Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

κάτι από το rock… στην Πάτρα του ’80

Συμβαίνει συχνά. Ψάχνεις κάτι να βρεις και, ανεξαρτήτως αν το βρίσκεις ή όχι, πέφτεις πάνω σε κάτι άλλο, που δεν το έψαχνες, αλλά που, εν πάση περιπτώσει, σου λέει κάτι. Εκεί λοιπόν, σε μια σακούλα φισκαρισμένη στα παλαιά προγράμματα (μουσικά, κινηματογραφικά, θεατρικά, οτιδήποτε…) πρόσεξα ένα χαρτάκι (μισό A4), που με πήγε πολύ πίσω στο χρόνο.
Ήταν Μάιος του 1982, όταν μαθητής στο Λύκειο ακόμη, και μέσα στο πολιτικό κλίμα της εποχής, είχα παρευρεθεί σε μια συναυλία που διοργάνωνε η Αγωνιστική-Ανανεωτική Μαθητική Συσπείρωση Πάτρας (δεν είμαι σίγουρος περί τίνος επρόκειτο – μάλλον κάποια μαθητική οργάνωση τού τότε ΚΚΕ Εσωτερικού πρέπει να ήταν) στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων· το υπέροχο κτήριο τού Ziller, στην κεντρική πλατεία Γεωργίου (τα γράφω, για όσους δεν γνωρίζουν τα της Πάτρας). Παρένθεση. Στη δεκαετία του ’80 είχα δει, εκεί, ελάχιστες συναυλίες και κυρίως τις βαρβάτες ορχήστρες που έπαιζαν στα Μπουρμπούλια (τους αποκριάτικους χορούς, που διοργάνωνε ο Δήμος). Αργότερα βεβαίως, στα 90s, είχα παρακολουθήσει στον ίδιο χώρο τον Ran Blake, την Λένα Πλάτωνος κ.ά. Κλείνει η παρένθεση.
Όπως βλέπουμε λοιπόν και στο πρόγραμμα, σ’ εκείνη τη συναυλία (9/5/1982) συμμετείχαν τα πατρινά συγκροτήματα Flash, 80’s Ways, Εχαλιναγώγησαν Ασκαρδαμικτί Οσονούπω, αλλά και κάποια ακόμη. Γενικώς, εκείνο που θυμάμαι, μετά από 30 χρόνια, είναι… μπάντες· διάφορες μπάντες, να παίζουν, να έρχονται και να φεύγουν…
Οι Flash ήταν το καλύτερο rock συγκρότημα της Πάτρας εκείνη την περίοδο. Ένα σχήμα, το οποίο αποτελούσαν ο Στάθης (Μαυρωτάς;) κιθάρα, ο «Γάτος» (Νίκος Παπαδημητρόπουλος;) ντραμς, κι ένας μπασίστας, για τον οποίον δεν θυμάμαι ούτε όνομα πια, ούτε παρατσούκλι (o φίλος μου ο Μιχάλης μού μίλησε για κάποιον Βίκτωρα…). Δεμένοι (κάτι σαν τους Πατρινούς… Socrates), με ρεπερτόριο κλασικό, αλλά και με δικές τους συνθέσεις, βασικά οργανικές, οι Flash πήγαιναν και προς fusion μονοπάτια – Jeff Beck και τέτοια.
Τους είχα δει κι άλλες φορές. Μία ήταν στο ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ του Απόλλωνα, στην οδό Ναυαρίνου, την 20/6/1987 όπως γράφει και το εισιτήριο (τώρα, εκεί, δεν υπάρχει γήπεδο, παρά μόνο δρόμος και πολυκατοικία), σ’ ένα live μαζί με τους χαρντροκάδες Firewind (καμμία σχέση με τους πασίγνωστους μεταλλάδες, που φτιάχτηκαν μια δεκαετία αργότερα). Θυμάμαι ακόμη πως κατά τη διάρκεια του live ψιχάλιζε, έβρεχε, σταμάταγε και πάλι από την αρχή, και πως η μισή συναυλία πέρασε με τα συγκροτήματα να απλώνουν και να μαζεύουν μουσαμάδες...
Ο Στάθης και ο «Γάτος» ήταν επαγγελματίες μουσικοί της νύχτας, αλλά το συγκρότημα απ’ ό,τι φαίνεται ήταν η ισορροπία τους. Έπαιζαν και οι δύο σ’ ένα γνωστό ξενυχτάδικο της Πάτρας, το La Notte (υπάρχει ακόμη), ως μέλη της ορχήστρας του Νίκου Κούφη(;), αποδίδοντας με ροκ έπαρση ποικίλα λαϊκά. Στο «Θα εκραγώ» π.χ. του Αντώνη Βαρδή (το ελληνικό “The final countdown”) –ήταν 1988– γινόταν πανικός… Δεν έμενε λίθος επί λίθου…
Οι 80’s Ways ήταν το συγκρότημα του Αλέξανδρου Σκρεμύδα (το οποίο λίγο αργότερα μετατράπηκε σε... εταιρεία). Το 1983, ο Σκρεμύδας, ως σκέτο… Alexandros, έβγαλε το φοβερό (εγώ έτσι νομίζω) electro/wave 45άρι “No place to run/ Tired” [80’s Ways Records No 1, 1983] και λίγο αργότερα το LPData” [80’s Ways Records WR No 4, 1985], που επανεξέδωσε πριν τρία χρόνια και η Ειρκτή. Απ’ όσο θυμάμαι εκείνη την εποχή είχε πιο πανκροκάδικο ήχο (και καθόλου electro).
Για τους Εχαλιναγώγησαν Ασκαρδαμικτί Οσονούπω (η ορθογραφημένη λέξη είναι «ασκαρδαμυκτί», με ύψιλον) δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα. Πρέπει να ήταν κάποιο μαθητικό σχήμα, που είχε δανειστεί τ’ όνομά του από μια φράση σχολικού βιβλίου Αρχαίων Ελληνικών. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό, παρότι δεν υπάρχει περίπτωση να ανακαλέσω το συγκεκριμένο κείμενο. Λυσίας ήταν, Πρωταγόρας ήταν, θα σας γελάσω…

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

για την Esma

Ένας αναγνώστης, ο stagon, μάς πρότεινε δίπλα στο cbox ένα βίντεο από την παρουσία της σκοπιανής τραγουδίστριας Esma Redžepova στο φεστιβάλ Μουσικές του Κόσμου, την 13/6, που διοργάνωσε ο Δήμος Θεσσαλονίκης στο λιμάνι της πόλης. Είχα δει την Esma πριν μερικά χρόνια, όταν είχε εμφανισθεί στο Half Note Jazz Club, κι είχα αντιληφθεί από την αρχή (δεν χρειαζόταν και κάτι παραπάνω) την ικανότητά της να στήνει αυτοστιγμεί ένα ξέφρενο γλέντι ξεκινώντας από το “Dzelem dzelem” και το “Čaje Šukarije” και καταλήγοντας στο… «σε πόνεσε η καρδιά μου και σε γουστάρει» (το αθάνατο τσιφτετέλι των Γεράσιμου Κλουβάτου, Χαράλαμπου Βασιλειάδη).
Επειδή η Esma έγινε γνωστή στην Ελλάδα μετά το ’90, συμπίπτοντας με την εποχή του CD, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της γενικότερης τσιγγάνικης έκρηξης, ό,τι μπορούσε να βρεθεί από ηχογραφήσεις σχετιζόταν με τις διεθνείς κυκλοφορίες της στην Network, την Times Square, την ARC Music και αλλού. Όμως η Esma βρισκόταν στο προσκήνιο από το 1956, έχοντας κυκλοφορήσει δεκάδες LP και 7ιντσα στην Jugoton και την RTB (τις κρατικές δισκογραφικές εταιρείες της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας), για τα οποία έχω την εντύπωση πως με δυσκολία ξεπερνούσαν τα σύνορα· δεν θυμάμαι να έχω βρει ποτέ κάποιον δίσκο τής Esma στην Αθήνα ή αλλού, όλα αυτά τα χρόνια που ψάχνω στα παζάρια. Βρήκα όμως, κάποτε, κάτι άλλο…
Ένα ελληνικής κοπής 45άρι της, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, που μου προξένησε μια κάποια εντύπωση. Αναφέρομαι στο “Tsaje Sukarije/ Tsigam Cocek” στη μικρή εταιρεία Recor [R33]. Φυσικά το “Tsaje Sukarije” είναι το “Čaje Šukarije”, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Esma Redžepova και του Ansambl Stevo Teodosievski που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στην Γιουγκοσλαβία στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (πιθανώς το 1961), σ’ ένα EP της Jugoton [EPY-3112]…

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

KARANTAMBA ο τρίτος δρόμος

Το τρίτο 2LP της Ternaga Beat είναι γεγονός. Μετά το “Diamonoye Tiopite/ L’ Epoque de l’ Evolution” [TBLP 013, 2010] των Idrissa Diop & Cheikh Tidiane Tall και το “Halleli N’Dakarou” [TBLP 014, 2011] των Guelewar, το ελληνο-σενεγαλέζικο label που τρέχει ο Αδαμάντιος Καφετζής έχει εδώ και λίγους μήνες σε κυκλοφορία το “Ndigal” [TBLP 015, 2012] των Karantamba, του τελευταίου συγκροτήματος που οδήγησε ο Bai Janha (από τους Guelewar και τους Ifang Bondi) και που έως ώρας παρέμενε… άνευ βινυλίου.
O γκαμπιανός μουσικός –βάσει όσων αναφέρει ο ίδιος σε μιαν αφήγησή του στα innersleeves της έκδοσης– υπήρξε στέλεχος στα sixties και τα seventies των συγκροτημάτων The Black Star, The Whales Band, The Fabulous Eagles (χωρίστηκαν στους Super Eagles, που έκαναν το θρυλικό για τα δεδομένα της χώρας LPViva Super Eagles” στην Decca το 1969 και τους Supreme Eagles), Gambia Police, The Lords, The Alligators και The Super Alligators, οι οποίοι το 1972 μετονομάστηκαν σε Guelewar. Στους Guelewar ο Janha θα μείνει μέχρι το 1975, οπότε και μεταπηδά στους Ifang Bondi, οι οποίοι δίνουν το δεύτερο ιστορικό LP τής χώρας, το ανεπανάληπτο “Saraba” [Disques Griot, 1977]. Οι Guelewar στα χρόνια 1972-75 δεν ηχογράφησαν κάτι, όμως εκείνη την εποχή ετοιμάζουν το υλικό τους έχοντας στη line-up τον σενεγαλέζο κιθαρίστα Pape Seck και ως βασικό τραγουδιστή τον Moussa N’gom. Κάποια στιγμή το συγκρότημα διαλύεται, όταν ο Bai Janha την κάνει για Λονδίνο. Με την επιστροφή του προσχωρεί στους Ifang Bondi, με τον κιμπορντίστα Laye N’gom να βάζει μπροστά μία νέα μορφή των Guelewar που δεν είχε μεγάλη διάρκεια, παίζοντας και ηχογραφώντας τα κομμάτια που είχαν φτιάξει (ο Laye Ngom με τον Janha) στο διάστημα 1972-75. Μετά τη διάλυση των Ifang Bondi o Janha σχηματίζει ένα καινούριο συγκρότημα, τους Tambato, με τον Adama Faye πλήκτρα, δεύτερη κιθάρα, αλλά κι αυτό το σχήμα δεν θα μακροημερεύσει. Τότε όμως (τέλη του ’79) ξανασχηματίζονται οι Guelewar (χωρίς τον Moussa Ngom) επειδή είχε βρεθεί δουλειά γι’ αυτούς σ’ ένα κλαμπ του Abidjan, με το συγκρότημα να παραμένει στην πρωτεύουσα της Ακτής Ελεφαντόδοντος έως το 1981. (Ελπίζω να μην σας μπέρδεψα με τα πέρα-δώθε των Αφρικανών).
Εν τω μεταξύ στην Γκάμπια γίνεται (αριστερόστροφο) πραξικόπημα την 31/7/1981 και η πολιτική κατάσταση αλλάζει. Ο Janha, που έχει επιστρέψει όμως εξ αιτίας του θανάτου του πατέρα του, βρίσκει, όπως λέει ο ίδιος στο innersleeve, μία χώρα διαλυμένη. Παρά ταύτα, το 1982, θα βάλει μπροστά ένα ακόμη γκρουπ, τους Karantamba, με νέους κατά βάση μουσικούς. Μαζί ηχογραφούν τρεις κασέτες, την “Sira Nahal Saraba”, την “Lady Chilail Diawara” (αφιερωμένη στη σύζυγο του γκαμπιανού προέδρου Dawda Diawara) και την “Gambia Mansakunda” (Γκαμπιανή Κυβέρνηση), ενώ τον Αύγουστο του 1984 θα δώσουν την τελευταία εγγραφή τους, στην πόλη Thies της Σενεγάλης, στο κλαμπ Sangomar, με ηχολήπτη τον Moussa Diallo (τον θεματοφύλακα του senegambian ήχου της εποχής). O Diallo, παρά τον πενιχρό στουντιακό εξοπλισμό, κατόρθωνε να παράγει «θαύματα» (ιστορικές, πλέον, εγγραφές των Etoile de Dakar, Number One de Dakar, Orchestra Baobab, Xalam…)· κι ένα τέτοιο ηχογραφικό «θαύμα» είναι το 2LP/CD Ndigal”, που ντοκουμεντάρει αυτήν ακριβώς την τελευταία session των Karantamba.
Το συγκρότημα που βαδίζει πάνω στα χνάρια των Ifang Bondi και των Guelewar είναι μία πολυμελής ομάδα, αποτελούμενη από 11 μουσικούς. Ο Bai Janha παίζει κιθάρες, όργανο και τραγουδά, ενώ υπάρχουν ακόμη δύο τρομπετίστες, τρεις τραγουδιστές, τρεις περκασιονίστες, συν μπασίστας και δεύτερος κιθαρίστας. Οι συνθέσεις, εννέα στον αριθμό έχουν άπασες μεγάλες διάρκειες (από 6:09 η συντομότερη έως 12:04 η μακρύτερη στο χρόνο), ενώ διακρίνονται για τη ρυθμική τους ποικιλία, τις άψογες μελωδικές γραμμές, τα κλασικά δυτικο-αφρικανικά φωνητικά και τις ηλεκτρικές ενορχηστρώσεις. Συχνά, δε, η μεγάλη διάρκεια των κομματιών σε συνδυασμό με την εξοντωτική ρυθμική ακολουθία οδηγούν το άκουσμα προς ψυχεδελικές κατευθύνσεις, με συνθέσεις όπως η πρώτη “Sama yai” και η έσχατη μεζμερική “Kuru wo kuru” να καθορίζουν το αισθητικό κάδρο. Θα πρέπει, ίσως, να σημειώσω πως ο ήχος των Karantamba (όπως κι εκείνος των Guelewar, του “Halleli N’Dakarou”) δεν έχει καμμία σχέση με το mbalax, που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στη Δυτική Αφρική και πως η άκρη του (τού ήχου) βρίσκεται στα παλαιότερα ηλεκτρικά σχήματα των 70s, με τα φανταχτερά παιξίματα στο όργανο και την κιθάρα (εδώ από τον Bai Janha) και τα ανυπέρβλητα percussion sections (πράγματι, οι καταιγιστικοί ρυθμοί είναι η βάση πάνω στην οποίαν στηρίζονται οι συνθέσεις των Karantamba, είτε ως παιξίματα είτε ως ατμόσφαιρες). Σε όλα τα κομμάτια υπάρχουν μαγικές στιγμές –φερ’ ειπείν η τρομπέτα του Abdou Mbye στο “Satay muso”, το σόλο κιθάρας στο “Dimba nyima” που θυμίζει… Robert Fripp, η μελωδική γραμμή στο “Titi”…–, με άπαντες τους μουσικούς/τραγουδιστές να συμβάλλουν στο τελικό αποτέλεσμα, αν και νεαροί, με τη στόφα του μεγάλου παίκτη. Εν ολίγοις; Ακόμη ένα εξώκοσμο 2LP από την ελληνο-σενεγαλέζικη Teranga Beat. 
Επαφή: www.terangabeat.com
Ξαναβλέπουμε/ακούμε το βίντεο τού nickivour

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

έλληνες μπροστά στο πιάνο

Ο Διονύσης Μπουκουβάλας (γενν. το 1979) είναι ένας νέος πιανίστας. Παρά ταύτα οι σπουδές και το γενικότερο βιογραφικό του είναι ήδη πλούσια. Γνωστός, σ’ εμένα, από την καθοριστική του παρουσία στο Φεστιβάλ Τζαζ Ζακύνθου, ο Μπουκουβάλας είναι διπλωματούχος πιανίστας με «άριστα παμψηφεί και πρώτο βραβείο», έχει πτυχίο Μουσικολογίας («άριστα») από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατέχει πτυχία Αρμονίας, Αντίστιξης και Φούγκας (άπαντα με βαθμό «άριστα παμψηφεί»), έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Paris 8 του Παρισιού… To “English Gardens” [Thalia Music, 2011] είναι η πρώτη (ιδιωτική) δισκογραφική δουλειά του, ένα σόλο πιάνο άλμπουμ με ξεκάθαρα στοιχεία –όπως λέει και ο ίδιος– ελεύθερου αυτοσχεδιασμού.
Εκείνο που είναι φανερό, από την πρώτη κιόλας στιγμή, στην περίπτωση του νεαρού μουσικού είναι η κλασική παιδεία του. Μάλιστα, παρότι ο ίδιος υποστηρίζει πως «ο τίτλος αναφέρεται στον άναρχο, περιπετειώδη τύπο του αγγλικού κήπου (σε αντίθεση με τον φορμαλιστικό γαλλικό τύπο)», υπονοώντας προφανώς το αυθόρμητο και άγριο των δικών του αυτοσχεδιασμών, προσωπικώς διαπιστώνω μάλλον το αντίθετο. Πως οι αυτοσχεδιασμοί του Μπουκουβάλα είναι εν τέλει αρκετά «γαλλικοί» (καθόλου μειωτικό αυτό) και ελαχίστως «αγγλικοί», αφού διακρίνεται σ’ αυτούς ο σαφής κλασικός και μελωδικός του λόγος, που παρέχει μία στάμπα στο αποτέλεσμα. Φυσικά, τούτο δε σημαίνει –έχοντας υπ’ όψιν μου τον Keith Jarrett (δεν τον αναφέρω τυχαίως), αλλά και άλλους αυτοσχεδιαστές– πως αυθόρμητη προσέγγιση σημαίνει χάος, σπάσιμο όλων των κανόνων, κατακερματισμό έως εξαφανίσεως των μελωδιών και των μελωδικών σχημάτων και τ’ ανάλογα. Ο κάθε improv player αυτοσχεδιάζει βάσει ορισμένων κανόνων που υπάρχουν εντός του (έστω και εν υπνώσει) και οι οποίοι (κανόνες) παίρνουν γραμμή από τις σπουδές του, τ’ ακούσματά του, το συναισθηματικό του κόσμο, την ψυχική του διάθεση-κατάσταση τη στιγμή που αυτοσχεδιάζει· το αυτό συμβαίνει και με τον Μπουκουβάλα. Ένα μόνο θα πρότεινα. Την επόμενη φορά που θα θελήσει να ηχογραφήσει ο ζακυνθινός πιανίστας να μπει σε κανονικό στούντιο, καθότι οι εδώ εγγραφές, που είναι ζωντανές από διάφορες αίθουσες και ωδεία της Αθήνας (Athenaeum, Παρνασσός…), αλλά και από το Λόφο του Στράνη στη Ζάκυνθο, εμφανίζουν κάποια τεχνικο-ακουστικά προβλήματα.
Επαφή: dionbouk@gmail.com
Ένα δεύτερο σόλο πιάνο άλμπουμ είναι και το «Κάτω απ’ την επήρεια της Πανσελήνου» του Γιώργου Κεφαλά· και αυτό ιδιωτικής εκτύπωσης (ηχογραφημένο στο στούντιο Πολύτροπον, στη Θεσσαλονίκη). Αν και στην περίπτωση του παρόντος δεν μπορώ να γράψω περί ενός καθαρού jazz άλμπουμ (καθότι ο Σοπέν παντού παραμονεύει), εντούτοις δεν θα ήταν άστοχο αν μιλούσε κάποιος ξανά για τον Keith Jarrett (αλλά και για τον Μάνο Χατζιδάκι), ιδίως σε κομμάτια όπως το νοσταλγικό «Ο χρόνος» με τη cinematic κατάστρωση-αφήγηση. Ο ρομαντικός χαρακτήρας των συνθέσεων είναι παντού φανερός στο άκουσμα, με τις μελωδίες να πρωταγωνιστούν, καθορίζοντας και καθοριζόμενες από ένα πλήρως συναισθηματικό παίξιμο. Ο Γιώργος Κεφαλάς συνθέτει βλέποντας εικόνες. Και οι εικόνες αυτές είναι, οπωσδήποτε, ποιητικές.
Ολοκληρώνω μ’ ένα τρίτο στη σειρά πιανιστικό CD, το οποίον όμως δεν έχει καμμία σχέση με τα προηγούμενα δύο (αν υποτεθεί πως τα άλμπουμ των Μπουκουβάλα και Κεφαλά θα μπορούσε να εμφανίζουν μία τομή). Το υπογράφει κάποιος(;) με τα αρχικά Α.Γ. και ο τίτλος του είναι «Πολύγωνο:08» (2010). Πρόκειται για μία περιποιημένη εικαστικώς ανεξάρτητη παραγωγή, μέσω της οποίας ο Α.Γ. παρουσιάζει ένα 74λεπτο πιανιστικό ακρόαμα, πειραγμένο όμως, ή μάλλον συμπληρωμένο από εξωγενείς(;), κάπως μηχανιστικούς θορύβους. Το κλίμα είναι minimal γενικώς, και ατμοσφαιρικό με τον τρόπο ας πούμε της 4AD· μία ambient γενικώς καταγραφή, με δική της προσαρμογή στο χώρο και το χρόνο. Α propos ξανάκουσα και το “Sleeps With the Fishes” (1987) των Pieter Nooten & Michael Brook μετά από πολλά χρόνια. Δε μου έκανε κακό…

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

εξ Ανατολών

Πριν κάποιους μήνες είχε πέσει στα χέρια μου ένα άλμπουμ των Τούρκων Atmosfer, που είχε τίτλο “Ağaçların Öyküsü” [A.K. Muzik Yapιm, 2007]. Το συγκρότημα θεωρείται ως ένα από τα πιο σημαντικά στο jazz-rock/fusion circuit της γείτονος· και όντως δηλαδή, γιατί και από συνθετικής πλευράς, αλλά και από εκτελεστικής (Sertaç Tunguç μπάσο, πλήκτρα, Bilge Candan κρουστά, Mustafa nmez κιθάρες) το πράγμα δεν υπολείπεται καθόλου των υπερ-ατλαντικών και των ευρωπαϊκών προτύπων. Στο ίδιο ύφος, του fusion δηλαδή, κινείται και το προσωπικό CD του Mustafa Dönmez “Gisemli Yolculuk” [A.K. Muzik Yapιm, 2009], πρώτη και τελευταία(;) έως σήμερα κατάθεση του τούρκου παίκτη. Το άλμπουμ, που έχει διάρκεια περί τα 80 λεπτά, περιλαμβάνει ένδεκα συνθέσεις τού Dönmez, σε παραγωγή και ενορχηστρώσεις δικές του. Στις ηχογραφήσεις συμμετέχουν τα δύο μέλη των Atmosfer (o Tunguç και ο Candan), καθώς και οι Hidayet Kavacık σοπράνο, Serdar Pazarcioğlu βιολί και Ferhat Akay τάμπλα.
Εκείνο, που πρέπει να ειπωθεί για τον τούρκο κιθαρίστα είναι ικανότητά του να προβάρει/προβάλλει με άνεση τις συνθέσεις του, δίχως να καταφεύγει σε ανιαρά, επαναλαμβανόμενα σχήματα (ίδιον της jazz-rock μανιέρας)· κάτι το οποίον δεν θα πρέπει να το αποδώσουμε μόνο στα πεντάγραμμα και τους αυτοσχεδιασμούς του, αλλά και στα διάφορα «χρώματα» που βγάζει, όσον αφορά στον κιθαριστικό του ήχο. Ηλεκτρικές κιθάρες, synth κιθάρες, bass guitar, ακουστικές, 12χορδες, άταστες, παίξιμο με e-bow και ό,τι άλλο, όλα στην υπηρεσία ενός προσωπικού ήχου, όαση πραγματική εντός της fusion ερήμου. Δεν υπάρχει αδιάφορο κομμάτι στο Ağaçların Öyküsü”, θα ήθελα να σταθώ όμως στο… ελληνοπρεπές “Maraton”, με τα πανικόβλητα rock riffs, το αστραφτερό μπασοκιθαρικό σόλο, τα breaks στο τενόρο και τη βαρύγδουπη ντραμιστική συνοδεία. Τζαζομεταλλικό κομμάτι από τα λίγα.
Για τον Erdem Helvacioğlu έχω γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον. Την πρώτη, παίρνοντας αφορμή από την κυκλοφορία τού “Wounded Breath” [USA. Aucourant, 2006], ένα ηλεκτρο-ακουστικό CD«μία συμπίεση του ακουστικού γεγονότος, παραλλήλως με μία γιγαντωμένη συναισθηματική προσβολή του ακροατή, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί, τρόπον τινά, τις εντυπώσεις του από την ηχοποίηση των οικο-φυσικών εξελίξεων»– και τη δεύτερη, όταν αναφέρθηκα στο “Sub City 2064” [Private Pressing, 2010] τη συνεργασία τού Helvacioğlu με τον σουηδό σαξοφωνίστα-φλαουτίστα-ηλεκτρονικάριο Per Boysen· ένα kraut/ electro-acoustic έργο με ουσιώδεις dub, metal, jazz και improv αναφορές.
Ένα πιο πρόσφατο CD τού τούρκου πειραματιστή έχει τίτλο “Black Falcon” [Pozitif Muzik Yapιm, 2010] κι έχει γίνει σε συνεργασία με την αυστραλή συνθέτιδα και performer Ros Bandt. Από τον τίτλο και μόνο –«Μαύρο Γεράκι»– ή, αν θέλετε, από τις πρώτες κιόλας νότες τού φερώνυμου track (10:07) αντιλαμβάνεσαι πως εκείνο που ενδιαφέρει τους δύο μουσικούς είναι η συγκρότηση ενός «θρήνου», οικολογικής προέλευσης, που σχετίζεται με τα black falcons, τα οποία... αν και νομαδικά πτηνά, όπως διαβάζω στην wikipedia, ζουν μόνο στην Αυστραλία. Η Ros Bandt λοιπόν, με καριέρα στο χώρο της ηχητικής avant που ξεκινά από τα seventies και η οποία, εδώ, χειρίζεται tarhu (πρόκειται για ένα είδος μακριμάνικης λύρας – όργανο το οποίο, στην Ελλάδα, έχει κάνει γνωστό ο Ross Daly) και ο Erdem Helvacioğlu, που χειρίζεται ηλεκτρικές κιθάρες και live electronics, δημιουργούν ένα έργο υποβλητικό οπωσδήποτε, στο οποίο μετέρχονται ambient στοιχείων τοποθετημένων συνήθως πάνω σ’ ένα ηλεκτροστατικό background, επί του οποίου συνδράμουν improv και world αναφορές. Το αποτέλεσμα πείθει (όσους θέλουν να πειστούν δηλαδή), εν σχέσει με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα την ευαισθητοποίηση του ακροατή όσον αφορά στο σεβασμό των κανόνων της φυσικής ισορροπίας.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

JESSICA LAUREN για τον Fela

Πρόκειται για τη σημαντικότερη πιανίστα/κιμπορντίστα, στο χώρο της ευρύτερης μαύρης μουσικής, που βγήκε στη Μεγάλη Βρετανία την τελευταία 20ετία. Η Jessica Lauren, μία καθόλα αξιοσέβαστη συνθέτιδα έχει πρόσφατο άλμπουμ στην Freestyle με το σχήμα της, τους… Jessica Lauren Four. Στο Jazz & Τζαζ που κυκλοφορεί ο Δημήτρης Κατσουρίνης συνομίλησε μαζί της, κι ένα μικρό απόσπασμα από τη συνέντευξη παραθέτω τώρα...

Ένα από τα στοιχεία που με γοητεύουν στο “Jessica Lauren Four” είναι ο τρόπος μέσω του οποίου οι συνθέσεις και οι ενορχηστρώσεις δημιουργούν μιαν αίσθηση χώρου…
Σ’ ευχαριστώ! Πριν από δέκα χρόνια είχα ηχογραφήσει το “Film”, ένα μάλλον πολύπλοκο εγχείρημα. Σε αυτό, εκτός από το πιάνο, καταπιανόμουν και με ένα σωρό ηλεκτρικά keyboards, ενεργοποιώντας αναρίθμητα εφέ. Η εμπειρία αυτή γέννησε μιαν άλλην εσωτερική επιθυμία. Να ασχοληθώ μελλοντικά με κάτι σαφώς απλούστερο. Προφανώς, οι σύντομες διαδρομές μου σε κάποια πιο ηλεκτρονικά μονοπάτια, συνεργαζόμενη με ονόματα όπως οι Nick Woodmansey (Emanative) και Alex Attias (Catalyst, Mustang, Beatless) δεν είναι άμοιρες ευθυνών. Με ώθησαν στο να δω τα πράγματα μέσα από ένα πιο μινιμαλιστικό πρίσμα. Υπήρξε μεγάλη προσωπική πρόκληση να διαπιστώσω σε πόσο πιο λιτές ενορχηστρώσεις θα μπορούσα να φτάσω, καταφέρνοντας ν’ αγγίζω ακόμη την ψυχή των ακροατών. Τελικά, συνειδητοποίησα πως, συχνά, το λιγότερο ισοδυναμεί με περισσότερο (σ.σ. “less is more”). Αρκεί μια (και μόνο) συγχορδία που «αντηχεί», την ώρα που όμορφες αρμονίες εγχόρδων εναλλάσσονται στο φόντο!
Υποθέτω πώς το “The name of Fela will always stand for freedom” είναι μια δήλωση θαυμασμού για τα πεπραγμένα του νιγηριανού θρύλου…
Ο Fela διαθέτει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ακροατήριο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής, από τη δεκαετία του ’70 μέχρι και σήμερα. Γνωρίζω λοιπόν και αγαπώ τη μουσική του από παλιά. Συνέθεσα το συγκεκριμένο track αρκετό καιρό πριν. Είχε δε κυκλοφορήσει με τη μορφή single δέκα ιντσών, από την People Records που εδρεύει στο Δυτικό Λονδίνο (με την επωνυμία The Jettsons Present: Jessica Lauren 3). Στα τύμπανα εμφανιζόταν ο αξιοσέβαστος Winston Clifford, ενώ στο ακουστικό μπάσο βρισκόταν ο Andrew Kremer. Η συγκεκριμένη εκδοχή εντούτοις είχε υποστεί ενδελεχή επεξεργασία, με πολλές λούπες και overdubs. Χαίρομαι συνεπώς που το ηχογραφήσαμε ξανά, δίνοντας έμφαση στη live αίσθηση που πηγάζει από την αυθόρμητη δημιουργική συνύπαρξη των μουσικών. Μερικοί ξαφνιάζονται που κατάφερα να αποδώσω τα μέρη και των δύο χεριών μαζί, ταυτόχρονα! Η αλλαγή διάθεσης στο τέλος του κομματιού, νομίζω πώς προσθέτει πάθος και εκφράζει μιαν άλλη πλευρά της ζωής του μεγάλου Fela Kuti. Από τη μια το σθένος και η αντίσταση και από την άλλη η λύπη και η απώλεια.
Η εκδοχή τού “The name of Fela will always stand for freedom” που ακολουθεί είναι η παλαιότερη...

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

NICK MORAN ένας ξεχωριστός κιθαρίστας

Έξι χρόνια μετά το ντεμπούτο του “The Messenger” [Consolidated Artists, 2006] ο νεοϋορκέζος κιθαρίστας Nick Moran έχει έτοιμο καινούριο άλμπουμ, το “No Time Like Now” [Manor Sounds, 2012], ένα 56λεπτο διαμαντάκι, μέσω του οποίου ενώνονται οι αγάπες του για την jazz και το rock. Βεβαίως, μ’ ένα πρώτο άκουσμα εκείνο που βγαίνει πάνω απ’ όλα είναι το groovy feeling (hammond ο Brad Whiteley, ντραμς ο Chris Benham), όμως ο Moran βάζει από νωρίς τα πράγματα στη θέση τους: «Δεν είμαστε με κανέναν τρόπο μία “Chicken shack” μπάντα. Λατρεύω όλα τα σχήματα με όργανο, ειδικώς εκείνα του Dr. Lonnie Smith που αποτελεί και μία μεγάλη επιρροή για τη μουσική μου, όμως στην καρδιά μου είναι πάντα το blues και το rock».
Κάπως έτσι, και για να μη φανεί –λέμε τώρα– πως ο Moran λέει λόγια του αέρα, το “No Time Like Now” ξεκινά με το “Strange brew”(!) των Cream και μάλιστα σε μία εκτέλεση που θα μπορούσε να ξαφνιάσει (και ξαφνιάζει). Το όργανο κάνει πολύ καλή δουλειά, τόσο στη συνοδεία όσο και στο σόλο, ενώ η κιθάρα πατάει πάνω στην «Clapton-ική» διαδρομή, με πιο… καλλιτεχνικά βήματα. Ένα groovy-fusion λοιπόν βγαλμένο από άλλην εποχή. Αλλά και η συνέχεια είναι το ίδιο ενδιαφέρουσα…
Το “My beautiful” έχει μιαν bossa αίσθηση (όχι τόσο κοσμοπολίτικη όσο του Deodato π.χ., αλλά πιο jazzy α λα Walter Wanderley), ενώ το “Intention”, που διακρίνεται για τη γειωμένη μπασογραμμή του, είναι –όπως γράφει και ο Moran– επηρεασμένο από τη μαθητεία του δίπλα στον Ron Carter. Στο “Slow drive” το funk είναι το παν (πρόκειται για ένα απλό, αλλά μεστό κομμάτι, στηριγμένο βασικά σε δύο ακόρντα), με το rock να επανέρχεται ως αναφορά στο “Wishful thinking” (ένα track που βγάζει τα vibes της fusion περιόδου του Jeff Beck). Υπάρχουν κι άλλα κομμάτια στο soul-jazz στυλ, αλλά οι δύο συνθέσεις που ξεχωρίζουν στο δεύτερο, ας το πούμε έτσι, μέρος του άλμπουμ είναι η “Natalya” (ένα λαμέντο γραμμένο για την τσετσένα ακτιβίστρια Ναταλία Εστεμίροβα, που δολοφονήθηκε στο Γκρόζνι το 2009) και το “The physicist transformed”, επίσης ένα δραματικό track (γραμμένο από τον Moran για ένα φίλο του που πέθανε), ένα blues με καταλυτικά γεμίσματα στα ντραμς από τον Benham.
Ο Nick Moran δεν είναι τυχαία περίπτωση κιθαρίστα. Σπούδασε Γλωσσολογία στη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου και παρέμεινε έξι χρόνια. Εκεί, στη Γερμανία, άνοιξε έναν εκδοτικό οίκο εκδίδοντας, μεταφρασμένες στη γερμανική, αμερικανικές μεθόδους εκμάθησης πιάνου, ενώ σπουδάζει συγχρόνως ενορχήστρωση στη Fachbereich Musik του Mainz, παίζοντας κιθάρα και τρομπέτα στην μπάντα του Πανεπιστημίου. Επιστρέφει στη Νέα Υόρκη το 1988, συνεχίζει τις σπουδές του δίπλα στους Rick Stone, Ron Carter και Mike Longo, παίζοντας τόσο σε jazz όσο και σε rock μπάντες. Ο ίδιος αναφέρει στις επιρροές του τους Jeff Beck, Jimmy Page, Peter Frampton, George Benson, Jim Hall, Wes Montgomery, Miles Davis, Dexter Gordon, όπως και τους Art Blakeys Jazz Messengers. Στοιχεία από τους περισσότερους ανακαλύπτεις στο εξαιρετικό νέο άλμπουμ του…

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

όταν πηγαίναμε στο κατηχητικό…

Το Jesus Cristo είναι ένα pop τραγουδάκι για τον Ιησού Χριστό, πάνω σε στίχους του Βραζιλιάνου Erasmo Carlos, που συνέθεσε και τραγούδησε ο συμπατριώτης του Roberto Carlos το 1970 (οι δύο… Κάρλοι δεν είχαν συγγενική σχέση). Το 1971 το κομμάτι ήταν πλέον πασίγνωστο, με τις εκτελέσεις να πέφτουν σαν βροχή όχι μόνο στη Βραζιλία (Elis Regina, Erlon Chaves, Milton Banana Trio – πολύ ωραία version για jazzheads), αλλά παντού στον κόσμο (Al De Lory & Mandango, Lenny Kuhr, Silvers Thrust, Romuald…).
Προσωπικώς, απ’ όσες εκτελέσεις τού “Jesus Cristoέχω ακούσει προτιμώ εκείνη της Βραζιλιάνας Claudia (αν και του Γάλλου Romuald δεν είναι κατώτερη), που μου αρέσει πιο πολύ λόγω των… χριστιανικών chorus vocals, αλλά κι επειδή η Claudia, που έχει φωνάρα, τραγουδά σαν την… Ελπίδα (δηλαδή εγώ νομίζω ότι η Claudia θα πρέπει να είχε επηρεάσει την Ελπίδα, αλλά αυτό δεν είναι της στιγμής). 
Μάλιστα η εκτέλεση της Claudia τυπώθηκε και στην Ελλάδα, στη δεύτερη πλευρά ενός single τής Odeon [MSOG 61, 1971] –για την πρώτη πλευρά θα γράψω άλλη φορά– και ακούστηκε κι αυτή δεόντως, αν κρίνω από την… κατάσταση του 7ιντσου. Φυσικά, στη χώρα μας, το “Jesus Cristo” το τραγούδησε ο Πασχάλης Αρβανιτίδης σε στίχους Σέβης Τηλιακού στο 45άρι «Η συντροφιά μας (Jesus)/ Κάποτε θάρθη μια μέρα (Jesus Christo)» [Philips 6060 143] από το 1972, δύο κομμάτια που περιέχονται και στο πρώτο προσωπικό LP του «Πασχάλης» [Philips 6331 037] που είχε τυπωθεί την ίδια χρονιά.
 

LAU νέο british folk

Είχα τσεκάρει τους Lau από κάποιο παλαιότερο BBC Folk Award (νομίζω του 2008) και εξ όσων μπορώ να ανακαλέσω αποτελούν μαζί με τους Bellowhead και τους Tuung την υπέρτατη συγκροτηματική τριάδα, του σύγχρονου βρετανικού folk.
Το “Arc Light” [Navigator, 2009], το (ακόμη) πιο πρόσφατο CD τους –καθότι το επόμενο άλμπουμ τους προβλέπεται για τον προσεχή Σεπτέμβριο– όχι απλώς το επιβεβαιώνει, αλλά και το διατρανώνει. Έξοχα ορχηστρικά (“Salty boys”) και ακόμη εξοχότερα τραγούδια (το κλασικό “Banks of marble” ανάμεσα), από τα οποία δεν απουσιάζουν οι νουνεχείς ακρότητες (“Stephens”) και οι... συμπάσχουσες διασκευές (το “Dear Prudence” των Beatles).
Οι Kris Drever κιθάρες, φωνή, Martin Green ακορντεόν, Aidan ORourke βιολί και οι τέσσερις φίλοι τους, νέοι άνθρωποι του καιρού, δεν χάνονται με τα πολλά. Έχεις τραγούδια; Και μουσικές, σαν τραγούδια; Ε, παίρνουν φωτιά τα όργανα και τελειώνει η ιστορία…

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

CLIFFORD JORDAN soul fountain

Τενόρο σαξοφωνίστας (βασικά) με τη δική του συμβολή στη διατύπωση του jazz λεξιλογίου στο δεύτερο μισό των fifties και βεβαίως στα sixties, ο Clifford Jordan (1931-1993) υπήρξε ένας μουσικός με τα δικά του highlights – όσο και αν η παρουσία του δίπλα στον Eric Dolphy, τον Charles Mingus, ή τον Lee Morgan δείχνει να κατακρατεί κάτι από την προσωπική του διαδρομή. Ας πούμε, προξενεί μια κάποιαν αίσθηση το γεγονός πως ηχογράφησε το 1965 ένα ολάκερο LP βασισμένο σε κομμάτια του Lead Belly, το “Plays Leadbelly, These Are my Roots” [Atlantic], υπενθυμίζοντας στους συνοδοιπόρους του, αλλά και στο τζαζόφιλο κοινό (κάτι που ήδη είχε πράξει ο Gil Evans), τη συμβολή στις εξελίξεις μιας πολύ βασικής «κολώνας» (και) της jazz συνείδησης. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν η soul music είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα στην jazz παραγωγή (όπως είχε εισχωρήσει και στο rock εξάλλου), ο Jordan, επεκτείνοντας την πείρα που είχε αποκτήσει όντας μέλος του hard bop circuit (εγγραφές με Horace Silver, Max Roach κ.ά.), δίνει ένα εξαιρετικό άλμπουμ, που είχε τίτλο “Soul Fountain” (τυπωμένο για την Vortex, που ήταν ετικέτα της Atlantic), πλημμυρισμένο στα soul vibes. Παρότι –αν πρέπει να είμαι ακριβής– η πλημμυρίδα δεν αφήνει απ’ έξω ούτε το funky, ούτε το rockish blues, ούτε το latino και την straight-ahead jazz, όπως σημειώνει και ο Ira Gitler στο οπισθόφυλλο.
Το “Soul Fountain” [Vortex 2010, 1970] ανοίγει με μια σύνθεση των Ben Tucker (μπασίστας στο σχήμα), Grady Tate (γνωστός ντράμερ του hard-bop, που έχει παίξει με όλους, ακόμη και με τον Tom Rapp) και Bob Dorough, που έχει τίτλο “T.N.T.”. Η σύνθεση, που είναι βασικά ένα hard bop, με το μπάσο να βαθαίνει όσο πάει, το τενόρο να κεντάει και το κρουστό τμήμα (ντράμερ ο Bob Durham, συν δύο περκασιονίστες, ο Orestes Vilato και ο Joe Wohletz) να φτιάχνει μία boogaloo βάση είναι ό,τι λέει ο τίτλος της (τα woofers ξεκολλάνε). Στο ίδιο μοτίβο, όχι τόσο deep και με στοιχεία light (tijuana), το “Ive got a feeling for you” (σύνθεση του Jordan), διαθέτει ένα break στο όργανο από τον Frank Owens, που σε φτιάχνει, όπως σε φτιάχνει το “H.N.I.C.” των Ben Tucker και Grady Tate ένα mid-tempo exotica track με το πνευστό τμήμα (Jimmy Owens, Julian Priester) να κάνει ωραία δουλειά. Απίθανη η διασκευή στο “I got you (I feel good”) του James Brown θυμίζει british r&b (Zoot Moneys Big Roll Band ας πούμε), ενώ το “Caribbean cruise” που κλείνει την πλευρά χρωστά στον Sonny Rollins.
H δεύτερη ανοίγει με τη μεγαλοπρεπή version του “Señor blues” του Horace Silver. Το groovy στοιχείο, το οποίο προβάλλουν τα κρουστά (o Ray Barretto είναι στα conga drums), είναι εδώ το παν. Τα soli στο τενόρο, την τρομπέτα (Jimmy Owens) και το τρομπόνι (Julian Priester) απλώς… απογειώνουν. Στο “Eeh bah lickey do” (του Jordan) o Jordan χειρίζεται φλάουτο και ο John Patton όργανο (δεν χρειάζονται περισσότερα), για να κλείσει το LP με το “Retribution” (του Priester), που, ως τραγούδι, το είχε πει η Abbey Lincoln, αλλά ως instro το υπερασπίζονται μια χαρά (και δυο και τρεις!) τούτοι εδώ οι παικταράδες.
Φοβερό άλμπουμ. Αν το βρείτε πουθενά στο δίκτυο δώστε link, ώστε να το ακούσουν όσοι δεν το έχουν ακούσει από τους αναγνώστες μας.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

blues, γενικώς…

Για τον βραζιλιάνο κιθαρίστα Big Gilson έχω γράψει άλλη μια φορά στο blog http://is.gd/0231Cr παίρνοντας αφορμή από το άλμπουμ του “Sentenced To Living” [Music Avenue, 2009]. Εκεί, είχα τονίσει την κιθαριστική του επάρκεια, αλλά και την επιδίωξή του στην παρουσίαση ενός… παλαιολιθικού ήχου (σαν σε jam), με εμφανείς αναφορές στη λευκή blues συνταγή των sixties. Εδώ, στο “Live, Blues Classics” [Blues Boulevard, 2010], εκείνη η εντύπωση, απλώς επιβεβαιώνεται· μια και το live από τη φύση του παρέχει όλες τις ελευθερίες στον Βραζιλιάνο, προκειμένου να καταδείξει τις αναφορές του, αλλά και ν’ αναδείξει την… δια ζώσης βιρτουοζιτέ του.
Έτσι, λοιπόν, παρότι οι εν λόγω εγγραφές προέρχονται από το 2000 (Blue Note, Manhattan) και το 1999 (Blue Cat Blues Club, Dallas), γίνεται σαφές πως ο Big Gilson είχε, από χρόνια πριν, αποφασίσει για τον κιθαριστικό του ήχο, προσμετρώντας ένα προς ένα τα βήματα των Michael Bloomfield, Harvey Mandel, Johnny Winter και των υπολοίπων, δίχως φυσικά να παραβλέπει τη μαύρη συνείδηση (βασικά στην επιλογή του ρεπερτορίου). Έτσι, το “Live” του, που έχει διάρκεια 80 λεπτά παρά οκτώ δευτερόλεπτα, είναι γεμάτο στις διασκευές (Little Walter, Elmore James, Snooky Pryor, Memphis Slim, Roosevelt Sykes, Willie Dixon), μέσα από τις οποίες φέγγει η άποψή του για το “The Messiah will come again” του Roy Buchanan· το γνωστό θρυλικό instro με το ανεξίτηλο συναισθηματικό δόσιμο. Γενικώς, το CD, που… ακούγεται μια χαρά (η μίξη και το mastering έγιναν στο Rio de Janeiro), είναι πατημένο ρυθμικώς, με ακαταπόνητα, αλλά όχι τετριμμένα soli, προϊόν ενός παικταρά, που γνωρίζει το πάλκο, αλλά, κυρίως, τις απαιτήσεις της σάλας.
Brothers of The Southland είναι οι Jimmy Hall φωνή, σαξόφωνα, φυσαρμόνικα, Henry Paul φωνή και Dan Toler κιθάρες. Δίπλα τους στέκονται οι Jay Boy Adams κιθάρες, Steve Grishman κιθάρες, Mike Brignardello μπάσο, Steve Gorman ντραμς και παραδίπλα τους άλλα 15(!) ονόματα, που παίζουν κατά περίπτωση κιθάρες, πλήκτρα, horns ή κάνουν φωνητικά. Πρόκειται δηλαδή για μία πλήρη παραγωγή, την οποίαν επιμελείται μια αναγνωρισμένη προσωπικότητα (τραγουδοποιός και παραγωγός) του αμερικανικού νότου, ο D. Scott Miller (συνθέσεις του έχουν ερμηνεύσει ανάμεσα σε άλλους οι Asleep at The Wheel, Mark Chesnutt, Delbert McClinton, ενώ έχει επιμεληθεί δουλειές των Beverley Mitchell, John Corbett, Joni Harms, Elbert West, Craig Morgan, Chad Brock και Mike McClure, αστέρων γενικώς της νέας country). Το “Blue Sunrise” [Zoho Music, 2010] είναι ένα ενδιαφέρον νότιο CD, κινούμενο όχι εντός ενός rock πανζουρλισμού, αλλά μιας συνολικής southern εικόνας, από την οποία δεν απουσιάζουν οι country, soul, funk, blues ακόμη κι οι jazz αναφορές. Άρα θα μπορούσε να θεωρηθεί και συμβατό μ’ ένα πνεύμα ανανέωσης, ή, μάλλον, τοποθέτησης τού νότιου παλίμψηστου εντός της καθημερινής americana.
Το βιογραφικό του Mark Robinson δεν βρίθει μόνον blues κοσμητικών (έχει συνταχθεί δίπλα στους Lonnie Brooks, Koko Taylor, Bo Diddley), αλλά και country και rock μπαλαντικών, έχοντας ηχογραφήσει με τον Bill Wilson (θα πω ποιος είναι αυτός), την Carrie Newcomer, τον Tom Roznowski, τον Bob Cheevers. Τούτο συνάγεται και από την ακρόαση του πρώτου, κατά πάσα πιθανότητα, προσωπικού CD του, που έχει τίτλο “Quit Your Job – Play Guitar” και το οποίο κυκλοφόρησε από την Blues Boulevard το 2010. Το άλμπουμ ανοίγει με μία πολύ ωραία, και ολίγον downhome version, του παραδοσιακού “Poor boy”, για να συνεχίσει με το πολύ ωραίο country rockPayday giveaway” του Bill Wilson (ο άνθρωπος αυτός, ο Bill Wilson εννοώ, τραγουδά δύο κομμάτια στο άλμπουμ των Mariani “Perpetuum Mobile”, που βγήκε σε ελάχιστες κόπιες στην τεξανέζικη Sonobeat το 1970!). Ακολουθεί το r&bRunaway train”, ακόμη μία εκδοχή, αυτή τη φορά στο κλασικό instroSleepwalk” των Santo & Johnny, κι από ’κει και κάτω επτά originals, βγαλμένα μέσα από την blues, rock, country, και πέραν αυτών, παράδοση. Ξεχωρίζουν: το soulful blues-rockThis old heart”, το “Memphis wont leave me alone” με τις steel κιθάρες και το banjo να έχουν το δικό τους ρόλο στην ενοργάνωση, το αργό, βαθύ bluesThe fixer”, το “Backup plan” με το piano-rolling και το γενικότερο νέο-ορλεανικό στυλ…
Αν και διαρκεί μόλις 26:09, το “The Reel Deal” [Blues Boulevard, 2010] των Jay Willie Blues Band είναι ένα πλήρες άλμπουμ, υπό την έννοια ότι τούτη η καλολαδωμένη μπάντα από τη Νέα Αγγλία, που αποτελείται από τους Jay Willie κιθάρες, φυσαρμόνικα, Robert Callahan φωνή, κιθάρες, Tommy Shannon μπάσο, κιθάρες και Bobby T Torello ντραμς, φωνή, πράττει τα πάντα ώστε να φανεί αρεστή (και κάτι παραπάνω) στην blues ομήγυρη. Ναι μεν… λευκή και… λευκός ο ήχος της (βασική αναφορά είναι ο Johnny Winter, αν και υπάρχουν κι άλλες), αλλά εκπαιδευμένη και στο μαύρο ρεπερτόριο (“Raininin my heart” του Slim Harpo, “Stoop down baby” του Chick Willis, “A woman named trouble” του Little Sonny). Γενικώς, το “The Reel Deal” πετάει φωτιές, με τα οκτώ κομμάτια να συναγωνίζονται σε… οργή το ένα του άλλου. Υπάρχει, δε, μόνον ένα… διάλειμμα, το πέμπτο στη σειρά “Aint gonna walk your dog anymore” (μία μπαλάντα του Robert Callahan, που δρα κατευναστικώς).
Μετά το “A Million Dead Stars” (2010), οι The Brew επανήλθαν πέρυσι μένα ακόμη σκληροτράχηλο CD, που είχε τίτλο “The Third Floor” [jazzhaus]. Η βρετανική τριπλέτα, δηλ. οι Tim Smith μπάσο, φωνητικά (ο πατήρ), Kurtis Smith ντραμς, κρουστά, φωνητικά (ο υιός) και Jason Barwick φωνή, κιθάρες, μαντολίνο, έχοντας μελετήσει τη γραμματική και το συντακτικό του είδους, βασικά τους Led Zeppelin, βεβαίως τους Cream και τους Experience, αλλά και πιο σύγχρονα ονόματα όπως τους Άγγλους Kula Shaker ή τους Αμερικανούς Raconteurs, δημιουργούν ένα απολύτως λειτουργικό, μέσα στα πλαίσια του σκληρού rock, άλμπουμ, ένδεκα κομματιών και 47λεπτης περίπου διάρκειας, στο οποίο δεν ξεχνούν να περάσουν ακόμη και τις μελωδικές αναφορές τους. Ok, μπορεί να μην είναι τούτο το σημαντικότερο, όταν φερ’ ειπείν υπάρχει ο δυναμίτης “Master and the puppeteer” και τα… αρτιμελώς βαρύγδουπα τύπου “The third floor”, όμως δεν πρέπει να λησμονούμε πως η μακριά παράδοση που κουβαλούν οι Βρετανοί δεν μπορεί να τους αφήσει ασυγκίνητους· πόσω μάλλον, όταν στο “Crimson crystal raindrops” παρελαύνουν ακόμη και τα γνωστά hard-psych νεφελώματα.
Επαφή: www.jazzhaus.de