Περίεργη περίπτωση αυτός ο Jef Maarawi. Γεννημένος στο Σάο
Πάολο από σύρο πατέρα και βραζιλιάνα μητέρα, ο Maarawi έχει ζήσει (και ζει) στην Αθήνα
γράφοντας τραγούδια με ιστορίες στην αγγλική. Τον θυμάμαι φυσικά από το
προηγούμενο συγκρότημά του, τους Egg Hell (κι εκεί ιστορίες) και το άλμπουμ
τους “Once Part of a Whole Ship”
[Inner
Ear, 2014], αλλά
τώρα έχουμε στ’ αυτιά μας κάτι πιο προσωπικό του, κάτι που θα μπορούσε να δώσει
κι άλλα στοιχεία, για τον τρόπο που σκέφτεται ο Maarawi και αντιλαμβάνεται
την τραγουδοποιία.
Ξεκινώντας από το cover του “Comfort Food” [Inner Ear, 2017] θα έλεγα πως
έχουμε να κάνουμε μ’ ένα καθαρό tropicália
εξώφυλλο, που δείχνει αν θέλετε και τις πρώτες-πρώτες αναφορές του Jef Maarawi. Και όντως δηλαδή.
Γιατί ακούγοντας το εισαγωγικό φανταχτερό ηχητικά “Corcovado”, δε γίνεται να μην
ανακαλέσεις τη σχετικώς πιο πρόσφατη τραγουδοποιία του Caetano Veloso ή
αν θέλετε τον τρόπο που έχει επηρεάσει ο Veloso τύπους σαν τον David Byrne (του
“Look Into the Eyeball” π.χ.). Και όμως το
δεύτερο track, το “Forest”, είναι κάτι
διαφορετικό – μια πολύ όμορφη, ακουστική να την πούμε, μπαλάντα, που βαραίνει
ελαφρώς στη διαδρομή διατηρώντας αναλλοίωτη τη γοητεία της. Τρίτο τραγούδι στη
σειρά το “Reverend Jones”,
γραμμένο για τον παρανοϊκό πάστορα, που πήρε μαζί του πάνω από 900 ψυχές στο
ανείπωτο έγκλημα της Jonestown,
στη Γουιάνα, τον Νοέμβρη του 1978. Δεν μπορώ να καταλάβω από ποιαν ακριβώς θέση
γράφει αυτό το πολύ ενδιαφέρον (από ηχητικής πλευράς) τραγούδι ο Maarawi – και το λέω τούτο,
γιατί κάπου με μπερδεύει… Ωραία μπαλάντα το “LA”, γραμμένο για το Λος Άντζελες φυσικά, έχει κάτι από την άπλα
των τραγουδιών των Byrds
ή των Love, δείχνοντας
τα πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα τού Maarawi – που παραμένουν πάντως ατάκτως
ερριμμένα. Το “Eggshell”,
που κλείνει την πλευρά κολλάει με τα προηγούμενα – διαθέτει πάντα τις
ακουστικές κιθάρες του ίδιου του Maarawi, ενώ γεμίζει με ηλεκτρικές στην πορεία ανεβαίνοντας και
σε vibes. Σε όλη την
πλευρά κάνουν πολύ καλή δουλειά βεβαίως οι King Elephant, Sir Kosmiche
και Βασίλης Βλαχάκος (ηλεκτρικές κιθάρες).
Πολύ κοντά στα προηγούμενα (“L.A.” και “Eggshell”),
το “Comfort food”
ανοίγει την B Side
με ωραίο τρόπο. Αυτός ο συνδυασμός ακουστικού και ηλεκτρικού ήχου νομίζω πως
είναι το πιο δημιουργικό στοιχείο τού άλμπουμ του Maarawi και
πάνω εκεί πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερη δουλειά στο μέλλον, που θα
τείνει προς την απλοποίηση της γενικότερης φόρμας, ώστε τα κομμάτια να κυλάνε πολύ πιο άνετα. Το “Coming going”
είναι ένα από τα πιο sixties-pop tracks του LP, καθώς έχει μια φρεσκάδα στην ενοργάνωση
και την ερμηνεία του – αν και οι στίχοι, που είναι πολλοί, δεν βοηθάνε, στην… αγκίστρωσή
του. Το “Dread & breakfast” είναι ένα
τραγούδι, που μοιάζει περισσότερο με την εισαγωγή του άλμπουμ και στ’ αυτιά μου
ακούγεται κάπως μπερδεμένο (μάλλον αναφέρεται στον συριακή καταγωγή του Maarawi, στον πατέρα του, γιατί
στους στίχους ακούμε και διαβάζουμε κάτι περί Δαμασκού κ.λπ.). Το προτελευταίο
κομμάτι έχει τίτλο “Someone jumped in front of train”
και αναφέρεται σε κάποια περίπτωση αυτοκτονίας στις γραμμές του μετρό ή του
ηλεκτρικού. Από τη μια υπάρχει το δράμα της πράξης και από την άλλη ο κυνισμός
τού… τώρα τι κάνουμε, τού πώς θα πάμε σπίτι μας κ.λπ. Το πιάνει ωραία το θέμα ο
Maarawi, αλλά το
τραγούδι είναι κάπως δύστροπο και κατά βάση δε σε πιάνει μουσικά. Το “Comfort Food” θα κλείσει με το “Oh my god, Omayra!”. Το τραγούδι αναφέρεται στην
τραγική ιστορία της 13χρονης Κολομβιανής Omayra
Sánchez, που πέθανε αβοήθητη, μισοθαμμένη σε λάσπη, σε ζωντανή τηλεοπτική
θέα, μετά από την έκρηξη ενός ηφαιστείου στην Armero της Κολομβίας (τον Νοέμβρη του
’85).
Οπωσδήποτε ένα ενδιαφέρον άλμπουμ από έναν τραγουδοποιό, που
έχει δώσει καλά ή και πολύ καλά δείγματα και που αξίζει να εξελιχθεί και να προχωρήσει.
Επαφή: www.inner-ear.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου