EINSEINSEINS: Zwei [Tonzonen Records, 2021]
Τι περίεργος τίτλος για (γερμανικό) γκρουπ... EinsEinsEins (δηλαδή ΈναΈναΈνα) και τι αναμενόμενος τίτλος για ονομασία δίσκου από ’κει και πέρα – “Zwei”, δηλαδή δύο.
Πρόκειται, όντως, για τον δεύτερο δίσκο των Γερμανών, από το Βερολίνο; Ναι, μάλλον, αν και ο προηγούμενός τους είχε τίτλο “ĬİĨ”. Παίζουν οι EinsEinsEins με τις ονομασίες, αλλά παίζουν και με τα όργανά τους, με σύνθια και κιθάρες βασικά, δημιουργώντας ένα άκουσμα κάπως αλλοπρόσαλλο, αλλά πάντως ενδιαφέρον.
Διαθέτουν, δηλαδή, οι τύποι, κάμποσα eighties synth-pop και synth-rock ηχοχρώματα, αλλά ταυτοχρόνως προβάλλουν κι άλλες αναφορές-επιρροές, κυρίως σχετιζόμενες με την ηλεκτρονική pop των seventies (Κraftwerk ας πούμε) ή και με το krautrock ακόμη-ακόμη (Neu! και CAN φερ’ ειπείν).
Το καλύτερο κομμάτι του “Zwei” είναι το 5λεπτο “Gasetagenheizung”, που διαθέτει πολλές kraut ροκ επιρροές, αλλά εξ ίσου ενδιαφέροντα είναι και τα δύο μεγάλα tracks, στο τέλος του δίσκου, τα 8λεπτα “Nachtigall” και “Nur Fuchs”, που ξεχωρίζουν περισσότερο για το δέσιμό τους με τα πλήκτρα και τα ηλεκτρονικά – και που φέρνουν στη μνήμη άλλοτε τους Αμερικανούς Synergy (Larry Fast) και άλλοτε τον Vangelis, με την προσθήκη και στις δύο περιπτώσεις ενός πολύ δυναμικού drumming.
Πολύ περίεργο συγκρότημα αυτοί οι EinsEinsEins –αν είναι συγκρότημα και δεν είναι κάποιος «μόνος του» ή κανα ντουέτο– με καθαρές αν και κάπως παράξενες ιδέες, τις οποίες πάντως υλοποιούν με πάθος και με γνώση.
Επαφή: www.tonzonen.de
NO GOD ONLY TEETH: Placenta [Narshardaa Records, 2021]
Οι No God Only Teeth είναι Γερμανοί, από το Αμβούργο. Πρόκειται για ένα «μεταλλικό» γκρουπ, με αδιαμφισβήτητα sludge χαρακτηριστικά, που τώρα κάνει το ντεμπούτο του.
Δεν υπάρχουν πολλές διαθέσιμες πληροφορίες για τους No God Only Teeth. Ούτε στο digipak του δίσκου τους “Placenta” αναγράφεται η σύνθεσή τους, ούτε στο bandcamp τους βλέπουμε κάτι σχετικό. Μαθαίνουμε, όμως, πως και τα επτά τραγούδια του CD/LP είναι δικά τους (κάτι φυσικό) και πως σ’ ένα track δέχονται βοήθειες στα φωνητικά από κάποιον Leon Winkel. Επίσης μαθαίνουμε πού ηχογραφήθηκε το άλμπουμ (ζωντανά στο Sunsetter Studio), ποιος έκανε μείξη και mastering (Michel Jahn) και ακόμη ποιος έκανε αυτό το minimal artwork, δίχως καμία γραπτή ένδειξη επάνω (Rino Pelli).
Τέλος πάντων, έτσι θέλουν οι No God Only Teeth – να δείξουν λίγα και να μιλήσουν, για περισσότερα, μέσα από τα τραγούδια τους. Τραγούδια πολύ καλά και βασικά μεγάλης διάρκειας για το στυλ, καθώς εδώ υπάρχουν δύο 9λεπτα tracks, τρία 6λεπτα κ.λπ.
Ξέρουν να εκμεταλλεύονται τον χρόνο οι Γερμανοί, χωρίς να γίνονται κουραστικοί, δίχως να επαναλαμβάνονται, αναμασώντας κοινές συνταγές.
Έχουν «μεταλλική» συνέπεια», μία πολύ εκφραστική φωνή μπροστά, που ουρλιάζει αριστοτεχνικά από την αρχή έως το τέλος, επαρκέστατο κιθαρίστα, που παίζει τα ποικίλα riffs, στην κυριολεξία, στα δάκτυλά του, και ιδεατό, βαρύγδουπο, ρυθμικό τμήμα, που «καμπανίζει» συνεχώς στ’ αυτιά σου, ξέροντας να προσθέτει και να αφαιρεί «βάρη» όποτε οι περιστάσεις, δηλαδή τα τραγούδια, το απαιτήσουν.
Τα 9λεπτα κομμάτια (“Gegenlicht” και “Raffer”) είναι και τα δύο από τα πολύ καλά τού “Placenta”, ενώ και στις πιο μικρές διάρκειες π.χ. στο εξάλεπτο «πανκο-ειδές», «χαρντκορ-ειδές» “Stockholm”, οι No God Only Teeth είναι το ίδιο πειστικοί και άνετοι. Λέμε λοιπόν για ένα πολύ καλό ντεμπούτο.
Επαφή: www.narshardaa.com
ORSAK:OSLO: Skimmer / Vemod [Kapitän Platte, 2021]
Όπως διαβάζουμε οι Orsak:Oslo δημιουργήθηκαν κάπου στην Σκανδιναυία (μάλλον στη Σουηδία) από τον Christian (από το Γκέτεμποργκ) και τον Øyvind (από το Όσλο). Αργότερα αυτούς τους δύο πλαισίωσε ο Bjarne (σε πλήκτρα αρχικώς και μετά σε κιθάρες), για να προστεθεί ένας ακόμη, ο Peter, στο μπάσο, το 2016. Ως τετράδα, δε, οι Orsak:Oslo φαίνεται πως συνεχίζουν ακόμη. Λέμε «φαίνεται», επειδή στην πιο τελευταία κυκλοφορία τους, το “Skimmer / Vemod”, δεν υπάρχει τίποτα το σχετικό, ως πληροφορία.
Για το rock αυτό σχήμα έχουμε γράψει και παλαιότερα, με αφορμή το φερώνυμο άλμπουμ τους, από το 2019 (ανάρτηση της 6ης Μαΐου 2019) κι εκεί σημειώναμε το «χάσιμο», γενικώς, του ήχου τους, που έχει kraut και όχι ψυχεδελικά χαρακτηριστικά – ένα βαρύ, αλλά όχι σκληρό (hard) συνονθύλευμα, αναπτυγμένο μέσα από αργά και μέσα tempi (κυρίως).
Τι περίεργος τίτλος για (γερμανικό) γκρουπ... EinsEinsEins (δηλαδή ΈναΈναΈνα) και τι αναμενόμενος τίτλος για ονομασία δίσκου από ’κει και πέρα – “Zwei”, δηλαδή δύο.
Πρόκειται, όντως, για τον δεύτερο δίσκο των Γερμανών, από το Βερολίνο; Ναι, μάλλον, αν και ο προηγούμενός τους είχε τίτλο “ĬİĨ”. Παίζουν οι EinsEinsEins με τις ονομασίες, αλλά παίζουν και με τα όργανά τους, με σύνθια και κιθάρες βασικά, δημιουργώντας ένα άκουσμα κάπως αλλοπρόσαλλο, αλλά πάντως ενδιαφέρον.
Διαθέτουν, δηλαδή, οι τύποι, κάμποσα eighties synth-pop και synth-rock ηχοχρώματα, αλλά ταυτοχρόνως προβάλλουν κι άλλες αναφορές-επιρροές, κυρίως σχετιζόμενες με την ηλεκτρονική pop των seventies (Κraftwerk ας πούμε) ή και με το krautrock ακόμη-ακόμη (Neu! και CAN φερ’ ειπείν).
Το καλύτερο κομμάτι του “Zwei” είναι το 5λεπτο “Gasetagenheizung”, που διαθέτει πολλές kraut ροκ επιρροές, αλλά εξ ίσου ενδιαφέροντα είναι και τα δύο μεγάλα tracks, στο τέλος του δίσκου, τα 8λεπτα “Nachtigall” και “Nur Fuchs”, που ξεχωρίζουν περισσότερο για το δέσιμό τους με τα πλήκτρα και τα ηλεκτρονικά – και που φέρνουν στη μνήμη άλλοτε τους Αμερικανούς Synergy (Larry Fast) και άλλοτε τον Vangelis, με την προσθήκη και στις δύο περιπτώσεις ενός πολύ δυναμικού drumming.
Πολύ περίεργο συγκρότημα αυτοί οι EinsEinsEins –αν είναι συγκρότημα και δεν είναι κάποιος «μόνος του» ή κανα ντουέτο– με καθαρές αν και κάπως παράξενες ιδέες, τις οποίες πάντως υλοποιούν με πάθος και με γνώση.
Επαφή: www.tonzonen.de
NO GOD ONLY TEETH: Placenta [Narshardaa Records, 2021]
Οι No God Only Teeth είναι Γερμανοί, από το Αμβούργο. Πρόκειται για ένα «μεταλλικό» γκρουπ, με αδιαμφισβήτητα sludge χαρακτηριστικά, που τώρα κάνει το ντεμπούτο του.
Δεν υπάρχουν πολλές διαθέσιμες πληροφορίες για τους No God Only Teeth. Ούτε στο digipak του δίσκου τους “Placenta” αναγράφεται η σύνθεσή τους, ούτε στο bandcamp τους βλέπουμε κάτι σχετικό. Μαθαίνουμε, όμως, πως και τα επτά τραγούδια του CD/LP είναι δικά τους (κάτι φυσικό) και πως σ’ ένα track δέχονται βοήθειες στα φωνητικά από κάποιον Leon Winkel. Επίσης μαθαίνουμε πού ηχογραφήθηκε το άλμπουμ (ζωντανά στο Sunsetter Studio), ποιος έκανε μείξη και mastering (Michel Jahn) και ακόμη ποιος έκανε αυτό το minimal artwork, δίχως καμία γραπτή ένδειξη επάνω (Rino Pelli).
Τέλος πάντων, έτσι θέλουν οι No God Only Teeth – να δείξουν λίγα και να μιλήσουν, για περισσότερα, μέσα από τα τραγούδια τους. Τραγούδια πολύ καλά και βασικά μεγάλης διάρκειας για το στυλ, καθώς εδώ υπάρχουν δύο 9λεπτα tracks, τρία 6λεπτα κ.λπ.
Ξέρουν να εκμεταλλεύονται τον χρόνο οι Γερμανοί, χωρίς να γίνονται κουραστικοί, δίχως να επαναλαμβάνονται, αναμασώντας κοινές συνταγές.
Έχουν «μεταλλική» συνέπεια», μία πολύ εκφραστική φωνή μπροστά, που ουρλιάζει αριστοτεχνικά από την αρχή έως το τέλος, επαρκέστατο κιθαρίστα, που παίζει τα ποικίλα riffs, στην κυριολεξία, στα δάκτυλά του, και ιδεατό, βαρύγδουπο, ρυθμικό τμήμα, που «καμπανίζει» συνεχώς στ’ αυτιά σου, ξέροντας να προσθέτει και να αφαιρεί «βάρη» όποτε οι περιστάσεις, δηλαδή τα τραγούδια, το απαιτήσουν.
Τα 9λεπτα κομμάτια (“Gegenlicht” και “Raffer”) είναι και τα δύο από τα πολύ καλά τού “Placenta”, ενώ και στις πιο μικρές διάρκειες π.χ. στο εξάλεπτο «πανκο-ειδές», «χαρντκορ-ειδές» “Stockholm”, οι No God Only Teeth είναι το ίδιο πειστικοί και άνετοι. Λέμε λοιπόν για ένα πολύ καλό ντεμπούτο.
Επαφή: www.narshardaa.com
ORSAK:OSLO: Skimmer / Vemod [Kapitän Platte, 2021]
Όπως διαβάζουμε οι Orsak:Oslo δημιουργήθηκαν κάπου στην Σκανδιναυία (μάλλον στη Σουηδία) από τον Christian (από το Γκέτεμποργκ) και τον Øyvind (από το Όσλο). Αργότερα αυτούς τους δύο πλαισίωσε ο Bjarne (σε πλήκτρα αρχικώς και μετά σε κιθάρες), για να προστεθεί ένας ακόμη, ο Peter, στο μπάσο, το 2016. Ως τετράδα, δε, οι Orsak:Oslo φαίνεται πως συνεχίζουν ακόμη. Λέμε «φαίνεται», επειδή στην πιο τελευταία κυκλοφορία τους, το “Skimmer / Vemod”, δεν υπάρχει τίποτα το σχετικό, ως πληροφορία.
Για το rock αυτό σχήμα έχουμε γράψει και παλαιότερα, με αφορμή το φερώνυμο άλμπουμ τους, από το 2019 (ανάρτηση της 6ης Μαΐου 2019) κι εκεί σημειώναμε το «χάσιμο», γενικώς, του ήχου τους, που έχει kraut και όχι ψυχεδελικά χαρακτηριστικά – ένα βαρύ, αλλά όχι σκληρό (hard) συνονθύλευμα, αναπτυγμένο μέσα από αργά και μέσα tempi (κυρίως).
Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για το πλέον πρόσφατο “Skimmer / Vemod”, ένα πλήρες βινυλιακής διάρκειας
άλμπουμ των Σκανδιναυών (κυκλοφορεί εξάλλου και σε LP), με έξι κομμάτια (τρία ανά πλευρά),
ορχηστρικά φυσικά, και περαιτέρω άκρως υποβλητικά και κάπως χαώδη – και τούτο
παρά τις κανονικές διάρκειες.
Τα heavy riffs των Orsak:Oslo τα συναντάς φυσικά στα ροκ συγκροτήματα του απώτερου γερμανικού παρελθόντος (Epitaph, Jane, Gäa κ.λπ.), και κάπως έτσι εξηγούνται τα περί kraut, που διαβάζεις γι’ αυτούς από ’δω κι από ’κει.
Πολύ άνετο άλμπουμ, με πηγαία έκφραση, που σίγουρα θα ενδιαφέρει τις γερμνο-ροκ παλιοσειρές και όποιους άλλους νεότερους, που γουστάρουν αυτούς τους ήχους ή και το σύγχρονο stoner.
Επαφή: www.kapitaen-platte.de
ECHOTIDE: Into the Half Light [Bird’s Robe Records, 2017 / 2022]
Αυστραλέζικο (από το Brisbane) συγκρότημα της νέας εποχής, οι Echotide είναι μία τριπλέτα (Samuel Mead ντραμς, κρουστά, τάμπλα, Matthew Martin πιάνο, πλήκτρα, sampling, Michael Gagen κιθάρες, μπάσο), που εύκολα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του σινεματίκ post-rock. Πρόκειται για ένα instrumental γκρουπ δηλαδή, το οποίο, στηριγμένο στα πλήκτρα και τις κιθάρες, εξερευνά, παράγει και αναπαράγει ηχοχρωματικά τοπία, τα οποία ακούμε συχνά σ’ αυτή την ομάδα των συγκροτημάτων, που έχουν για «θεούς» τους, τους Mogwai.
To “Into the Half Light” προέρχεται
από το 2017 και είναι κατά πάσα πιθανότητα το τελευταίο έως σήμερα άλμπουμ των Echotide
– ένα άλμπουμ που τώρα επανεκδίδεται, μέσα στο πλαίσιο του εορτασμού των
δεκάχρονων της εταιρείας Bird’s Robe Records, στα οποία (δεκάχρονα) έχουμε
αναφερθεί κι άλλες φορές.
Υπάρχει λοιπόν μία σκηνή στην
Αυστραλία, μία σκηνή τέτοιων γκρουπ εννοούμε, που κινούνται ανάμεσα στο post-rock και
το σύγχρονο progressive και που είναι αρκετά δημοφιλή στην απομακρυσμένη (για
εμάς) ήπειρο.
Γκρουπ που αποτελούνται από
εξαιρετικούς μουσικούς, που ξέρουν να γράφουν, να διαμορφώνουν και να
υποστηρίζουν μεγάλης διάρκειας κομμάτια (σαν το 10λεπτο “Into the half light” ή το 9λεπτο “New beacons cast to old horizons”), τα οποία έχουν τον τρόπο να
σε κερδίζουν, μέσα από την εξέλιξή τους – κάπου θα σε πιάσουν εννοούμε οι
συνεχείς αλλαγές, που επισυμβαίνουν στις συνθέσεις, κάτι θα σε αγγίξει
οπωσδήποτε «κουβαλώντας σε» μέχρι το τέλος της διαδικασίας.
Προσωπικώς, βρήκα εδώ ένα κομμάτι, που
μου άρεσε αρκετά (το “Cracks in the walls of a temporary home”) και
άλλα διάφορα φυσικά, που τ’ ακούς κάτι παραπάνω από ευχάριστα.
Επαφή: www.birdsrobe.com
PIRATE: Left of Mind [Bird’s Robe Records, 2010 / 2022]
Για τους Pirate από το Σίδνεϋ είχαμε γράψει πριν από λίγο καιρό (23 Νοε. 2021), όταν αναφερθήκαμε στην επανακυκλοφορία του πρώτου μίνι άλμπουμ τους, από το 2008. Εκεί γράφαμε πως οι Pirate αποτελούνται εκ των Shan Abey κιθάρες, Ben Norvill μπάσο, Tim Adderley ντραμς και Joel Woolf σαξόφωνα, φωνή και πως το σαξόφωνο κάνει την διαφορά στον ήχο τους, ενδυναμώνοντας τις progressive rock κατευθύνσεις τους.
Τα πράγματα γίνονται ολοφάνερα πια στο “Left of Mind” του 2010 (που τώρα επανακυκλοφορεί κι αυτό), ένα άλμπουμ οκτώ κομματιών, στο οποίον οι Αυστραλοί progsters δημιουργούν ένα πολύ ενδιαφέρον neo-progressive σκηνικό, με τις αναφορές στους King Crimson, βασικά, να δίνουν και να παίρνουν.
Και δεν είναι να απορείς, γιατί οι King Crimson είναι μία από τις πιο διαχρονικές μπάντες επιρροής (και) στο σύγχρονο progressive (μαζί με τους Yes), όσο δεν είναι τέλος πάντων οι Emerson, Lake & Palmer, οι Genesis, οι Jethro Tull κ.λπ.
«Παίζει» πολύ ο περφεξιονισμός των Crimson, αυτή η απόπειρά τους να παίξουν avant-rock, iunstrumental βασικά, ή με ελάχιστες φωνές-φωνητικά, εκμεταλλευόμενοι τζαζ τεχνοτροπίες, πειραματικά στοιχεία, μέσα σε μια γενικότερη «ψαγμένη» και «σύνθετη» κατεύθυνση.
Οι Pirate είναι King Crimson-ικοί μέχρι το κόκκαλο και κομμάτια σαν τα εξαιρετικά “Creepy”, “Daggers” και “Time minus five” απλώς το αποδεικνύουν.
Επαφή: www.birdsrobe.com
Τα heavy riffs των Orsak:Oslo τα συναντάς φυσικά στα ροκ συγκροτήματα του απώτερου γερμανικού παρελθόντος (Epitaph, Jane, Gäa κ.λπ.), και κάπως έτσι εξηγούνται τα περί kraut, που διαβάζεις γι’ αυτούς από ’δω κι από ’κει.
Πολύ άνετο άλμπουμ, με πηγαία έκφραση, που σίγουρα θα ενδιαφέρει τις γερμνο-ροκ παλιοσειρές και όποιους άλλους νεότερους, που γουστάρουν αυτούς τους ήχους ή και το σύγχρονο stoner.
Επαφή: www.kapitaen-platte.de
ECHOTIDE: Into the Half Light [Bird’s Robe Records, 2017 / 2022]
Αυστραλέζικο (από το Brisbane) συγκρότημα της νέας εποχής, οι Echotide είναι μία τριπλέτα (Samuel Mead ντραμς, κρουστά, τάμπλα, Matthew Martin πιάνο, πλήκτρα, sampling, Michael Gagen κιθάρες, μπάσο), που εύκολα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του σινεματίκ post-rock. Πρόκειται για ένα instrumental γκρουπ δηλαδή, το οποίο, στηριγμένο στα πλήκτρα και τις κιθάρες, εξερευνά, παράγει και αναπαράγει ηχοχρωματικά τοπία, τα οποία ακούμε συχνά σ’ αυτή την ομάδα των συγκροτημάτων, που έχουν για «θεούς» τους, τους Mogwai.
PIRATE: Left of Mind [Bird’s Robe Records, 2010 / 2022]
Για τους Pirate από το Σίδνεϋ είχαμε γράψει πριν από λίγο καιρό (23 Νοε. 2021), όταν αναφερθήκαμε στην επανακυκλοφορία του πρώτου μίνι άλμπουμ τους, από το 2008. Εκεί γράφαμε πως οι Pirate αποτελούνται εκ των Shan Abey κιθάρες, Ben Norvill μπάσο, Tim Adderley ντραμς και Joel Woolf σαξόφωνα, φωνή και πως το σαξόφωνο κάνει την διαφορά στον ήχο τους, ενδυναμώνοντας τις progressive rock κατευθύνσεις τους.
Τα πράγματα γίνονται ολοφάνερα πια στο “Left of Mind” του 2010 (που τώρα επανακυκλοφορεί κι αυτό), ένα άλμπουμ οκτώ κομματιών, στο οποίον οι Αυστραλοί progsters δημιουργούν ένα πολύ ενδιαφέρον neo-progressive σκηνικό, με τις αναφορές στους King Crimson, βασικά, να δίνουν και να παίρνουν.
Και δεν είναι να απορείς, γιατί οι King Crimson είναι μία από τις πιο διαχρονικές μπάντες επιρροής (και) στο σύγχρονο progressive (μαζί με τους Yes), όσο δεν είναι τέλος πάντων οι Emerson, Lake & Palmer, οι Genesis, οι Jethro Tull κ.λπ.
«Παίζει» πολύ ο περφεξιονισμός των Crimson, αυτή η απόπειρά τους να παίξουν avant-rock, iunstrumental βασικά, ή με ελάχιστες φωνές-φωνητικά, εκμεταλλευόμενοι τζαζ τεχνοτροπίες, πειραματικά στοιχεία, μέσα σε μια γενικότερη «ψαγμένη» και «σύνθετη» κατεύθυνση.
Οι Pirate είναι King Crimson-ικοί μέχρι το κόκκαλο και κομμάτια σαν τα εξαιρετικά “Creepy”, “Daggers” και “Time minus five” απλώς το αποδεικνύουν.
Επαφή: www.birdsrobe.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου