Το νέο CD του Mike Jones Trio,
το “Roaring” [CAPRI, 2016], δεν διαφέρει και
τόσο πολύ από το προηγούμενό του, το “Plays Well with Others” [CAPRI,
2013]. Και δεν είναι μόνον το τρίο, η εταιρεία ή το cover (σε αμφότερες τις περιπτώσεις
σχεδιάζει ο David Silverman
των The Simpsons),
είναι και κάτι παραμέσα. Ο πιανίστας Jones αρέσκεται να διασκευάζει παλαιό
ρεπερτόριο, με μιαν αίσθηση, όμως, αναδημιουργίας. Έτσι λοιπόν, και για την
ολοκλήρωση του πιο πρόσφατου CD του,
είπε να περιπλανηθεί στα στάνταρντ της δεκαετίας του ’20 κυρίως (“Yes sir, that’s my baby” των Walter Donaldson και Gus Kahn από
το 1925, “If I had you”
των Jimmy Campbell και Reg Connelly από το 1928, “I’ll
see you in Cuba”
του Irving Berlin από το 1920, “Mean to
me”
των Fred E.
Ahlert και Roy Turk
από το 1929 κ.ο.κ.), δημιουργώντας μιαν ατμόσφαιρα συνετού, αλλά ουσιαστικού swinging – κάτι που φανερώνει,
οπωσδήποτε, την εξοικείωσή του με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο.
Για το σκοπό αυτό ο Jones
ζήτησε τη βοήθεια δύο ακόμη μουσικών, ενός rhythm
section δηλαδή, της κοντραμπασίστριας Katie
Thiroux
και του ντράμερ Matt Witek.
Το τρίο, όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις τού παραγωγού Thomas Burns, που υπάρχουν στο μέσα
μέρος του digipak,
δεν είχε πολλά περιθώρια για να βρεθεί μαζί και να «συνεννοηθεί». Όλα έγιναν
τάχιστα, σ’ ένα στούντιο του New Jersey,
στα «κενά» των οργανοπαικτών (οι οποίοι δεν είχαν παίξει ποτέ πριν μαζί), μέσα σε
τέσσερις μόλις ώρες και άνευ προετοιμασίας. Αυτό είναι!
Αυτό είναι, όταν ένα πεπειραμένο ρυθμικό τμήμα καλείται να συνοδέψει έναν πιανίστα που γνωρίζει τα τερτίπια τής παλαιάς τζαζ, καθότι έχει εντρυφήσει από χρόνια σ’ αυτά. Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα: «Ο Mike Jones είναι πιανίστας με περγαμηνές, με καλές σπουδές στο Berklee και με μιαν έφεση προς την πριν το bebop jazz, ο οποίος βρήκε δουλειά» (ας το πω έτσι) στα… πλωτά jazz festivals των S.S. Norway και Queen Elizabeth II και βασικά στα καζίνο και τα music halls του Las Vegas, όπου και έκανε «όνομα». Κάπου ’κει μάλιστα, στην Sin City, τον ανακάλυψαν και οι διασκεδαστές Penn & Teller –ο Jones σε ντούο με τον (και) μπασίστα Penn Jillette, άνοιγαν το σώου των Penn & Teller– δίνοντάς του την απαραίτητη ώθηση προκειμένου να βάλει κάτω τα ηχογραφικά του σχέδια».
Αυτό είναι, όταν ένα πεπειραμένο ρυθμικό τμήμα καλείται να συνοδέψει έναν πιανίστα που γνωρίζει τα τερτίπια τής παλαιάς τζαζ, καθότι έχει εντρυφήσει από χρόνια σ’ αυτά. Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα: «Ο Mike Jones είναι πιανίστας με περγαμηνές, με καλές σπουδές στο Berklee και με μιαν έφεση προς την πριν το bebop jazz, ο οποίος βρήκε δουλειά» (ας το πω έτσι) στα… πλωτά jazz festivals των S.S. Norway και Queen Elizabeth II και βασικά στα καζίνο και τα music halls του Las Vegas, όπου και έκανε «όνομα». Κάπου ’κει μάλιστα, στην Sin City, τον ανακάλυψαν και οι διασκεδαστές Penn & Teller –ο Jones σε ντούο με τον (και) μπασίστα Penn Jillette, άνοιγαν το σώου των Penn & Teller– δίνοντάς του την απαραίτητη ώθηση προκειμένου να βάλει κάτω τα ηχογραφικά του σχέδια».
Στα σχέδια λοιπόν του Mike Jones φαίνεται πως είναι η ανάδειξη, για
μιαν ακόμη φορά, αυτών των αξεπέραστων μελωδιών, οι οποίες, εκατό σχεδόν χρόνια
αργότερα, εξακολουθούν να συναρπάζουν και να μαγεύουν. Να, σαν το εκπληκτικό “What’ll I do” του Irving Berlin λίγο πριν το τέλος,
που το ακούς και πας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου