Ντεμπούτο άλμπουμ για τους 3 Play+ από τη Βοστόνη, το “American Waltz” [ZiggleZaggle Music] είναι ένα ώριμο δείγμα σύγχρονης jazz με σαφείς αναφορές στο παρελθόν (δεν γίνεται αλλιώς), αλλά και, την ίδια ώρα, «χωμένο» μέσα στον σημερινό πολυ-συλλεκτικό κυκεώνα. Κουαρτέτο κατά βάσιν (Phil Grenadier τρομπέτα, Josh Rosen πιάνο, Lello Molinari μπάσο, Marcello Pellitteri ντραμς – βοηθούν και οι άσσοι Mick Goodrick κιθάρα, George Garzone τενόρο), οι 3Play+ μοιάζει να αναπλάθουν κλασικές hard bop συνταγές, τονίζοντας όμως, μέσω του πιανίστα Rosen, στον οποίον ανήκουν όλες οι συνθέσεις, τη νεο-ρομαντική πλευρά τους. Όχι μόνο. Εκείνο που αντιλαμβάνεσαι σταδιακώς – για να μην πω από το πρώτο κιόλας φερώνυμο κομμάτι – είναι η ανάγκη του γκρουπ να παρουσιάσει ένα παλίμψηστο αμερικανικής μουσικής, από τον Ives, τον Copland και τον Rollins, μέχρι την country, το folk και την πολυ-διαφημισμένη americana, τα πάντα σκεπασμένα κάτω από έναν προσεγμένο τζαζ-μανδύα. Όλες οι συνθέσεις είναι τέλεια επεξεργασμένες, με τα τέσσερα βασικά σολιστικά όργανα (τρομπέτα, πιάνο, κιθάρα, τενόρο) να κρατούν το ακουστικό ενδιαφέρον σε υψηλότατο επίπεδο, εκμεταλλευόμενα το άπιαστο rhythm section· στο οποίο κυριαρχεί θα λέγαμε το παίξιμο του Pellitteri στα πιατίνια. Το έσχατο 20λεπτο “Bulletrain” θα μπορούσε να είναι μία καλή «περίληψη» των όσων ακούσαμε στο “American Waltz” με την free-avant/cine-αγχωτική εισαγωγή του, τα τύπου «δωματίου» ηχοχρώματα, το hard-bop, την ηλεκτρική jazz, το jazz-funk... Είναι φανερό. Ο λόγος τού βιώσαντος την παράδοσή του μετράει αλλιώς...
Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010
JON GORDON ~ 3 PLAY+
Τη «σιγουριά» του άλτο-σαξοφωνίστα Jon Gordon – της μεγάλης οικογένειας της artistShare – την αντιλαμβάνεσαι από το ύφος και την ποιότητα των συνθέσεων. Κλασικές, και βεβαίως πρόδηλες jazz αναφορές, περίτεχνος αρμονικός σχεδιασμός, αργές ταχύτητες, άνεση παιχτική, φαντασία στις ενορχηστρώσεις, όλα συνηγορούν προς μία ακομπλεξάριστη εν τέλει πίστη στις ικανότητες τού… βασικού υπευθύνου. Έτσι, στο “Evolution” καταγράφονται εννέα δικές του συνθέσεις, ηχογραφημένες σε δύο στούντιο της Ανατολικής Ακτής το τελευταίο εξάμηνο, δοκιμασμένες πρώτα σε πολυάριθμα gigs και φινιρισμένες στο στούντιο τόσο από τον Gordon, όσο και από τον παραγωγό του Alan Ferber. Μάλιστα, η αρχική παρουσίαση των κομματιών τη βοηθεία νονέτου, δεν εγκαταλείφθηκε στα στούντιο – απεναντίας επεκτάθηκε μέσω της παρουσίας 14 μουσικών, οι οποίοι συμμετέχουν στις εγγραφές σε διάφορους συνδυασμούς. Στο φερώνυμο “Evolution” φερ’ ειπείν συναντάμε 13(!) απ’ αυτούς – ανάμεσα ο τρομπετίστας Dave Smith, o Matt Clohesy μπάσο, ο Rogerio Boccato κρουστά –, να υλοποιούν τις ιδέες του Gordon για έναν ήχο απελευθερωμένον από κοινά αισθητικά δεσμά, προσαρμοσμένο στις ανάγκες μιας σύγχρονης ολοκληρωμένης άποψης. Εντυπωσιάζουν, ας πούμε, τα δύο «πνευστά επίπεδα», μπροστά το άλτο, πίσω το μπάσο κλαρίνο (Doug Yates) και το τρομπόνι (Alan Ferber), αλλά και σ’ ένα τρίτο πλάνο η string διάταξη (δύο βιολιά, τσέλο), που παρέχει στο κομμάτι μία «δωματίου» ροή. Στο “Shane”, μία συνομιλία ανάμεσα στο σοπράνο του Gordon και το πιάνο του Bill Charlap, οι δύο μουσικοί επικοινωνούν μέσω μιας «ευγενούς» διαδοχής (πιάνο, πιάνο/σοπράνο, πιάνο, πιάνο/σοπράνο, σοπράνο), για να την επαναλάβουν στο “One for Liam”, με το άλτο τώρα στη θέση του σοπράνο· και με τα δύο ονόματα να φαίνεται πως αντιπροσωπεύουν κάτι σημαντικό στη ζωή του Gordon. Σε γενικές γραμμές, θα μιλούσα για ένα άλμπουμ, που έγινε για κάποιον πολύ συγκεκριμένο λόγο· για ν’ αποσαφηνίσει, αν θέλετε, την «τζαζική» αίσθηση ενός ανθρώπου, που μοιάζει να μετράει το χρόνο με το δικό του τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου