MICHEL BENITA: Looking at Sounds [ECM Records,
2020]
Γεννημένος στην Αλγερία, αλλά από τους βασικούς στυλοβάτες (κοντραμπασίστας γαρ) της γαλλικής σκηνής ήδη από τα χρόνια του ’80, ο Michel Benita (που έχει περάσει από σχήματα των François Jeanneau, Sacha Distel, Erik Truffaz, Andy Sheppard κ.ά.) έχει τώρα ένα δεύτερο δικό του άλμπουμ στην ECM (μετά από εκείνο των Michel Benita Ethics το 2016), το οποίον αποκαλείται “Looking at Sounds”. Σ’ αυτό το άλμπουμ ο Benita συνθέτει τα περισσότερα από τα tracks («παίζουν» και κάτι λίγες διασκευές, στο στάνταρντ “Never never land”, στο “Inutil paisagem” του A.C. Jobim…), ενώ δίπλα του στέκονται δυνατοί μουσικοί, όπως είναι οι Matthieu Michel φλούγκελχορν, Jozef Dumoulin fender rhodes, ηλεκτρονικά και Philippe Garcia ντραμς, ηλεκτρονικά.
Υπάρχει, λοιπόν, μια ηλεκτρονική παρουσία, όχι έντονη τις περισσότερες φορές, αλλά υποδόρια και ουσιαστική στα περισσότερα από τα κομμάτια, που σε συνδυασμό με το ηλεκτρικό πιάνο, βοηθά στη συγκρότηση μιας κάπως παράξενης, διαβρωτικής αίσθησης. Contemporary jazz είναι φυσικά η βασική «συνταγή» εδώ, αλλά παραλλήλως διασκορπίζονται μεταξύ των κομματιών και άλλα στοιχεία, free-improv, avant, new age κ.λπ., που προσδίδουν, σε κάθε περίπτωση, και μια διαφορετική ηχητική εικόνα. Ακούμε για παράδειγμα το 7λεπτο electronic-jazz-romance “Body language” ή το αυτοσχεδιαστικό “Cloud to cloud” και βγάζουμε κάποια πρώτα, αλλά βασικά, συμπεράσματα.
Γεννημένος στην Αλγερία, αλλά από τους βασικούς στυλοβάτες (κοντραμπασίστας γαρ) της γαλλικής σκηνής ήδη από τα χρόνια του ’80, ο Michel Benita (που έχει περάσει από σχήματα των François Jeanneau, Sacha Distel, Erik Truffaz, Andy Sheppard κ.ά.) έχει τώρα ένα δεύτερο δικό του άλμπουμ στην ECM (μετά από εκείνο των Michel Benita Ethics το 2016), το οποίον αποκαλείται “Looking at Sounds”. Σ’ αυτό το άλμπουμ ο Benita συνθέτει τα περισσότερα από τα tracks («παίζουν» και κάτι λίγες διασκευές, στο στάνταρντ “Never never land”, στο “Inutil paisagem” του A.C. Jobim…), ενώ δίπλα του στέκονται δυνατοί μουσικοί, όπως είναι οι Matthieu Michel φλούγκελχορν, Jozef Dumoulin fender rhodes, ηλεκτρονικά και Philippe Garcia ντραμς, ηλεκτρονικά.
Υπάρχει, λοιπόν, μια ηλεκτρονική παρουσία, όχι έντονη τις περισσότερες φορές, αλλά υποδόρια και ουσιαστική στα περισσότερα από τα κομμάτια, που σε συνδυασμό με το ηλεκτρικό πιάνο, βοηθά στη συγκρότηση μιας κάπως παράξενης, διαβρωτικής αίσθησης. Contemporary jazz είναι φυσικά η βασική «συνταγή» εδώ, αλλά παραλλήλως διασκορπίζονται μεταξύ των κομματιών και άλλα στοιχεία, free-improv, avant, new age κ.λπ., που προσδίδουν, σε κάθε περίπτωση, και μια διαφορετική ηχητική εικόνα. Ακούμε για παράδειγμα το 7λεπτο electronic-jazz-romance “Body language” ή το αυτοσχεδιαστικό “Cloud to cloud” και βγάζουμε κάποια πρώτα, αλλά βασικά, συμπεράσματα.
Γενικώς, το “Looking at Sounds”
είναι ένα αρκετά καλά κεντραρισμένο, σύγχρονο τζαζ άλμπουμ, με ωραίες και
λειτουργικές ιδιαιτερότητες, που δείχνουν το ειδικό γούστο, αλλά και τις
ικανότητες αυτού του μουσικού, του Michel Benita, που ξέρει να κρατά σε υψηλό επίπεδο το ενδιαφέρον των
ακροατών του, μετερχόμενος, πάντα, τα κατάλληλα μέσα.
TERJE RYPDAL: Conspiracy [ECM Records, 2020]
Σταθερός άξονας του καταλόγου της ECM, ο νορβηγός κιθαρίστας Terje Rypdal, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε δίσκο της γερμανικής εταιρείας στο “Afric Pepperbid” ως μέλος του Jan Garbarek Quartet (το έβδομο άλμπουμ της ECM, από το 1970), εξακολουθεί να βρίσκεται στις επάλξεις 50 χρόνια μετά. Με νέο άλμπουμ στην ετικέτα τού Manfred Eicher, που αποκαλείται “Conspiracy”, ο Terje Rypdal αποδεικνύει και σήμερα, στα 73 χρόνια του πια, πως παραμένει ένας σημαντικός δημιουργός, ο οποίος ποτέ δεν βρέθηκε σε «δύσκολη» καλλιτεχνική θέση.
TERJE RYPDAL: Conspiracy [ECM Records, 2020]
Σταθερός άξονας του καταλόγου της ECM, ο νορβηγός κιθαρίστας Terje Rypdal, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε δίσκο της γερμανικής εταιρείας στο “Afric Pepperbid” ως μέλος του Jan Garbarek Quartet (το έβδομο άλμπουμ της ECM, από το 1970), εξακολουθεί να βρίσκεται στις επάλξεις 50 χρόνια μετά. Με νέο άλμπουμ στην ετικέτα τού Manfred Eicher, που αποκαλείται “Conspiracy”, ο Terje Rypdal αποδεικνύει και σήμερα, στα 73 χρόνια του πια, πως παραμένει ένας σημαντικός δημιουργός, ο οποίος ποτέ δεν βρέθηκε σε «δύσκολη» καλλιτεχνική θέση.
Πάντα, τα άλμπουμ τού Rypdal
ήταν το «κάτι άλλο» μέσα στον κατάλογο της ECM και πάντα ήταν, ως ποιότητες, από πολύ καλά και πάνω. Ήταν η
αδιαφιλονίκητη rock πλευρά τής γερμανικής εταιρείας εξάλλου, οι θωπείες της προς
τον ψυχεδελικό ήχο, το progressive,
το fusion και το space rock.
Με φοβερά LP ή CD
μέσα στις δεκαετίες (να υπενθυμίσουμε από τα παλαιότερα το ρηξικέλευθο “Odyssey” από το 1975 και από
τα σχετικώς πιο πρόσφατα το εξίσου εντυπωσιακό “Vossabrygg” του 2006), ο Terje Rypdal με το “Conspiracy” δείχνει, απλώς,
πως οι ιδέες, η διάθεση και το πάθος του δεν έχουν στερέψει και πως πάντα θα
βρίσκει τον τρόπο να μας ταρακουνήσει, τη βοηθεία των πάντα εξαιρετικών
συνεργατών του.
Πέραν λοιπόν από τον ίδιο, που χειρίζεται, όπως πάντα, ηλεκτρικές κιθάρες, στέκονται κοντά του, σ’ αυτή την νεότερη προσπάθειά του, δύο μουσικοί του σήμερα, ο Ståle Storløkken keyboards (με ήχο, που πάει προς... Canterbury ενίοτε) και ο μπασίστας Endre Hareide Hallre, με το κουαρτέτο να συμπληρώνεται μ’ έναν φίλο από τα παλιά, τον ντράμερ Pål Thowsen (πρώτη φορά που βρέθηκαν μαζί, Rypdal και Thowsen ήταν στο LP “No Time for Time” του 1977, για το οποίον υπάρχει review στο δισκορυχείον).
Το “Conspiracy” είναι ένα έξοχο άλμπουμ, μέσα από το
οποίο φαίνεται κατά πρώτον πως ο Terje Rypdal δεν έχει χάσει ίχνος από την
δημιουργικότητά του (ως κιθαρίστας και συνθέτης). Κάθε κομμάτι που υπάρχει εδώ
(όλα πρωτότυπα και δικά του) κινείται από ένα (υψηλό) επίπεδο και πάνω,
διαθέτει πάντα τις διαχρονικές δικές του και κάπως σήμα-κατατεθέν space-progressive ενοράσεις
του, ενώ ουκ ολίγες φορές το «πράγμα» κυλάει προς έτερες κατευθύνσεις, που
άλλοτε φέρνουν στη μνήμη τον ήχο τής σκηνής του Canterbury και
άλλοτε πιο «τυπικές», αλλά πάντα αξιομνημόνευτες, space-fusion καταστάσεις.
Με έξοχα tracks σαν
το φερώνυμο space-prog-fusion“Conspiracy” ή σαν το αργό “Baby beautiful” (με hints από Pink Floyd και King Crimson), το άλμπουμ αυτό τού Terje Rypdal (επτά χρόνια μετά το προηγούμενό του)
είναι ένα από τα καλύτερα της υπερ-πεντηκονταετούς δισκογραφίας του.
DINO SALUZZI: Albores [ECM Records, 2020]
Ένα άλμπουμ για σόλο μπαντονεόν δεν είναι σίγουρα κάτι που μπορεί να το συναντήσεις συχνά, και άρα σε πρώτη φάση παραξενεύει. Όταν, όμως, εκείνος που χειρίζεται το μαγικό αυτό όργανο είναι ο μάστερ Αργεντινός Dino Saluzzi, τότε όλα μπαίνουν σε μια σειρά.
Σχεδόν 40 χρόνια αριθμεί η συνεργασία τού Saluzzi με την ECM (η αρχή είχε γίνει με το “Kultrum”, το 1983, που κι εκείνο ήταν σόλο, με την διαφορά πως εκτός από μπαντονεόν ο Saluzzi χειριζόταν επιπλέον κρουστά και φλάουτα), μια συνεργασία που έχει δώσει εξαιρετικά το δίχως άλλο άλμπουμ, μέσα στα χρόνια.
Σ’ αυτήν την πιο νέα κατάθεσή του ο αργεντινός συνθέτης και οργανοπαίκτης παρουσιάζει εννέα δικά του θέματα, στα οποία εμφανίζονται όλα εκείνα τα γνώριμα χαρακτηριστικά της μουσικής του. Τα νοσταλγικά tangos πρώτα-πρώτα, οι μιλόνγκες, οι καντέντσες, μα ακόμη και κομμάτια που δεν κρύβουν τις πιο «κλασικές» αναφορές τους, όπως είναι το 12λεπτο “Ofrenda-tocata”, που κλείνει το άλμπουμ.
Πριν όμως απ’ αυτό υπάρχει ο φόρος τιμής στον γεωργιανό συνθέτη Giya Kancheli (1935-2019), μέσω του “Adiós maestro Kancheli” (Kancheli και Saluzzi είχαν συνεργαστεί, φυσικά, εντός της ECM), το έξοχο θλιμμένο “Ausencias” και βεβαίως το “Don Caye – Variaciones sobre obra de Cayetano Saluzzi”, που δεν είναι τίποτ’ άλλο από παραλλαγές πάνω σε θέματα τού πατέρα του, επίσης συνθέτη, Cayetano Saluzzi. Ειδικώς εδώ ο Dino Saluzzi είναι λυρικός στο έπακρον, καθότι επιστρέφει, θα λέγαμε, στα παιδικά του χρόνια, ενθυμούμενος πώς ξεκίνησε δίπλα στον πατέρα του, αφήνοντας τη συγκίνηση να κυριαρχήσει.
ANDRÁS SCHIFF / JÖRG WIDMANN: Johannes Brahms
Clarinet Sonatas [ECM New Series, 2020]
Από τους πιο αναγνωρισμένους «κλασικούς» οργανοπαίκτες της
εποχής μας, με ειδίκευση, αν μπορούμε να το πούμε αυτό, σε έργα Bach, Mozart, Beethoven κ.ά., γεννημένος
στην Ουγγαρία to 1953,
αλλά από χρόνια εμιγκρές σε Αυστρία και Βρετανία, ο πιανίστας András Schiff, συνεργάζεται σ’
αυτό το CD με τον γερμανό
κλαρινίστα Jörg Widmann
(γενν. το 1973), αποδίδοντας έργα τού Johannes Brahms. Πιο συγκεκριμένα τις “Sonata E-flat major op.120/2” (1894) και “Sonata f minor op.120/1” (1894), για πιάνο
και κλαρινέτο αμφότερες (έργα ωριμότητας του Brahms), με το άλμπουμ να περιλαμβάνει ενδιαμέσως και μία σύνθεση
για πιάνο του Widmann (“Intermezzi”), αφιερωμένη στον
συνεργάτη του Schiff, ο οποίος την
ερμηνεύει κιόλας. Αυτό είναι το περιεχόμενο, για το οποίον μπορεί να
πληροφορηθεί περαιτέρω ο ενδιαφερόμενος ακροατής μέσω του ενθέτου του άλμπουμ
(κείμενα των Erich Singer και Jörg Widmann), πριν αφεθεί στην
μαγεία της μουσικής και φυσικά της ηχογράφησης (γιατί το ένα δεν είναι
ανεξάρτητο του άλλου, όταν έχουμε να κάνουμε με δισκογραφικές παραγωγές).
Η ECM και η ECM New Series εισάγονται από την ΑΝ Music
Πέραν λοιπόν από τον ίδιο, που χειρίζεται, όπως πάντα, ηλεκτρικές κιθάρες, στέκονται κοντά του, σ’ αυτή την νεότερη προσπάθειά του, δύο μουσικοί του σήμερα, ο Ståle Storløkken keyboards (με ήχο, που πάει προς... Canterbury ενίοτε) και ο μπασίστας Endre Hareide Hallre, με το κουαρτέτο να συμπληρώνεται μ’ έναν φίλο από τα παλιά, τον ντράμερ Pål Thowsen (πρώτη φορά που βρέθηκαν μαζί, Rypdal και Thowsen ήταν στο LP “No Time for Time” του 1977, για το οποίον υπάρχει review στο δισκορυχείον).
Ένα άλμπουμ για σόλο μπαντονεόν δεν είναι σίγουρα κάτι που μπορεί να το συναντήσεις συχνά, και άρα σε πρώτη φάση παραξενεύει. Όταν, όμως, εκείνος που χειρίζεται το μαγικό αυτό όργανο είναι ο μάστερ Αργεντινός Dino Saluzzi, τότε όλα μπαίνουν σε μια σειρά.
Σχεδόν 40 χρόνια αριθμεί η συνεργασία τού Saluzzi με την ECM (η αρχή είχε γίνει με το “Kultrum”, το 1983, που κι εκείνο ήταν σόλο, με την διαφορά πως εκτός από μπαντονεόν ο Saluzzi χειριζόταν επιπλέον κρουστά και φλάουτα), μια συνεργασία που έχει δώσει εξαιρετικά το δίχως άλλο άλμπουμ, μέσα στα χρόνια.
Σ’ αυτήν την πιο νέα κατάθεσή του ο αργεντινός συνθέτης και οργανοπαίκτης παρουσιάζει εννέα δικά του θέματα, στα οποία εμφανίζονται όλα εκείνα τα γνώριμα χαρακτηριστικά της μουσικής του. Τα νοσταλγικά tangos πρώτα-πρώτα, οι μιλόνγκες, οι καντέντσες, μα ακόμη και κομμάτια που δεν κρύβουν τις πιο «κλασικές» αναφορές τους, όπως είναι το 12λεπτο “Ofrenda-tocata”, που κλείνει το άλμπουμ.
Πριν όμως απ’ αυτό υπάρχει ο φόρος τιμής στον γεωργιανό συνθέτη Giya Kancheli (1935-2019), μέσω του “Adiós maestro Kancheli” (Kancheli και Saluzzi είχαν συνεργαστεί, φυσικά, εντός της ECM), το έξοχο θλιμμένο “Ausencias” και βεβαίως το “Don Caye – Variaciones sobre obra de Cayetano Saluzzi”, που δεν είναι τίποτ’ άλλο από παραλλαγές πάνω σε θέματα τού πατέρα του, επίσης συνθέτη, Cayetano Saluzzi. Ειδικώς εδώ ο Dino Saluzzi είναι λυρικός στο έπακρον, καθότι επιστρέφει, θα λέγαμε, στα παιδικά του χρόνια, ενθυμούμενος πώς ξεκίνησε δίπλα στον πατέρα του, αφήνοντας τη συγκίνηση να κυριαρχήσει.
Η ECM και η ECM New Series εισάγονται από την ΑΝ Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου