Γνωστός μπουζουξής, τραγουδοποιός και ερευνητής του λαϊκού
τραγουδιού, και βασικά των μπουζουξήδων του, ο Γιώργος Αλτής έχει έτοιμο το πιο
νέο βιβλίο του, που είναι αφιερωμένο στον θρυλικό να τον πούμε μπουζουξή Γιάννη
Μωραΐτη (γενν. 1944), με την 60χρονη και πλέον διαδρομή στο λαϊκό πάλκο και την
δισκογραφία.
Ο Αλτής προσέγγισε τον δύστροπο και απόμακρο Μωραΐτη, κέρδισε την εμπιστοσύνη του και τον «ανάγκασε» να μιλήσει. Να ξεδιπλώσει, από μνήμης, μια τεράστια διαδρομή, που ένωνε το ρεμπέτικο τραγούδι και το αμέσως μετά τον πόλεμο λαϊκό, με τις σημερινές καταστάσεις.
Πέντε χρόνια, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο, κράτησε αυτό το «μαρκάρισμα» του Αλτή στον Μωραΐτη, προκειμένου να συγκεντρωθεί το υλικό, ώστε να προκύψει ένα πλούσιο βιβλίο, μεγάλου σχήματος και 232 σελίδων.
Μένουμε σε κάτι που λέει ο Αλτής στον πρόλογο... πως η σκέψη του Μωραΐτη δεν ήταν γραμμική και πως μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, που διήρκεσαν οι επαφές, ο μπουζουξής μπορεί να έλεγε διάφορα, που έρχονταν σε κόντρα μεταξύ τους, να ξεχνούσε άλλα, να θυμόταν άλλα, να τσιγκλιόταν προκειμένου να φρεσκαριστούν οι αναμνήσεις του κ.λπ.
Θέλει κόπο, εννοούμε, ένα τέτοιο από την φύση του ανοικονόμητο υλικό και για να μπει σε μια τάξη, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να το παρακολουθήσει, και για να αποτυπωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην χαθεί η ορμή της λαϊκής αφήγησης – της γλώσσας εν προκειμένω του Μωραΐτη.
Ο Αλτής προσέγγισε τον δύστροπο και απόμακρο Μωραΐτη, κέρδισε την εμπιστοσύνη του και τον «ανάγκασε» να μιλήσει. Να ξεδιπλώσει, από μνήμης, μια τεράστια διαδρομή, που ένωνε το ρεμπέτικο τραγούδι και το αμέσως μετά τον πόλεμο λαϊκό, με τις σημερινές καταστάσεις.
Πέντε χρόνια, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο, κράτησε αυτό το «μαρκάρισμα» του Αλτή στον Μωραΐτη, προκειμένου να συγκεντρωθεί το υλικό, ώστε να προκύψει ένα πλούσιο βιβλίο, μεγάλου σχήματος και 232 σελίδων.
Μένουμε σε κάτι που λέει ο Αλτής στον πρόλογο... πως η σκέψη του Μωραΐτη δεν ήταν γραμμική και πως μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, που διήρκεσαν οι επαφές, ο μπουζουξής μπορεί να έλεγε διάφορα, που έρχονταν σε κόντρα μεταξύ τους, να ξεχνούσε άλλα, να θυμόταν άλλα, να τσιγκλιόταν προκειμένου να φρεσκαριστούν οι αναμνήσεις του κ.λπ.
Θέλει κόπο, εννοούμε, ένα τέτοιο από την φύση του ανοικονόμητο υλικό και για να μπει σε μια τάξη, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να το παρακολουθήσει, και για να αποτυπωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην χαθεί η ορμή της λαϊκής αφήγησης – της γλώσσας εν προκειμένω του Μωραΐτη.
Επιπρόσθετες δυσκολίες θα αφορούσαν, προφανώς, στο τι θα
έμπαινε και τι δεν θα έμπαινε εν τέλει στο βιβλίο (το λέμε, γιατί ο Μωραΐτης
μιλάει και-σκληρά για μεγάλες φίρμες του χώρου – υπάρχουν τέτοιες σκληρές κρίσεις
στο βιβλίο, αλλά σίγουρα θα υπάρχουν και πράγματα που δεν γράφτηκαν... γιατί
δεν γράφονται), ενώ το ανυπέρβλητο θέμα θα ήταν το τσεκάρισμα και η διασταύρωση
όσων λέει ο μπουζουξής, σε σχέση με χώρους, συνεργάτες, ημερομηνίες, εταιρείες,
τραγούδια, συνεργασίες στα πάλκα κ.λπ., για το οποίον (θέμα), υποθέτουμε, πως ο Αλτής,
ως γνώστης του αντικειμένου, θα έκανε την πρέπουσα δουλειά (καθώς οι πηγές του,
για όλα αυτά που θίγονται στο βιβλίο, δεν θα μπορούσε να είναι μόνον ο Μωραΐτης).
Εντάξει, το βιβλίο είναι απολαυστικό, διαβάζεται πανεύκολα, ο λόγος ρέει με άνεση, η γλώσσα είναι λαϊκή, χωρίς σούξου-μούξου και οι ιστορίες απολύτως ενδιαφέρουσες, με τα πρόσωπα που «μπαίνουν» στην κουβέντα να είναι εκατοντάδες – σχεδόν οι πάντες.
Εντάξει, το βιβλίο είναι απολαυστικό, διαβάζεται πανεύκολα, ο λόγος ρέει με άνεση, η γλώσσα είναι λαϊκή, χωρίς σούξου-μούξου και οι ιστορίες απολύτως ενδιαφέρουσες, με τα πρόσωπα που «μπαίνουν» στην κουβέντα να είναι εκατοντάδες – σχεδόν οι πάντες.
Λέμε δηλαδή, για μία εγκυκλοπαίδεια του λαϊκού τραγουδιού!
Ψάχνεις να βρεις, εννοώ, αν υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης, από τον Πόλεμο και
μετά, για τον οποίον να μην γίνεται λόγος στο βιβλίο – ενώ είναι ένα άπειρα τα
ονόματα της «πίσω σειράς», για τα οποία μπορείς να διαβάσεις εδώ κάποια
πράγματα (ουσιαστικά και σημαντικά).
Θέλω να επιλέξω δύο όχι κύρια, αλλά «παράπλευρα» αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Αλτή για τον Γιάννη Μωραΐτη, που δείχνουν την ευρύτητα των αφηγήσεων και φυσικά τις «εκπλήξεις», που καραδοκούν ανά πάσα στιγμή σε τούτο το ανάγνωσμα. Το πρώτο, από την σελίδα 79:
«Εκείνη την εποχή υπήρχανε και πολλά δισκάδικα. Στην Ομόνοια έβραζε ο τόπος. Ήτανε ο Αντώνης Μπουγαδάκης που πούλαγε θήκες για μπουζούκια και δίσκους. Είχε κάνει και εταιρεία δίσκων, το Χρυσό Μικρόφωνο. Πρώτα ήτανε μπουζουξής, κούτσαινε λιγάκι, μετά άνοιξε το μαγαζί λίγο πιο πέρα από τα σουβλάκια του Λευτέρη. Στη Σατωβριάνδου ήτανε ένα μεγάλο δισκάδικο, του Χουβαρδά. Εκείνο ήτανε πολυτελείας. Εκεί είχε κάτι κουτιά που έβαζες στο αυτί σου κάτι σαν τηλέφωνο και άκουγες τους δίσκους. Άμα σου άρεσε τον αγόραζες. Τότε βγαίνανε μεγάλοι δίσκοι. Ωραίοι, μαύροι, γυαλιστεροί, του γραμμοφώνου, των 78 στροφών. Μετά βγήκανε τα σαρανταπεντάρια. Στην οδό Λυκούργου είχε άλλο μεγάλο δισκάδικο. Εκεί ήτανε και τα γραφεία της Κολούμπια. Ήτανε και του Παπαϊωάννου ένα μεγάλο δισκάδικο. Το πρόλαβα. Και εκεί είχε κουτιά που άκουγες τους δίσκους. Αγόραζε πολύς κόσμος δίσκους. Ειδικά στις γιορτές μαζεύανε πολύ κόσμο. Ο Μανώλης ο Σαμιώτης είχε δισκάδικο στην πλατεία Βάθης. Στην πλατεία Καλογήρων ήταν ο Ιγγλέζος. Από εκεί παίρνανε όλες οι συνοικίες. Πήγαινα και εγώ με τον Τάκη τον Τσαγκουρνό το ’60 με ’62 που άνθιζε το λαϊκό τραγούδι και αγοράζαμε 45άρια του Χιώτη».
Και πιο κάτω, στην σελίδα 177:
«Στην Αμερική έχω δει πολλά ροκ συγκροτήματα. Είμαι καψούρης με τη ροκ κιθάρα. Έχω δει την Τίνα Τάρνερ, τους Πινκ Φλόιντ, που μου αρέσανε πολύ, τον Τζορτζ Μπένσον, που έπαιζε και έλεγε τις νότες και τραγουδούσε ωραία, τους Γες, τους Τότο. Μεγάλη κάψα είχα με τους Τότο. Έχω δει τους Σκόρπιονς, τον Στίβι Γουόντερ και άλλους πολλούς. Μου αρέσει και ο Μάικλ Τζάκσον. Ο Στίβι Ρέι Βον, τι παίχτης είναι! Την τρώει την κιθάρα. Μου αρέσει πολύ σε μία συναυλία όπως λέει το “Σουπερστίσιον”. Έχω παίξει ηλεκτρική κιθάρα σ’ ένα τραγούδι που είπε ο Ταλιούρης στο στούντιο. Γράψαμε πρώτα τα μπουζούκια με τον Βύζα και μετά έπαιξα ηλεκτρική κιθάρα. Η αμερικάνικη μουσική μου αρέσει. Και η κλασική μου αρέσει. Έχω ακούσει πολύ μουσική».
Το βιβλίο, περιττό να το πω, διαθέτει και ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό. Εκείνο που δεν διαθέτει και που θα ήταν πολύ χρήσιμο, αν υπήρχε, θα ήταν ένα index, στο τέλος του, με όλα τα κύρια ονόματα και με σημειωμένες όλες τις σελίδες, στις οποίες αναφέρονται.
Μου φαίνεται πως θα κάτσω να το κάνω μόνος μου αυτό...
Επαφή: www.metronomos.gr
Θέλω να επιλέξω δύο όχι κύρια, αλλά «παράπλευρα» αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Αλτή για τον Γιάννη Μωραΐτη, που δείχνουν την ευρύτητα των αφηγήσεων και φυσικά τις «εκπλήξεις», που καραδοκούν ανά πάσα στιγμή σε τούτο το ανάγνωσμα. Το πρώτο, από την σελίδα 79:
«Εκείνη την εποχή υπήρχανε και πολλά δισκάδικα. Στην Ομόνοια έβραζε ο τόπος. Ήτανε ο Αντώνης Μπουγαδάκης που πούλαγε θήκες για μπουζούκια και δίσκους. Είχε κάνει και εταιρεία δίσκων, το Χρυσό Μικρόφωνο. Πρώτα ήτανε μπουζουξής, κούτσαινε λιγάκι, μετά άνοιξε το μαγαζί λίγο πιο πέρα από τα σουβλάκια του Λευτέρη. Στη Σατωβριάνδου ήτανε ένα μεγάλο δισκάδικο, του Χουβαρδά. Εκείνο ήτανε πολυτελείας. Εκεί είχε κάτι κουτιά που έβαζες στο αυτί σου κάτι σαν τηλέφωνο και άκουγες τους δίσκους. Άμα σου άρεσε τον αγόραζες. Τότε βγαίνανε μεγάλοι δίσκοι. Ωραίοι, μαύροι, γυαλιστεροί, του γραμμοφώνου, των 78 στροφών. Μετά βγήκανε τα σαρανταπεντάρια. Στην οδό Λυκούργου είχε άλλο μεγάλο δισκάδικο. Εκεί ήτανε και τα γραφεία της Κολούμπια. Ήτανε και του Παπαϊωάννου ένα μεγάλο δισκάδικο. Το πρόλαβα. Και εκεί είχε κουτιά που άκουγες τους δίσκους. Αγόραζε πολύς κόσμος δίσκους. Ειδικά στις γιορτές μαζεύανε πολύ κόσμο. Ο Μανώλης ο Σαμιώτης είχε δισκάδικο στην πλατεία Βάθης. Στην πλατεία Καλογήρων ήταν ο Ιγγλέζος. Από εκεί παίρνανε όλες οι συνοικίες. Πήγαινα και εγώ με τον Τάκη τον Τσαγκουρνό το ’60 με ’62 που άνθιζε το λαϊκό τραγούδι και αγοράζαμε 45άρια του Χιώτη».
Και πιο κάτω, στην σελίδα 177:
«Στην Αμερική έχω δει πολλά ροκ συγκροτήματα. Είμαι καψούρης με τη ροκ κιθάρα. Έχω δει την Τίνα Τάρνερ, τους Πινκ Φλόιντ, που μου αρέσανε πολύ, τον Τζορτζ Μπένσον, που έπαιζε και έλεγε τις νότες και τραγουδούσε ωραία, τους Γες, τους Τότο. Μεγάλη κάψα είχα με τους Τότο. Έχω δει τους Σκόρπιονς, τον Στίβι Γουόντερ και άλλους πολλούς. Μου αρέσει και ο Μάικλ Τζάκσον. Ο Στίβι Ρέι Βον, τι παίχτης είναι! Την τρώει την κιθάρα. Μου αρέσει πολύ σε μία συναυλία όπως λέει το “Σουπερστίσιον”. Έχω παίξει ηλεκτρική κιθάρα σ’ ένα τραγούδι που είπε ο Ταλιούρης στο στούντιο. Γράψαμε πρώτα τα μπουζούκια με τον Βύζα και μετά έπαιξα ηλεκτρική κιθάρα. Η αμερικάνικη μουσική μου αρέσει. Και η κλασική μου αρέσει. Έχω ακούσει πολύ μουσική».
Το βιβλίο, περιττό να το πω, διαθέτει και ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό. Εκείνο που δεν διαθέτει και που θα ήταν πολύ χρήσιμο, αν υπήρχε, θα ήταν ένα index, στο τέλος του, με όλα τα κύρια ονόματα και με σημειωμένες όλες τις σελίδες, στις οποίες αναφέρονται.
Μου φαίνεται πως θα κάτσω να το κάνω μόνος μου αυτό...
Επαφή: www.metronomos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου