Πολλοί γνωρίζουν τον Γιώργο Τσίγκο και το συγκρότημά του
Μαύροι Κύκλοι από τους δίσκους του στην Wipe Out! στο πρώτο μισό των nineties («Τετραγωνισμένα Φύλλα», «Οι Χαμένοι Ποιητές μας», «Η
Πόλη των Αθανάτων») ή και από τα CD του πιο μετά στην EMI… Λίγοι όμως γνωρίζουν το συγγραφικό έργο του Γιώργου Τσίγκου,
που ξεχωρίζει μέσα στην εγχώρια eighties
καθημερινή… αντιλογοτεχνία.
Πριν κυκλοφορήσει τα «Τετραγωνισμένα Φύλλα», το 1991, ο
Τσίγκος είχε τυπώσει τέσσερα βιβλία, τα: Ο Ίσκιος του Ήλιου (1979), Φώναζαν τα
Όνειρα (1980), Οδηγίες Πίσω (1984) και Έλα ρε, Κόφτη Πλάκα (1986). Απ’ αυτό το
τελευταίο βιβλίο του, που είναι ανεξάρτητη έκδοση –παρότι εμφάνιση, χαρτί,
γραμματοσειρές, κασέ κ.λπ. θυμίζουν βιβλίο του Ελεύθερου Τύπου– και περιέχει
μικρές ιστορίες βασικά, αλλά και κάποια ποιήματα, αντιγράφω ένα απόσπασμα, ένα
μέρος μιας διήγησης…
Τίποτα θα ’λεγα, αλλά κάτι έγινε.
Κατεβάζω τη μπύρα σαν νερό. Μαζί μου κι ένας τύπος που την
έχει ψωνίσει με τον Μόρισον και ντύνεται και χτενίζεται σαν το μακαρίτη κι όλο
μου τα πρήζει ότι ο μεγάλος Τζιμ ζει και την έχει κάνει σε κάποια μεριά του
κόσμου, γιατί δε γουστάρει να του την πέσουν οι εταιρείες και να τον
ξεζουμίσουνε και να καταντήσει μαλάκας όπως οι άλλοι χέστηδες που το παίζανε
χιπαριά στη δεκαετία του ’60.
Λοιπόν ο κόσμος γουστάρει πολύ τη νεκροφιλία.
Σκέψου την άλλη φάση όταν ακούγεται η δικιά σου η Τζάνις
Τζόπλιν μέσα στο μπαράκι κι ένας τυπάς ξεκάρφωτος δηλώνει με πολύ να πούμε
καύλα ότι θα γούσταρε να την γαμήσει, έτσι λέει για να δει πώς περνάει η
μουσική μέσα απ’ το κορμί της. Ό,τι θέλεις ακούς εκεί που θες την ησυχία σου, ο
κάθε μαλάκας αρχίζει να τσιρίζει μέσα στ’ αυτιά σου.
Δηλαδή ρε μαγκίτη τις μπούχτισες τις άλλες και το μόνο που
σου απομένει είναι να γαμήσεις αυτήν, για να καταλάβεις πώς περνάει η μουσική
μέσα από τον πούτσο σου;
Τσακώθηκα, μας χώρισαν, έφαγα στα γρήγορα μια στη μάπα,
έβρεχε του σκοτωμού έξω, μέσα καπνιά από τσιγάρο, παραπάτησα κι έπεσα κάτω στη
μοκέτα σε μια γωνιά έτσι που να με κρύβει το φύλλο της πόρτας του καμπινέ όταν
έμενε ανοιχτό. Όταν έμπαινε κάποιος μέσα εγώ αποκαλυπτόμουνα ξαφνικά κι όλοι με
κοιτούσανε. Τσα…
Δεν ξέρω τι με πιάνει ειδικά όταν σουρουπώνει, λες κι είναι αυτή
η πουτάνα η μοναξιά με τα κοκαλιάρικα χέρια της που σφίγγει το λαιμό μου.
Το στομάχι έχει γίνει σάκος προπόνησης για μποξέρ.
Αυτά γίνονται λίγο αργότερα.
Στην αρχή λες και μου δίνει μια ευκαιρία, κάθεται και με
κοιτάει απέναντι.
Δεν ξεκολλάει τα μάτια της από πάνω μου. Κάνω τον αδιάφορο
και παρακολουθώ με κλειστά βλέφαρα ελπίδας τον ήλιο που βασιλεύει, βασιλεύει κι
απλώνεται όλο και πιο πολύ η σκιά πάνω απ’ τα βλέφαρα κι όλο βασιλεύει και
τελειωμό δεν έχει ο πούστης και κείνη η κωλόγρια σκάει χαμόγελο που χάνω λίγο
λίγο το παιχνίδι.
Το μόνο που με σώνει είναι να πιω γρήγορα όσο μπορώ για να
ζαλιστώ.
Είναι μια χαμένη βραδιά κι όμως αν σκεφτείς ότι γλίτωσα άλλη
μια βραδιά από κείνη την κωλόγρια, είναι κάτι.
Χτες ήταν μια γαμημένη μέρα. Ήταν 10 η ώρα και μ’ είχε
πνίξει η πουτάνα.
Το γλέντησε…
Το πιοτί. Τη βρίσκω ρε γαμώτη εκεί.
Δεν ξέρω πού οδηγεί αυτή η κατάσταση και το στήθος μου που
με πεθαίνει κάθε πρωί και τα φλέματα από αίμα καθαρό και μαύρες κηλίδες
θανάτου.
Νιώθω καλύτερα στον κόσμο του παρά να σκέφτομαι ανεργίες,
αφεντικά, ευγένειες, πουλημένες, ξεζουμισμένες αγάπες.
Αυτό τον καιρό το ’παιζα πεταλούδα και πήδαγα από γκόμενα,
από τη μια αγκαλιά στην άλλη, κι όλες ρώταγαν τι έχω και με πότιζαν ηρεμιστικά
και κύριοι η παράσταση αρχίζει.
Εγώ ο πρωταγωνιστής που πρέπει να ικανοποιήσω τα πλήθη που
με κορόιδευαν και πολύ θα γούσταραν το ρόλο μου, έστω για να ξεφύγουν απ’ τη
μίζερη ακινησία τους και να υπάρξουνε σε κάποιο ανύποπτο χρόνο.
Φοβόμουνα ότι θα καταλήξω σε κάποια συλλογή καμιάς ηλίθιας ή
σε κανένα αγκάθι κι ότι λέει μπορεί να ξεβάψουν τα χρώματά μου, και ξέρεις είχα
πολύ όμορφα χρώματα. Ποτέ δεν έχεις ξαναδεί πιο όμορφα. Όνειρο.
Φοβόμουνα μη και με φυλακίσει κανένας μαλάκας και κοιτάω
τους άλλους που πετάνε. Όταν είσαι στο κλουβί ξέρεις συνειδητοποιείς ότι κι
άλλοι πετάνε, έχουν ανάγκη, δικαιώματα, όνειρα, ελπίδες, προβλήματα…
Ένας μου ’πε ότι οι πεταλούδες δεν φυλακίζονται γιατί τότε,
λέει, πεθαίνουν. Όταν μου το ’πε ένιωσα, δεν ξέρω γιατί, καλύτερα.
Δεν ξέρω, ή δεν γίνονται πια πάρτυ ή δεν με καλάνε. Αυτή τη
φορά ήμουν καλεσμένος. Έφευγε λέει μια γνωστή για την Αμέρικα κι έκανε πάρτυ.
Θεοσκότεινα του κερατά. Σκάω μύτη φίσκα με ουίσκυ και γεμίζω
κι ένα ποτήρι με κρασί στο έμπα.
Γύρναγα να βρω να καθίσω.
Κανείς δεν χόρευε. Όλες οι γωνιές πιασμένες και ζευγαράκια
χαμουρεύονταν του καλού καιρού.
Κάποια αμυδρά φωτάκια με παρδαλά χρώματα
ξεπήδαγαν εντελώς απροειδοποίητα και με στράβωναν, το διάολό τους.
Σκόνταψα σε κάποιο ποδάρι, άκουσα τ’ όνομά μου καθώς έπεφτα
στην αγκαλιά ενός τυπά με μακριές φαβορίτες και μια ξανθιά τριανταφυλλένια στην
αγκαλιά.
Είδα μια σκιά να ’χει σκύψει το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα
καθισμένη σε μια γωνιά. Πήγα κι έκατσα κι εγώ.
Πέρναγε η ώρα κι αν δεν μίλαγα αυτή η μαλακία θα μ’ έπαιρνε
από κάτω και δεν γούσταρα. Άρχισα να μιλάω αόριστα και γενικά και να σκουντάω
τον τυπά στη γωνία να μου πει καμιά κουβέντα, γιατί να ξέρεις άρχισα να την
ψυλλιάζομαι τη δουλειά ότι ο δικός σου δεν ήταν καλά κι ήθελε κουβέντα και να
πούμε καμιά μαλακία να σκάσει χαμόγελο στα χείλη. Έλεγα μια κι είμαστε μόνοι σε
κείνη τη γωνία…
Τίποτα, εκείνος, ούτε που κουνιόταν. Οι άλλοι γύρω είχαν
σκάσει στα γέλια απ’ τα κουφά που ’λεγα κι ο δικός σου ούτε που σάλευε. Ούτε
έπινε, ούτε κάπνιζε, ούτε μίλαγε. Λέω δεν μπορεί θα ’ναι φτιαγμένος ο δικός σου
ή τα ’χει παίξει.
Βαρέθηκα να μιλάω μόνος κι είπα να την κάνω μπας κι αλλάξει
τίποτα.
Εκεί που στηριζόμουνα στον τοίχο να σηκωθώ γυρνάω το κεφάλι
και βλέπω ένα γλυκό προσωπάκι να με κοιτάει με δυο χείλια να ’χουν ανοίξει σαν
πέταλα μέσα στο πιο όμορφο πρωινό που ’χω ζήσει.
Ξέσπασε σε γέλια το κορίτσι λέγοντάς μου πως από ώρα κρατιότανε μη και γελάσει και να κάτσω θέλει. Απορούσα πώς και δεν την είχα πάρει χαμπάρι τόση ώρα κι αναρωτιόμουνα μη και είχα πιει πιο πολύ απ’ όσο φανταζόμουνα.
Ξέσπασε σε γέλια το κορίτσι λέγοντάς μου πως από ώρα κρατιότανε μη και γελάσει και να κάτσω θέλει. Απορούσα πώς και δεν την είχα πάρει χαμπάρι τόση ώρα κι αναρωτιόμουνα μη και είχα πιει πιο πολύ απ’ όσο φανταζόμουνα.
Πάντα θα απορώ πώς γίνεται και φαντάζεσαι όταν ζεις μέσα στη
φαντασία.
Την έπεσα στην γκόμενα, αλλά η δικιά σου δε γούσταρε κι
είναι ξέρεις σπαστική η φάση κι έτσι την έκανα να φύγω, Με τράβαγε απ’ το χέρι
και κάτσε κάτσε. «Ρε αν κάτσω θα σου βάλω χέρι». Αυτή, «δε γίνεται». «Τότε
φεύγω». Κάτσε και κάτσε. Κάθομαι την παίρνω αγκαλιά, σκάει ένα από τα παράξενα
τσιριχτά γελάκια της και τραβιέται από πάνω μου λέγοντας πάλι ότι δε γίνεται
γιατί είναι αρραβωνιασμένη κι ο δικός της είναι εδώ. Τότε λέω «να την κάνω». «Όχι
κάτσε» μου λέει. «Δε μας χέζει κι ο αρραβωνιάρης κι όλοι εκεί μέσα, εγώ
γουστάρω να σου πιάσω τον κώλο». Τίποτα η χαμούρα όλο τραβιότανε κι έτσι που
’μουνα λιάδα δε γούσταρα παιχνιδάκια και το κούρασε γρήγορα το πράγμα.
Αυτή τη φορά σηκώθηκα κι έφυγα. Πήγα και κάθισα σε μια άδεια
πολυθρόνα.
Άδειαζε σιγά σιγά το πάρτυ. Καθόμουνα αναπαυτικά καπνίζοντας
και πίνοντας το κρασάκι μου και που και που χωνόμουνα σε κάποια κουβέντα που
’παιρνε τ’ αυτί μου. Σταμάταγαν με κοίταγαν, καταλάβαινα ότι ήμουνα εκτός
θέματος, το βούλωνα.
Η γκόμενα είχε καρφωθεί να κοιτάει απ’ το μέρος μου. Το
’παιζα αδιάφορος.
Σπασίκλα αδερφέ μου. Όσο ήμουνα μαζί της το ’παιζε και πολύ
παρθένα και δε γούσταρε κι έτσι και να την βλέπει ο αρραβωνιαστικός. Μαλακίες.
Πέρναγε η ώρα κι αυτή κοίταγε ακόμη και κανένας δεν είχε
καθίσει μαζί της και κανα δυο φύγανε κακήν κακώς. Μάλλον τους έχεσε η δικιά σου,
γιατί την κάναν παιγμένοι.
Μου την πέφτει η Αγγελική και κάθεται από αριστερά μου πάνω
στην πολυθρόνα και το ρίξαμε στο τι κάνεις και πόσο έχουμε να ειδωθούμε και
γιατί πίνεις τόσο ρε και μου άρεσε το βιβλίο σου και γιατί είσαι απαισιόδοξος
κι αν δικέ μου δεν τη χούφτωνα, δεν τη φίλαγα θα είχα τρελαθεί.
Πού στο διάολο πάνε και βρίσκουν τόσα πολλά «γιατί» οι άλλοι
για σένα και δεν έχουν τίποτα να πούνε για τον εαυτούλη τους; (…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου