PAIER VALCIC QUARTET: Cinema Scenes [9845-2
ACT, 2017]
Το σινεμά προτείνει τρόπο (ηχητικής) δράσης και έμπνευσης
για το Κουαρτέτο Paier Valcic.
“Paier”, λόγω του
ακορντεονίστα, μπαντονεονίστα Klaus Paier
και “Valcic” λόγω της
τσελίστριας Asja Valcic
– με τον μπασίστα Stefan Gfrerrer
και τον ντράμερ, περκασιονίστα Roman Werni
να συμπληρώνουν το σχήμα.
Πρωτότυπες συνθέσεις βασικά αποτελούν το σετ του γκρουπ.
Συνθέσεις που δεν κρύβουν τις σινεφίλ αναφορές τους, στηριγμένες πάντα σε
μελωδίες (σε μινόρε ή ματζόρε δρόμους) που είναι οικείες σ’ εμάς τους κατοίκους
του ευρωπαϊκού νότου ή της ισπανόφωνης Λατινοαμερικής. Δεν είναι τυχαία
επιλεγμένη, δηλαδή, η καταλυτική παρουσία του ακορντεόν / μπαντονεόν εδώ, ούτε
βεβαίως του τσέλου, που βαθαίνει και βαρύνει, από τη μεριά του, ήχους και
αισθήματα. Τώρα, τι είδους ταινίες θα μπορούσε να ντύσουν οι μουσικές του Paier Valcic Quartet δεν είναι εύκολο να
το πούμε – αν και οι δύο versions,
που καταγράφονται εδώ ίσως να δίνουν κάποια στοιχεία. Η πρώτη αφορά σε μια
σύνθεση του Alexandre Desplat
από την ταινία τού Peter Webber Girl with a Pearl Earring
(2003) και η άλλη σε κάτι από τις Γέφυρες
του Μάντισον (1995) του Clint Eastwood.
Σε γενικές γραμμές το “Cinema
Scenes”
είναι ένα ενδιαφέρον άλμπουμ, που θα αρέσει ιδιαιτέρως στους fans του Astor
Piazzolla
και του Nino Rota.
LESZEK MOŻDŻER / IIRO RANTALA / MICHAEL WOLLNY: Jazz at Berlin Philharmonic VII [9842-2
ACT, 2017]
Στο έβδομο Jazz at Berlin Philharmonic (31 Μαΐου 2016) συναντήθηκαν τρεις άσσοι πιανίστες. Ο Πολωνός
Leszek
Możdżer, ο Φινλανδός Iiro Rantala και ο Γερμανός Michael Wollny. Και έπαιξαν και
σόλο, και ανά δύο και οι τρεις μαζί! Και όχι μόνο πιάνο, αλλά και fender rhodes. Αυτές οι εγγραφές απαθανατίστηκαν μάλιστα
σ’ ένα CD, το οποίον –αν
χρειάζεται να το πούμε– εμφανίζει ανομολόγητη πληρότητα. Χοντρικώς, είναι…
εκπληκτικό! Και οι σόλο αποδόσεις και τα ντούο (Wollny-Rantala στο “White moon” του Chris Beier και Możdżer-Rantala στο “Africa” του Lars Danielsson) και κυρίως το τρίο, στο “Summertime” του George Gershwin και στο “La fiesta” του Chick Corea (εκεί όπου ακούγεται και fender μαζί με το πιάνο), είναι πέραν πάσης
περιγραφής, αφού και οι τρεις πιανίστες, συνθέτες και αυτοσχεδιαστές παραδίδουν
μαθήματα, όπως λέμε, γύρω από το τι σημαίνει πάθος, δύναμη, φαντασία και δημιουργική
διάθεση, συνδυάζοντάς τα όλα στον ύψιστο βαθμό. Απολύτως δίκαια τα αλλεπάλληλα
χειροκροτήματα, που πλημμυρίζουν κάθε τόσο και την εγγραφή.
JANNE MARK: Pilgrim [9735-2 ACT, 2018]
Το άλμπουμ “Pilgrim”
της δανής τραγουδίστριας Janne Mark
θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει στις αρχές του ’70 και σήμερα να λατρεύεται
όπως οι δίσκοι της Vashti Bunyan,
της Marie Little και της Mary-Anne Paterson. Τόσο καλό είναι!
Η Mark
τραγουδά στη γλώσσα της δικά της τραγούδια βασικά – γράφοντας στίχους δηλαδή
και μουσική. Αυτά τα τραγούδια, που είναι folk στη βάση τους, ενορχηστρώνονται εντέχνως (και πάντως folk) από τους συνεργάτες
της, τον μπασίστα Esben Eyermann και τον πιανίστα Henrik Gunde Pedersen (πέραν του πιάνου και του μπάσου στο “Pilgrim”ακούγονται ακόμη τρομπέτα,
τσελέστα, ντραμς και lap steel
κιθάρα). Οι στίχοι των τραγουδιών, που είναι μεταφρασμένοι και στην αγγλική στο
ένθετο, περιγράφουν βαθιές θρησκευτικές, υπαρξιακές και μυστικιστικές
καταστάσεις και το γεγονός πως η Mark αφιερώνει τραγούδι της στην γερμανίδα μύστρια και συνθέτρια
του 12ου αιώνα Hildegard von Bingen αποδεικνύει και τον… πνευματικό χώρο, στον οποίον την
ενδιαφέρει να κινηθεί.
Το άλμπουμ έχει τον τρόπο να σε κερδίζει από τις πρώτες
κιόλας στροφές, καθώς οι ευγενικές ενορχηστρώσεις βοηθάνε τις συνθέσεις της Mark ν’ ακούγονται…
μοναδικές. Η φωνή μπορεί να μην είναι η… άφατη φωνή των αγγέλων (αν και είναι
απολύτως επαρκής, για το στυλ των τραγουδιών του “Pilgrim”), όμως το συνολικό concept είναι τόσο πειστικό
και τέλεια συντονισμένο, ώστε κάθε επιμέρους κριτική να περισσεύει.
ECHOES OF SWING: Travelin’ [9104-2 ACT, 2018]
Οι… Αντίλαλοι του Σουίνγκ αυτό κάνουν εδώ και μια δεκαετία τώρα
(και κάτι παραπάνω). Μεταφέρουν στο σήμερα την αίσθηση του παλιού καλού swing, για μικρό σχήμα, είτε
διασκευάζοντας, είτε συνθέτοντας πάνω στις κλασικές βάσεις. Τέσσερις παίκτες (Colin T. Dawson τρομπέτα, κορνέτα, φλούγκελχορν,
φωνή, Chris Hopkins
άλτο, Bernd Lhotzky
πιάνο, τσελέστα, Oliver Mewes
ντραμς) και μια δεκαπεντάδα θεμάτων, συντόμων φυσικά σε διάρκεια (3λεπτα και
4λεπτα tracks), που
παρατίθενται με μοναδικό στόχο την όσο το δυνατόν αρτιότερη… απορρόφησή τους
από τα ακροατήρια. Και τούτο το επιτυγχάνουν οι Echoes of Swing έχοντας στο σετ τους αθάνατα
κομμάτια τύπου “Volare”,
καθώς και συνθέσεις των Nat Adderley
(πολύ ωραία η τραγουδιστική απόδοση τού “The old country”), Rodgers
& Hart, Duke Ellington, Vernon Duke, Sidney Bechet και
Coleman Hawkins,
συν τα δικά τους, που διατηρούν φυσικά αυτή την old-timey αντίληψη, δίχως αχρείαστες επεξεργασίες και άκαιρες
μεταμορφώσεις.
Ξεκάθαροι λοιπόν και με απολύτως σαφές στίγμα οι Echoes of Swing είναι
ένα σχήμα, που μπορεί ν’ αρέσει στον οποιονδήποτε (και αναφέρομαι στους πέραν
της jazz ακροατές).
LAILA BIALI: S/T [9041-2 ACT, 2018]
Καναδή τραγουδοποιός (γράφει στίχους, συνθέτει, ερμηνεύει) η
Laila Biali προσδίδει,
οπωσδήποτε, μια τζαζ αύρα στα τραγούδια της, αν και βασικά θα πρέπει να μιλάμε
περισσότερο για pop-jazz, παρά για jazz. Τούτο, βεβαίως, δεν
είναι αναγκαστικώς και εκ των προτέρων… αρνητικό – πόσω μάλλον όταν τα
τραγούδια είναι ενδιαφέροντα, διαθέτουν ενορχηστρωτική επεξεργασία, έχοντας και
ενδιαφέρον όσον αφορά στις μελωδίες και τους στίχους τους. Οπότε, όλα καλά; Σχεδόν.
Η Biali
(που εκτός από το να τραγουδά παίζει και πιάνο-πλήκτρα) έχει μια βασική ομάδα
δίπλα της (έναν μπασίστα και δύο ντράμερ, που δεν παίζουν ταυτοχρόνως
εννοείται) και πιο δίπλα της κάποιους guests σε τρομπέτες (ανάμεσα και ο Ambrose Akinmusire), όργανο και
φωνητικά, προσθέτοντας στα κομμάτια της τις απαραίτητες πινελιές (πράγμα που
αποκτά οριακές θετικές διαστάσεις γι’ αυτήν, αν αναφερόμαστε στο “Queen of hearts”, το καλύτερο κομμάτι
του CD της). Οι διασκευές
σε David Bowie
(“Let’s dance”), Randy Newman (“I think it’s going to rain today”) και Coldplay (“Yellow”) δείχνουν οπωσδήποτε το
αισθητικό εύρος των επιλογών της Biali, με τις δικές της αποδόσεις της από ’κει και κάτω να
χαρακτηρίζονται και από τόλμη και από αισθητική ευπρέπεια.
Καλό άλμπουμ, για τα συγκεκριμένα όρια και πλαίσια.
MULO FRANCEL: Mocca Swing [6020-2 ACT, 2017]
Γερμανός και 50άρης πια τενορίστας και κλαρινίστας, ο Mulo Francel έχει τώρα την ευκαιρία
να δείξει τις δυνατότητές του, σε μιαν ακόμη πιο μεγάλη εταιρεία, άρα και σ’
ένα πολυπληθέστερο κοινό, τόσο στη σύνθεση όσο και στην εκτέλεση μέσω τούτου
του 2CD, το οποίο
περιλαμβάνει καινούριες εγγραφές του.
Στο πρώτο μέρος, που τιτλοφορείται “Mulo Francel Quartet Recordings”, ο γερμανός
μουσικός, μαζί με τους συνεργάτες του David Gazarov πιάνο, Sven Faller μπάσο και Robert Kainar ντραμς, ερμηνεύει βασικά πρωτότυπο υλικό, συν μια
τζαζομεταγραφή μιας σύνθεσης του Σοπέν, συν ένα στάνταρντ του Jimmy van Heusen, δείχνοντας πως θα
βρίσκεται πάντα κοντά σ’ έναν τύπο ευρωπαϊκής jazz, με συγκεκριμένα αισθητικά
χαρακτηριστικά. Κάποια απ’ αυτά είναι η έφεση στο λυρισμό και στην μπαλάντα, οι
μεσαίες και οι αργές γενικώς ταχύτητες στις αναπτύξεις των σόλι, οι πολύ συγκεκριμένοι
και οριοθετημένοι αυτοσχεδιασμοί, που μοιάζουν... γραμμένοι. Συγχρόνως, τα πιο
ελεύθερα αμερικανικά στοιχεία, οι προσαρμογές στο blues και στο bop μέσω μιας περισσότερο
δυναμικής improv διάθεσης, δεν φαίνεται να συγκινούν ιδιαιτέρως τον Francel, τουλάχιστον σ’ αυτή
την εκδοχή τού κουαρτέτου του, παραμένοντας έτσι, μονίμως, προσανατολισμένος
προς την ομορφιά. Εικόνες λοιπόν, που συνδέονται γερά με ανάλογους και
ευκόλως εξηγήσιμους λεπταίσθητους ήχους.
Έγραψα πιο πάνω το… «σ’ αυτή την εκδοχή του κουαρτέτου του»,
επειδή στο δεύτερο CD
τα πράγματα αλλάζουν. Εδώ υπάρχει μια ορχήστρα, η Münchner Rundfunkorchester,
και βεβαίως το προηγούμενο σχήμα, που ακούγεται και αυτό, ως μέλος της
ευρύτερης μπάντας, σουινγκάροντας σθεναρώς ανά διαστήματα. Δεν ξέρω αν «φταίει»
η ορχήστρα γι’ αυτή τη μεταμόρφωση, η αν είναι το… δεύτερο πρόσωπο του Ιανού,
πάντως, και σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό πως ο Francel δίνει
εδώ και μια δεύτερη εικόνα των συνθετικών ενδιαφερόντων και ίσως και μια τρίτη,
αν συνυπολογίσουμε και τις σκόρπιες world
/ trad αναφορές σε κάποιες μελωδίες του (“Flying carpet”, “Goethe
sulla strada”).
Δεν ξέρω αν προτιμώ αυτή τη δεύτερη
πλευρά από την πρώτη (μάλλον). Το σίγουρο είναι πως οι μουσικές του Mulo
Francel,
εδώ, είναι πιο περιπετειώδεις και με περισσότερες «γωνίες» – και τούτο τις
κάνει οπωσδήποτε πιο ελκυστικές.
Η
ACT Music + Vision εισάγεται από
την AN Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου