Προσφάτως η Universal Music Classics
& Jazz επανεξέδωσε σε
CD, στη σειρά JAZZPLUS, ένα μέρος των jazz καταλόγων
της Prestige, της Verve, της Riverside και της
Mercury. Δύο παλαιά LP ενώνονται σ’ ένα CD, μέσω ενός νέου digital remastering από
τις αυθεντικές αναλογικές πηγές και με αναπαραγωγή, στα 8σέλιδα ένθετα, των original covers μαζί με τις εκάστοτε liner notes. Ωραία δουλειά και
χρήσιμη.
Τρία κορυφαία ονόματα της ιστορίας της jazz, ο τενορίστας Coleman Hawkins, ο αλτίστας Johnny Hodges και ο τρομπετίστας Roy Eldridge υπογράφουν το “Hawkins! Eldridge! Hodges! Alive! At The Village Gate!” [Verve 1962, rec. live 15/8/1962], το οποίον γεμίζει με τρία μόλις θέματα – και με
το 17λεπτο “The rabbit in jazz”
να καταλαμβάνει όλη τη δεύτερη πλευρά. Με τον Tommy Flanagan να τους συνοδεύει
στο πιάνο και με τους Major Holley και Edward Locke
σε μπάσο και ντραμς αντιστοίχως, οι τρεις γίγαντες
παίζουν για τους εαυτούς τους και τον κόσμο (ο οποίος συμμετέχει στη γιορτή και
ανταποδίδει). Το “Hawkins!
Alive! at The Village Gate” [Verve 1962] του Coleman Hawkins είναι
ηχογραφημένο στον ίδιο χώρο, την ίδιαν εποχή (13 & 15/8/1962). Χωρίς τους άλλους
δύο (Hodges και Eldridge),
αλλά με τους άλλους τρεις παρόντες (Flanagan, Holley,
Locke), ο Hawkins ξεκινά
με “All the things you are”
(Jerome Kern)
και με το παραδοσιακό “Joshua fit the battle of Jericho”,
περνά από το “Mack The Knife”
(Kurt Weill), για να καταλήξει με το
“It’s the talk of the town” του Jerry Livingston. Η εντελώς πρωτότυπη
η εκδοχή του στο “Mack The Knife”
είναι, εδώ, το παν.
Την εποχή όπου το “West Side Story” ήταν νούμερο 1
στις μουσικοθεατρικές συζητήσεις (και στα σχετικά ακούσματα) εξαιτίας και της
ταινίας (1961) των Robert Wise και
Jerome Robbins, ο Oscar Peterson αποφασίζει
να δώσει με το τρίο του (Ray Brown μπάσο, Ed Thigpen ντραμς) μία jazz version
της μουσικής τού Leonard Bernstein παίρνοντας όλους τους «κινδύνους». Το “West Side Story” [Verve 1962, rec. 1/1962] δεν μπορεί παρά να είναι
ένα ακόμη δείγμα της ιδιοφυΐας του καναδού πιανίστα· κυρίως της τέχνης του να
εμφανίζει με τρία μόλις όργανα τον πλούτο της original μουσικής, προεκτείνοντάς τον
μάλιστα προς απάτητες ατραπούς. Γιατί ο Peterson διασκευάζει με όλη τη σημασία
της λέξης. Δίχως να απομακρύνεται ποτέ από τις αναγνωρίσιμες μελωδίες τις
διαχειρίζεται με τρόπο μαγικό, παίζοντας με τα μέτρα, αφήνοντας περιθώρια για
αυτοσχεδιασμούς, προβάλλοντας όλον τον λυρισμό (βοηθά κατά τόπους και το
κοντραμπάσο με δοξάρι), αλλά και την κινητικότητα της original μουσικής
του Bernstein. Καταπληκτικό
το “I feel pretty”, που βγάζει, λες (κι
έτσι είναι), μία… rock n’ roll ενέργεια! Στο ίδιο CD και το “Oscar Peterson Plays Porgy &
Bess” [Verve 1959, rec, 10/1959]. Με αφορμή, και εδώ, την κινηματογραφική version της όπερας “Porgy
& Bess” των George Gershwin, DuBose Heyward και Ira Gershwin, που σκηνοθέτησε ο Otto Preminger το 1959, ο Oscar Peterson (μαζί με
τους Ray Brown και Ed Thigpen) δίδει μία
jazz (ή και περί την jazz)
εκδοχή αγαπημένων κομματιών, που ήδη, τότε (το 1959) επείχαν ρόλο στάνταρντ. Τα “I wants to stay here”, “Summertime” και “I ain’t necessarily so”, ούτως ή
άλλως κομμάτια αναφοράς, μετατρέπονται από το trio του Oscar Peterson σε… ασκήσεις ακριβείας για τα χιλιάδες ανάλογα trios
(πιάνο, μπάσο, ντραμς), οπουδήποτε στον κόσμο, που θ’ ακολουθούσαν.
Από τα διάφορα LP που ηχογράφησαν από κοινού δύο από τους πιο σημαντικούς
ντράμερ της jazz, ο Buddy Rich και ο Gene Krupa, έχουμε,
εδώ, δύο. Το πρώτο έχει τίτλο “Burnin’
Beat” [Verve 1962, rec. 1/1962] και αποτελεί ένα πρώτης
τάξεως δείγμα της κρουστής πληρότητας
των δύο μουσικών, οι οποίοι «εξετάζονται» επί του παρόντος σε γνωστά μαθήματα. Συνθέσεις των Count Basie, Duke Ellington, Jelly Roll Morton, το “Perdido”, το “Night train” και άλλα τινά γίνονται
βούτυρο στο ψωμί για τους δύο ντράμερ
(βασικά), αλλά και για την πλήρη ορχήστρα που τους συνοδεύει. Φυσικά, τα
ρολαρίσματα κυριαρχούν· και όχι μόνον στα “Duet” και “Hawaiian war chant”,
που είναι κομμάτια για σόλο κρουστά ή περίπου για σόλο κρουστά, αλλά σε όλα τα tracks, τα οποία
περιγράφονται στο οπισθόφυλλο τού άλμπουμ μέτρο-μέτρο! Ποιος και που μπαίνει, ποιος και που βγαίνει κ.ο.κ. Το 6λεπτο χαβανέζικο που
κλείνει το άλμπουμ είναι ένα έξοχο δείγμα όχι μόνον της τέχνης των δύο ντράμερ,
αλλά και της μεταξύ τους επικοινωνίας. Το “The Original Battle Drum” [Verve 1952, rec. live 9/1952] είναι δέκα χρόνια παλαιότερο, αλλά είναι κι ένα opus (όχι μόνον της…
ντραμιστικής jazz). Γραμμένο
ζωντανά στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο των κονσέρτων Jazz at the Philharmonic του Norman Granz, δεν φέρνει μαζί μόνον
τους Buddy Rich και Gene Krupa,
αλλά, κοντά σ’ αυτούς, και τους Roy Eldridge,
Benny Carter, Lester Young, Hank Jones, Oscar Peterson, Barney Kessel, Ray Brown, μα ακόμη και την Ella Fitzgerlad που
τραγουδά σ’ ένα κομμάτι. Στο “The drum battle”
δεν κρούει μόνον το ντούο, αλλά ολάκερο το Carnegie Hall.
Το “Bashin’,
The Unpredictable Jimmy Smith”
[Verve 1962, 3/1962] είναι
ένα κλασικό άλμπουμ του Jimmy Smith. Παρότι είναι μοιρασμένο μεταξύ εγγραφών του θρύλου
οργανίστα με ορχήστρα (ενορχηστρώνει ο Oliver Nelson) και ηχογραφήσεων με το τυπικό setting όργανο-κιθάρα-ντραμς (κιθάρα ο Jimmy Warren, ντραμς ο Don Bailey) το αποτέλεσμα είναι
αυτό που πρέπει να είναι· ακόμη και στην α
πλευρά, εκεί όπου το μεγάλο σχήμα κατακρατεί κάτι από την πληθωρική
παρουσία του θεού του groove, παρουσιάζοντάς τον να στριμώχνεται κάπως από το μπάσο του George Duvivier. (Το “Bashin’…” ίσως είναι το πρώτο
LP, στο οποίον ο Jimmy Smith αναγκάστηκε να συνυπάρξει με μπασίστα).
Καθώς, όμως, ξεκινά η β πλευρά και
σκάνε οι πρώτες νωχελικές νότες από
το “Beggar for the blues”
η τάξη αποκαθίσταται. Ο σήμα κατατεθέν
ήχος του οργάνου τού Jimmy Smith,
γεμάτος και αυτοδύναμος όπως πάντα, αποτυπώνεται με τον τρόπο που όλοι
γνωρίζουμε και στις τρεις εναπομείνασες ηχογραφήσεις. Το “Hobo Flats” [Verve 1963, rec. 3/1963], που διπλασιάζει σε χρόνο
το CD, εντάσσεται, και
αυτό, στη λογική μεταφοράς του ήχου του hammond από το καπνισμένο club στο αποστειρωμένο σαλόνι (για να το πω έτσι κάπως χοντρά και
παραστατικά). Ο Jimmy Smith ξανά με ορχήστρα (πάλι με ενορχηστρώσεις και διεύθυνση του Oliver Nelson), πάλι με μπασίστες
δίπλα του (George Duvivier,
Milt Hinton) και πάλι έτοιμος ν’
αποδείξει πως μπορεί να παίξει τα πάντα (ακόμη και Jobim).
Δύο παραγωγές του Creed Taylor για τη συνέχεια, και οι δύο για την Verve, και οι δύο για την Anita O’Day, και οι δύο
από το 1962. Στο πρώτο άλμπουμ “The Three Sounds”
[rec. 10/1962] η Anita O’Day με μικρό
σχήμα (βασικά πιάνο-μπάσο-ντραμς) αποδίδει στάνταρντ (κομμάτια των Duke Ellington, Rodgers/Hart, Kurt Weill κ.ά.) με το γνωστό αφοπλιστικό-cool στυλ της. Στο δεύτερο LP “Time for 2” [rec. 10/1962] η αμερικάνα jazz-singer συνεργάζεται με τον βιμπραφωνίστα
Cal Tjader (συν
πιάνο-μπάσο-ντραμς). Το άκουσμα είναι, όπως αντιλαμβάνεστε, περισσότερο groovy, με ορισμένα κομμάτια
(“Under a blanket of blue”)
να αφήνουν ένα κάπως exotica αίσθημα.
Πάντα από το 1962, που είναι ένα κάπως οριακό έτος γι’ αυτή
τη σειρά των επανεκδόσεων (όχι πως δεν υπάρχουν και πιο μεταγενέστερες
εγγραφές), προέρχεται και το LP
“Empathy” [Verve, rec. 8/1962], το οποίον υπογράφεται από
τους Shelly Manne, Bill Evans και Monty Budwig. Πιάνο,
μπάσο και ντραμς δηλαδή, με τον Evans να εγκαινιάζει μία μάλλον άνιση συνεργασία του με την Verve, μέσα από την οποία θα
υπάρξει πάντως ένα νέο ξεκίνημα. Βασικά ο Bill Evans εκείνη την περίοδο έψαχνε να βρει μπασίστα, αφού μετά τον
ξαφνικό θάνατο του Scott LaFaro
(7/1961) βρέθηκε κατ’ ουσίαν ξεκρέμαστος. Κάτι (λιγότερο) ο Monty Budwig, κάτι (περισσότερο) ο Chuck Israels, η ουσία είναι πως
πριν το 1966 ο Evans δεν θα είχε δίπλα του έναν μπασίστα έτσι όπως τον ήθελε. Κι
αυτό συνέβη εκείνη τη χρονιά (1966), όταν στο τρίο του μπαίνει ο νεαρός (μόλις
22 ετών) Eddie Gomez, με τον οποίον
θα συνεργαζόταν για τα επόμενα 11 χρόνια, ηχογραφώντας καμμιά 25αριά LP. Το πρώτο, πάντως, άλμπουμ
που έκαναν μαζί (με τον Shelly Manne
πάντα στα ντραμς) ήταν το “A Simple Matter of Conviction”
[Verve 1966, rec. 10/1966], και είναι αυτό
που συμπληρώνει, στην περίπτωσή μας, το “Empathy”. Εδώ, και σε κομμάτια όπως τα στάνταρντ “Stella by starlight” και “Melancholy baby”, διαφαίνεται όλο το
εύρος του πληθωρικού ήχου του Gomez
και, κυρίως, διαφαίνεται η ταχύτητά του, όπως και ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζει
τις πιανιστικές συγχορδιακές διαδοχές και αναπτύξεις.
Κλείνω αυτήν την δεύτερη παρουσίαση των CD της σειράς JAZZPLUS (είχε προηγηθεί το πρώτο μέρος την 26/3/2013 – δες εδώ http://is.gd/2c426Q)
και πάλι με τον Oscar Peterson και το Oscar Peterson Trio (Oscar Peterson πιάνο,
Ray Brown μπάσο,
Ed Thigpen ντραμς).
Τα δύο άλμπουμ είναι: το κλασικό “Night Train” [Verve 1962, rec. 12/1962] και το “The Jazz Soul of Oscar Peterson” [Verve 1959, rec. 7-8/1959]. Το
πρώτο είναι ένα διαμάντι της τέχνης
του μέγα καναδού παίκτη – και ας πρόκειται για μία από τις εμπορικότερες
κυκλοφορίες του… Κλασικά κομμάτια της jazz (συνθέσεις των Duke Ellington, Hoagy Carmichael,
Milt Jackson, Benny Moten, Sy Oliver κ.ά.)
διασκευασμένα με τον προσωπικό του, ξεχωριστό τρόπο. Φοβερό το κλείσιμο με το
δικό του “Hymn to freedom”
– ένα κομμάτι τού σήμερα. Σε άλλο μήκος κύματος και εντελώς προχωρημένο (όπως το ακούω, τώρα) το “The Jazz Soul…” είναι ένα άλμπουμ όχι
τόσο φημισμένο όπως το “Night Train”,
αλλά το ίδιο ξεχωριστό. Μόνο και μόνο για το “The maidens of Cadiz” του Léo Delibes η
βαθμολογία δεν μπορεί να είναι κάτι λιγότερο από «άριστα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου