Έξι χρόνια έχουν
περάσει από το προηγούμενο CD των Ινδονήσιων tohpati Ethnomission, του γκρουπ,
δηλαδή, του κιθαρίστα των περίφημων simakDIALOG, του Tohpati Ario Hutomo.
Έτσι κι εμείς μετά από καιρό (31/5/2011) επανερχόμαστε στα του συγκροτήματος,
καθώς το καινούριο άλμπουμ του, που τιτλοφορείται “Mata Hati” [MoonJune, 2016], το επιβάλλει.
Η μπάντα, που, πέραν του Tohpati, αποτελείται από τους Indro Hardjodikοro μπάσο, Demas
Narawangsa ντραμς, Endang Ramdan ινδονησιακά κρουστά και Diki Suwarjiki τοπικά πνευστά, εξακολουθεί
να προβάλλει εκείνο τον τύπο του fusion, που συνδυάζει τα ποικίλα δυτικά κελεύσματα με τις
παραδοσιακές πεντατονικές ρυθμολογίες της μεγάλης χώρας, αλλά και με τις
μελωδίες της, έτσι όπως εκείνες αποτυπώνονται από τα lead σολιστικά
όργανα (την κιθάρα και τα πνευστά, το φλάουτο και το tarompet). Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός
είναι όλα τα λεφτά στο “Mata Hati”
και ό,τι περισσότερο απολαμβάνεις σε κομμάτια όπως το “Tanah Emas” ή το αμέσως επόμενο, το
φερώνυμο με τον τίτλο του άλμπουμ.
Εκείνο που κάνει εντύπωση, επίσης, στην παρούσα ηχογράφηση,
όπως και σε όλες τις ανάλογες που έχουν δει το φως στην νεοϋορκέζικη MoonJune, είναι οι μελωδικές
αναπτύξεις – τα αυτοσχεδιαστικά μέρη, με άλλα λόγια, που ακολουθούν τις
βασικές-κυρίαρχες γραμμές. Ο Tohpati,
ως μεγάλος παίκτης που είναι, στριφογυρίζει με… χίλιους τρόπους γύρω από τα
κεντρικά patterns, χωρίς
ν’ ακούγεται ποτέ ο ίδιος, καθώς το rhythm section (με τα διπλά κρουστά) αλλάζει
συνεχώς παιγνίδι. Τούτο το παρατηρείς σε κομμάτια όπως το “Berburu” φερ’ ειπείν, με τις απανωτές
και υπερταχείες αλλαγές των συγχορδιών και τα «τρελά» κατεβάσματα.
Όμως ο Tohpati
δείχνει τα δόντια του και στην ακουστική κιθάρα, σε tracks όπως το “Rancak”, που συνολικότερα αποτυπώνει και
την κάπως unplugged
να-την-πούμε εκδοχή των Tohpati Ethnomission
(καταπληκτικό track
απολύτως οικείο και σ’ έναν έλληνα «δημοτικό» ακροατή), ενώ σε άλλα κομμάτια,
όπως στο 7λεπτο “Reog”,
τα heavy riffs
και οι περίτεχνες πενιές, σε συνδυασμό με την εξωτική μελωδία, τις ρυθμικές
αλλαγές και τα πνευστά soli προσφέρουν ένα υβρίδιο, με στοιχεία Canterbury rock (Hatfields π.χ.), που ακούγεται εντελώς
πρωτότυπο και συναρπαστικό.
Τέλος, ας μην λησμονήσουμε και την εισαγωγή, το “Janger” εκεί όπου οι
Ινδονήσιοι συμπράττουν με την πανταχού παρούσα Czech Symphony Orchestra (υπό την Michaela Ruzickova) αφήνοντας μια
«μπολιγουντιανή» αύρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου