Στις
7 Απριλίου 2023 έφυγε από τη ζωή στα 90 χρόνια του ο Γιώργος Ζερβουλάκος, ένας
σημαντικός σκηνοθέτης του ελληνικού κινηματογράφου.
Υπάρχουν τουλάχιστον 4-5 ταινίες του Γιώργου Ζερβουλάκου για τις οποίες θα μπορούσε να γίνει λόγος, όμως, για την ώρα, ας επιλέξουμε την «Λυσιστράτη» (1972) για να πούμε περισσότερα, αυτή την αληθινά διαφορετική ταινία, που αγαπήθηκε από τον κόσμο στην εποχή της.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το ελληνικό σινεμά θα βρισκόταν αντιμέτωπο με μια τεράστια κρίση. Ο ερχομός της τηλεόρασης θα του έκοβε πολλούς θεατές, δηλαδή εισιτήρια, με αποτέλεσμα να καταστεί προτεραιότητα η εξεύρεση λύσεων. Έπρεπε να ανανεωθούν τα θέματα, και βασικά ο κινηματογράφος να δείχνει εκείνα που δεν θα μπορούσε να δείξει η τηλεόραση, που εκ των πραγμάτων θα αναλάμβανε πλέον την οικογενειακή ψυχαγωγία.
Στην κατεύθυνση αυτή θα έπρεπε να βοηθήσει και η λογοκρισία –αν το κράτος επιθυμούσε να μην πεινάσουν οι χιλιάδες απασχολούμενοι του κυκλώματος, από σκηνοθέτες και ηθοποιούς, μέχρι τεχνικούς και αιθουσάρχες–, αφήνοντας πιο ελεύθερα τα χαλινάρια και σε σχέση με το «γυμνό», μα και με την γλώσσα.
Συνέβη. Άρχισαν να γυρίζονται σωρηδόν ερωτικές ταινίες, soft core, με πολύ γυναικείο γυμνό και λίγο αντρικό, ενώ και η γλώσσα απελευθερώθηκε κάπως και αυτή, τόσο σε επίπεδο υπονοουμένων, όσο και σ’ αυτό καθ’ αυτό το άμεσα εκφραστικό. Κι έτσι, μια ταινία, που θα ήταν αδιανόητο να γυριστεί το 1969 φερ’ ειπείν, θα μπορούσε άνετα να γυριστεί το 1972. Μια τέτοια ταινία ήταν η «Λυσιστράτη».
Εκείνη
την κινηματογραφική σεζόν, του 1972-73, το ελληνικό σινεμά, στην προσπάθεια
εξεύρεσης νέας θεματολογίας, ανακαλύπτει τον... αρχαίο κόσμο.
Μπορεί να είχαν προϋπάρξει ταινίες με αρχαιοελληνική θεματολογία, από το «Δάφνις και Χλόη» (1931) του Ορέστη Λάσκου, μέχρι τις «Μικρές Αφροδίτες» (1963) του Νίκου Κούνδουρου και το «Βλέπε Λουκιανός» (1969) του Γιώργου Εμιρζά (για να μην αναφερθούμε σε ταινίες τύπου «Αντιγόνη» και «Ηλέκτρα», που ήταν κάτι άλλο αισθητικά), όμως το 1972 το πράγμα διαφοροποιείται αρκετά, φιλοδοξώντας να «πιάσει» πολύ κόσμο. Να μην είναι κάτι στενά καλλιτεχνικό ή ακαδημαϊκό (το αρχαιοελληνικό μοτίβο εννοούμε), αλλά κάτι περισσότερο ελεύθερο και λαϊκό, και βεβαίως χρωματιστό!
Σ’ αυτό το πλαίσιο προβάλλονται τρεις ταινίες εκείνη τη σεζόν (1972-73), το «Μπουμ-ταρατατζούμ» του Ερρίκου Θαλασσινού, με τους Γιώργο Κωνσταντίνου και Θύμιο Καρακατσάνη, το «Ιπποκράτης και Δημοκρατία» του Ντίμη Δαδήρα με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Μαίρη Χρονοπούλου και βεβαίως η «Λυσιστράτη» του Γιώργου Ζερβουλάκου, με την Τζένη Καρέζη, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τον Κώστα Καζάκο, που ήταν η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες κι εκείνη που θα έκανε τον μεγαλύτερο αριθμό εισιτηρίων (τρίτη σε εισπράξεις στη συγκεκριμένη σεζόν).
Τα αρχαιοελληνικά θέματα δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστούν από το ελληνικό σινεμά της εποχής (ούτε καν στο ψευδοϊστορικό στυλ των ταινιών της Cinecittà) κυρίως λόγω δυσκολίας στο επίπεδο της χρηματοδότησης, της απουσίας κινηματογραφικών μέσων και δυνατοτήτων, μα και της εύρεσης μιας πειστικής σκηνοθετικής ματιάς.
Το να έκανες μια ταινία εποχής, και βασικά με εσωτερικά γυρίσματα, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, αλλά το να έκανες κινηματογράφο... αρχαιοελληνικής προοπτικής, με πλήθος εξωτερικών γυρισμάτων και με ανάλογα σκηνικά και κοστούμια, ήθελε και πολλά λεφτά και σκηνοθετική άποψη, που να μπορεί να προσπεράσει την μπαλαφάρα. Κάτι όχι εύκολο.
Ο μόνος, πάντως, που θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο εκείνη την περίοδο, με πολύ αξιόλογα αποτελέσματα (καλλιτεχνικά και εμπορικά), θα ήταν Γιώργος Ζερβουλάκος. Και βεβαίως το ζεύγος Καρέζη-Καζάκου, που πίστεψε και χρηματοδότησε την ταινία, την οποία θα έβγαζε παλικαρίσια εις πέρας ο Ζερβουλάκος με τους συνεργάτες του.
Υπάρχουν τουλάχιστον 4-5 ταινίες του Γιώργου Ζερβουλάκου για τις οποίες θα μπορούσε να γίνει λόγος, όμως, για την ώρα, ας επιλέξουμε την «Λυσιστράτη» (1972) για να πούμε περισσότερα, αυτή την αληθινά διαφορετική ταινία, που αγαπήθηκε από τον κόσμο στην εποχή της.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το ελληνικό σινεμά θα βρισκόταν αντιμέτωπο με μια τεράστια κρίση. Ο ερχομός της τηλεόρασης θα του έκοβε πολλούς θεατές, δηλαδή εισιτήρια, με αποτέλεσμα να καταστεί προτεραιότητα η εξεύρεση λύσεων. Έπρεπε να ανανεωθούν τα θέματα, και βασικά ο κινηματογράφος να δείχνει εκείνα που δεν θα μπορούσε να δείξει η τηλεόραση, που εκ των πραγμάτων θα αναλάμβανε πλέον την οικογενειακή ψυχαγωγία.
Στην κατεύθυνση αυτή θα έπρεπε να βοηθήσει και η λογοκρισία –αν το κράτος επιθυμούσε να μην πεινάσουν οι χιλιάδες απασχολούμενοι του κυκλώματος, από σκηνοθέτες και ηθοποιούς, μέχρι τεχνικούς και αιθουσάρχες–, αφήνοντας πιο ελεύθερα τα χαλινάρια και σε σχέση με το «γυμνό», μα και με την γλώσσα.
Συνέβη. Άρχισαν να γυρίζονται σωρηδόν ερωτικές ταινίες, soft core, με πολύ γυναικείο γυμνό και λίγο αντρικό, ενώ και η γλώσσα απελευθερώθηκε κάπως και αυτή, τόσο σε επίπεδο υπονοουμένων, όσο και σ’ αυτό καθ’ αυτό το άμεσα εκφραστικό. Κι έτσι, μια ταινία, που θα ήταν αδιανόητο να γυριστεί το 1969 φερ’ ειπείν, θα μπορούσε άνετα να γυριστεί το 1972. Μια τέτοια ταινία ήταν η «Λυσιστράτη».
Μπορεί να είχαν προϋπάρξει ταινίες με αρχαιοελληνική θεματολογία, από το «Δάφνις και Χλόη» (1931) του Ορέστη Λάσκου, μέχρι τις «Μικρές Αφροδίτες» (1963) του Νίκου Κούνδουρου και το «Βλέπε Λουκιανός» (1969) του Γιώργου Εμιρζά (για να μην αναφερθούμε σε ταινίες τύπου «Αντιγόνη» και «Ηλέκτρα», που ήταν κάτι άλλο αισθητικά), όμως το 1972 το πράγμα διαφοροποιείται αρκετά, φιλοδοξώντας να «πιάσει» πολύ κόσμο. Να μην είναι κάτι στενά καλλιτεχνικό ή ακαδημαϊκό (το αρχαιοελληνικό μοτίβο εννοούμε), αλλά κάτι περισσότερο ελεύθερο και λαϊκό, και βεβαίως χρωματιστό!
Σ’ αυτό το πλαίσιο προβάλλονται τρεις ταινίες εκείνη τη σεζόν (1972-73), το «Μπουμ-ταρατατζούμ» του Ερρίκου Θαλασσινού, με τους Γιώργο Κωνσταντίνου και Θύμιο Καρακατσάνη, το «Ιπποκράτης και Δημοκρατία» του Ντίμη Δαδήρα με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Μαίρη Χρονοπούλου και βεβαίως η «Λυσιστράτη» του Γιώργου Ζερβουλάκου, με την Τζένη Καρέζη, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τον Κώστα Καζάκο, που ήταν η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες κι εκείνη που θα έκανε τον μεγαλύτερο αριθμό εισιτηρίων (τρίτη σε εισπράξεις στη συγκεκριμένη σεζόν).
Τα αρχαιοελληνικά θέματα δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστούν από το ελληνικό σινεμά της εποχής (ούτε καν στο ψευδοϊστορικό στυλ των ταινιών της Cinecittà) κυρίως λόγω δυσκολίας στο επίπεδο της χρηματοδότησης, της απουσίας κινηματογραφικών μέσων και δυνατοτήτων, μα και της εύρεσης μιας πειστικής σκηνοθετικής ματιάς.
Το να έκανες μια ταινία εποχής, και βασικά με εσωτερικά γυρίσματα, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, αλλά το να έκανες κινηματογράφο... αρχαιοελληνικής προοπτικής, με πλήθος εξωτερικών γυρισμάτων και με ανάλογα σκηνικά και κοστούμια, ήθελε και πολλά λεφτά και σκηνοθετική άποψη, που να μπορεί να προσπεράσει την μπαλαφάρα. Κάτι όχι εύκολο.
Ο μόνος, πάντως, που θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο εκείνη την περίοδο, με πολύ αξιόλογα αποτελέσματα (καλλιτεχνικά και εμπορικά), θα ήταν Γιώργος Ζερβουλάκος. Και βεβαίως το ζεύγος Καρέζη-Καζάκου, που πίστεψε και χρηματοδότησε την ταινία, την οποία θα έβγαζε παλικαρίσια εις πέρας ο Ζερβουλάκος με τους συνεργάτες του.
Ήταν
λοιπόν μια ανεξάρτητη, μια ιδιωτική παραγωγή η «Λυσιστράτη» (Νέα Κινηματογραφία
Ε.Π.Ε.), που θα συσπείρωνε σημαντικούς ανθρώπους, στα διάφορα πόστα της. Πριν
απ’ αυτά τα πρόσωπα, όμως, υπήρχε ο στέρεος και διαχρονικός «αριστοφανικός»
μύθος, που εν ολίγοις ήταν ο εξής.
Η συνέχεια
εδώ...
Συγχαρητήρια για την εξαιρετική θεματολογία. Ένα αφιέρωμα στη μεγάλη Μελίνα Μερκούρη ποτέ θα κάνετε; Είμαι βέβαιη ότι το περιμένουν όλοι οι αναγνώστες σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήAπό το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήEliana Kassid
Δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ για την χρονολογία της ταινίας, εντυπωσιάστηκα. Την είχα δει πρώτη φορά τη δεκαετία του 80, δεν θυμάμαι αν είχε παιχτεί στην τηλεόραση ή την είδα σε βίντεο, παιδί τότε την είχα συνδέσει με τις υπόλοιπες βίντεο παραγωγες της εποχής...
Ferris Costas
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια την Ιστορία, θ' αναφέρω πως όταν έμαθα (στο Παρίσι) πως ο Γιώργος ετοιμάζει τη Λυσιστράτη, του τηλεφώνησα προτείνοντάς του να πάρει τον Σαββόπουλο για τα χορικά. Μου απάντησε πως ήδη είχε κλείσει τον Ξαρχάκο, οπότε πήγα πάσο.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Πάντως ο Ξαρχάκος διέπρεψε. Φοβερό το σάουντρακ!
Ferris Costas
ΔιαγραφήΜα γι αυτό και πήγα πάσο..