Με τέσσερα μόλις άλμπουμ στην Alligator η soul-blues shouter Shemekia Copeland βλέπει
και μία Deluxe Edition
(2011) αφιερωμένη στη φωνητική της τέχνη, μία συλλογή δηλαδή αποτελούμενη από
16 tracks, που είδαν το
φως της δισκογραφίας στην εταιρία απ’ το Σικάγο (από το 2009 η Copeland συνεργάζεται με την Telarc).
Έτσι, κομμάτια από το
“Turn the Heat Up” (1998), το “Wicked” (2000), το “Talking to Strangers” (2002) και το “The Soul Truth” (2005) μπαίνουν σε μια
σειρά, φανερώνοντας τα ήδη γνωστά. Το πηγαίο ταλέντο της τραγουδίστριας – την
άνεσή της να οικειοποιείται αργά εκφραστικά κομμάτια, όπως π.χ. το ωραίο “Ghetto child”, αλλά και τη δύναμή
της να σπρώχνει σε εκκωφαντικές διαστάσεις soul-funk
συνθέσεις, όπως την “Better no touch”.
Η Shemekia Copeland
χαιρετίστηκε ως ένα θαύμα της φύσης, όταν πρωτοβγήκε. Έχω την αίσθηση πως είναι
λίγο χαμένη τα τελευταία χρόνια, αλλά μπορεί να είναι και η ιδέα μου. Θέλω ν’
ακούσω το τελευταίο της CD,
το “33 1/3”, που βγήκε πριν λίγο καιρό και
δεν το έχω ρίξει ακόμη στο player…
Παράξενη περίπτωση συγκροτήματος αυτή των JJ Grey and Mofro. Παράξενη όσον αφορά στην παρουσία ενός… μη blues κατά βάση συγκροτήματος
σε μία blues κατά βάση ετικέτα (όπως είναι η Alligator). Οι τρεις τελείες πριν από το
«μη blues» δηλώνουν,
οπωσδήποτε, αυτήν την αποδεκτή αμφιβολία. Πως τα πράγματα δηλαδή μπορεί να μην
είναι έτσι ακριβώς, πως το blues μπορεί να είναι τοποθετημένο μέσα σ’ ένα γενικότερο
σύμπλεγμα αναφορών και πως ακόμη και οι πιο παραδοσιακές «μπλουζο-εταιρείες»
μπορεί να ανοίγονται από καιρού εις καιρόν και σε έτερα αισθητικά περιβάλλοντα.
Φυσικά, εδώ και χρόνια η Alligator
έχει να επιδείξει μία προσαρμοστικότητα όσον αφορά στις επιλογές της, με τους JJ Grey and Mofro να αποτελούν οπωσδήποτε
την πιο τρανή απόδειξη. Η πιο πρόσφατη παρουσία του συγκροτήματος από την Jacksonville της Florida στο label
από το Σικάγο αφορά στο διπλό (CD-DVD) άλμπουμ “Brighter Days/ The Film and Live Concert Album”, ένα live δηλαδή
ηχογραφημένο στο Variety Playhouse της Atlanta
(Georgia) την 22/1/2011,
που φανερώνει, σε πρώτη φάση, τη σημαντικότητα του εν λόγω γκρουπ στη σύγχρονη rock Αμερική.
Όπως είχα γράψει και παλαιότερα: «Πέραν
λοιπόν των ‘ελεύθερων’, έως και ‘ελευθεριακών’ ενίοτε στίχων τους, εκείνο που
μένει από την americana τούτων εδώ των ‘βλάχων’ απ’ τη Florida, είναι ένας
προσωπικός τρόπος ν’ ανακατεύουν άπαντα τα popular ηχοχρώματα τού... καιρού
εκείνου· τότε, όταν άλλο σήμαινε το να παίζεις funk, άλλο country, άλλο folk
και άλλο rock. Δύστροποι, κομματάκι ακατέργαστοι και με χαλικωμένο ήχο, οι
Mofro είναι ένα σχήμα που δεν νοιάζεται για την ηχητική καλλιέπεια, τις
εργατώρες στα στούντιο, την, ούτως ειπείν, ‘απαιτητική’ παραγωγή· ό,τι δηλαδή
θα μετέτρεπε τον άσπιλο, τύπου juke joint ήχο τους, σε κάτι το...
οικογενειακότερον. Έγινα, νομίζω, αντιληπτός». Έτσι κάπως και τα κομμάτια
από τους προηγούμενους δίσκους των Mofro αποκτούν εδώ έναν «αέρα» που τους
πάει ακόμη περισσότερο. Βγάζουν δηλαδή ατόφια τα πρωτογενή χαρακτηριστικά τους,
και μάλιστα εις διπλούν. Το κλίμα τηρουμένων των αναλογιών ανακαλεί στη μνήμη
μου τους Band (ok, μη βαράτε) και κάτι από
το δικό τους live τού «τελευταίου βαλς». Νομίζω, δε, ο Θεός να με βγάλει
ψεύτη, πως αυτό το πιστεύουν περισσότερο οι ίδιοι οι Mofro (αν προσέξεις τα χρώματα τού
εξωφύλλου, ακόμη και τις γραμματοσειρές του “Brighter Days” καταλαβαίνεις…) με τον all around αμερικανικόν
ήχο τους και το επικοινωνιακό χάρισμα του JJ Grey. Είναι άψογοι. Δείτε τους, όμως, στις πραγματικές τους
διαστάσεις. (Το DVD περιέχει τρία κομμάτια παραπάνω, συμμετέχει το staff της
Alligator, βεβαίως το
συγκρότημα και οπωσδήποτε ο κόσμος).
«Οι μουσικοί των blues είναι οι πρώτοι λάτρεις αυτού του ήχου. Κάπως έτσι κι οι Legendary Rhythm & Blues Cruises δίνουν
την ευκαιρία σ’ αυτούς ακριβώς τους μουσικούς να βρεθούν μαζί για μία εβδομάδα,
μέσα σε μια χαλαρή, διασκεδαστική ατμόσφαιρα, χωρίς την πίεση του δρόμου. Κατά
τη διάρκεια της κρουαζιέρας, οι bluesmen και οι blueswomen γυρίζουν πίσω στο χρόνο, προσπαθώντας να εντοπίσουν τι
ήταν εκείνο που τους έκανε να κολλήσουν με την εν λόγω μουσική. Ακούν και
παρακολουθούν τους φίλους και συνοδοιπόρους τους να παίζουν μπροστά στα μάτια
τους, και όταν έρθει το άμεσο πλήρωμα του χρόνου τότε ξεκινούν να τζαμάρουν με
την αγωνία και την προσμονή τού θιασώτη, δίνοντας μερικά από τα
ωραιότερα live που μπορεί να δει κανείς ποτέ. Ο Tommy Castro
δημιούργησε λοιπόν το παρόν Legendary Rhythm & Blues Revue, φέρνοντας σε επαφή με το καταγεγραμμένο συμβάν όλους τους
φίλους των blues». Κάπως έτσι τα γράφει στο
εξώφυλλο του CD “The Legendary Rhythm & Blues Revue” (2011) ο Roger Naber, ο άνθρωπος που
σκαρφίστηκε τις… blues κρουαζιέρες με πλήρωμα, εν προκειμένω, τους Tommy Castro, Michael Burks, Joe Louis Walker, Monica Parker, Rick Estrin, Trampled Under Foot, Janiva Magness, Theodis Ealey, Debbie Davies και
κάμποσους ακόμη… με μία, όμως, διαφορά. Στην πράξη μόνον οι Tommy Castro, Monica Parker και
Theodis Ealey
είναι ηχογραφημένοι κατά την διάρκεια της κρουαζιέρας, ενώ όλοι οι υπόλοιποι
είναι ηχογραφημένοι στην… ξηρά (Kansas City,
Kalamazoo, Santa Barbara κ.ά.).
Εν πάση περιπτώσει. Εκείνο που έχει σημασία να ειπωθεί εδώ είναι η αισθητική
πληρότητα των εγγραφών, με τα κομμάτια του Tommy Castro (το “Wake up call”,
το “Gotta serve somebody”
του Bob Dylan,
το “Painkiller” και το “Serves me right to suffer” του Percy Mayfield) να ξεχωρίζουν για
τη δύναμη και τον κιθαριστικό τους ήχο, με τους υπολοίπους να προσφέρουν ωραίες
στιγμές είτε σε επίπεδο soli (ο Joe Louis Walker,
ο Rick
Estrin), είτε σε
επίπεδο ερμηνειών (η Janiva Magness,
η Danielle Schnebelen
των Trampled Under Foot).
Ακόμη ένα CD για τους Roomful of Blues στην Alligator,
μετά το “That’s Right” (2003), το “Standin’ Room Only” (2005) και το “Raisin’ a Ruckus” (2008)· οι οποίοι Roomful, παρεμπιπτόντως, οδεύουν
για την 45ετία τους επί σκηνής. Με τον σαξοφωνίστα Rich Lataille στη
σύνθεσή τους (από την πιο παλαιά line-up),
με τη σταθερή παρουσία τού Chris Vachon στην κιθάρα, με νέο τραγουδιστή (Phil Pemberton) και με πέντε ακόμη
μουσικούς στο team (Mark Earley βαρύτονο,
τενόρο, Doug Wolverton τρομπέτα,
Travis Colby πιάνο, hammond B3, John Turner άταστο
μπάσο, Ephraim Lowell ντραμς),
οι Ανατολικο-Αμερικανοί και στο έσχατο “Hook, Line & Sinker”
(2011) αποδεικνύουν, για ακόμη μία φορά, το γιατί θεωρούνται ως ένα από τα σημαντικότερα
(αν όχι το σημαντικότερο) γκρουπ στο στυλ. Jump-blues
και rhythm n’ blues, με άλλα λόγια, με τον
τρόπο που ίδιοι ανέδειξαν όλα αυτά τα χρόνια, βασιζόμενοι, εννοείται, στους
«πατέρες» του είδους. Σημερινός ήχος μεν, αλλά με την λειτουργικότητα των
παλαιών late 40s-early 50s εγγραφών δε –
υπό την έννοια πως ό,τι ακούγεται εδώ δεν προσφέρεται για ν’ αράξεις στην
πολυθρόνα, να στηρίξεις το κεφάλι σου και ν’ αρχίσεις να νοσταλγείς… αλλά,
όρθιος ων, για ν’ αρχίσεις να «χτυπιέσαι». Εισαγωγή λοιπόν με το “That’s a
pretty good love”, που είχε τραγουδήσει η φοβερή και τρομερή Big Maybelle σ’ ένα
78άρι της Savoy το 1956, για ν’ ακολουθήσει το “She walks right in” του Clarence “Gatemouth” Brown (που δεν έλειπε και από το early 80s ρεπερτόριο του
Stevie
Ray Vaughan),
το φερώνυμο “Hook, line and sinker” (που δεν είναι άλλο
από το “She’s got me hook, line & sinker”, που είχε τραγουδήσει και ο Smiley Lewis το
1956), το “Ain’t nothin’ happenin’” (από το πρώιμο ρεπερτόριο του
Little
Richard) και
ακόμη κομμάτια των Amos Milburn,
Lieber & Stoller, Floyd Dixon κ.ά.
Ένα θρυλικό κατά βάση songbook,
το οποίο τιμούν και με το παραπάνω τούτοι εδώ οι παικταράδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου