Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

SANDY COAST η αληθινή αγάπη είναι ένα θαύμα…

Δεν ξέρω πόσοι μπορεί να γνωρίζουν ή να θυμούνται τους Ολλανδούς Sandy Coast, ένα από τα συγκροτήματα που διέπρεπαν στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70. Αν και είχαν ξεκινήσει τη διαδρομή τους το 1961 (τόσο παλαιά) έπρεπε να περάσουν δέκα χρόνια, προκειμένου ένα τραγούδι τους ν’ ακουστεί πολύ – να γίνει κάτι σαν πανευρωπαϊκό hit (την άνοιξη και το καλοκαίρι του ’71). Ήταν το True love, thats a wonder (μια σύνθεση του Hans Vermeulen), που συνδύαζε με ωραίο τρόπο pop και rock passages (θυμηθείτε τους πιο γνωστούς Shocking Blue), βάζοντας φωτιά στα ραδιόφωνα, τα μπαρ και τις ντισκοτέκ της εποχής.
Το τραγούδι ακούστηκε πολύ και στη χώρα μας στο δεύτερο μισό του 1971, αφού είχε κυκλοφορήσει σε (ελληνικό) 45άρι ως… “True love, that’s a wonder/ If” [International Polydor Production NHH 2121 046]. Μάλιστα σ’ ένα (ελληνικό) Top-30 που βρήκα στο blog του Βαλάντη (Spychedelic Sally), δημοσιευμένο στο περιοδικό Μοντέρνο Τραγούδι και Τηλεόρασις (#321, Ιανουάριος 1972), βλέπουμε το “True love, thats a wonder” να βρίσκεται στη θέση 10 τον Δεκέμβριο του ’71 και ακόμη ψηλότερα (στη θέση 6) τον Νοέμβριο της ιδίας χρονιάς (πάνω από τους Sweet, τους Osmonds, την Plastic Ono Band και τους T. Rex). Ακούστηκε πολύ το άσμα και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νίκος Ελληναίος τού έβαλε ελληνικούς στίχους, δίνοντάς το στους Blue Birds, οι οποίοι και το ηχογραφούν ως… «Για να σαγαπάνε (True love that’s a wonder)/ Αλληλούια» [Polydor 2061 107] μέσα στο ’71.
Εκείνη την εποχή οι Sandy Coast ήταν κουιντέτο με μέλη τους Hans Vermeulen τραγούδι, ρυθμική κιθάρα, Onno Bevoort ντραμς, Jan Vermeulen lead κιθάρα, Ron Westerbeek πλήκτρα και Henk Smitskamp μπάσο (πριν στους Willy & his Giants, The Motions, After Tea, Livin’ Blues και αργότερα στους Shocking Blue) και μάλλον μαυτήν την σύνθεση ηχογραφούν τον τέταρτο μεγάλο δίσκο τους, το LP “Sandy Coast” [NL. Polydor 2925 001, 1971], που περιελάμβανε όχι μόνο τα “True love, thats a wonder” και “If”, αλλά και τα “Just a friend” και Sorry”, τραγούδια που απετέλεσαν το επόμενο 45άρι τους. Μάλιστα, το “Just a friend”, που ήταν επίσης πολύ ωραίο, κυκλοφόρησε κι αυτό στην Ελλάδα ως… “Just a friend/ Sorry” [International Polydor Production NHH 2001 250, 1971], δίχως πάντως να σημειώσει την επιτυχία του “True love…”...
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ… και από σπόντα ελληνικό ροκ

Όταν είχα γράψει για πρώτη φορά για την επιστημονική φαντασία, το ελληνικό ροκ κ.λπ. (ρίξετε μια ματιά εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/02/blog-post_19.html) είχα υποσχεθεί πως θα επανέλθω. Και να λοιπόν κάποια ακόμη λόγια με αφορμή μία έκδοση κι ένα εξώφυλλο...
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχε πέσει στα χέρια μου ένα βιβλίο των εκδόσεων Κάκτος, που είχε τίτλο Ανθολογία Επιστημονικής Φαντασίας και που περιελάμβανε διηγήματα των Isaac Asimov, Fritz Leiber, Eric Frank Russell, John Wyndham, E.M. Forster, Chad Oliver, Ron Goulart και Fredric Brown. Τότε, μπορεί να διαβάζαμε χωρίς να καταλαβαίναμε και πολλά (κριτικές, εξάλλου, δεν γράφονταν για τέτοια πράγματα), τώρα όμως, αν ενδιαφέρεται κανείς να το ψάξει αντιλαμβάνεται πως ορισμένοι συνήθιζαν να... γδέρνουν αναγνώστες εκείνες τις εποχές, πουλώντας τους… ό,τι εύρισκαν και ό,τι να ’ναι. Στην εν λόγω ανθολογία του Κάκτου (δεν αναφέρεται έτος κυκλοφορίας, αλλά πρέπει να μιλάμε για τα πρώτα χρόνια του ’80) ακόμη και τα ονόματα των συγγραφέων ήταν γραμμένα-μεταφρασμένα λάθος (Όλιβερ Σαντ αντί για Τσαντ Όλιβερ, Ροντ Γκούλαρ αντί για Ρον Γκούλαρτ, Φρέντερικ Μράουν αντί για Φρέντρικ Μπράουν κ.λπ.), ενώ υπήρχαν και διηγήματα που είχαν αποδοθεί σε «λάθος» συγγραφέα (στο οπισθόφυλλο), αφού είχαν μπερδευτεί μέχρι και οι ρουμπρίκες! Π.χ. το διήγημα Ο Κονρουά και οι Κόπιες του δεν ήταν του Φρέντερικ Μπράουν, αλλά του Ρον Γκούλαρτ. Παρεμπιπτόντως, στη φοβερή αυτή ιστορία ο αποτυχημένος συγγραφέας Κονρουά προέβαλλε τη σκέψη του φτιάχνοντας κόπιες τού εαυτού του, όντας σ’ ένα δικό του πλανήτη, βρίσκοντας έτσι αναγνωστικό κοινό… που δεν ήταν άλλο από τις ρέπλικές του! (Τι μου θυμίζει… τι μου θυμίζει…). Επίσης, κατά έναν παράδοξο τρόπο το βιβλίο δεν διέθετε μεταφραστή(!!) παρά μόνον επιμελητή, ενώ δεν υπήρχε περαιτέρω η παραμικρή πληροφορία για το εξώφυλλο (θα ήταν πολυτέλεια), το οποίον ανήκε στον βρετανό σχεδιαστή Angus McKie.
Δεν χρειάζεται να πω πως εμείς που ακούγαμε μουσική και αγοράζαμε δίσκους εκείνη την εποχή γνωρίζαμε το εξώφυλλο από το (πειρατικό) LP του Βαγγέλη Παπαθανασίου “Hypothesis” [UK. Affinity AFF 11, 1978], στο οπισθόφυλλο του οποίου μπορούσε κάποιος να διαβάσει… cover illustration by Angus McKie. Μάλιστα, και απ’ όσο το έψαξα, την ίδια χρονιά είχε επανακυκλοφορήσει στη Βρετανία (πρώτη έκδοση το 1975) κι ένα βιβλίο του Brian Stableford υπό τον τίτλο Promised Land/ The Third HOODED SWAN Adventure [Pan Science Fiction, London 1978] με το ίδιο ακριβώς εξώφυλλο! (Προφανώς οι άνθρωποι της Charly, στους οποίους ανήκε η ετικέτα Affinity, «δανείστηκαν» το cover από το βιβλίο, για να προωθήσουν την κυκλοφορία τους. Όσοι, δε, έχουν ακούσει το “Hypothesis”, ηχογραφημένο τον Μάιο του ’71 στο Λονδίνο, γνωρίζουν πως δεν είχε ουδεμία σχέση με το μεταγενέστερο electronic/ cosmic/ space έργο του Vangelis και άρα, το cover τού McKie δεν μπορεί παρά να δρούσε παραπλανητικώς). Το Promised Land δεν ξέρω αν έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας, διατίθεται όμως ένα άλλο βιβλίο τού Stableford (Μπράιαν Στέημπλφορντ) υπό τον τίτλο Τα Άνθη του Κακού [Τρίτων, Αθήνα 2005].
Ένα άλλο που παραξένευε σ’ εκείνο το βιβλίο του Κάκτου –κι ίσως ήταν τούτο το πιο… αλλόκοτο απ’ όλα– αφορούσε στην εκτύπωση, που έμοιαζε τουλάχιστον είκοσι χρόνια παλαιότερη! Δεν ήταν μόνον το πολυτονικό, ήταν και ο τύπος των τυπογραφικών στοιχείων που θύμιζε βιβλίο του ’60 (ή και του ’50). Τι είχε συμβεί; Ήταν ολοφάνερο πως εκείνο το παλαιό πλέον βιβλίο του Κάκτου ήταν φωτογραφική ανατύπωση κάποιου ακόμη παλαιότερου (κουράστηκα να βάζω θαυμαστικά).
Δεν ψάχνω μόνον εγώ τα πράγματα, εννοείται, τα ψάχνουν κι άλλοι. Έτσι, μπαίνοντας στο site Greek SciFi Wiki (http://is.gd/Seivti) πληροφορήθηκα πως το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1961, από τις εκδόσεις Γαλαξίας, υπό τον τίτλο Φανταστικά Διηγήματα σε επιλογή και μετάφραση Ροζίτας Σώκου, για να ξανατυπωθεί από τις εκδόσεις Ερμείας/ Γαλαξίας το 1978 υπό τον τίτλο Επιστημονική Φαντασία/ Τα καλύτερα διηγήματα του κόσμου. Η έκδοση του Κάκτου ήταν η τρίτη δηλαδή, κι εκείνη στην οποίαν παραλείπεται το ονοματεπώνυμο της μεταφράστριας και επιμελήτριας, για να αντικατασταθεί από εκείνο ενός ασχέτου (Β. Αναστασιάδης). Και όπως είχε σημειώσει η ίδια η Ροζίτα Σώκου (πάντα από την Greek SciFi Wikihttp://is.gd/lNJTIu): «Κάποτε ρώτησα τον Χατζόπουλο (σ.σ. ιδιοκτήτης των εκδόσεων Κάκτος) γιατί το έκανε κι εκείνος μου απάντησε ότι του έφεραν το βιβλίο, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν αντιγραφή τού δικού μου. Όταν δε τον ρώτησα ποιος ήταν αυτός ο Αναστασιάδης, μου είπε: ‘Ένας υπάλληλός μου’ (σ.σ.!!)»
Όποιος διαθέτει φαντασία θα μπορούσε να συγγράψει μία ωραία ιστορία… ακόμη και αν δεν ήταν επιστημονική…

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

TOONDIST ολλανδική jazz & improv διανομή

Η ToonDist είναι μία ολλανδική εταιρεία διανομής με έδρα το Amsterdam και με αντικείμενο την προχωρημένη jazz. Το motto της είναι: “Creative and Improvised Music from the Netherlands”. Τρία CD της έφθασαν προσφάτως στα χέρια μου – δύο της Evil Rabbit Records και ένα της ΒΒΒ. Κάποια λόγια και για τα τρία…
Όπως διαβάζω στο site της Evil Rabbit: «Η εταιρεία δημιουργήθηκε το 2006 από τον πιανίστα Albert van Veenendaal και τον κοντραμπασίστα Meinrad Kneer. Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο label φτιαγμένο από μουσικούς, απευθυνόμενο σε μουσικούς. Στόχος μας είναι να προβάλλουμε σύγχρονη ΄προχωρημένη’ jazz και αυτοσχεδιαστική μουσική. Αυτές οι μουσικές μπορεί να έχουν τις ρίζες τους στην ευρωπαϊκή παράδοση, είναι όμως πάντα ‘ανοιχτές’ σε πρωτότυπες ιδέες και καινοτόμες εξελίξεις».
Το bartleby the scrivener [Evil Rabbit Records ERR 19, 2013] υπογράφεται από τους Fiorenzo Bodrato κοντραμπάσο, Stefano Battaglia πιάνο, Andrea Massaria κιθάρες, Massimiliano Furia ντραμς κι είναι ηχογραφημένο κάπου στο Udine το 2011. Πρόκειται για ένα improv-jazz άλμπουμ, που αναπτύσσεται σε ένδεκα κομμάτια και συνολικώς σε 75 λεπτά. Με τέσσερα όργανα που μπορεί να εμφανισθούν κάλλιστα σε ρυθμικό ρόλο, το “Bartleby the Scrivener” δεν είναι ένα δύστροπο και εικονοκλαστικό CD (όπως, ίσως, αφήνεται να εννοηθεί). Βεβαίως υπάρχει η «ελευθερία» κινήσεων, φυσικά η διάθεση είναι αυτοσχεδιαστική, όμως, συχνά, μέσα από τις μακριές στο χρόνο «συνθέσεις» αναδύονται μελωδικά σπαράγματα, τα οποία, ενίοτε, αποκτούν οντότητα ξεχωριστή. Για παράδειγμα αναφέρω το “Motionless young man”, εκεί όπου το πιάνο μελωδεί ακαταπαύστως, και μάλιστα με την κιθάρα σ’ έναν κάπως… κιμπορντικό πλαίσιο! Γενικώς, οι τέσσερις μουσικοί έχουν όλο τον χρόνο εμπρός τους προκειμένου να συντάξουν ένα πλάνο δράσης, μέσα από το οποίο φέγγει πρωτίστως το ταλέντο του Battaglia (γνωστός μας από ποικίλες εγγραφές του στην ECM). Είναι αυτό το αφηγηματικό, κινηματογραφικό, ας το αποκαλέσω και «μεσογειακό», πιανιστικό προφίλ, που θα προσαρμόζεται πάντα σε όποια αυθόρμητη απαίτηση.
Στο give no quarter [Evil Rabbit Records ERR 20, 2013] ακούγονται οι Ab Baars τενόρο σαξόφωνο, κλαρινέτο, σακουχάτσι, Meinrad Kneer κοντραμπάσο και Bill Elgart ντραμς. Οι τρεις μουσικοί συλλαμβάνονται σ’ ένα ολλανδικό στούντιο, τον Οκτώβριο του ’11, να επικοινωνούν εντός πλαισίου το οποίο οριοθετούν οι κοινές απόψεις τους, προφανώς, για το αυθόρμητο και το αφηρημένο. Δεκατρία κομμάτια μέσης και μικρής διάρκειας, που δημιουργούν/ προκαλούν καταστάσεις ηχητικού πανικού – όταν ο Baars δεν φυσάει στο σακουχάτσι, ένα όργανο που προσφέρεται από τη φύση του, εξάλλου, για περισσότερο... πνευματικές διαδρομές. Οι μουσικές των τριών αυτοσχεδιαστών δεν είναι, πάντα, άνευ μελωδικού αντικρίσματος, αφού συχνά τα πνευστά «συντονίζονται» σε αφηγηματικές/ περιγραφικές φόρμες, συμβάλλοντας, έτσι, στην αποκρυπτογράφηση τού συνολικού τρόπου δράσης των οργανοπαικτών. Ήτοι, ηχο-εξερευνήσεις πάσης φύσεως και όσον αφορά στα ηχοχρώματα των οργάνων, αλλά και σε σχέση με τις μεταξύ τους παράλληλες ή κόντρα συνομιλίες.
Το Lucebert [BBB BBCD 16, 2013] των Flex Bent Braam είναι μία τελείως διαφορετική περίπτωση. Κατ’ αρχάς το υποκείμενο εδώ είναι μία μικρο-μέγαλη ορχήστρα (Angelo Verploegen τρομπέτα, Walter Wierbos τρομπόνι,  Bart van der Putten άλτο, Oleg Hollmann βαρύτονο, Michiel Braam πιάνο, Tony Overwater κοντραμπάσο, Joost Lijbaart ντραμς), ενώ, περαιτέρω, υπάρχει concept σαφές και διακριβωμένο, που σχετίζεται με μια «μορφή» των ολλανδικών γραμμάτων, τον ποιητή και ζωγράφο Lucebert (1924-1994). Μέλος την avant-garde κίνησης CoBrA (Copenhagen, Brussels, Amsterdam), που άφησε ισχυρό ίχνος στη χώρα στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ο Lucebert κλήθηκε κάποια στιγμή (το 1965) να σχολιάσει το πώς έβλεπε την ολλανδική λογοτεχνική γενιά που εμφανίστηκε μετά τον Πόλεμο, εντός της οποίας και ο ίδιος δραστηριοποιήθηκε. Η απάντησή του ήταν ένα τηλεγράφημα, μία λίστα με τα αγαπημένα του jazz standards (“Better git it in your soul”, “Dizzy atmosphere”, “Misty”, “Get out of town”, “Youre your lover has gone”, “Straight, no chaser”, “I may be wrong”, “So what”, “Lets cool one”, “Hot house”, “The stratus seekers”), τα οποία περιέγραφαν, προφανώς, όλα εκείνα που δεν ήθελε να πει με λόγια. Αυτά τα στάνταρντ αποφασίζουν να διασκευάσουν οι Flex Bent Braam, παρεμβάλλοντας ανάμεσα οκτώ συνθέσεις του πιανίστα Braam, βασισμένες στα Ιαπωνικά Επιγράμματα του Lucebert (ποιητικό έργο να υποθέσω), που γράφτηκαν στα χρόνια του ’50. Το αποτέλεσμα είναι ένα εντελώς «γεμάτο» άλμπουμ (όχι μόνον επειδή αγγίζει τα 80 λεπτά), αλλά και γιατί δίδει την ευκαιρία σ’ αυτήν την ξεχωριστή ορχήστρα να δώσει καθαρό και ευδιάκριτο στίγμα. Πολύ ωραίες ενορχηστρώσεις – με το κομμάτι του Mingus π.χ. που ανοίγει το άλμπουμ να είναι χάρμα ώτων και με το έσχατο (των στάνταρντ), το “The stratus seekers” του George Russell, να δείχνει πώς, με ποιον τρόπο, όχι μόνον ο Lucebert αλλά μία ολόκληρη λογοτεχνική ομάδα ενδεχομένως στοιχήθηκε δίπλα σ’ εκείνους τους συνθέτες, που άλλαξαν τη δομή της jazz την ίδια πάνω-κάτω εποχή. Δεν χρειάζεται να πω πως το δέσιμο ανάμεσα στο παλαιό υλικό και τα θέματα του Braam είναι πασιφανές, κυρίως γιατί τον ολλανδό συνθέτη τον απασχολεί, ως βάση των κομματιών του, το blues και όχι κατ’ ανάγκην η πρωτοπορία – με το “Roes-whirl” να συναγωνίζεται σε «δώσιμο» τα άγια των αγίων.
Επαφή: www.michielbraam.com

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

JOHNNY “HAMMOND” SMITH black coffee

Γράφοντας κανείς για τον Johnny “Hammond” Smith (1933-1997), δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σ’ έναν από τους πιο διακεκριμένους οργανίστες των sixties. Κι είναι έτσι. Από τους χαμοντικούς στυλοβάτες του hard bop και της soul jazz, ο Smith (που πολλοί μπορεί να τον μπερδεύουν με διαφόρους άλλους... Hammond ή Smith), έχτισε μιαν εντυπωσιακή καριέρα στη συγκεκριμένη δεκαετία μέσα από τα απανωτά άλμπουμ του στην Riverside και την Prestige. Το “Black Coffee” [Riverside RS 9442] είναι ηχογραφημένο ζωντανά στο Monterey Club του New Haven την 8/11/1962 και εμφανίζει τον παίκτη μπροστά από ένα σχήμα (άνευ μπασίστα φυσικά) να ερμηνεύει δικά του κομμάτια, αλλά και versions, βγάζοντας ένα κάπως… rock feeling. Ευθύνεται βεβαίως η κιθάρα του Eddie McFadden ως ένα βαθμό, όμως είναι και τα ντραμς του Leo Stevens που κάνουν καλή δουλειά, όπως και το τενόρο του Seldon Powell (στα πέντε από τα οκτώ κομμάτια). Μάλιστα, αν κάποιος ακούσει, χωρίς να ξέρει (λέμε τώρα...), μπορεί και να υποθέσει πως πρόκειται για κάποιο «σκοτεινό» early sixties british blues LP… Λίγο από Alexis Korner, λίγο από Graham Bond… τέτοια πράγματα… Το φερώνυμο “Black coffee” είναι τραγούδι του ’48 γραμμένο από τον Sonny Burke πάνω σε στίχους του Paul Francis Webster. Έγινε δε επιτυχία από την Sarah Vaughan το 1949, την Peggy Lee το 1953, αργότερα την Ella Fitzgerlad και δεκάδες ακόμη. Το έχουν πει μάλιστα (σε δίσκο) και δύο Ελληνίδες. Η Aλέξια στο “In a Jazz Mood” [BMG/RCA, 1996] και η Νάνα Μούσχουρη στο “Nana Swings” [Mercury, 2003]…

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 μέρες αργίας

Τα λέγαμε πριν λίγο καιρό (2/12/2013), στην ανάρτηση για τους Γκομπιντίμπου, για την τάση (ας την αποκαλέσω έτσι), να μετατρέπονται εσχάτως ηχογραφήσεις κασετών του ’80 σε LP. Σ’ εκείνη την ίδιαν ανάρτηση είχα αναφέρει, μάλιστα, και την γιαννιώτικη κασέτα «0651» [Βάρκα 08, 2/1985] στην οποίαν ακούγονταν τα γκρουπ Επιπτώσεις, Κεφάλαιο 24, Φυσιολατρικός Σύλλογος κ.ά., ως μία καλή περίπτωση δυνητικής μετατροπής MC σε LP, αγνοώντας πως ήδη αυτό είχε συμβεί λίγο νωρίτερα, όταν η εταιρεία ειρκτή, εξέδιδε σε 321 κόπιες βινυλίου ένα άλμπουμ των Κεφάλαιο 24 («Μέρες Αργίας»), με εγγραφές των ετών 1984-85. Μάλιστα, όπως διαπίστωσα μόλις πριν λίγο, άλλο ένα γκρουπ από εκείνη την κασέτα, οι Μεταλλακτικοί Επικίνδυνοι, είδε, κι αυτό, ένα βινύλιο με εγγραφές του να κυκλοφορεί μετά από 30 χρόνια (Geheimnis Records). Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως γίνεται χαμός…
Για τους Κεφάλαιο 24 γενικώς δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, καθότι πρόκειται για ένα γκρουπ που το γνωρίζει και το σέβεται ο κόσμος, αφού όλες οι δουλειές του είναι από εξαιρετικές και πάνω (το «Ευρετήριο των Συμπτώσεων» π.χ. από το 1995, όπως και το “Tin Invaders” από το 1988 είναι άλμπουμ στα οποία δύσκολα εντοπίζεις ψεγάδι – δισκάρες!). Αφήνοντας λοιπόν τις ήδη γνωστές (τέσσερις) κυκλοφορίες, εκείνο που πρέπει εξ αρχής να σημειώσω είναι πως σ’ αυτές τις πρώιμες εγγραφές διαφαίνονται πολλά από τα στοιχεία που θα έκαναν το γκρουπ ξεχωριστό τα αμέσως επόμενα χρόνια, δημιουργώντας τον δικό του «μύθο». Έτσι λοιπόν το LP της ειρκτής, που ως έκδοση στέκει πολύ καλά έχοντας δυνατή εγγραφή, περιλαμβάνει κομματάρες, τις οποίες υποστηρίζουν με αξιοζήλευτη επάρκεια δύο μόλις άτομα, ο Αντώνης Λιβιεράτος keyboards, φωνή, κιθάρα, φυσαρμόνικα, ταινίες, drum machine και o Βαγγέλης Μπουλουχτσής μπάσο, πιάνο, κιθάρα, ταινίες, drum machine.
Πλευρά Α. Τρία κομμάτια από την κασέτα «0651» (2/1985) κι ένα ανέκδοτο. Ας τ’ ακούσουμε… «Στη σήραγγα». Αν και στην αρχή το κομμάτι μου θύμισε κάτι από το θρυλικό electro σήμα τού «Μεθοριακού Σταθμού» (ELO και τα ρέστα, οι παλαιοί γνωρίζουν…), προσαρμοσμένο φυσικά στις 80s απαιτήσεις (με το drum machine και τη συνολικότερη διαχείριση), στην πορεία τούτο ξεφεύγει προς αδιόρατες electro-psych κατευθύνσεις. Πολύ καλό… και «μπροστά» απ’ οτιδήποτε άλλο (σχετικό) είχε ηχογραφήσει μέχρι εκείνη την εποχή οποιοδήποτε ελληνικό συγκρότημα. «Μια μάζα». Υπάρχουν στίχοι, ελληνικοί, αλλά όχι τραγούδι. Υποτυπώδης οργανική συνοδεία… ελεκτρο-πάνκικης αισθητικής. Η προετοιμασμένη ηλεκτρική κιθάρα του Νίκου Κύρου προσθέτει σε… χάος. «Η μυστηριώδης εξαφάνιση του Ερμή». Απλό, αργό, electro, με ωραία breaks από το όργανο. (Στο βάθος αφόρητη sixties οργανική προσαρμογή, μπροστά eighties εφηρμοσμένη ρυθμική). «Ο Μάης δεν θα ’ρθει…». Ένα από τα high-lights του LP. Εξαιρετικό ελληνόφωνο electro, με τα breaks του μπάσου να «σκοτώνουν» και τα πλήκτρα να φτιάχνουν, ως συνήθως, όλο το παιγνίδι. Το κομμάτι έχει μια «παγερή» μελωδική γραμμή (από κουπλέ σε κουπλέ – ας το πω έτσι) που σε οδηγεί σ’ ένα νωχελικό intermezzo πριν το αναμενόμενο κλείσιμο.
Πλευρά Β. Τρία κομμάτια από την κασέτα «Κεφάλαιο 24» [Βάρκα 09, 6/1985] κι ένα ανέκδοτο.  Το «Μέρες αργίας» είναι ένα παράξενο τραγούδι (δεν κρίνω από τους στίχους). Θα μπορούσε να το αποκαλέσει κάποιος ακόμη και rock, παρότι αυτό δεν είναι προφανές. Είναι η δομή, δηλαδή, του τραγουδιού που το πάει αλλού. Ο Peter Hammill είναι οπωσδήποτε μιαν αναφορά (πάντα ήταν για το Κεφάλαιο 24), όμως όλη αυτή η πρακτική με τις αλλαγές των ρυθμών, τα απότομα κοψίματα, τα μελωδικά σπαράγματα, τα απρόβλεπτα breaks, τα «πιεσμένα» φωνητικά φαίνεται πως είναι κάτι που είχε δουλευθεί από τους γιαννιώτες(;) μουσικούς από πολύ νωρίς· πριν φθάσουμε δηλαδή στο “Tin Ιnvaders” (ένα από τα κορυφαία LP της δεκαετίας κατά το δισκορυχείον... αν θυμόσαστε). Σε κάθε περίπτωση το «Μέρες αργίας» είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι. «Η άποψη του καθρέφτη». Πάνω σε μια ρυθμική λούπα (ή κάτι σαν λούπα), ο Λιβιεράτος... εναποθέτει λίγους στίχους. Ασφυκτικό track (από τους στίχους, απ’ όλα), με μεγαλύτερη λειτουργικότητα ίσως τότε, απ’ ό,τι τώρα. «Περιορισμένη ορατότητα». Χωρίς λόγια. Περισσότερο prog πειραματική σύνθεση, με το μπάσο του Μπουλουχτσή σε συνεχή breaks και με τα keyboards σε έναν κάπως σχολιαστικό ρόλο. «Φυτώριο κεραιών». Μικρής διάρκειας αλλά εμπνευσμένο electro, που θα μπορούσε να απλώνεται στο χρόνο. Παρότι σύντομο δονεί και θέλγει.
Εν ολίγοις; Το «Μέρες Αργίας» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον LP· και σε κάθε περίπτωση αντάξιο της φήμης, που έχουν διαχρονικώς στ’ αυτιά μου οι μουσικές των Κεφάλαιο 24.
Επαφή: www.eirkti.com

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

CITY NIGHTS jazz από την Σουηδία

Πριν λίγο καιρό έλαβα ένα CD από την Στοκχόλμη, από έναν ελληνικής προφανώς καταγωγής μουσικό ονόματι Andreas Hourdakis. Το όνομα δεν μου ήταν εντελώς άγνωστο, αλλά σε πρώτη φάση δεν μπορούσα να προσδιορίσω από πού το ήξερα, που το είχα διαβάσει/ακούσει. Ψάχνοντας στο internet μού λύθηκε αμέσως η απορία. Ο Hourdakis έπαιζε κιθάρα στο έξοχο “Thread of Life” [ACT Music + Vision, 2011] του Magnus Öström, ενώ, λογικώς, παρευρέθη και στη Θεσσαλονίκη την 3/10/2013, όταν στο πλαίσιο των Δημητρίων 2013, εμφανίστηκε με το συγκρότημα του Öström και τον πιανίστα Νικόλα Αναδολή. Το σημερινό σχήμα στο οποίο συμμετέχει ο Hourdakis ονομάζεται City Nights (Nils Janson τρομπέτα, πλήκτρα, Andreas Hourdakis κιθάρες, Martin Höper μπάσο, Chris Montgomery ντραμς) και προσφάτως ηχογράφησε το παρθενικό φερώνυμο CD του [Reach Up/ Plugged].
Επειδή τα μέλη των City Nights δεν είναι τυχαίοι μουσικοί (έχουν εμφανισθεί με τους Koop, την Rigmor Gustafsson, τον Magnus Öström φυσικά και διαφόρους άλλους) το αποτέλεσμα διαθέτει την jazz στάμπα της τοπικής σκηνής – το συνθετικό υλικό, με άλλα λόγια, που αποδεικνύεται υπερεπαρκές εν προκειμένω και με άψογο τρόπο ερμηνευμένο. Βασικά, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ηλεκτρικό jazz άλμπουμ, στο οποίο συνεισφέρουν τόσο ο τρομπετίστας Janson (προβάλλοντας την απαραίτητη coolness), όσο και ο Χουρδάκης με τα περίτεχνα soli του, που εμφανίζουν jazz, fusion, rock ακόμη και «μεταλλικές» αναφορές. «Δουλεμένες» συνθέσεις που ρέουν με άνεση, σχήματα ρυθμικά που η επανάληψή τους, σε συνδυασμό με το κιθαριστικό «πλάκωμα», δημιουργούν ασυνήθιστα κρεσέντι, και βεβαίως πλείστες όσες funky και contemporary αναφορές, που φέρνουν το “City Nights” κοντά στα δυτικο-αμερικανικά, αισθητικά, τζαζ πλαίσια. Απλό, ευχάριστο άλμπουμ, που συνδυάζει φινέτσα και δύναμη.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΤΕΟΣ ΣΑΛΑΠΑΣΙΔΗΣ σχέδιο για προσευχή

Εικοσιτετράωρα αιώνων σκυφτός – Θεέ,
στης πόρτας μου τα σιδερένια σκαλιά. 
Της αλήθειας σου το κρύο πάγωσε στα γένια σου
και περιμένεις...
Περίμενε, έχω δουλειά!
Στρώνω με τον πυρετό μου ένα σχέδιο: 
«Κατάληψη εξουσίας»
και χρειάζομαι τώρα διαβήτες, μπιστόλια, 
κι ανθρώπους.
Να ’χουνε χέρια γερά, να δουλεύουν, να ιδρώνουν. 
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Έλα αύριο, χαράματα που θα πιάσουμε μάχη, 
έλα να γίνουμε φίλοι.
Με χοντροπάπουτσα παρτιζάνος-στρατιώτης 
στην ίδια γραμμή πυρός. Έλα.
Σε περιμένω στην είσοδο του εργοστασίου 
πάνω στ’ αυλάκια των χωραφιών
στα καμένα χωριά της υπαίθρου 
στο καμένο χώμα των πόλεων.
Σε περιμένω στην αίθουσα αναμονής 
για την Επανάσταση,
πρώτη θέση. 
Θα με βρεις τραγουδώντας
καβάλα σ’ ένα βουνό ανθρακίτη 
σ’ ένα κύμα της θάλασσας
στης Νορμανδίας το ψηλότερο κατάρτι 
σπήκερ στον πύργο του Άιφελ
σε μακεδονήσια θημωνιά γλυκοφιλώντας ένα κορίτσι. 
Εκεί που δεν κοίταξες ποτέ – δίπλα σου,
θα με βρεις υψώνοντας τη γροθιά σου 
κοιτώντας αντρίκεια, σφυρίζοντας
«ένας σύντροφος καινούργιος». 
Θα σε γνωρίσω. Να κρατάς Ριζοσπάστη,
σύνθημα-παρασύνθημα: Χαρίλης-Θεσσαλονίκη. 
Θα ’χω στ’ αυτιά μου κόκκινους ήχους
στα μάτια μου συνωμοτική γαλήνη. 
Θα φοράω αρβύλες μπαλωμένες με χιόνι,
πλεγμένο αντάρτικο σκουφί στον αργαλειό της θύελλας 
με νήματα βροχής.
Θα ’χω τ’ αμπέχωνο μ αγέρα κουμπωμένο – την άνεση 
τυλιγμένη στο λαιμό μου,
ένα τρύπιο κασκόλ. 

Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Στην ίδια διμοιρία θα σου δώσω 
στο δίπλα χαράκωμα μια θέση βολής.
Αν θέλεις, έλα! 
Είναι στη γη μας καλύτερα. 

Το ποίημα Σχέδιο για Προσευχή του Τέου Σαλαπασίδη (1924 - 1983) δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα (τεύχος 38 τής 8/3/1946), υπό το ψευδώνυμο Νίκος Νικολαΐδης. Η αντιγραφή έγινε από το βιβλίο Τέος Σαλαπασίδης, Μια παρουσίαση από τον Κώστα Βούλγαρη [Γαβριηλίδης/εκ νέου, Αθήνα 1999].
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΗΟΤ CUP RECORDS νέες κυκλοφορίες

Έχω γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον για κυκλοφορίες τής νεοϋορκέζικης Hot Cup. Πρόκειται για ένα label, που, ενώ βασίζεται στην τζαζ παράδοση, στην πορεία αυτή ακριβώς η παράδοση διαστρέφεται, για να μας επισκεφθεί κάπως αλλιώς· ορισμένες δε φορές... εντελώς αλλιώς.
JONATHAN MORITZ TRIO: Secret Tempo
Όχι συνήθης… αλλά όχι και σπάνια μορφή jazz-trio. Jonathan Moritz τενόρο και σοπράνο σαξόφωνο, Shayna Dulberger κοντραμπάσο, Mike Pride ντραμς, κρουστά – ένα τρίο δηλαδή με σαξόφωνο, μπάσο, ντραμς (και χωρίς πιάνο), κατ’ αναλογίαν αν θέλετε με τα jazz-trios του Sonny Rollins (στα 50s), ή του Branford Marsalis (στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ’90). Από την μια μεριά το συγκεκριμένο setting λοιπόν, και από την άλλη νέοι μουσικοί ξανά στις επάλξεις, έτοιμοι να εξερευνήσουν (και αυτοί) τις δυνατότητες των οργάνων τους, δημιουργώντας τα δικά τους δεδομένα.
Εδώ, οι… δοκιμές και οι πειραματισμοί αφορούν σε όλο το σώμα μιας jazz σύνθεσης – και φυσικά με την «ταυτότητα» και τον «αέρα» που παρέχει ο αυτοσχεδιασμός. Διαμορφώνονται δηλαδή συνθήκες, ώστε να υπάρξουν αναζητήσεις και σε σχέση με τα tempi και τον μελωδικο/ αρμονικο/ ρυθμικό τομέα, αλλά και σε σχέση με τα μέτρα, πράγμα το οποίον φανερώνουν, απολύτως, οι τίτλοι των επτά συνθέσεων (“Medium, “Fast”, “Ballad”, “Melody”, “Harmony”, “Rhythm”, “7779”). Αν και το “Secret Tempo” μοιάζει, ενδεχομένως, με μια σειρά μαθημάτων ενός τζαζ σεμιναρίου, στην πραγματικότητα είναι ένα πολύ ενδιαφέρον άλμπουμ, με παιξίματα και ιδέες όσον αφορά στα ρετζίστρα των οργάνων, που δεν είναι «κοινός τόπος» για το ηλικιακό πλαίσιο των τριών παικτών. Η Hot Cup, εταιρεία με μεγάλη προσφορά στη σύγχρονη jazz (εγγραφές των Mostly Other People Do the Killing, του Sam Kulik, του επίσης… piano-less γκρουπ τού Jon Irabagon να υπενθυμίσω), προσφέρει, έτσι, άλλο ένα «δύσκολο», αλλά πολύ ενδιαφέρον μέσα στην ιδιαιτερότητά του άλμπουμ, που αφορά, όπως και να το κάνουμε στον πυρήνα των jazzheads.
MOSTLY OTHER PEOPLE DO THE KILLING: Red Hot
Γράφει 2012 στο οπισθόφυλλο το “Red Hot” [Hot Cup 125], κυκλοφόρησε όμως την 24/9/2013. Πρόκειται για το δεύτερο άλμπουμ των Mostly Other People Do the Killing (MOPDtK) που τυπώθηκε μέσα στη χρονιά, αφού είχε προηγηθεί νωρίτερα το “Slippery Rock!” [Hot Cup 123] – αν έχετε χρόνο κοιτάξτε εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/05/jon-lundbom-big-five-chord-mostly-other.html. Οι MOPDtK είναι ένα από τα πιο σημαντικά σχήματα της νέας τζαζ, μία πολυμελής εδώ ομάδα (Peter Evans τρομπέτα, Jon Irabagon σαξόφωνα, David Taylor μπάσο τρομπόνι, Brandon Seabrook μπάντζο, ηλεκτρονικά, Ron Stabinsky πιάνο, Moppa Elliott μπάσο, Kevin Shea ντραμς, κρουστά) γενικώς σταθερής line-up, αλλά και με δυνατούς guests πολύ συχνά, που λειτουργεί εσχάτως με κάποιο concept. Παράξενο (το concept), όχι προφανές και πολλάκις δημιουργικό, αφού δίνει την ευκαιρία στα μέλη του γκρουπ να αποδείξουν όχι μόνο το πόσο παικταράδες είναι, αλλά με ποιον ακριβώς τρόπο μπορεί να διαμορφώνουν πρωτότυπα «σκηνικά», κερδίζοντας αμέσως τις εντυπώσεις (και στην πορεία την ουσία). Έτσι, αν στο “Slippery Rock!” οι MOPDtK επιχείρησαν να προσεγγίσουν την pop πλευρά της jazz, όταν αυτή (η jazz), ως smooth, έδινε κι έπαιρνε εκεί στα τέλη των 70s και τις αρχές των 80s, στο “Red Hot” βάζουν στο στόχαστρό τους την jazz και το blues της δεκαετίας του… ’20! Δεν διασκευάζουν, αν αυτό αφήνεται να εννοηθεί, αλλά δανειζόμενοι το ύφος, ενδεχομένως και κάποια passages, των συνθέσεων, ή του τρόπου συνθέσεως της εποχής (π.χ. Louis Armstrong and His Hot Five και… His Hot Seven), προσφέρουν ένα εντελώς δικό τους έργο, απολαυστικό οπωσδήποτε και συνάμα ριζοσπαστικό – υπό την έννοια πως βρίσκουν τον τρόπο να παρεισφρήσουν στις συνθέσεις των MOPDtK ακόμη και τα ηλεκτρονικά, ή και ο, εξ αυτών, ελεγχόμενος θόρυβος. Το αποτέλεσμα είναι, για ακόμη μία φορά, υπεράνω των προσδοκιών μας. Οι μουσικές ρέουν αβίαστα, τα soli είναι ελεγχόμενα και μετρημένα, και βεβαίως οι αυτοσχεδιασμοί, που ξεφεύγουν συχνά, από το… πνεύμα της εποχής, φανερώνουν αστείρευτο ταλέντο, μεράκι και φαντασία, δίνοντας μιαν άλλη και εν τέλει μιαν… απίστευτη εικόνα τής τζαζ τής «χρυσής εποχής». Ένα σημαντικό CD!
Επαφή: www.hotcuprecords.com