Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 574

8/5/2024
Δεν θυμάμαι πού και πότε διάβασα για πρώτη φορά για τους Πολωνούς Ossian, ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα του ευρωπαϊκού προχωρημένου folk, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 – από το οποίο είχαν περάσει τέσσερις Έλληνες(!), παιδιά πολιτικών προσφύγων. Ο Σάκης Παπαδημητρίου είχε γράψει στον Ήχο, το 1977, πρώτος μάλλον, για τον Μίλο «Δημήτρη» Κούρτη και τους Maanam, αλλά όχι και για τους Ossian (τουλάχιστον σ’ εκείνο το άρθρο που γνωρίζω). Πάντως δεν νομίζω να έγραψε ποτέ κανείς πληρέστερο άρθρο στην Ελλάδα, για το σπουδαίο αυτό και εντελώς πρωτότυπο πολωνικό συγκρότημα, από εκείνο, που είχα γράψει εγώ τον Οκτώβριο του 2000 στο Jazz & Τζαζ (δυστυχώς δεν το έχω «χτυπημένο», για να το ανεβάσω).
Θεώρησα πως οι Ossian έπρεπε να υπάρχουν, για λόγους που εξηγώ, στη νέα έκδοση του βιβλίου μου «Ραντεβού στο Κύτταρο» και γι’ αυτό τους τιμώ μ’ ένα ξεχωριστό μικρό κεφάλαιο...

7/5/2024
Πολύ ιδιαίτερη περίπτωση αυτός ο άνθρωπος. Αληθινός Δον Κιχώτης...
https://www.youtube.com/watch?v=jY7VPnWLLic

6/5/2024
Μαρίνα Σάττι άκου εδώ πέρα να δεις τι γίνεται...
https://www.youtube.com/watch?v=BAKX4ypi9Ug

6/5/2024
Όταν τα σπάσανε στο Παλαί ντε Σπορ, στη Θεσσαλονίκη, σε συναυλία των Socrates επί χούντας, πιάσανε τον Τουρκογιώργη, επειδή είχε παρακινήσει τον κόσμο να κάνει φασαρία. Όταν τον πήγαν στο τμήμα, λοιπόν, το πρώτο που του είπαν δεν ήταν ούτε για τα μαλλιά του (που φτάνανε κάτω από τους ώμους), ούτε για το ότι έπαιζε ροκ, όπως γράφουν διάφοροι άσχετοι μέσα στα χρόνια (ότι το ροκ ήταν τάχα επικίνδυνο και το κυνηγούσαν). Το γνωστό τροπάρι (λόγια του Τουρκογιώργη είναι αυτά, που του τα είπαν στο τμήμα):
«Σε θυμάμαι εσένα που ήσουνα με τους κομμουνιστές, με τα πανό, κι έλεγες κάτω η χούντα...».
Τρίχες. Αλλά αυτό ήταν το πρόβλημά τους και το μόνο που θα μπορούσε να σου προσάψουν, για να σε φοβερίσουν. Ή ότι ήσουν κομμουνιστής ή ότι σχετιζόσουν με κομμουνιστές. Τίποτ’ άλλο.

6/5/2024
Αυτό το κομμάτι που βλέπετε εδώ, από την Athens Voice, είναι γραμμένο από μένα, και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σ’ ένα άρθρο μου στο LiFO. gr, στις 8 Απριλίου 2024 – πριν από ένα μήνα σχεδόν.
Δεν ξέρω πώς και με ποιο τρόπο κάποιοι το μετέτρεψαν σε δελτίο Τύπου και το μοίρασαν από δω κι από κει (γιατί το έχω δει σε διάφορα σάιτ κ.λπ.), με αφορμή τον θάνατο του Τουρκογιώργη. Εγώ δεν δίνω έγκριση για τίποτα, χωρίς να ερωτηθώ (και αν ερωτηθώ το απολύτως πιθανότερο που θα πω θα είναι «όχι»), αλλά από την άλλη δεν μ’ ενδιαφέρει να ασχοληθώ με κανέναν και για τίποτε. Ας κάνουν ό,τι νομίζουν. Έχω κουραστεί πλέον... Ειλικρινά το λέω...

5/5/2024
Τώρα το βράδυ κυκλοφόρησε η είδηση. Έφυγε από τη ζωή χθες (μαζί με τον Τουρκογιώργη) και ο Γιώργος Πετρίδης, ο τραγουδισταράς των Blue Birds και των Idols (είχε περάσει και από We Five και άλλα γκρουπ). Στις 23 Σεπτ. 2022 είχα γράψει εδώ:
Απόψε συνειδητοποίησα ότι το "Ξαφνικά μ' αγαπάς" το λέει ο Γιώργος Πετρίδης, που έχει πει και το "Julie" των Blue Birds και άλλα διάφορα, και που ίσως ήταν τότε η κορυφαία ελληνική ποπ φωνή...
[στη φωτό στο κέντρο]
[στα τραγούδια, στα σχόλια, τραγουδά ο Γιώργος Πετρίδης]

5/5/2024
Το τι ακριβώς είχε συμβεί με το “On the Wings” των Socrates στην Αμερική το έχω γράψει αναλυτικά και με ακρίβεια. Το λέω γιατί στο δίκτυο διαβάζεις διάφορα κουλά επί του θέματος...
Στο τεύχος της 6ης Ιουλίου 1974 του αμερικάνικου περιοδικού “Billboard”, στη λίστα “Billboard FM Action / Billboard Special Survey for Week Ending 7/6/1974”, με τους καταγραμμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ, που συνεργάζονταν με το περιοδικό, και τα άλμπουμ, που διάλεγαν οι DJs ως «δίσκους της εβδομάδας», το LP των Socrates “On the Wings” (που είχε κυκλοφορήσει στις ΗΠΑ, από την εταιρεία Peters International, που την είχε Ελληνοαμερικάνος) θα βρισκόταν στην κορυφή στον ραδιοσταθμό WVVS-FM, της πόλης Valdosta της Georgia (για την συγκεκριμένη εβδομάδα του Ιουλίου). Η είδηση είχε μαθευτεί τότε και στην Ελλάδα και την είχαν αναπαράγει τα «Επίκαιρα», στο τεύχος που θα κυκλοφορούσε την πρώτη εβδομάδα της Μεταπολίτευσης (25-31 Ιουλίου 1974)!
Αντιλαμβάνεστε, τώρα, τη συγκυρία, και κατά πόσο κάτι τέτοια ζητήματα θα μπορούσε να πιάσουν τόπο στην Ελλάδα του δεύτερου μισού του ’74, όταν το ελληνικό ροκ, σαν σκηνή, δυναμικό κ.λπ., ουσιαστικά είχε παύσει να υφίσταται.

5/5/2024
Ταλαιπωρήθηκε πολύ ο Αντώνης Τουρκογιώργης τα τελευταία 14 χρόνια. Αυτός ένας ρόκερ, που το μάσαγε το πάλκο. Μεγάλη αδικία. Ας αναπαυθεί τουλάχιστον, τώρα, εν ειρήνη.
Θυμάμαι πως όταν είχα δει για πρώτη φορά τον Τουρκογιώργη σαν κιθαρίστα (live εννοώ) είχα πάθει μεγάλη πλάκα. Ήταν φοβερός παίκτης – και προφανώς θα έκανε πίσω μόνο γιατί στους Socrates υπήρχε ένας άλλος φοβερότερος.
Οι ροκάδες πενθούν απόψε. Δηλαδή όλοι μας. Καθότι υπήρξαμε και ροκάδες κάπου, κάπως, κάποτε...

4/5/2024
Άννα Παναγιωτοπούλου (εν ειρήνη) σήμαινε βασικά Ελεύθερο Θέατρο και Ελεύθερη Σκηνή.
Εδώ ένα κείμενο, που το έγραψα πέρυσι, για την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ελεύθερου Θεάτρου, το «... Και Συ Χτενίζεσαι», που κλείνει με την Παναγιωτοπούλου να τραγουδά τον «Τροχονόμο» του Λουκιανού Κηλαηδόνη και του Μποστ...
https://www.lifo.gr/culture/theatro/kai-sy-htenizesai-i-istoriki-theatriki-parastasi-toy-eleytheroy-theatroy-apo-1973

3/5/2024
Και όμως ο Καλδάρας έχει γράψει σπουδαιότερο τραγούδι από το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι».
Τεράστιος Κώστας Βίρβος, με την καργιόλα τη λογοκρισία να του τρώει την τελευταία στροφή... «Μοιάζουν τα δικά μου πάθη / σαν τα πάθη του Χριστού / και το πιο πικρό ποτήρι / με κεράσανε παντού». Η καταστροφή που επέφερε η λογοκρισία της δεξιάς στο λαϊκό τραγούδι συγκρίνεται μόνο με τον βομβαρδισμό της Ακρόπολης από το Μοροζίνι.
Πολλές οι εκτελέσεις, αλλά ο τεράστιος Πόλυς το πάει το τραγούδι σε άλλες σφαίρες. Συγκλονιστικό μαύρο, κατάμαυρο άσμα, που κάνει σκόνη όλη τη δισκογραφία των Joy Division και των Bauhaus μαζί.
https://www.youtube.com/watch?v=qZs76HAiFrE

3/5/2024
Θυμάμαι τέτοιες μέρες τον αείμνηστο Γιάννη Στεφανάκο να ανεβάζει εδώ μέσα αυτό το μεγαλείο του Χάλαρη και του Γκάτσου, με την ανατριχιαστική φωνή του Χρύσανθου.
Στη μνήμη των φίλων μας, που πέρασαν από την άλλη μεριά τόσο ξαφνικά και τόσο αναπάντεχα...
https://www.youtube.com/watch?v=y-GqIf8Ferc

o CHRISTOPHER ZUAR και η 19μελής τζαζ ορχήστρα του

Ήταν στα 29 του ο πιανίστας, συνθέτης, ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας Christopher Zuar, όταν είχαμε ασχοληθεί με το ντεμπούτο άλμπουμ του “Musings” (2016), γράφοντας τα καλύτερα λόγια. Και είναι οκτώ χρόνια αργότερα, δηλαδή σήμερα, όταν θα πράξουμε το ίδιο για το πιο νέο CD του, το Exuberance [Tonal Conversations, 2024], που και αυτό περατώνεται από την Christopher Zuar Orchestra, μία 19μελή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Mike Holober.
Δεκατρείς από τους μουσικούς της ορχήστρας είναι πνευστοί και χειρίζονται «τα πάντα» (σαξόφωνα, φλάουτα, όμποε, κλαρινέτα, τρομπέτες, τρομπόνια), ενώ υπάρχει ακόμη κιθαρίστας, που παίζει επίσης μπάντζο, μαντολίνο και ντόμπρο, και ακόμη πιανίστας, μπασίστας, ντράμερ και percussion player – συν τις έξτρα βοήθειες σε βιολί (Sara Caswell), ντούλτσιμερ, μαντολίνο, κρουστά και φωνή.
Όπως γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, εδώ έχουμε ένα πολυπληθές σύνολο, με απεριόριστες εκφραστικές κα ηχοχρωματικές δυνατότητες, ικανό να κινηθεί σ’ ένα σύστημα μεταιχμίων, συνδυάζοντας επιρροές και αναφορές από διαφορετικά αισθητικά πρότυπα.
Βεβαίως όλες οι συνθέσεις ανήκουν στον Christopher Zuar και είναι έτσι διατυπωμένες, ώστε να αφοπλίζουν τον ακροατή με τις μαγικές ομαδικές και σολιστικές εναλλαγές τους, συνήθως από έναν, δύο ή και τρεις σολίστες, ικανούς να μεταφέρουν βαθιές συναισθηματικές δονήσεις, μέσα από τα απολύτως εμπεριστατωμένα σόλι τους.
Δύο από τα κορυφαία κομμάτια της Christopher Zuar Orchestra βρίσκονται εκεί προς την μέση του CD και αναφερόμαστε στο 10λεπτο “Simple machines” και στο 11λεπτο “Before dawn”. Στο πρώτο, πέρα από τα τρία βασικά σολιστικά όργανα (τενόρο, μαντολίνο, βιολί), έχουμε το hammered dulcimer και τα επιπλέον κρουστά, που σε συνδυασμό με τα rural ηχοχρώματα (μαντολίνο, βιολί), προσδίδουν στη σύνθεση progressive country-jazz χαρακτηριστικά. Απεναντίας στο δεύτερο track ηχοποιείται στην αρχή μία νυχτερινή καταιγίδα, με διαδοχικά σόλι σε ντραμς, ηλεκτρική κιθάρα και άλτο σαξόφωνο στη συνέχεια. Και εδώ το ενδιαφέρον έχει να κάνει με την progressive jazz-rock εξέλιξη της σύνθεσης, βασισμένη πάντα σ’ ένα γερό ρυθμικό τμήμα.
Κάθε τι έχει ενδιαφέρον στο “Exuberance” της Christopher Zuar Orchestra και βεβαίως ενδιαφέρον έχει και το κλείσιμο με το φερώνυμο τραγούδι, σε στίχους της Anne Beal (σύζυγος του Christopher Zuar), και με ερμηνεία από την Emma Frank – τραγούδι, που εκφράζει μια πληθωρική θετική εικόνα για την καθημερινή ζωή.
Ωραίο και με ουσία άλμπουμ, από έναν ακόμη νέο μουσικό, με πολύ μέλλον εμπρός του. Αυτό, εξάλλου, εκφράζουν και τα ωραία λόγια του σπουδαίου Fred Hersch στο ένθετο. 

Τρίτη 7 Μαΐου 2024

BRUNO RÅBERG TENTET τζαζ και με ελληνικές αναφορές

Ο Bruno Råberg είναι ένας σουηδός κοντραμπασίστας, γεννημένος το 1954, που είναι εγκατεστημένος εδώ και χρόνια στην Αμερική. Μουσικός με μεγάλο παρελθόν, καθώς στο μέσο της δεκαετίας του ’70 ήταν μέλος της μπάντας του τρομπονίστα Eje Thelin, ο Råberg τα πιο πρόσφατα χρόνια εμφανίζεται με διάφορα πρότζεκτ, είτε σόλο, όπως ήταν το “Look Inside / Solo Bass” [OrbisMusic, 2022], για το οποίο υπάρχει review στο blog, είτε σε σχήματα τρίο, κουαρτέτα κ.λπ. Εδώ, όμως, θα σπάσει και αυτή την παράδοση ο σουηδός μουσικός, καθώς στο πιο νέο CD του, που αποκαλείται “Evolver” [OrbisMusicRecords, 2024] o Råberg θα μας συστήσει το νέο δεκαμελές σχήμα του – ένα tentet δηλαδή.
Μέλη, λοιπόν του νέου γκρουπ είναι οι Fernando Brandão φλάουτο, άλτο & μπάσο φλάουτα, Allan Chase σοπράνο, άλτο & βαρύτονο σαξόφωνα, Stephen Byth τενόρο σαξόφωνο, κλαρίνο, Peter Kenagy τρομπέτα, φλούγκελχορν, Randy Pingrey τρομπόνι, Charlotte Lang μπάσο κλαρίνο, Nate Radley κιθάρα, Anastassiya Petrova πιάνο, B3 όργανο, Bruno Råberg κοντραμπάσο και Gen Yoshimura ντραμς. Τώρα, δίπλα σ’ αυτούς τους δέκα οργανοπαίκτες παρατάσσονται ως guests και η Kris Davis σε πιάνο, προετοιμασμένο πιάνο, με τον Walter Smith III σε τενόρο σαξόφωνο, οπότε αντιλαμβάνεστε πως εδώ έχουμε μια μεσαία ορχήστρα, με τεράστιες δυνατότητες κάλυψης ηχοχρωμάτων.
Στο “Evolver” καταγράφονται έξι συνθέσεις στο πρώτο μέρος του, συν μια τετραμερή σουίτα (“The Echoes Suite”) στο δεύτερο, με όλο το υλικό να είναι συντεθειμένο και ενορχηστρωμένο από τον Råberg.
Ένα πρώτο, που πρέπει να πούμε για το άλμπουμ είναι πως έχει διάφορες ελληνικές αναφορές. Για παράδειγμα, το πρώτο track αποκαλείται “Peripeteia”, ενώ υπάρχουν και tracksElegy” και “Erebus”, με την σουίτα, επίσης, να αποκαλείται “The Echoes Suite”. Υπάρχουν όμως και άλλες αναφορές, ινδικές φερ’ ειπείν, στο trackMode natakapriya” (με επιρροές από την καρνατική παράδοση) και φυσικά παρόν δηλώνει εδώ και το... τζαζ οπλοστάσιο, από την πιο λυρική έως και την πιο προχωρημένη πλευρά του.
Τα πρώτα έξι κομμάτια διακρίνονται πάντως για τον χαλαρό, λυρικό και συναισθηματικό χαρακτήρα τους, καθώς ακόμη και tracks με... σκοτεινή ονομασία (“Erebus”) διαθέτουν μια αφηγηματική γλαφυρότητα, ικανή να συντροφεύσει τον ακροατή, δημιουργώντας του θετικά vibes.
Στην περίπτωση όμως της σουίτας η κατεύθυνση αλλάζει. Εδώ έχουμε πιο προχωρημένα «διαβάσματα», που κατανοούνται από το πρώτο κιόλας μέρος, όταν η Kris Davis αυτοσχεδιάζει σε προετοιμασμένο πιάνο. Γενικώς, όμως, οι διατυπώσεις του Råberg, και εδώ, αν και εμφανίζουν μιαν «ελευθερία» (“Echoes II”), στην πράξη ακούγονται σαν ψαγμένες και ολοκληρωμένες συνθέσεις. Κάτι που το αντιλαμβάνεσαι εξ ολοκλήρου στο τελευταίο μέρος (“Echoes IV”), που κινείται σε κλασικά τονικά περιβάλλοντα, χωρίς ποτέ να απεμπολεί την ευφράδεια και την γλαφυρότητά του.
Επαφή: www.brunoraberg.com

Δευτέρα 6 Μαΐου 2024

DINE DONEFF η σουίτα του Γεντί Κουλέ

Τέταρτη έκδοση στην δική του neRED music (διανομή από την AN Music), για τον κοντραμπασίστα βασικά Dine Doneff (γνωστός παλαιότερα και ως Κώστας Θεοδώρου). Λέμε για το CD Suite Yedi (2024), που ακολουθεί τα “Lost Anthropology” (2023), “In / Out” (2019) και “Rousilvo” (2017), και που είναι ηχογραφημένο ζωντανά, στις 3 Σεπτεμβρίου 2023, στην πόλη Veles της Βόρειας Μακεδονίας.
Σ’ αυτό το άλμπουμ, δηλαδή σ’ αυτή την παράσταση, ο Doneff (που χειρίζεται ηλεκτρική κιθάρα, κοντραμπάσο, ντραμς και κρουστά), συνεργάζεται με τον άλτο σαξοφωνίστα James Wylie (Νεοζηλανδός, που ζει στην Θεσσαλονίκη και που τον γνωρίζουμε από τις ελληνικές εγγραφές του με Yako Trio, Million Hollers, Meating for Business, Μαρία Θωίδου κ.ά.) και την Maria Dafka, που χειρίζεται bayan (είδος χρωματικού ακορντεόν), αποδίδοντας όλοι μαζί μια οκταμερή σουίτα, που αποκαλείται “Suite Yedi”, δηλαδή σουίτα του... Γεντί Κουλέ.
Παρότι οι συνθέσεις του Dine Doneff δεν έχουν λόγια, από τον τίτλο του δίσκου, το εξώφυλλο και βεβαίως από τους τίτλους των συνθέσεων, όλοι αντιλαμβάνονται πως εδώ υπάρχει concept, σχετικό με την έννοια του αποκλεισμού, της εξορίας, της φυλάκισης, των χαμένων ευκαιριών και της καταπίεσης για λόγους ιδεολογικούς και πολιτικούς (κυρίως, αλλά όχι μόνο), που μπορεί να αφορούν, άλλοτε, άτομα και άλλοτε κοινωνικές ή και εθνοτικές ομάδες. Αυτά τα συναισθήματα του «αποκλεισμένου» επιχειρεί να εκφράσει η μουσική του Dine Donnef – και τούτο όχι μέσα από την αγανάκτηση ή την οργή, αλλά κυρίως μέσα από την πίστη στον αγώνα, για ένα καλύτερο αύριο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η μουσική τού Donnef, που μπορεί να εμπεριέχει και στοιχεία αυτοσχεδιασμού, δεν είναι εικονοκλαστική, και σκληρά improv, αλλά αρκούντως λυρική και συναισθηματική, δημιουργώντας περισσότερο μια ελεγειακή προοπτική – μέσα στην οποία μπορεί να χωρά και ο τρόπος να συναισθάνεσαι εκείνον που υποφέρει, αλλά και ο τρόπος να του ανοίγεις διεξόδους και προοπτικές.
Από ηχητικής πλευράς έχουμε, κυρίως, σαξόφωνο, με μπαγιάν, κρουστά και κοντραμπάσο, σε ωραίους μελωδικούς συνδυασμούς, μαζί με απολύτως λελογισμένες φάσεις σόλι, με αναφορές οπωσδήποτε φολκλορικές-βαλκανικές και βεβαίως τζαζ, ακόμη και ηλεκτρικής (όταν ακούγεται ηλεκτρική κιθάρα), όπως συμβαίνει στο “Yaros”, για παράδειγμα, με κομμάτια (μέρη της σουίτας δηλαδή) σαν το “Howl”, εκεί στη μέση, να δημιουργούν μία φόρτιση, που την αντιλαμβάνεσαι σωματικά και ψυχολογικά (προφανώς θα κινητοποιούσε με μεγαλύτερη ένταση στο live) και η οποία αποσβένει, σταδιακά, μέσα από ένα σόλο-κοντραμπάσο.
Ένα σε γενικές γραμμές χαμηλών τόνων άλμπουμ είναι το “Suite Yedi” του Dine Doneff και των συνεργατών του, που μπορεί να μεταφέρει εικόνες και συναισθήματα μ’ έναν καίριο και ασφαλή τρόπο.
Επαφή: www.dinedoneff.com, www.neredmusic.eu

Κυριακή 5 Μαΐου 2024

η μεγάλη εποχή των δίσκων του Δημοτικού Τραγουδιού, στη δεκαετία του ’70 – Τάκης Καρναβάς, Σοφία Κολλητήρη, Στάθης Κάβουρας, Βασίλης Σούκας, Φιλιώ Πυργάκη, Αλέκος Κώστας, Βάσω Χαρακίδα, Θανάσης Βαρσαμάς κ.ά. σε συγκλονιστικές ηχογραφήσεις

Ελληνικά δημοτικά τραγούδια ηχογραφούνται σε δίσκους από το ξεκίνημα της δισκογραφίας, πριν από εκατό και βάλε χρόνια, και κάθε δεκαετία έχει να προτάξει τους δικούς της καλλιτέχνες και το δικό της υλικό.
Αν η δεκαετία του ’60 ήταν η δεκαετία του μικρού δίσκου 45 στροφών, η δεκαετία του ’70 ήταν η δεκαετία των LP και της κασέτας, της κλασικής και της... χοντροκασέτας των 8-track (να μην τις ξεχνάμε κι αυτές). Βινύλια και κασέτες έδιναν κι έπαιρναν και στα χρόνια του ’80, ενώ μετά ήρθε η σειρά του CD... και τώρα δεν ξέρω τι. Φαντάζομαι, όμως, πως οι ψηφιακές λίστες και τα στικάκια θα έχουν αντικαταστήσει πλέον όλες τις υλικές μορφές στις συγκεντρώσεις των ανθρώπων, που θέλουν να διασκεδάσουν με δημοτικά τραγούδια (σε σπίτια, σε κέντρα ή όπου αλλού).
Το δημοτικό ακουγόταν και αναπτυσσόταν, για δεκαετίες, βασικά σε τρία σημεία: σε κέντρα, πανηγύρια-λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια κ.λπ.) και δισκογραφία. Εντάξει, σήμερα μπορεί να έχει ατονήσει η τελευταία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν ηχογραφούνται και καινούρια δημοτικά και δεν γίνονται νέες παραγωγές.
Ένα βασικό που πρέπει να πούμε είναι πως το δημοτικό τραγούδι της διασκέδασης, εδώ και δεκαετίες εξάλλου, είναι επώνυμο. Είναι γραμμένο δηλαδή από συνθέτες και στιχουργούς, έχοντας μετατραπεί σε... λαϊκοδημοτικό. Η λέξη δεν σημαίνει μόνο την σύμπνοια του δημοτικού τραγουδιού με το κλασικό λαϊκό τραγούδι (υπό την έννοια μιας κάποιας επιρροής ή και ενός πιο εξελιγμένου fusion), αλλά και την μετατόπιση της δημιουργίας από τον ανώνυμο τραγουδοποιό στον επώνυμο.
Όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες του δημοτικού, τα τελευταία 60 χρόνια –ας βάλουμε ένα τέτοιο χρονικό όριο– θα έλεγαν και κλασικά δημοτικά τραγούδια, αλλά κυρίως θα έλεγαν σύγχρονα, ανανεώνοντας κατά πολύ το ρεπερτόριο και σε στιχουργικά θέματα και σε μουσικές-ενοργανώσεις.
Βασίλης Σούκας
Επίσης κάτι πολύ βασικό, που πρέπει να διευκρινιστεί. Όταν λέμε δημοτικό τραγούδι, δεν εννοούμε τα κρητικά, τα νησιώτικα, τα μακεδονίτικα, τα θρακιώτικα ή τα ποντιακά. Όλα δημοτικά μπορεί να είναι, αλλά ο όρος δημοτικό τραγούδι κολλάει περισσότερο με τα τραγούδια από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη και τον Μοριά.
Αυτό μπορεί να μοιάζει τυπικό και να μην εφαρμόζεται σήμερα στην πράξη, πάνω στο γλέντι, εκεί όπου επικρατεί ένας αισθητικός αχταρμάς –καθώς μπορεί ν’ ακούσεις μαζί τσάμικα, νησιώτικα, κρητικά, ζεϊμπέκικα, τσιφτετέλια και... τραπ–, αλλά είναι ουσιαστικό, γιατί έχει να κάνει με τις ευρύτερες επιρροές (σλάβικες, ανατολίτικες κ.λπ.), τα όργανα βεβαίως που χρησιμοποιούνται, τους τρόπους τραγουδίσματος, για να μην πούμε και για τους ρομά μουσικούς, που αποτελούσαν (και αποτελούν) τους μισούς τουλάχιστον από τους δημοτικούς οργανοπαίκτες της νότιας ηπειρωτικής χώρας, και που δεν θα τους άκουγες ποτέ να παίζουν ποντιακά ή κρητικά.
Η δεκαετία του ’70 είναι η δεκαετία όπου το δημοτικό τραγούδι αναπτύσσεται ακόμη με ένταση στην Πρέβεζα, στην Άρτα, στη Λιβαδειά, στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στην Πάτρα, στον Πύργο, στην Κόρινθο, στη Χαλκίδα, στη Λαμία και σε άλλες μεγάλες πόλεις και περιοχές της κεντρικής, νότιας και δυτικής χώρας, όπως στο Ξηρόμερο ας πούμε (Μοναστηράκι) ή στα χωριά του Βάλτου.
Βασικά λέμε για το τραγούδι που χορεύουν (και) οι χουντικοί –ο Παπαδόπουλος ήταν από το Ελαιοχώρι της Αχαΐας, ενώ ο Μακαρέζος ήταν από τη Γραβιά της Φωκίδας– και γι’ αυτό πέφτει πάνω του μια άδικη ρετσινιά. Εν αντιθέσει θέλω να πω με τα μακεδονίτικα, τα θρακιώτικα ή και με τα ηπειρώτικα ακόμη, που είχανε μπει μέχρι και στα στέκια των ροκάδων, στην αρχή της δεκαετίας του ’70, στο Rodeo και στο Κύτταρο (Δόμνα Σαμίου, Τάσος Χαλκιάς, Ανάκαρα κ.ά.), το τραγούδι του Μοριά και της Ρούμελης δεινοπάθησε μια εποχή, για να αποβάλλει από πάνω του τη σύνδεσή του με τους συνταγματάρχες. Μπορεί να γράφονταν αναλύσεις επί αναλύσεων για τα κρητικά ριζίτικα, ας πούμε, που είχαν συνδεθεί στενά με τον αντιχουντικό αγώνα («Πότε θα κάνη ξαστεριά» κ.λπ.), όμως τα τσάμικα και τα καλαματιανά ήταν οπωσδήποτε «σημαδεμένα» στις τάξεις των διανοουμένων (και βασικά της αριστερής ιντελιγκέντσιας). 

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

MODNEY κορυφαίος βιολιστής κινούμενος μεταξύ προχωρημένης jazz και σύγχρονης κλασικής

Στο ρόστερ της Pyroclastic Records, μιας εκ των σοβαροτέρων εταιρειών της σύγχρονης avant-jazz, ανήκει πλέον και ο Modney. Ένας βιολιστής, που κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ προχωρημένης jazz και σύγχρονης κλασικής, και που εδώ, στο blog, τον γνωρίζουμε από την παρουσία του στο “Smoke Gets in Your Eyes” (2022), του πιανίστα, συνθέτη και αυτοσχεδιαστή Cory Smythe.
Το Ascending Primes (2024), που είναι double CD (με τρία και δύο tracks ανά δίσκο), περιέχον κι ένα άψογο εικαστικώς 28σέλιδο booklet, είναι η πιο νέα προσφορά του Modney, ένα πολύ δυναμικό, πολύ πειραματικό και πολύ ιδιαίτερο έργο, που αποκλείεται να σε αφήσει αδιάφορο ή ασυγκίνητο. Κυρίως, γιατί το πείραμα του Modney έχει στόχο, δίχως να είναι αυτοαναφορικό, μα ούτε και ετεροκαθοριζόμενο – υπό την έννοια πως ο Modney συνθέτει και τα πέντε tracks του “Ascending Primes”, για τελείως διαφορετικά μεταξύ τους σχήματα.
Έτσι, το εισαγωγικό 7λεπτο “Ascender” αποδίδεται μόνον από τον ίδιο τον Modney, που παίζει σόλο βιολί με πεντάλι distortion, το 9λεπτο “Lynx” αφορά σ’ ένα τρίο, που το απαρτίζουν οι Modney βιολί, Mariel Roberts τσέλο και Sam Pluta ηλεκτρονικά, με το 25λεπτο “Everything around it moves”, που κλείνει το πρώτο CD να αποδίδεται από τους Modney βιολί, Gabriela Díaz βιολί, Kyle Armbrust βιόλα, Mariel Roberts τσέλο και Cory Smythe πιάνο.
Και για να πάμε και στο δεύτερο CD... Εδώ έχουμε το 27λεπτο “Fragmentation and the single form”, που αποδίδεται από το σεπτέτο των Charmaine Lee φωνή, ηλεκτρονικά, Ben LaMar Gay κορνέτα, συνθεσάιζερ, Modney βιολί με distortion, Erica Dicker βιολί, Cory Smythe πιάνο, Dan Peck τούμπα και Kate Gentile ντραμς, συν το 33λεπτο “Event horizon”, γραμμένο για τους Anna Webber τενόρο σαξόφωνο, Nate Wooley τρομπέτα, David Byrd-Marrow κόρνο, Dan Peck τούμπα, Modney βιολί, Eddy Kwon βιολί,, Joanna Mattrey βιόλα, Mariel Roberts τσέλο, Lester St. Louis τσέλο, Cory Smythe πιάνο και Kate Gentile ντραμς.
Με τέτοιες line-ups είναι φανερό πως στο “Ascending Primes” θα γίνεται «το σώσε». Και όντως, αφού το πρώτο CD διαθέτει τρία εκπληκτικά κομμάτια ηλεκτρονικής improv-jazz, για τα οποία θα μπορούσε να πεις πως διαθέτουν ροκ έπαρση, με συνεχή δυναμικά ξεσπάσματα, που φθάνουν έως τα όρια του noise, και όλα τούτα δίχως να ακούς ποτέ κάτι το παράξενο... για το παράξενο, και ακατέργαστο... για το ακατέργαστο. Όχι. Η μουσική είναι απολύτως... λογική, δίχως να «κλωτσάει» τον αμύητο ακροατή, προσφέροντας μόνον ευχαρίστηση και απόλαυση.
Όσον αφορά το δεύτερο CD, και ιδίως προς το τέλος του, αυτό εμπίπτει περισσότερο στην σύγχρονη avant, με την jazz να πρωταγωνιστεί βεβαίως κατά τόπους, βασικά μέσω των πνευστών (έξοχος ο Nate Wooley στην τρομπέτα) και με τη μουσική, γενικώς, να παραμένει δυναμική, εκρηκτική και απρόβλεπτη, δίχως να χάνει ποτέ την επαφή της με την πραγματικότητα. Μ’ εκείνο, εννοούμε, που αναμένει ν’ ακούσει ο καθείς από αυτές τις ομάδες των παικτών και από έναν συνθέτη του διαμετρήματος του Modney.
Για μιαν ακόμη φορά ένα σπουδαίο άλμπουμ από την Pyroclastic Records.
Επαφή: www.modney.art, www.pyroclasticrecords.bandcamp.com

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

JIMMY LI ένας νέος Έλληνας ροκ τραγουδοποιός

Ο Jimmy Li (Δημήτρης Λύσανδρος κατά κόσμον) είναι ένας νέος ροκ τραγουδοποιός –δεν ξέρω αν είναι και νεαρός, το υποθέτω–, που εμφανίζεται τώρα μ’ έναν δίσκο ανεξάρτητης παραγωγής, τον οποίον διανέμει η Sound Effect Records. Ο δίσκος αυτός αποκαλείται “Sugarcanes & Grapes” (2024) και περιλαμβάνει δέκα κομμάτια (τραγούδια, φυσικά, τα περισσότερα) μοιρασμένα ανά πέντε σε κάθε πλευρά. Όλα τα κομμάτια είναι γραμμένα από τον Jimmy Li, ο οποίος, μάλλον, χειρίζεται και τα περισσότερα όργανα του δίσκου, αν όχι όλα (στο οπισθόφυλλο δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία, πέρα των τεχνικών).
Δεν ξέρω αν σε κάποιους ο Jimmy Li θα θυμίσει τον Ty Segall, αλλά, για μένα, είναι καλύτερος, δηλαδή πιο ενδιαφέρων σαν τραγουδοποιός.
Τα κομμάτια του Jimmy Li έχουν κάτι που σε τραβάνε. Διαθέτουν φυσικά πολλά κλασικά ροκ χαρακτηριστικά, διαλεγμένα από διάφορες φάσεις της ροκ ιστορίας (το acid rock και acid folk βασικά, μα ακόμη το blues, το garage punk ή  ακόμη και την pop – δεν ξέρω ας πούμε γιατί εγώ ακούγοντας το “Lu” ανακάλεσα σε κάποια σημεία το φοβερό “Long way home” του Neil Diamond). Το “Lu” λοιπόν, που βαραίνει αρκετά προς το τέλος, είναι ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της Side A, αλλά το ίδιο πολύ καλά είναι το “Again”, με το ακουστικό ξεκίνημά του και την σεμνή ηλεκτρική συνοδεία στην πορεία, όπως και το track που θα κλείσει την πλευρά, δηλαδή το “Sugarcanes & grapes”, που είναι ένα συναισθηματικό electric blues, και που τραγουδιέται-σπηκάρεται χαμηλόφωνα, με τη φωνή να τοποθετείται «πίσω» από τα όργανα – μια φωνή, που, με αυτό το ανεπιτήδευτο ηχόχρωμά της, προσδίδει κι άλλα credits στα κομμάτια του Jimmy Li.
Όμως και στην δεύτερη πλευρά καταγράφονται πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια, που μπορεί να ανακαλούν κάποιες φορές το στυλ του Mark Lanegan, όταν δεν είναι ξανά blues, σαν το “Thorn” – αν και με τίποτα δεν μπορείς να υποτιμήσεις tracks σαν το “Rebel”, εκεί λίγο πριν από το τέλος, που ακούγονται σαν καταπέλτης.
Προσωπικά, μου αρέσει και η φωνή του Jimmy Li, όχι μόνο για το ξερό ηχόχρωμά της, μα και γιατί είναι περασμένη ιδιότροπα στο βινύλιο, όπως μου αρέσει και η μάλλον τυπική-ηχογράφηση παραγωγή, που δεν προσπαθεί να εμφανίσει τα τραγούδια σαν κάτι μεγαλύτερο από εκείνο που στα αλήθεια είναι. Έτσι, τα κομμάτια του Jimmy Li τα απολαμβάνεις καλύτερα, δίχως να σε παραμυθιάζουν.
Ένα πολύ ειλικρινές άλμπουμ λοιπόν, και πολύ καλό συνάμα, από έναν τραγουδοποιό που δείχνει μεγάλες δυνατότητες.
Επαφή: www.soundeffect-records.gr

Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 573

2/5/2024
Το «Ραντεβού στο Κύτταρο», το βιβλίο μου για τη δισκογραφία της ελληνικής ποπ και του ροκ, από τα 60s έως τα early 80s, είναι ξανά στα βιβλιοπωλεία μετά από 28 χρόνια – μια μικρή ζωή.
Μια νέα δεύτερη έκδοση, από το Όγδοο, με πολύ περισσότερες σελίδες από την πρώτη, με νέα κεφάλαια, με νέες φωτογραφίες και με πάμπολλες αναφορές σε μουσικούς και σε συγκροτήματα πασίγνωστα, αλλά και παντελώς ξεχασμένα. Ένα βιβλίο απαραίτητο, θα έλεγα, για τους φίλους και τις φίλες του ελληνικού ροκ, και γενικότερα για τους μουσικόφιλους.
Η ζωγραφιά του εξωφύλλου ανήκει στον θρυλικό σχεδιαστή Βύρωνα Απτόσογλου (Byron), που είχε κάνει τα εξώφυλλα για τα κλασικά νεανικά περιοδικά «Ο Μικρός Ήρως», «Ο Μικρός Ιππότης», «Ο Μικρός Ζορρό», «Ο Υπεράνθωπος», «Ο Μικρός Ταρζάν», «Γκρέκο ο Ήρως των Γηπέδων» κ.λπ. και ακόμη το εξώφυλλο σ’ ένα από τα κορυφαία LP της ιστορίας του ελληνικού ροκ, το «Ζωντανοί στο Κύτταρο».
Το βιβλίο βρίσκεται σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία, μα και στα περιφερειακά κατόπιν παραγγελίας, και βεβαίως στο Ogdoo Shop.

1/5/2024
1964-2024, εξήντα χρόνια συμπληρώθηκαν από την έκδοση του λογοτεχνικού-ποιητικού περιοδικού «Πάλι».
«Πάλι» αγόρασα για πρώτη φορά, για τα original τεύχη λέω, πριν από το 1995 από το βιβλιοπωλείο της Απόπειρας στη Ναυαρίνου, από τον Λεωνίδα και τον Σαράντη. Υπήρχε στοκ ακόμη τότε στο κατάστημα, που μάλλον το είχε δώσει ο Νάνος Βαλαωρίτης, όπως υπήρχε και «Residu» και άλλα διάφορα.
Δεν ξέρω αν ήμουν ο πρώτος που συνέδεσε το «Πάλι» με το ροκ, το 1996, στην πρώτη έκδοση του «Ραντεβού στο Κύτταρο» (δεν το πιστεύω, αλλά δεν το έχω ψάξει κιόλας), σίγουρα όμως ήμουν από τους πρώτους, που είχα γράψει (σ’ ένα βιβλίο για το ροκ) για τον Γιώργο Μακρή κ.λπ.
Τα μετέπειτα χρόνια γράψανε άπειροι γι’ αυτά τα θέματα, αλλά το 1996 γράφανε ελάχιστοι. Φυσικά, τώρα μπορούν να γραφτούν (και να γράψω) ολόκληρα κείμενα, όμως και οι νύξεις έχουν την αξία τους, όταν γίνονται σε ανύποπτες εποχές. Γιατί από τις νύξεις πήραν αμπάριζα κάποιοι (του ροκ ας πούμε), για να γράψουν μετά τα δικά τους...
[με αφορμή την δεύτερη έκδοση του «Ραντεβού στο Κύτταρο», που υπάρχει πλέον στα βιβλιοπωλεία και τα e-shops]
[η φωτό με το σχέδιο της Μαρίας Wilson είναι από το πρώτο τεύχος του «Πάλι»]

1/5/2024
Σώμα γυμνασμένο φυσικά, όχι με συμπληρώματα διατροφής και ενεργειακά gels, τενεκές με τη λάσπη στον ώμο, να τον πιάνεις από το ξύλο που είναι καρφωμένο στη λαμαρίνα, μαντήλι με κόμπους στο κεφάλι, για να σε κρατάει δροσερό, και κόκκινα γαρύφαλλα περασμένα ανάμεσα. Έχτισαν τα σπιτάκια μας αυτοί οι άνθρωποι.
ΖΗΤΩ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ!

30/4/2024
Τις επόμενες μέρες, λέω για πριν από το Πάσχα και εννοείται μετά απ’ αυτό, η επανέκδοση του βιβλίου μου «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο], θα βρίσκεται στα κεντρικά βιβλιοπωλεία. Το βιβλίο θα ενδιαφέρει και όσους έχουν την πρώτη έκδοση και όλους τους νεότερους, επειδή έχει σχεδόν διπλάσιες σελίδες από το αρχικό, άλλο εξώφυλλο, άλλες φωτογραφίες, νέα κείμενα κ.λπ.
[εδώ βλέπετε το οπισθόφυλλό του]

η θρησκευτική ποίηση των Νίκου Καρούζου, Ματθαίου Μουντέ, Γιώργου Ζωγράφου, Σωκράτη Βενάρδου και Γιολάντας Πέγκλη - πέντε ποιήματα, που σχετίζονται με την Μεγάλη Εβδομάδα

Η θρησκευτική ποίηση δεν είναι, αναγκαστικά, κλάδος της ποίησης. Υπάρχουν, βεβαίως, ποιητές, που εμφορούνται από θρησκευτικά αισθήματα, όπως και άλλοι, που μπορεί να έχουν γράψει ποιήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο, δίχως να ανήκουν στους «θρησκευτικούς» ποιητές – τέτοιοι ποιητές είναι πάρα πολλοί, από τον Κ.Π. Καβάφη («Ο Ιουλιανός εν τοις μυστηρίοις») και τον Κωστή Παλαμά («Η Παναγιά στην Κόλαση»), έως τον Άγγελο Σικελιανό («Στ’ οσίου Λουκά το μοναστήρι») και τον Οδυσσέα Ελύτη (ποικίλα ποιήματά του, σπαρμένα σε διάφορες συλλογές).
Οι ποιητές που έχουν επιλεγεί, εδώ, θα μπορούσε να χαρακτηρισθούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ως (και) «θρησκευτικοί ποιητές», επειδή το σχετικό περιεχόμενο στα ποιήματά τους είναι και πολύ και διαρκές. Πέντε τέτοιοι ποιητές, σε ποιήματά τους που εμπεριέχουν στοιχεία και από το «θείο δράμα» της Μεγάλης Εβδομάδας, καταγράφονται στη συνέχεια...
Γιώργος Ζωγράφος
Ο Γιώργος Ζωγράφος (1936-2005) είναι ο σπουδαίος τραγουδιστής του «νέου κύματος», για τον οποίον λίγοι ξέρουν πως είχε τυπώσει κι ένα ποιητικό βιβλίο, το 1990. Ο Ζωγράφος βασανίστηκε στη ζωή του, ενώ και ο θάνατός του (βρέθηκε μόνος του, νεκρός, στο σπίτι του μετά από μέρες) ήρθε να υπογραμμίσει μία το ίδιο δύσκολη και περιπλεγμένη ζωή. Όπως σημειώνει και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στον πρόλογο του ποιητικού βιβλίου του: «Ξέρω πως πέρασε από σκοτεινά μονοπάτια, από βυθούς απροσμέτρητους· δοκίμασε πίκρα και πίκρα. Ταξίδεψε πολύ, αρνήθηκε πολύ, αγάπησε πολύ και σώθηκε. Βρήκε το νόημα του κόσμου. Αυτά τα ποιήματα, κραυγή της αποκτημένης του ελευθερίας, κλαδί του θριάμβου του πάνω στην απελπισία, στέφανος ανθέων σπάνιας καλλιέργειας, είναι το απόσταγμα της μεγάλης του επιστροφής».
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/vivlio/pente-poiimata-gia-ti-megali-ebdomada

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ψίθυροι από μελάνι

Ο Νίκος Αναγνωστάκης είναι ένας άνθρωπος της μουσικής και του τραγουδιού, ανάμεσα σε άλλα. Μία από τις σχετικές δραστηριότητές του είναι το Όγδοο (το σάιτ, ο εκδοτικός οίκος και η δισκογραφική εταιρεία), ενώ μια άλλη είναι η στιχουργική, καθώς ως στιχουργός έχει συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα του χώρου τα τελευταία κάμποσα χρόνια (Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Μανώλης Μητσιάς, Πασχάλης Τερζής, Σοφία Παπάζογλου, Γιώτα Νέγκα, Ανδρέας Κατσιγιάννης, Μίλτος Πασχαλίδης, Χρήστος Θηβαίος κ.ά.). Τώρα, ο Ν. Αναγνωστάκης εμφανίζεται και ως συγγραφέας ενός βιβλίου, που αποκαλείται «Ψίθυροι από Μελάνι» [Όγδοο, 2024], και που βεβαίως έχει μεγάλη σχέση με τη μουσική – αλλά όχι μόνον με αυτή.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε έξι ενότητες, που έχουν τίτλους «Νοσταλγία», «Θέσεις», «Πρόσωπα», «Δίσκοι», «Ζωή» και «Μαγική Οθόνη». Πέρα, όμως, από το τι ακριβώς περιλαμβάνουν αυτές οι ενότητες, τα ξεχωριστά κείμενα εννοώ, υπάρχει κάτι που διατρέχει όλο το βιβλίο και που αποτελεί το πιο βασικό γνώρισμά του. Και αυτό δεν είναι άλλο από την εκπεφρασμένη αγάπη του συγγραφέα για την αληθινή λαϊκή κουλτούρα, έτσι όπως αυτή καταγράφεται στις ποικίλες εκδοχές της. Κατ’ αρχάς στο λαϊκό και έντεχνο λαϊκό ελληνικό τραγούδι (μα ακόμη και στο ξένο, που άγγιζε εξίσου τις καρδιές των νέων ανθρώπων στα σίξτις), στον κινηματογράφο, στο ραδιόφωνο, στα ποικίλα στέκια, από απλά καφενεία, συνυφασμένα με τον καφέ και το τσιγάρο, μέχρι τους λαϊκούς χώρους διασκέδασης και ψυχαγωγίας, όπως ήταν τα αναψυκτήρια, ενώ δεν γίνεται να απουσιάζουν από την αφήγηση όλα εκείνα τα πρόσωπα (Νίκος Γκάτσος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Διονύσης Σαββόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Γιάννης Σπανός, Δήμος Μούτσης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Νταλάρας κ.ά.), που δημιούργησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τον μύθο της σύγχρονης Ελλάδας, στο χώρο της τέχνης του τραγουδιού, από το ’60 και μετά. Όλα αυτά αποτελούν θέματα, για τον Ν. Αναγνωστάκη – θέματα, τα οποία διαχειρίζεται με γνώση και οξυδέρκεια, γράφοντας σε γλώσσα απλή και λαϊκή, χωρίς το ύφος του να γίνεται, ποτέ και σε καμία περίπτωση, απόμακρο ή περισπούδαστο.
Αυτή η «ζέστη» και η θαλπωρή είναι το βασικό χαρακτηριστικό των αφηγήσεων του Ν. Αναγνωστάκη, μέσα από τις οποίες (αφηγήσεις) δεν απουσιάζει ούτε το πολιτικό στοιχείο – υπό την έννοια πως ο συγγραφέας σκέφτεται πάνω σε διάφορες καταστάσεις, καταλήγοντας σε συμπεράσματα ή ακόμη και σε προτάσεις γύρω από το πώς θα μπορούσε να ανατραπεί μία βαλτωμένη κατάσταση, στο χώρο του πολιτισμού και ειδικότερα του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού.
Υπάρχουν πολλά κείμενα που μου άρεσαν ιδιαιτέρως στο «Ψίθυροι από Μελάνι», όπως εκείνο για τα αναψυκτήρια, με τις προσήκουσες αναφορές στον Γιάννη Μπουρνέλη, έναν άνθρωπο που ορκίστηκε να υπηρετήσει τη λαϊκή διασκέδαση, πράττοντάς το με αυταπάρνηση, δίχως ποτέ οι «επώνυμοι» να του προσπορίσουν τα δέοντα (ο Ν. Αναγνωστάκης το πράττει εδώ) και ακόμη τα κείμενα για τη «λατρεία» του τσιγάρου, που βάλλεται πλέον πανταχόθεν (κάπως σαν η πηγή όλων των κακών που μας περιτριγυρίζουν). Υπάρχει μια μυθολογία γύρω από το τσιγάρο ως στοιχείο της λαϊκής κουλτούρας, που συνδέεται (η μυθολογία του) με συγκεκριμένες μάρκες, με τα πακέτα-κασετίνες (που λειτουργούσαν και σαν σημειωματάρια) κ.λπ., δίχως να μένουν έξω από την αφήγηση και τα άσματα, εντός των οποίων το τσιγάρο βρίσκεται σε περίοπτη θέση.
Εν τω μεταξύ, και θα πρέπει να το πούμε αυτό, όλα τα κείμενα είναι περασμένα μέσα από το προσωπικό αισθητήριο του συγγραφέα, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε δια ζώσης, με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που εδώ περιγράφονται, όλες τις περασμένες δεκαετίες (αρχής γενομένης από την δεκαετία του ’50). Λέμε λοιπόν για κείμενα βιωματικά και γι’ αυτό αληθινά, που διακρίνονται πρωτίστως για την αμεσότητα, την απλότητα και την ανθρωπιά τους. 

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

SUN RA ανέκδοτα live στο Σικάγο, από το 1976-77

Μια σύμπτυξη τριών ανέκδοτων live του μύστη της τζαζ Sun Ra, ηχογραφημένα στο Joe Segals Jazz Showcase του Σικάγου, στις 21 Φεβρουαρίου 1976 και στις 4 & 10 Νοεμβρίου 1977, αποτελούν την προσφορά της έκδοσης (2LP και 2CD) “At the Showcase / Live in Chicago 1976-1977” (2024), των Jazz Detective και Elemental Music. Ο άνθρωπος πίσω απ’ αυτή την έκδοση είναι, πρωτίστως, ο περκασιονίστας της Sun Ra Arkestra και βασικός υπεύθυνος του Sun Ra Music Archive, Michael Anderson. Όπως γράφει ο ίδιος στο ένθετο:
«Βρισκόμουν στον ραδιοφωνικό σταθμό WRTI (σ.σ. στη Φιλαδέλφεια) ως προστατευόμενος, από τα δεκατρία μου, μεταδίδοντας όλους εκείνους τους πρώιμους δίσκους του Fletcher Henderson και του Count Basie, από τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 – χωρίς ποτέ να φανταστώ ότι ο Sonny (Sun Ra) θα με άκουγε στο ραδιόφωνο. Και ήταν τότε, όταν ο διευθυντής του προγράμματος μου είχε πει: “Κάλεσέ τον, το όνομά του είναι στον τηλεφωνικό κατάλογο”. “Αλήθεια;” του είχα πει με δυσπιστία. Έτσι, τον κάλεσα, μιλήσαμε και, πράγματι, ήξερε ποιος ήμουν. Μάλιστα με κάλεσε να πάω σπίτι του. Το συγκρότημά του θα εμφανιζόταν εκείνο τον Ιούλιο στο Μοντρέ και ο Sonny μου είχε πει πως θα ήθελε να με συναντήσει, όταν επιστρέψει. Συνέβη και κάπως έτσι θα γινόμουν μέλος της Arkestra το 1976. Ήμουν μόλις 16 ετών! Σαν άτομο μεγάλωσα σ’ ένα πολύ δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον, ζώντας μόνος μου από τα έντεκά μου. Ο Sonny θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου, σε πολλά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, στο να με διδάξει τη μουσική του. Στη συνέχεια, να με ορίσει αρχειοφύλακά του, υπεύθυνο για την καταγραφή και τη συντήρηση των ηχογραφήσεών του. Είχα πρόσβαση σε εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας στον WRTI, οπότε έκανα δουλειά παραγωγής για τον Sonny ή και για τον Altan Abraham, τον συνεργάτη του, ο οποίος είχε βοηθήσει τον Sonny να ξεκινήσει με τη δική του δισκογραφική, την El Saturn Records. Ο Richard Wilkerson θα έστηνε, εν τω μεταξύ, τα μηχανήματα. Θα είχαμε κάποιες φορές δύο μαγνητόφωνα ή αργότερα κι ένα κασετόφωνο. Ο Sonny, ή κάποιος από τους μουσικούς του, θα είχε, επίσης, ένα κασετόφωνο στη σκηνή. Μετά τα σόου, ασχολήθηκα με όλο αυτό το υλικό, ταιριάζοντας τα μέρη και ετοιμάζοντας ένα βασικό master tape, για κάθε παράσταση. Αυτό το έκανα σε καθημερινή βάση, και όχι μόνο για τα live του Sonny, έχοντας όλο αυτό το υλικό στο αρχείο μου από χρόνια.(...) Ως παραγωγός και ειδικός στο mastering, ήταν πολύ σημαντικό, για μένα, να δώσω στο κοινό την ευκαιρία να ακούσει τον Sun Ra να παίζει κομμάτια, που σπάνια τον ακούς να ερμηνεύει, ως επίσης ήταν μια ευκαιρία για ν’ ακούσει ο κόσμος ακόμη περισσότερο τον John Gilmore, αφού σ’ εκείνα τα σετ ο άνθρωπος φλεγόταν. Χρειάζεται, πραγματικά, να αποκτήσει περισσότερη αναγνώριση ο John , γιατί ήταν η ψυχή του συγκροτήματος. Και ο Sonny φλεγόταν επίσης. Ήταν χαρούμενος, και αυτό το ακούς στη μουσική του».
Το ότι το
stage του Jazz Showcase είχε πάρει φωτιά το αντιλαμβάνεσαι, αμέσως, ακούγοντας αυτό το θαυμάσια ηχογραφημένο υλικό, καθώς κομμάτια σαν τα “Synthesis approach”, “Ankhnaton”, “Rose room” ή ακόμη και το φανταστικό bluesMoonship journey” (από τις παραστάσεις του ’77, που καλύπτουν το πρώτο CD) ηχούν εντυπωσιακά, παγιδεύοντας την αύρα μεγάλων οργανοπαικτών (όντως ο τενορίστας John Gilmore και ο Sun Ra είναι άπιαστοι), που έχουν τον τρόπο να παίζουν στα δάκτυλά τους όλη την τζαζ παράδοση, έως τις σύγχρονες, για τότε, αντιλήψεις – τόσο στον τρόπο χρήσης των οργάνων, όσο και σε μελωδίες, ρυθμούς και ενορχηστρώσεις.
Φαινομενικά πιο σκληρό και απαιτητικό το live του ’76, που αποτυπώνεται στο δεύτερο CD, ξεκινά με το 18λεπτο free opusCalling planet & the shadow world”, για να ακολουθήσουν άλλα τέσσερα φωνητικά tracks μικρότερης διάρκειας, από δίλεπτα έως επτάλεπτα, ανάμεσα και το κλασικό “Space is the place” σε μια free βεβαίως και εντελώς σαμανική εκτέλεση, που οπωσδήποτε είναι άλλο πράγμα να την ακούς έτσι καταγραμμένη, με το πάθος της στιγμής, από το Jazz Showcase του Σικάγου. Τα ονόματα είναι αρκετά, για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει εδώ:
Sun Ra πιάνο, ηλεκτρονικά, John Gilmore τενόρο, Marshall Allen άλτο, φλάουτο, kora, Danny Davis άλτο, φλάουτο, Eloe Omoe άλτο, μπάσο κλαρίνο, Danny Thompson βαρύτονο, φλάουτο, Michael Ray τρομπέτα, Ahmed Abdullah τρομπέτα, Emmet McDonald τρομπέτα, Vincent Chancey γαλλικό κόρνο, Dale Williams κιθάρα, Richard Williams μπάσο, Luqman Ali ντραμς, Eddie Thomas κρουστά, James Jacson κρουστά, όμποε, Atakatune κόνγκας, June Tyson φωνή, Cheryl Banks-Smith φωνή και Wisteria (Judith Holton) φωνή.
Ακόμη μια έκδοση αναφοράς λοιπόν, από την Elemental Music, που προσφέρει και 36σέλιδο booklet, γεμάτο από απολύτως ενδιαφέροντα κείμενα και σπάνιες φωτογραφίες.
Επαφή: https://www.elemental-music.com/

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

UNDER THE SUN αθηναϊκό doom stoner

Κλασική περίπτωση σύγχρονου σκληρού, doom stoner συγκροτήματος, οι Αθηναίοι Under the Sun έχουν τώρα ένα LP, που αποκαλείται “The Bell of Doom” [Sound Effect Records, 2024].
Πέντε είναι οι Under the Sun, δηλαδή δύο κιθαρίστες, μπασίστας, ντράμερ και τραγουδιστής – αν και τα ονόματά τους δεν είναι διαθέσιμα ούτε στον δίσκο τους, ούτε στο bandcamp τους. Τούτο σημαίνει πως η μπάντα λειτουργεί «σαν ένα» και πως το “The Bell of Doom” είναι μια ομαδική δουλειά, με όλα τα μέλη να συμμετέχουν εξίσου στα κομμάτια.
Οπωσδήποτε οι Sabbath-ικές επιδράσεις είναι φανερές εδώ –θα μπορούσες να ισχυριστείς πως αυτό συμβαίνει πέρα από το όνομα ακόμη και στο εξώφυλλο–, τόσο στο ρυθμικό τμήμα, που «βομβαρδίζει», όσο και στο lead με τις κιθάρες να κάνουν πολύ καλή δουλειά και προς τη σολιστική, μα και προς την ρυθμική κατεύθυνση, με τα riffs να είναι διαρκή και βαρύγδουπα και σίγουρα... δυσοίωνα, και με τη φωνή να προσδίδει στα τραγούδια μία «σωστή» έξοδο.
Συνήθως τα κομμάτια των Under the Sun έχουν ανεβασμένα tempi, αλλά υπάρχουν και πιο αργά περάσματα σε αρκετά απ’ αυτά, που προσδίδουν ακόμη πιο πολλά τελετουργικά χαρακτηριστικά στις συνθέσεις, με τα τελευταία δύο λεπτά, στο έσχατο “Know my name”, να αγγίζουν ακόμη και πειραματικές διαστάσεις.
Πολύ καλή η εισαγωγή με το σπιντάτο “Smoking angels”, που διαρκεί σχεδόν πέντε λεπτά, κυλώντας με ανελέητες πενιές... και ναι, εδώ δεν υπάρχει stoner, αλλά αγνό heavy rock.
Ως heavy rock ακούω και το “Cry out”, που επίσης κάνει εντύπωση για τη φωνητική συνοδεία και τα ογκώδη riffs, με το “The bell of doom” να ξεκινά με καμπάνες, πριν «χαθεί» σ’ ένα ηχητικό συνονθύλευμα από doom μέταλλο και σύγχρονο hard rock.
Σε γενικές γραμμές το “The Bell of Doom” των Under the Sun είναι ένα αρκετά καλοφτιαγμένο, από πάσης απόψεως, άλμπουμ, που μπορεί άνετα να πλασαριστεί μεταξύ των καλυτέρων του τελευταίου καιρού. Στο είδος του και στην Ελλάδα κατ’ αρχάς – μα και πιο πέρα ακόμη, στην πορεία...
Επαφή: www.soundeffect-records.gr