Το παρόν άλμπουμ, υπό τον τίτλο “Nenemia” [Ears
love music,
2018], μπορεί να θεωρηθεί με άνεση και χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις πως ανήκει σ’
αυτό το χώρο της ελληνικής-ελληνοκυπριακής σκηνής, που εξερευνά διακριτικές ή
και λιγότερο διακριτικές σχέσεις με την παράδοση – κάτι που συμβαίνει εδώ και
μερικές δεκαετίες τώρα και που θα συμβαίνει, σίγουρα, και στο μέλλον. Είναι,
λοιπόν, ένας κύπριος μουσικός, που χειρίζεται άταστο μπάσο, ο Γαβριήλ
Καραπατάκης, ένας γερμανός κιθαρίστας, ο Hub Hildenbrand,
κι ένας Έλληνας, ο λυράρης Ζαχαρίας Σπυριδάκης, οι οποίοι συνεργάζονται
αρμονικά, για την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου CD, που συνέβη τον Αύγουστο του 2016 σ’ ένα
στούντιο του Βερολίνου.
Για τον Καραπατάκη έχουμε ήδη δύο
αναφορές στο δισκορυχείον, και τις
δύο για τα εξαιρετικά άλμπουμ του με τον Μάριο Τακούση “Seven
Miles East”
(2012) και “Colours of Another Sky”
(2015), ο Ζαχαρίας Σπυριδάκης είναι ένας γνωστός επίσης κρητικός μουσικός (από
την εποχή του γκρουπ Παλαιινά Σεφέρια ή και πιο πριν), ενώ και ο Hildenbrand,
όπως διαπίστωσα από το site
του, έχει κι αυτός μια 20ετή ιστορία στη δισκογραφία και τα πάλκα – πράγμα που
σημαίνει πως, στην περίπτωσή μας, έχουμε τρεις καταξιωμένους και αναγνωρισμένους
μουσικούς, που έχουν κατά νου και τα (αισθητικά) όριά τους και κυρίως το τι
ακριβώς θέλουν να παρουσιάσουν και έως πού θέλουν να φτάσουν μέσω του “Nenemia”.
Υπάρχει λοιπόν, και είναι ολοφάνερο, αυτό
το αναγνωρισμένο crossover,
που φέρνει σ’ επαφή τις μουσικές της ανατολικής Μεσογείου, με την «έντεχνη»
προσέγγιση και στο βάθος-βάθος με την jazz,
όπως υπάρχει και η αποφασιστικότητα των οργανοπαικτών ώστε αυτή ακριβώς η
προσέγγιση να μην συμβεί με όρους απόλυτης αυτοσχεδιαστικής ελευθερίας, αλλά
μέσα από την ανάπτυξη ποικίλων μελωδικών στοχασμών, που δεν θα αποποιούνται τον
λυρισμό και την πιο αναμενόμενη από τις αφηγηματικότητες. Βεβαίως οι συνθέσεις
των Hildenbrand
(5), Καραπατάκη (3) και Σπυριδάκη (2) (υπάρχει κι ένα παραδοσιακό θέμα στο “Nenemia”) δεν είναι απλές,
ούτε στη σύλληψή τους, ούτε στην οριστική αποτύπωσή τους. Διαθέτουν αυτό το…
δαιδαλώδες των κλασικών, μουσικών της Ανατολής, και καθώς εξελίσσονται συνήθως
(όχι πάντα) σε μέσα και αργά tempi
αποκτούν όλο και περισσότερο αυτή την μεγαλοπρεπή διάσταση, που παρέχουν αφειδώς
οι θαυμάσιες, «ελικοειδείς» και ίσως και αυτοσχεδιαστικές (από ένα σημείο και
μετά) μελωδίες τους.
Το “Nenemia”, και ας το τονίσουμε
αυτό τώρα στο τέλος, δεν είναι ένα άλμπουμ του ενός. Οι τρεις μουσικοί,
ανεξαρτήτως τού ποιος συνθέτει τι, έχουν ίσο μερίδιο στην τελική αποτύπωση των
κομματιών, καθώς συνεργάζονται μεταξύ τους ακούγοντας ο ένα τον άλλον,
αφουγκραζόμενοι μια κοινή αισθητική συνισταμένη. Το αποτέλεσμα αυτής ακριβώς
της συνεργασίας τους είναι το συμπαγές και το πλήρες τού “Nenemia” (πέραν του
εντυπωσιακού, του λυρικού και όσων άλλων αναφέρθηκαν πιο πάνω).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου