Το “Live Adventures” [MoonJune, 2010] είναι ό,τι πιο καινούριο (αν και προπέρσινο) που κυκλοφορεί κάτω από το ιστορικό όνομα Soft Machine ή έστω το… λιγότερο ιστορικό Soft Machine Legacy. Ένα 58λεπτο άλμπουμ, ζωντανά ηχογραφημένο στο Linz της Αυστρίας (22/10/2009) και στο Habach της Γερμανίας (23/10/2009), πολύ κοντά στα σύνορα με την Αυστρία, και το οποίο βρίσκει το γκρουπ με νέα σύνθεση, καθότι οι θάνατοι των Elton Dean (2/2006) και Hugh Hopper (6/2009) ανέτρεψαν το πιο πρόσφατο σοφτ-μασινικό σκηνικό. Έτσι, σήμερα, ή μάλλον τότε, προς τα τέλη του ’09 δηλαδή, στην μπάντα συμμετείχαν τρεις καραβάνες, ο κιθαρίστας John Etheridge, ο μπασίστας Roy Babbington και ο ντράμερ John Marshall, ενώ τη θέση του Elton Dean είχε καταλάβει – όπως έχω ξαναγράψει – ο τενορίστας (και φλαουτίστας) Theo Travis.
Αυτό που ακούμε στο “Live Adventures” είναι ένα πλέγμα συγχρόνων και παλαιών συνθέσεων (“The nodder” από το Alive & Well: Recorded in Paris, “Song of Aeolus” από το Softs, “Gesolreut” από το Six, “Facelift” από το Third), οι οποίες κινούνται σε fusion οπωσδήποτε δρόμους, με έντονα κάποιες φορές εντός τους τα improv, funk, ακόμη και τα μεταλλικά στοιχεία, δίνοντας ξεχωριστό τόπο δράσης τόσο στην κιθάρα του Etheridge, όσο και στο τενόρο του Travis (ένας… τυπικός σοφτ-μασινικός, που δεν μπαλώνει μόνον τρύπες).
Ξεκινώντας από τις παλαιές συνθέσεις, θα έλεγα πως ιδίως στην περίπτωση του συντομευμένου “Facelift” έχει γίνει δημιουργική δουλειά, υπό την έννοια ότι ο Travis (βασικά) τραβάει όλο το κουπί, επιφορτισμένος από την απουσία των πλήκτρων, την ώρα κατά την οποίαν στο “Gesolreut” (το original αποτελεί προσωπικό, διαχρονικό αγαπημένο) οι Babbington και Marshall είναι εκείνοι που κρατούν ψηλά τη σημαία. Όσον αφορά στα “Song of Aeolus” και “The nodder”, τούτα από τη φύση τους βρίσκονται πιο κοντά στη σημερινή… ψυχολογία του γκρουπ και συνεπώς δεν υπάρχει κανένα μικρό ή μεγάλο πρόβλημα στο ξανάνιωμά τους.
Σχετικώς, τώρα, με τα πιο καινούρια κομμάτια, θα έλεγα πως όλα κινούνται σε ικανοποιητικό συνθετικό επίπεδο, αναλογιζόμενος την ιστορική προσφορά και τη συνέχεια του συγκροτήματος. Από το εισαγωγικό, κάπως abstract, “Has riff II” και τα jazz-funk “Grapehound” και “In the back room” (αμφότερα του Etheridge), μέχρι τα εξαιρετικά και περισσότερο κοντά στο κλασικό ύφος των Softs (εκεί στα early 70s) “The relegation of Pluto” και “The last day” (αμφότερα του Travis) ένα είναι φανερό. Πως οι Soft Machine (Legacy), ελέω Travis βασικά, έχουν κάθε λόγο όχι απλώς να υπάρχουν, αλλά και ν’ απασχολούν.
Επαφή: www.moonjune.com
Μια χαρα δισκάκι μου φαίνεται απο τα samples.Εννοείται οτι αγοράζεται απο μένα και μόνο για το εξώφυλλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦ.Ν. είναι όντως καλό το CD. Δεν συμμερίζομαι εκείνους που λένε ότι οι Soft Machine «έσβησαν», κάποια στιγμή, κάποτε στα seventies.
ΑπάντησηΔιαγραφή