ένα καινούριο σχήμα. (Ο Iñaki είχε περάσει από τους Tañidores και τους Buenos, ενώ ο Arbex από τους Estudiantes και τους Brincos). Γρήγορα συγκεντρώθηκαν άλλοι τέσσερις δίπλα τους, ο Πορτογάλος Juan Vidal όργανο, πιάνο, οι Φιλιππινέζοι Miguel Morales ακουστική, κιθάρα, μπάσο φωνητικά, Ricky Morales lead κιθάρα, φωνητικά και ο Κουβανός Ernesto “Tito” Duarte σαξόφωνα, κρουστά, φλάουτο, ντραμς. Με το πρώτο demo τους κερδίζουν αμέσως την εμπιστοσύνη του διευθυντή της RCA στην Ισπανία Gil Beltran, προχωρώντας μέσα στο 1971 σε μία κανονική παραγωγή. Έτσι κάπως το πρώτο LP τους ηχογραφείται στα στούντιο της RCA στη Μαδρίτη, με το master να γίνεται στα Trident studios του Λονδίνου, με μηχανικό τον David Jones. Η επιτυχία του άλμπουμ (και του single) σε όλη την Ευρώπη, στην Αμερική, αλλά κυρίως στις λατινικές χώρες (με πρώτη όλων το Μεξικό) υπήρξε αμεσότατη. Οι Barrabas, που ηχογράφησαν συνολικώς οκτώ LP (κάποια εκ των οποίων τυπώθηκαν και στην Ελλάδα) υπήρξαν έκτοτε το νούμερο 1 (σε αναγνωρισιμότητα) ισπανικό γκρουπ των seventies. Ακούγοντας βεβαίως τo “Woman” και το “Wild safari” ξεχνάς την αναγνωρισιμότητα, μιας και καίγεσαι από την… πγιότητα.
Υ.Γ. Ψάχνοντας λίγο τα των μουσικών των Barrabas στο δίκτυο, διάβασα πως ο Iñaki Egaña κάποια στιγμή αποχώρησε από το γκρουπ, σχηματίζοντας, μαζί με άλλους, τούς Iman, Califato Independiente. Θυμάμαι τους Iman από την εποχή (late 90s) που αντάλλασσα δίσκους μ’ ένα φίλο από τη Zaragoza – κι επειδή έχω από τότε ν’ ακούσω τα δύο LP τους δύσκολα θα θυμόμουν, σε κάθε περίπτωση, την παρουσία του Egaña στο συγκρότημα. Κοίταξα λοιπόν στα εξώφυλλα και είδα το όνομα του Ισπανού στο “Iman, Califato Independiente” [CBS S 82843] του 1978, αλλά όχι και στο “Camino del Aguila” [CBS S 84277] του 1980. Οι Iman, Califato Independiente υπήρξαν ένα από τα καλύτερα σχήματα του ιβηρικού progressive/fusion circuit και θα ήταν άδικο αν τους ξεπέταγα, τώρα, σ’ ένα υστερόγραφο. Να επανέλθω λοιπόν…
Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012
JAZZ & TZAZ 226
Στο Jazz & Τζαζ που κυκλοφορεί στα περίπτερα μπορείτε να διαβάσετε… με σειρά εμφανίσεως. Μία συνέντευξη του Γιώργου Κουμεντάκη στην Κάκια Γεωργάκη εν σχέσει με τα πιο πρόσφατα έργα του γνωστού συνθέτη, ένα δικό μου κείμενο για τον περουβιανό master της jazz, τον σαξοφωνίστα Nilo Espinoza (μέλος των Hilton’s, El Combo de Pepe, Los 007, Bossa 70, Nil’s Jazz Ensemble…), μία αναλυτική παρουσίαση της δισκογραφικής πορείας της σημαντικότατης γαλλο-πορτογαλίδας τραγουδοποιού Catherine Ribeiro από τον Γιάννη Μουγγολιά, μία αναφορά στον Claude Nougaro, τον συνθέτη του περίφημου “Paris Mai”, σχετική με τα πρώτα χρόνια της καριέρας του (γράφει ο γράφων), μία συζήτηση του Δημήτρη Κατσουρίνη με τον Chris Pedley, μπασίστα των Baker Brothers (ένα από τα top british soul-funk σχήματα του καιρού μας), επίσης μία συζήτηση του Βαγγέλη Αραγιάννη με τον ξεχωριστό γάλλο πιανίστα της jazz Jean-Michel Pilc, ένα λίαν κατατοπιστικό άρθρο του Θανάση Μήνα αναφορικώς με την jazz στο film-noir (“Private Hell 36”, “The Man with the Golden Arm”, “Sweet Smell of Success”, “Touch of Evil” κλπ.), μία παρουσίαση της ιδιόμορφης περίπτωσης του βρετανού ηθοποιού, μουσικού και τραγουδιστή Hugh Laurie, που τον βλέπετε και στο εξώφυλλο (γνωστός από την τηλεοπτική σειρά “House M.D.”) από τον Γιώργο Χαρωνίτη. Ακόμη Jazz Eye (Jan Johansson, Viktoria Tolstoy, Diminuita, Blues Trackers, Xan Campos Trio…), live, δισκοκριτικές, blues boom!, ένα κείμενο για την B-Otherside Records (Γκρόβερ, The Moot Point, Θανάσης Ξανθάκος, Planet of Zeus, Free Yourself), δισκορυχείον, επανεκδόσεις, πράξεις λόγιας μουσικής, τζαζ & λογοτεχνία, all that art…
Στο CD ιστορικά και γιατί όχι θρυλικά κομμάτια του Art Blakey και των Jazz Messengers από τα χρόνια 1958 και 1961.
Στο CD ιστορικά και γιατί όχι θρυλικά κομμάτια του Art Blakey και των Jazz Messengers από τα χρόνια 1958 και 1961.
Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012
NALYSSA GREEN, KID FLICKS, KING ELEPHANT, EVRIPIDIS AND HIS TRAGEDIES
Nalyssa Green “Barock” [Inner Ear, 2011]. Παράξενο όνομα, παράξενος, θέσει… ανορθόγραφος, τίτλος. Το παράξενο προέρχεται μάλλον –για να επιχειρήσω να το προσδιορίσω λιγάκι–, από το γεγονός πως όλα (όνομα, τίτλος, ήχος) δεν παραπέμπουν σε κάτι εκ των προτέρων ελληνικό, ενώ επί της ουσίας άπαντα είναι ελληνικά από την αρχή έως το τέλος. Εννοώ πως η Nalyssa Green είναι Ελληνίδα (το ονοματεπώνυμό της είναι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο), οι συντελεστές του δίσκου είναι όλοι Έλληνες, η παραγωγή είναι φυσικά ελληνική. Ηχογραφημένο από τον Σπύρο Λιβάνη και την Nalyssa Green στην Πάτρα και το Βραχάτι (οι ίδιοι επιμελήθηκαν τις ενοργανώσεις, παίζοντας όλα τα όργανα), το “Barock”, που ως λέξη μοιάζει με τη… μιξαρισμένη εκδοχή των λέξεων baroque και rock, είναι ένα ιδιόμορφο 39λεπτο άλμπουμ, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί folk – folk, προς αυτή τη νέα κατεύθυνση, την κάπως αυτοσχέδια, lo-fi, ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε την, που προβάλλει η φινλανδική Fonal π.χ., ή η σκωτσέζικη Autumn Ferment – με κάποιες minimal, electro επεκτάσεις και όλα τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα. Αν και ούτε το baroque κυρίως (τη εξαιρέσει, ίσως, του “Let them eat cake”), ούτε το rock είναι η βάση των τραγουδιών της Nalyssa Green (παρότι υπάρχουν το εισαγωγικό “Your eyes” και το έσχατο “Joker”, που θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσω ως rock κομμάτια) το αποτέλεσμα, σε τούτο το ντεμπούτο LP/CD, είναι άξιο προσοχής· πράγμα που οφείλεται πρωτίστως στις μπαλάντες. Η τραγουδοποιητική δύναμη κομματιών τύπου “Indagattah”, “Hey Mr Jung” και “Thick air” που είναι προφανής, οι ενίοτε στοιχειωτικές ερμηνείες και ακόμη οι ωραία τοποθετημένες «ακρότητες» (με τη συμβολή της θερεμίνης) σε tracks όπως το “Fear” συντελούν στο τελικό θετικό ισοζύγιο.
Weird… κι η επόμενη κυκλοφορία, το πρώτο LP/CD του Kid Flicks υπό τον τίτλο “Hearts of Gold” [Inner Ear, 2011]. Επτά κομμάτια, 37 λεπτά η διάρκεια, κι ένα εντελώς… αλλ’ αντ’ άλλων ανακάτεμα, μία πληθώρα μνημών (από την ηλιόλουστη sxities pop, την electro-psych και την πάλαι ποτέ muzak ελαφρότητα, έως τις επτανησιακές καντάδες, τις concrete παρηχήσεις και την ηχητική παιδικότητα – έχω λησμονήσει άλλα τόσα κι ακόμη περισσότερα), που τακτοποιούνται μ’ έναν τρόπο οπωσδήποτε συγκροτημένο, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα διαφορετικής αντίληψης ηχητικό patchwork. Που έγκειται η διαφορετικότητα; Μα στο γεγονός ότι ο Kid Flicks αποπειράται να δώσει στην κατασκευή του μιαν αίσθηση λαϊκότητας (και ουχί πρωτοπορίας), παίζοντας μεν με τις «σαμπλαρισμένες» αναμνήσεις, αλλά και προτείνοντας, ταυτοχρόνως, έναν τρόπο διαχείρισής των, που να μην αντιβαίνει στη νεωτερικότητα. Κι επειδή ο καθείς έχει τις αναφορές του, προσωπικώς, ακούγοντας το “Mount destro” ανακάλεσα στη μνήμη μου ίχνη από Musica Elettronica Viva και Joe Byrd and The Field Hippies· έτσι, για να ξέρουμε και προς τα που οδεύουμε…
Ο King Elephant είναι το ένα τρίτο των Baby Guru, κι έτσι ως… ένα τρίτο (με τη μικρή βοήθεια του δευτέρου τρίτου Obi Serotone στα φωνητικά) συνέδεσε ένα άλμπουμ, το “King Elephnat” [Inner Ear, 2011], που ναι μεν θυμίζει το πρόσφατο “Baby Guru”, έχει όμως και κάποιες διαφορές. Δηλαδή, για να είμαι ακριβής, οι διαφορές είναι μεγάλες, καθότι στην περίπτωση του γκρουπ υπήρχε κάτι με αρχή, μέση και τέλος (κάτι ολοκληρωμένο ούτως ειπείν), ενώ, εδώ, στην περίπτωση του “King Elephant”, έχουμε κάτι χωρίς αρχή και τέλος, αλλά μόνο με τη μέση. Και, ως γνωστόν, άνευ άκρων η οποιαδήποτε κατασκευή είναι ελαττωματική. Δεν στέκεται. Δέκα οκτώ κομμάτια, συνολικής διάρκειας 39 λεπτών, που ναι μεν δείχνουν πως ο King Elephant δεν αστειεύεται, πως έχει ωραίες funky, afro και kraut ιδέες, αλλά πως πρέπει, με κάποιον τρόπο, τούτες οι ιδέες (εκεί προς τη μέση, με τα “Appreciation” και “Acid water”, υπάρχει ψωμί) ν’ αποκτήσουν μια πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση και μορφή, πριν οδεύσουν προς τη δισκογραφία. Εδώ, μας κοινοποιείται απλώς το δειγματολόγιο.
Οκταμελές συγκρότημα οι Evripidis and His Tragedies αποτελούνται από πιανίστα-τραγουδιστή (τον Έλληνα Ευριπίδη), καθώς και από σαξοφωνίστες, κρουστούς, βιολιστές και μπασίστες (οι περισσότεροι εκ των οποίων, αν όχι όλοι, είναι Ισπανοί και Ισπανίδες). Το “A Healthy Doze of Pain” [Inner Ear, 2011] είναι ένα ευχάριστο pop άλμπουμ, στο οποίο στριμώχνονται μεσογειακές, όσο και αγγλοσαξωνικές αναφορές (παραθαλάσσιοι ελαφρο-τζαζ υπαινιγμοί, ανακατεμένοι με ψηφίδες της sunshine pop των sixties). Η ενσωμάτωση είναι γενικώς επιτυχής, όσο και αν ένα τέτοιο τύπου τραγούδι οφείλει να στηρίζεται, πρωτίστως, στον μελωδικό διάκοσμο· ώστε και η ενσωμάτωση να… εξαργυρώνεται 100%. Δύσκολο; Χωρίς αμφιβολία. Παρά ταύτα, ορισμένες φορές, ο Ευριπίδης βρίσκει τον τρόπο να περάσει από την τρύπα της βελόνας βγαίνοντας στο ξέφωτο (“I always cry at weddings”, “Just a Kleenex”).
Weird… κι η επόμενη κυκλοφορία, το πρώτο LP/CD του Kid Flicks υπό τον τίτλο “Hearts of Gold” [Inner Ear, 2011]. Επτά κομμάτια, 37 λεπτά η διάρκεια, κι ένα εντελώς… αλλ’ αντ’ άλλων ανακάτεμα, μία πληθώρα μνημών (από την ηλιόλουστη sxities pop, την electro-psych και την πάλαι ποτέ muzak ελαφρότητα, έως τις επτανησιακές καντάδες, τις concrete παρηχήσεις και την ηχητική παιδικότητα – έχω λησμονήσει άλλα τόσα κι ακόμη περισσότερα), που τακτοποιούνται μ’ έναν τρόπο οπωσδήποτε συγκροτημένο, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα διαφορετικής αντίληψης ηχητικό patchwork. Που έγκειται η διαφορετικότητα; Μα στο γεγονός ότι ο Kid Flicks αποπειράται να δώσει στην κατασκευή του μιαν αίσθηση λαϊκότητας (και ουχί πρωτοπορίας), παίζοντας μεν με τις «σαμπλαρισμένες» αναμνήσεις, αλλά και προτείνοντας, ταυτοχρόνως, έναν τρόπο διαχείρισής των, που να μην αντιβαίνει στη νεωτερικότητα. Κι επειδή ο καθείς έχει τις αναφορές του, προσωπικώς, ακούγοντας το “Mount destro” ανακάλεσα στη μνήμη μου ίχνη από Musica Elettronica Viva και Joe Byrd and The Field Hippies· έτσι, για να ξέρουμε και προς τα που οδεύουμε…
Ο King Elephant είναι το ένα τρίτο των Baby Guru, κι έτσι ως… ένα τρίτο (με τη μικρή βοήθεια του δευτέρου τρίτου Obi Serotone στα φωνητικά) συνέδεσε ένα άλμπουμ, το “King Elephnat” [Inner Ear, 2011], που ναι μεν θυμίζει το πρόσφατο “Baby Guru”, έχει όμως και κάποιες διαφορές. Δηλαδή, για να είμαι ακριβής, οι διαφορές είναι μεγάλες, καθότι στην περίπτωση του γκρουπ υπήρχε κάτι με αρχή, μέση και τέλος (κάτι ολοκληρωμένο ούτως ειπείν), ενώ, εδώ, στην περίπτωση του “King Elephant”, έχουμε κάτι χωρίς αρχή και τέλος, αλλά μόνο με τη μέση. Και, ως γνωστόν, άνευ άκρων η οποιαδήποτε κατασκευή είναι ελαττωματική. Δεν στέκεται. Δέκα οκτώ κομμάτια, συνολικής διάρκειας 39 λεπτών, που ναι μεν δείχνουν πως ο King Elephant δεν αστειεύεται, πως έχει ωραίες funky, afro και kraut ιδέες, αλλά πως πρέπει, με κάποιον τρόπο, τούτες οι ιδέες (εκεί προς τη μέση, με τα “Appreciation” και “Acid water”, υπάρχει ψωμί) ν’ αποκτήσουν μια πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση και μορφή, πριν οδεύσουν προς τη δισκογραφία. Εδώ, μας κοινοποιείται απλώς το δειγματολόγιο.
Οκταμελές συγκρότημα οι Evripidis and His Tragedies αποτελούνται από πιανίστα-τραγουδιστή (τον Έλληνα Ευριπίδη), καθώς και από σαξοφωνίστες, κρουστούς, βιολιστές και μπασίστες (οι περισσότεροι εκ των οποίων, αν όχι όλοι, είναι Ισπανοί και Ισπανίδες). Το “A Healthy Doze of Pain” [Inner Ear, 2011] είναι ένα ευχάριστο pop άλμπουμ, στο οποίο στριμώχνονται μεσογειακές, όσο και αγγλοσαξωνικές αναφορές (παραθαλάσσιοι ελαφρο-τζαζ υπαινιγμοί, ανακατεμένοι με ψηφίδες της sunshine pop των sixties). Η ενσωμάτωση είναι γενικώς επιτυχής, όσο και αν ένα τέτοιο τύπου τραγούδι οφείλει να στηρίζεται, πρωτίστως, στον μελωδικό διάκοσμο· ώστε και η ενσωμάτωση να… εξαργυρώνεται 100%. Δύσκολο; Χωρίς αμφιβολία. Παρά ταύτα, ορισμένες φορές, ο Ευριπίδης βρίσκει τον τρόπο να περάσει από την τρύπα της βελόνας βγαίνοντας στο ξέφωτο (“I always cry at weddings”, “Just a Kleenex”).