Έφυγε πριν τρεις μέρες από τη ζωή (19/1) ο Τάκης Πασβάντης –
θρύλος τρομπετίστας που βρέθηκε δίπλα σε μεγάλες μορφές του ελληνικού τραγουδιού, ήδη
από τα χρόνια του ’50.
Ν.Μ.: Κύριε Πασβάντη
πώς ξεκίνησε η διαδρομή σας στη μουσική;
Ο Πασβάντης γεννήθηκε το 1935 στην Κοκκινιά, το τρίτο παιδί
μιας οικογένειας προσφύγων από τα βάθη της Μικράς Ασίας, τη Σπάρτα. Έκανε τα πρώτα βήματά του στη Φιλαρμονική του Δήμου Νικαίας, σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο και το
Ωδείο Αθηνών, ενώ συνεργάστηκε με πολλά σπουδαία ονόματα της εποχής. Ανάμεσά
τους ξεχωρίζει η συνεργασία του με τον Μανώλη Χιώτη το καλοκαίρι του 1958, στο κέντρο
Ηλιοβασιλέματα.
Το μαγαζί ξεσκέπαστο, το παλκοσένικο απέναντι απ’ τον
μπουφέ, ο Χιώτης είναι ζοχαδιασμένος γιατί ένα από τα πνευστά αργεί να μπει στο
κομμάτι –παίζουν τη «Μαντουμπάλα»– μέχρι που ακούγεται το σόλο τού Τάκη
Πασβάντη. Ο Χιώτης γυρίζει στον ακορντεονίστα Βαγγέλη Κυριαζή και του κάνει ένα νεύμα
ικανοποίησης. Αυτή ήταν η άτυπη οντισιόν, για να περάσει ο Τάκης Πασβάντης στην
ορχήστρα. Και η πρώτη φορά που μπήκε τρομπέτα σε λαϊκό τραγούδι. Τα υπόλοιπα τα διηγείται ο ίδιος, με την
πολύτιμη βοήθεια της συζύγου του, της
συριανής στιχουργού Πόπης Πασβάντη.
Τ.Π: Ο πατέρας
μου, ο Αλέξανδρος, έπαιζε ούτι. Κι έπαιζε ωραίο ούτι. Η αδερφή μου η μεγάλη, η
Πολυξένη, έπαιζε μαντολίνο. Η δεύτερη αδερφή μου, η Βασιλική, κιθάρα. Εγώ
ήμουνα ο άμουσος της οικογένειας, πιτσιρίκος. Και η μικρή αδελφή, η Ευλαμπία,
δεν ήθελε να μάθει μουσική. Το 1946, αλητεία, χειμώνας, βροχή… Και μαθαίνουμε
στη γειτονιά, στο Δημοτικό που πηγαίναμε, ότι ένας γέρος μαθαίνει μουσική τα Κοκκινιωτάκια. Τζάμπα, για να κάνει μπάντα. Εμείς ήμαστε τα παιδιά τού τζάμπα.
Πήγαμε καμιά δεκαπενταριά, όλη η πιτσιρικαρία. Έντεκα χρονών ήμουνα.
Ν.Μ: Ο δάσκαλος πώς
λεγόταν;
Τ.Π: Αλέξανδρος
Μαυρίδης. Ήταν αρχιμουσικός στη Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων. Είχε έρθει από την
Κωνσταντινούπολη. Δεν είχε παιδιά. Αυτός επέμενε να μάθω τρομπέτα, τρομπέτα
έπαιζε κι αυτός. Εγώ δεν ήθελα, προτιμούσα κλαρίνο ή σαξόφωνο. Αυτός έφτιαξε
και τη μπάντα του Δήμου Νικαίας και μ’ έβαλε μέσα, και με έστειλε μετά να κάνω
και Θεωρητικά.
Ν.Μ: Θεωρητικά σε
ποιον;
Τ.Π: Στον Μιχάλη
Βούρτση, τον πατέρα της Μάρθας Βούρτση, στο Εθνικό Ωδείο. Μ’ έστειλε ο δάσκαλός
μου με δικά του λεφτά, γιατί δεν υπήρχε μία. Όταν τελείωσα, ο Βούρτσης μου
έδωσε μια επιστολή για να πάω στον Ευάγγελο Ευαγγελίου, να κάνω μαθήματα
τρομπέτας στο Ωδείο Αθηνών. Και από εκεί
ξαναγύρισα στο Εθνικό, για να δώσω εξετάσεις και να πάρω το πτυχίο.
Γ.Α: Η πρώτη εμφάνιση
σε κέντρο πότε έγινε;
Τ. Π: Το 1949,
ήτανε. Μια Κυριακή έχουμε βρεθεί στου Γάλλου, οι αδελφές μου, ξαδέλφια, φίλοι,
σ’ ένα χορευτικό κέντρο στην Κοκκινιά, στα Γερμανικά. Η ορχήστρα ήτανε ένα
βιολί, ο Αρπαζόπουλος, ένα ακορντεόν, ο Νίκος Πατεράκης, ήτανε ένας κουτσός ντράμερ, ο Τσουμπαριώτης
και δυο τραγουδιστές, ο Αθανάσιος Ρουτσάκης και ο Γρηγόρης. Κι ακούω τον
Ρουτσάκη να λέει... «μεταξύ μας υπάρχει ένα
ταλέντο στην τρομπέτα, τον λένε Τάκη Πασβάντη και θα ’ρθει να μας παίξει».
Ο ξάδελφός μου είχε πάρει ζούλα την τρομπέτα από το σπίτι, και αυτός το είχε
σκαρώσει να με φωνάξουνε. Τι να κάνω, ανεβαίνω. Τότε θυμάμαι υπήρχε ένα
τραγούδι που το λέγανε «Μανιάνα». Και μία σάμπα του Μουζάκη «Μ’ αυτό τον
καινούριο χορό». Σουξέ μεγάλα. Ε, ανεβαίνω πάνω, ο βιολίστας ξεκινάει τη
«Μανιάνα», παίζω, και χαλάει ο κόσμος με το πιτσιρίκι με το κοντό βρακί και την
τρομπέτα… Τελείωσα, παλαμάκια, δε ’θέλαν να κατέβω. Έπαιξα και τη σάμπα. Δε
θυμάμαι τι άλλο έπαιξα.
Γ.Α: Με τον Γάλλο
υπήρξε κάποια συνέχεια;
Τ.Π: Τη Δευτέρα
μου ’ρχεται ο Γάλλος στο σπίτι. Και τον ακούω που συζητάει με τη μάνα μου. Η
συχωρεμένη η μάνα μου… μη γίνει μουζικάντης ο γιος της. Γιατρό με ήθελε. Και
ακούω που της λέει... «κυρία Πασβάντη, εγώ
θα σας τον φέρνω το βράδυ, μετά τη δουλειά σπίτι. Αφήστε. Θα παίρνει 40 δραχμές
την Τετάρτη και 110 δραχμές το Σαββατοκύριακο». Κι άρχισα εκεί στου Γάλλου
το μαγαζί. Από εκεί πήγε λέγοντας. Την εποχή εκείνη είχε έρθει ο 6ος
αμερικάνικος στόλος στον Πειραιά. Ο ακορντεονίστας που δουλεύαμε μαζί στου
Γάλλου, ο Νίκος Πατεράκης, μου λέει... «ρε
μάγκα; Είσαι; 90 φράγκα μεροκάματο, είναι και η χαρτούρα». Πήγαμε Στο
Μουλέν Ρουζ, ένα υπόγειο στο Πασαλιμάνι. Αλλά πήγαινα Γυμνάσιο. Αυτοί βγαίνανε
στις δύο η ώρα. Κι έφευγα τώρα απ’ τα Γερμανικά με τα πόδια, έχοντας από τη μια τη τρομπέτα και
από την άλλη τα βιβλία. Τραγουδιστής ήταν ένας ανάπηρος, σε αναπηρική
καρεκλίτσα, ο Μιχάκας. Ήταν η εποχή του Λουτσιάνο Ταγιόλι, ένας Ιταλός… Στις
εννιά μέρες, παιδιά, έχω μαζέψει ή έντεκα ή δώδεκα χιλιάρικα. Λεφτά! Έπαιρνα
ένα οικόπεδο στην Κοκκινιά. Μετά, όταν φύγανε οι Αμερικάνοι, έγινα μάγκας στα
καμπαρεδάκια της Τρούμπας, με τον Μιχάλη Καλκάνη, στο Αμέρικαν Μπαρ. Εκεί ήταν…
τρουμπγουέϊ. Βγήκε το καλοκαιράκι κι ένα εξτρά στην Αίγινα... Σαρωνίς λεγόταν το
μαγαζί μού φαίνεται. Και πάλι ο Πατεράκης, εγώ, ένας ντράμερ, ο Βασίλης Γκόγκος
κι ένας τραγουδιστής, ο Τζανιώτης, που ήταν του κλασικού ρεπερτορίου. Ε, από
εκεί και έπειτα έπαιξα στο θέατρο, στο Κεντρικό στην Κονδύλη, έφαγα το φέσι
μου, δεν άντεξα έφυγα. Εκεί ήταν ο Γιώργος Κορολόγος ακορντεόν – είχε γράψει
και κάποιες επιτυχίες τότε. Και βρέθηκα στην Πλάκα, στην Παλιά Γειτονιά με τον
Μηνά Πορτοκάλη, που ήταν ο μαέστρος, τον Πολυχρόνη Χαλκιά βιολί, το Μάνθο
Χαλκιά σαξόφωνο και τον Μάρκο Καράμπελα ντραμς.
Ν.Μ: Με τον Μουζάκη
πότε αρχίσατε να συνεργάζεσθε;
Τ.Π: Το ’55 στο
Ακροπόλ, στο «Γυναίκες και λουλούδια», μια υπερ-επιθεώρηση. Την ίδια χρονιά
υπέγραψα στ’ Αστέρια της Γλυφάδας. Μαέστρος εκεί ήτανε ένας Βραζιλιάνος, ο
Γκαρσία, ο πρώτος που έφερε χάμοντ στην Αθήνα, ο οποίος υποτίθεται ότι έπαιζε πιάνο.
Λεζάντα, χειροφίλημα και έδειχνε το τσα-τσα στην αθηναϊκή νύχτα. Κάθισα στ’
Αστέρια δυο χρόνια. Μετά βρέθηκα με τον Μουζάκη ξανά, στο θέατρο, πάλι στο
Ακροπόλ, και στου Καρυστινού, ένα κέντρο στις Τρεις Γέφυρες. Μαζί με το Τρίο
Μπραζίλ. Ο Κόκοτας, ο «ροκατζής» ο Κώστας στην κιθάρα, και ο Τάκης Τσωής. Ο
Κόκοτας ήταν ο πρίμος του τρίο και τότε τον λέγανε Κοκοτό. Δεν είχε φαβορίτες
ακόμα. Ξαναπήγα με τον Μουζάκη στο Χρυσό Πέταλο στο Γαλάτσι, με Ρένα
Βλαχοπούλου, Μαίρη Ντόλτση και το Τρίο Μπελκάντο. Λίγο αργότερα, το καλοκαίρι
του ’58, στη Βάρκιζα, στο Δίχτυ. Ορχήστρα Μουζάκη, χορευτική μουσική,
τραγουδίστρια ορχήστρας η Μούσχουρη κι ένας Κρίστιαν, ο οποίος το γύρισε μετά
στο λαϊκό. Τα ιταλικά έλεγε αυτός. Το μαγαζί το είχε ο γνωστός Βασίλης Χειλάς,
που είχε και την Τριάνα στη Συγγρού. Έβαζε 800 άτομα. Η ορχήστρα έσκιζε, ε; Μια
τρομπέτα ο Μουζάκης και δεύτερη εγώ. Ο Μουζάκης δε μ’ άλλαζε με τίποτα, γιατί
τον κρατούσα. Είχα την ευχέρεια να παίζω. Τι ήχο είχες; Είχες στενό; Έπαιζα
στενά. Είχες παχύ, έντονο; Έπαιζα έντονα. Κολλούσα δηλαδή, κι άκουγες δυο
τρομπέτες σε μία. Εκεί, ένα βράδυ παρεξηγήθηκα με τον Μουζάκη, έφυγα, και ο
Βαγγέλης Κυριαζής μου πρότεινε να πάω στην ορχήστρα του Χιώτη, στα
Ηλιοβασιλέματα, στην παλιά Αρζεντίνα, στο Καλαμάκι.
Ν.Μ: Η συνεργασία με
τον Χιώτη πώς ήτανε;
Τ.Π: Ο Χιώτης ήταν συνάδελφος άριστος. Δε σήκωνε
μύγα στο σπαθί του, να του πειράξεις μουσικό. Και ως μουσικός ήτανε δέκα χρόνια
πιο μπροστά απ’ όλους τους άλλους. Ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε πνευστά με
τα μπουζούκια. Δεν είχε ξαναγίνει. Ο Μανώλης ο Χιώτης δεν ήτανε μπουζουξής. Ο Μανώλης
ο Χιώτης έπαιζε κιθάρα, τρομερή κιθάρα! Ήτανε βιρτουόζος! Εν τω μεταξύ, ήτανε
αγαπητός, δεν χάλαγε χατίρι, και προκειμένου να κονομήσουμε έβλεπε π.χ. ότι καθόμασταν
σε παρέα, χαρτούρα, έπαιρνε το μπουζουκάκι του και το ’ριχνε στην πλάκα... «χωράω κι εγώ με τα παιδιά της ορχήστρας
μου;». Και φεύγαμε, εκεί που ήτανε 220 το μεροκάματο, φεύγαμε με κανα
πεντακοσάρικο καπέλο. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω αυτά. Ήμαστε και κουμπάροι. Ο
Μανώλης μού πάντρεψε την αδελφή μου και βάφτισε και την ανιψιά μου, τη Μαίρη.
Ν.Μ: Σε ποια άλλα
μαγαζιά παίξατε με τον Χιώτη;
Τ.Π:
Ηλιοβασιλέματα, το ’58. Από τα Ηλιοβασιλέματα πήγαμε στη Σπηλιά του Παρασκευά,
στην Καστέλα. Έπειτα στο Μουσείο, στην Πατησίων. Στο Σενού, στο Σκαραμαγκά, ένα
στενάκι αδιέξοδο, πάλι στην Πατησίων απέναντι από το Πολυτεχνείο. Στο Σενού
είμαστε χειμώνα. Μετά, ξανά στη Σπηλιά του Παρασκευά, παίξαμε τρία-τέσσερα
καλοκαίρια εκεί. Μέχρι το ’63-’64 ήμουνα με το Χιώτη. Μετά πήγε στην Πλάκα, στου
Μοστρού – ήθελε ν’ αλλάξει μουσικούς απ’ την ορχήστρα, εγώ διαφώνησα, κι έτσι
σταμάτησε η συνεργασία μας.
Ν.Μ: Μετά τον Χιώτη;
Τ.Π: Στη Σπηλιά
του Παρασκευά έχω κάνει μέχρι το ’65. Γιατί έφυγε ο Χιώτης και συνεχίσαμε με τον Μπιθικώτση. Εκεί ξαναπήγα
και αργότερα, επί χούντας, πάλι με τον Μπιθικώτση και την ορχήστρα τού
Λυκούργου Μαρκέα. Το ’64 πήγα στου Μοστρού με τον Κώστα Κλάββα. Το ’63 ή το ’65
έφτιαξα την ορχήστρα και πήγα στα Καμένα Βούρλα, στη Γαλήνη, με τον Γιάννη
Κανακάκη στο βιολί. Με τον Μαρκέα, το 1966, δουλέψαμε μαζί στο Κάστρο, στην
Πλάκα, λίγο πιο κάτω από του Μοστρού. Εκεί, μάλιστα, μ’ έβαλε κι έπαιζα
μαντολίνο στη μουσική φαγητού, για να μην κάθομαι εγώ ενώ δούλευαν οι άλλοι.
Τέλη του ’69 αρχές ’70 έπαιξα στο
Κόρονετ με τον Ηρακλή Θεοφανίδη. Δεκαετία του ’60 δούλεψα και στο Μπεν Νουί,
στη Βούλα, με τον Νίκο Ιγνατιάδη. Από το 1969 έως το 1976 έκανα τη δική μου
ορχήστρα και ταξίδευα με κρουαζιερόπλοια, το Αμερικανίς και το Ρομάντσα.
Κατέβηκα για να μπω στη ραδιοφωνία, στην Ποικίλη Ορχήστρα. Και είπε το οκέι ο Χατζιδάκις
και μπήκα. Αλλιώς δεν έμπαινα. Παράλληλα ήμουνα με τον Σπύρο Παπαβασιλείου, από
το 1976 έως τα μέσα του ’80: Φαντασία, Διογένης, Στορκ, Δειλινά και για σαράντα
μέρες στο Λα Σιτέ, στο Σέιχ Σου. Έφυγα
με σύνταξη το 1992.
Ν.Μ: Τα μεγάλα
ονόματα στην τρομπέτα ποια ήταν εκείνη την εποχή;
Τ.Π: Ο δάσκαλός
μου, ο Ευάγγελος Ευαγγελίου, είχε «ξεφτιλίσει» την τρομπέτα. Έπαιζε το «Πέταγμα
της μέλισσας» που παίζει ο Χάρυ Τζέημς δυο φορές γρηγορότερα από τον Τζέημς. Το
’παιζε δυο φορές πιο γρήγορα με την Κρατική Ορχήστρα και οι μουσικοί της
Κρατικής σήκωναν τα χέρια, τα βιολιά δεν μπορούσαν να τον προλάβουνε.
Κοντραριζότανε με τον Βύρωνα Κολάση, που ο Κολάσης ήτανε ο Κολάσης! Ο
Ευαγγελίου ήταν ο αφανής, αλλά γνωστός στον κύκλο. Προηγήθηκε. Πρώτη τρομπέτα
στη Συμφωνική Ορχήστρα, πρώτη τρομπέτα στο ραδιόφωνο, πρώτη
τρομπέτα και στην Κρατική. Από τη Λυρική δεν πέρασε, γιατί εκεί ήτανε ένας Μολτσενίκος,
τρομπετίστας. Ο γιος του έγινε σαξοφωνίστας, χωρίς να πάει ωδείο, χωρίς τίποτα.
Και έγινε τζαζίστας. Αυτός ήταν ο πρωτοπόρος στο προβιζάρισμα (σ.σ. αυτοσχεδιασμός). Ο Νίκος
Ευαγγελίου. Στην περίοδο του Ευαγγελίου ήταν ένας Ρώσος, Γκλίμερ τον λέγανε,
κάπως έτσι, για τον οποίο λέγανε –εγώ δεν τον είχα ακούσει, δεν τον ήξερα– ότι
ήταν πάρα πολύ καλός τρομπετίστας. Οι άλλοι τρομπετίσται…. Ο Ράνιος που έπαιζε
πρώτη τρομπέτα στην Ποικίλη Ορχήστρα τον καιρό εκείνο, Κερκυραίος, είχε έναν
ήχο στενό. Ήταν από τους καλούς. Ο Γιούργας, Κερκυραίος κι αυτός, από τις καλές περιπτώσεις, έπαιζε πρώτη τρομπέτα με τον Πρέντα. Ο γιος του έγινε πιανίστας,
μάλιστα τον είχα μαζί μου ένα φεγγάρι. Μετά υπήρχε ένας Σαΐτης. Τώρα, αυτή την
εποχή, από τους καλούς της πιάτσας είναι ο Νίκος Σακελλαράκης.
Ν.Μ. Εσείς με ποιον νοιώθατε πιο κοντά;
Ν.Μ. Εσείς με ποιον νοιώθατε πιο κοντά;
Κοίταξε, εμένα μ’ άρεσε ο Μουζάκης, ήμουνα «μουζακικός». Πες
ότι μεροληπτώ. Ο Μουζάκης ό,τι έγραφε το εναρμόνιζε, και όταν προβιζάριζε
προβιζάριζε σωστά, επάνω σ’ αυτά που ’χε γραμμένα. Το ύφος του Μουζάκη στο
προβιζάρισμα ήταν α λα τούρκα. Δηλαδή χρησιμοποιούσε τριημιτόνια και το πήγαινε
κάπου αλλού… Αυτός ήτανε, αλλά ήτανε σωστός. Ο Σταύρος Ρουχωτάς, επίσης, είχε τρομερές
δυνατότητες σαν τρομπετίστας, είχε τρομερό ήχο και με ήθελε πάντα δίπλα του.
Να του μετράω τα μέτρα. «Ωρε! Δίπλα μου,
ε;». Και παίζαμε, τον κράταγα καλά, και μόλις έφτανε να προβιζάρει του
έλεγα «ένα-δύο-τρία», του μέτραγα τα μέτρα που ’παιζε. «Εφτά... τελειώνεις... κλείσε». Και μπαίναμε στο θέμα που προβιζάριζε. Ωραίος
τρομπετίστας. Ένας τρομπετίστας πολύ καλός, Αιγυπτιώτης, ήταν κι ο Γιάννης
Θεοδωρίδης. Αυτός προβιζάριζε. Ένας άλλος Κοκκινιώτης ήταν ο Κώστας Καριώτης.
Τρομπέτα για πολλά «νταν». Έσκιζε, στο Γκριν Παρκ, στο Άλσος. Μελέτησε,
κοιμόταν με την τρομπέτα αγκαλιά, έγινε πάρα πολύ καλός τρομπετίστας.
Ν.Μ: Εσείς πώς θα
περιγράφατε τον δικό σας ήχο;
Τ.Π: Εγώ είχα ένα
φυσικό προσόν, το οποίο μου το έλεγαν άλλοι. Η τρομπέτα είναι ένα δύσκολο
όργανο. Από τα δύσκολα όργανα. Από τις χαμηλές μέχρι τις ψηλές, φυσιολογικά, ο
ήχος στενεύει. Γίνεται οξύτερος και στενεύει. Εγώ είχα το προνόμιο, το προσόν ή
το χάρισμα όλη μου η γκάμα, μέχρι τις ψηλές που έπαιζα να έχει ομοιογένεια. Και
βγαίνοντας έξω απ’ το πεντάγραμμο να μη στενεύει ο ήχος. Ήτανε πάντα γεμάτος.
Δηλαδή, όταν έπαιζα με τέσσερις τρομπέτες δέσποζε το παίξιμό μου και έδενε και
τους άλλους. Όταν έπαιζε άλλος πρώτη τρομπέτα και παίζαμε οι άλλοι από κάτω,
ξέφτιζε.
Ν.Μ: Ποιοι ήταν οι
μαέστροι εκείνη την εποχή στην Αθήνα;
Ποιες ορχήστρες υπήρχαν;
Τ.Π: Ο Γιώργος ο
Μουζάκης είχε ορχήστρα. Ήτανε τα βιολιά του Τάκη Μωράκη. Η ορχήστρα του Γιώργου
Θεοδοσιάδη. Ο Μίμης Πλέσσας, είχε κουιντέτο, σεξτέτο. Έπαιζε στα κλαμπ τα
αμερικάνικα. Κάναμε κάτι πρωινά στο Ρεξ. Ο Κώστας Πρέντας έβγαινε με μεγάλη
ορχήστρα, τρομπέτα, σαξόφωνο, βιολί. Μάλιστα θυμάμαι είχε τον Σιγκαρέα
πιανίστα, τον γιατρό, και είχε και τον αδελφό του, τον Βύρωνα, ο οποίος έπαιζε
βιολί και σαξόφωνο. Δεν δούλεψα μαζί του. Ο Μιχάλης Μπαρμπαλιάς, Πειραιώτης,
δούλευε συνήθως στην Πλάκα. Και ο Μηνάς Πορτοκάλης επίσης, με τον οποίο κάναμε
πολλά εξτρά εμείς. Τότε οι ορχήστρες ήτανε έξι όργανα, εφτά όργανα, πέντε
όργανα. Δεν ήτανε πολλά. Οι μεγάλες ήτανε οχτώ-δέκα. Ήταν ακόμη ο Ηρακλής
Θεοφανίδης, καλός μουσικός. Δούλευε για χρόνια στην Αμερική, Κάρνεγκι Χολ και τέτοια. Πιανίστας, μετρημένο παιδί. Με το Γιώργο Μυρογιάννη συνεργαζόμουνα,
κάτι Λουτράκι, κάτι Κόρινθο. Κάποια στιγμή έκανε τον μαέστρο ο Τέλης
Αποστολάκος στ’ Αστέρια. Αυτός είχε έναν αδελφό υπουργό. Υπήρχε και η
ορχήστρα Τσίχλα. Οικογενειακή ορχήστρα, ο Γιάννης, ο Ζαχαρίας, η Κρύσταλ, μετά
χώρισαν. Ήταν η ορχήστρα Κώστα Κλάββα και η ορχήστρα Κανακάκη-Λεβ. Ο Γιάννης
Κανακάκης ήταν ο αγαπητός της αριστοκρατίας των Αθηνών. Κανακάκης-Λεβ παίζανε
στην Αθηναία. Ο Κανακάκης ήταν το όνομα, ο λεζαντίφ, ο Λεβ ήτανε ο εργάτης του
πιάνου που το ’σκαβε. Ο Μπάμπης Μπερκέτης συνήθως έπαιζε στην Αίγλη του
Ζαππείου. Πολύ καλός σαξοφωνίστας, αλλά δεν ήταν μοντέρνος. Ο Λυκούργος Μαρκέας
είχε ορχήστρα, ο Γιώργος ο Κατσαρός, ο Χατζηνάσιος, ο Ιγνατιάδης. Όλοι αυτοί
είχανε ορχήστρα. Ο Γεράσιμος Λαβράνος βέβαια… Μαζί του δούλεψα στο 13, στην παραλία.
Ν.Μ: Από αμερικάνικη
μουσική ακούγατε καθόλου
Τ.Π: Τον Λούι
Άρμστρονγκ… Μάλιστα, λένε ότι τα όργανα μιμούνται την ανθρώπινη φωνή. Ο
Άρμστρονγκ ήταν αυτός. Όπως τραγουδούσε έπαιζε. Γι’ αυτό είχε αυτό το βραχνό
στο τραγούδι και το παίξιμό του. Όταν πάλι είχε έρθει ο Ντίζυ Γκιλέσπι, σε όλες
τις συναυλίες που είχε κάνει ήμουνα στα παρασκήνια. Ν’ ακούσω. Ο Γκιλέσπι εκτός
από την ταχύτητα που είχε, είχε τρομερή ευχέρεια να ανεβοκατεβαίνει. Έπαιζε
ψηλά πολύ και κατέβαινε. Ήτανε τόσο γρήγορος και τόσο ταχύς που δεν προλάβαινα
να τον παρακολουθήσω. Ενώ έχω ντικέ καλή, δεν προλάβαινα. Το 1970 σε ένα ταξίδι
συνάντησα τον αδελφό τού Al Hirt. Και με ρώτησε αν ήθελα, όταν γυρίσει στην
Αμερική, να του προτείνει να παίξω κι εγώ στη μπάντα του. Γέλασα, είπα «εγώ με τον Αλ τι θα παίξω; Το μόνο που
μπορώ να κάνω είναι να του γυρνάω τα φύλλα απ’ τις παρτιτούρες». Ξέρεις
πόσες προτάσεις είχα για Αμερική; Φοβόμουνα το εκτός
έδρας.
Ν.Μ: Κατασκευαστές για τρομπέτες υπήρχαν όταν ξεκίνησες;
Τ.Π: Κατασκευαστές
ούτε τώρα υπάρχουν. Επισκευή κάνουνε. Υπάρχουνε ορισμένοι πολύ καλοί τεχνίτες.
Εγώ πρόλαβα τον παππού τον Μάγγελ, στη Χαριλάου Τρικούπη.
Ν.Μ: Ποιες τρομπέτες θεωρείτε πως είναι καλές; Ποιες προτιμούσατε;
Τ.Π: Οι τρομπέτες οι
καλές, οι σωστές, είναι οι βαριές, οι αμερικάνικες. Όλα τα χάλκινα τα
αμερικάνικα. Δεν ξέρω οι άλλοι τρομπετίστες πώς νιώθανε, εγώ επειδή φύσαγα
έντονα, είχα ορμή στο φύσημα, όταν έπαιζα με ελαφρύ όργανο δεν μπορούσα να
ελέγξω απόλυτα τις νότες που έβγαζα. Και μετά από κανα εικοσάλεπτο, γιατί
παλιά παίζαμε σερί, δεν είχε διάλειμμα για τσιγάρο, έβλεπα το όργανο που με
πρόδιδε. Στα είκοσι λεπτά απάνω η τρομπέτα άναβε, πώς λέμε ότι ζεσταίνεται το
αυτοκίνητο; Άναβε και έβγαινε μουντός ο ήχος. Και γι’ αυτό σώθηκα με τις Κον.
Μ’ αυτή την τρομπέτα φυσάς σολ και σου δίνει σολ. Και όταν λέμε βαριά τρομπέτα
εννοώ στην ένταση, που θέλει για να παίξεις. Δεν έχει σχέση με το πόσο ζυγίζει.
Η βαριά τρομπέτα σε αντέχει στο φύσημα στο έντονο. Θέλει αέρα. Σε αντέχει στο
φύσημα το πρεσαριστό. Και μπορεί να σου δώσει το πιο χαμηλό παίξιμο. Δεν σε
προδίδει, ούτε στο ήπιο παίξιμο ούτε στο φορτσάτο. Ενώ οι ελαφριές σε
προδίδουν, και η πρώτη προδοσία είναι
στα είκοσι λεπτά που θα παίξεις. Θυμάμαι οι τσεχοσλοβάκικες ήταν ελαφριές στο
παίξιμο, ήταν ψιλοφάλτσες. Δεν ήταν καλές τρομπέτες. Εγώ φύσαγα πολύ και
θυμάμαι με την Κον έπαιζα απερίσκεπτα.
Γ.Α: Τα πρώτα τραγούδια –συνθέσεις δικές σας– που
γράψατε με ποιον ήταν;
Τ.Π: Στη Μιούζικ
Μποξ, με το συχωρεμένο του Μιχαλόπουλου το γιο, το Σταύρο. Ήταν ο Τάκης
Αθηναίος τότε εκεί, μου είχε εμπιστοσύνη. Μετά με τον Μανώλη Μπαρμπεράκη, με τη
Σοφία Σιδέρη, τον Κώστα Καφάση, την Έλενα Ρώμεση, τον Νίκο Λιώκο, τη Βίκυ
Παππά, τη Στέλλα Χρυσικοπούλου, τη Ρένα Ντάλμα, τον Τζων Τίκη, την Έλενα Βασιλάκη και την Καίτη Ντάλη.
Πάντως όλα τα τραγούδια που έχω γράψει, καμιά πενηνταριά, είναι σε στίχους της
Πόπης Πασβάντη, της γυναίκας μου, και όλα κατόπιν καυγά. «Έχω λέει το μουσικό στο σπίτι και φέρνω τον καθένα για να μου γράψει;
Δεν ντρέπεσαι;». Της λέω «εγώ είμαι
τρομπετίστας, δεν είμαι συνθέτης!».
Γ.Α. Ως μουσικός πότε
μπήκατε στη δισκογραφία;
Τ.Π: Το 1953 με
το Μάνο Χατζιδάκι σ’ ένα στούντιο κάπου εκεί στις Τρεις Γέφυρες. Θυμάμαι τη
Σούλη Σαμπάχ... ήτανε να κάνει ένα τραγουδάκι για μία ταινία, ένα βαλσάκι.
Μπήκαμε στο στούντιο κάπου τέσσερις το μεσημέρι, έχει πάει εννιά και δεν έχουμε
τελειώσει. Γιατί τότε το κομμάτι χρεωνότανε, για την εταιρία, 120 δραχμές, ή
150 οι σολίστες. Ο Χατζιδάκις πλήρωνε καλύτερα απ’ όλους, 180 το κομμάτι,
πολλές φορές δεν έπαιρνε λεφτά για να πληρώσει τους μουσικούς, για να τα λέμε
όπως έχουνε. Και ρωτούσε προτού αρχίσουμε την ηχογράφηση... «τώρα με την ώρα ή με το κομμάτι;». Ταχιάτης τσέλο, μεγάλη
μουσικομάνα, Ροδουσάκης Ανδρέας, μπάσο, ο Γκίνoς Νίκος μεγάλο κλαρίνο, o Μπάμπης Φαραντάτος, μιλάμε για το ανθόγαλο της ιστορίας. Και
τον κοιτάγανε... «έλα μωρέ Μάνο, αφού
ξέρεις, ότι εμείς δεν πάμε με το κομμάτι, με την ώρα, εντάξει, όσο πάει».
Αρχίσαμε την ηχογράφηση παιδιά τέσσερις η ώρα το μεσημέρι, είχε πάει η ώρα
εννιά το βράδυ και το κομμάτι δεν έλεγε να τελειώσει. Ε, μετά, ο Μάνος όταν
έβγαινε κάτι με φώναζε. Θεός σχωρέστονε, αν μ’ ακούει, τον αγαπάω ακόμα. Τον
θαύμαζα, γιατί μπορούσε να σε βοηθήσει, και σε βοήθαγε χωρίς ανταλλάγματα. Ήτανε
άνθρωπος με εκατό άλφα κεφαλαία.
Ν.Μ: Να περάσουμε σε
ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο: κινηματογράφος. Θυμόσαστε σε πόσες ταινίες έχετε
παίξει;
Τ.Π: Σαν
φιγκεράλ, σαν εικόνα, ή σαν υπόκρουση μουσική; Σαν υπόκρουση έχω παίξει σε πάρα
πολλές. Με τον Μίμη Πλέσσα σ’ όλες τις ταινίες της Φίνος Φιλμ έπαιζα εγώ. Άλλοι
συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκα ήταν ο Χατζιδάκις, ο Θεοδοσιάδης, ο
Κώστας Καπνίσης, ο Μουζάκης. Με τον Θεοδωράκη κάναμε τον Ζορμπά, δυο τρομπέτες,
δε θυμάμαι, ποιος ήταν ο άλλος… Ο Κώστας Καριώτης ήτανε ή ο Γιάννης ο
Θεοδωρίδης; Δε θυμάμαι. Με τον Ξαρχάκο έχω δουλέψει στο θέατρο, στο πρώτο
μιούζικαλ που ανέβηκε στην Αθήνα, στο Μετροπόλιταν, στο «Μην πατάτε τη χλόη».
Ν.Μ: Από ταινίες
μπορείτε να μου πείτε κάποιες, ενδεικτικά, στις οποίες εμφανίζεσθε;
Τ.Π: «Το παιδί
και το δελφίνι». Ξένη παραγωγή, στ’ Αστέρια. Η ορχήστρα ήτανε η ορχήστρα των
Αστεριών. Άλλες ταινίες: «Ένας βλάκας και μισός», «Λαός και Κολωνάκι»,
«Φτωχαδάκια και λεφτάδες», «Μαριχουάνα στοπ», «Ο ανήφορος», σε όλες έχω παίξει
εγώ μέσα. «Το μανούλι, η μανούλα και ο παίδαρος», Μιχαλόπουλος, Βλαχοπούλου, με
τον Θεοδοσιάδη. Μάλιστα αν σου πέσει, μπροστά στους τίτλους είμαι εγώ, ξεκινάει
με τον Τάκη.
Ν.Μ: Σε όλες αυτές
τις περιπτώσεις παίζατε πρώτη τρομπέτα;
Τ.Π: Εξαρτάται.
Όταν είχα έναν τρομπετίστα που δεν ήθελα να τον μειώσω… λόγου χάριν τον Γιάννη
Θεοδωρίδη. Ήταν μεγαλύτερος από μένα, αλλά επειδή τον πίστευα, επειδή
προβιζάριζε, μ’ άρεσε το παίξιμό του, όταν πηγαίναμε στούντιο του ’λεγα... «Γιάννη παίξε πρώτη τρομπέτα».
Ν.Μ: Η διαφορά
ανάμεσα σε πρώτη και δεύτερη τρομπέτα ποια είναι;
Τ.Π: Καμμία. Μόνο
για το ονόρε. Η δυσκολία είναι η ίδια. Υπάρχει μια «τρίτη» διαφορά ανάμεσα σ’
αυτό που παίζει η πρώτη και η δεύτερη. Αλλά η ταχύτητα, η διαμοίραση του
διαβάσματος είναι ίδια. Προβιζάρισμα δεν υπάρχει, εκτός αν είναι τζαζίστικο το
κομμάτι. Αυτό δεν το γουστάριζα εγώ, δεν προβιζάριζα. Όταν μου λέγανε να
προβιζάρω απαντούσα... «εγώ δεν είμαι τζαζίστας, χιτζαζίστας είμαι».
Ν.Μ: Κύριε Πασβάντη,
να σας ευχαριστήσω για το χρόνο που μας διαθέσατε και να ζητήσω μια χάρη: ως
μουσικός θα μπορούσατε να κάνετε ένα φινάλε για όλη αυτή τη συζήτηση;
Τ.Π: Να σου πω
αυτό που έκανα με την τρομπέτα, όταν τελείωνε το κομμάτι; Έπαιζα
«σολ-φα-σολ-λα-σολ» κι έκανα με την τρομπέτα «σκα-τά». Με την τρομπέτα. Ναι ρε
παιδί μου! (γέλια). Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. «Ντο ματζόρε»,
πάλι.
Nikos Mitrogiannopoulos
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ συνέντευξη είχε γίνει μετά από παρότρυνση του Φώντα και με την ουσιαστική του καθοδήγηση και στήριξη σε πολλά, γιατί ο χώρος του Τάκη Πασβάντη σε πολλά δεν μου ήταν οικείος. Το βίντεο που ανέβασα προφανώς δεν είχε γυριστεί για ταινία, αλλά κυρίως για να έχουμε μια πυξίδα στην τεκμηρίωση των φωτογραφιών. Γι' αυτό συγγνώμη για τις κινήσεις της μηχανής. Σήμερα μπορεί να έχει νόημα να ακουστεί και η φωνή του Τάκη Πασβάντη. Να πω πως ήταν άρχοντας στη συμπεριφορά του. Η φωνή της γυναίκας ανήκει στην Πόπη Πασβάντη.
(το βίντεο το βλέπετε στο facebook)