Από τους πιο αναγνωρισμένους
τενόρο σαξοφωνίστες τα τελευταία 30-35 χρόνια, ο Rick Margitza (γενν. το 1961)
μπορεί να υπερηφανεύεται και για την δική του προσωπική δισκογραφία, που έχει
να επιδείξει εξαιρετικά άλμπουμ στην Blue Note, την Challenge,
την Palmetto και αλλού,
μα και για τις σημαντικές συνευρέσεις του με μεγάλους της jazz, παλαιότερους και πιο...
σημερινούς. Να μην ξεχνάμε π.χ. πως ο Rick Margitza εμφανίζεται σ’ ένα από τα τελευταία άλμπουμ του Miles Davis, το “Amandla” [Warner Bros, 1989], έχοντας παίξει
με John Fedchock,
Maria Schneider, Eddie Gomez, Dave Douglas, Ron McClure, Lenny White και δεκάδες άλλους.
Η πιο νέα δουλειά τού Rick Margitza έχει τίτλο “Cheap Thrills” [Summit Records, 2020]. Λέμε βασικά για ένα CD τής South Florida Jazz Orchestra, υπό τον Chuck Bergeron, η οποία (ορχήστρα) παρουσιάζει εννέα συνθέσεις του Margitza. Μέλη της ορχήστρας πολλοί και καλοί μουσικοί, και ανάμεσά τους οι John Hart (κιθάρα) και Brian Lynch (τρομπέτα).
Για το πώς μπήκε στο αυλάκι το συγκεκριμένο project υπάρχει ένα κείμενο του ιδίου του Margitza στο booklet, το οποίον αξίζει να αναπαράγουμε (στο μεγαλύτερο μέρος του). Γράφει λοιπόν ο αμερικανός τενορίστας:
«Όπως πολλοί μουσικοί της γενιάς μου, έτσι κι εγώ έπαιξα σε big bands ως μέρος τού προγράμματος των τζαζ-σπουδών μου στο γυμνάσιο και το κολέγιο. Οι περισσότεροι από εμάς είχαμε, επίσης, μια τάξη ενορχήστρωσης, που απαιτούσε να μελετήσουμε και να αναλύσουμε τις συνθέσεις των masters, συντάσσοντας τη δική μας ενορχηστρωτική άποψη. Έτσι, και κατά μίαν έννοια, αυτό το άλμπουμ είναι το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια.
Όταν ήμουν στο σχολείο και στο κολέγιο είχα το όνειρο να παίξω σε μια από τις μπάντες που ήταν ακόμη τότε στο δρόμο. Την εποχή εκείνη λέμε για τις ορχήστρες των Buddy Rich, Stan Kenton, Maynard Ferguson, Count Basie, Toshiko Akyoshi, Thad Jones-Mel Lewis κ.ά., οι οποίες –παρόλο που δεν ταξίδευαν και τόσο, ώστε να εμφανισθούν στα διάσημα δευτεριάτικα νυχτερινά gigs του Village Vanguard– ήταν ακόμα μέρος τού μουσικού τοπίου.
Τελειώνοντας λοιπόν το κολλέγιο έρχομαι να πω πως οι περισσότερες απ’ αυτές τις ορχήστρες είχαν πλέον εξαφανισθεί. Παρά ταύτα υπήρξα αρκετά τυχερός προλαβαίνοντας να παίξω με τον Maynard Ferguson, το 1985-86, οπότε πήρα μια γεύση από την εμπειρία μιας σπουδαίας big band εν δράσει.
Αυτό το project, το “Cheap Thrills”, είχε ως αποτέλεσμα να πάω στο Πανεπιστήμιο
του Μαϊάμι (εκεί όπου σπούδασα κι εγώ το 1982-83) για να δώσω ένα masterclass, παίρνοντας μέρος και στην
ηχογράφηση, μαζί με την South Florida Jazz Orchestra.
Ο Chuck Bergeron
(μπασίστας και διευθυντής της ορχήστρας) μου ζήτησε, τότε, να του δώσω κανα-δυο
κομμάτια με σκοπό να συμπεριληφθούν στην ηχογράφηση. Δεν ήμουν σίγουρος ποια θα
λειτουργούσαν καλύτερα, γι’ αυτό του έστειλα κάμποσα ώστε να διαλέξει εκείνος τα
δύο για το CD. Προς μεγάλη μου έκπληξη, με ρώτησε, τότε, αν θα με ενδιέφερε να
κάνω ένα ολόκληρο άλμπουμ με τη μουσική μου. Περιττό να πω, πως αμέσως είπα
ναι.
Ανάμεσα στο διάστημα που τα λέγαμε και στην περίοδο που θα γίνονταν οι
ηχογραφήσεις (Ιανουάριος-Μάρτιος 2019) έγραψα τέσσερις νέες συνθέσεις.
Πηγαίνοντας στο στούντιο και ακούγοντας τη μουσική μου να ζωντανεύει, από αυτούς τους απίστευτους μουσικούς, θα πω πως ήταν, πραγματικά, μία καταπληκτική εμπειρία. Οφείλω τεράστια ευγνωμοσύνη στον Chuck Bergeron και την μπάντα του, για το χρόνο που επένδυσαν και για ό,τι άλλο έκαναν προκειμένου να παρουσιαστούν οι συνθέσεις μου. Επίσης στον παραγωγό John Fedchock, στο συγκρότημα του οποίου είχα την τύχη να παίξω και να ηχογραφήσω όταν έμενα στη Νέα Υόρκη, για την εμπειρία που έφερε στο στούντιο κατά τη διάρκεια της εγγραφής.
Σε αυτούς τους καιρούς όπου οι εταιρείες όλο και λιγότερο
προθυμοποιούνται να επενδύσουν σε οποιοδήποτε νέο project, πόσω μάλλον σ’ ένα σαν και
τούτο, είμαι πραγματικά ευγνώμων για την ευκαιρία που μου δόθηκε να παρουσιάσω με
τέτοιο τρόπο και με τέτοιες συνθήκες τη δουλειά μου».
Τα κομμάτια που έχουν επιλεγεί, για να παρουσιαστούν από την South Florida Jazz Orchestra, δεν είναι μόνον καινούρια φυσικά (τα έγραψε, προηγουμένως, και ο ίδιος ο συνθέτης), μα και παλαιότερα, «τραβηγμένα» από διάφορα άλμπουμ τού Margitza. Φερ’ ειπείν εδώ διασκευάζονται το “Brace yourself” από το πρώτο άλμπουμ του σαξοφωνίστα στην Blue Note (το “Color” του 1989), το “Walls” (από το “Hope”, επίσης στην Blue Note, το ’91) κ.ο.κ. Σε όλα τα tracks τα βασικά σόλι στο τενόρο σαξόφωνο είναι, φυσικά, του Rick Margitza, ενώ σε όλα υπάρχει χώρος για κάθε section ή και, από ’κει και πέρα, για μεμονωμένους σολίστες.
Οι συνθέσεις του Margitza ανήκουν στη λεγόμενη post-bop παράδοση, ιδίως οι παλαιότερες, ενώ και στις πιο καινούριες δεν παρατηρούνται ιδιαίτερες επεκτάσεις προς άλλα είδη. Οι όποιες άλλες αναφορές είναι πολύ καλά αφομοιωμένες ή και καλυμμένες, ιδίως σε συνθέσεις όπως η 10λεπτη “Premonition”, που διακρίνεται για τις θαυμάσιες μελωδικές φάσεις της, που την φέρνουν κοντά (και) σ’ ένα smooth στυλ. Περιττό να πούμε πως η South Florida Jazz Orchestra σουινγκάρει καταπληκτικά, «βοηθούμενη» όχι μόνον από τον διευθυντή της (Chuck Bergeron), μα και από την πολύ «ζεστή» παραγωγή (John Fedchock & Rick Margitza).
Επαφή: www.chuckbergeron.com
Η πιο νέα δουλειά τού Rick Margitza έχει τίτλο “Cheap Thrills” [Summit Records, 2020]. Λέμε βασικά για ένα CD τής South Florida Jazz Orchestra, υπό τον Chuck Bergeron, η οποία (ορχήστρα) παρουσιάζει εννέα συνθέσεις του Margitza. Μέλη της ορχήστρας πολλοί και καλοί μουσικοί, και ανάμεσά τους οι John Hart (κιθάρα) και Brian Lynch (τρομπέτα).
Για το πώς μπήκε στο αυλάκι το συγκεκριμένο project υπάρχει ένα κείμενο του ιδίου του Margitza στο booklet, το οποίον αξίζει να αναπαράγουμε (στο μεγαλύτερο μέρος του). Γράφει λοιπόν ο αμερικανός τενορίστας:
«Όπως πολλοί μουσικοί της γενιάς μου, έτσι κι εγώ έπαιξα σε big bands ως μέρος τού προγράμματος των τζαζ-σπουδών μου στο γυμνάσιο και το κολέγιο. Οι περισσότεροι από εμάς είχαμε, επίσης, μια τάξη ενορχήστρωσης, που απαιτούσε να μελετήσουμε και να αναλύσουμε τις συνθέσεις των masters, συντάσσοντας τη δική μας ενορχηστρωτική άποψη. Έτσι, και κατά μίαν έννοια, αυτό το άλμπουμ είναι το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια.
Όταν ήμουν στο σχολείο και στο κολέγιο είχα το όνειρο να παίξω σε μια από τις μπάντες που ήταν ακόμη τότε στο δρόμο. Την εποχή εκείνη λέμε για τις ορχήστρες των Buddy Rich, Stan Kenton, Maynard Ferguson, Count Basie, Toshiko Akyoshi, Thad Jones-Mel Lewis κ.ά., οι οποίες –παρόλο που δεν ταξίδευαν και τόσο, ώστε να εμφανισθούν στα διάσημα δευτεριάτικα νυχτερινά gigs του Village Vanguard– ήταν ακόμα μέρος τού μουσικού τοπίου.
Τελειώνοντας λοιπόν το κολλέγιο έρχομαι να πω πως οι περισσότερες απ’ αυτές τις ορχήστρες είχαν πλέον εξαφανισθεί. Παρά ταύτα υπήρξα αρκετά τυχερός προλαβαίνοντας να παίξω με τον Maynard Ferguson, το 1985-86, οπότε πήρα μια γεύση από την εμπειρία μιας σπουδαίας big band εν δράσει.
Πηγαίνοντας στο στούντιο και ακούγοντας τη μουσική μου να ζωντανεύει, από αυτούς τους απίστευτους μουσικούς, θα πω πως ήταν, πραγματικά, μία καταπληκτική εμπειρία. Οφείλω τεράστια ευγνωμοσύνη στον Chuck Bergeron και την μπάντα του, για το χρόνο που επένδυσαν και για ό,τι άλλο έκαναν προκειμένου να παρουσιαστούν οι συνθέσεις μου. Επίσης στον παραγωγό John Fedchock, στο συγκρότημα του οποίου είχα την τύχη να παίξω και να ηχογραφήσω όταν έμενα στη Νέα Υόρκη, για την εμπειρία που έφερε στο στούντιο κατά τη διάρκεια της εγγραφής.
Τα κομμάτια που έχουν επιλεγεί, για να παρουσιαστούν από την South Florida Jazz Orchestra, δεν είναι μόνον καινούρια φυσικά (τα έγραψε, προηγουμένως, και ο ίδιος ο συνθέτης), μα και παλαιότερα, «τραβηγμένα» από διάφορα άλμπουμ τού Margitza. Φερ’ ειπείν εδώ διασκευάζονται το “Brace yourself” από το πρώτο άλμπουμ του σαξοφωνίστα στην Blue Note (το “Color” του 1989), το “Walls” (από το “Hope”, επίσης στην Blue Note, το ’91) κ.ο.κ. Σε όλα τα tracks τα βασικά σόλι στο τενόρο σαξόφωνο είναι, φυσικά, του Rick Margitza, ενώ σε όλα υπάρχει χώρος για κάθε section ή και, από ’κει και πέρα, για μεμονωμένους σολίστες.
Οι συνθέσεις του Margitza ανήκουν στη λεγόμενη post-bop παράδοση, ιδίως οι παλαιότερες, ενώ και στις πιο καινούριες δεν παρατηρούνται ιδιαίτερες επεκτάσεις προς άλλα είδη. Οι όποιες άλλες αναφορές είναι πολύ καλά αφομοιωμένες ή και καλυμμένες, ιδίως σε συνθέσεις όπως η 10λεπτη “Premonition”, που διακρίνεται για τις θαυμάσιες μελωδικές φάσεις της, που την φέρνουν κοντά (και) σ’ ένα smooth στυλ. Περιττό να πούμε πως η South Florida Jazz Orchestra σουινγκάρει καταπληκτικά, «βοηθούμενη» όχι μόνον από τον διευθυντή της (Chuck Bergeron), μα και από την πολύ «ζεστή» παραγωγή (John Fedchock & Rick Margitza).
Επαφή: www.chuckbergeron.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου