Ο Alexis Korner και ο Cyril Davies υπήρξαν, ως γνωστόν, οι πιο τρανοί στυλοβάτες του british blues, και κατ’ επέκταση οι άνθρωποι
που έδωσαν την πρώτη ώθηση στο βρετανικό rock, μιας και από τους Blues Incorporated, έστω και για μια βραδιά, πέρασαν οι πάντες (Charlie Watts, Jack Bruce, Ginger Baker, Mick Jagger, Brian Jones, Paul Jones, John Mayall, Graham Bond, Long John Baldry, Davy Graham, Art Wood, Duffy Power…). Η προσφορά τους λοιπόν
υπήρξε δεδομένη και αδιαμφισβήτητη· τα ξέρουν αυτά οι φίλοι του rock και του blues και δεν χρειάζεται να
πω περισσότερα. Εκείνο που έχει νόημα να κάνω –έστω και με θλιβερή αφορμή, αφού
αυτόν τον μήνα συμπληρώθηκαν 30 και 50 χρόνια από τον θάνατό τους (ο Alexis Korner πέθανε την 1/1/1984,
ενώ ο Cyril Davies
την 7/1/1964)– είναι να ανατρέξω στην κοινή πορεία τους, δίνοντας κάποιες περισσότερες
λεπτομέρειες για τον Davies,
που αποτελεί ένα άγνωστο, γενικώς, κεφάλαιο στη χώρα μας…
Δισκογραφικώς οι δυο τους θα εμφανισθούν για πρώτη φορά, μαζί,
στο τέλος του 1956, όταν συνόδευσαν την τραγουδίστρια Beryl Bryden σε
δύο κλασικά skiffle θέματα. Τα “Kansas City blues” και “Casey Jones”. Η Bryden, μία από τις πιο σταθερές γυναικείες
παρουσίες στις σκηνές της trad jazz και του skiffle,
συμμετείχε παίζοντας washboard στην ιστορική εγγραφή της περιόδου “Rock island line”, ως μέλος του Lonnie Donegan Skiffle Group, ενώ στο δεύτερο μισό των
sixties θα γνωρίσει ιδιαίτερη επιτυχία στην Ανατολική Ευρώπη (Τσεχοσλοβακία,
Πολωνία), όπου και θα ηχογραφήσει. (Η Bryden συμμετείχε στο Jazz Jamboree του 1968 στην Βαρσοβία, μαζί με τους Ernst-Ludwig Petrowsky, Vadim
Ludvikovsky κ.ά.). Το πρώτο γκρουπ που
θα σχηματίσουν οι
Alexis Korner και Cyril Davies ήταν οι Alexis
Korner’s Breakdown, νωρίς το 1957, με μέλη τους Cyril
Davies φωνή, κιθάρα, φυσαρμόνικα, Alexis Korner φωνή, κιθάρα, μαντολίνο, Terry Plant μπάσο και
Mike Collins washboard. Το συγκρότημα μπορεί να
μην έζησε πολύ, πρόλαβε όμως να ετοιμάσει ένα αναγνωρισμένο μέσα στα χρόνια
10ιντσο LP (επανεκδόθηκε
το 1970 και το 1984) στην εταιρεία 77 του Doug Dobell (ο ίδιος είχε και δισκάδικο στο νούμερο 77 της Charing Cross Road). Τα κομμάτια, φυσικά,
ήταν skiffle ηχογραφημένα στον ναό της εποχής, το Roundhouse (13/2/1957).
Διαβάζοντας κανείς το ενδιαφέρον βιβλίο Alexis Korner του Harry Shapiro, που κυκλοφόρησε το
1996 στις εκδόσεις Bloomsbury,
καταλήγει εύκολα μάλλον στο συμπέρασμα πως αυτοί οι δύο μουσικοί ήταν εντελώς διαφορετικοί
ως χαρακτήρες. Ο Korner περισσότερο άνετος, κοσμοπολίτης και με χιούμορ, ο Davies περισσότερο δύστροπος,
οξύθυμος και λαϊκός, τυπικό δείγμα της αγγλικής εργατικής τάξης της εποχής,
εκείνης που απαθανάτισε τόσο «στεγνά» η σκηνή του free cinema. Και όμως αυτοί οι δύο
τόσο αλλιώτικοι άνθρωποι, είχαν κάτι κοινό, που τους έφερε μαζί για κάμποσα
χρόνια. Την αγάπη τους για τα blues,
για ’κείνα τα παλαιά «αρχαϊκά» τραγούδια που αποστήθιζαν από τους δίσκους του Josh White, του Jimmy Yancey και
του Lead Belly.
Γύρω από την καταγωγή του Korner,
αλλά και για τον τόπο που υποτίθεται πως γεννήθηκε (το Παρίσι όπως αναφέρεται
παντού), ο Shapiro, ερευνώντας
το γενεαλογικό του δένδρο, κατέληξε τότε (το 1996) σε ορισμένα συμπεράσματα, τα
οποία για πρώτη φορά θα εμφανίζονταν στην βιβλιογραφία. Με βάση αυτά λοιπόν,
πατέρας του Alexis Korner ήταν ο Εβραίος, γεννημένος στην Βιέννη, Emil Κörner και μητέρα του η Σαπφώ Απέργη, γεννημένη στην
Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς γνωρίστηκαν το 1926 και παντρεύτηκαν στο Kensington το
1927 –εκεί όπου βρέθηκαν ύστερα από διάφορες περιπλανήσεις–, για να γεννηθεί ο Alexis Andrew Nicholas Körner (όπως ήταν το πλήρες όνομά του) την 19/4/1928 κατά πάσα
πιθανότητα στο Λονδίνο· με το Παρίσι να αναφέρεται από την μητέρα ως τόπος
γέννησης, πάντα κατά τον Shapiro,
επειδή πίστευε (η μητέρα) πως θα ελάμβανε καλύτερη φροντίδα για το παιδί της
στην Γαλλία (εκεί όπου είχε καλύτερες «άκρες» ο σύζυγός της). Λεπτομέρειες θα
μου πείτε, που έχουν όμως κάποια σημασία, κυρίως όσον αφορά στην αίσθηση του
πλάνητα που «σκέπαζε» την οικογένεια και η οποία απεδείχθη ουσιώδης στην
διαμόρφωση του χαρακτήρα του Korner.
Όσον αφορά, δε, σ’ εκείνες τις τελείες πάνω από το “ö” (στο Körner), στην Αγγλία δεν είχαν νόημα. Το «Κέρνερ», όμως, ήταν πλέον
«Κόρνερ».
Γεννημένος το 1932 και με καταγωγή ουαλλική, ο Cyril Davies μεγάλωσε στο Denham. Μικροπαντρεμένος, διαμόρφωσε
από νωρίς έναν σκληρό και ατίθασο χαρακτήρα, δίχως την παραμικρή διάθεση να
σηκώνει πολλά-πολλά (ο Shapiro
τα λέει αυτά). Οι δύο μουσικοί πρέπει να συναντήθηκαν για πρώτη φορά προς το
δεύτερο εξάμηνο του 1956, όταν ο Korner ήταν ήδη κάποιο όνομα στο London Skiffle Club και
στο Roundhouse pub,
στην Wardour Street στο Soho
(μάλιστα είχε δισκογραφήσει ως μέλος των Ken Colyer’s Skiffle Group
ένα 10ιντσο LP, ένα EP και
δύο 45άρια/78άρια, άπαντα στην Decca).
Σ’ αυτά τα μαγαζιά θαμώνας των οποίων ήταν ο Davies, πρέπει να έγινε η πρώτη επαφή. Ο Korner χειριζόταν
ήδη ακουστική κιθάρα και μαντολίνο, ενώ ο Davies που έπαιζε κι αυτός ερασιτεχνικώς στην trad μπάντα των Steve Lane’s Southern Stompers, είχε καταγίνει στο
μπάντζο, την 12χορδη κιθάρα και λιγότερο στη φυσαρμόνικα, με την οποία τον
συνδέσαμε αργότερα.
Από αριστερά: Cyril Davies - Alexis Korner (η φωτογραφία είναι από το βιβλίο του Shapiro) |
Πέντε μήνες αργότερα οι δυο τους μπαίνουν στο στούντιο, αυτή
τη φορά για την Decca (για
το παράλληλο label Tempo,
που ειδικευόταν στην jazz,
το folk και τα blues) και με αλλαγμένη line-up, αφού είχε προστεθεί το πιάνο του Dave Stevens και
το μπάσο του Chris Capon
(είχε αντικαταστήσει τον Terry Plant),
γράφουν ένα 45άρι κι ένα EP,
τα οποία εμφανίστηκαν στην αγορά ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του ’58. Ο τίτλος
του EP
ήταν “Blues from the Roundhouse Vol.1”
και συμμετείχαν σ’ αυτό οι Alexis Korner Skiffle Group.
Ήταν η περίοδος κατά την οποίαν στην Βρετανία άρχισαν να καταφθάνουν jazz και blues μπάντες
από την Αμερική, εκσυγχρονίζοντας όχι μόνον τα γούστα των ακροατών, αλλά και
αυτών ακόμη των μουσικών. Αναφέρομαι κυρίως στην παρουσία του Big Bill Broonzy την
άνοιξη του ’57, στην περιοδεία του Modern Jazz Quartet τον Φεβρουάριο του ’58, σ’
εκείνην του Muddy Waters το φθινόπωρο της ιδίας χρονιάς και βεβαίως στην επίσκεψη του
Charles Mingus το καλοκαίρι, πια, του ’61. Αυτά τα ονόματα έπαιξαν
αποφασιστικό ρόλο στα γούστα των Korner και Davies, οδηγώντας τους συν τω χρόνω προς
μιαν αισθητική περιοχή εντελώς διαφορετική (για τον καθέναν), η οποία
προοιώνιζε κατά έναν τρόπο και την μετέπειτα σύγκρουσή τους. Ο Korner, και φυσικά ο Davies, βλέποντας τα
περιορισμένα πλαίσια εντός των οποίων λειτουργούσε το skiffle, αποφασίζουν την σταδιακή
απεξάρτησή τους από το «τελειωμένο» είδος. Αν στο προηγούμενο EP τους, το “Blues from the Roundhouse Vol.1”, το σχήμα ήταν οι Alexis Korner Skiffle Group, τώρα, τον Απρίλιο του
’58, στο “Vol.2”, εμφανίζεται
για πρώτη φορά το όνομα Alexis Korner’s Blues Incorporated, παρόλη την
παρουσία στην ηχογράφηση του οργάνου φετίχ του skiffle, του μπουγαδόξυλου. Ήταν όμως το
τέλος μιας εποχής και σιγά-σιγά η αρχή μιας άλλης, που θα ’σκαγε σχεδόν με την
αυγή της νέας δεκαετίας.
Ο Korner,
παρότι δεν ήταν αυτό που λέμε «πολιτικός ακτιβιστής», ένοιωθε πολύ κοντά στην
αριστερή καταβολή της τοπικής folk σκηνής, εκτιμώντας και κάνοντας παρέα με ανθρώπους όπως οι folklorists A.L. Lloyd και Ewan MacColl, αμφότεροι μέλη του Communist
Party of Great Britain (CPGB). Επίσης, ανοιχτός ων στα νέα ρεύματα, εξετίμησε
σφόδρα την περίπτωση Charles Mingus συνδεόμενος μαζί του με φιλία, όπως εξάλλου και με τον
Big Bill Broonzy, τον οποίον είχε
προλάβει να γνωρίσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Αυτοί οι δύο μουσικοί, ο Mingus και
ο Broonzy, απετέλεσαν τις
μεγαλύτερες επιρροές του Korner
(εκείνη τουλάχιστον την εποχή) καθορίζοντας την σχέση του με τον blues/ jazz ήχο, τον
οποίον απολαμβάνουμε όλοι μας… π.χ. στο ιστορικό LP “R&B from the Marquee”.
Αντιθέτως, ο Davies ήταν πάντα πιο προσγειωμένος. Δύσθυμος, καυγατζής, πότης και
δυστυχώς με σοβαρά προβλήματα υγείας από πολύ νωρίς, έπαθε πλάκα όταν είδε για
πρώτη φορά ζωντανά τον Muddy Waters.
Πίστεψε έτσι, αμέσως, στην νέα δύναμη του ενισχυμένου ηλεκτρικώς Chicago blues, βάζοντας ως σκοπό στην
τέχνη του να μεταφέρει τον ήχο του στην Μεγάλη Βρετανία. Δεν χρειάζεται να
ξαναπώ πως ήταν ο πρώτος που το έπραξε πολύ πριν ή απλώς πριν τους Rolling Stones, τους Animals, τον John Mayall, τους Yardbirds και όλους τους
υπολοίπους.
Όταν ηχογραφήθηκε το “R&B from the Marquee”,
στο στούντιο της Decca στο Λονδίνο την 8/6/1962, ο Cyril Davies είχε στο γκρουπ τη
θέση του τραγουδιστή και αρμονικίστα. Δίπλα του ο Alexis Korner ήταν στην ακουστική
κιθάρα, ο Dick Heckstall-Smith στο
τενόρο, ο Keith Scott
στο πιάνο, ο Spike Heatley στο κοντραμπάσο, ο Graham Barbidge στα ντραμς, ενώ τραγουδούσε
ακόμη ο Long John Baldry
κι έκανε φωνητικά ο Big Jim Sullivan.
Το άλμπουμ αυτό, που είναι το πρώτο στην ιστορία του british r&b, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο της ιδίας
χρονιάς, όταν πλέον στο γκρουπ είχαν σημειωθεί διάφορες αλλαγές, αφού
πηγαινοέρχονταν οι άγνωστοι τότε Charlie Watts, Jack Bruce, Ginger Baker, Mick Jagger, Brian Jones και
Paul Jones. Ο ήχος αντανακλά τα
πιστεύω του Korner, αυτόν
τον ιδιαίτερο jazz/ blues συνδυασμό (όχι τυχαίως
ο Dick
Heckstall-Smith ακούγεται σαν Sonny Rollins), που έμελε για πάντα
να τον καθορίσει, ακόμη και όταν άφηνε την ακουστική κιθάρα του για να πιάσει
την ηλεκτρική. (Ηλεκτρική κιθάρα ο Alexis Korner πρέπει να πρωτοέπαιξε σε δίσκο τον
Αύγουστο του 1961, ως μέλος της μπάντας του Chris Barber, συνοδεύοντας τον αμερικανό τραγουδιστή και αρμονικίστα Jimmy ή
James Cotton – από ’κει προέκυψαν
δύο 7ιντσα EP στην Decca). Αντιληπτό λοιπόν
γιατί σ’ ένα τέτοιο σχήμα, όπως οι Blues Incorporated, ο Cyril Davies έδειχνε να ασφυκτιά. Τα πράγματα θα σπάσουν τελείως όταν τον
Οκτώβριο του 1962 θα μαθευτεί πως ο Korner ετοιμαζόταν να καλέσει στην μπάντα
τον σαξοφωνίστα τού Don Rendell,
τον Graham Bond.
Ο Davies βλέποντας πως τα δικά του όνειρα για έναν καθαρό ηλεκτρικό
ήχο, δεν υπήρχε περίπτωση να πραγματοποιηθούν στους Blues Incorporated, αποχωρεί. Η
τελευταία κοινή εμφάνισή τους (10/1962) αφορούσε σε δύο flexi δισκάκια,
που μοιράστηκαν με το περιοδικό Trio
(στο ένα συνόδευαν την συγγραφέα/ τραγουδίστρια Nancy Spain).
Στην μοναδική συνέντευξη του Alexis Korner σε ελληνικό περιοδικό
που γνωρίζω (δεν νομίζω δηλαδή να υπάρχει κι άλλη), η οποία εδόθη στη Μουσική (τεύχος 34, 9/1980) σε κάποιον
Δ. Αναγνωστόπουλο διαβάζουμε ορισμένα ενδιαφέροντα πράγματα, που φανερώνουν το
ποιόν και τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Αντιγράφω λίγες ερωτήσεις-απαντήσεις:
Το όνομα του Alexis Korner είναι λανθασμένα γραμμένο στο εξώφυλλο (ως «γωνία»). Εντός, αλλού
είναι λανθασμένα αλλού σωστά γραμμένο.
|
Είναι αλήθεια ότι πολλά από τα μεγάλα ονόματα του βρετανικού ροκ
άρχισαν την καριέρα τους από τους Blues Incorporated;
Όχι, και είναι λάθος να πιστεύει ο κόσμος κάτι τέτοιο. Το λέω αυτό, γιατί όταν πηγαίναμε να παίξουμε κάπου όλο κι ένας καινούριος μουσικός ήθελε να παίξει στο συγκρότημα. Ανέβαινε, λοιπόν, στην πίστα κι έπαιζε μαζί μας. Αυτό ήταν όλο και όχι ότι βγήκε από τους Blues Incorporated.
Ο Brian Jones ήταν ένας απ’ αυτούς τους μουσικούς, κι έμενε συχνά στο σπίτι σου. Έμενε μαζί σου γιατί ήθελε να βρίσκεται κοντά στον δάσκαλό του;
Θ’ αστειεύεσαι φυσικά. Ο μόνος λόγος ήταν ότι δεν είχε να κοιμηθεί πουθενά αλλού, κι επειδή του πρόσφερα το σπίτι μου γι’ αυτό ερχότανε. Τα ξενοδοχεία είναι ακριβά και όλοι θα έκαναν το ίδιο.
Σ’ έχουν αποκαλέσει ‘πατέρα του λευκού μπλουζ’. Τι γνώμη έχεις γι’ αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Δεν μου αρέσουν καθόλου οι τίτλοι. Το ίδιο δεν μου αρέσει και ο τίτλος ‘πατέρας του λευκού μπλουζ’. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να προσέχω τις… σεξουαλικές μου σχέσεις και δεύτερον ήταν απλή σύμπτωση. Έκανα αυτό που μ’ άρεσε κι υπήρχε μια μερίδα ανθρώπων που με κατηγόρησαν. Δεν μ’ αρέσουν οι τίτλοι, γιατί οι άνθρωποι σου δίνουνε τίτλους για να σε απορρίψουν.
Όχι, και είναι λάθος να πιστεύει ο κόσμος κάτι τέτοιο. Το λέω αυτό, γιατί όταν πηγαίναμε να παίξουμε κάπου όλο κι ένας καινούριος μουσικός ήθελε να παίξει στο συγκρότημα. Ανέβαινε, λοιπόν, στην πίστα κι έπαιζε μαζί μας. Αυτό ήταν όλο και όχι ότι βγήκε από τους Blues Incorporated.
Ο Brian Jones ήταν ένας απ’ αυτούς τους μουσικούς, κι έμενε συχνά στο σπίτι σου. Έμενε μαζί σου γιατί ήθελε να βρίσκεται κοντά στον δάσκαλό του;
Θ’ αστειεύεσαι φυσικά. Ο μόνος λόγος ήταν ότι δεν είχε να κοιμηθεί πουθενά αλλού, κι επειδή του πρόσφερα το σπίτι μου γι’ αυτό ερχότανε. Τα ξενοδοχεία είναι ακριβά και όλοι θα έκαναν το ίδιο.
Σ’ έχουν αποκαλέσει ‘πατέρα του λευκού μπλουζ’. Τι γνώμη έχεις γι’ αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Δεν μου αρέσουν καθόλου οι τίτλοι. Το ίδιο δεν μου αρέσει και ο τίτλος ‘πατέρας του λευκού μπλουζ’. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να προσέχω τις… σεξουαλικές μου σχέσεις και δεύτερον ήταν απλή σύμπτωση. Έκανα αυτό που μ’ άρεσε κι υπήρχε μια μερίδα ανθρώπων που με κατηγόρησαν. Δεν μ’ αρέσουν οι τίτλοι, γιατί οι άνθρωποι σου δίνουνε τίτλους για να σε απορρίψουν.
Γιατί δεν έχεις έρθει ποτέ στην Ελλάδα;
Θα μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά ποτέ δεν με κάλεσαν να παίξω. Αν μου γίνει πρόταση σίγουρα θα ’ρθω.
Πρόταση, φυσικά, δεν έγινε ποτέ στον Alexis Korner, ώστε να έρθει και να παίξει σε… μία από τις πατρίδες του ας πούμε, ούτε όμως κυκλοφόρησαν ευρέως (και εννοώ σε ελληνική κοπή) κάποιοι από τους δεκάδες δίσκους του. Η μόνη ελληνική έκδοση προσωπικού δίσκου του Korner που γνωρίζω είναι ένα LP της Transatlantic, που είχε τυπώσει ο Κώστας Γιαννίκος στην Seven Arts το 1974. Πρόκειται για το “Red Hot from Alex”, που είχε βγει στην Αγγλία το 1964, αλλά και ξανά το 1969 ως “Alexis Korner’s All Stars / Blues Incorporated” (είναι αυτό με την κεφάλα του Korner στο εξώφυλλο). Το LP αυτό δεν το έχω –στην συγκεκριμένη ελληνική έκδοση εννοώ–, αλλά ο Manwolf Louie μού είχε πει παλαιότερα ότι όντως υπάρχει. Επίσης, το 1971, είχαν τυπωθεί και δύο τουλάχιστον (ελληνικά) 45άρια των Collective Consciousness Society ή απλώς C.C.S. (το γκρουπ που είχε φτιάξει ο Alexis Korner με τον Peter Thorup και άλλους στις αρχές των seventies) με τα κομμάτια “Walking/ Salome” και “Tap turns on the water/ Save the world” (αμφότερα στην Columbia). Δεν είμαι σίγουρος, όμως, αν τυπώθηκε και το “Whole lotta love/ Boom boom”, που ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία τους.
Θα μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά ποτέ δεν με κάλεσαν να παίξω. Αν μου γίνει πρόταση σίγουρα θα ’ρθω.
Πρόταση, φυσικά, δεν έγινε ποτέ στον Alexis Korner, ώστε να έρθει και να παίξει σε… μία από τις πατρίδες του ας πούμε, ούτε όμως κυκλοφόρησαν ευρέως (και εννοώ σε ελληνική κοπή) κάποιοι από τους δεκάδες δίσκους του. Η μόνη ελληνική έκδοση προσωπικού δίσκου του Korner που γνωρίζω είναι ένα LP της Transatlantic, που είχε τυπώσει ο Κώστας Γιαννίκος στην Seven Arts το 1974. Πρόκειται για το “Red Hot from Alex”, που είχε βγει στην Αγγλία το 1964, αλλά και ξανά το 1969 ως “Alexis Korner’s All Stars / Blues Incorporated” (είναι αυτό με την κεφάλα του Korner στο εξώφυλλο). Το LP αυτό δεν το έχω –στην συγκεκριμένη ελληνική έκδοση εννοώ–, αλλά ο Manwolf Louie μού είχε πει παλαιότερα ότι όντως υπάρχει. Επίσης, το 1971, είχαν τυπωθεί και δύο τουλάχιστον (ελληνικά) 45άρια των Collective Consciousness Society ή απλώς C.C.S. (το γκρουπ που είχε φτιάξει ο Alexis Korner με τον Peter Thorup και άλλους στις αρχές των seventies) με τα κομμάτια “Walking/ Salome” και “Tap turns on the water/ Save the world” (αμφότερα στην Columbia). Δεν είμαι σίγουρος, όμως, αν τυπώθηκε και το “Whole lotta love/ Boom boom”, που ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία τους.
Το τι έγινε από ’κει και πέρα (μετά την ηχογράφηση του “R&B from the Marquee”) τουλάχιστον για τον
Alexis
Korner, είναι περισσότερο
γνωστό, αφού σχεδόν έως τον θάνατό του, την Πρωτοχρονιά του 1984, παρέμεινε
ενεργός στο έπακρο. Απεναντίας, η καριέρα του Cyril Davies είχε
άδοξο τέλος. Μακριά πια από τους Blues Incorporated, δημιουργεί στις αρχές του ’63 τους Rhythm and Blues All Stars, που δεν ήταν άλλοι από
τους Savages (η backing band του Screaming Lord Sutch). Αναφερόμαστε δηλαδή
στους Nicky Hopkins
πιάνο, Bernie Watson
κιθάρα, Rick Brown
μπάσο και Carlo Little
ντραμς (ο ίδιος ο Cyril Davies
έπαιζε φυσαρμόνικα, φυσικά, και τραγουδούσε). Μ’ αυτήν την line-up ηχογραφείται το πρώτο single στην Pye,
την 27/2/1963, με τα τραγούδια “Country line special/
Chicago calling”
– τρεις μήνες πριν το ντεμπούτο “Come on” των Rolling Stones
(7/6/1963). Ήταν η πρώτη συνειδητοποιημένη εγγραφή ηλεκτρικού r&b στην ιστορία της βρετανικής σκηνής, ένα
σαρανταπεντάρι δυναμίτης, που θα μπορούσε να αποτελεί, με άνεση, πρόδρομο του freakbeat. Τον Αύγουστο του
’63, με εντελώς άλλη line-up (Keith Scott πιάνο, Jeff Bradford κιθάρα,
Cliff Barton μπάσο,
Micky Waller ντραμς),
ο Davies γράφει επίσης
στην Pye, τα “Preachin’ the blues/ Sweet Mary” (το πρώτο του Robert Johnson, το δεύτερο του Lead Belly) –αλλά (ίσως) και το “Someday baby”, που θα εμφανισθεί
αργότερα (1968) στη συλλογή “Blues Anytime Vol.3”
[Immediate]– πιάνοντας
κορυφή. Μετά θάνατον πια, το καλοκαίρι του ’64, τα τέσσερα τραγούδια των singles θα
επανεκδοθούν σ’ ένα EP
της Pye International
υπό τον τίτλο “The Sound of Cyril Davies”.
To
1970 κυκλοφόρησε από την εταιρεία Folklore του Doug Dobell (που είχε και την 77 Records) το μοναδικό LP του
Cyril Davies “The Legendary Cyril Davies with Alexis Korner’s Breakdown Group and the Roundhouse Jug Four” [Folklore]. Το άλμπουμ περιείχε οκτώ κομμάτια ηχογραφημένα την 13/2/1957 στο Roundhouse με το συγκρότημα Alexis Korner’s Breakdown Group και τον
Cyril Davies να παίζει 12χορδη κιθάρα, φυσαρμόνικα και βεβαίως να
τραγουδά (το ανέφερα και πιο πάνω), συν τέσσερα tracks από ένα
session στο
Kenton του
Middlesex την 3/8/1961 με τους Roundhouse Jug Four. Εκείνη
η χρονιά (1961) ήταν οπωσδήποτε πρώιμη όσον αφορά στον «εξηλεκτρισμό» του blues στο Νησί. Έτσι, ακόμη
και ο Cyril Davies
που είχε αντιληφθεί σε μεγάλο βαθμό τη δύναμη του νέου ήχου, δεν ήταν έτοιμος
να προβεί σε τέτοιου είδους ηχογραφήσεις. Αποτέλεσμα; Τα τέσσερα τραγούδια από
το Kenton (κυκλοφόρησαν
κατά πρώτον σε EP μέσα
στο ’61 από την εταιρεία VJM)
να κρίνονται ως συμπαθείς προσπάθειες απαγκίστρωσης από το στυλ skiffle, φέρνοντας στο νου
τους Sonny Terry & Brownie McGhee.
Για την ιστορία τα κομμάτια εκείνα ήταν τα “K.C. Moan” (το ηχογράφησε ο Davies για πρώτη φορά το 1954
– υπάρχει στο CD “Knights of the Blues Table”, που βγήκε το 1997), “It’s the same old thing” (του Will Shade των Memphis Jug Band), “Hesitation blues” (μία εκδοχή του αποδίδεται
στον W.C. Handy) και “Short legs shuffle” (του ιδίου του Cyril Davies – ένα ωραίο οργανικό).
Ας βάλω, όμως, κάπου εδώ μια τελεία.
Ας βάλω, όμως, κάπου εδώ μια τελεία.
Τα στοιχεία των
δίσκων που αναφέρονται στο κείμενο…
1. Ken
Colyer’s Skiffle Group – Back to the Delta – 10ιντσο LP, Decca LF 1196 – 1954
2. Ken
Colyer’s Skiffle Group – Ken Colyer’s Skiffle Group – EP, Decca DFE 6286 – 1955
3. Ken
Colyer’s Skiffle Group – Take this hammer/ Down by the riverside – 45 στρ./78 στρ. Decca F 10631 – 1955
4. Ken
Colyer’s Skiffle Group – Go down old Hannah/ Streamline train – 45 στρ./78 στρ. Decca F 10711 – 1956
(και στις τέσσερις εκδόσεις συμμετέχει ο Alexis Korner)
5. Southern
Stompers – The Famous… – 4-tracks 8ιντσο, Vortex VX 1001 – 1957
(είναι η μπάντα του Steve Lane, με τον Cyril Davies να παίζει μπάντζο στα “Tennessee twilight” και “Heah me talking”, που ηχογραφήθηκαν περί
τον Ιούλιο του ’55)
6. Beryl
Bryden’s Back-Room Skiffle – Kansas City blues/ Casey Jones – 45 στρ./78 στρ., Decca F-J 10823 – 12/1956
7. Beryl
Bryden’s Back-Room Skiffle – Rock me/ This train – 45 στρ./78 στρ. Decca ? – 1957
(δεν πρέπει να κυκλοφόρησε κανονικά)
8. Alexis
Korner’s Breakdown Group – Featuring Cyril Davies – 10ιντσο LP, 77LP/2 – 11/1957
9. Alexis
Korner’s Skiffle Group – County jail/ I ain’t worry no more – 45 στρ./78 στρ., Tempo A 166 – 5/1958
10. Alexis
Korner’s Skiffle Group – “Blues from the Roundhouse” Vol.1 – EP, Tempo EXA 76 –
7/1958
11. Alexis
Korner’s Blues Incorporated – “Blues from the Roundhouse” Vol.2 – EP, Tempo EXA
102 – 12/1958
12. Alexis
Korner’s Blues Incorporated – R&B from the Marquee – LP, Decca/ Ace of
Clubs ACL 1130 – 12/1962
13. Jimmy
Cotton – Chris Barber presents Jimmy Cotton – 7ιντσο EP, Decca SEG 8141 – 1962
14. Jimmy
Cotton – Chris Barber presents Jimmy Cotton, Volume two – 7ιντσο EP, Decca SEG 8189 – 1962
15. Nancy
Spain with Alexis Korner and his Band – Blaydon races/ - flexi, Lyntone LYN 298
– 12/1962
16. Blues
Incorporated – Up town/ - flexi, Lyntone LYN 299 – 12/1962
17. Alexis Korner’s
All Stars / Blues Incorporated – GR. Seven Arts 33/7A-IN-10? – 1974
18. C.C.S.
– Walking/ Salome – 7ιντσο, GR. Columbia SCMG 484 – 1971
19. C.C.S – Tap turns on the water/ Save the world – 7ιντσο, GR. Columbia SCMG 496 – 1971
(οι τρεις ελληνικές εκδόσεις)
(οι τρεις ελληνικές εκδόσεις)
20. Cyril
Davies and his Rhythm and Blues All Stars – Country line special/ Chicago
calling – 7ιντσο, Pye
7N.25194 – 1963
21. Cyril
Davies and his Rhythm and Blues All Stars – Preachin’ the blues/ Sweet Mary – 7ιντσο, Pye 7N.25221 – 1963
22. Various
– Blues Anytime Vol.3 – Immediate IMLP.019 – 1968
23. Cyril
Davies – The Sound of Cyril Davies – 7ιντσο EP, Pye International NEP 44025 – 1964
24. Cyril Davies
– The Legendary Cyril Davies with Alexis Korner’s Breakdown Group and the Roundhouse
Jug Four – LP, Folklore F-LEUT9 – 1970
25.
Roundhouse Jug Four – directed by Cyril Davies – 7ιντσο EP, VJM VEP-10 – 1961
26. Various
– Knights of the Blues Table – CD, Viceroy/Lightyear 54189-2 – 1997
Μερικοί
μεταγενέστεροι δίσκοι των δύο που δεν αναφέρονται στο κείμενο…
1. Alexis Korner
– Bootleg Him! – 2LP, RAK, SRAK 511-2 – 7/1972
(περιλαμβάνει δύο tracks με Korner/ Davies, ανέκδοτα έως τότε)
2. Alexis
Korner’s Blues Incorporated – S/T – LP, GER. Decca/ Teldec 6.24475 – 5/1981
(περιλαμβάνει ένα ανέκδοτο track)
3. Alexis Korner
and Cyril Davies – ‘Alexis 1957’ – LP, UK. Krazy Kat KK 789 – 11/1984
(περιλαμβάνει τέσσερα ανέκδοτα από 2/1957 και
3/1957)
4. Alex Korner’s Breakdown Blues featuring
Cyril Davies – Blues from the Roundhouse – CD, RSK GVC 1006 – 2009
Το συγκινητικό, συναρπαστικό, και ό,τι άλλο θέλετε, βίντεο
που ακολουθεί είναι μαγνητοσκοπημένο κάπου μέσα στο 1963. Μένω, δε, ενεός από τον
τρόπο που ανεβαίνει η ένταση του κομματιού, καθώς κυλάει ο χρόνος . Στις αρχές
του 1964 (την 7η Ιανουαρίου) ο Cyril Davies θα πεθάνει μόλις στα 32 του, απαντώντας με σώμα και ψυχή στην…
κλήση απ’ το Σικάγο…
παλι καλα που γραψανε σωστα τον Χεντριξ
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα τα υπόλοιπα ονόματα είναι σωστά γραμμένα, ακόμη και του Karl Böhm με τις δυο τελείες πάνω από το “o”. Να πω τι έχει γίνει…
ΔιαγραφήΟ άνθρωπος που πήρε την συνέντευξη γράφει τον Korner σωστά μέσα στο κείμενό του (παρότι άλλα ονόματα είναι «σκοτωμένα»). Αυτός, όμως, που ήταν επιφορτισμένος να δώσει τίτλους κειμένου και εξωφύλλου (και προφανώς μη σχετικός με την περίπτωση του Alexis Korner) «πήγε» με το μυαλό του κολλημένο στη «γωνία». Διάβαζε Korner, έγραφε… Corner. Συμβαίνουν αυτά, ακόμη και σήμερα (σε σημερινά περιοδικά εννοώ). Ορισμένες φορές, μάλιστα, συμβαίνουν και χειρότερα. Θα μπορούσε, π.χ., αυτός που διάβαζε Korner κι έγραφε Corner, να θεωρούσε λάθος το Korner «διορθώνοντάς» το και μέσα στο κείμενο! Έχουν συμβεί τέτοια! Και σήμερα περνάνε στα έντυπα παρόμοια λάθη – αν και δεν είναι τόσο συχνά, επειδή με το internet, ως διορθωτής, μπορείς να τσεκάρεις ευκολότερα (αν κατέχεις και ψυλλιάζεσαι τη λούμπα δηλαδή), ενώ, παλαιά, χρειαζόσουν δίσκους, βιβλία κ.ο.κ.
Εν πάση περιπτώσει ένα λάθος όνομα σε εξώφυλλο θα «χτυπάει», πάντα, άσχημα.
Ευχαριστώ. Ήταν παλαιό κείμενο αυτό (του 2004), αλλά το αναμόρφωσα «χώνοντάς» του και άλλα στοιχεία.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Ο Cyril ήταν ένας πολύ παράξενος άνθρωπος και υποθέτω ότι ζούσε τη ζωή που φαντασιωνόταν πολύ πιο έντονα απ' ότι εγώ τη δική μου. Η μόνη λέξη που μπορώ να χρησιμοποιήσω για τον Cyril είναι ''ένταση''. Απ' αυτήν είχε πλεόνασμα. Όλοι τον έχουν στον νου τους ως φυσαρμονικίστα, αλλά κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος εαυτός του ήταν με τη δωδεκάχορδη. Θα ήθελα να προσθέσω ότι κανείς, ουδέποτε, με έκανε να νιώσω τόσο άσχημα όταν έπαιζε Lead Belly όσο ο Cyril -εκτός από τον ίδιο τον Lead Belly φυσικά".
ΑπάντησηΔιαγραφή(συνέντευξη του Alexis Korner στο Melody Maker, Μάρτιος 1971
Ως συνήθως, ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί.
ΑπάντησηΔιαγραφή