Σάββατο 30 Απριλίου 2011
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ποιος θα με θυμάται;
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έχει φανατικούς ακροατές – το διαπιστώνει ο καθείς στις συναυλίες του –, αλλά και ανθρώπους που δεν έλκονται από εκείνα που παρουσιάζει. Προσφάτως, βρέθηκα σε μια παρέα κι άνοιξε η… σχετική συζήτηση. Ακούστηκαν επιχειρήματα και από τους μεν και από τους δε· δεν ήταν τίποτα «άσχετοι», όσοι έβλεπαν-βλέπουν στον Παπακωνσταντίνου μια μανιέρα, που δεν τον βγάζει, πλέον, πουθενά (έτσι ισχυρίζονταν). Προσωπικώς, δεν είμαι σίγουρος αν θα πρέπει να γράψω για «μανιέρα», καθότι εκείνο που μ’ ενδιαφέρει δεν είναι το αν κάποιος κάνει συνεχώς τον «ίδιο» δίσκο (κατ’ εμέ ο καλλιτέχνης δεν πρέπει ν’ αλλάζει, οδηγούμενος στις «αλλαγές» από ταπεινές θέσεις), αλλά για το αν ο δικός του τρόπος εξακολουθεί να λειτουργεί, εξακολουθεί να παράγει concept, εξακολουθεί να πλάθει εικόνες που να υπερβαίνουν το χαμερπές· αν προκύπτουν, εν ολίγοις, δυνατά ορχηστρικά και καλά τραγούδια.
Έχω γράψει πολλές φορές για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου (για κάθε δίσκο του από το «Λάφυρα» και μετά). Τον έχω παρακολουθήσει από κοντά στη δισκογραφία, τον έχω δει και live (δεν χρειάζεται να τονίσω πως, σε ό,τι με αφορά, μόνον από τους δίσκους βγάζω συμπεράσματα – στα live πηγαίνω για άλλους λόγους), έχοντας επιχειρήσει να μπω στον κόσμο του, ξεκλειδώνοντάς τον από κάτι χαραμάδες· ατάκτως, τώρα, τις ανοίγω λίγο παραπάνω… Είναι η αγάπη του για την ιταλική κουλτούρα (το τραγούδι, τον κινηματογράφο – η αποτύπωση της φύσης στις ταινίες των Taviani ή του Pasolini), είναι το ενδιαφέρον του για κάποιο είδος αποσυνάγωγων (υπερατλαντικοί επαναστάτες, προαιώνιοι ληστές της ελληνικής υπαίθρου…), είναι η αφοσίωσή του στον κόσμο του φυσικού σκότους (της… μέρας τα καμώματα τα βλέπει η νύχτα και πονά), είναι η ασύνειδη ποιητική του διάθεση (ένα τίποτα, που δύναται να εξελιχθεί σε όλον), είναι η απόφασή του να ταξιδεύει με το νου (δεν λέω με την καρδιά) και όχι με τα πόδια. Αν όλα τούτα αποτελούν στοιχεία μιας «μανιέρας», ενός «συστήματος», τότε εγώ θα έλεγα πως κάθε απόπειρα μετατροπής αυτού του «συστήματος» σε κάτι άλλο θα ήταν ολέθρια για την εικόνα του ως τραγουδοποιού. (Ο ίδιος) δεν θ’ αναγνωριζόταν.
Ο «Ελάχιστος εαυτός» [Εξώστης/ Inner Ear, 2011] είναι ένας ακόμη άξιος δίσκος, για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Προσωπικώς, θα τον έβαζα στο ίδιο ύψος (δεν θέλω να παίζω με τα χιλιοστά) με τον «Βραχνό Προφήτη» και την «Αγρύπνια». Το «Ποιος θα με θυμάται» είναι σπάνιο τραγούδι (ο Φώτης Σιώτας αφήνει βαθύ αποτύπωμα), ένα από τα καλύτερα του Λαρισαίου την τελευταία δεκαετία. Το “San Michele” έχει έναν εξομολογητικό τόνο, που δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο. Ο Ορφέας Περίδης μπαίνει στο… κόλπο με την «Ανταρκτική», αλλά εγώ τον προτιμώ στην «Ομίχλη», σ’ ένα… τυπικό για τον Παπακωνσταντίνου τραγούδι «άλλων» διαστάσεων. Στο «Σαν παιδί» ο Σιώτας ζωγραφίζει εκ νέου με τη φωνή του, μετατρέποντας το δίστιχο «στην άχραντη σιγή/ φωτιά και χιόνι» σε καθαρτήριο ίαμα, ενώ δεν με αφήνουν αδιάφορο ούτε ο «Σιμούν», ούτε πολύ περισσότερο το «Τα τραγούδια που έγραψα»· μία μάλλον δυσεύρετη περίπτωση έμμετρης αυτοκριτικής, ίνα μην έχουμε να λέμε…
Παρασκευή 29 Απριλίου 2011
FILTIG electro αρχέτυπα
Για τον Filtig, άλλως Φίλη Ιερόπουλο, έχω ξαναγράψει. Μαζί με την Εύα Ιεροπούλου αποτελούν τα Χρώματα, ένα project που επιχειρεί με ξεχωριστό ενδιαφέρον στην… αφοπλιστική πλευρά της electronica, ενώ είναι επίσης μέλος των Cloudcub, στο άλμπουμ των οποίων “Friendly Warning” επίσης έχω αναφερθεί.Προσφάτως, ο Filtig ηχογράφησε ένα καινούριο CD, το πρώτο προσωπικό του μ’ αυτό το όνομα, που έχει τίτλο “The World is Yellow” (άπαντα τα άλμπουμ διατίθενται από την Coo Records της Βέροιας), και το οποίον προσδιορίζει ακόμη περισσότερο τη σχέση τού Αθηναίου, αλλά διαμένοντα στο Λονδίνο, μουσικού με τα electro ηχοχρώματα. (Αν και θα πρέπει να πω πως ο Ιερόπουλος έχει ασχοληθεί πρωτίστως με το φιλμ, το πειραματικό φιλμ, και πως ολοκληρώνει οσονούπω το διδακτορικό του – όπως διαβάζουμε στο site του – στην film poetry).
To “The World Is Yellow” είναι ένα άλμπουμ, που μπορεί, ορισμένες φορές, να παραπέμπει αισθητικώς στην αρχετυπική μελωδική electronica του Vangelis ας πούμε (“Yellow tunic”, “Kiddie with violin”, “Starry-eyed”), ταυτοχρόνως, όμως, επανέρχεται στο τώρα και ίσως στο αύριο, προτείνοντας ένα σύστημα απλών, εφαρμόσιμων ιδεών, στην απόπειρα χαρτογράφησης της «νέας αφήγησης».
Μπορεί λοιπόν άπαντα να γίνονται έτσι όπως γίνονται (υποσυνείδητα ή αλλιώς), όμως εγώ θα ξαναγράψω (το είχα αναφέρει και στην κριτική παρουσίαση του CD των Cloudcub), πως ακούγοντας το “The World Is Yellow” δεν γίνεται να μην ανακαλέσω στη μνήμη μου (και) τα ιστορικά άλμπουμ του προπάτορα Raymond Scott “Soothing Sounds for Baby” (σχεδόν 50 χρόνια πριν), ή το “The Way-Out Record for Children” (1968) του Bruce Haack, με τον ελληνοαμερικανό πιτσιρίκο Tony Spiridakis σε ρόλο πρώτο. Τούτο, βεβαίως, δεν υποδηλώνει κάτι που να ενοχοποιεί τις μουσικές τού Filtig. Απεναντίας, επιχειρώ να τις τοποθετήσω σ’ ένα πλάνο, εκεί όπου το «παλαιό» θα διατηρεί την αυταπόδεικτη αξία του, με το «καινούριο» να έρχεται να ενσταλάξει στο κυρίως (μελωδικό στην περίπτωσή μας) σώμα, τη δική του «διαστροφή». Top κομμάτια, εδώ, τα “Baby heaven” (με το sample του Ichigatsu, δηλ. του John Biebel, συνεργάτη του Ιερόπουλου από το 2002 και τους Squid) και “Lullaby”, με τα παραδείσια φωνητικά της Liz Fraser. Γερά παιδιά, από κούνια…
Επαφή: http://www.fil-i.co.uk/
To “The World Is Yellow” είναι ένα άλμπουμ, που μπορεί, ορισμένες φορές, να παραπέμπει αισθητικώς στην αρχετυπική μελωδική electronica του Vangelis ας πούμε (“Yellow tunic”, “Kiddie with violin”, “Starry-eyed”), ταυτοχρόνως, όμως, επανέρχεται στο τώρα και ίσως στο αύριο, προτείνοντας ένα σύστημα απλών, εφαρμόσιμων ιδεών, στην απόπειρα χαρτογράφησης της «νέας αφήγησης».
Μπορεί λοιπόν άπαντα να γίνονται έτσι όπως γίνονται (υποσυνείδητα ή αλλιώς), όμως εγώ θα ξαναγράψω (το είχα αναφέρει και στην κριτική παρουσίαση του CD των Cloudcub), πως ακούγοντας το “The World Is Yellow” δεν γίνεται να μην ανακαλέσω στη μνήμη μου (και) τα ιστορικά άλμπουμ του προπάτορα Raymond Scott “Soothing Sounds for Baby” (σχεδόν 50 χρόνια πριν), ή το “The Way-Out Record for Children” (1968) του Bruce Haack, με τον ελληνοαμερικανό πιτσιρίκο Tony Spiridakis σε ρόλο πρώτο. Τούτο, βεβαίως, δεν υποδηλώνει κάτι που να ενοχοποιεί τις μουσικές τού Filtig. Απεναντίας, επιχειρώ να τις τοποθετήσω σ’ ένα πλάνο, εκεί όπου το «παλαιό» θα διατηρεί την αυταπόδεικτη αξία του, με το «καινούριο» να έρχεται να ενσταλάξει στο κυρίως (μελωδικό στην περίπτωσή μας) σώμα, τη δική του «διαστροφή». Top κομμάτια, εδώ, τα “Baby heaven” (με το sample του Ichigatsu, δηλ. του John Biebel, συνεργάτη του Ιερόπουλου από το 2002 και τους Squid) και “Lullaby”, με τα παραδείσια φωνητικά της Liz Fraser. Γερά παιδιά, από κούνια…
Επαφή: http://www.fil-i.co.uk/
Τετάρτη 27 Απριλίου 2011
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ναι, αλλά από πότε; (και αναγκαστικό update)
Διαβάζοντας το κείμενο του Δημήτρη Αναστασόπουλου (Δ.Α.) «Επιστροφή στις Ρίζες» στο περιοδικό ΕΠ7Α της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (23-24/4/2011), γύρω από τις σχέσεις του δημοτικού, ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού με το rock (εγώ θα έλεγα, καλύτερα, τη «μοντέρνα έκφραση»), μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι τα πάντα («τα πάντα» γύρω από την εν λόγω επικοινωνία εννοώ) ξεκίνησαν από τον Παπάζογλου και τον Πορτοκάλογλου. Το θέμα, όμως, είναι πως δεν ξεκίνησαν ούτε από το Σαββόπουλο, ούτε από τους Socrates.
Ένα μεθοδολογικό «λάθος» που κάνει ο Αναστασόπουλος –και άλλοι διάφοροι– είναι πως μπερδεύει τη διάχυση αυτών των υβριδίων, την εμπορικοποίησή τους (δεν χρησιμοποιώ τη λέξη με αρνητικό βάρος), το… χορέψτε γιατί χανόμαστε δηλαδή των early 80s, με την ανάγκη των μουσικών να συγκεράσουν επιρροές και αναφορές από… αρχαιοτάτων χρόνων. Όταν λοιπόν γράφει ο Αναστασόπουλος πως «στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η σύγχρονη μουσική σκηνή επιδιδόταν σε απρόσμενες μείξεις. Από το τσιγγάνικο πανκ των Gogol Bordello(…) μέχρι την επιτυχία του Μάνου Τσάο με έναν οικουμενικό ήχο με λάτιν μελωδίες, αφρικανικά κρουστά και χιπ χοπ φωνητικά(…)» θα πρέπει κάποιος να του υπενθυμίσει πως αυτά συνέβαιναν ήδη από την δεκαετία του ’50 (ου μην αλλά και νωρίτερα), για να πάρουν διαστάσεις «φαινομένου» στα sixties και τα seventies.
Σιγά, μην περιμέναμε τον Manu Chao, για ν’ ακούσουμε λάτιν μελωδίες με αφρικανικά κρουστά (αχ κατακαημένη Σενεγάλη των seventies!), ή τους Gogol Bordello για ν’ ακούσουμε τσιγγάνικο πανκ. Τσιγγάνικο πανκ έπαιζαν οι Ensemble Sincron στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου ήδη από τα sixties, μπροστά στους οποίους οι Gogol Bordello ηχούν στ’ αυτιά μου κάπως σαν τού… κατηχητικού. Στο βίντεο οι Sincron στο φοβερό “In gara la leordeni” κι εδώ http://is.gd/XOzOvx το «γνήσιο» τσιγγάνικο κομμάτι...
Διονύσης Σαββόπουλος («Μπάλλος», «Το Βρώμικο Ψωμί»), Γιάννης Σπάθας και Τάσος Χαλκιάς (όχι «Πετρολούκας Χαλκιάς», τον οποίον αναφέρει ο Αναστασόπουλος ως βασική επιρροή του Σπάθα), Γιώργος Τρανταλίδης και Γιώργος Κόρος και όλες οι ανάλογες συνεργασίες που αναφέρονται στο κείμενο δεν σηματοδοτούν τίποτα περισσότερο από εκείνο, το οποίον οφείλει κάθε μουσικός να πράττει. Να ψάχνει και να ψάχνεται με ό,τι έμαθε, ό,τι του παραδόθηκε και ό,τι ανακαλύπτει στην πορεία. Έτσι, βρίσκω παντελώς ατυχή την αποστροφή του Γιάννη Αγγελάκα, ο οποίος λέει κάπου: «αν σκεφτείς ότι μεγαλώσαμε βλέποντας τους χουντικούς να χορεύουν με κλαρίνα, πώς ν’ ακούσουμε δημοτικά;». Αυτό, μα τω θεώ, δεν το καταλαβαίνω. Όταν ο Σαββόπουλος έγραφε το «Μπάλλο» και τη «Μαύρη Θάλασσα» δεν έβλεπε τους χουντικούς να χορεύουν δημοτικά; Όταν ο Γκαϊφύλλιας ηλέκτριζε τη «Γαλανή Γαλαζιανή» και το «Αραμπάς περνά», οι Sounds τον «Μενούση», η Κωχ τον «Γιάννη» και τον «Σμυρνέικο χορό» (κλαρίνο, το… μιαρό χουντικό όργανο, στον δικό της «Αραμπά» έπαιζε ο Φίλιππος Τσεμπερούλης), όταν οι Gazuama Sincharchas αυτοσχεδίαζαν πάνω σε δημοτικούς σκοπούς στο punk δισκάκι τους «Ανύψωση-αποτίναξη εκφυγή» (1972), όταν ο Νίκος Χουλιαράς εναρμόνιζε μέσα στη χούντα (1968) 6 ηπειρώτικα δημοτικά με τη βοήθεια του Νότη Μαυρουδή, όταν ο Κουγιουμτζής ηχογραφούσε τον «Τσάμικο χορό» στο «Ηλιοσκόπιο», όταν ο Λίνος Κόκοτος έσπερνε τον «Μπάλλο» του στο δικό του «Κήπο», όταν ο Μαρκόπουλος «χρησιμοποιούσε» το κλαρίνο του Τάσου Χαλκιά (π.χ. στον «Στρατή Θαλασσινό…») όλοι αυτοί δεν έβλεπαν τους χουντικούς να χορεύουν συρτά και τσάμικα; Τους έβλεπαν, αλλά δεν τους ένοιαζε. Οι συνθέτες και οι μουσικοί έπρατταν εκείνο στο οποίο οδηγούνταν από τις γνώσεις και το ταλέντο τους. Είπαμε, η χούντα ήταν χούντα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε κανέναν ν’ ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι και να το «διαστρέψει» όπως εκείνος νόμιζε. Άρα, το ζήτημα δεν είναι τι έκαναν οι χουντικοί. Το ζήτημα είναι τι έκαναν όλοι οι υπόλοιποι.
Την ίδια, για μένα λανθασμένη, άποψη έχει και ο Νίκος Πορτοκάλογλου όταν λέει πως «με τη χούντα δεν ταυτίστηκε μόνο το κλαρίνο και το καλαματιανό, αλλά ακόμα και το λαϊκό τραγούδι».
Να το ξεκαθαρίσω. Το κλαρίνο και το λαϊκό τραγούδι ταυτίστηκε με τη χούντα μόνον από ’κείνους που ήθελαν να το ταυτίσουν. Όσοι δεν το ταύτιζαν προχωρούσαν, κάνοντας τη δουλειά τους (για το κλαρίνο τά’παμε πριν). Ένα θα πω, τώρα, για το λαϊκό τραγούδι. Τα καλύτερα λαϊκά του ο Άκης Πάνου τα έγραψε επί χούντας. Βρέθηκε ποτέ κανείς να χαρακτηρίσει τα τραγούδια του ως τής… χουντικής εποχής; Ουδείς. Ούτε κατά διάνοια. Στιγματιζόταν κανείς στη Μεταπολίτευση τραγουδώντας τον «Πυρετό»; Αλλά και όταν λέμε μουσική Μεταπολίτευση τι ακριβώς εννοούμε; Δεν ξέρω οι άλλοι. Εγώ εννοώ δυο-τρία χρόνια μουσικής παραγωγής, αφού από το ’77 και μετά το άμεσο «πολιτικό» στίγμα στο τραγούδι είχε αρχίσει σιγά-σιγά να περιορίζεται. Και που ήταν, τότε, το πρόβλημα με το κλαρίνο, ας πούμε; Κλαρίνο δεν χρησιμοποιούσε ακόμη και ο Μούτσης στην «Τετραλογία» (Θ. Αραπίδης), ο Χατζιδάκις στα «Παράλογα» (Ν. Γκίνος), ο Χάλαρης στους «Δροσουλίτες» (Δημήτρης Γκάγκας), ο Μαρκόπουλος στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους « (Τάσος Χαλκιάς);
Όταν το κλαρίνο και τα δημοτικά ακούσματα ήταν εντελώς απενοχοποιημένα για όλα τα προαναφερόμενα ονόματα, πώς είναι δυνατόν να εμφανίζονταν ενοχοποιημένα στ’ αυτιά του Αγγελάκα και δεν ξέρω ποιων άλλων ακόμη;
Επιτέλους, ας λήξουμε με αυτά τα χουντικά κατάλοιπα. Έχουν περάσει 40+ χρόνια από τότε. Δεν φταίει η χούντα για τα τρία κακά τής μουσικής μας μοίρας. Αν για κάτι ευθύνεται είναι γιατί δεν παρείχε την άνεση στον Μαστοράκη να φέρει το καλοκαίρι του ’67 τους Kinks και τους Animals (όπως σχεδίαζε) στην Αθήνα (και αιτία ήταν, φυσικά, τα γεγονότα στη συναυλία των Rolling Stones). Είναι γιατί «κόπηκαν» οι μεγάλες ροκ (και jazz και blues) συναυλίες, εκείνες που θα μπορούσε να είχαν συμβεί το ’68 και το ’69. Όχι, βεβαίως, πως δεν έπαιξαν «ξένα» συγκροτήματα και καλλιτέχνες του rock και της jazz στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη τα χουντικά χρόνια (μέχρι και ο Stan Getz εμφανίστηκε στον Λυκαβηττό με τους Chick Corea, Roy Haynes κ.ά. τον Ιούλιο του ’67), αλλά εν πάση περιπτώσει αυτά τα ονόματα ήταν λίγα, εν σχέσει μ’ εκείνα που θα μπορούσε να είχαν έλθει. (Αν και έχω την αίσθηση πως η χούντα, μάλλον, δε θα είχε κανένα πρόβλημα, αν κάποιος διοργανωτής αποφάσιζε να φέρει τους Pink Floyd ή τους Deep Purple στην Αθήνα του ’72). Και εννοείται πως ούτε αυτή η κατάσταση εμπόδισε τον Ρωμανό, τον Σαββόπουλο, τον Πουλικάκο, τον Γκαϊφύλλια και τόσους άλλους να κάνουν το δικό τους rock, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια και τις «ξένες» συναυλίες και την underground κουλτούρα (που αμφιβάλλω αν όλοι τούτοι είχαν ακούσει κάτι περί αυτής – ok, εξαιρώ τον Πουλικάκο).
Και λέει πιο κάτω ο Πορτοκάλογλου: «Βρήκα τη σχέση μου με το λαϊκό τραγούδι πιο νωρίς.(…) Γι’ αυτό και οι Φατμέ φέρνανε σε αμηχανία τους ροκάδες και τους λαϊκούς. Κάναμε μία σύνθεση των δύο κόσμων». Δεν ξέρω πόσο νωρίς βρήκε τη σχέση του με το λαϊκό τραγούδι ο Πορτοκάλογλου, όμως όσον αφορά στους Φατμέ, το πρώτο LP τους, ως ήχος χρωστούσε περισσότερο στους Police, παρά στον Άκη Πάνου. Αλλά και στο δεύτερο, το οριακό «Ψέμματα», η ροκιά βασίλευε παρ’ όλο το λαϊκό ρεφρέν του φερώνυμου κομματιού. Κάτι συνέβαινε, ok. Άλλο αυτό και άλλο να εμφανίζεται ο Πορτοκάλογλου ως πρωτοπόρος (δεν έκανε, πρώτος αυτός, τη «σύνθεση των δύο κόσμων»). Το τονίζω και πάλι. Η ιστορία δεν γράφεται μόνο με χοντρά γράμματα, γράφεται και με ψιλά. Ή και με χοντρά που περνάνε απαρατήρητα. Υπάρχει μια ροή στο ποτάμι, από ’κει που ξεκινάει φθάνοντας στη θάλασσα.
Και να λοιπόν, κάπου στη μέση του ποταμού (1964), ο Γεράσιμος Λαβράνος, στις δύο “Rebeta Nova”, ν’ αλλάζει τα φώτα σε μεγάλες λαϊκές επιτυχίες της εποχής, κάνοντάς τες rock, latin, swing ακόμη και ska(!). «Όσο αξίζεις εσύ», «Τόπες και τόκανες», «Άμα θες να φύγης, φύγε», «Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις», «Κάθε λιμάνι και καϋμός», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα καβουράκια», όλα υπέκυψαν στην μπαγκέτα του τρανού μαέστρου. Μια χαρά λένε ο Πορτοκάλογλου με τους Φατμέ το «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα», αλλά όποιος δεν έχει ακούσει το swinging της «Συννεφιασμένης Κυριακής» δια χειρός Λαβράνου δεν έχει ακούσει τίποτα (που λέει ο λόγος). Κι αυτό περί «αμηχανίας» δεν έχει νόημα. Δεν νομίζω να ένοιωσε κανείς αμηχανία όταν άκουσε τους Πολέμα Μποκιού με τον Βλάση Μπονάτσο να τραγουδούν το «Κάποιος πεθαίνει» (1972), ένα καθαρό rock ζεϊμπέκικο, χρόνια πριν πράξουν τα παρεμφερή ο Παπάζογλου και όλοι οι υπόλοιποι. Και δε μιλάω για το «Ζεϊμπέκικο» του Σαββόπουλου, γιατί αυτό το ξέρουν όλοι… Να μιλήσω όμως για τον Γιώργο Πιλάλα, που όλοι τον ξεχνούν όταν καταγράφουν τις… ανομολόγητες σχέσεις rock και λαϊκού (υπενθυμίζω την «Επιθυμία» του από το 1983, που ήταν «σκύλος», αλλά «ράτσας») και βεβαίως για τον Aris San, που είναι ένα κεφάλαιο από μόνος του (ασχέτως αν τούτο γράφτηκε στο Ισραήλ).
Το λαϊκό και το δημοτικό τραγούδι «διαστρέφονταν» από πολύ νωρίς, πολύ πριν επιχειρήσουν σ’ αυτό τον τομέα (με επιτυχία – δε λέω όχι, πώς θα μπορούσα;) οι μουσικοί των eighties. Από τότε που οι Forminx τραγουδούσαν το “Mandjourana’s shake” (1965), από τότε που ο Ζακ Ιακωβίδης έκανε latin το «Άναψε το τσιγάρο» του Κλουβάτου, από τότε (1967) που ο Μίμης Πλέσσας «ψυχεδέλιζε» την «Καραγκούνα» και τον «Μενούση». Ακόμη και ο ευρύτερος «ήχος της Ομόνοιας», όπως έχω ξαναγράψει, ήδη από τα seventies (Βούλα Πάλλα, Καίτη Ντάλη, Γιώργος Αιγύπτιος, Γιώργος Μπουλουγουράς…) είχε συνδέσει rock και «λαϊκά» καιρό πριν επιχειρήσουν το ίδιο οι… κουλτουριάρηδες.
Για να μην πάω στα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες του εξωτερικού, μια κι εκεί χάνεται η μπάλα. Να υπενθυμίσω πράγματα γνωστά, όπως την «Μισιρλού» με τον Dick Dale που είναι το μισό surf και κάτι παραπάνω (το υπόλοιπο είναι το “Hava nagila”); Να υπενθυμίσω τους Devil’s Anvil που έπαιξαν, άλλως πως, το “Kley” («Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα») του Θεοδωράκη; Να θυμηθώ τους Kaleidoscope (και τόσους άλλους); Να γράψω για τη Σουηδία και τους Arbete och Fritid (1971), όταν διασκεύαζαν δύο ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς στο “Tva grekiska latar” (την «Καραγκούνα» κι έναν «Πηδηχτό») ηχώντας σαν τους… Mode Plagal; Ξανά από τη Σουηδία, να ανακαλέσω στη μνήμη μου τους Archimedes Badkar (1977), που έδωσαν μία από τις ωραιότερες versions του “Tzivaeri”; Να μείνω στη Φινλανδία και τους Piirpauke, που διασκεύαζαν ήδη από το 1976 έναν «Καλαματιανό»; Είναι δεκάδες τα παραδείγματα (κάποτε πρέπει να τα συγκεντρώσω). Η μουσική ταξιδεύει. Ακόμη και αν δεν ταξιδεύουν οι μουσικοί, μπορεί να ταξιδεύει η φαντασία τους. Και για πολλούς συμβαίνει.
Έτσι, όταν ο Νίκος Πορτοκάλογλου βγάζει την πικρία του για την άνθηση της αγγλόφωνης σκηνής λέγοντας πως «ακόμα ονειρεύομαι πιτσιρικάδες από τα Γιάννενα να παίζουν ένα μείγμα ψυχεδέλειας και ηπειρώτικων ή Κρητικούς που να παίζουν ρέιβ κρητικά. Αντί γι’ αυτό υπάρχει τώρα ο ενθουσιασμός για την αγγλόφωνη σκηνή, που κρύβει απλώς το φόβο για την καταγωγή μας», θα πρέπει κάποιος να πει πως τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς (κάτι λέει και ο Αναστασόπουλος), πως κανείς δεν φοβάται για την καταγωγή του (απεναντίας!), και πως οι Raining Pleasure, ο Biomass, η May Roosevelt (που έκανε, προσφάτως, ένα ολόκληρο ελληνικότατο electro), ακόμη και η Monika και άλλοι έχουν ήδη ενσωματώσει ελληνικά στοιχεία στις μουσικές τους, και θα το πράξουν και στο μέλλον. Αυτή είναι η «μοίρα» του εντόπιου μουσικού. Του κάθε μουσικού, που ψάχνεται και ψάχνει. Κι εγώ μπορεί να περιμένω ακόμη (όχι πως σκάω κιόλας) εκείνο το ελληνικό γκρουπ που θα αποτίσει φόρο τιμής στις παραγνωρισμένες από τους κουλτουριάρηδες φωνές της Φωτεινής Μαυράκη και της Έλενας Γιαννακάκη ας πούμε (δεν εννοώ διασκευάζοντας τραγούδια τους), αλλά δεν βγαίνω να τσιγγουνεύομαι λόγια για όσους δεν το κάνουν. Οφείλουμε να είμαστε γαλαντόμοι, και να αποδεχόμαστε το νέο (και ωραίο) δίχως δεύτερες σκέψεις και μισόλογα.
«Κάπου εκεί εντάσσονται και ευφάνταστοι μουσικοί όπως ο Νίκος Παπάζογλου που έβαλε το λαϊκό τραγούδι στη ροκ σκηνή», συνεχίζει ακάθεκτος ο Αναστασόπουλος, αλλά, νομίζω, πως σ’ αυτού του είδους τα τσιτάτα ήδη απάντησα.
(αναγκαστικό update - 29/4)
Πήρα πριν από λίγο τη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, που βγήκε σήμερα Παρασκευή και αφού διάβασα τον Κοροβέση και τον Ξανθούλη, ρίχνοντας μια ματιά στα φορολογικά, ξεφύλλισα εν τάχει τη Βιβλιοθήκη (29/4/2011). Πρόσεξα λοιπόν εκεί μία νεκρολογία του Αντώνη Μποσκοΐτη στον Νίκο Παπάζογλου, όπου ανάμεσα σε άλλα διάβαζες. «Ο Νίκος Παπάζογλου έσβησε στην οικία του, στα 63 του, με το τρανζιστοράκι να παίζει δίπλα του την Αδελφή Μορφίνη των Rolling Stones». Δεν ξέρω αν ο συντάκτης βρισκόταν στο προσκέφαλο του μακαρίτη τραγουδοποιού, όταν εκείνος ξεψυχούσε, η πρόκειται για μία… ποιητική (ο θεός να την κάνει) προσέγγιση του τετελεσμένου, σε κάθε περίπτωση, όμως, ομιλούμε για ασέβεια. Κατ’ εμέ προσβάλλεται μία ύπατη ανθρώπινη στιγμή. Δε θέλω να το τραβήξω άλλο. Γιατί υπάρχει κι άλλο, που σχετίζεται με το περιεχόμενο της ασέβειας.
Και πιο κάτω: «Σκέφτομαι πως αν ο Σαββόπουλος πάντρεψε την παράδοση με το ροκ στη χώρα μας, ο Παπάζογλου ήταν εκείνος που ένωσε το ρεμπέτικο και το αυθεντικό λαϊκό με τον ηλεκτρικό ήχο. Στις φλέβες του κυλούσαν ο Μπάτης, ο Δεληάς, ο Demetrio Stratos και ο Bob Dylan». Και ακόμη πιο κάτω: «Αγάπησε (ο Παπάζογλου) με πάθος τη νεότητα και, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, την τεχνολογική πρόοδο στην τέχνη που ασκούσε». Αδυνατώ να κάνω το παραμικρό σχόλιο στο πρώτο απόσπασμα – τα είπα εξάλλου – ενώ, αλήθεια, δεν κατάλαβα πως μπερδεύτηκε στη μέση ο Χατζιδάκις.
Ο Παπάζογλου ήταν κατσαβιδάς, είχε στήσει ένα στούντιο μόνος του (όπως έχει πει) και γνώριζε τα της ηχοληψίας. Είχε κάνει κάτι αντίστοιχο ο Χατζιδάκις; Είχε στήσει κανένα στούντιο; Επειδή είχε PC ο Χατζιδάκις (έτσι κάπου έχω διαβάσει) – κι εγώ είχα PC από το 1987, έναν Amstrad 6128 και άλλοι μπορεί να είχαν από πιο πριν, και τι έγινε; – σημαίνει τούτο ότι μπορεί να παραλληλίζεται με τον Παπάζογλου; Τι σχέση έχει ο κατσαβιδάς (τιμώ τη λέξη, δεν τη λέω υποτιμητικώς, υπήρξα κι εγώ μιαν εποχή ένας μικρός κατσαβιδάς, ξεκοκκαλίζοντας την Τεχνική Εκλογή και το Μικρό Επιστήμονα, ακόμη έχω δίπλα μου τα κολλητήρια και τα πολύμετρα) με τον χρήστη ενός PC; Αφήνω δε εκείνο το «αγάπησε με πάθος τη νεότητα»… λες και όλοι οι άλλοι αγαπήσανε με πάθος τα γεράματα.
Ρε, γράψτε δυο πράγματα καθαρά και ξάστερα. Αφήστε τις ποιητικούρες κατά μέρος. Πείτε δυο λόγια. Δώστε δυο στοιχεία. Καταγράψτε μια κρίση σας, αφού πρώτα έχετε ψάξει το αντικείμενό σας. Και κυρίως αμφισβητείστε ό,τι ακούτε από ’δω κι από ’κει. Μην αναπαράγετε ό,τι κυριαρχεί. Με αγάπη σας το λέω. Ρίξτε στα γραπτά σας το σπέρμα της ανατροπής. Απευθύνεστε, απευθυνόμαστε στον κόσμο. Σε πέντε, δέκα, εκατό, χίλιους… δεν έχει σημασία. Φτύστε τη μασημένη τροφή. Κάψτε τα σύμβολα, που σας τα έκαναν κατάπλασμα, και αναδείξτε τα δικά σας. Μέχρι να τα γκρεμίσετε κι εκείνα…
Ένα μεθοδολογικό «λάθος» που κάνει ο Αναστασόπουλος –και άλλοι διάφοροι– είναι πως μπερδεύει τη διάχυση αυτών των υβριδίων, την εμπορικοποίησή τους (δεν χρησιμοποιώ τη λέξη με αρνητικό βάρος), το… χορέψτε γιατί χανόμαστε δηλαδή των early 80s, με την ανάγκη των μουσικών να συγκεράσουν επιρροές και αναφορές από… αρχαιοτάτων χρόνων. Όταν λοιπόν γράφει ο Αναστασόπουλος πως «στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η σύγχρονη μουσική σκηνή επιδιδόταν σε απρόσμενες μείξεις. Από το τσιγγάνικο πανκ των Gogol Bordello(…) μέχρι την επιτυχία του Μάνου Τσάο με έναν οικουμενικό ήχο με λάτιν μελωδίες, αφρικανικά κρουστά και χιπ χοπ φωνητικά(…)» θα πρέπει κάποιος να του υπενθυμίσει πως αυτά συνέβαιναν ήδη από την δεκαετία του ’50 (ου μην αλλά και νωρίτερα), για να πάρουν διαστάσεις «φαινομένου» στα sixties και τα seventies.
Σιγά, μην περιμέναμε τον Manu Chao, για ν’ ακούσουμε λάτιν μελωδίες με αφρικανικά κρουστά (αχ κατακαημένη Σενεγάλη των seventies!), ή τους Gogol Bordello για ν’ ακούσουμε τσιγγάνικο πανκ. Τσιγγάνικο πανκ έπαιζαν οι Ensemble Sincron στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου ήδη από τα sixties, μπροστά στους οποίους οι Gogol Bordello ηχούν στ’ αυτιά μου κάπως σαν τού… κατηχητικού. Στο βίντεο οι Sincron στο φοβερό “In gara la leordeni” κι εδώ http://is.gd/XOzOvx το «γνήσιο» τσιγγάνικο κομμάτι...
Διονύσης Σαββόπουλος («Μπάλλος», «Το Βρώμικο Ψωμί»), Γιάννης Σπάθας και Τάσος Χαλκιάς (όχι «Πετρολούκας Χαλκιάς», τον οποίον αναφέρει ο Αναστασόπουλος ως βασική επιρροή του Σπάθα), Γιώργος Τρανταλίδης και Γιώργος Κόρος και όλες οι ανάλογες συνεργασίες που αναφέρονται στο κείμενο δεν σηματοδοτούν τίποτα περισσότερο από εκείνο, το οποίον οφείλει κάθε μουσικός να πράττει. Να ψάχνει και να ψάχνεται με ό,τι έμαθε, ό,τι του παραδόθηκε και ό,τι ανακαλύπτει στην πορεία. Έτσι, βρίσκω παντελώς ατυχή την αποστροφή του Γιάννη Αγγελάκα, ο οποίος λέει κάπου: «αν σκεφτείς ότι μεγαλώσαμε βλέποντας τους χουντικούς να χορεύουν με κλαρίνα, πώς ν’ ακούσουμε δημοτικά;». Αυτό, μα τω θεώ, δεν το καταλαβαίνω. Όταν ο Σαββόπουλος έγραφε το «Μπάλλο» και τη «Μαύρη Θάλασσα» δεν έβλεπε τους χουντικούς να χορεύουν δημοτικά; Όταν ο Γκαϊφύλλιας ηλέκτριζε τη «Γαλανή Γαλαζιανή» και το «Αραμπάς περνά», οι Sounds τον «Μενούση», η Κωχ τον «Γιάννη» και τον «Σμυρνέικο χορό» (κλαρίνο, το… μιαρό χουντικό όργανο, στον δικό της «Αραμπά» έπαιζε ο Φίλιππος Τσεμπερούλης), όταν οι Gazuama Sincharchas αυτοσχεδίαζαν πάνω σε δημοτικούς σκοπούς στο punk δισκάκι τους «Ανύψωση-αποτίναξη εκφυγή» (1972), όταν ο Νίκος Χουλιαράς εναρμόνιζε μέσα στη χούντα (1968) 6 ηπειρώτικα δημοτικά με τη βοήθεια του Νότη Μαυρουδή, όταν ο Κουγιουμτζής ηχογραφούσε τον «Τσάμικο χορό» στο «Ηλιοσκόπιο», όταν ο Λίνος Κόκοτος έσπερνε τον «Μπάλλο» του στο δικό του «Κήπο», όταν ο Μαρκόπουλος «χρησιμοποιούσε» το κλαρίνο του Τάσου Χαλκιά (π.χ. στον «Στρατή Θαλασσινό…») όλοι αυτοί δεν έβλεπαν τους χουντικούς να χορεύουν συρτά και τσάμικα; Τους έβλεπαν, αλλά δεν τους ένοιαζε. Οι συνθέτες και οι μουσικοί έπρατταν εκείνο στο οποίο οδηγούνταν από τις γνώσεις και το ταλέντο τους. Είπαμε, η χούντα ήταν χούντα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε κανέναν ν’ ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι και να το «διαστρέψει» όπως εκείνος νόμιζε. Άρα, το ζήτημα δεν είναι τι έκαναν οι χουντικοί. Το ζήτημα είναι τι έκαναν όλοι οι υπόλοιποι.
Την ίδια, για μένα λανθασμένη, άποψη έχει και ο Νίκος Πορτοκάλογλου όταν λέει πως «με τη χούντα δεν ταυτίστηκε μόνο το κλαρίνο και το καλαματιανό, αλλά ακόμα και το λαϊκό τραγούδι».
Να το ξεκαθαρίσω. Το κλαρίνο και το λαϊκό τραγούδι ταυτίστηκε με τη χούντα μόνον από ’κείνους που ήθελαν να το ταυτίσουν. Όσοι δεν το ταύτιζαν προχωρούσαν, κάνοντας τη δουλειά τους (για το κλαρίνο τά’παμε πριν). Ένα θα πω, τώρα, για το λαϊκό τραγούδι. Τα καλύτερα λαϊκά του ο Άκης Πάνου τα έγραψε επί χούντας. Βρέθηκε ποτέ κανείς να χαρακτηρίσει τα τραγούδια του ως τής… χουντικής εποχής; Ουδείς. Ούτε κατά διάνοια. Στιγματιζόταν κανείς στη Μεταπολίτευση τραγουδώντας τον «Πυρετό»; Αλλά και όταν λέμε μουσική Μεταπολίτευση τι ακριβώς εννοούμε; Δεν ξέρω οι άλλοι. Εγώ εννοώ δυο-τρία χρόνια μουσικής παραγωγής, αφού από το ’77 και μετά το άμεσο «πολιτικό» στίγμα στο τραγούδι είχε αρχίσει σιγά-σιγά να περιορίζεται. Και που ήταν, τότε, το πρόβλημα με το κλαρίνο, ας πούμε; Κλαρίνο δεν χρησιμοποιούσε ακόμη και ο Μούτσης στην «Τετραλογία» (Θ. Αραπίδης), ο Χατζιδάκις στα «Παράλογα» (Ν. Γκίνος), ο Χάλαρης στους «Δροσουλίτες» (Δημήτρης Γκάγκας), ο Μαρκόπουλος στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους « (Τάσος Χαλκιάς);
Όταν το κλαρίνο και τα δημοτικά ακούσματα ήταν εντελώς απενοχοποιημένα για όλα τα προαναφερόμενα ονόματα, πώς είναι δυνατόν να εμφανίζονταν ενοχοποιημένα στ’ αυτιά του Αγγελάκα και δεν ξέρω ποιων άλλων ακόμη;
Επιτέλους, ας λήξουμε με αυτά τα χουντικά κατάλοιπα. Έχουν περάσει 40+ χρόνια από τότε. Δεν φταίει η χούντα για τα τρία κακά τής μουσικής μας μοίρας. Αν για κάτι ευθύνεται είναι γιατί δεν παρείχε την άνεση στον Μαστοράκη να φέρει το καλοκαίρι του ’67 τους Kinks και τους Animals (όπως σχεδίαζε) στην Αθήνα (και αιτία ήταν, φυσικά, τα γεγονότα στη συναυλία των Rolling Stones). Είναι γιατί «κόπηκαν» οι μεγάλες ροκ (και jazz και blues) συναυλίες, εκείνες που θα μπορούσε να είχαν συμβεί το ’68 και το ’69. Όχι, βεβαίως, πως δεν έπαιξαν «ξένα» συγκροτήματα και καλλιτέχνες του rock και της jazz στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη τα χουντικά χρόνια (μέχρι και ο Stan Getz εμφανίστηκε στον Λυκαβηττό με τους Chick Corea, Roy Haynes κ.ά. τον Ιούλιο του ’67), αλλά εν πάση περιπτώσει αυτά τα ονόματα ήταν λίγα, εν σχέσει μ’ εκείνα που θα μπορούσε να είχαν έλθει. (Αν και έχω την αίσθηση πως η χούντα, μάλλον, δε θα είχε κανένα πρόβλημα, αν κάποιος διοργανωτής αποφάσιζε να φέρει τους Pink Floyd ή τους Deep Purple στην Αθήνα του ’72). Και εννοείται πως ούτε αυτή η κατάσταση εμπόδισε τον Ρωμανό, τον Σαββόπουλο, τον Πουλικάκο, τον Γκαϊφύλλια και τόσους άλλους να κάνουν το δικό τους rock, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια και τις «ξένες» συναυλίες και την underground κουλτούρα (που αμφιβάλλω αν όλοι τούτοι είχαν ακούσει κάτι περί αυτής – ok, εξαιρώ τον Πουλικάκο).
Και λέει πιο κάτω ο Πορτοκάλογλου: «Βρήκα τη σχέση μου με το λαϊκό τραγούδι πιο νωρίς.(…) Γι’ αυτό και οι Φατμέ φέρνανε σε αμηχανία τους ροκάδες και τους λαϊκούς. Κάναμε μία σύνθεση των δύο κόσμων». Δεν ξέρω πόσο νωρίς βρήκε τη σχέση του με το λαϊκό τραγούδι ο Πορτοκάλογλου, όμως όσον αφορά στους Φατμέ, το πρώτο LP τους, ως ήχος χρωστούσε περισσότερο στους Police, παρά στον Άκη Πάνου. Αλλά και στο δεύτερο, το οριακό «Ψέμματα», η ροκιά βασίλευε παρ’ όλο το λαϊκό ρεφρέν του φερώνυμου κομματιού. Κάτι συνέβαινε, ok. Άλλο αυτό και άλλο να εμφανίζεται ο Πορτοκάλογλου ως πρωτοπόρος (δεν έκανε, πρώτος αυτός, τη «σύνθεση των δύο κόσμων»). Το τονίζω και πάλι. Η ιστορία δεν γράφεται μόνο με χοντρά γράμματα, γράφεται και με ψιλά. Ή και με χοντρά που περνάνε απαρατήρητα. Υπάρχει μια ροή στο ποτάμι, από ’κει που ξεκινάει φθάνοντας στη θάλασσα.
Και να λοιπόν, κάπου στη μέση του ποταμού (1964), ο Γεράσιμος Λαβράνος, στις δύο “Rebeta Nova”, ν’ αλλάζει τα φώτα σε μεγάλες λαϊκές επιτυχίες της εποχής, κάνοντάς τες rock, latin, swing ακόμη και ska(!). «Όσο αξίζεις εσύ», «Τόπες και τόκανες», «Άμα θες να φύγης, φύγε», «Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις», «Κάθε λιμάνι και καϋμός», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα καβουράκια», όλα υπέκυψαν στην μπαγκέτα του τρανού μαέστρου. Μια χαρά λένε ο Πορτοκάλογλου με τους Φατμέ το «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα», αλλά όποιος δεν έχει ακούσει το swinging της «Συννεφιασμένης Κυριακής» δια χειρός Λαβράνου δεν έχει ακούσει τίποτα (που λέει ο λόγος). Κι αυτό περί «αμηχανίας» δεν έχει νόημα. Δεν νομίζω να ένοιωσε κανείς αμηχανία όταν άκουσε τους Πολέμα Μποκιού με τον Βλάση Μπονάτσο να τραγουδούν το «Κάποιος πεθαίνει» (1972), ένα καθαρό rock ζεϊμπέκικο, χρόνια πριν πράξουν τα παρεμφερή ο Παπάζογλου και όλοι οι υπόλοιποι. Και δε μιλάω για το «Ζεϊμπέκικο» του Σαββόπουλου, γιατί αυτό το ξέρουν όλοι… Να μιλήσω όμως για τον Γιώργο Πιλάλα, που όλοι τον ξεχνούν όταν καταγράφουν τις… ανομολόγητες σχέσεις rock και λαϊκού (υπενθυμίζω την «Επιθυμία» του από το 1983, που ήταν «σκύλος», αλλά «ράτσας») και βεβαίως για τον Aris San, που είναι ένα κεφάλαιο από μόνος του (ασχέτως αν τούτο γράφτηκε στο Ισραήλ).
Το λαϊκό και το δημοτικό τραγούδι «διαστρέφονταν» από πολύ νωρίς, πολύ πριν επιχειρήσουν σ’ αυτό τον τομέα (με επιτυχία – δε λέω όχι, πώς θα μπορούσα;) οι μουσικοί των eighties. Από τότε που οι Forminx τραγουδούσαν το “Mandjourana’s shake” (1965), από τότε που ο Ζακ Ιακωβίδης έκανε latin το «Άναψε το τσιγάρο» του Κλουβάτου, από τότε (1967) που ο Μίμης Πλέσσας «ψυχεδέλιζε» την «Καραγκούνα» και τον «Μενούση». Ακόμη και ο ευρύτερος «ήχος της Ομόνοιας», όπως έχω ξαναγράψει, ήδη από τα seventies (Βούλα Πάλλα, Καίτη Ντάλη, Γιώργος Αιγύπτιος, Γιώργος Μπουλουγουράς…) είχε συνδέσει rock και «λαϊκά» καιρό πριν επιχειρήσουν το ίδιο οι… κουλτουριάρηδες.
Για να μην πάω στα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες του εξωτερικού, μια κι εκεί χάνεται η μπάλα. Να υπενθυμίσω πράγματα γνωστά, όπως την «Μισιρλού» με τον Dick Dale που είναι το μισό surf και κάτι παραπάνω (το υπόλοιπο είναι το “Hava nagila”); Να υπενθυμίσω τους Devil’s Anvil που έπαιξαν, άλλως πως, το “Kley” («Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα») του Θεοδωράκη; Να θυμηθώ τους Kaleidoscope (και τόσους άλλους); Να γράψω για τη Σουηδία και τους Arbete och Fritid (1971), όταν διασκεύαζαν δύο ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς στο “Tva grekiska latar” (την «Καραγκούνα» κι έναν «Πηδηχτό») ηχώντας σαν τους… Mode Plagal; Ξανά από τη Σουηδία, να ανακαλέσω στη μνήμη μου τους Archimedes Badkar (1977), που έδωσαν μία από τις ωραιότερες versions του “Tzivaeri”; Να μείνω στη Φινλανδία και τους Piirpauke, που διασκεύαζαν ήδη από το 1976 έναν «Καλαματιανό»; Είναι δεκάδες τα παραδείγματα (κάποτε πρέπει να τα συγκεντρώσω). Η μουσική ταξιδεύει. Ακόμη και αν δεν ταξιδεύουν οι μουσικοί, μπορεί να ταξιδεύει η φαντασία τους. Και για πολλούς συμβαίνει.
Έτσι, όταν ο Νίκος Πορτοκάλογλου βγάζει την πικρία του για την άνθηση της αγγλόφωνης σκηνής λέγοντας πως «ακόμα ονειρεύομαι πιτσιρικάδες από τα Γιάννενα να παίζουν ένα μείγμα ψυχεδέλειας και ηπειρώτικων ή Κρητικούς που να παίζουν ρέιβ κρητικά. Αντί γι’ αυτό υπάρχει τώρα ο ενθουσιασμός για την αγγλόφωνη σκηνή, που κρύβει απλώς το φόβο για την καταγωγή μας», θα πρέπει κάποιος να πει πως τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς (κάτι λέει και ο Αναστασόπουλος), πως κανείς δεν φοβάται για την καταγωγή του (απεναντίας!), και πως οι Raining Pleasure, ο Biomass, η May Roosevelt (που έκανε, προσφάτως, ένα ολόκληρο ελληνικότατο electro), ακόμη και η Monika και άλλοι έχουν ήδη ενσωματώσει ελληνικά στοιχεία στις μουσικές τους, και θα το πράξουν και στο μέλλον. Αυτή είναι η «μοίρα» του εντόπιου μουσικού. Του κάθε μουσικού, που ψάχνεται και ψάχνει. Κι εγώ μπορεί να περιμένω ακόμη (όχι πως σκάω κιόλας) εκείνο το ελληνικό γκρουπ που θα αποτίσει φόρο τιμής στις παραγνωρισμένες από τους κουλτουριάρηδες φωνές της Φωτεινής Μαυράκη και της Έλενας Γιαννακάκη ας πούμε (δεν εννοώ διασκευάζοντας τραγούδια τους), αλλά δεν βγαίνω να τσιγγουνεύομαι λόγια για όσους δεν το κάνουν. Οφείλουμε να είμαστε γαλαντόμοι, και να αποδεχόμαστε το νέο (και ωραίο) δίχως δεύτερες σκέψεις και μισόλογα.
«Κάπου εκεί εντάσσονται και ευφάνταστοι μουσικοί όπως ο Νίκος Παπάζογλου που έβαλε το λαϊκό τραγούδι στη ροκ σκηνή», συνεχίζει ακάθεκτος ο Αναστασόπουλος, αλλά, νομίζω, πως σ’ αυτού του είδους τα τσιτάτα ήδη απάντησα.
(αναγκαστικό update - 29/4)
Πήρα πριν από λίγο τη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, που βγήκε σήμερα Παρασκευή και αφού διάβασα τον Κοροβέση και τον Ξανθούλη, ρίχνοντας μια ματιά στα φορολογικά, ξεφύλλισα εν τάχει τη Βιβλιοθήκη (29/4/2011). Πρόσεξα λοιπόν εκεί μία νεκρολογία του Αντώνη Μποσκοΐτη στον Νίκο Παπάζογλου, όπου ανάμεσα σε άλλα διάβαζες. «Ο Νίκος Παπάζογλου έσβησε στην οικία του, στα 63 του, με το τρανζιστοράκι να παίζει δίπλα του την Αδελφή Μορφίνη των Rolling Stones». Δεν ξέρω αν ο συντάκτης βρισκόταν στο προσκέφαλο του μακαρίτη τραγουδοποιού, όταν εκείνος ξεψυχούσε, η πρόκειται για μία… ποιητική (ο θεός να την κάνει) προσέγγιση του τετελεσμένου, σε κάθε περίπτωση, όμως, ομιλούμε για ασέβεια. Κατ’ εμέ προσβάλλεται μία ύπατη ανθρώπινη στιγμή. Δε θέλω να το τραβήξω άλλο. Γιατί υπάρχει κι άλλο, που σχετίζεται με το περιεχόμενο της ασέβειας.
Και πιο κάτω: «Σκέφτομαι πως αν ο Σαββόπουλος πάντρεψε την παράδοση με το ροκ στη χώρα μας, ο Παπάζογλου ήταν εκείνος που ένωσε το ρεμπέτικο και το αυθεντικό λαϊκό με τον ηλεκτρικό ήχο. Στις φλέβες του κυλούσαν ο Μπάτης, ο Δεληάς, ο Demetrio Stratos και ο Bob Dylan». Και ακόμη πιο κάτω: «Αγάπησε (ο Παπάζογλου) με πάθος τη νεότητα και, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, την τεχνολογική πρόοδο στην τέχνη που ασκούσε». Αδυνατώ να κάνω το παραμικρό σχόλιο στο πρώτο απόσπασμα – τα είπα εξάλλου – ενώ, αλήθεια, δεν κατάλαβα πως μπερδεύτηκε στη μέση ο Χατζιδάκις.
Ο Παπάζογλου ήταν κατσαβιδάς, είχε στήσει ένα στούντιο μόνος του (όπως έχει πει) και γνώριζε τα της ηχοληψίας. Είχε κάνει κάτι αντίστοιχο ο Χατζιδάκις; Είχε στήσει κανένα στούντιο; Επειδή είχε PC ο Χατζιδάκις (έτσι κάπου έχω διαβάσει) – κι εγώ είχα PC από το 1987, έναν Amstrad 6128 και άλλοι μπορεί να είχαν από πιο πριν, και τι έγινε; – σημαίνει τούτο ότι μπορεί να παραλληλίζεται με τον Παπάζογλου; Τι σχέση έχει ο κατσαβιδάς (τιμώ τη λέξη, δεν τη λέω υποτιμητικώς, υπήρξα κι εγώ μιαν εποχή ένας μικρός κατσαβιδάς, ξεκοκκαλίζοντας την Τεχνική Εκλογή και το Μικρό Επιστήμονα, ακόμη έχω δίπλα μου τα κολλητήρια και τα πολύμετρα) με τον χρήστη ενός PC; Αφήνω δε εκείνο το «αγάπησε με πάθος τη νεότητα»… λες και όλοι οι άλλοι αγαπήσανε με πάθος τα γεράματα.
Ρε, γράψτε δυο πράγματα καθαρά και ξάστερα. Αφήστε τις ποιητικούρες κατά μέρος. Πείτε δυο λόγια. Δώστε δυο στοιχεία. Καταγράψτε μια κρίση σας, αφού πρώτα έχετε ψάξει το αντικείμενό σας. Και κυρίως αμφισβητείστε ό,τι ακούτε από ’δω κι από ’κει. Μην αναπαράγετε ό,τι κυριαρχεί. Με αγάπη σας το λέω. Ρίξτε στα γραπτά σας το σπέρμα της ανατροπής. Απευθύνεστε, απευθυνόμαστε στον κόσμο. Σε πέντε, δέκα, εκατό, χίλιους… δεν έχει σημασία. Φτύστε τη μασημένη τροφή. Κάψτε τα σύμβολα, που σας τα έκαναν κατάπλασμα, και αναδείξτε τα δικά σας. Μέχρι να τα γκρεμίσετε κι εκείνα…
Τρίτη 26 Απριλίου 2011
ST. LOUIS UNION και κάτι από… BOB SEGER
Στα χρόνια του ’80 αγόραζα, ανάμεσα σε άλλες συλλογές, και τους τόμους των γερμανικών “Broken Dreams”, που κυκλοφορούσαν από τη Line/OutLine Records. Στο Vol.2 της σειράς, το “Hopes and Glories of British Rock 1963-1969” [OLLP 5316 AS, 1983] μου είχε πάρει το σκαλπ ένα τραγούδι, που, όσες φορές και να το άκουσα έκτοτε, πάντα με συνάρπαζε. Ήταν το “East Side story” με τους St. Louis Union.
Εκείνη την εποχή διάβαζες στο οπισθόφυλλο τού άλμπουμ πως η μπάντα ήταν από το Manchester, πως είχε κερδίσει ένα διαγωνισμό beat συγκροτημάτων που είχε διοργανώσει το Melody Maker το 1965, και πως είχε καταφέρει εκείνη την εποχή (1966) να εκδώσει τρία 45άρια. Στο πρώτο τους διασκεύαζαν το “Girl” των Beatles κάνοντάς το επιτυχία, ενώ στο τρίτο τους ακουγόταν το “East Side story”, κομμάτι για το οποίο πήδαγα κι από το τρένο… Στην μπάντα έπαιζαν οι: Tony Cassidy φωνή, Keith Millar κιθάρα, John Nichols μπάσο, Dave Webb ντραμς, Dave Tomlinson όργανο και Alex Kirby σαξόφωνα. Χρόνια αργότερα, στο γνωστό βιβλίο του Vernon Joynson “The Tapestry of Delights” [Borderline Productions, Telford, 1995] δεν εύρισκες να διαβάσεις κάτι περισσότερο και το πράγμα το παράτησα – αφού είχα αδιαφορήσει εν τω μεταξύ για τις ιντερνετικές πηγές –, μέχρι και πριν από λίγες μέρες…
Προσφάτως έπεσε στα χέρια μου o πιο τελευταίος τόμος της σειράς “Rare Mod»· ο “Volume 3/ A third volume of 60s rhythm n’ blues, psych & soul” [Acid Jazz AJXLP238, 2011]. Το άλμπουμ που είναι η απόλυτη απόλαυση – θα γράψω στο άμεσο μέλλον γι’ αυτό – περιέχει κι ένα ανέκδοτο κομμάτι των St. Louis Union, που έχει τίτλο “About my girl”. Κλασικό mod/r&b διακρίνεται για την παθιασμένη ερμηνεία του Cassidy, αλλά και για το killer organ break (κατά τα λεγόμενα του οργανίστα Tomlinson, η βασική του επιρροή ήταν τότε ο Jimmy McGriff). Στο ένθετο που συνοδεύει τη συλλογή της Acid Jazz διαβάζω ακόμη κάποια στοιχεία για τους St. Louis Union.
H μπάντα μαζεύτηκε για να παίζει τραγούδια των Bo Diddley, Jimmy Reed και Muddy Waters και το αρχικό της όνομα ήταν The Satanists! (Ο Tomlinson τους είχε βαφτίσει έτσι επηρεασμένος από τις… μαύρες νουβέλες του Dennis Wheatley). Αργότερα, μέσα στο 1965, όταν απέκτησαν manager, οι Σατανιστές δεν άλλαξαν απλώς τ’ όνομά τους, αλλά και το στυλ των τραγουδιών τους, περνώντας από τα πούρα r&b, σε πιο jazzy και soul κομμάτια, φθάνοντας να παίζουν μέχρι και στο Twisted Wheel (το γνωστό club του Manchester, τον ναό της northern soul). Τότε ήταν, όταν τους πήρε υπό την προστασία του ο άρχων DJ Roger Earle, μαθαίνοντάς τους τραγούδια του Bobby Bland, του Jimmy Witherspoon και άλλων συναφών. Οι Paul “Smiler” Anderson και Damian Jones που υπογράφουν τις σημειώσεις στη συλλογή της Acid Jazz κάνουν λόγο, και αυτοί, για κάποιο διαγωνισμό (στο London’s Wimbledon Palais), στον οποίο σάρωσαν οι St. Louis Union κερδίζοντας υποτροφία, όργανα της Vox, και το κυριότερο ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με την Decca. Μάλιστα σ’ εκείνες τις πρώτες τους εγγραφές φαίνεται πως καραδοκούσε ο Jimmy Page για να παίξει τις κιθάρες (γνωστός ποντικός των βρετανικών στούντιο), αλλά μόλις διαπίστωσε πως ο Keith Millar ήταν κάτι παραπάνω από επαρκής, αποχώρησε.
Το πρώτο single ήταν το “Girl/ Respect” [Decca F.12318, 1966], με το τραγούδι των Beatles να μπαίνει στο Top 50 την 5/2/1966, φθάνοντας μέχρι την 11η θέση – άρα το single πρέπει να βγήκε προς τα τέλη του ’65 και ας αναγράφεται «1966» στο label – αν και το “Respect” άξιζε πολύ περισσότερο (http://is.gd/TfCph6). Δεύτερο 45άρι, πάντα μέσα στο ’66 (22/4/1966), το “Behind the door/ English tea” [Decca F.12386]. Το πρώτο ήταν ένα τραγούδι του Graham Gouldman, ενώ το flip side ένα οργανικό από ’κείνα που είναι φτιαγμένα για ξεβίδωμα. Τρίτο δισκάκι το “East Side story/ Think about me” [Decca F.12508, 1966]. Κι είμαστε εδώ ακριβώς.
Το “East Side story” ήταν μία απίστευτη mod-soul εκδοχή ενός, ούτως ή άλλως, σπουδαίου τραγουδιού, που είχε ηχογραφήσει-κυκλοφορήσει λίγους μήνες νωρίτερα ο Bob Seger. Αναφέρομαι στην πρώτη πλευρά από το single “East Side story/ East side sound” που είχε βγει στην Hideout [H-1013] του Detroit, το 1966 και το οποίον είχε δώσει, άμεσα, τη δυνατότητα στον Seger για ένα συμβόλαιο με μεγαλύτερη εταιρία. Κάπως έτσι ξαναβγήκε μέσα στην ίδια χρονιά το “East Side story/ East side sound” στην Cameo-Parkway [C-438], ως Bob Seger & The Last Heard αυτή τη φορά. Προφανώς, τσίμπησαν από κάπου το τραγούδι οι St. Louis Union ή ο παραγωγός τους Tony Clarke (παραγωγός, επίσης, των Moody Blues, των Equals και διαφόρων άλλων) κι έτσι έγινε το τσαφ.
Η κόντρα για μένα έχει νικητή, αλλά για άλλους μπορεί και να μην έχει. Ή μπορεί να έχει, αλλά να νικάει ο... άλλος.
Εκείνη την εποχή διάβαζες στο οπισθόφυλλο τού άλμπουμ πως η μπάντα ήταν από το Manchester, πως είχε κερδίσει ένα διαγωνισμό beat συγκροτημάτων που είχε διοργανώσει το Melody Maker το 1965, και πως είχε καταφέρει εκείνη την εποχή (1966) να εκδώσει τρία 45άρια. Στο πρώτο τους διασκεύαζαν το “Girl” των Beatles κάνοντάς το επιτυχία, ενώ στο τρίτο τους ακουγόταν το “East Side story”, κομμάτι για το οποίο πήδαγα κι από το τρένο… Στην μπάντα έπαιζαν οι: Tony Cassidy φωνή, Keith Millar κιθάρα, John Nichols μπάσο, Dave Webb ντραμς, Dave Tomlinson όργανο και Alex Kirby σαξόφωνα. Χρόνια αργότερα, στο γνωστό βιβλίο του Vernon Joynson “The Tapestry of Delights” [Borderline Productions, Telford, 1995] δεν εύρισκες να διαβάσεις κάτι περισσότερο και το πράγμα το παράτησα – αφού είχα αδιαφορήσει εν τω μεταξύ για τις ιντερνετικές πηγές –, μέχρι και πριν από λίγες μέρες…
Προσφάτως έπεσε στα χέρια μου o πιο τελευταίος τόμος της σειράς “Rare Mod»· ο “Volume 3/ A third volume of 60s rhythm n’ blues, psych & soul” [Acid Jazz AJXLP238, 2011]. Το άλμπουμ που είναι η απόλυτη απόλαυση – θα γράψω στο άμεσο μέλλον γι’ αυτό – περιέχει κι ένα ανέκδοτο κομμάτι των St. Louis Union, που έχει τίτλο “About my girl”. Κλασικό mod/r&b διακρίνεται για την παθιασμένη ερμηνεία του Cassidy, αλλά και για το killer organ break (κατά τα λεγόμενα του οργανίστα Tomlinson, η βασική του επιρροή ήταν τότε ο Jimmy McGriff). Στο ένθετο που συνοδεύει τη συλλογή της Acid Jazz διαβάζω ακόμη κάποια στοιχεία για τους St. Louis Union.
H μπάντα μαζεύτηκε για να παίζει τραγούδια των Bo Diddley, Jimmy Reed και Muddy Waters και το αρχικό της όνομα ήταν The Satanists! (Ο Tomlinson τους είχε βαφτίσει έτσι επηρεασμένος από τις… μαύρες νουβέλες του Dennis Wheatley). Αργότερα, μέσα στο 1965, όταν απέκτησαν manager, οι Σατανιστές δεν άλλαξαν απλώς τ’ όνομά τους, αλλά και το στυλ των τραγουδιών τους, περνώντας από τα πούρα r&b, σε πιο jazzy και soul κομμάτια, φθάνοντας να παίζουν μέχρι και στο Twisted Wheel (το γνωστό club του Manchester, τον ναό της northern soul). Τότε ήταν, όταν τους πήρε υπό την προστασία του ο άρχων DJ Roger Earle, μαθαίνοντάς τους τραγούδια του Bobby Bland, του Jimmy Witherspoon και άλλων συναφών. Οι Paul “Smiler” Anderson και Damian Jones που υπογράφουν τις σημειώσεις στη συλλογή της Acid Jazz κάνουν λόγο, και αυτοί, για κάποιο διαγωνισμό (στο London’s Wimbledon Palais), στον οποίο σάρωσαν οι St. Louis Union κερδίζοντας υποτροφία, όργανα της Vox, και το κυριότερο ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με την Decca. Μάλιστα σ’ εκείνες τις πρώτες τους εγγραφές φαίνεται πως καραδοκούσε ο Jimmy Page για να παίξει τις κιθάρες (γνωστός ποντικός των βρετανικών στούντιο), αλλά μόλις διαπίστωσε πως ο Keith Millar ήταν κάτι παραπάνω από επαρκής, αποχώρησε.
Το πρώτο single ήταν το “Girl/ Respect” [Decca F.12318, 1966], με το τραγούδι των Beatles να μπαίνει στο Top 50 την 5/2/1966, φθάνοντας μέχρι την 11η θέση – άρα το single πρέπει να βγήκε προς τα τέλη του ’65 και ας αναγράφεται «1966» στο label – αν και το “Respect” άξιζε πολύ περισσότερο (http://is.gd/TfCph6). Δεύτερο 45άρι, πάντα μέσα στο ’66 (22/4/1966), το “Behind the door/ English tea” [Decca F.12386]. Το πρώτο ήταν ένα τραγούδι του Graham Gouldman, ενώ το flip side ένα οργανικό από ’κείνα που είναι φτιαγμένα για ξεβίδωμα. Τρίτο δισκάκι το “East Side story/ Think about me” [Decca F.12508, 1966]. Κι είμαστε εδώ ακριβώς.
Το “East Side story” ήταν μία απίστευτη mod-soul εκδοχή ενός, ούτως ή άλλως, σπουδαίου τραγουδιού, που είχε ηχογραφήσει-κυκλοφορήσει λίγους μήνες νωρίτερα ο Bob Seger. Αναφέρομαι στην πρώτη πλευρά από το single “East Side story/ East side sound” που είχε βγει στην Hideout [H-1013] του Detroit, το 1966 και το οποίον είχε δώσει, άμεσα, τη δυνατότητα στον Seger για ένα συμβόλαιο με μεγαλύτερη εταιρία. Κάπως έτσι ξαναβγήκε μέσα στην ίδια χρονιά το “East Side story/ East side sound” στην Cameo-Parkway [C-438], ως Bob Seger & The Last Heard αυτή τη φορά. Προφανώς, τσίμπησαν από κάπου το τραγούδι οι St. Louis Union ή ο παραγωγός τους Tony Clarke (παραγωγός, επίσης, των Moody Blues, των Equals και διαφόρων άλλων) κι έτσι έγινε το τσαφ.
Η κόντρα για μένα έχει νικητή, αλλά για άλλους μπορεί και να μην έχει. Ή μπορεί να έχει, αλλά να νικάει ο... άλλος.
Δευτέρα 25 Απριλίου 2011
OBRIGADO OTELO
Θα μπορούσε, ενδεχομένως, μία ιστορική πολιτικοκοινωνική επέτειος, όπως η Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία την 25η Απριλίου 1974 (37 χρόνια πριν δηλαδή), να δώσει αφορμή για ένα μουσικό κείμενο; Φυσικά. Και για διαφόρους λόγους. Ένας, ας πούμε, είναι το άλμπουμ Obrigado Otelo (Σ’ ευχαριστούμε Otelo) αφιερωμένο στον Otelo de Carvalho, έναν από τους ιδρυτές του MFA (Movimento das Forcas Armadas ή επί το ελληνικότερον Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων) και πρωτεργάτη της πορτογαλικής δημοκρατίας. Ο διπλός αυτός δίσκος βινυλίου κυκλοφόρησε την 25η Απριλίου του 1989 στη Γαλλία όχι για να εορτασθεί η 15ετία (τότε) της Revolucao dos Cravos, αλλά γιατί ο Otelo de Carvalho, κατηγορούμενος για τρομοκρατία βρισκόταν ήδη μία 5ετία στη φυλακή. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε από την C.E.D.R.I. [LDA 574903.04] δηλ. την Comite European pour la Defense des Refugies et Immigres (Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Υπεράσπιση των Προσφύγων και των Μεταναστών) και συμμετείχαν σ’ αυτό παρέχοντας τραγούδια τους ο Renaud, ο Jacques Higelin και ο Georges Moustaki από την Γαλλία, ο Billy Bragg από την Μεγάλη Βρετανία, ο Μίκης Θεοδωράκης από την Ελλάδα, ο Jose Mario Branco και ο Carlos do Carmo από την Πορτογαλία, ο Lluis Llach και ο Luis Pastor από την Ισπανία, ο Edoardo Bennato από την Ιταλία, ο Konstantin Wecker από την ακόμη τότε Δυτική Γερμανία, ο Pablo Milanes από την Κούβα, ο Chico Buarque από την Βραζιλία, η Gisela May από την τότε Ανατολική Γερμανία, ο Serge Utge-Royo από το Βέλγιο, το γκρουπ Mahaleo από την Μαδαγασκάρη, ο Francis Bebey από το Καμερούν και οι Thomas Gubitsch Trio και Mercedes Sosa από την Αργεντινή. Τα ονόματα κατεδείκνυαν τη σημασία που απέδιδε η Επιτροπή στο εγχείρημα· της πίεσης δηλαδή προς την πορτογαλική Δικαιοσύνη, ν’ απονείμει όντως δικαιοσύνη και να απελευθερώσει τον Carvalho. Πράγμα το οποίον ολοκληρωτικώς συνέβη μόλις το 2001, αφού είχαν μεσολαβήσει εν τω μεταξύ δίκες, καταδίκες και φυλακίσεις (δες κι εδώ http://is.gd/zBJNVk). Το 1983, όταν η «επανάσταση των γαρυφάλλων» είχε μείνει πλέον μόνο στα χαρτιά (αξίζει κανείς να διαβάσει τα προγράμματα του MFA, σ’ ένα βιβλιαράκι των εκδόσεων Κάλβος υπό τον τίτλο «Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων Πορτογαλίας» από το 1981, δες κι εδώ http://is.gd/1ImkYr), η Πορτογαλία αναγκάστηκε να προσφύγει για δεύτερη φορά, για οικονομική βοήθεια, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αποτέλεσμα; Μέσα σε λίγο καιρό η φτώχεια είχε αγγίξει τριτοκοσμικά επίπεδα. Τότε, μια σειρά βομβιστικών ενεργειών άρχισε να πλήττει πορτογαλικούς και μη στόχους, την ευθύνη των οποίων ανελάμβανε η οργάνωση Forcas Populares 25 de Abril ή FP-25 όπως έγινε πιο γνωστή. Η κυβέρνηση Soares, για να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα, ετοίμασε ένα φωτογραφικό νόμο «καθημερινής χρήσης», που θα την έβγαζε από τη δύσκολη θέση. Λίγο πριν τη ψήφισή του, τον Ιούνιο του ’84, ο Otelo de Carvalho και κάποιοι ακόμη, μέλη όλοι του κόμματος FUP (Forcas se Unidade Popular), συλλαμβάνονται και κλείνονται στη φυλακή με την κατηγορία πως ήταν όλοι τους στελέχη της FP-25. Έτσι κάπως φθάνουμε σιγά-σιγά στην κυκλοφορία αυτού του άλμπουμ, το 1989.
Από τα τραγούδια που επελέγησαν, αρκετά είχαν ως θέμα τους (και) την επανάσταση των γαρυφάλλων. Δύο, μάλιστα, αποτελούν για μένα all time favorites, σπάνιας δύναμης πολιτικές μπαλάντες δηλαδή. Τo “Portugal” με τον Georges Moustaki και το “Abril 74” του Lluis Llach. Τα δύο τραγούδια δεν έχουν μόνο φορτισμένους στίχους, αλλά ακόμη έξοχες ερμηνείες και ακόμη εξοχότερες μελωδίες.
Θα μπορούσαμε να ακούσουμε το “Abril 74” από τον Lluis Llach, όπως καταγράφεται και στο άλμπουμ “A Viatge a Itaca” [Movieplay 17.0710/8, 1975] –ναι σ’ εκείνο στο οποίον ο καταλανός τροβαδούρος μελοποιεί την «Ιθάκη» του Καβάφη–, και να το ξανακούσουμε από κάποιο μεταγενέστερο live του με τον επίσης Καταλανό Jose Carreras. Δυστυχώς το βίντεο του “Portugal” με τον Georges Moustaki (που το έχει τραγουδήσει και ο Αντώνης Καλογιάννης στη γλώσσα μας, σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου, ως «Γι’ αυτούς που ζήσαν μόνοι») δεν μεταφέρεται στο blog.
Και μία δήλωση του 75χρονου Otelo de Carvalho, που τον τελευταίο καιρό τη διαβάζουμε σε διάφορα sites, μάς φέρνει φάτσα με το τώρα, συνδέοντάς μας με το χθες του πορτογαλικού πολιτικού τοπίου:
«Αν ήξερα πού θα έφτανε σήμερα η Πορτογαλία, δεν θα είχα ξεκινήσει ποτέ την Επανάσταση των Γαρυφάλλων».
Βαριά η κουβέντα, όταν λέγεται μάλιστα από έναν τέτοιον άνθρωπο.
Από τα τραγούδια που επελέγησαν, αρκετά είχαν ως θέμα τους (και) την επανάσταση των γαρυφάλλων. Δύο, μάλιστα, αποτελούν για μένα all time favorites, σπάνιας δύναμης πολιτικές μπαλάντες δηλαδή. Τo “Portugal” με τον Georges Moustaki και το “Abril 74” του Lluis Llach. Τα δύο τραγούδια δεν έχουν μόνο φορτισμένους στίχους, αλλά ακόμη έξοχες ερμηνείες και ακόμη εξοχότερες μελωδίες.
Θα μπορούσαμε να ακούσουμε το “Abril 74” από τον Lluis Llach, όπως καταγράφεται και στο άλμπουμ “A Viatge a Itaca” [Movieplay 17.0710/8, 1975] –ναι σ’ εκείνο στο οποίον ο καταλανός τροβαδούρος μελοποιεί την «Ιθάκη» του Καβάφη–, και να το ξανακούσουμε από κάποιο μεταγενέστερο live του με τον επίσης Καταλανό Jose Carreras. Δυστυχώς το βίντεο του “Portugal” με τον Georges Moustaki (που το έχει τραγουδήσει και ο Αντώνης Καλογιάννης στη γλώσσα μας, σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου, ως «Γι’ αυτούς που ζήσαν μόνοι») δεν μεταφέρεται στο blog.
Και μία δήλωση του 75χρονου Otelo de Carvalho, που τον τελευταίο καιρό τη διαβάζουμε σε διάφορα sites, μάς φέρνει φάτσα με το τώρα, συνδέοντάς μας με το χθες του πορτογαλικού πολιτικού τοπίου:
«Αν ήξερα πού θα έφτανε σήμερα η Πορτογαλία, δεν θα είχα ξεκινήσει ποτέ την Επανάσταση των Γαρυφάλλων».
Βαριά η κουβέντα, όταν λέγεται μάλιστα από έναν τέτοιον άνθρωπο.
Κυριακή 24 Απριλίου 2011
SATHYA SAI BABA εν ειρήνη
«Υπάρχει μόνο μία Θρησκεία, η Θρησκεία της Αγάπης. Υπάρχει μόνο μία Κοινωνική Τάξη, η Κοινωνική Τάξη της Ανθρωπότητας. Υπάρχει μόνο μία Γλώσσα, η Γλώσσα της Καρδιάς. Υπάρχει μόνο Ένας Θεός και είναι Πανταχού Παρών». (από το βιβλίο «Εισαγωγή στη Διδασκαλία του Σρι Σάτυα Σάι Μπάμπα» εκδ. Ηλίανθος, Αθήνα 1982)
Σάββατο 23 Απριλίου 2011
ΑΓΑΠΗ
Πάνω απ’ τα νερά πάνω από τον κάμπο,
λεύκα με πουλιά, μεσ’ στο Μάη λάμπω.
Μάτια σκοτεινά μ’ έρεβος βοστρύχους,
πόδια από νερό κι ένα γεια από ήχους.
Χτίζω ένα σπιτάκι στην ακρογιαλιά
και μ’ αχτίδες μπλέκω τη μικρή του πόρτα.
Φύλακες του βάζω, κλάδους και φιλιά
κι ένα τριζονάκι βάζω μες στα χόρτα.
Θέλω το τραγούδι το εωθινό,
καταρράκτη, θείε, να υμνολογήσω.
Δέντρα και βουνά στον εσπερινό,
παίρνω αγκαλιά για να σε γνωρίσω.
Κι έρχομαι κοντά σου, μυστική ζωή,
από φως πλάσμενος με ψυχή και κάλλος,
κύμα από αγέρα, κύμα από βροχή
κι έρχεται κατόπιν κι άλλος κι άλλος κι άλλος.
Ένα μεγάλο τραγούδι από τη «Λιτανεία» [Polydor 2421 037, 1974] του Γρηγόρη Σουρμαΐδη. Είναι η «Αγάπη» σε στίχους Φίλωνος Αρία. Ερμηνεύει η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου. Καλό Πάσχα.
Παρασκευή 22 Απριλίου 2011
ο ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ ΜΑΧΑΙΡΙΤΣΑΣ τραγουδάει SOFT MACHINE
Αν ήθελα να κάνω ένα post σχετικό με το πνεύμα της ημέρας, τότε θα έγραφα π.χ. για τους Axis (Ντέμης Βισβίκης και Σία) και το “Pa Vu Ga Di” από το τρίτο LP τους (1973) στη… γαλλική Riviera. Η Μεγάλη Παρασκευή όμως δεν αποτελεί, πάντα, θέμα προς… εκμετάλλευση (θα τα πούμε άλλη φορά), γι’ αυτό πάω παρακάτω.
Πριν από λίγες μέρες κοιτώντας τα διάφορα CD που υπάρχουν χύμα στο γραφείο έπεσα πάνω στην «Ενοχή των Αμνών» του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα· άλμπουμ, το οποίον είχε δώσει πέρυσι η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία σε συνεργασία με την ελληνική EMI. (Το θυμάμαι, ως ένθετο, στην Κυριακάτικη, αλλά επειδή μετρημένες στα δάκτυλα φορές έχω αγοράσει εφημερίδες με «προσφορές», το CD δεν το είχα πιάσει ποτέ στα χέρια μου).
Καθώς λοιπόν το περιεργαζόμουν πρόσεξα κάτι που μου έκανε εντύπωση. Να πω… μεγάλη; Να το πω. Μεγάλη εντύπωση. Ένα τραγούδι, το φερώνυμο με τον τίτλο του άλμπουμ, ήταν σε μουσική των… Soft Machine. Επρόκειτο για το “The tale of Taliesin” από το άλμπουμ “Softs” [Harvest SHSP 4046] του 1976, πάνω στο οποίο είχε βάλει στίχους ο Ισαάκ Σούσης. (Προφανώς δε λέω κάτι καινούριο, αφού, σίγουρα, πολλοί άλλοι πριν από εμένα θα το έχουν εντοπίσει).
Το “Softs”, απ’ όσο θυμάμαι, πρέπει να είναι το πρώτο άλμπουμ των Soft Machine που αγόρασα ποτέ, κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, πετυχαίνοντας, βεβαίως, την ελληνική κόπια (αυτήν έχω ακόμη) στην EMIAL/ Harvest 062-1977611, από το 1976. (Δεν είμαι σίγουρος αν το LP βγήκε στην Ελλάδα το '76 ή αργότερα, αν και αυτή η χρονιά αναγράφεται στο label). Το άλμπουμ μου άρεσε πάντα –και ακόμη μου αρέσει, επειδή τώρα το ξανάκουσα– και βρίσκω μάλλον αδικαιολόγητη την «κάπως» κριτική που έχει υποστεί, ως… fusion (λες και το fusion εμπεριέχει, εκ των προτέρων, κάτι αρνητικό), ή ως «καμμία σχέση με τα πρώτα» και άλλα τέτοια σχετικά.
Και βεβαίως δεν έχει καμμία σχέση με τα πρώτα (“The Soft Machine”, “Volume Two”). Άλλα ούτε και με τα… δεύτερα (“Third”, “Fourth”, “Fifth”) έχει σχέση, ούτε δε και με τα… τρίτα (“Six”, “Seven”). Οι Soft Machine ήταν ένα γκρουπ, στα seventies, που εξελισσόταν εν σχέσει, πάντα, με την επικοινωνία της jazz με το rock, και ανεξαρτήτως, κάθε φορά, από το ποιοι μουσικοί τους αποτελούσαν δεν ηχογράφησαν ποτέ (στα 70s) αδιάφορο άλμπουμ. Επειδή κατανοώ (και πολλοί άλλοι υποθέτω) πως θα ήταν αδύνατον να έβγαινε το 1976 ένας δίσκος όπως ας πούμε το “Volume Two”, τούτο δεν μπορεί να με οδηγεί, σώνει και καλά, να μειώσω εντός μου (και εκτός μου) το “Alive & Well: Recorded in Paris” π.χ. ή το “Softs”.
Στο “The Tale of Taliesin”, που είναι μία σύνθεση του κιμπορντίστα Karl Jenkins (άνευ στίχων – το λέω, γιατί στο δίκτυο, σε δεκάδες sites, διαβάζεις για στίχους των Soft Machine!), με την χαρακτηριστική μελωδία να παίζεται από την κιθάρα του John Εtheridge (συμμετείχαν επίσης οι Roy Babbington μπάσο, John Marshall ντραμς και Alan Wakeman σοπράνο, τενόρο), κατόρθωσε να βάλει ελληνικούς στίχους ο Ισαάκ Σούσης, δημιουργώντας, μαζί με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τους υπόλοιπους έλληνες μουσικούς μία αξιοπρόσεκτη διασκευή, που κάτι θέλει να πει· και το λέει.
Πριν από λίγες μέρες κοιτώντας τα διάφορα CD που υπάρχουν χύμα στο γραφείο έπεσα πάνω στην «Ενοχή των Αμνών» του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα· άλμπουμ, το οποίον είχε δώσει πέρυσι η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία σε συνεργασία με την ελληνική EMI. (Το θυμάμαι, ως ένθετο, στην Κυριακάτικη, αλλά επειδή μετρημένες στα δάκτυλα φορές έχω αγοράσει εφημερίδες με «προσφορές», το CD δεν το είχα πιάσει ποτέ στα χέρια μου).
Καθώς λοιπόν το περιεργαζόμουν πρόσεξα κάτι που μου έκανε εντύπωση. Να πω… μεγάλη; Να το πω. Μεγάλη εντύπωση. Ένα τραγούδι, το φερώνυμο με τον τίτλο του άλμπουμ, ήταν σε μουσική των… Soft Machine. Επρόκειτο για το “The tale of Taliesin” από το άλμπουμ “Softs” [Harvest SHSP 4046] του 1976, πάνω στο οποίο είχε βάλει στίχους ο Ισαάκ Σούσης. (Προφανώς δε λέω κάτι καινούριο, αφού, σίγουρα, πολλοί άλλοι πριν από εμένα θα το έχουν εντοπίσει).
Το “Softs”, απ’ όσο θυμάμαι, πρέπει να είναι το πρώτο άλμπουμ των Soft Machine που αγόρασα ποτέ, κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, πετυχαίνοντας, βεβαίως, την ελληνική κόπια (αυτήν έχω ακόμη) στην EMIAL/ Harvest 062-1977611, από το 1976. (Δεν είμαι σίγουρος αν το LP βγήκε στην Ελλάδα το '76 ή αργότερα, αν και αυτή η χρονιά αναγράφεται στο label). Το άλμπουμ μου άρεσε πάντα –και ακόμη μου αρέσει, επειδή τώρα το ξανάκουσα– και βρίσκω μάλλον αδικαιολόγητη την «κάπως» κριτική που έχει υποστεί, ως… fusion (λες και το fusion εμπεριέχει, εκ των προτέρων, κάτι αρνητικό), ή ως «καμμία σχέση με τα πρώτα» και άλλα τέτοια σχετικά.
Και βεβαίως δεν έχει καμμία σχέση με τα πρώτα (“The Soft Machine”, “Volume Two”). Άλλα ούτε και με τα… δεύτερα (“Third”, “Fourth”, “Fifth”) έχει σχέση, ούτε δε και με τα… τρίτα (“Six”, “Seven”). Οι Soft Machine ήταν ένα γκρουπ, στα seventies, που εξελισσόταν εν σχέσει, πάντα, με την επικοινωνία της jazz με το rock, και ανεξαρτήτως, κάθε φορά, από το ποιοι μουσικοί τους αποτελούσαν δεν ηχογράφησαν ποτέ (στα 70s) αδιάφορο άλμπουμ. Επειδή κατανοώ (και πολλοί άλλοι υποθέτω) πως θα ήταν αδύνατον να έβγαινε το 1976 ένας δίσκος όπως ας πούμε το “Volume Two”, τούτο δεν μπορεί να με οδηγεί, σώνει και καλά, να μειώσω εντός μου (και εκτός μου) το “Alive & Well: Recorded in Paris” π.χ. ή το “Softs”.
Στο “The Tale of Taliesin”, που είναι μία σύνθεση του κιμπορντίστα Karl Jenkins (άνευ στίχων – το λέω, γιατί στο δίκτυο, σε δεκάδες sites, διαβάζεις για στίχους των Soft Machine!), με την χαρακτηριστική μελωδία να παίζεται από την κιθάρα του John Εtheridge (συμμετείχαν επίσης οι Roy Babbington μπάσο, John Marshall ντραμς και Alan Wakeman σοπράνο, τενόρο), κατόρθωσε να βάλει ελληνικούς στίχους ο Ισαάκ Σούσης, δημιουργώντας, μαζί με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τους υπόλοιπους έλληνες μουσικούς μία αξιοπρόσεκτη διασκευή, που κάτι θέλει να πει· και το λέει.
Πέμπτη 21 Απριλίου 2011
21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011
Τον Απρίλιο του 1970 ο Μίκης Θεοδωράκης αποφυλακίζεται από τη χούντα (δες εδώ http://is.gd/7OHeka), και ως εξόριστος πια περιπλανιέται σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, μεταφέροντας εκεί τον αγώνα για την ανάγκη επανόδου της δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του ’70, ο έλληνας συνθέτης επισκέπτεται το Ελσίνκι (έχουμε, λοιπόν, ένα τρίτο… φινλανδικό post στη σειρά). Φινλανδοί φοιτητές και μουσικοί τον τιμούν στη παλαιά Φοιτητική Εστία της πόλης κι εκεί πρωτογνωρίζεται με την τραγουδίστρια Arja Saijonmaa, με την οποία θα συνεργαστούν κάμποσες φορές μέσα στα χρόνια, στη δισκογραφία και σε συναυλίες. Υπάρχουν π.χ. τα LP “Arja Saijonmaa & Mikis Theodorakis” [Polydor 2381 001] από το 1972, “Det Ar Tid Att Sjunga Sanger...” [Metronome MLP 15.609] από το 1977… Η τελευταία από αυτές τις συνεργασίες συνέβη πέρυσι, όταν η Saijonmaa επισκέφθηκε την Ελλάδα και τραγούδησε στην Κάλυμνο (24/8/2010)· φυσικά και τραγούδια του Θεοδωράκη. Στο βίντεο παρακολουθούμε την πρώτη τους συνάντηση…
Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του ’70, ο έλληνας συνθέτης επισκέπτεται το Ελσίνκι (έχουμε, λοιπόν, ένα τρίτο… φινλανδικό post στη σειρά). Φινλανδοί φοιτητές και μουσικοί τον τιμούν στη παλαιά Φοιτητική Εστία της πόλης κι εκεί πρωτογνωρίζεται με την τραγουδίστρια Arja Saijonmaa, με την οποία θα συνεργαστούν κάμποσες φορές μέσα στα χρόνια, στη δισκογραφία και σε συναυλίες. Υπάρχουν π.χ. τα LP “Arja Saijonmaa & Mikis Theodorakis” [Polydor 2381 001] από το 1972, “Det Ar Tid Att Sjunga Sanger...” [Metronome MLP 15.609] από το 1977… Η τελευταία από αυτές τις συνεργασίες συνέβη πέρυσι, όταν η Saijonmaa επισκέφθηκε την Ελλάδα και τραγούδησε στην Κάλυμνο (24/8/2010)· φυσικά και τραγούδια του Θεοδωράκη. Στο βίντεο παρακολουθούμε την πρώτη τους συνάντηση…
Τετάρτη 20 Απριλίου 2011
TUM τζαζο-φινλανδικά και υπερατλαντικά
Τον Juhani Aaltonen τον γνώρισα (παικτικώς) από τη… θητεία μου στο rock (ως ακροατής εννοώ). Ίσως υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Τα early rock, ή περίπου rock άλμπουμ, στα οποία έχει συμμετάσχει, υπήρχε περίπτωση να τα βρεις σε βινύλια ή CD (ας πούμε τους Tasavallan Presidentti ή τους Wigwam), αλλά για τα early jazz ή περίπου jazz θα έπρεπε πολύ περισσότερο να ψάξεις, και με πενιχρά, τις περισσότερες φορές, αποτελέσματα. Που να εντόπιζες, ας πούμε, το ιστορικό “Hot Lotta” [Blue Master, 1973] με Peter Brotzmann, Peter Kowald, Edward Vesala (και Juhani Aaltonen φυσικά), ή τα της προσωπικής του δισκογραφίας; Έμενες, έτσι, σε κάποια διεθνή projects, συνεργασίες του δηλαδή με άλλους μουσικούς της σκανδιναυικής σκηνής (Edward Vesala, Arild Andersen), που κυκλοφορούσαν βασικά για την ECM, περιμένοντας τα ανά καιρούς «μάννα εξ ουρανού»· που δεν ήταν και λίγα μέσα στα χρόνια…Προσφάτως, έφθασαν στα χέρια μου τρία CD της φινλανδικής TUM Records μεταξύ των οποίων έφεγγε το “Conclusions” [TUM CD 021, 12/2009] του Juhani Aaltonen Quartet, δηλ. της Iro Haarla πιάνο, άρπα, του Ulf Krokfors κοντραμπάσο, του Reino Laine ντραμς και του Juhani Aaltonen τενόρο, φλάουτο.
(από αριστερά: U. Krokfors, J. Aaltonen, R. Laine, I. Haarla)
Με τον Laine, ο Aaltonen γνωρίζεται από τη δεκαετία του ’60 (παίζουν μαζί στο “Odysseus” του Eero Koivistoinen, δίσκος του ’69 και βεβαίως στο… πυρηνικό “Wahoo!”). Με την Haarla συνεργάζονται από τα seventies και στη δισκογραφία από το 1979 και το LP “Springbird” [φινλανδική Leo], ενώ η γνωριμία του με τον Krokfors είναι πιο πρόσφατη. Αναφέρονται αυτά, όχι μόνο για να δειχθεί το κοινό πάθος, η επικοινωνία, η συνθετική και η εκτελεστική διαύγεια των μελών του γκρουπ (δικό του το υλικό), αλλά και η επέκταση των jazz αναζητήσεών του εις βάθος χρόνου. Τo “Conclusions” είναι ένα άλμπουμ, που μεταφέρει στο χρόνο, έστω και με… υπομνήματα, όλον τον τζαζ αέρα της φινλανδικής σκηνής, από τα sixties μέχρι τώρα. Από την «κολτρεϊνική» πνευματικότητα (ο Aaltonen και ο Reine ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν δει τον Coltrane «ζωντανό» στο Ελσίνκι το 1961-62), τις «ελεύθερες» εκτροπές, την επαφή με το φυσικό στοιχείο και τη… μετάλλαξή του σε συνθέσεις, όπως οι “Shimmer of fallen stars” και “Ice breaking”, τα κλασικά modal διδάγματα (το “Ronda”, βασισμένο στον φρύγιο τρόπο, φέρνει στο νου κάτι από “Sketches of Spain”), άπαντα συνάδουν προς την κατεύθυνση του εξαιρετικού και του ολοκληρωμένου. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά και στα υπόλοιπα δύο CD της TUM…Το “Some Kubrick of Blood” [TUM CD 022, 2009] των Kalle Kalima & K-18 (Kalle Kalima ηλεκτρικές & ακουστικές κιθάρες, Mikko Innanen σαξόφωνα, Ville Kujala ακορντεόν, Teppo Hauta-aho κοντραμπάσο) είναι επηρεασμένο, όπως υπονοεί και ο τίτλος του από το έργο του Stanley Kubrick (ο Kalima είχε βρεθεί στο Βέλγιο, σε μια έκθεση αφιερωμένη στον βρετανό σκηνοθέτη, παίρνοντας την αφορμή). Οι τίτλοι των κομματιών σχετίζονται με τις ταινίες του Kubrick – “Overlook Hotel”, “Room 237” (μπρρρ…), “Overlook Bar”, “Shining” από τη «Λάμψη», “Hal 9000” από την «Οδύσσεια του Διαστήματος», “Korova milk Bar” από το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», “Parris Island” από το “Full Metal Jacket” κ.ο.κ. – και αφορούν ηχητικώς σ’ ένα περιπετειώδες άκουσμα, με κανόνα την improv διαχείριση και με… εξαιρέσεις τις rock, classical και avant παρεμβολές.Το “Prayer for Peace” [TUM CD 018, 2009] του αμερικανού βιολιστή Billy Bang είναι ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη τον Αύγουστο του ’05, από τους James Zollar τρομπέτα, φλούγκελχορν, Andrew Bemkey πιάνο, Todd Nicholson μπάσο, Newman Taylor-Baker ντραμς, Billy Bang βιολί. Το άλμπουμ, που αποτελεί την επανεμφάνιση του Bang μετά την περίφημη – γιατί όχι; – διλογία του Βιετνάμ (“Vietnam: The Aftermath” και “Vietnam: Reflections” στην Justin Time, το 2001 και το 2004 αντιστοίχως) φανερώνει την all around διάσταση του παίκτη, ο οποίος ξεκινώντας από το “Only time will tell” του Stuff Smith και περνώντας από το “Chan chan” του Compay Segundo, θα καταλήξει στις top δικές του συνθέσεις, το απίθανο, αεράτο “At play in the fields of the Lord”, αλλά και στο… διαστημικό “Jupiter’s future” (εκεί όπου τα διδάγματα από την Arkestra του Sun Ra δεν εξαντλούνται μόνο στον τίτλο).
Επαφή: www.tumrecords.com
(από αριστερά: U. Krokfors, J. Aaltonen, R. Laine, I. Haarla)
Με τον Laine, ο Aaltonen γνωρίζεται από τη δεκαετία του ’60 (παίζουν μαζί στο “Odysseus” του Eero Koivistoinen, δίσκος του ’69 και βεβαίως στο… πυρηνικό “Wahoo!”). Με την Haarla συνεργάζονται από τα seventies και στη δισκογραφία από το 1979 και το LP “Springbird” [φινλανδική Leo], ενώ η γνωριμία του με τον Krokfors είναι πιο πρόσφατη. Αναφέρονται αυτά, όχι μόνο για να δειχθεί το κοινό πάθος, η επικοινωνία, η συνθετική και η εκτελεστική διαύγεια των μελών του γκρουπ (δικό του το υλικό), αλλά και η επέκταση των jazz αναζητήσεών του εις βάθος χρόνου. Τo “Conclusions” είναι ένα άλμπουμ, που μεταφέρει στο χρόνο, έστω και με… υπομνήματα, όλον τον τζαζ αέρα της φινλανδικής σκηνής, από τα sixties μέχρι τώρα. Από την «κολτρεϊνική» πνευματικότητα (ο Aaltonen και ο Reine ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν δει τον Coltrane «ζωντανό» στο Ελσίνκι το 1961-62), τις «ελεύθερες» εκτροπές, την επαφή με το φυσικό στοιχείο και τη… μετάλλαξή του σε συνθέσεις, όπως οι “Shimmer of fallen stars” και “Ice breaking”, τα κλασικά modal διδάγματα (το “Ronda”, βασισμένο στον φρύγιο τρόπο, φέρνει στο νου κάτι από “Sketches of Spain”), άπαντα συνάδουν προς την κατεύθυνση του εξαιρετικού και του ολοκληρωμένου. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά και στα υπόλοιπα δύο CD της TUM…Το “Some Kubrick of Blood” [TUM CD 022, 2009] των Kalle Kalima & K-18 (Kalle Kalima ηλεκτρικές & ακουστικές κιθάρες, Mikko Innanen σαξόφωνα, Ville Kujala ακορντεόν, Teppo Hauta-aho κοντραμπάσο) είναι επηρεασμένο, όπως υπονοεί και ο τίτλος του από το έργο του Stanley Kubrick (ο Kalima είχε βρεθεί στο Βέλγιο, σε μια έκθεση αφιερωμένη στον βρετανό σκηνοθέτη, παίρνοντας την αφορμή). Οι τίτλοι των κομματιών σχετίζονται με τις ταινίες του Kubrick – “Overlook Hotel”, “Room 237” (μπρρρ…), “Overlook Bar”, “Shining” από τη «Λάμψη», “Hal 9000” από την «Οδύσσεια του Διαστήματος», “Korova milk Bar” από το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», “Parris Island” από το “Full Metal Jacket” κ.ο.κ. – και αφορούν ηχητικώς σ’ ένα περιπετειώδες άκουσμα, με κανόνα την improv διαχείριση και με… εξαιρέσεις τις rock, classical και avant παρεμβολές.Το “Prayer for Peace” [TUM CD 018, 2009] του αμερικανού βιολιστή Billy Bang είναι ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη τον Αύγουστο του ’05, από τους James Zollar τρομπέτα, φλούγκελχορν, Andrew Bemkey πιάνο, Todd Nicholson μπάσο, Newman Taylor-Baker ντραμς, Billy Bang βιολί. Το άλμπουμ, που αποτελεί την επανεμφάνιση του Bang μετά την περίφημη – γιατί όχι; – διλογία του Βιετνάμ (“Vietnam: The Aftermath” και “Vietnam: Reflections” στην Justin Time, το 2001 και το 2004 αντιστοίχως) φανερώνει την all around διάσταση του παίκτη, ο οποίος ξεκινώντας από το “Only time will tell” του Stuff Smith και περνώντας από το “Chan chan” του Compay Segundo, θα καταλήξει στις top δικές του συνθέσεις, το απίθανο, αεράτο “At play in the fields of the Lord”, αλλά και στο… διαστημικό “Jupiter’s future” (εκεί όπου τα διδάγματα από την Arkestra του Sun Ra δεν εξαντλούνται μόνο στον τίτλο).
Επαφή: www.tumrecords.com
Τρίτη 19 Απριλίου 2011
FONAL παγανιστική electronica
Η Fonal Records είναι μία από τις πιο απλησίαστες εταιρίες της σύγχρονης παραγωγής. Απλησίαστη όσον αφορά στον ήχο, το concept, τα vibes, τα ρίγη. Ένα απολύτως «προσωπικό» label, που οδηγεί με μεγάλη… εθνική υπερηφάνεια ένας Φινλανδός, μουσικός και ευρεσιτέχνης, ο Sami Sanpakkila. Δύσκολο να το περιγράψεις (το label). Δύσκολο, ν’ αρχίσεις να λες για το «τι» και για το «πώς». Ακόμη κι ένας τίτλος τύπου weird electro-folk μοιάζει κενός μπροστά στο πάθος, τη δύναμη, το λυρισμό και, κυρίως, τη φαντασία που απλώνει σε ό,τι παράγει, τούτος ο απίστευτος Σκανδιναυός.Πρώτο άλμπουμ που έχω στα χέρια μου, προερχόμενο από τη σχετικώς νέα σοδειά της Fonal, είναι το “Ullakkopalo” [FR-69, 2010] των Kemialliset Ystavat· δηλαδή του Jan Anderzen κατά βάθος. (Ένα άλλο project τού φινλανδού μουσικού, οι Tomutonttu, μας είχε απασχολήσει παλαιότερα, δες κι εδώ http://is.gd/7To8t9). Οι Kemialliset Ystavat, που υπάρχουν από 15ετίας, είναι μία χαλαρή ομάδα μουσικών, συνασπισμένη γύρω από τον Anderzen. Πόσοι; Κανείς δεν ξέρει. Πόσοι συμμετέχουν στην ηχογράφηση; Άγνωστον επίσης. Πόσοι συνέβαλλαν συνθετικώς στα κομμάτια που ακούμε; Δέκα επτά, ζωή να’χουν! Το όλον πακέτο, απ’ όποια πλευρά και να το πιάσεις… ξεφεύγει. Κατά βάση αναφερόμαστε σ’ ένα instrumental άλμπουμ, το οποίο συνοδεύεται, αρχικώς, από τα παράξενα κείμενα του booklet. Ένα αφορά στον ινδό αυτοκράτορα Asoka και τη φανταστική, μυστική κοινωνία του Nine Unknown Men. Ένα άλλο αναφέρεται στον William Erman και την… Eρμανομετρία του, μία μαθηματικοποιημένη φόρμουλα συμβουλών, για… σίγουρα κέρδη, προς τους ποικιλώνυμους θεσμικούς επενδυτές (τα λεγόμενα hedge funds). Έπειτα, αν το πιάσεις, το “Ullakkopalo”, από ηχητικής πλευράς, εκεί είναι όπου χάνεται η μπάλα. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε μ’ ένα εντελώς απρόβλεπτο κολάζ (φυσικών ή μη ήχων), πίσω από το οποίο θα μπορούσε να θεωρήσεις πως λειτουργεί μια folk βάση (εκείνη των Incredible String Band φερ’ ειπείν), η οποία όμως διαρρηγνύεται από τα «ενοχλητικά» παιξίματα, που δεν υπακούουν σε καμμία λογική, σε κανέναν προφανή κανόνα. Εν τέλει, όλα παίζονται, για ακόμη μία φορά, στο επίπεδο της κεντρικής ιδέας. Και το 42λεπτο απόσταγμα των Kemialliset Ystavat είναι τόσο «φεύγα», ώστε να σε κάνει να νοιώθεις πως δεν πήγε καθόλου χαμένος ο σπόρος των συμπατριωτών τους Sperm και J.K.S., εκεί στα 60s και τα 70s.Οι Lo Jengi υπήρξαν ένας αυθόρμητος και ίσως εφήμερος σχηματισμός. Το γαλλικό trio Reines D’Angleterre (Ghedalia Tazartes, Jo, el-g ), το οποίο βρέθηκε στη Φινλανδία το 2009, στη γιορτή για τα 10χρονα του ραδιοσταθμού Mental Alaska, κόλλησε με τοπικούς καλλιτέχνες (Islaja, Amon Dude, The Hoopo) και ηχογράφησε, έτσι ως ανάμνηση, ένα 10ιντσο στη Fonal, με δύο κομμάτια, τα Des toilettes du paradis/ Elakoon mummo [FR-70]. Το πρώτο, μία εντελώς αυτοσχεδιαστική folktronica, είναι ένα συνονθύλευμα «σκληρών» ηλεκτρονικών και παντελώς out φωνητικών, που θυμίζει βεβαίως τις προσωπικές δουλειές του Ghedalia Tazartes μεγεθυνόμενες όμως κατά τι... Το “Elakoon mummo” ακόμη πιο αγριεμένο, πιο παγανιστικό και περισσότερο δουλεμένο στο στούντιο, λόγω της πληθώρας των εφέ, ανήκει σ’ εκείνο το είδος της «στοναρισμένης» elctronica, την οποίαν οι Φινλανδοί, όπως και οι Σουηδοί, διακονούν ήδη από τα sixties. Αγέρωχοι ήχοι, προϊόντα μιας σκηνής που οδεύει με τα δικά της ήθη.Υπάρχουν και δύο DVD, παραγωγές της Fonal, τα οποία επεξηγούν, με το δικό τους τρόπο, το τι περίπου συμβαίνει στη νέα φινλανδική πραγματικότητα. Το πρώτο έχει τίτλο “Man with a Video Camera” [FR-74], είναι σκηνοθετημένο από τον Esko Lonnberg και αναφέρεται στο γνωστό φινλανδικό γκρουπ Circle· μία ελεύθερη prog-kraut ομάδα, από το Pori, που πρωταγωνιστεί στην τοπική σκηνή τα τελευταία 20 χρόνια. Το φιλμ, που μεταφέρει, στην εικόνα, την ελευθερία της μουσικής αφήγησης, είναι στην ουσία τρεις παράλληλες ιστορίες – αν μπορούμε να τις πούμε έτσι. Κατ’ αρχάς του ίδιου του σκηνοθέτη, που άφησε τη δουλειά του στη Σουηδία, για να επανέλθει στην πατρίδα του (το Pori), ασχολούμενος με ό,τι τον ενδιέφερε περισσότερο (ζωγραφική, σχέδιο, βιντεοσκόπηση). Των Circle, έτσι όπως την αφηγείται και την οπτικοποιεί ο τραγουδιστής τους Mika Ratto, και τέλος της ίδιας την πόλης, του αστικού ιστού της και κυρίως του φυσικού τοπίου που την περιβάλλει, τα οποία και υπαγορεύουν σκέψεις (που γίνονται κουβέντες) στάσεις και συμπεριφορές.Σε όχι μακρινή προβληματική κινείται και το “Unien Savonlinna” [Fonal/ Helmi FR-73], σκηνοθετημένο από το μέλος των Paavoharju (ένα από τα καλύτερα γκρουπ της Fonal και της χώρας) Lauri Ainala. Κι εδώ άξονας είναι η πόλη Savonlinna, βεβαίως η ιστορία της (“Unien Savonlinna” δηλ. η Savonlinna των Oνείρων), στα ΝΑ της χώρας και φυσικά η μουσική σκηνή της, έτσι όπως εκείνη εκφράζεται από τους Paavoharju, τον Joose Keskitalo (όπως λέγεται… έναν από τους πιο ενδιαφέροντες τραγουδοποιούς της νέας γενιάς) και τους Harmaa Getto, ένα σχήμα που κάνει hard-core rap. Στα επιπρόσθετα υπάρχουν music videos, special live recordings, documentary clips και picture gallery· ένα πακέτο απολύτως χαρακτηριστικό τής αισθητικής τής Fonal.
Επαφή: www.fonal.com
Επαφή: www.fonal.com
Δευτέρα 18 Απριλίου 2011
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, RUFUS ZUPHALL, CAN κ.λπ.
Αν έριχνε κάποιος μια ματιά στα σημερινά πρωτοσέλιδα των εφημερίδων θα δάγκωνε τα χείλια του βλέποντας τον τρόπο που «απεικόνιζαν» το θάνατο του Νίκου Παπάζογλου. Γλίστρησε στη ρωγμή του χρόνου η μία, Ραγίζει απόψε η καρδιά η άλλη, και δε συμμαζεύεται… Η απώλεια ενός ανθρώπου δεν καταγράφεται με άστοχες ποιητικούρες (που παίρνουν, μάλιστα, γραμμή από το έργο ζωής του τεθνεώτος), αλλά μ’ έναν τρόπο λιτό και δωρικό, ας τον πω στρατιωτικό, που οφείλει να εφάπτεται πάντα του αναπόδραστου. Δεν συμβαίνει. Απεναντίας, εκείνο που συμβαίνει είναι μία γελοιοποίηση του «τέλους», μία απόπειρα να απομονωθεί ο θάνατος από τη ζωή, ως κάτι ξένο προς εκείνη. Τέλος πάντων, μην το τραβήξω, γιατί αλλού θέλω να καταλήξω.
Έγραψα και στην προηγούμενη ανάρτηση πως δεν σκοπεύω να αποτιμήσω, να πω τη γνώμη μου δηλαδή για την πολυποίκιλη προσφορά του Νίκου Παπάζογλου στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο τα πράγματα είναι γνωστά. Και ακριβώς αυτά τα γνωστά πράγματα τα αναπαρήγαγαν οι πολιτιστικοί συντάκτες στις χάρτινες και ηλεκτρονικές εφημερίδες, δίχως να αποφύγουν (φυσικά) τα λάθη.
Η Ναταλί Χατζηαντωνίου έγραψε στην Ελευθεροτυπία πως ο Παπάζογλου ηχογράφησε ένα single με τον Ζηλωτή στο Μιλάνο. (Αν υπήρχε τέτοιο single θα έκανα τούμπες). Για να είμαστε ακριβείς το single δεν ηχογραφείται, αλλά εκδίδεται. Θέλω να πω δηλαδή πως εκείνα που ηχογραφούνται είναι τα τραγούδια. Έτσι λοιπόν και βάσει όσων διαβάζουμε σε μία συνέντευξη του Παπάζογλου στο Facebook (http://is.gd/YIHzFT), στο Μιλάνο ηχογραφήθηκαν 6 τραγούδια, δύο εκ των οποίων προορίζονταν – προορίζονταν λέω – για single. Κανένα single όμως δεν εκδόθηκε. Ούτε «ηχογραφήθηκε» κατά το κοινώς λεγόμενο.
Ο Αντώνης Μποσκοΐτης στην ηλεκτρονική iefimerida σ’ ένα ανάλογο για την περίσταση κείμενο γράφει πως ο Νίκος Παπάζογλου «παίζει κιθάρα, 17 χρονών παιδί, στο νεοκυματικό “Δωμάτιο” (1965) του συντοπίτη του, Πάνου Σαββόπουλου». Φυσικά, στο «Δωμάτιο» δεν παίζει κιθάρα o Νίκος Παπάζογλου, αλλά οι Νότης Μαυρουδής και Βασίλης Τενίδης, ενώ και ο δίσκος δεν προέρχεται από το 1965, αλλά από το 1968. Και ακόμη μία διευκρίνιση. Επειδή η λέξη «συντοπίτης» έχει και την έννοια του «συμπατριώτη» (Λεξικό Δ. Δημητράκου), να πω πως ο Πάνος Σαββόπουλος δεν είναι Θεσσαλονικιός. Έχει γεννηθεί στην Αιτωλοακαρνανία και μεγάλωσε στην Πάτρα. Στη Θεσσαλονίκη είχε βρεθεί για σπουδές.
Προσωπικώς, αντιλαμβάνομαι την πρεμούρα κάποιων να είναι άμεσοι και επίκαιροι (αυτό απαιτεί η δουλειά δηλαδή), αλλά και την ανάγκη να εμφανιστούν ως γνώστες – επιδεικνύοντας έπαρση πολλές φορές – των ελληνικών μουσικών πραγμάτων. Όμως, τόσο τον εν ζωή δημιουργό (ο οποίος έχει τη δυνατότητα της απάντησης), όσο κυρίως τον πεθαμένο τον τιμάς με τον να μην είσαι πρόχειρος και να μην γράφεις ανακρίβειες. Σ’ ένα παλαιότερο post (http://is.gd/wPH4qv) την 9/3/2011 είχα γράψει: «Είχα διαβάσει παλαιά στον Ήχο (πρέπει να ήταν περί τα μέσα του ’80, ίσως και λίγο πιο μετά) πως ο Παπάζογλου γνώριζε τους Rufus Zuphall – το έλεγε ο ίδιος – έχοντας βρεθεί, κιόλας, στην ίδια σκηνή μ’ εκείνους. (Πρέπει να κάνω γερή ανασκαφή, για να βρω το τεύχος και για να μεταφέρω επακριβώς τα λόγια του)».
Σήμερα το μεσημέρι με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ο Ηλίας από την Πάτρα και με ρώτησε γι’ αυτό ακριβώς το πράγμα. Τι ακριβώς είχε συμβεί δηλαδή με τον Παπάζογλου και τους Rufus Zuphall, εκείνο το «άγνωστο» γερμανικό συγκρότημα που πρόλαβε ν’ αφήσει κάποιες εξαιρετικές ηχογραφήσεις. Ήταν φανερό πως έπρεπε να εντοπίσω το τεύχος του Ήχου οπωσδήποτε, για να μπορούσα να γίνω πιο συγκεκριμένος· αν και ομολογώ πως είχα λιγάκι απογοητευτεί, μια και είχα ξαναψάξει για αυτή τη συνέντευξη, δίχως να έχω καταφέρει να την ανακαλύψω. Σε μία απέλπιδα προσπάθεια – να ψάξω δηλαδή και σε μία σακούλα με ξεκολλημένα φύλλα από διάφορα περιοδικά – βρήκα το σχετικό απόσπασμα. Τελικώς, δεν είχα κρατήσει όλο το τεύχος, αλλά μόνο τις δύο εκείνες σελίδες, που μ’ ενδιέφεραν.
Ήχος & Hi-Fi λοιπόν, τεύχος 166 (Ιανουάριος ’87), στη στήλη Ο Ιανός των Ήχων. Δύο καλλιτέχνες σχολίαζαν, ο ένας ανεξαρτήτως του άλλου, διάφορα μουσικά κομμάτια. Ο «ένας» ήταν ο Νίκος Παπάζογλου, οι «άλλοι» ήταν οι Αλέξης Καλοφωλιάς και Γιώργος Καρανικόλας των Last Drive. Λέει κάποια στιγμή ο Παπάζογλου (μεταφέρω τα λόγια του ακριβώς): «Στην περίοδο 70-71 άρχισα να ασχολούμαι με το στούντιο (ναι, από τότε το έχω ξεκινήσει). Λίγο αργότερα φτιάχνουμε και το τελευταίο συγκρότημα εκείνης της εποχής μια και πιστεύαμε ότι είχαμε πολλά να προσφέρουμε. Το όνομα ήταν ο Ζηλωτής και οι άλλοι μουσικοί ήταν ο Σαράντης Κασσάρας, ο Μπάμπης Χασκουράκης (σ.σ. νομίζω πως το σωστό επώνυμο είναι «Λασκαράκης», μάλλον οι δημοσιογράφοι Γιώργος και Πασχάλης Μουχταρίδης – υπεύθυνοι για τη στήλη – δεν το είχαν πιάσει σωστά) και ο Γιώργος Στάντζος. Εκείνη την εποχή είχαν γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό οι Aphrodite’s Child και όλα τα ελληνικά συγκροτήματα είχαμε ζηλέψει τη μοίρα τους. Πήγαινες στο Παρίσι και νόμιζες ότι βρισκόσουν στην Πλάκα. Εμείς πηγαίναμε στη Γερμανία, στο Άαχεν, όπου και γνωριστήκαμε με διάφορα συγκροτήματα όπως οι Rufus Tsufal (σ.σ. προφανώς οι δημοσιογράφοι αγνοούσαν το συγκρότημα και τη σωστή γραφή του ονόματός του, δηλ. Rufus Zuphall), οι Can και σε μια βομβαρδισμένη φάμπρικα φτιάξαμε έξι αριστουργηματικά τραγούδια, τα οποία όμως τα ηχογραφήσαμε σε demo στην Ιταλία. Δεν ενδιαφέρθηκε κανένας και έτσι το όλο θέμα έληξε». Το λήγω κι εγώ εδώ.
Έγραψα και στην προηγούμενη ανάρτηση πως δεν σκοπεύω να αποτιμήσω, να πω τη γνώμη μου δηλαδή για την πολυποίκιλη προσφορά του Νίκου Παπάζογλου στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο τα πράγματα είναι γνωστά. Και ακριβώς αυτά τα γνωστά πράγματα τα αναπαρήγαγαν οι πολιτιστικοί συντάκτες στις χάρτινες και ηλεκτρονικές εφημερίδες, δίχως να αποφύγουν (φυσικά) τα λάθη.
Η Ναταλί Χατζηαντωνίου έγραψε στην Ελευθεροτυπία πως ο Παπάζογλου ηχογράφησε ένα single με τον Ζηλωτή στο Μιλάνο. (Αν υπήρχε τέτοιο single θα έκανα τούμπες). Για να είμαστε ακριβείς το single δεν ηχογραφείται, αλλά εκδίδεται. Θέλω να πω δηλαδή πως εκείνα που ηχογραφούνται είναι τα τραγούδια. Έτσι λοιπόν και βάσει όσων διαβάζουμε σε μία συνέντευξη του Παπάζογλου στο Facebook (http://is.gd/YIHzFT), στο Μιλάνο ηχογραφήθηκαν 6 τραγούδια, δύο εκ των οποίων προορίζονταν – προορίζονταν λέω – για single. Κανένα single όμως δεν εκδόθηκε. Ούτε «ηχογραφήθηκε» κατά το κοινώς λεγόμενο.
Ο Αντώνης Μποσκοΐτης στην ηλεκτρονική iefimerida σ’ ένα ανάλογο για την περίσταση κείμενο γράφει πως ο Νίκος Παπάζογλου «παίζει κιθάρα, 17 χρονών παιδί, στο νεοκυματικό “Δωμάτιο” (1965) του συντοπίτη του, Πάνου Σαββόπουλου». Φυσικά, στο «Δωμάτιο» δεν παίζει κιθάρα o Νίκος Παπάζογλου, αλλά οι Νότης Μαυρουδής και Βασίλης Τενίδης, ενώ και ο δίσκος δεν προέρχεται από το 1965, αλλά από το 1968. Και ακόμη μία διευκρίνιση. Επειδή η λέξη «συντοπίτης» έχει και την έννοια του «συμπατριώτη» (Λεξικό Δ. Δημητράκου), να πω πως ο Πάνος Σαββόπουλος δεν είναι Θεσσαλονικιός. Έχει γεννηθεί στην Αιτωλοακαρνανία και μεγάλωσε στην Πάτρα. Στη Θεσσαλονίκη είχε βρεθεί για σπουδές.
Προσωπικώς, αντιλαμβάνομαι την πρεμούρα κάποιων να είναι άμεσοι και επίκαιροι (αυτό απαιτεί η δουλειά δηλαδή), αλλά και την ανάγκη να εμφανιστούν ως γνώστες – επιδεικνύοντας έπαρση πολλές φορές – των ελληνικών μουσικών πραγμάτων. Όμως, τόσο τον εν ζωή δημιουργό (ο οποίος έχει τη δυνατότητα της απάντησης), όσο κυρίως τον πεθαμένο τον τιμάς με τον να μην είσαι πρόχειρος και να μην γράφεις ανακρίβειες. Σ’ ένα παλαιότερο post (http://is.gd/wPH4qv) την 9/3/2011 είχα γράψει: «Είχα διαβάσει παλαιά στον Ήχο (πρέπει να ήταν περί τα μέσα του ’80, ίσως και λίγο πιο μετά) πως ο Παπάζογλου γνώριζε τους Rufus Zuphall – το έλεγε ο ίδιος – έχοντας βρεθεί, κιόλας, στην ίδια σκηνή μ’ εκείνους. (Πρέπει να κάνω γερή ανασκαφή, για να βρω το τεύχος και για να μεταφέρω επακριβώς τα λόγια του)».
Σήμερα το μεσημέρι με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ο Ηλίας από την Πάτρα και με ρώτησε γι’ αυτό ακριβώς το πράγμα. Τι ακριβώς είχε συμβεί δηλαδή με τον Παπάζογλου και τους Rufus Zuphall, εκείνο το «άγνωστο» γερμανικό συγκρότημα που πρόλαβε ν’ αφήσει κάποιες εξαιρετικές ηχογραφήσεις. Ήταν φανερό πως έπρεπε να εντοπίσω το τεύχος του Ήχου οπωσδήποτε, για να μπορούσα να γίνω πιο συγκεκριμένος· αν και ομολογώ πως είχα λιγάκι απογοητευτεί, μια και είχα ξαναψάξει για αυτή τη συνέντευξη, δίχως να έχω καταφέρει να την ανακαλύψω. Σε μία απέλπιδα προσπάθεια – να ψάξω δηλαδή και σε μία σακούλα με ξεκολλημένα φύλλα από διάφορα περιοδικά – βρήκα το σχετικό απόσπασμα. Τελικώς, δεν είχα κρατήσει όλο το τεύχος, αλλά μόνο τις δύο εκείνες σελίδες, που μ’ ενδιέφεραν.
Ήχος & Hi-Fi λοιπόν, τεύχος 166 (Ιανουάριος ’87), στη στήλη Ο Ιανός των Ήχων. Δύο καλλιτέχνες σχολίαζαν, ο ένας ανεξαρτήτως του άλλου, διάφορα μουσικά κομμάτια. Ο «ένας» ήταν ο Νίκος Παπάζογλου, οι «άλλοι» ήταν οι Αλέξης Καλοφωλιάς και Γιώργος Καρανικόλας των Last Drive. Λέει κάποια στιγμή ο Παπάζογλου (μεταφέρω τα λόγια του ακριβώς): «Στην περίοδο 70-71 άρχισα να ασχολούμαι με το στούντιο (ναι, από τότε το έχω ξεκινήσει). Λίγο αργότερα φτιάχνουμε και το τελευταίο συγκρότημα εκείνης της εποχής μια και πιστεύαμε ότι είχαμε πολλά να προσφέρουμε. Το όνομα ήταν ο Ζηλωτής και οι άλλοι μουσικοί ήταν ο Σαράντης Κασσάρας, ο Μπάμπης Χασκουράκης (σ.σ. νομίζω πως το σωστό επώνυμο είναι «Λασκαράκης», μάλλον οι δημοσιογράφοι Γιώργος και Πασχάλης Μουχταρίδης – υπεύθυνοι για τη στήλη – δεν το είχαν πιάσει σωστά) και ο Γιώργος Στάντζος. Εκείνη την εποχή είχαν γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό οι Aphrodite’s Child και όλα τα ελληνικά συγκροτήματα είχαμε ζηλέψει τη μοίρα τους. Πήγαινες στο Παρίσι και νόμιζες ότι βρισκόσουν στην Πλάκα. Εμείς πηγαίναμε στη Γερμανία, στο Άαχεν, όπου και γνωριστήκαμε με διάφορα συγκροτήματα όπως οι Rufus Tsufal (σ.σ. προφανώς οι δημοσιογράφοι αγνοούσαν το συγκρότημα και τη σωστή γραφή του ονόματός του, δηλ. Rufus Zuphall), οι Can και σε μια βομβαρδισμένη φάμπρικα φτιάξαμε έξι αριστουργηματικά τραγούδια, τα οποία όμως τα ηχογραφήσαμε σε demo στην Ιταλία. Δεν ενδιαφέρθηκε κανένας και έτσι το όλο θέμα έληξε». Το λήγω κι εγώ εδώ.
Κυριακή 17 Απριλίου 2011
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ 1948-17/4/2011
Δύο τραγούδια του Νίκου Παπάζογλου από την εποχή που τραγουδούσε στους Olympians (το άλμπουμ των οποίων - και βρίσκω την ευκαιρία να το πω - κυκλοφόρησε το 1970 και όχι το 1967, όπως από λάθος είχα γράψει πριν 15 χρόνια στο Ραντεβού στο Κύτταρο). Ο Παπάζογλου είχε έλθει από το συγκρότημα Ronnie and Those, παίρνοντας τη θέση του Πασχάλη, που στρατευόταν προς τα τέλη του 1966. Τo πρώτο είναι το “Paperback writer” των Beatles…
Για το δεύτερο μπείτε στο site του Άλκη Κακαλιάγκου (οργανίστας των Olympians) http://is.gd/5S5cXG. Στο κάτω μέρος της σελίδας θα δείτε ν’ αναγράφεται «Ανέκδοτες ηχογραφήσεις των Ολύμπιανς στο κλαμπ Χαβάη 1966». Πατήστε «με τον Πουσπουλ» και θ’ ακούσετε τον Νίκο Παπάζογλου στο “Mercy mercy” του Don Covay· τραγούδι που, λογικώς, το είχε μάθει από τους Rolling Stones…
Ένας φίλος με πήρε τηλέφωνο πριν από λίγο και μου είπε πως πρέπει να γράψω κάτι περισσότερο για το Νίκο Παπάζογλου, και πως, εν πάση περιπτώσει, τα συγκροτήματα, αποτέλεσαν ένα μικρό μονάχα μέρος της καριέρας του.
Δεν θα διαφωνήσω. Απλώς, δε θέλω να επαναλαμβάνω τα πολύ γνωστά πράγματα. Απ’ αυτά που ήδη έχουν γραφεί στα sites και που αύριο θα εμφανιστούν και στις εφημερίδες.
Επίσης, δεν γίνεται να επιχειρήσω, έτσι βιαστικά, και μάλιστα με αφορμή θλιβερή, κάποιο κείμενο που να τοποθετεί την προσφορά του Παπάζογλου στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Εξάλλου, τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη δεν γίνεται να τον δεις έξω από μιαν ευρύτερη παρέα, την οποίαν αποτελούσαν ο Ξυδάκης, ο Ρασούλης, ο Σαββόπουλος, ακόμη και ο Μάλαμας ή και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Πρέπει λοιπόν να είναι κανείς προσεκτικός, αν θέλει να είναι ουσιαστικός, έχοντας να κάνει με τόσο πολλούς ανθρώπους. Στο πόδι δεν γράφονται τέτοια κείμενα.
Με τον Παπάζογλου, που τον είχα δει live στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ’90, δεν γνωριζόμουν προσωπικώς. Μέσω, όμως, ενός ανθρώπου που τον ήξερε προσπάθησα μιαν εποχή να πιέσω κι εγώ να δώσει το ok, ώστε να ακουστούν τα τραγούδια που ηχογράφησε με τον Ζηλωτή (νάτα πάλι τα συγκροτήματα), στο Μιλάνο το 1972, με παραγωγό τον αδελφό τού Vangelis, Νίκο Παπαθανασίου. Δεν κατέστη δυνατόν. Ξέρω πως και άλλοι του είχαν ζητήσει τα συγκεκριμένα κομμάτια και πως ο ίδιος πάντα αρνείτο. Μάλιστα και από το Jazz & Τζαζ, κάποτε, με αφορμή μια κριτική σ’ έναν από τους τελευταίους του δίσκους (νομίζω μια συλλογή), είχα γράψει «ανοικτά» πως τα συγκεκριμένα τραγούδια θα έπρεπε, κάποια στιγμή, ν’ ακουστούν απ’ όλους. Δυστυχώς, δεν συνέβη· μ' εκείνον παρόντα. Τώρα, δεν ξέρω αν έχει πια το ίδιο νόημα…
Για το δεύτερο μπείτε στο site του Άλκη Κακαλιάγκου (οργανίστας των Olympians) http://is.gd/5S5cXG. Στο κάτω μέρος της σελίδας θα δείτε ν’ αναγράφεται «Ανέκδοτες ηχογραφήσεις των Ολύμπιανς στο κλαμπ Χαβάη 1966». Πατήστε «με τον Πουσπουλ» και θ’ ακούσετε τον Νίκο Παπάζογλου στο “Mercy mercy” του Don Covay· τραγούδι που, λογικώς, το είχε μάθει από τους Rolling Stones…
Ένας φίλος με πήρε τηλέφωνο πριν από λίγο και μου είπε πως πρέπει να γράψω κάτι περισσότερο για το Νίκο Παπάζογλου, και πως, εν πάση περιπτώσει, τα συγκροτήματα, αποτέλεσαν ένα μικρό μονάχα μέρος της καριέρας του.
Δεν θα διαφωνήσω. Απλώς, δε θέλω να επαναλαμβάνω τα πολύ γνωστά πράγματα. Απ’ αυτά που ήδη έχουν γραφεί στα sites και που αύριο θα εμφανιστούν και στις εφημερίδες.
Επίσης, δεν γίνεται να επιχειρήσω, έτσι βιαστικά, και μάλιστα με αφορμή θλιβερή, κάποιο κείμενο που να τοποθετεί την προσφορά του Παπάζογλου στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Εξάλλου, τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη δεν γίνεται να τον δεις έξω από μιαν ευρύτερη παρέα, την οποίαν αποτελούσαν ο Ξυδάκης, ο Ρασούλης, ο Σαββόπουλος, ακόμη και ο Μάλαμας ή και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Πρέπει λοιπόν να είναι κανείς προσεκτικός, αν θέλει να είναι ουσιαστικός, έχοντας να κάνει με τόσο πολλούς ανθρώπους. Στο πόδι δεν γράφονται τέτοια κείμενα.
Με τον Παπάζογλου, που τον είχα δει live στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ’90, δεν γνωριζόμουν προσωπικώς. Μέσω, όμως, ενός ανθρώπου που τον ήξερε προσπάθησα μιαν εποχή να πιέσω κι εγώ να δώσει το ok, ώστε να ακουστούν τα τραγούδια που ηχογράφησε με τον Ζηλωτή (νάτα πάλι τα συγκροτήματα), στο Μιλάνο το 1972, με παραγωγό τον αδελφό τού Vangelis, Νίκο Παπαθανασίου. Δεν κατέστη δυνατόν. Ξέρω πως και άλλοι του είχαν ζητήσει τα συγκεκριμένα κομμάτια και πως ο ίδιος πάντα αρνείτο. Μάλιστα και από το Jazz & Τζαζ, κάποτε, με αφορμή μια κριτική σ’ έναν από τους τελευταίους του δίσκους (νομίζω μια συλλογή), είχα γράψει «ανοικτά» πως τα συγκεκριμένα τραγούδια θα έπρεπε, κάποια στιγμή, ν’ ακουστούν απ’ όλους. Δυστυχώς, δεν συνέβη· μ' εκείνον παρόντα. Τώρα, δεν ξέρω αν έχει πια το ίδιο νόημα…
Σάββατο 16 Απριλίου 2011
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΣ ύλη
1. «Αιχμάλωτοι του Μίσους» σκ. Νίκος Φώσκολος (1972)
2. «Με Φόβον και Πάθος» σκ. Νίκος Φώσκολος (1972)
3. «Οι Γενναίοι Πεθαίνουν Δυο Φορές» σκ. Τάκης Βουγιουκλάκης (1973)
4. «Ο Βάλτος» σκ. Ντίνος Δημόπουλος (1973)
5. «Ψυχή και Σάρκα» σκ. Ερρίκος Ανδρέου (1974)
6. «Ένας Νομοταγής Πολίτης» σκ. Ερρίκος Θαλασσινός (1974)
7. «Οι Βάσεις και η Βασούλα» σκ. Ντίνος Δημόπουλος (1975)
8. «The Navel/ Συνωμοσία στη Μεσόγειο» σκ. Βασίλης Γεωργιάδης (1975)
9. «Το Αγκίστρι» σκ. Ερρίκος Ανδρέου (1976)
10. «Ένα Γελαστό Απόγευμα» σκ. Ανδρέας Θωμόπουλος (1979)
UPDATE
Όταν έγινε η ανάρτηση κάτω από κάθε τίτλο υπήρχε το αντίστοιχο link από το YouTube. Στην πορεία πολλά links έγιναν... dead κι έτσι αποφάσισα να σβήσω και τα υπόλοιπα.
2. «Με Φόβον και Πάθος» σκ. Νίκος Φώσκολος (1972)
3. «Οι Γενναίοι Πεθαίνουν Δυο Φορές» σκ. Τάκης Βουγιουκλάκης (1973)
4. «Ο Βάλτος» σκ. Ντίνος Δημόπουλος (1973)
5. «Ψυχή και Σάρκα» σκ. Ερρίκος Ανδρέου (1974)
6. «Ένας Νομοταγής Πολίτης» σκ. Ερρίκος Θαλασσινός (1974)
7. «Οι Βάσεις και η Βασούλα» σκ. Ντίνος Δημόπουλος (1975)
8. «The Navel/ Συνωμοσία στη Μεσόγειο» σκ. Βασίλης Γεωργιάδης (1975)
9. «Το Αγκίστρι» σκ. Ερρίκος Ανδρέου (1976)
10. «Ένα Γελαστό Απόγευμα» σκ. Ανδρέας Θωμόπουλος (1979)
UPDATE
Όταν έγινε η ανάρτηση κάτω από κάθε τίτλο υπήρχε το αντίστοιχο link από το YouTube. Στην πορεία πολλά links έγιναν... dead κι έτσι αποφάσισα να σβήσω και τα υπόλοιπα.
TONY CHRISTIE τώρα είναι η ώρα;
Σαν να άργησε η ώρα για τον Tony Christie. Κάλλιο αργά όμως, κι ας πατάει στα 68 του… Για χρόνια στη σκιά του Tom Jones (η φωνή του εννοώ), ο Christie δεν… απέφυγε την επιτυχία, όχι μόνο στην πατρίδα του τη Βρετανία, μα ακόμη και στη Βουλγαρία(!), εκεί στα early seventies, αργότερα δε και στη Γερμανία. Το μοναδικό του άλμπουμ που διαθέτω αφορά στην παρουσία του στο Festival “Golden Orpheus ’72” στη Σόφια, εκεί όπου τραγούδησε τις μεγάλες του επιτυχίες "I did what I did for Maria" και “Is this way to Amarillo” και ακόμη “Hey Jude”, “So deep is the night” και άλλα τινά. Χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει το χώρο, ο Christie, όπως και διάφοροι άλλοι της γενιάς του, απολαμβάνουν τα τελευταία χρόνια μιας νέας λαϊκής απήχησης, μια και θεωρούνται από την dj-ική ομήγυρη κάπως σαν ζωντανοί θρύλοι. Το αποτέλεσμα, τούτου που λέω, φαίνεται ξεκάθαρα στο τελευταίο του CD, που έχει τίτλο “Now’s the Time!” [Acid Jazz, 2011], και το οποίο εμφανίζει τον Christie με μια τέτοια ερμηνευτική έπαρση, λες και έχει… όλο το χρόνο μπροστά του. Αλλά, για ένα λεπτό, και γιατί όχι δηλαδή; H φωνή του διαθέτει όλα τα καντάρια της (προφανώς ο άνθρωπος γνώριζε να την προστατεύσει), τα νέα τραγούδια που καλείται να ερμηνεύσει είναι το ένα καλύτερο από το άλλο (με σαφείς crooner-ίστικες, funky, ακόμη και… spaghetti western αναφορές, όπως στο “Longing for you baby” π.χ.), η Acid Jazz δεν φείσθηκε χρημάτων, πλουτίζοντας την παραγωγή με όλα τα απαραίτητα, ο νέος κόσμος, οι συνάδελφοί του πρώτα-πρώτα (Roisin Murphy, Jarvis Cocker), μα και το κοινό δείχνει να τον εμπιστεύονται. Οπότε τι; Τι άλλο από το να ευχηθώ τα καλύτερα, γι’ αυτόν το μεγάλο βρετανό τραγουδιστή.
Παρασκευή 15 Απριλίου 2011
και ιδού ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ…
Ακόμη ένα ελληνικό 7ιντσο (300 αντίτυπα) τον τελευταίο καιρό, αλλά εντελώς εκτός σειράς· και όχι γιατί παίζει στις 33 στροφές. Πρόκειται για την πρώτη έξοδο σε βινύλιο ενός τύπου που ακούει στο όνομα Άγγελος κυρίου, και ο οποίος μοιράζει τα «τραγούδια» του free, από το προσωπικό του blog http://is.gd/FXZHms (τα πρωτάκουσα πριν 2-3 χρόνια, λέγοντας τότε, κάπως μεταξύ σοβαρού κι αστείου, πως τούτον εδώ θα μπορούσε να τον… κυκλοφορήσει, ευχαρίστως, ακόμη και η ESP στα sixties). Κάτι είχα αναφέρει μάλιστα στο J&T… Είναι δύσκολο να περιγράψεις τι ακριβώς πράττει εδώ ο Άγγελος κυρίου, που μοιάζει ηχητικός απόγονος – χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, ίσως («ίσως» λέω) –, ενός υποθετικού συνδυασμού Wild Man Fischer και Jandek. Δεν πρόκειται ακριβώς για τραγούδια, δεν πρόκειται ακριβώς για instros, δεν πρόκειται ακριβώς για απαγγελίες (τη βοηθεία υποτυπώδους ηχητικής υπόκρουσης). Η «Έπελξη» [organized music from thessaloniki, 2010] είναι μία σουρεαλιστική καταγραφή ήχων, σκέψεων και λέξεων, εκεί όπου όλα ανακατεύονται δίχως εμφανείς κανόνες, προβάλλοντας έναν τρόπο ανορθόδοξης αφήγησης, εμφανούς αστικής αφετηρίας. Σίγουρα, απαιτείται τόλμη για να μοντάρεις-παρουσιάσεις ένα τέτοιο υλικό, αλλά έχω την αίσθηση πως μεγαλύτερη τόλμη απαιτείται για να το καταγράψεις στο βινύλιο. Άξιοι.
Πέμπτη 14 Απριλίου 2011
ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΣΑΣ…
Παρακολουθώντας τα κατά καιρούς κείμενα του Γιώργου Χαρωνίτη στο J&T αναφορικώς με τον Ennio Morricone, μου έχει δημιουργηθεί η διάθεση για κάποιες πολύ επιμέρους... μεγεθύνσεις. Π.χ. ο… ψυχεδελικός Morricone, ή o Morricone στην ελληνική δισκογραφία. Μία απ’ αυτές τις μεγεθύνσεις αφορά στα τραγούδια του Μαέστρου, που έχουν αποδώσει έλληνες τραγουδιστές. Πολύ ειδικό κεφάλαιο θα μου πείτε (όσοι το πείτε). Μα για τα «πολύ ειδικά» είμαστε εδώ, θα απαντούσα. Το πρώτο λοιπόν τραγούδι του Morricone, που μου έρχεται αμέσως στο μυαλό (γιατί υπάρχουν κι άλλα), ερμηνευμένο από Έλληνα, είναι το «Ευχές για σας» με τον Πασχάλη και τους Olympians, από το 1971 (αρ. άδειας). Φυσικά, πρόκειται για το “Here’s to you”, στο οποίο είχε βάλει αγγλικούς στίχους η Joan Baez και που πρωτακούστηκε στην ταινία Sacco e Vanzetti (1971) του Giuliano Montaldo. Η ταινία όπως και το τραγούδι έκαναν «παγκόσμια» επιτυχία και φυσικά προβλήθηκε (η ταινία) και ακούστηκε (το τραγούδι) και στην Ελλάδα.Όταν πέρυσι τέτοιαν εποχή (30/4/2010) ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο θα έδιναν το DVD της ταινίας Σάκο και Βαντσέτι (το φιλμ το έχει δώσει και η Ελευθεροτυπία), o Δημήτρης Δανίκας έγραφε, λίγες μέρες νωρίτερα, στο φύλλο της 24/4:
«Ήταν αρχές του 1970. Ήταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Ήταν η έφοδος του Κόπολα και της ‘συμμορίας’ του στο Χόλιγουντ. Ήταν οι διαδηλώσεις, ο χιπισμός, η εξέγερση του Μάη, ήταν η αναρχία. Ήταν η εποχή του Φερντινάντο Νίκολα Σάκο και του Μπαρτολομέο Βαντσέτι! Η κοινωνική ταραχή μεταδόθηκε και αποτυπώθηκε στις μεγάλες οθόνες. Ολόκληρου του κόσμου. Πλην δικτατορικών καθεστώτων και φυσικά (χουντικής) Ελλάδας».
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, καθότι, όσον αφορά στo φιλμ, το Sacco e Vanzetti προβλήθηκε κανονικά στην Ελλάδα. Τούτο μου το επιβεβαίωσαν δύο φίλοι που είχαν δει τότε την ταινία, ενώ και τα στοιχεία που αντλήθηκαν από το δίκτυο, με τη βοήθεια του Manwolf Louie, επιβεβαιώνουν το παραπάνω.
Συγκεκριμένα, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα Μακεδονία, στο φύλλο της 11/3/1972, το Sacco e Vanzetti παιζόταν στις αίθουσες πρώτης προβολής Έσπερος, Ρεξ, Ριβολί και Τιτάνια, ενώ στα φύλλα της 17/3 και 19/3/1972 παιζόταν στο Ριβολί και τη Φαργκάνη. Κάτι ανάλογο θα συνέβαινε και στην Αθήνα. Ενδεχομένως, δε, και σε άλλες πόλεις. Π.χ. στην Πάτρα, στην εφημερίδα της οποίας Ημέρα (22-29/3/1972) δημοσιεύτηκε για πρώτη(;) φορά στην ελληνική γλώσσα άρθρο με τίτλο Σάκκο και Βαντσέττι υπό Μπερνάρ Τομά, μεταφρασμένο προφανώς.Άρα λοιπόν εκείνο που υποστηρίζει ο Δανίκας είναι παντελώς έξω από την πραγματικότητα, αφού η περίπτωση «Sacco και Vanzetti» δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητη στην Ελλάδα, παρ’ όλο το δικτατορικό καθεστώς. Πόσω μάλλον, όταν και οι εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη κυκλοφόρησαν την ίδια χρονιά (1972) το βιβλίο Πολιτικά Γράμματα/ Σάκκο - Βαντζέττι (επιλογή και μετάφραση Αλεξάνδρα Παντελάκη), των επιστολών δηλαδή που έστελναν από τις φυλακές οι αθώοι Ιταλοί, μετανάστες στις ΗΠΑ και αναρχικοί.
Μάλιστα, το παράδοξο (ας το πω έτσι) είναι πως το βιβλίο της Διεθνούς Βιβλιοθήκης συμπληρώνεται από ένα ακόμη κεφάλαιο που έχει τίτλο Τρομοκρατία στην Ιταλία (άσχετο με τα «πολιτικά γράμματα» λέω εγώ, αλλά παράλληλο κατά τους εκδότες) και το οποίον αντικρούει τις κατηγορίες που είχαν αποδοθεί, τότε, σε ιταλούς αναρχικούς για τις βόμβες που είχαν εκραγεί, σκοτώνοντας πολίτες στην Αγροτική Τράπεζα του Μιλάνο (12/12/1969) και τη Ρώμη (7/1970). Ως γνωστόν τις βόμβες είχαν βάλει οι φασίστες τής Ordine Nuovo. Το κείμενο υπογράφεται από την Παράνομη Επιτροπή του αναρχικού κινήματος ‘22 Μάρτη’. Και όλα αυτά… πάνω, φυσικά, από τη μύτη της ελληνικής χούντας.
Έτσι, όταν κυκλοφορούσαν τέτοια βιβλία στην Ελλάδα του ’72, είναι σίγουρο πως δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα προβολής το Sacco e Vanzetti. Ακόμη δε περισσότερο το soundtrack της ταινίας, που είχε κυκλοφορήσει από την ελληνική RCA (SKLG 20048) και βεβαίως το εξαιρετικό τραγούδι των Morricone-Baez “Here’s to you”, που είχε βγει και σε ελληνικό 45άρι επίσης από την RCA [46g 97].
Επειδή λοιπόν και η ταινία και το σάουντρακ πήραν δημοσιότητα κάνοντας κάποιαν επιτυχία, δεν είναι παράξενο το γεγονός της ελληνικής version από τον Πασχάλη και τους Olympians, η οποία στηρίχθηκε στους όμορφους στίχους του Robert Williams και φυσικά στο εγερτήριο march του Μαέστρου.
«Ευχές για σας Νικόλα και Μπαρτ/ μια προσευχή θα μείνει σε μας/ κι η αγωνία σας θα γίνει γιορτή/ γιορτή για θύμηση παντοτινή. Ευχές για σας Νικόλα και Μπαρτ/ λαός ολόκληρος πιστεύει σε σας/ κι η αγωνία σας θα γίνει γιορτή/ γιορτή για θύμηση παντοτινή» (η έμφαση στο «λαός» δική μου).
Το «Ευχές για σας», με το ωραίο όργανο τού Άλκη Κακαλιάγκου, ακούστηκε στο single των Πασχάλη-Ολύμπιανς «Mamy Blue/ Ευχές για σας» [Philips 6060 120, 1971] και φυσικά στο πρώτο LP του Πασχάλη, που είχε ως τίτλο τ’ όνομά του [Philips 6331 037] από το 1972…
Update 4/5/2011
Διαβάζουμε το 8ον τεύχος του περιοδικού Νέοι Στόχοι (Μάρτιος 1972). Εκεί, υπάρχει μία κριτική στην ταινία Σάκκο και Βαντζέττι από κάποιαν Κλαίρ Μοριάρτυ (Claire Moriarty).
Η Μοριάρτυ έχει θετική γνώμη για την ταινία, αν και επιμένει στο γεγονός πως δεν τονίστηκε στο φιλμ η συμβολή της Διεθνούς Εργατικής Υπεράσπισης (ILD), που είχε οργανώσει τη μαζική εκστρατεία διαμαρτυρίας για τους Σάκκο και Βαντζέττι. Η Μοριάρτυ, που «θάβει» την Joan Baez, καταλήγει:
«Το ‘Σάκκο και Βαντζέττι’ δεν παρουσιάστηκε σ’ ένα κενό. Παρουσιάστηκε σε μια στιγμή όπου η σημερινή ριζοσπαστικοποίηση γέννησε μιαν αυξανόμενη γνώση της ριζοσπαστικής ιστορίας. Ο σκηνοθέτης ωστόσο, προσπαθώντας να κάνει καθαρά την απομυθοποίηση της υπόθεσης Σάκκο-Βαντζέττι, προτίμησε να μην κάνει μια σαφή σύνδεση με σημερινές υποθέσεις, όπως αυτή της Άντζελα Ντέηβις. Αντίθετα, έχει την Τζόαν Μπαέζ στο φιλμ σ’ ένα γλυκερό σόλο της ‘Μπαλάντας των Σάκκο και Βαντζέττι’, που τα λόγια της είναι στο μεγαλύτερο μέρος επιεικώς καυτά. Μια κι ο Μοντάλντο αποφεύγει το μελό σ’ ολόκληρο το υπόλοιπο φιλμ, το ηλίθιο τρύπωμα της Μπαέζ είναι μια ξαστοχιά. Μ’ όλα του τα ψεγάδια ωστόσο το ‘Σάκκο και Βαντζέττι’ προχωρά πολύ στην αποκατάσταση της λέξης ‘προπαγάνδα’ στην αρχική της αξιοπρέπεια».
«Ήταν αρχές του 1970. Ήταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Ήταν η έφοδος του Κόπολα και της ‘συμμορίας’ του στο Χόλιγουντ. Ήταν οι διαδηλώσεις, ο χιπισμός, η εξέγερση του Μάη, ήταν η αναρχία. Ήταν η εποχή του Φερντινάντο Νίκολα Σάκο και του Μπαρτολομέο Βαντσέτι! Η κοινωνική ταραχή μεταδόθηκε και αποτυπώθηκε στις μεγάλες οθόνες. Ολόκληρου του κόσμου. Πλην δικτατορικών καθεστώτων και φυσικά (χουντικής) Ελλάδας».
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, καθότι, όσον αφορά στo φιλμ, το Sacco e Vanzetti προβλήθηκε κανονικά στην Ελλάδα. Τούτο μου το επιβεβαίωσαν δύο φίλοι που είχαν δει τότε την ταινία, ενώ και τα στοιχεία που αντλήθηκαν από το δίκτυο, με τη βοήθεια του Manwolf Louie, επιβεβαιώνουν το παραπάνω.
Συγκεκριμένα, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα Μακεδονία, στο φύλλο της 11/3/1972, το Sacco e Vanzetti παιζόταν στις αίθουσες πρώτης προβολής Έσπερος, Ρεξ, Ριβολί και Τιτάνια, ενώ στα φύλλα της 17/3 και 19/3/1972 παιζόταν στο Ριβολί και τη Φαργκάνη. Κάτι ανάλογο θα συνέβαινε και στην Αθήνα. Ενδεχομένως, δε, και σε άλλες πόλεις. Π.χ. στην Πάτρα, στην εφημερίδα της οποίας Ημέρα (22-29/3/1972) δημοσιεύτηκε για πρώτη(;) φορά στην ελληνική γλώσσα άρθρο με τίτλο Σάκκο και Βαντσέττι υπό Μπερνάρ Τομά, μεταφρασμένο προφανώς.Άρα λοιπόν εκείνο που υποστηρίζει ο Δανίκας είναι παντελώς έξω από την πραγματικότητα, αφού η περίπτωση «Sacco και Vanzetti» δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητη στην Ελλάδα, παρ’ όλο το δικτατορικό καθεστώς. Πόσω μάλλον, όταν και οι εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη κυκλοφόρησαν την ίδια χρονιά (1972) το βιβλίο Πολιτικά Γράμματα/ Σάκκο - Βαντζέττι (επιλογή και μετάφραση Αλεξάνδρα Παντελάκη), των επιστολών δηλαδή που έστελναν από τις φυλακές οι αθώοι Ιταλοί, μετανάστες στις ΗΠΑ και αναρχικοί.
Μάλιστα, το παράδοξο (ας το πω έτσι) είναι πως το βιβλίο της Διεθνούς Βιβλιοθήκης συμπληρώνεται από ένα ακόμη κεφάλαιο που έχει τίτλο Τρομοκρατία στην Ιταλία (άσχετο με τα «πολιτικά γράμματα» λέω εγώ, αλλά παράλληλο κατά τους εκδότες) και το οποίον αντικρούει τις κατηγορίες που είχαν αποδοθεί, τότε, σε ιταλούς αναρχικούς για τις βόμβες που είχαν εκραγεί, σκοτώνοντας πολίτες στην Αγροτική Τράπεζα του Μιλάνο (12/12/1969) και τη Ρώμη (7/1970). Ως γνωστόν τις βόμβες είχαν βάλει οι φασίστες τής Ordine Nuovo. Το κείμενο υπογράφεται από την Παράνομη Επιτροπή του αναρχικού κινήματος ‘22 Μάρτη’. Και όλα αυτά… πάνω, φυσικά, από τη μύτη της ελληνικής χούντας.
Έτσι, όταν κυκλοφορούσαν τέτοια βιβλία στην Ελλάδα του ’72, είναι σίγουρο πως δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα προβολής το Sacco e Vanzetti. Ακόμη δε περισσότερο το soundtrack της ταινίας, που είχε κυκλοφορήσει από την ελληνική RCA (SKLG 20048) και βεβαίως το εξαιρετικό τραγούδι των Morricone-Baez “Here’s to you”, που είχε βγει και σε ελληνικό 45άρι επίσης από την RCA [46g 97].
Επειδή λοιπόν και η ταινία και το σάουντρακ πήραν δημοσιότητα κάνοντας κάποιαν επιτυχία, δεν είναι παράξενο το γεγονός της ελληνικής version από τον Πασχάλη και τους Olympians, η οποία στηρίχθηκε στους όμορφους στίχους του Robert Williams και φυσικά στο εγερτήριο march του Μαέστρου.
«Ευχές για σας Νικόλα και Μπαρτ/ μια προσευχή θα μείνει σε μας/ κι η αγωνία σας θα γίνει γιορτή/ γιορτή για θύμηση παντοτινή. Ευχές για σας Νικόλα και Μπαρτ/ λαός ολόκληρος πιστεύει σε σας/ κι η αγωνία σας θα γίνει γιορτή/ γιορτή για θύμηση παντοτινή» (η έμφαση στο «λαός» δική μου).
Το «Ευχές για σας», με το ωραίο όργανο τού Άλκη Κακαλιάγκου, ακούστηκε στο single των Πασχάλη-Ολύμπιανς «Mamy Blue/ Ευχές για σας» [Philips 6060 120, 1971] και φυσικά στο πρώτο LP του Πασχάλη, που είχε ως τίτλο τ’ όνομά του [Philips 6331 037] από το 1972…
Update 4/5/2011
Διαβάζουμε το 8ον τεύχος του περιοδικού Νέοι Στόχοι (Μάρτιος 1972). Εκεί, υπάρχει μία κριτική στην ταινία Σάκκο και Βαντζέττι από κάποιαν Κλαίρ Μοριάρτυ (Claire Moriarty).
Η Μοριάρτυ έχει θετική γνώμη για την ταινία, αν και επιμένει στο γεγονός πως δεν τονίστηκε στο φιλμ η συμβολή της Διεθνούς Εργατικής Υπεράσπισης (ILD), που είχε οργανώσει τη μαζική εκστρατεία διαμαρτυρίας για τους Σάκκο και Βαντζέττι. Η Μοριάρτυ, που «θάβει» την Joan Baez, καταλήγει:
«Το ‘Σάκκο και Βαντζέττι’ δεν παρουσιάστηκε σ’ ένα κενό. Παρουσιάστηκε σε μια στιγμή όπου η σημερινή ριζοσπαστικοποίηση γέννησε μιαν αυξανόμενη γνώση της ριζοσπαστικής ιστορίας. Ο σκηνοθέτης ωστόσο, προσπαθώντας να κάνει καθαρά την απομυθοποίηση της υπόθεσης Σάκκο-Βαντζέττι, προτίμησε να μην κάνει μια σαφή σύνδεση με σημερινές υποθέσεις, όπως αυτή της Άντζελα Ντέηβις. Αντίθετα, έχει την Τζόαν Μπαέζ στο φιλμ σ’ ένα γλυκερό σόλο της ‘Μπαλάντας των Σάκκο και Βαντζέττι’, που τα λόγια της είναι στο μεγαλύτερο μέρος επιεικώς καυτά. Μια κι ο Μοντάλντο αποφεύγει το μελό σ’ ολόκληρο το υπόλοιπο φιλμ, το ηλίθιο τρύπωμα της Μπαέζ είναι μια ξαστοχιά. Μ’ όλα του τα ψεγάδια ωστόσο το ‘Σάκκο και Βαντζέττι’ προχωρά πολύ στην αποκατάσταση της λέξης ‘προπαγάνδα’ στην αρχική της αξιοπρέπεια».
Τετάρτη 13 Απριλίου 2011
FAYROUZ live in Dubai
Η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του Λιβάνου κι ένα από τα, εν ζωή, καλλιτεχνικά «σύμβολα» στην ιστορία της Ανατολής, η Fayrouz επισκέπτεται τακτικώς το Dubai – χώρα-εμιράτο, που παρέχει όλες τις υλικές προϋποθέσεις για την πραγμάτωση άψογων live – προκειμένου να επικοινωνήσει με το έθνος των Αράβων. Το δικό της έθνος. Πέραν των θαυμάσιων τραγουδιών με τις λαβυρινθώδεις, ελικοειδείς μελωδίες των αδελφών Rahbani και του γιού της Ziad Rahbani, που, σχεδόν αποκλειστικώς, ερμηνεύει η Fayrouz, εκείνο που εισπράττει ο καθείς, βλέποντας αυτήν την παράστασή της στο American University του Dubai, τον Μάρτιο του 2001 – DVD στην Enja [ENJ-9531 9, 2008] – , είναι ο σεβασμός, το ήθος, η εσωτερική περιδίνηση και από ’κει πέρα η εκσφενδόνιση στο αχανές όχι μόνον της αγιοτάτης φωνής, αλλά και κάθε μέλους της τρανής ορχήστρας, κάθε θεατή της συναυλίας. (Δεν πρόκειται για τους «άλλους» Άραβες. Είναι οι ίδιοι, εκείνοι που αγωνίζονται, φερ’ ειπείν, για το ορθό στον παλαιστινιακό κόσμο· έναν κόσμο, για τον οποίον η Χριστιανή Fayrouz είναι μία αναγνωρισμένη συμπαραστάτις). Κατά τα λοιπά, στο live στο Dubai, αν κάτι περισσεύει τούτο είναι πολυτελής απλότητα και η, ανά πάσα στιγμή, ιερή πνευματικότητα.
Τρίτη 12 Απριλίου 2011
BLUES ΤΟΠΟΙ ΚΑΙ… ΑΤΟΠΗΜΑΤΑ
Ο James Cotton ζει. Και δεν το λέω επειδή είναι, απλώς, 75 στα 76, αλλά γιατί βγαίνει σώος (να είναι καλά ο άνθρωπος) από μια μάχη με τον καρκίνο (του λάρυγγα), την οποία δίνει από τα μέσα του ’90. Φυσικά, πια, δεν τραγουδά, εξακολουθεί όμως να φυσά με τέχνη τη φυσαρμόνικά του, βρίσκοντας τη δύναμη να συνεχίζει και στη δισκογραφία. Τελευταία του δουλειά το άλμπουμ “Giant” [Alligator, 2010], το οποίο και σηματοδοτεί την επανεμφάνισή του στην ετικέτα από το Σικάγο· αν δεν κάνω κάποιο σοβαρό λάθος η τελευταία φορά που έγραψε εκεί ήταν το 1990, για τις ανάγκες του “Harp Attack!”, μετά των Carey Bell, Juniors Wells και Billy Branch. Έτσι, όταν ανοίγει το νέο του CD με το κλασικό («κλασικό» γιατί το είπε η Joplin στο “Pearl”) “Buried alive in the blues” του Nick Gravenites είναι σαν να ξορκίζει το… χειρότερο. Σαν να λέει δηλαδή: «Ναι, θαμμένος είμαι και μάλιστα ζωντανός, αν και στο blues μόνο». Με τραγούδια παλιά και καινούρια, κάποια του Muddy Waters και με το άλμπουμ αφιερωμένο στη μνήμη της Koko Taylor, ο James Cotton παραδίδει μία ωραία δουλειά, παίρνοντας πολύτιμες βοήθειες από τους Slam Allen φωνή, κιθάρα, Tom Holland κιθάρα, φωνή, Noel Neal μπάσο, Kenny Neal, Jr. ντραμς. Από τις… αποδοτικότερες στιγμές το ορχηστρικό jump “With the quickness”, αλλά και το επίσης «ήσυχο» ορχηστρικό “Blues for Koko”, αμφότερα δικές του συνθέσεις. Στο Yellowbird, το προχωρημένο label της Enja, έσκασε μύτη πριν από κάποιους μήνες ένα, μάλλον, απρόσμενο άλμπουμ. Ο τίτλος του; “Electric Willie, A tribute to Willie Dixon”. To άλμπουμ υπογράφεται από τους Elliott Sharp κιθάρες, Henry Kaiser κιθάρες, Eric Mingus φωνητικά, Queen Esther φωνητικά, Glenn Phillips κιθάρες, Melvin Gibbs μπάσο, Lance Carter ντραμς και αποτελεί μία… γενναία περίπτωση «φόρου τιμής», στον mega blues composer, από μια ομάδα με τεράστιες περγαμηνές στο παλμαρέ της. Εν ολίγοις, μιλώντας για τους Sharp και Kaiser, δεν θα ήταν λάθος αν υποστήριζα την πρωτοκαθεδρία τους στον κιθαριστικό αυτοσχεδιασμό, την τελευταία 30ετία, ο Eric Mingus είναι ο γιος του Charles Mingus αναγνωρισμένος μπασίστας και τραγουδιστής, η Queen Esther είναι και αυτή «κομμάτι» της νεοϋορκέζικης avant κ.λπ., κ.λπ. Αναφερόμαστε δηλαδή σε μουσικούς με προφανή ιστορία, που καταπιάνονται μ’ ένα αναγνωρισμένο (ή λιγότερο…) υλικό, φέρνοντάς το, φυσικά, στα μέτρα τους. Δεν πρόκειται, απλώς, για το γεγονός ότι τα tracks που επιλέγεται να διασκευαστούν δεν είναι, συχνά, από τα πλέον προφανή – π.χ. το εισαγωγικό “Which came first” προέρχεται από μία συνεργασία του Dixon με τον Ry Cooder στο άλμπουμ “The Slide Area” του δεύτερου, από το 1982, ενώ το φοβερό “Eternity” από το “Live” των Bob Weir και Rob Wasserman, που βγήκε το 1998 –, είναι και ο τρόπος αναπροσαρμογής τους, που διατηρεί όλα τα στοιχεία του μεγάλου συνθέτη, τους στιβαρούς ρυθμούς, σχεδόν πάντα τις κλασικές αρμονίες, επί των οποίων σπέρνονται τα απολύτως solid soli των κιθαριστών, και βεβαίως τα παθιασμένα φωνητικά των ερμηνευτών. Μπορεί το παίξιμο να είναι, ορισμένες φορές, και κατά τόπους, διαστρεβλωτικό, ποτέ όμως εκείνο δεν εξελίσσεται σε αυτάρεσκο, ακόμη και στα μεγαλύτερης διάρκειας κομμάτια, τα 11λεπτα “Backdoor man” (Howlin’ Wolf, 1961) και “The same thing” (Muddy Waters, 1964). Είναι φανερό. Ο Sharp, που είναι και ο παραγωγός του άλμπουμ, είχε κατά νου τον ήχο των κορυφαίων psych blues LPs “Electric Mud” [Cadet, 1968] του Muddy Waters και “This is Howlin’ Wolf’s New Album” [Cadet, 1969], έναν ήχο δηλαδή, που οφειλόταν, βασικά, στον μεγάλο, αλλά υποτιμημένο αφρο-αμερικανό κιθαριστή Pete Cosey (μέλος του AACM, killer sessions στην electric-Miles period κ.λπ.). Με το “Electric Willie”, 40 χρόνια μετά, σαν να συμπληρώνεται η τριάδα… Προσπαθώ να θυμηθώ ποια ήταν το τελευταίο (εννοώ το πιο πρόσφατο) άλμπουμ του Charlie Musselwhite που έχω ακούσει. Ανέτρεξα στη «σιντοθήκη» και με κόπο βρήκα πως αυτό αφορούσε σε μια “Deluxe Edition” της Alligator από το 2005, με επιλογές από τους δίσκους του εκεί (είχε τουλάχιστον τρεις έως τότε). Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να βρω το “Sanctuary” (2004) στη Real World (που διάολο πήγε;). Το “The Well” (2010) αποτυπώνει την επανεμφάνιση του κορυφαίου αρμονικίστα στην Alligator και μαζί ένα πλήρες τραγουδοποιητικό έργο (ok, υπάρχουν και instros), το οποίον αποδεικνύει πως ο 67χρονος μουσικός, ακόμη καλά κρατιέται. Ο Musselwhite, που εκτός από φυσαρμόνικα, παίζει ολίγες κιθάρες και τραγουδά, συνοδεύεται στο «Πηγάδι» από τον Dave Gonzales κιθάρες, τον John Bazz μπάσο, τον Stephen Hodges ντραμς και την κυρία Mavis Staples, η οποία τραγουδά στο “Sad and beautiful world”. Οι φόρμες κλασικές, με τον Musselwhite να μετέρχεται όργανα και να διαμορφώνει παιξίματα, τα οποία παραπέμπουν όχι μόνο στη δική του πλούσια καριέρα, αλλά και στη… φυσητή-ρουφηχτή blues history, την ώρα κατά την οποίαν τα λόγια του πιάνονται από το μικρό ή το μεγάλο γεγονός, και μάλιστα με φιλοσοφική διάθεση. Κορυφαίο το φερώνυμο κομμάτι, το οποίον αναφέρεται στην περίπτωση της μπέμπας Jessica McClure, που έπεσε σ’ ένα πηγάδι, κάπου στο Texas, το 1987, και που στάθηκε αφομή, ώστε να κόψει ο Charlie το ποτό (γιατί το… έτσουζε). Τι συνέβη στη ψυχή αυτού του ανθρώπου, επιχειρεί να μας το εξηγήσει το τραγούδι.
Εδώ, ένα πολύ ωραίο… private video…
Εδώ, ένα πολύ ωραίο… private video…
Δευτέρα 11 Απριλίου 2011
Κύπριοι SKYROCKETS…
Πολλοί κύπριοι καλλιτέχνες, στο χώρο του «έντεχνου» και του pop-rock, είναι γνωστό πως έκαναν καριέρα στην Ελλάδα, ήδη από τα χρόνια του ’60 (Μιχάλης Βιολάρης, Δώρος Γεωργιάδης, Σταύρος Σιδεράς…)· πράγμα, που συνεχίστηκε και με μεγαλύτερη ένταση στις επόμενες δεκαετίες. Υπήρχαν όμως και κάποιοι που δεν έκαναν… Που έμειναν στο νησί τους, τραγουδώντας για το τοπικό κοινό. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Δημήτρης Πιερίδης.
Πάνε κάμποσα χρόνια (σίγουρα δέκα) από τότε που είχα δει στο eBay να πουλιέται ένα άλμπουμ υπό το όνομα “The Skyrockets and Dimitris Pierides” [Island WELP 1], κάνοντάς μου μεγάλη εντύπωση (δεν είναι καταγραμμένο στο popsike.com – επειδή το popsike φτιάχτηκε το 2003). Οι λόγοι ήταν οι εξής. Πρώτον, δεν περίμενα ποτέ να έχει εκδοθεί κυπριακό μοντέρνο LP στα mid sixties, που να είναι άγνωστο στην Ελλάδα. Δεύτερον, συγκρότημα με τ’ όνομα Skyrockets υπήρχε και στην Ελλάδα (και αλλού), αλλά σε μία πρώτη φάση (και τελευταία…) δεν φαίνεται να είχε καμμία σχέση με το κυπριακό και τρίτον, το άλμπουμ μπορεί ν’ αφορούσε σε κυπριακό γκρουπ, αλλά ήταν τυπωμένο από τη βρετανική Island! Θυμάμαι τη σφραγίδα στο label, που ήταν σαν αυτήν που βλέπετε δίπλα. Περιττό να πω πως το LP ήταν πολύ ακριβό, και δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωση να το αγοράσω. Σημείωσα όμως σ’ ένα χαρτάκι το track list. Ανάμεσα στα τραγούδια (βάζω σε παρένθεση τους εκτελεστές) και τα Tereza (του Sergio Endrigo;), Je ne t’aime plus (Christophe), Jamais je ne vivrais sans toi (Richard Anthony), Tu si na cosa grande (Domenico Modugno), Capri c’est fini (Herve Villard), Innamorarmi di te (Peppino Gagliardi), κάποιο Μπορεί να έφυγες και μερικά ακόμη. Το όνομα του Δημήτρη Πιερίδη το συνάντησα, έκτοτε, μόλις μία φορά σε δίσκο. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλες, αλλά προσωπικώς έχω υπ’ όψιν μου μόνο το τυπωμένο στην Ελλάδα 45άρι «Φύλλα ροδοδάφνης/ Ο πρίγκηπας» [Arion Records 710301, άνευ χρονιάς]. Και τα δύο τραγούδια, που πρέπει να προέρχονται από τα early 70s, είναι του Λέω Μαλένη (πρόκειται, μάλλον, για τον Λεωνίδα Μαλένη, που έχει συνεργστεί με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, τον Γιώργο Θεοφάνους κ.ά.), ενορχηστρωμένα από τον Γιώργο Κοτσώνη (έχει βγάλει στην Ελλάδα, στα 70s, καλούς δίσκους στη Lyra/Zodiac…) και ερμηνευμένα από τους Δημήτρη Πιερίδη - Φρύνη Ιωάννου (το πρώτο) και Δημήτρη Πιερίδη (το δεύτερο). Και τα δύο κομμάτια είναι νεοκυματικά με πολύ σεμνό μπουζούκι, πιάνο, μπάσο, κρουστά... Το πρώτο έχει hippie στίχους («φύλλα ροδοδάφνης έστρωσαν στο χώμα/ φύλλα και λουλούδια μυρωμένο στρώμα/ είναι τα παιδιά ενός κόσμου καινούριου/ κορμιά που τα χάιδεψε η Άνοιξη») και θυμίζει το στυλ του Λίνου Κόκοτου – απλό, όμορφο κομμάτι. Το δεύτερο είναι κάπως «χατζιδακικό», αλλά δε μου λέει κάτι.
ΥΓ. Φάση θα’χει τώρα ο Δημήτρης Πιερίδης των Skyrockets να μην έχει σχέση με τον Δημήτρη Πιερίδη τoυ ελληνικού single…
Πάνε κάμποσα χρόνια (σίγουρα δέκα) από τότε που είχα δει στο eBay να πουλιέται ένα άλμπουμ υπό το όνομα “The Skyrockets and Dimitris Pierides” [Island WELP 1], κάνοντάς μου μεγάλη εντύπωση (δεν είναι καταγραμμένο στο popsike.com – επειδή το popsike φτιάχτηκε το 2003). Οι λόγοι ήταν οι εξής. Πρώτον, δεν περίμενα ποτέ να έχει εκδοθεί κυπριακό μοντέρνο LP στα mid sixties, που να είναι άγνωστο στην Ελλάδα. Δεύτερον, συγκρότημα με τ’ όνομα Skyrockets υπήρχε και στην Ελλάδα (και αλλού), αλλά σε μία πρώτη φάση (και τελευταία…) δεν φαίνεται να είχε καμμία σχέση με το κυπριακό και τρίτον, το άλμπουμ μπορεί ν’ αφορούσε σε κυπριακό γκρουπ, αλλά ήταν τυπωμένο από τη βρετανική Island! Θυμάμαι τη σφραγίδα στο label, που ήταν σαν αυτήν που βλέπετε δίπλα. Περιττό να πω πως το LP ήταν πολύ ακριβό, και δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωση να το αγοράσω. Σημείωσα όμως σ’ ένα χαρτάκι το track list. Ανάμεσα στα τραγούδια (βάζω σε παρένθεση τους εκτελεστές) και τα Tereza (του Sergio Endrigo;), Je ne t’aime plus (Christophe), Jamais je ne vivrais sans toi (Richard Anthony), Tu si na cosa grande (Domenico Modugno), Capri c’est fini (Herve Villard), Innamorarmi di te (Peppino Gagliardi), κάποιο Μπορεί να έφυγες και μερικά ακόμη. Το όνομα του Δημήτρη Πιερίδη το συνάντησα, έκτοτε, μόλις μία φορά σε δίσκο. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλες, αλλά προσωπικώς έχω υπ’ όψιν μου μόνο το τυπωμένο στην Ελλάδα 45άρι «Φύλλα ροδοδάφνης/ Ο πρίγκηπας» [Arion Records 710301, άνευ χρονιάς]. Και τα δύο τραγούδια, που πρέπει να προέρχονται από τα early 70s, είναι του Λέω Μαλένη (πρόκειται, μάλλον, για τον Λεωνίδα Μαλένη, που έχει συνεργστεί με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, τον Γιώργο Θεοφάνους κ.ά.), ενορχηστρωμένα από τον Γιώργο Κοτσώνη (έχει βγάλει στην Ελλάδα, στα 70s, καλούς δίσκους στη Lyra/Zodiac…) και ερμηνευμένα από τους Δημήτρη Πιερίδη - Φρύνη Ιωάννου (το πρώτο) και Δημήτρη Πιερίδη (το δεύτερο). Και τα δύο κομμάτια είναι νεοκυματικά με πολύ σεμνό μπουζούκι, πιάνο, μπάσο, κρουστά... Το πρώτο έχει hippie στίχους («φύλλα ροδοδάφνης έστρωσαν στο χώμα/ φύλλα και λουλούδια μυρωμένο στρώμα/ είναι τα παιδιά ενός κόσμου καινούριου/ κορμιά που τα χάιδεψε η Άνοιξη») και θυμίζει το στυλ του Λίνου Κόκοτου – απλό, όμορφο κομμάτι. Το δεύτερο είναι κάπως «χατζιδακικό», αλλά δε μου λέει κάτι.
ΥΓ. Φάση θα’χει τώρα ο Δημήτρης Πιερίδης των Skyrockets να μην έχει σχέση με τον Δημήτρη Πιερίδη τoυ ελληνικού single…
JAVELIN το σήμα…
Ευχάριστη περίπτωση φιγουρτζίδικου – με την καλή έννοια – electro-funk, εντός του οποίου διασκορπίζονται γερές δόσεις lounge, hip-hop και κλασικού synth-electro, κατά τα παλαιά pop late 70s-early 80s πρότυπα (Marc Moulin ας πούμε). Το όλον πράγμα λειτουργεί.
Οι Javelin, δηλαδή ο George Langford και ο Tom Van Buskirk από το Brooklyn, οι οποίοι παίρνουν οργανικές βοήθειες σε τσέλο, βιολί και φωνητικά, δεν κρύβουν, στo “No Mas” [Luaka Bop, 2010], εκείνο που τους αρέσει. Απεναντίας, ως άψογοι, σύγχρονοι electro-μάγειροι συνταγοποιούν τις εμμονές τους προς μια κατεύθυνση που θέλει, διαρκώς, να αναζητεί την έκπληξη. Το καταφέρνουν. Ενίοτε δε πολύ καλά· αν αναφέρεται κανείς σε διαμαντάκια του ενάμιση λεπτού τύπου “The Merkin jerk”. Μάλιστα, αν υπήρχε περίπτωση να ξαναποκτούσα ραδιοφωνική εκπομπή – παρότι, ειλικρινώς, δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου κάτι τέτοιο – αυτό θα ήταν το σήμα μου…
Οι Javelin, δηλαδή ο George Langford και ο Tom Van Buskirk από το Brooklyn, οι οποίοι παίρνουν οργανικές βοήθειες σε τσέλο, βιολί και φωνητικά, δεν κρύβουν, στo “No Mas” [Luaka Bop, 2010], εκείνο που τους αρέσει. Απεναντίας, ως άψογοι, σύγχρονοι electro-μάγειροι συνταγοποιούν τις εμμονές τους προς μια κατεύθυνση που θέλει, διαρκώς, να αναζητεί την έκπληξη. Το καταφέρνουν. Ενίοτε δε πολύ καλά· αν αναφέρεται κανείς σε διαμαντάκια του ενάμιση λεπτού τύπου “The Merkin jerk”. Μάλιστα, αν υπήρχε περίπτωση να ξαναποκτούσα ραδιοφωνική εκπομπή – παρότι, ειλικρινώς, δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου κάτι τέτοιο – αυτό θα ήταν το σήμα μου…
LUDOVICO EINAUDI λίγες νότες αξίας
Σαν σε όνειρο, όπως λένε, θυμόμουν το όνομα του ιταλού συνθέτη Ludovico Einaudi από την παρουσία του στο ελληνικό σινεμά. Και όντως, ψάχνοντας στη σιντοθήκη εντόπισα, με μια μικρή δυσκολία ομολογουμένως, το δικό του soundtrack για την ταινία της Μαρίας Ηλιού «Αλεξάνδρεια», που είχε κυκλοφορήσει το 2002 από την Ankh. Ο Einaudi, που δεν είναι και… μικρός στην ηλικία (είχα την εντύπωση πως ήταν γύρω στα 35 με 40, αλλά είναι 56), είναι οπωσδήποτε ένας σοβαρός κινηματογραφικός συνθέτης, είναι όμως, την ίδιαν ώρα, κι ένας ολοκληρωμένος δημιουργός, με τα έργα του ν’ αφορούν σε ποικίλες ηχητικές περιοχές, τις οποίες ενώνουν, σχεδόν πάντα, τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της τέχνης του, ο μινιμαλισμός και ο ρομαντισμός. Μάλιστα, ως μέλος των White Tree, και συνεργαζόμενος με δύο μέλη των To Rococo Rot, ο Einaudi έχει να επιδείξει και μία… ηλεκτρονική καριέρα. Θα ξεκινήσω από ’κει, πριν πάω σε κάτι ακόμη. Το “Cloudland” κυκλοφόρησε το 2009 από την Ponderosa Music & Art και συλλαμβάνει τη συνεργασία των αδελφών Lippok, του Ronald και του Robert (αμφότεροι στους To Rococo Rot), με τον Ludovico Einaudi, έτσι όπως αποτυπώθηκε αυτή το 2007-08, στο Βερολίνο και το Μιλάνο. Πρόκειται για ένα έργο δέκα συνθέσεων (46:36 η διάρκεια), το οποίο μοιάζει, κάπως, σαν την υποτιθέμενη τομή του ήχου των δύο συνασπισμών. Υπάρχουν δηλαδή, από τη μία μεριά, οι ηλεκτρονικές παρηχήσεις, τα περιβάλλοντα, οι ατμόσφαιρες, ακόμη και τα χαλαρά electro beats των To Rococo Rot, υπάρχει όμως και από την άλλη το πιάνο τού Einaudi, η ευρωπαϊκή romance, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από λίγες νότες (άνευ minimal κατάχρησης). Η αλήθεια είναι πως το “Cloudland” έχει την αίσθηση του soundtrack. Με τη διαφορά ότι δεν υπηρετεί εικόνες, δημιουργεί εικόνες. Επίσης, το 2009, κυκλοφόρησε από την Ponderosa Music & Art και το προσωπικό άλμπουμ του Ludovico Einaudi, υπό τον τίτλο “Nightbook”. Πρόκειται για ένα έργο διάρκειας 70 λεπτών, που το ακούς από την αρχή έως το τέλος, αμέσως, δίχως να αντιληφθείς το πέρασμα του χρόνου. Ο Einaudi συντάσσει μιαν απολύτως ωραία μουσική, όπως θα την αποκαλούσαμε περιγραφικώς, ή, για να είμαι πιο ακριβής, μιαν απολύτως ωραία μουσική με βάση το πιάνο. Μια μουσική απλή στη βάση της («απλή» για όσους μπορούν ή ενδιαφέρονται να το καταφέρουν), στηριγμένη στη… μελωδική επαναληπτικότητα, στην άψογη αρμονική επεξεργασία. Εν τέλει σ’ έναν καλλιεργημένο ψυχισμό, ο οποίος αντιλαμβάνεται τις νότες ως ύψιστα στοιχεία δημιουργίας. Ο Einaudi δεν είναι μόνος του στο “Nightbook”. Οι Lippoks είναι ξανά μαζί του σε κάποια θέματα, σε κάποια άλλα υπάρχουν τσέλο, βιολί, βιόλα, κρουστά, σε κάποια άλλα vibes και live electronics. Όμως, όσο κι αν ακούγονται πολλά τα όργανα, τίποτα, στην πράξη, δεν είναι πολύ. Οι ενορχηστρώσεις του Einaudi απογυμνώνουν κάθε αίσθηση φορτώματος, είναι έτσι τοποθετημένες ώστε να στοχεύουν πάντα στο απαραίτητο. Υπάρχει το πιάνο εξάλλου – το δικό του πιάνο, που δίδει την κατεύθυνση –, με όλα τα υπόλοιπα όργανα να συμπαρατάσσονται. Το Indaco, το In prinsipio, ο Έρωτας, οι Πλανήτες, το Bye bye mon amour είναι κομμάτια, που δύσκολα φεύγουν απ’ τη μνήμη, μετά το πέρας της ακρόασης. Δύσκολα, μάλλον, απομακρύνεται η επίγευση ενός έργου, που μοιάζει να έγινε τοποθετώντας ως στόχο το ωραίο. Το υψηλά ιστάμενο ωραίο.