Ο
38χρονος πορτορικανός άλτο σαξοφωνίστας Miguel Zenón δεν είναι τυχαία περίπτωση – είναι
ακριβώς το αντίθετο! Ένας ευφάνταστος, δημιουργικός μουσικός με ισχυρό
θεωρητικό και πρακτικό background,
που δεν αφορά μόνο στη μουσική, αλλά και σε γενικότερα θέματα που έχουν
κοινωνικοπολιτικές αφετηρίες. Το γεγονός ότι έχει εμφανισθεί/συνεργαστεί με τους
Charlie Haden,
Fred Hersh, David Sanchez, The Mingus Big Band, Ray Barreto, Jerry Gonzalez, Bobby Hutcherson και
άλλους, έχοντας ηχογραφήσει έως σήμερα εννέα προσωπικά άλμπουμ φανερώνει όσο να
’ναι το «ειδικό βάρος» του ως μουσικός, κάτι που εν πάση περιπτώσει επιβεβαιώνεται
και με το παρόν έσχατο CD
του “Identities are Changeable” [miel MUSIC, 2014] – μία συνολική πρόταση γύρω
από το πώς αντιμετωπίζει ο Zenón την τέχνη και τη ζωή. Όπως
λέει και ο ίδιος: «Η μουσική στη
συγκεκριμένη εγγραφή είναι επηρεασμένη από την ιδέα της εθνικής ταυτότητας των
Πορτορικανών που ζουν στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για έναν κύκλο έξι κομματιών
(συν την εισαγωγική οβερτούρα και την έξοδο) γραμμένα για το κουαρτέτο μου κι
ένα 12μελές μεγαλύτερο σχήμα. Ό,τι ακούγεται εδώ περιστρέφεται γύρω από μια
σειρά συνεντεύξεων που επιχείρησα εγώ με μια ομάδα συμπατριωτών μου Πορτορικανών,
που ζουν σήμερα στη Νέα Υόρκη. Τα μέρη που έγιναν αυτές οι συζητήσεις τα
επέλεξαν οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα – και ήταν κυρίως τα σπίτια τους, οι
γειτονιές τους ή οι τόποι που δούλευαν. Ήθελα, έτσι, να νοιώθουν πιο άνετα,
κάτι που δεν θα συνέβαινε, ας πούμε, αν τους έκλεινα σ’ ένα στούντιο. Επίσης μ’
ενδιέφερε να “πιάσω” συγχρόνως και κάτι από τον ήχο της πόλης, τα αυτοκίνητα
και τα λεωφορεία που περνούσαν, τους γείτονες που συζητούσαν ή ακούγανε
μουσική, τα παιδιά να παίζουν έξω στα πάρκα... Όλοι αυτοί οι ήχοι βρήκαν τη
θέση τους μέσα στις συζητήσεις και τις μουσικές, δίνοντας στο πρότζεκτ την
αλήθεια της πόλης και των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτή. Οι ερωτήσεις των
συνεντεύξεων ήταν οι ίδιες για όλους τους ανθρώπους, καλύπτοντας ποικίλα
ζητήματα όπως ας πούμε το επίπεδο άνεσης που εμφανίζουν με την ισπανική γλώσσα,
ή το πώς σκέφτονται εν σχέσει με την πατρίδα και τις παραδόσεις του νησιού μας.
Κατόπιν συνέλεξα αυτές τις απαντήσεις και αναπαρήγαγα το κλίμα τους μουσικώς,
δημιουργώντας τα διάφορα κομμάτια του άλμπουμ (π.χ. “First language”, “My
home”, “Through culture and tradition”). Επιπροσθέτως, και ψάχνοντας έναν τρόπο
ώστε να εκφράσω την μοναδικότητα του θέματος “ταυτότητα”, εξερεύνησα, μέσω των
συνθέσεων, την ιδέα των πολλαπλών ρυθμικών δομών και από ’κει και πέρα την
όποια δυνατή συνύπαρξή τους (5/4 με 7/4, 3/4 με 2/4, 5/4 με 3/4 κ.ο.κ.). Αυτές
οι δομές εμφανίζονται άλλοτε ξεχωριστά και άλλοτε μαζί μέσα στο συγκεκριμένο
πλαίσιο της κάθε σύνθεσης».
Οι Πορτορικανοί, ως γνωστόν να πω, αποτελούν μία από τις
ισχυρότερες πληθυσμιακές ομάδες στην Νέα Υόρκη, αφού υπολογίζεται πως
περισσότερο από 1,2 εκατομμύρια άτομα ζουν στην ευρύτερη περιοχή, με τις
παροικίες τους στο East Harlem
και το Lower East Side να είναι γνωστές, από δεκαετίες τώρα (ως El Barrio και Loisaida). Φυσικά, ακόμη πιο γνωστές
στους απανταχού μουσικόφιλους είναι οι μουσικές των… Nuyoricans, έτσι όπως εκείνες άρχισαν να
αποκτούν pop πρόσωπο
στα sixties, καθώς
ανακατεύτηκαν με τους ευρύτερους latin και cuban ήχους
(mambο, chachachá, bossa nova), καθώς και με την soul και την jazz, δημιουργώντας στην
διαδρομή το boogaloo ή
την salsa. Ο Zenón τα γνωρίζει
όλα αυτά, και οι μουσικές του, όσο κι αν είναι προσανατολισμένες προς ένα πολύ
μεστό latin-jazz ιδίωμα, δεν απολείπουν
να μεταφέρουν το πάθος των πορτορικάνικων ήχων, μέσα από μια σειρά πραγματικά
καλοδουλεμένων συνθέσεων θερμού-θερμότατου feeling. Βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση, βασικά, το κουαρτέτο του
(Luis Perdomo πιάνο, Hans Glawischnig μπάσο, Henry Cole ντραμς οι υπόλοιποι) και οπωσδήποτε η
“Identities” Big Band (δύο άλτο, δύο τενόρο,
ένα βαρύτονο, τέσσερις τρομπέτες, τρία τρομπόνια), που προσφέρει στα κομμάτια την
απαραίτητη «άπλα» και το «βάθος».
Ο Zenón έκανε ένα άλμπουμ, που έχει
την αίσθηση του μεγαλεπήβολου – είναι αλήθεια αυτό. Το εγχείρημά του, όμως,
χτυπάει διάνα. Στο “Identities are Changeable” δεν υπάρχει (δεν διακρίνεται δηλαδή) κανένας…
εξωγενής περφεξιονισμός, καμμία απόπειρα εμπορικοποίησης της μουσικής του. Οι
συνθέσεις του είναι αληθινά εμπνευσμένες, δίχως να παρουσιάζουν μεταπτώσεις. Σε
συνδυασμό δε με το συνολικότερο concept αποκτούν και επιπλέον «βαρύτητα», φέρνοντας στο νου ανάλογα
«μαύρα» θεματικά άλμπουμ της τελευταίας εποχής, όπως το “The Last
Southern Gentlemen” (2014) του Delfeayo Marsalis, για
το οποίο θα γράψω προσεχώς ή το “The State of Black America” (2010) των Mark Lomax Trio. Φαίνεται, με άλλα λόγια, πως
η… επικαιροποίηση των στοιχείων της φυλετικής ταυτότητας, θα γίνεται όλο και
πιο επιτακτική, όσο η παγκοσμιοποίηση θα τείνει να εξαλείψει τις επιμέρους
ιδιαιτερότητες. Καλό είναι αυτό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου