Το “Cafe Extra-Ordinaire Story” του κοντραμπασίστα Bobby Jackson ηχογραφήθηκε το 1970, για να κυκλοφορήσει οριστικώς το 1977 σε κάποιαν Ninth Note, αφού είχε προηγηθεί (το 1970), το 45άρι Paul’s ark/ Yak um ba. Η ιστορία είναι μεγάλη, αναφέρεται αναλυτικώς στο booklet της επανέκδοσης [Jazzman JMANCD 035, 2010], και, εν συντομία, έχει ως εξής.
Ο Bobby Jackson είχε γεννηθεί στο Birmingham της Alabama, μεγάλωσε στο Milwaukee και βρέθηκε να διαμένει, μεγάλος πια, στη Minneapolis. Fan της jazz και παίκτης ο ίδιος αποφασίζει ν’ ανοίξει ένα club στην πόλη, προκειμένου να στεγάσει τη σκηνή, αλλά και τις δικές του… αισθητικές αναζητήσεις. Το club, το Cafe Extra-Ordinaire, εγκαινιάζεται το 1966 με in house μπάντα αυτήν των Bobby Jackson μπάσο, Jimmy Bell πιάνο, Paul Cotton ντραμς. Τα jam sessions με μουσικούς της πόλης δίνουν και παίρνουν, ώσπου κάποια στιγμή – υποθέτω προς τα τέλη της δεκαετίας – ο Jackson γνωρίζεται με τον George Garrett (υπήρξε παραγωγός των Trashmen και ιδιοκτήτης/ συν-ιδιοκτήτης διαφόρων labels της περιοχής – Garrett, Bangar…), ο οποίος, ως jazz-fan, βρίσκει κενό χρόνο σε κάποιο στούντιο της Minneapolis, προκειμένου να απαθανατίσει την ατμόσφαιρα του μαγαζιού. Οι Tony Moreno ντραμς, Gene Hubbard ντραμς, Paul Cotton ντραμς, Paul Akre πιάνο, Bobby Lyle πιάνο (ίσως το πιο γνωστό όνομα, με θητεία στους Young-Holt Unlimited), Hubert Eaves fender rhodes, Morris Wilson τενόρο, Beau Bailey τρομπόνι και Sam Bivens τρομπέτα μπαίνουν στα Moon Sound Studios της Minneapolis προκειμένου να γράψουν ένα ημίωρο και κάτι άλμπουμ αποτελούμενο από επτά πρωτότυπες συνθέσεις… αυθεντικής club jazz (ένα τσιτωμένο hard bop), η οποία, κάποιες φορές άγγιζε τα όριά της. Και αναφέρομαι, βασικά, στα δύο τελευταία tracks, το “Fluck flick”, με το ηλεκτρικό πιάνο του Hubert Eaves να φυσάει, και το up-tempo “Ebonite” με τα διαδοχικά soli στο τενόρο από τον Wilson, στην τρομπέτα από τον Bivens (δική του η σύνθεση) και στο πιάνο από τον Eaves να τιγκάρουν την κατασκευή. Φοβερά κομμάτια.
Στο ίδιο label ανήκει και η συλλογή “California Funk” [Jazzman JMANCD 033, 2010], στην οποίαν ανθολογούνται 21 ultra rare cuts (όπως γράφουν οι compilers Jazzman Gerald και Malcolm Catto) από συγκροτήματα που δεν τα γνωρίζει ούτε η μάνα τους. Και όσο κι αν το rare από μόνο του δε λέει κάτι – δε λέει όταν δεν συνδυάζεται με το ίδιο σπάνια ποιότητα – οι επιμελητές εν προκειμένω είναι «μέσα», αν κρίνει κανείς από κάποιες παντελώς εξωφρενικές επιλογές. Στην κορυφή το “Turn it over” του Chucky Thurmon (raw and wild Bay Area funk), το… αφόρητο “I who have nothing (Am somebody)” των Ray Frazier & The Shades of Madness, το extra groovy funk “Arriba tipo” των Enrique Olivarez y Los Vampiros, το killer jazz funk “Cruising down sunset” των 4th Coming, το “Politician rag” με την ultra heavy μπασογραμμή τού King Solomon, το “North Richmond breakway” των J.G.D. & The New Breed με το ωραία ενταγμένο wah-wah, το “Cold heat” των Lil Lavair & The Fabulous Jades με το καλύτερο «πνευστό» τμήμα της συλλογής, το “W.B. 302” των California Gold Notes που έχει ντραμιστικά γεμίσματα μεγατόνων και δυναμικό sax σόλο… Έτσι, όπως πάω θα τα βάλω όλα στην κορυφή και άδικο δε θα’χω.
Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011
Τρίτη 30 Αυγούστου 2011
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΟΛΗΣ momenti erotici
Υπάρχουν ελληνικές ταινίες, που δεν τις πιάνει το μάτι σου έχοντας κάτι να πουν (ορισμένες φορές έχουν να πουν περισσότερα), περνώντας, γενικώς, απαρατήρητες. Σπανίως έως ποτέ δεν βρίσκουν θέση στην TV (η οποία διαλέγει από ένα μικρό απόθεμα, προβάλλοντας τις ίδιες και τις ίδιες), άλλες κυκλοφόρησαν κάποια στιγμή, στα 80s, σε βιντεοκασέτες, αλλά τώρα τρέχα βρες τες, ενώ κάποιες δεν βγήκαν ποτέ σε VHS ή DVD, ενώ υπάρχει περίπτωση να μην έχουν παιχθεί ποτέ στην τηλεόραση ή ακόμη και στα… cult κινηματογραφικά events. Σκεπτόμενος πρόσωπα, σκηνοθέτες δηλαδή, θα έλεγα πως ένας από τους πιο αδικημένους, το έργο του οποίου παραμένει άγνωστο, είναι οπωσδήποτε ο Γιάννης Κοκκόλης.
Ρίχνοντας μια ματιά στον imdb.com μαθαίνουμε πως ο Κοκκόλης έχει σκηνοθετήσει ή συν-σκηνοθετήσει 8 ταινίες μεγάλου μήκους, οι πιο πολλές από τις οποίες ανήκουν στις λεγόμενες σπάνιες ή εν πάση περιπτώσει άγνωστες του ελληνικού σινεμά, παρότι ορισμένες θα μπορούσε ν’ αποκτήσουν κάποια μεγαλύτερη φήμη· το Τετράγωνο (1964) φερ’ ειπείν, που είχε προβληθεί στην πέμπτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη. Kατ’ ουσίαν επρόκειτο για μία συρραφή τεσσάρων ταινιών μικρού μήκους σκηνοθετημένων από τους Πάνο Κατέρη, Γιάννη Κοκκόλη, Νίκο Οικονόμου και Στέλιο Τζάκσον (οι τίτλοι τους ήταν Η σαρξ, Αύριο θα σου χαρίσω μια κορδέλλα, Στο χαράκωμα, Η ζούγκλα), έναν τρόπο δηλαδή κινηματογραφικής παρουσίασης (εκείνος των σπονδυλωτών ταινιών), που ήταν αρκετά δημοφιλής στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μάλιστα, μουσική στο «Τετράγωνο» είχε γράψει ο Σταύρος Ξαρχάκος, με το soundtrack να κυκλοφορεί την ίδιαν εποχή στη δεύτερη πλευρά του άλμπουμ «Μοναστηράκι και Τετράγωνο» [Columbia 33GSX 7, 1964]. Όποιος έχει ακούσει το OST δε θα μείνει στη «Σαρξ» (είναι η μελωδία από το «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι»), αλλά στον «Εφιάλτη» (δεν ξέρω αν προέρχεται από το σκετς του Κοκκόλη), που είναι free-avant και σε στέλνει… στα τάρταρα. Μία άλλη ταινία του Κοκκόλη που έγραψε ιστορία, παρότι δεν την έχει δει κανείς(!), είναι το Πειραματόζωο (1975), ένας Έλληνας Μεγάλος Αδελφός, που έμελλε να καταδικαστεί (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) στην αφάνεια.
Σίγουρα, έχω δει δύο από τις οκτώ ταινίες του Γιάννη Κοκκόλη –τις Ερωτικές Στιγμές του 1971/72 και τις Μεταμορφώσεις του 1973– ενώ, πιθανώς, να έχω δει και μια τρίτη, την Εις Θάνατον (1967), παλαιά στην τηλεόραση, αφού το cast κάτι μου θυμίζει. Θα μείνω όμως στην πρώτη, στις Ερωτικές Στιγμές, αφού πρόκειται για μία από τις πιο ενδιαφέρουσες κοινωνικές-ερωτικές ταινίες του δικού μας σινεμά. Ok, μπορεί να μην είναι «Ευδοκία», αλλά, από την άλλη, δεν της αρμόζει η υποτίμηση και πολύ περισσότερο η άγνοια. Την ταινία την είχε δώσει πριν από μερικά χρόνια το Πρώτο ΘΕΜΑ, ενώ, ακόμη και τώρα, όλο και κάπου θα εντοπίζεται στο Μοναστηράκι με 1 ευρώ.
Να πω, αρχικώς, πως το φιλμ έχει ιταλικούς τίτλους αρχής, πράγμα που σημαίνει πως έκανε κάποια καριέρα και στο εξωτερικό, την ώρα κατά την οποία στην Ελλάδα δεν περπάτησε ιδιαιτέρως (έκοψε 46.648 εισιτήρια στην πρώτη προβολή και κατετάγη εξηκοστό τρίτο, ανάμεσα στα 90 φιλμ της σεζόν 1971-72 – τα στοιχεία προέρχονται από την Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου του Γιάννη Σολδάτου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1984). Έτσι, λοιπόν, η ταινία τιτλοφορείται Erotic Moments/ Momenti Erotici έχει για βασικούς πρωταγωνιστές την Katy Theo (Καίτη Θεοχάρη) και τον Giorgio Amadoro (Γιώργος Αρμαδώρος) και από ’κει και πέρα την Dora Bolonari (πρόκειται για την Ντόρα Βολονάκη), τον Antonis Xenakis, την Eleni Dakoronia, την Lambi Liva (Λαμπρινή Λίβα) κ.ά., ακόμη επενδύεται με εντεχνολαϊκή μουσική, αλλά και μ’ ένα ωραίο rock θέμα (κιθάρα με wah-wah, σ’ ένα στυλ psych-funk) κάποιου G. Theofilopoulos, ενώ είναι σκηνοθετημένη από τον… Gianni Kolis (Γιάννης Κοκκόλης).
Η ιστορία είναι απλή…Ένα μεσοαστικό ζευγάρι (η Καίτη Θεοχάρη και ο Αντώνης Ξενάκης) που ζει σε καλή πολυκατοικία της Αθήνας, αντιμετωπίζει προβλήματα με το γάμο του. Εκείνος, ένας 50άρης πολιτικός μηχανικός, κι εκείνη αρκετά νεότερη, νοικοκυρά, που φροντίζει τα του οίκου και τη μικρή τους κόρη, έχοντας παράλληλα και μια εξωσυζυγική περιπέτεια, την οποίαν πληροφορούμαστε στην αρχή του φιλμ από τ’… όνειρό της· παρότι, συνήθως, δεν βλέπεις στον ύπνο σου αυτά που θέλεις! Η σχέση του ζεύγους πάει κατά διαβόλου. Αποτυχημένες ερωτικές συνευρέσεις, λελογισμένοι καβγάδες, ατμόσφαιρα ψυχρή και αδιάφορη, τα ίδια πράγματα να επαναλαμβάνονται (εντός του σπιτιού) με μαθηματική ακρίβεια. Ο Κοκκόλης κινηματογραφεί, στον εσωτερικό χώρο, με απλότητα, καταγράφοντας δίχως υπερβολές το κλίμα, αφήνοντας τη φυσικότητα των συμπεριφορών να σκεπάσει το οτιδήποτε. Η Καίτη Θεοχάρη, ωραία ως παρουσία, κινείται με μια νωχέλεια (βαρεμάρα ας την πω), εκρήγνυται από καιρού εις καιρόν μέσα στα πλαίσια που της επιτρέπει η θέση της ή η καταγωγή της, και ο Αντώνης Ξενάκης άψογα στυλιζαρισμένος στο ρόλο του συζύγου, είναι εκείνος που νομίζει πως μέσα από τη δουλειά (και το χρήμα που κερδίζει) θα μπορούσε να προσφέρει τα πάντα. Ερωτικώς «χαμένη», η σύζυγος μοιάζει έτοιμη να δοθεί ακόμη και στον πρώτο τυχόντα – έναν υπάλληλο super-market, που της φέρνει τα ψώνια στο σπίτι –, παρότι, όπως προείπα, διατηρεί μία (πρωινή) εξωσυζυγική σχέση. Εδώ, είναι ο άλλος πόλος…
Ο Πάνος (Γιώργος Αρμαδώρος) είναι ένα απλό παιδί, που ζει για το τώρα, και που έχει μπει σώγαμπρος σ’ ένα λαϊκό σπίτι της παλιάς Αθήνας (μάνα, πατέρας, δύο αδελφές). Παρότι τα έχει, κατά μίαν έννοια, και με τις δύο αδελφές (την πρώην γκόμενα και τη νυν – η Δακορώνια και η Λίβα), οι γονείς (μητέρα η Βολονάκη) κάνουν τα στραβά μάτια, για να μη χάσουν το… κελεπούρι που θα παντρευτεί (υποτίθεται) τη δεύτερη. Ο Κοκκόλης στήνει ένα ωραίο δίπολο, φέρνοντας τις δύο τάξεις, τη μεσοαστική και τη λαϊκή, σε μία παράλληλη πορεία ξεπεσμού, με συνδετικό κρίκο τον Πάνο, ο οποίος κινείται, σαν την μπίλια, ανάμεσά τους. Υπάρχουν διάφορες επί μέρους σκηνές, που φανερώνουν τα ταπεινά κίνητρα των πρωταγωνιστών, όμως μία ξεχωρίζει.Ο Πάνος, αφού ντυθεί στην πένα (υποτίθεται πως πάει να βρει δουλειά), ξεκινά από την Πλάκα, για να συναντήσει τη Θεοχάρη στο διαμέρισμά της. Η συνεύρεση είναι πολύ ωραία κινηματογραφημένη με μια φυσικότητα που συναρπάζει. Θα μπορούσε να ήταν η… κρυφή κάμερα του «πειραματόζωου», που καταγράφει την επαφή δύο ανθρώπων, που παίζουν ρόλους, μέσα στους ρόλους τους, επιχειρώντας να αποδείξουν, ο ένας στον άλλον, ποιοι στ’ αλήθεια είναι. Κι εκεί ανάμεσα στα φιλιά, στα ερωτικά παιγνίδια, στα κυνηγητά στα δωμάτια, στις μουσικές και τα ποτά έρχεται ένα αναπάντεχο ξεσκέπασμα, ένας καυγάς, που αφήνει εκτεθειμένους και τους δύο εραστές. Οι ρόλοι αποκαλύπτονται πλήρως, οι αβεβαιότητες και οι ανασφάλειες έρχονται στο φως, με το ξεγύμνωμα των συμπεριφορών να οδηγεί σε μια κάθαρση συναισθηματική, που απλώς επισφραγίζει το τέλος της σχέσης. Η ερωτική πράξη που ακολουθεί είναι κατ’ ουσίαν ο αποχαιρετισμός. Μ’ ένα νευρικό μοντάζ ο Κοκκόλης δείχνει εναλλάξ τις δύο «αντίπαλες» οικογένειες, συγκροτημένες σε σώμα, να τρώνε αμίλητες στα τραπέζια τους, με τον Πάνο (το μοχλό της ανατροπής) να περιφέρεται άνευ σκοπού στους δρόμους της Αθήνας…Ο Γιώργος Αρμαδώρος (Πάνος) έχει εμφανιστεί σε διάφορα φιλμ και σειρές της TV. Σημειώνω την παρουσία του στο Dead End του Όμηρου Ευστρατιάδη (έχω γράψει παλαιότερα http://is.gd/gclJKe), αλλά και στη Σεξομανία, ταινία για την οποία θα ήθελα να κάνω ένα post στο μέλλον.
Για τον έτερο των πρωταγωνιστών, το «σύζυγο» Αντώνη Ξενάκη, έχω κάποια περισσότερα στοιχεία, κι επειδή δεν υπάρχει τίποτα σχετικό γι’ αυτόν στο internet, μεταφέρω ό,τι γνωρίζω. Πριν λίγο καιρό είχα βρει ένα πρόγραμμα του Αττικού Θεάτρου, το οποίον είχε ιδρύσει(;) ο Ξενάκης και που ανέβαζε (το καλοκαίρι του 1969) την Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία δική του. Μέλη του Αττικού Θεάτρου ήταν εκείνη την εποχή η Κάρμεν Ρουγγέρη, ο Γιώργος Στρατηγάκης (γνωστός από την παρουσία του στο ελληνικό ερωτικό σινεμά των 70s), αλλά και ο Γιώργος Αρμαδώρος. Εκεί, υπήρχε το κάτωθι βιογραφικό…
Ο Αντώνης Ξενάκης φοίτησε στις Δραματικές Σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Δημήτρη Ροντήρη. Εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1946 με το θίασο των Ηνωμένων Καλλιτεχνών. Το 1948 ήταν μέλος του θιάσου τού Αδαμαντίου Λεμού. Την περίοδο 1948-50 επί κεφαλής στρατιωτικού θιάσου παρουσιάζει την Αντιγόνη του Σοφοκλέους, το Σημάδι του Σταυρού του Ο’ Νηλ και άλλα έργα του ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Εργάζεται ως ηθοποιός στους θιάσους Κατερίνας (1950-51), Δήμου Σταρένιου (1952-53), Τζαβαλά Καρούσου (1953-54), Βασίλη Διαμαντοπούλου (1955), Νανάς Σκιαδά, Βασίλη Λογοθετίδη, Ελένης Χατζηαργύρη (1955-56), Ελληνικού Θεάτρου (1957). Από το 1958 είναι μόνιμο στέλεχος του Πειραϊκού Θεάτρου. Έχει παίξει σε πολλά έργα και του συγχρόνου ρεπερτορίου, μεταξύ των οποίων Εκατομμυριούχοι της Νάπολης, Θάψτε τους Νεκρούς, Ήταν Όλοι τους Παιδιά μου, Σιωπηλή Τραγωδία, Ατμόπλοιον Τζόαν Ντάμβερς κ.λπ., και του κλασικού όπως στην Μάγδα του Σούντερμαν, στην Λουίζα Μίλλερ του Σίλλερ (ως Φερδινάνδος), στον Οθέλλο του Σαίξπηρ (ως Κάσιος), στους Γάμους του Φίγκαρο του Μπωμαρσέ (ως κόμης Αλμαβίβα), στην Λοκαντιέρα του Γκολντόνι (ως ιππότης Ριπαφράτα). Επί πλέον έπαιξε τους ρόλους του Δαρείου και του Ξέρξη στους Πέρσες του Αισχύλου (Φεστιβάλ του Βισμπάντεν), του Αιγίσθου και του Παιδαγωγού στην Ηλέκτρα του Σοφοκλέους, του Κρέοντος και του Ιάσονος στην Μήδεια του Ευριπίδου. Έλαβε δε μέρος και στις Ευμενίδες του Αισχύλου.
Η Καίτη Θεοχάρη έχει παίξει και αυτή σε ορισμένες ταινίες –τη θυμάμαι περισσότερο στη «Ματωμένη Γη» (1967), ένα… φασόλι western του Όμηρου Ευστρατιάδη, στο οποίο είχε γράψει ωραία νεοκυματική μουσική ο Πάνος Σαββόπουλος!–, αλλά, μάλλον, περισσότερο γνωστή είναι ως τραγουδίστρια, αφού βρέθηκε δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη (έχει τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση, μαζί με τους Δημήτρη Ευσταθίου, Χαρούλα Λαμπράκη και τον ίδιο το συνθέτη, το «Δε ρωτώ ποια είσαι» το 1966), στον Γιώργο Ζαμπέτα, στον Σταύρο Κουγιουμτζή («Δυο περιστέρια/ Καρτερώ», 45άρι στη Lyra, το 1967 σε στίχους Γιάννη Κακουλίδη), ενώ έχει συμμετάσχει στο 19ο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού, το 1980, αποδίδοντας το τραγούδι των Γιάννη Κατέβα/ Γιώργου Κανελλόπουλου «Είσαι για μένα όλος ο κόσμος», σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας του Νίκου Λαβράνου. (Οι πληροφορίες προέρχονται από διάφορα sites). Το 1983 η Καίτη Θεοχάρη θα κάνει κι έναν προσωπικό δίσκο (LP), τον μοναδικό της(;), που είχε τίτλο «Κι Είχα Τόσα Πολλά Να Σου Δώσω» [EMI/ Columbia 14C 062-71270], τραγουδώντας ωραία λαϊκά (της νύχτας) των Χρυσοβέργη-Γιατρά… Από ’κει επιλέγω ένα κομμάτι, για να κλείσω…
Ρίχνοντας μια ματιά στον imdb.com μαθαίνουμε πως ο Κοκκόλης έχει σκηνοθετήσει ή συν-σκηνοθετήσει 8 ταινίες μεγάλου μήκους, οι πιο πολλές από τις οποίες ανήκουν στις λεγόμενες σπάνιες ή εν πάση περιπτώσει άγνωστες του ελληνικού σινεμά, παρότι ορισμένες θα μπορούσε ν’ αποκτήσουν κάποια μεγαλύτερη φήμη· το Τετράγωνο (1964) φερ’ ειπείν, που είχε προβληθεί στην πέμπτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη. Kατ’ ουσίαν επρόκειτο για μία συρραφή τεσσάρων ταινιών μικρού μήκους σκηνοθετημένων από τους Πάνο Κατέρη, Γιάννη Κοκκόλη, Νίκο Οικονόμου και Στέλιο Τζάκσον (οι τίτλοι τους ήταν Η σαρξ, Αύριο θα σου χαρίσω μια κορδέλλα, Στο χαράκωμα, Η ζούγκλα), έναν τρόπο δηλαδή κινηματογραφικής παρουσίασης (εκείνος των σπονδυλωτών ταινιών), που ήταν αρκετά δημοφιλής στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μάλιστα, μουσική στο «Τετράγωνο» είχε γράψει ο Σταύρος Ξαρχάκος, με το soundtrack να κυκλοφορεί την ίδιαν εποχή στη δεύτερη πλευρά του άλμπουμ «Μοναστηράκι και Τετράγωνο» [Columbia 33GSX 7, 1964]. Όποιος έχει ακούσει το OST δε θα μείνει στη «Σαρξ» (είναι η μελωδία από το «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι»), αλλά στον «Εφιάλτη» (δεν ξέρω αν προέρχεται από το σκετς του Κοκκόλη), που είναι free-avant και σε στέλνει… στα τάρταρα. Μία άλλη ταινία του Κοκκόλη που έγραψε ιστορία, παρότι δεν την έχει δει κανείς(!), είναι το Πειραματόζωο (1975), ένας Έλληνας Μεγάλος Αδελφός, που έμελλε να καταδικαστεί (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) στην αφάνεια.
Σίγουρα, έχω δει δύο από τις οκτώ ταινίες του Γιάννη Κοκκόλη –τις Ερωτικές Στιγμές του 1971/72 και τις Μεταμορφώσεις του 1973– ενώ, πιθανώς, να έχω δει και μια τρίτη, την Εις Θάνατον (1967), παλαιά στην τηλεόραση, αφού το cast κάτι μου θυμίζει. Θα μείνω όμως στην πρώτη, στις Ερωτικές Στιγμές, αφού πρόκειται για μία από τις πιο ενδιαφέρουσες κοινωνικές-ερωτικές ταινίες του δικού μας σινεμά. Ok, μπορεί να μην είναι «Ευδοκία», αλλά, από την άλλη, δεν της αρμόζει η υποτίμηση και πολύ περισσότερο η άγνοια. Την ταινία την είχε δώσει πριν από μερικά χρόνια το Πρώτο ΘΕΜΑ, ενώ, ακόμη και τώρα, όλο και κάπου θα εντοπίζεται στο Μοναστηράκι με 1 ευρώ.
Να πω, αρχικώς, πως το φιλμ έχει ιταλικούς τίτλους αρχής, πράγμα που σημαίνει πως έκανε κάποια καριέρα και στο εξωτερικό, την ώρα κατά την οποία στην Ελλάδα δεν περπάτησε ιδιαιτέρως (έκοψε 46.648 εισιτήρια στην πρώτη προβολή και κατετάγη εξηκοστό τρίτο, ανάμεσα στα 90 φιλμ της σεζόν 1971-72 – τα στοιχεία προέρχονται από την Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου του Γιάννη Σολδάτου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1984). Έτσι, λοιπόν, η ταινία τιτλοφορείται Erotic Moments/ Momenti Erotici έχει για βασικούς πρωταγωνιστές την Katy Theo (Καίτη Θεοχάρη) και τον Giorgio Amadoro (Γιώργος Αρμαδώρος) και από ’κει και πέρα την Dora Bolonari (πρόκειται για την Ντόρα Βολονάκη), τον Antonis Xenakis, την Eleni Dakoronia, την Lambi Liva (Λαμπρινή Λίβα) κ.ά., ακόμη επενδύεται με εντεχνολαϊκή μουσική, αλλά και μ’ ένα ωραίο rock θέμα (κιθάρα με wah-wah, σ’ ένα στυλ psych-funk) κάποιου G. Theofilopoulos, ενώ είναι σκηνοθετημένη από τον… Gianni Kolis (Γιάννης Κοκκόλης).
Η ιστορία είναι απλή…Ένα μεσοαστικό ζευγάρι (η Καίτη Θεοχάρη και ο Αντώνης Ξενάκης) που ζει σε καλή πολυκατοικία της Αθήνας, αντιμετωπίζει προβλήματα με το γάμο του. Εκείνος, ένας 50άρης πολιτικός μηχανικός, κι εκείνη αρκετά νεότερη, νοικοκυρά, που φροντίζει τα του οίκου και τη μικρή τους κόρη, έχοντας παράλληλα και μια εξωσυζυγική περιπέτεια, την οποίαν πληροφορούμαστε στην αρχή του φιλμ από τ’… όνειρό της· παρότι, συνήθως, δεν βλέπεις στον ύπνο σου αυτά που θέλεις! Η σχέση του ζεύγους πάει κατά διαβόλου. Αποτυχημένες ερωτικές συνευρέσεις, λελογισμένοι καβγάδες, ατμόσφαιρα ψυχρή και αδιάφορη, τα ίδια πράγματα να επαναλαμβάνονται (εντός του σπιτιού) με μαθηματική ακρίβεια. Ο Κοκκόλης κινηματογραφεί, στον εσωτερικό χώρο, με απλότητα, καταγράφοντας δίχως υπερβολές το κλίμα, αφήνοντας τη φυσικότητα των συμπεριφορών να σκεπάσει το οτιδήποτε. Η Καίτη Θεοχάρη, ωραία ως παρουσία, κινείται με μια νωχέλεια (βαρεμάρα ας την πω), εκρήγνυται από καιρού εις καιρόν μέσα στα πλαίσια που της επιτρέπει η θέση της ή η καταγωγή της, και ο Αντώνης Ξενάκης άψογα στυλιζαρισμένος στο ρόλο του συζύγου, είναι εκείνος που νομίζει πως μέσα από τη δουλειά (και το χρήμα που κερδίζει) θα μπορούσε να προσφέρει τα πάντα. Ερωτικώς «χαμένη», η σύζυγος μοιάζει έτοιμη να δοθεί ακόμη και στον πρώτο τυχόντα – έναν υπάλληλο super-market, που της φέρνει τα ψώνια στο σπίτι –, παρότι, όπως προείπα, διατηρεί μία (πρωινή) εξωσυζυγική σχέση. Εδώ, είναι ο άλλος πόλος…
Ο Πάνος (Γιώργος Αρμαδώρος) είναι ένα απλό παιδί, που ζει για το τώρα, και που έχει μπει σώγαμπρος σ’ ένα λαϊκό σπίτι της παλιάς Αθήνας (μάνα, πατέρας, δύο αδελφές). Παρότι τα έχει, κατά μίαν έννοια, και με τις δύο αδελφές (την πρώην γκόμενα και τη νυν – η Δακορώνια και η Λίβα), οι γονείς (μητέρα η Βολονάκη) κάνουν τα στραβά μάτια, για να μη χάσουν το… κελεπούρι που θα παντρευτεί (υποτίθεται) τη δεύτερη. Ο Κοκκόλης στήνει ένα ωραίο δίπολο, φέρνοντας τις δύο τάξεις, τη μεσοαστική και τη λαϊκή, σε μία παράλληλη πορεία ξεπεσμού, με συνδετικό κρίκο τον Πάνο, ο οποίος κινείται, σαν την μπίλια, ανάμεσά τους. Υπάρχουν διάφορες επί μέρους σκηνές, που φανερώνουν τα ταπεινά κίνητρα των πρωταγωνιστών, όμως μία ξεχωρίζει.Ο Πάνος, αφού ντυθεί στην πένα (υποτίθεται πως πάει να βρει δουλειά), ξεκινά από την Πλάκα, για να συναντήσει τη Θεοχάρη στο διαμέρισμά της. Η συνεύρεση είναι πολύ ωραία κινηματογραφημένη με μια φυσικότητα που συναρπάζει. Θα μπορούσε να ήταν η… κρυφή κάμερα του «πειραματόζωου», που καταγράφει την επαφή δύο ανθρώπων, που παίζουν ρόλους, μέσα στους ρόλους τους, επιχειρώντας να αποδείξουν, ο ένας στον άλλον, ποιοι στ’ αλήθεια είναι. Κι εκεί ανάμεσα στα φιλιά, στα ερωτικά παιγνίδια, στα κυνηγητά στα δωμάτια, στις μουσικές και τα ποτά έρχεται ένα αναπάντεχο ξεσκέπασμα, ένας καυγάς, που αφήνει εκτεθειμένους και τους δύο εραστές. Οι ρόλοι αποκαλύπτονται πλήρως, οι αβεβαιότητες και οι ανασφάλειες έρχονται στο φως, με το ξεγύμνωμα των συμπεριφορών να οδηγεί σε μια κάθαρση συναισθηματική, που απλώς επισφραγίζει το τέλος της σχέσης. Η ερωτική πράξη που ακολουθεί είναι κατ’ ουσίαν ο αποχαιρετισμός. Μ’ ένα νευρικό μοντάζ ο Κοκκόλης δείχνει εναλλάξ τις δύο «αντίπαλες» οικογένειες, συγκροτημένες σε σώμα, να τρώνε αμίλητες στα τραπέζια τους, με τον Πάνο (το μοχλό της ανατροπής) να περιφέρεται άνευ σκοπού στους δρόμους της Αθήνας…Ο Γιώργος Αρμαδώρος (Πάνος) έχει εμφανιστεί σε διάφορα φιλμ και σειρές της TV. Σημειώνω την παρουσία του στο Dead End του Όμηρου Ευστρατιάδη (έχω γράψει παλαιότερα http://is.gd/gclJKe), αλλά και στη Σεξομανία, ταινία για την οποία θα ήθελα να κάνω ένα post στο μέλλον.
Για τον έτερο των πρωταγωνιστών, το «σύζυγο» Αντώνη Ξενάκη, έχω κάποια περισσότερα στοιχεία, κι επειδή δεν υπάρχει τίποτα σχετικό γι’ αυτόν στο internet, μεταφέρω ό,τι γνωρίζω. Πριν λίγο καιρό είχα βρει ένα πρόγραμμα του Αττικού Θεάτρου, το οποίον είχε ιδρύσει(;) ο Ξενάκης και που ανέβαζε (το καλοκαίρι του 1969) την Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία δική του. Μέλη του Αττικού Θεάτρου ήταν εκείνη την εποχή η Κάρμεν Ρουγγέρη, ο Γιώργος Στρατηγάκης (γνωστός από την παρουσία του στο ελληνικό ερωτικό σινεμά των 70s), αλλά και ο Γιώργος Αρμαδώρος. Εκεί, υπήρχε το κάτωθι βιογραφικό…
Ο Αντώνης Ξενάκης φοίτησε στις Δραματικές Σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Δημήτρη Ροντήρη. Εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1946 με το θίασο των Ηνωμένων Καλλιτεχνών. Το 1948 ήταν μέλος του θιάσου τού Αδαμαντίου Λεμού. Την περίοδο 1948-50 επί κεφαλής στρατιωτικού θιάσου παρουσιάζει την Αντιγόνη του Σοφοκλέους, το Σημάδι του Σταυρού του Ο’ Νηλ και άλλα έργα του ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Εργάζεται ως ηθοποιός στους θιάσους Κατερίνας (1950-51), Δήμου Σταρένιου (1952-53), Τζαβαλά Καρούσου (1953-54), Βασίλη Διαμαντοπούλου (1955), Νανάς Σκιαδά, Βασίλη Λογοθετίδη, Ελένης Χατζηαργύρη (1955-56), Ελληνικού Θεάτρου (1957). Από το 1958 είναι μόνιμο στέλεχος του Πειραϊκού Θεάτρου. Έχει παίξει σε πολλά έργα και του συγχρόνου ρεπερτορίου, μεταξύ των οποίων Εκατομμυριούχοι της Νάπολης, Θάψτε τους Νεκρούς, Ήταν Όλοι τους Παιδιά μου, Σιωπηλή Τραγωδία, Ατμόπλοιον Τζόαν Ντάμβερς κ.λπ., και του κλασικού όπως στην Μάγδα του Σούντερμαν, στην Λουίζα Μίλλερ του Σίλλερ (ως Φερδινάνδος), στον Οθέλλο του Σαίξπηρ (ως Κάσιος), στους Γάμους του Φίγκαρο του Μπωμαρσέ (ως κόμης Αλμαβίβα), στην Λοκαντιέρα του Γκολντόνι (ως ιππότης Ριπαφράτα). Επί πλέον έπαιξε τους ρόλους του Δαρείου και του Ξέρξη στους Πέρσες του Αισχύλου (Φεστιβάλ του Βισμπάντεν), του Αιγίσθου και του Παιδαγωγού στην Ηλέκτρα του Σοφοκλέους, του Κρέοντος και του Ιάσονος στην Μήδεια του Ευριπίδου. Έλαβε δε μέρος και στις Ευμενίδες του Αισχύλου.
Η Καίτη Θεοχάρη έχει παίξει και αυτή σε ορισμένες ταινίες –τη θυμάμαι περισσότερο στη «Ματωμένη Γη» (1967), ένα… φασόλι western του Όμηρου Ευστρατιάδη, στο οποίο είχε γράψει ωραία νεοκυματική μουσική ο Πάνος Σαββόπουλος!–, αλλά, μάλλον, περισσότερο γνωστή είναι ως τραγουδίστρια, αφού βρέθηκε δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη (έχει τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση, μαζί με τους Δημήτρη Ευσταθίου, Χαρούλα Λαμπράκη και τον ίδιο το συνθέτη, το «Δε ρωτώ ποια είσαι» το 1966), στον Γιώργο Ζαμπέτα, στον Σταύρο Κουγιουμτζή («Δυο περιστέρια/ Καρτερώ», 45άρι στη Lyra, το 1967 σε στίχους Γιάννη Κακουλίδη), ενώ έχει συμμετάσχει στο 19ο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού, το 1980, αποδίδοντας το τραγούδι των Γιάννη Κατέβα/ Γιώργου Κανελλόπουλου «Είσαι για μένα όλος ο κόσμος», σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας του Νίκου Λαβράνου. (Οι πληροφορίες προέρχονται από διάφορα sites). Το 1983 η Καίτη Θεοχάρη θα κάνει κι έναν προσωπικό δίσκο (LP), τον μοναδικό της(;), που είχε τίτλο «Κι Είχα Τόσα Πολλά Να Σου Δώσω» [EMI/ Columbia 14C 062-71270], τραγουδώντας ωραία λαϊκά (της νύχτας) των Χρυσοβέργη-Γιατρά… Από ’κει επιλέγω ένα κομμάτι, για να κλείσω…
Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011
αφρικανικά
Προσανατολισμένο κατά τι προς την ethnic συνιστώσα της σύγχρονης αιθιοπικής σκηνής, το “Dire Dawa” [Me and My Other, 2008] της Minyeshu έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι, ίσως, υπονοεί ο... ethnic-ισμός του. Η αποστασιοποιημένη tezeta “Tileshign athidg” (Μη μ’ αφήνεις – δεν είναι ερωτική η παράκληση) και κυρίως το έξοχο funky, τύπου Mali, “Afrika” είναι τα κομμάτια εκείνα που σε κερδίζουν με εύκολο τρόπο. Υπάρχει όμως και τo “Wosenku”, μία βύθιση στα classic των seventies, με την Minyeshu να αναμετράται με την τραγουδιστική παράδοση των Bzunesh Beqele, Aselefech Ashine και Getenesh Kebret, βγαίνοντας αλώβητη.
H παγανιστική μουσική των Kasai Allstars από τη... Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ και πρώην Βελγικό Κονγκό), έτσι όπως ακούγεται στο “In the 7th moon, the chief turned into a swimming fish and ate the head of his enemy by magic” [Crammed Discs, 2008] διατηρεί εντός της τόσο τα ίχνη του ηλεκτρικού soukous των sixties και των seventies, όσο και τα ακόμη παλαιότερα παραδοσιακά στοιχεία από την κεντρο-νότια επαρχία Kasai, τη σχετικά απομονωμένη, όπως διάβασα, ακόμη και από την πρωτεύουσα Kinshasa. Σκεπτόμενος κανείς το χάος το οποίον επικρατεί σ’ αυτήν την τεράστια χώρα της κεντρικής Αφρικής, που σπαράσσεται από τον πολυετή εμφύλιο, μάλλον μένει άναυδος από τη διάθεση, τη δύναμη και την αποφασιστικότητα των Kasai να περιφρουρήσουν την κληρονομιά τους, αλλά και να τη διασκορπίσουν μέσα στο παγκόσμιο ηχητικό περιβάλλον. Δυστυχώς, για την περίπτωση ενός απλού audio CD, το “In the 7th moon…” δεν περιλαμβάνει εικόνα.
Ο Blick Bassy είναι από το Καμερούν, ζει εδώ και κάποιο χρόνια στο Παρίσι, αλλά το άλμπουμ του “Leman” [World Connection, 2009] είναι κατω-χωρίτικο. Το στυλ του θα το αποκαλούσα, κάπως επικινδύνως, folk, υπό την έννοια ότι ο ήχος του δεν βγάζει ισχυρά ηλεκτρικά vibes – δίχως τούτο να εμποδίζει το νεαρό μουσικό να εμφανίζει μιαν... ενεργητικότητα. Βραζιλιάνικες και δυτικο-αφρικανικές αναφορές, συνδυάζονται μ’ ένα στυλ μπαλαντών που φέρνει στο νου κάτι από Πράσινο Ακρωτήρι, παρέχοντας την ευκαιρία στον Bassy να δώσει μερικά όμορφα τραγούδια. Το στιχουργικό κλίμα, συχνά, κινείται προς ένα διδακτισμό, με παραινέσεις για επιστροφή στις ρίζες και ξαναζωντάνεμα της παλαιάς προφορικής παράδοσης. Να ήταν τόσο εύκολο…
Δεν είμαι σίγουρος πόσα άλμπουμ έχει κυκλοφορήσει η νοτιο-αφρικανή τραγουδίστρια – από το γένος των Xhosa, στα νοτιο-ανατολικά της χώρας – Simphiwe Dana, πάντως το “Zandisile” [Skip] είναι λίγο παλαιότερο (2006). Η Dana χαίρει μεγάλης εκτίμησης στην πατρίδα της, εκεί όπου θεωρείται κάπως σαν η διάδοχη κατάσταση της Miriam Makeba. Μεγάλη κουβέντα. Όπως και όλες οι ανάλογες. Πάντως, εδώ έχουμε, όντως, να κάνουμε με μία ξεχωριστή περίπτωση τραγουδοποιού, που επιχειρεί να συνδυάσει, μέσω ενός ακάλυπτου pop μανδύα, global και τοπικά ηχοχρώματα. Και κάτι ακόμη. Χαίρομαι όταν βλέπω ελληνικής καταγωγής μουσικούς της μακρινής χώρας να βάζουν το χεράκι τους, ομορφαίνοντας το τελικό αποτέλεσμα. Το καλύτερο τραγούδι του άλμπουμ έχει τίτλο “Make a tribe”, διαθέτοντας το ούτι, την κιθάρα και το μπουζούκι(!) κάποιου Gregory Georgiades.
Γεννημένη στις ΗΠΑ το 1976, η Chiwoniso είναι μία από τις σημαντικές μουσικές προσωπικότητες της Zimbabwe. Χαρισματική τραγουδίστρια, κατορθώνει με το “Rebel Woman” [Cumbacha, 2008] να δώσει μία σαφή εικόνα σύγχρονου «ζιμπαμπουε-νικού» τραγουδιού, εντοπίζοντας το στιχουργικό της κομμάτι σε θέματα που αφορούν στην εξαθλιωμένη ζωή στη χώρα – 80% ανεργία, ανύπαρκτο νόμισμα και άλλα απίστευτα «κατορθώματα» δια χειρός Robert Mugabe – και το μουσικό, σε μία σύγχρονη afro-pop, με την μεγάλη παράδοση της mbira να δηλώνει κι εδώ παρούσα. Άψογος δίσκος.
«Οι El Tanbura είναι μια κολεκτίβα αποτελούμενη από βετεράνους αιγυπτίους μουσικούς, τραγουδιστές, ψαράδες και Sufi φιλοσόφους· φρουροί, ουσιαστικά, μερικών εκ των παλαιοτέρων λαϊκών μελωδιών από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, το Πορτ Σάιντ – τη μεσογειακή πύλη στη διώρυγα του Σουέζ. Η μουσική της μπάντας είναι, βασικά, οδηγημένη από το αποπλανητικό κάλεσμα της simsimiyya, της αρχαίας τοπικής λύρας, χρονολογημένης από την εποχή των Φαραώ, η οποία, σύμφωνα με το θρύλο, κατέχει ‘γητευτικές’ ιδιότητες». Επί της ουσίας, εδώ έχουμε την επανέκδοση ενός άλμπουμ, που είχε πρωτοκυκλοφορήσει πριν από 22 χρόνια ως “Friends of Bamboute” και το οποίον αναπαρήχθη πρόπερσι από την εταιρία 30IPS, με την προσθήκη τριών ανέκδοτων σκοπών. Μάλιστα, το ένα από αυτά τα τρία κομμάτια, το “Lally”, ένα αρκετά δημοφιλές, στο Πορτ Σάιντ, λαϊκό άσμα, είναι χάρμα... ακροάσθαι. Πρόκειται για ένα τραγούδι αγάπης, με θεσπέσια μελωδική γραμμή, σε γρήγορο τέμπο, το οποίο συλλαμβάνει το πλαίσιο δράσης μιας ομάδας καλλιτεχνών «ένα» με τον τόπο τους. Εδώ, το ακούμε σε μία 10λεπτη live εκδοχή (Κάιρο 23/6/2010), όταν οι El Tanbura μοιράστηκαν την ίδια σκηνή με τη Μαροκινή Hindi Zahra…
H παγανιστική μουσική των Kasai Allstars από τη... Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ και πρώην Βελγικό Κονγκό), έτσι όπως ακούγεται στο “In the 7th moon, the chief turned into a swimming fish and ate the head of his enemy by magic” [Crammed Discs, 2008] διατηρεί εντός της τόσο τα ίχνη του ηλεκτρικού soukous των sixties και των seventies, όσο και τα ακόμη παλαιότερα παραδοσιακά στοιχεία από την κεντρο-νότια επαρχία Kasai, τη σχετικά απομονωμένη, όπως διάβασα, ακόμη και από την πρωτεύουσα Kinshasa. Σκεπτόμενος κανείς το χάος το οποίον επικρατεί σ’ αυτήν την τεράστια χώρα της κεντρικής Αφρικής, που σπαράσσεται από τον πολυετή εμφύλιο, μάλλον μένει άναυδος από τη διάθεση, τη δύναμη και την αποφασιστικότητα των Kasai να περιφρουρήσουν την κληρονομιά τους, αλλά και να τη διασκορπίσουν μέσα στο παγκόσμιο ηχητικό περιβάλλον. Δυστυχώς, για την περίπτωση ενός απλού audio CD, το “In the 7th moon…” δεν περιλαμβάνει εικόνα.
Ο Blick Bassy είναι από το Καμερούν, ζει εδώ και κάποιο χρόνια στο Παρίσι, αλλά το άλμπουμ του “Leman” [World Connection, 2009] είναι κατω-χωρίτικο. Το στυλ του θα το αποκαλούσα, κάπως επικινδύνως, folk, υπό την έννοια ότι ο ήχος του δεν βγάζει ισχυρά ηλεκτρικά vibes – δίχως τούτο να εμποδίζει το νεαρό μουσικό να εμφανίζει μιαν... ενεργητικότητα. Βραζιλιάνικες και δυτικο-αφρικανικές αναφορές, συνδυάζονται μ’ ένα στυλ μπαλαντών που φέρνει στο νου κάτι από Πράσινο Ακρωτήρι, παρέχοντας την ευκαιρία στον Bassy να δώσει μερικά όμορφα τραγούδια. Το στιχουργικό κλίμα, συχνά, κινείται προς ένα διδακτισμό, με παραινέσεις για επιστροφή στις ρίζες και ξαναζωντάνεμα της παλαιάς προφορικής παράδοσης. Να ήταν τόσο εύκολο…
Δεν είμαι σίγουρος πόσα άλμπουμ έχει κυκλοφορήσει η νοτιο-αφρικανή τραγουδίστρια – από το γένος των Xhosa, στα νοτιο-ανατολικά της χώρας – Simphiwe Dana, πάντως το “Zandisile” [Skip] είναι λίγο παλαιότερο (2006). Η Dana χαίρει μεγάλης εκτίμησης στην πατρίδα της, εκεί όπου θεωρείται κάπως σαν η διάδοχη κατάσταση της Miriam Makeba. Μεγάλη κουβέντα. Όπως και όλες οι ανάλογες. Πάντως, εδώ έχουμε, όντως, να κάνουμε με μία ξεχωριστή περίπτωση τραγουδοποιού, που επιχειρεί να συνδυάσει, μέσω ενός ακάλυπτου pop μανδύα, global και τοπικά ηχοχρώματα. Και κάτι ακόμη. Χαίρομαι όταν βλέπω ελληνικής καταγωγής μουσικούς της μακρινής χώρας να βάζουν το χεράκι τους, ομορφαίνοντας το τελικό αποτέλεσμα. Το καλύτερο τραγούδι του άλμπουμ έχει τίτλο “Make a tribe”, διαθέτοντας το ούτι, την κιθάρα και το μπουζούκι(!) κάποιου Gregory Georgiades.
Γεννημένη στις ΗΠΑ το 1976, η Chiwoniso είναι μία από τις σημαντικές μουσικές προσωπικότητες της Zimbabwe. Χαρισματική τραγουδίστρια, κατορθώνει με το “Rebel Woman” [Cumbacha, 2008] να δώσει μία σαφή εικόνα σύγχρονου «ζιμπαμπουε-νικού» τραγουδιού, εντοπίζοντας το στιχουργικό της κομμάτι σε θέματα που αφορούν στην εξαθλιωμένη ζωή στη χώρα – 80% ανεργία, ανύπαρκτο νόμισμα και άλλα απίστευτα «κατορθώματα» δια χειρός Robert Mugabe – και το μουσικό, σε μία σύγχρονη afro-pop, με την μεγάλη παράδοση της mbira να δηλώνει κι εδώ παρούσα. Άψογος δίσκος.
«Οι El Tanbura είναι μια κολεκτίβα αποτελούμενη από βετεράνους αιγυπτίους μουσικούς, τραγουδιστές, ψαράδες και Sufi φιλοσόφους· φρουροί, ουσιαστικά, μερικών εκ των παλαιοτέρων λαϊκών μελωδιών από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, το Πορτ Σάιντ – τη μεσογειακή πύλη στη διώρυγα του Σουέζ. Η μουσική της μπάντας είναι, βασικά, οδηγημένη από το αποπλανητικό κάλεσμα της simsimiyya, της αρχαίας τοπικής λύρας, χρονολογημένης από την εποχή των Φαραώ, η οποία, σύμφωνα με το θρύλο, κατέχει ‘γητευτικές’ ιδιότητες». Επί της ουσίας, εδώ έχουμε την επανέκδοση ενός άλμπουμ, που είχε πρωτοκυκλοφορήσει πριν από 22 χρόνια ως “Friends of Bamboute” και το οποίον αναπαρήχθη πρόπερσι από την εταιρία 30IPS, με την προσθήκη τριών ανέκδοτων σκοπών. Μάλιστα, το ένα από αυτά τα τρία κομμάτια, το “Lally”, ένα αρκετά δημοφιλές, στο Πορτ Σάιντ, λαϊκό άσμα, είναι χάρμα... ακροάσθαι. Πρόκειται για ένα τραγούδι αγάπης, με θεσπέσια μελωδική γραμμή, σε γρήγορο τέμπο, το οποίο συλλαμβάνει το πλαίσιο δράσης μιας ομάδας καλλιτεχνών «ένα» με τον τόπο τους. Εδώ, το ακούμε σε μία 10λεπτη live εκδοχή (Κάιρο 23/6/2010), όταν οι El Tanbura μοιράστηκαν την ίδια σκηνή με τη Μαροκινή Hindi Zahra…
Κυριακή 28 Αυγούστου 2011
ΦΛΩΡΙΔΗΣ - SKOPELITIS - TEMIZ
Έχει περάσει μια δεκαετία από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε σε CD μια συνεργασία των Φλώρου Φλωρίδη, Nicky Skopelitis και Okay Temiz. Αναφέρομαι, βεβαίως, στο άλμπουμ “Our Trip So Far” [M Records, 2001], το οποίον είχε βάλει, τότε, τα θεμέλια για ένα εκτός σειράς… τριαξονικό fusion. Τώρα, οι τρεις μουσικοί ξανασυναντώνται στο ίδιο στούντιο (στο Magnanimus του Γιώργου Πεντζίκη, στη Θεσσαλονίκη), για να προχωρήσουν εκείνη την περιπέτεια, για να την πάνε ακόμη παραπέρα· με το αποτέλεσμα καταγράφεται σ’ ένα… διπλό CD. Στο πρώτο εξ αυτών επανεκδίδεται η πρώτη εκείνη συνάντηση (12-15/9/2000), που είχε εν τω μεταξύ εξαφανιστεί από την αγορά, ενώ στο δεύτερο έχουμε τη νέα συνεργασία (22-23/3/2010), που απέδωσε ένα ολοκαίνουριο άλμπουμ, το σχεδόν 50λεπτο “The Trip Goes On”. Και οι δύο sessions κυκλοφόρησαν, μαζί, λίγο καιρό πριν ως “Three of A Sort” [ml 7004, 2011] από τη Morgenland, που αποτελεί τμήμα της πιο γνωστής μας αυστριακής JazzWerkstatt.Εκείνο, που αντιλαμβάνεται ο καθείς ακούγοντας τα δύο άλμπουμ, που τα χωρίζει μια δεκαετία όπως προείπα, είναι η σταθερή προσήλωση και των τριών μουσικών προς ένα αδυσώπητο fusion, που κατακρατεί στοιχεία τόσο από την ελεύθερη αγωνιστικότητα του ’60 και το rock, όσο βεβαίως και από τις λεγόμενες μουσικές του κόσμου, με στόχευση (και) στα ελληνικά παραδοσιακά ακούσματα. Οι τρεις μουσικοί, ο Φλώρος Φλωρίδης άλτο σαξόφωνο, κλαρίνο, μπάσο κλαρίνο, ο Nicky Skopelitis ηλεκτρικές κιθάρες και ο Okay Temiz ντραμς, quica, talking drums, bells, calimba έχοντας ενσωματώσει στα παιξίματά τους εμπειρίες τριών και τεσσάρων δεκαετιών δημιουργoύν, με την εννοούμενη άνεση, ένα ορμητικό σκηνικό ποικίλων συναισθηματικών αποχρώσεων, προτάσσοντας με συνθέσεις όπως η (προτελευταία) “Abstract folk” (διασκευή παραδοσιακού από τον Φλωρίδη) την ελεγειακή απεικόνιση μιας τζαζ εξόδου. Ο Skopelitis μ’ έναν ήχο κιθάρας που δεν αποποιείται, όταν χρειάζεται, τη rock ορμητικότητα (ιδίως στο “Otherness”), αλλά και κοντά σε μιαν ηλεκτρισμένη αφρικανικότητα στην έσχατη σύνθεση του άλμπουμ “Tomi II” (υπό Temiz), με τα κρουστά, την καλίμπα κ.λπ. του τούρκου περκασιονίστα να παρέχουν ολάκερο το ρυθμικό υπόβαθρο, αφήνει μερικά ιδιότροπα soli, τα οποία βρίσκουν άξιους συμπαραστάτες στην κλαρινική συνοδεία του Φλωρίδη. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κάποιο από τα κομμάτια του “The Trip Goes On” έχω την εντύπωση πως το εισαγωγικό “Lyto-loose dance” (με την απογειωτική ρυθμική γραμμή του – dance καθότι), καθώς και τα δύο τελευταία είναι για ανθολογία.
Επαφή: http://is.gd/DYZMcd
Επαφή: http://is.gd/DYZMcd
Σάββατο 27 Αυγούστου 2011
TERRY RAWLINGS rock on wood Ronnie Wood
Η γνωστή μας ετικέτα Acid Jazz δεν καταπιάνεται μόνο με τις εκδόσεις δίσκων, αλλά και βιβλίων. Ένα από τα τελευταία της αφορά στη ζωή και το έργο του Ronnie Wood, ενός κιθαρίστα και μπασίστα που πέρασε στα νιάτα του από τους Thunderbirds, τους… σκέτους Birds, τους Creation, τους Jeff Beck Group, τους Faces και φυσικά τους Rolling Stones… κυλώντας μέχρι τις μέρες μας. Βεβαίως, από τις 184 σελίδες του βιβλίου τού Terry Rawlings “Rock On Wood Ronnie Wood” (2010) μόνο καμιά 20αριά αφορούν στην τελευταία 30ετία της διαδρομής του, πράγμα όσο να’ ναι λογικό, καθότι στα sixties και τα seventies γράφτηκε το κεφάλαιο Ronnie Wood· ένα κεφάλαιο οπωσδήποτε ενδιαφέρον στην εξέλιξη της rock history.
Τα σημαντικότερα τμήματα του βιβλίου αφορούν βεβαίως στα sixties και στο ξεκίνημα της καριέρας του Wood, το πώς τον επηρέασαν π.χ. τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του ο Art Wood (μορφή του πρώιμου british r&b, ιδρυτικό μέλος των Artwood Combo ή απλώς Artwoods, όπως έμειναν στην ιστορία λίγο αργότερα) και ο Terry Wood (fan της jazz και συλλέκτης δίσκων) και, κυρίως, το πώς χειρίστηκε ο ίδιος (και οι συνοδοιπόροι μουσικοί) την καριέρα του (τους) εκείνα τα χρόνια, όταν κατά κακή τους τύχη σκόνταφταν πότε πάνω στους άλλους Thunderbirds του Chris Farlowe και πότε στους… άλλους Byrds· που στάθηκαν (άθελά τους) η αιτία κι η αφορμή για το τέλος της ζωής τους.Στις σελίδες του βιβλίου του ο Rawlings – και σε σχέση με την εποχή πάντα –, επιχειρεί να δει και πέραν της πορείας και του πήγαινε-έλα των σχημάτων τού Ronnie Wood, εστιάζοντας κάποιες φορές στο κοινωνικό κομμάτι, τις συγκρούσεις mods και rockers ας πούμε, και ακόμη στο ρόλο των ναρκωτικών και της μόδας, αναπαράγοντας συμπεράσματα, που τα έχουμε ξαναδιαβάσει σε βιβλία – π.χ. στο “Revolt Into Style” [Allen Lane/ The Penguin Press, 1970] του George Melly ή στο “Subculture, The Meaning of Style” [Methuen, 1979] του Dick Hebdige, που είχε βγει και στην Ελλάδα το 1981 από τις εκδόσεις Γνώση, ως «Υπο-κουλτούρα: το νόημα του στυλ». Οι σελίδες που αφορούν στο παιγνίδι που παίχτηκε γύρω από τους Birds (θεωρούνταν ισάξιοι των Who, αμείβονταν το ίδιο και έπαιζαν στα ίδια clubs, με τον «ίδιο» κόσμο), όταν η καριέρα τους καταστράφηκε με το που πάτησαν οι Αμερικανοί Byrds στην Βρετανία (Αύγουστος του ’65), είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες του βιβλίου.
Τα σημαντικότερα τμήματα του βιβλίου αφορούν βεβαίως στα sixties και στο ξεκίνημα της καριέρας του Wood, το πώς τον επηρέασαν π.χ. τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του ο Art Wood (μορφή του πρώιμου british r&b, ιδρυτικό μέλος των Artwood Combo ή απλώς Artwoods, όπως έμειναν στην ιστορία λίγο αργότερα) και ο Terry Wood (fan της jazz και συλλέκτης δίσκων) και, κυρίως, το πώς χειρίστηκε ο ίδιος (και οι συνοδοιπόροι μουσικοί) την καριέρα του (τους) εκείνα τα χρόνια, όταν κατά κακή τους τύχη σκόνταφταν πότε πάνω στους άλλους Thunderbirds του Chris Farlowe και πότε στους… άλλους Byrds· που στάθηκαν (άθελά τους) η αιτία κι η αφορμή για το τέλος της ζωής τους.Στις σελίδες του βιβλίου του ο Rawlings – και σε σχέση με την εποχή πάντα –, επιχειρεί να δει και πέραν της πορείας και του πήγαινε-έλα των σχημάτων τού Ronnie Wood, εστιάζοντας κάποιες φορές στο κοινωνικό κομμάτι, τις συγκρούσεις mods και rockers ας πούμε, και ακόμη στο ρόλο των ναρκωτικών και της μόδας, αναπαράγοντας συμπεράσματα, που τα έχουμε ξαναδιαβάσει σε βιβλία – π.χ. στο “Revolt Into Style” [Allen Lane/ The Penguin Press, 1970] του George Melly ή στο “Subculture, The Meaning of Style” [Methuen, 1979] του Dick Hebdige, που είχε βγει και στην Ελλάδα το 1981 από τις εκδόσεις Γνώση, ως «Υπο-κουλτούρα: το νόημα του στυλ». Οι σελίδες που αφορούν στο παιγνίδι που παίχτηκε γύρω από τους Birds (θεωρούνταν ισάξιοι των Who, αμείβονταν το ίδιο και έπαιζαν στα ίδια clubs, με τον «ίδιο» κόσμο), όταν η καριέρα τους καταστράφηκε με το που πάτησαν οι Αμερικανοί Byrds στην Βρετανία (Αύγουστος του ’65), είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες του βιβλίου.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΨΑΡΙΑΝΟΣ ποιήματα ΙΙ
Για τον Παναγιώτη Ψαριανό έχω ξαναγράψει (http://is.gd/6tqoFh). Ας υπενθυμίσω όμως κι εδώ πως πρόκειται για τον στιχουργό των Sun of Greece, και πως ένα ακόμη βιβλίο του με ποιήματα κυκλοφόρησε στο τέλος της περασμένης χρονιάς. Ο τίτλος του είναι, απλώς, «Ποίηση» [εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2010]. Κι απ’ αυτό το βιβλίο δύο δείγματα…
99
Και σήμερα,
οι κυβερνήτες γευματίζουν
με τις κομμένες γλώσσες των ταώ.
Χορταίνουνε με πόνους και ασχήμιες
κι αναίτια γελούν μπροστά στο θάνατο των ρόδων.
Δέστε τους.
Όρθιοι γυμνοσάλιαγκες,
που αγωνίζονται να παραστήσουν τους μεγάλους!
Το έργο τους, οι συμφορές του κόσμου.
123
Αγάλματα γεμάτα κουτσουλιές.
Σοφά,
της φύσης τη σοφία έχοντας,
τα περιστέρια διαγράφουνε
τα έργα των ανθρώπων.
99
Και σήμερα,
οι κυβερνήτες γευματίζουν
με τις κομμένες γλώσσες των ταώ.
Χορταίνουνε με πόνους και ασχήμιες
κι αναίτια γελούν μπροστά στο θάνατο των ρόδων.
Δέστε τους.
Όρθιοι γυμνοσάλιαγκες,
που αγωνίζονται να παραστήσουν τους μεγάλους!
Το έργο τους, οι συμφορές του κόσμου.
123
Αγάλματα γεμάτα κουτσουλιές.
Σοφά,
της φύσης τη σοφία έχοντας,
τα περιστέρια διαγράφουνε
τα έργα των ανθρώπων.
Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011
Π.Ε. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ποιήματα
Γνωστός από την παρουσία του στους Κερκυραίους Κόρε.Ύδρο, ο Π.Ε. Δημητριάδης κυκλοφόρησε τον προηγούμενο Απρίλιο ένα μικρού σχήματος, σε σκληρό εξώφυλλο, βιβλίο, στις εκδόσεις Εξώστης τής Inner Ear, με ποιήματά του. Ο τίτλος του: «Ξεκαθάρισμα Λογαριασμών». Δύο δείγματα… ΑΜΠΝΤΟΥΛΑΧ
Δίνουμε όλοι το παρόν την Κυριακή -
όσοι μπορούσαμε, μα δεν προδώσαμε τον Άπο,
από την Άπω Ανατολή ως τα κελιά
των Κοπτών μοναχών της Συρίας
κι από το σπίτι της αντάρτισσας
χήρας αγωνιστού του εμφυλίου
ως τα τσουνάμια του Αμαζονίου.
Μαύρο μουστάκι στο Ναϊρόμπι
δεν οραματιστήκαμε.
Υπηρεσίες, ψυχικό κόστος
δεν υπολογίσαμε.
Ψημένοι στην εκκρεμότητα
και στην κοροϊδία
από αυτούς που ποτέ δεν έβαλαν
το χέρι στη φωτιά,
κι όταν το έβαλαν έφυγαν
με την ουρά στα σκέλια,
δίνουμε τώρα όλοι το παρόν,
χωρίς διαγκωνισμούς
ποιος θα πάρει τη δόξα
πως έριξε την κυβέρνηση
ή ποιος φοράει τις πιο ωραίες κάλτσες.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΓΙΩΡΓΟΣ»
Το όνομα «Γιώργος» στην Ελλάδα
είναι άρρηκτα δεμένο με την Επταετία·
Παπαδόπουλος, Γεωργαλάς,
Κατσαρός, Μουζάκης, Οικονομίδης…
(Ακολουθούν, σε μικρότερη έκταση,
τα ονόματα «Μίμης», «Μήτσος»
και «Μπέμπα».)
Δίνουμε όλοι το παρόν την Κυριακή -
όσοι μπορούσαμε, μα δεν προδώσαμε τον Άπο,
από την Άπω Ανατολή ως τα κελιά
των Κοπτών μοναχών της Συρίας
κι από το σπίτι της αντάρτισσας
χήρας αγωνιστού του εμφυλίου
ως τα τσουνάμια του Αμαζονίου.
Μαύρο μουστάκι στο Ναϊρόμπι
δεν οραματιστήκαμε.
Υπηρεσίες, ψυχικό κόστος
δεν υπολογίσαμε.
Ψημένοι στην εκκρεμότητα
και στην κοροϊδία
από αυτούς που ποτέ δεν έβαλαν
το χέρι στη φωτιά,
κι όταν το έβαλαν έφυγαν
με την ουρά στα σκέλια,
δίνουμε τώρα όλοι το παρόν,
χωρίς διαγκωνισμούς
ποιος θα πάρει τη δόξα
πως έριξε την κυβέρνηση
ή ποιος φοράει τις πιο ωραίες κάλτσες.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΓΙΩΡΓΟΣ»
Το όνομα «Γιώργος» στην Ελλάδα
είναι άρρηκτα δεμένο με την Επταετία·
Παπαδόπουλος, Γεωργαλάς,
Κατσαρός, Μουζάκης, Οικονομίδης…
(Ακολουθούν, σε μικρότερη έκταση,
τα ονόματα «Μίμης», «Μήτσος»
και «Μπέμπα».)
Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011
ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ; Ήταν, κάποτε…
Ρίχνοντας μια ματιά στα νέα διοικητικά των πανεπιστημίων, έτσι όπως εκείνα ψηφίστηκαν χθες στη Βουλή από την ελληνική κεντροδεξιά, θυμήθηκα κάτι που διάβαζα πριν από λίγο καιρό, σχετικό (και ανάλογο) με τα διοικητικά των αμερικανικών πανεπιστημίων στα χρόνια του ’60. Αναφέρομαι στο βιβλίο «Η Αμερικανική Νεολαία Σήμερα» του Αλεξάντερ Μπρουσκώφ, που είχε κυκλοφορήσει στις εκδόσεις Πλανήτης μάλλον στις αρχές της Μεταπολίτευσης (δεν αναφέρεται χρονιά στο βιβλίο) και που αναφερόταν στα έργα και τις ημέρες της αμερικανικής νεολαίας σε μια ταραγμένη ιστορική περίοδο (πόλεμος στην Ινδοκίνα, ειρηνιστικά κινήματα, Νέα Αριστερά, Μαύροι Πάνθηρες, Hippies κ.λπ.), η οποία ξεκινούσε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, φθάνοντας έως τα πρώτα χρόνια του ’70. Ο Μπρουσκώφ, που παρέμεινε για καιρό στις ΗΠΑ κάνοντας ρεπορτάζ, είναι μαρξιστής-λενινιστής, βλέπει από συγκεκριμένη σκοπιά τα πράγματα και όσο κι αν διαφωνείς με ορισμένα από τα συμπεράσματά του, δεν μπορεί να μη λάβεις υπόψιν σου τις αλήθειες που λέει, όσον αφορά στα διοικητικά των Ιδρυμάτων. Ένα απόσπασμα… «Σήμερα η εξάρτηση της ανώτατης εκπαίδευσης από το κεφάλαιο στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει πάρει γενικό χαρακτήρα. Ξεκάθαρες αποδείξεις για το ποιος κυριαρχεί σ’ όλες τις πλευρές της φοιτητικής ζωής στο UCLA (University of California, Los Angeles) και στο Harvard μας προσφέρει στη μπροσούρα της «Μεγαλοεπιχειρηματίες και Αμερικανικά Πανεπιστήμια» η Bettina Aptheker (σ.σ. δες κι εδώ http://is.gd/M45FRX), μία προοδευτική ηγέτις του φοιτητικού κινήματος. Υπολογίζει ότι το διοικητικό συμβούλιο του UCLA εκπροσωπεί τα συμφέροντα 68 τραπεζικών, βιομηχανικών, ασφαλιστικών, αγροτικών και εμπορικών εταιριών, καθώς και οργανώσεων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου του Harvard πραγματοποιείται από 31 εταιρίες κι η γενική του πολιτική καθορίζεται από 76. Από το παράδειγμα αυτών των δύο μεγάλων πανεπιστημίων η Bettina Aptheker συμπεραίνει ότι αποδεικνύεται πως ‘τα μεγάλα τραπεζικά, αγροτικά, και βιομηχανικά συμφέροντα της κάθε περιοχής που βρίσκεται ένα πανεπιστήμιο εκπροσωπούνται μεσ’ από το διοικητικό του συμβούλιο’. Το ίδιο αποδεικνύεται αληθινό και για κάθε μεγάλο πανεπιστήμιο ή κολλέγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η σύνθεση των μελών των διοικητικών συμβουλίων στα εκπαιδευτικά ιδρύματα αποδεικνύουν καθαρά τον αντιδημοκρατικό τους χαρακτήρα. Η αμερικανική προπαγάνδα συχνά υποστηρίζει ότι τα όργανα του λαού μετέχουν με ηχηρούς τίτλους στις πανεπιστημιακές αυτές διοικήσεις. Στην πραγματικότητα ο λαός δεν έχει καμμία σχέση με όλο αυτό. Στο Πανεπιστήμιο του Berkeley της Καλιφόρνια, οκτώ θέσεις μέσα στο διοικητικό συμβούλιο ανήκουν στον Κυβερνήτη της Πολιτείας, στον αναπληρωτή του, στον τοπικό βουλευτή, στον Πρύτανι του Πανεπιστημίου και σ’ άλλους αξιωματούχους. Οι υπόλοιποι 16 σύμβουλοι διορίζονται από την Κυβέρνηση για μια περίοδο δεκάξι χρόνων. Αντιπροσωπεύουν τις μεγάλες εταιρίες και τράπεζες που ελέγχουν την οικονομία της West Coast των ΗΠΑ. Τελικά ειν’ αυτοί που καθορίζουν το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της δουλειάς μέσα στο πανεπιστήμιο. Δε χρειάζεται να πούμε πως στο διοικητικό συμβούλιο δεν υπάρχει ούτε ένας μαύρος ή Μεξικανοαμερικανός, παρόλο που αυτές οι μειονότητες αποτελούν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Καλιφόρνια.
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στ’ άλλα κολλέγια των ΗΠΑ. Τα διοικητικά συμβούλια που ελέγχουν τα πανεπιστήμια όχι μόνο δεν συμπεριλαμβάνουν σπουδαστές, άλλ’ ακόμη δεν έχουν σαν μέλη ούτε καν καθηγητές των σχολών. Τα θέματα του κανονισμού και της ακαδημαϊκής πειθαρχίας λύνονται χωρίς τη συμμετοχή τους. Η κυριαρχία των συμβούλων και των χρηματοδοτών καθορίζεται μεσ’ απ’ αυτά τα πανεπιστημιακά καταστατικά. Έτσι, στο Πανεπιστήμιο Columbia αναφέρεται ότι οι χρηματοδότες ‘θα έχουν πλήρη εξουσία και δικαιοδοσία στο να κατευθύνουν και να προδιαγράφουν την πορεία των μελετών και της πειθαρχίας’, κι ότι ο αποκλεισμός των φοιτητών από το πανεπιστήμιο είναι μέσα στη δικαιοδοσία των πανεπιστημιακών αρχών που μπορούν να καταφύγουν σ’ αυτό το μέτρο ‘την κάθε στιγμή και με την αφορμή που θα κρίνουν εκείνοι σαν σωστή’.(…).
Πρωταρχικό λειτούργημα των πανεπιστημίων είναι η εκπαίδευση του απαιτούμενου προσωπικού για τις βιομηχανίες, τα ιδρύματα και τις εταιρίες που έχουν εμπλακεί μέσα στη στρατιωτική παραγωγή. Ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Πανεπιστημίου στην Πολιτεία του Michigan Τζων Άναχ δήλωνε χωρίς περιστροφές: ‘Τα κολλέγια και τα πανεπιστήμιά μας πρέπει να θεωρούνται σαν προπύργια της εθνικής μας άμυνας, σαν στοιχεία για την προφύλαξη της χώρας μας και του τρόπου ζωής μας, σαν υπερηχητικά βομβαρδιστικά, σαν υποβρύχια εφοδιασμένα με πυρηνικούς πυραύλους, και σαν υπερατλαντικοί βαλλιστικοί πύραυλοι’.
Ο συσχετισμός κι η εξάρτηση των αμερικανικών πανεπιστημίων από το στρατιωτικό-βιομηχανικό πλέγμα φαίνεται ακόμη κι απ’ το γεγονός ότι περίπου το 50% απ’ όλες τις έρευνες που γίνονται στα πλήθος ανώτατα ιδρύματα της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο Stanford και τα Ινστιτούτα Τεχνολογίας της Μασαχουσέτη (ΜΙΤ) και της Καλιφόρνια, άμεσα σχετίζονται με τις πολεμικές ανάγκες, και μέσα στην περιοχή τούτη περικλείονται έρευνες για τη βελτίωση των όπλων μαζικής καταστροφής. Είναι γνωστό ότι το 56% του πολυεκατομμυριούχου ετήσιου προϋπολογισμού του UCLA προέρχεται από κυβερνητικές πηγές, και βασικά από την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας. Αυτός ο προϋπολογισμός κατανέμεται ως εξής: 62% για έρευνες, 12% για δημόσιες εκδηλώσεις και μόνο 26% για τη φοιτητική εκπαίδευση. Σχεδόν όλα τα χρήματα για τις έρευνες (το 56% του προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου) σπαταλιέται σε προγράμματα της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, που ετοιμάζονται από το πανεπιστημιακό Εργαστήριο Ραδιολογίας – το βασικό κέντρο της χώρας για στρατιωτικές έρευνες. Έτσι, σχεδόν όλα τα χρήματα που δέχεται το Πανεπιστήμιο από την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας χρησιμοποιούνται για στρατιωτικούς σκοπούς. Ο δρ. Harold Brown, εδώ και πολύν καιρό διευθυντής αυτού του εργαστηρίου, που κάποτε διορίστηκε και Υπουργός Αεροπορίας από τον Πρόεδρο Johnson (σ.σ. και αργότερα Υπουργός Αμύνης στην κυβέρνηση του Jimmy Carter), ήταν από τους βασικούς σχεδιαστές του πυραυλικού συστήματος Polaris.
Ανάμεσα στους καθηγητές του Πανεπιστημίου συμπεριλαμβάνεται κι ο δρ. Edward Teller, ο ‘πατέρας της υρδογονοβόμβας’, που αφιερώνει όλο το χρόνο του στα σχέδια της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας.(…)
Αλλά ίσως η πιο ξεκάθαρη απόδειξη για την εξάρτηση των αμερικανικών πανεπιστημίων από το στρατιωτικό-βιομηχανικό πλέγμα είναι η απολυταρχική σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων, των οικονομικών διευθυντών, των επιθεωρητών και τα παρόμοια, που συμπεριλαμβάνουν εκπροσώπους εταιριών όπως η General Dynamics, η Lockheed Aircraft, η General Electric, η United Aircraft, η ITT, η Boeing Aircrafrt, η General Motors, και η Martin Marietta.
Πολλά πανεπιστήμια βρέθηκαν κυριολεκτικά υποταγμένα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τέτοιων εταιριών, όπως είναι η περίπτωση του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Washington, που υποχρεώθηκε να συγκεντρώσει τις προσπάθειές του στην εκπαίδευση προσωπικού για την Boeing Aircraft. Οι ηγετικές θέσεις στο διοικητικό συμβούλιο του Πανεπιστημίου του Harvard βρίσκονται στα χέρια της Chase Bank του Manhattan, που διευθυντής κι αντιπρόεδρός της είναι ο David Rockefeller. Αυτή η Τράπεζα έχει ξένες επενδύσεις που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια δολλάρια, προσφέρει υποστήριξη σε πολλές εταιρίες πετρελαίου στις ΗΠΑ κι ακόμη έχει μια ηγετική θέση στη διοίκηση της εταιρίας Martin Marietta, μιας από τις βασικές φίρμες που παράγουν πυραύλους και στρατιωτικά αεροπλάνα. Τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας Rockefeller εξυπηρετούνται ακόμη και από το Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη».
Σαράντα χρόνια μετά ήλθε η ώρα και για την Ψωροκώσταινα, αφού πρώτα διέσυρε το δημόσιο πανεπιστήμιο, να παραδώσει τα κλειδιά. Όσοι πιστοί προσέλθετε…
Η σύνθεση των μελών των διοικητικών συμβουλίων στα εκπαιδευτικά ιδρύματα αποδεικνύουν καθαρά τον αντιδημοκρατικό τους χαρακτήρα. Η αμερικανική προπαγάνδα συχνά υποστηρίζει ότι τα όργανα του λαού μετέχουν με ηχηρούς τίτλους στις πανεπιστημιακές αυτές διοικήσεις. Στην πραγματικότητα ο λαός δεν έχει καμμία σχέση με όλο αυτό. Στο Πανεπιστήμιο του Berkeley της Καλιφόρνια, οκτώ θέσεις μέσα στο διοικητικό συμβούλιο ανήκουν στον Κυβερνήτη της Πολιτείας, στον αναπληρωτή του, στον τοπικό βουλευτή, στον Πρύτανι του Πανεπιστημίου και σ’ άλλους αξιωματούχους. Οι υπόλοιποι 16 σύμβουλοι διορίζονται από την Κυβέρνηση για μια περίοδο δεκάξι χρόνων. Αντιπροσωπεύουν τις μεγάλες εταιρίες και τράπεζες που ελέγχουν την οικονομία της West Coast των ΗΠΑ. Τελικά ειν’ αυτοί που καθορίζουν το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της δουλειάς μέσα στο πανεπιστήμιο. Δε χρειάζεται να πούμε πως στο διοικητικό συμβούλιο δεν υπάρχει ούτε ένας μαύρος ή Μεξικανοαμερικανός, παρόλο που αυτές οι μειονότητες αποτελούν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Καλιφόρνια.
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στ’ άλλα κολλέγια των ΗΠΑ. Τα διοικητικά συμβούλια που ελέγχουν τα πανεπιστήμια όχι μόνο δεν συμπεριλαμβάνουν σπουδαστές, άλλ’ ακόμη δεν έχουν σαν μέλη ούτε καν καθηγητές των σχολών. Τα θέματα του κανονισμού και της ακαδημαϊκής πειθαρχίας λύνονται χωρίς τη συμμετοχή τους. Η κυριαρχία των συμβούλων και των χρηματοδοτών καθορίζεται μεσ’ απ’ αυτά τα πανεπιστημιακά καταστατικά. Έτσι, στο Πανεπιστήμιο Columbia αναφέρεται ότι οι χρηματοδότες ‘θα έχουν πλήρη εξουσία και δικαιοδοσία στο να κατευθύνουν και να προδιαγράφουν την πορεία των μελετών και της πειθαρχίας’, κι ότι ο αποκλεισμός των φοιτητών από το πανεπιστήμιο είναι μέσα στη δικαιοδοσία των πανεπιστημιακών αρχών που μπορούν να καταφύγουν σ’ αυτό το μέτρο ‘την κάθε στιγμή και με την αφορμή που θα κρίνουν εκείνοι σαν σωστή’.(…).
Πρωταρχικό λειτούργημα των πανεπιστημίων είναι η εκπαίδευση του απαιτούμενου προσωπικού για τις βιομηχανίες, τα ιδρύματα και τις εταιρίες που έχουν εμπλακεί μέσα στη στρατιωτική παραγωγή. Ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Πανεπιστημίου στην Πολιτεία του Michigan Τζων Άναχ δήλωνε χωρίς περιστροφές: ‘Τα κολλέγια και τα πανεπιστήμιά μας πρέπει να θεωρούνται σαν προπύργια της εθνικής μας άμυνας, σαν στοιχεία για την προφύλαξη της χώρας μας και του τρόπου ζωής μας, σαν υπερηχητικά βομβαρδιστικά, σαν υποβρύχια εφοδιασμένα με πυρηνικούς πυραύλους, και σαν υπερατλαντικοί βαλλιστικοί πύραυλοι’.
Ο συσχετισμός κι η εξάρτηση των αμερικανικών πανεπιστημίων από το στρατιωτικό-βιομηχανικό πλέγμα φαίνεται ακόμη κι απ’ το γεγονός ότι περίπου το 50% απ’ όλες τις έρευνες που γίνονται στα πλήθος ανώτατα ιδρύματα της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο Stanford και τα Ινστιτούτα Τεχνολογίας της Μασαχουσέτη (ΜΙΤ) και της Καλιφόρνια, άμεσα σχετίζονται με τις πολεμικές ανάγκες, και μέσα στην περιοχή τούτη περικλείονται έρευνες για τη βελτίωση των όπλων μαζικής καταστροφής. Είναι γνωστό ότι το 56% του πολυεκατομμυριούχου ετήσιου προϋπολογισμού του UCLA προέρχεται από κυβερνητικές πηγές, και βασικά από την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας. Αυτός ο προϋπολογισμός κατανέμεται ως εξής: 62% για έρευνες, 12% για δημόσιες εκδηλώσεις και μόνο 26% για τη φοιτητική εκπαίδευση. Σχεδόν όλα τα χρήματα για τις έρευνες (το 56% του προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου) σπαταλιέται σε προγράμματα της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, που ετοιμάζονται από το πανεπιστημιακό Εργαστήριο Ραδιολογίας – το βασικό κέντρο της χώρας για στρατιωτικές έρευνες. Έτσι, σχεδόν όλα τα χρήματα που δέχεται το Πανεπιστήμιο από την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας χρησιμοποιούνται για στρατιωτικούς σκοπούς. Ο δρ. Harold Brown, εδώ και πολύν καιρό διευθυντής αυτού του εργαστηρίου, που κάποτε διορίστηκε και Υπουργός Αεροπορίας από τον Πρόεδρο Johnson (σ.σ. και αργότερα Υπουργός Αμύνης στην κυβέρνηση του Jimmy Carter), ήταν από τους βασικούς σχεδιαστές του πυραυλικού συστήματος Polaris.
Ανάμεσα στους καθηγητές του Πανεπιστημίου συμπεριλαμβάνεται κι ο δρ. Edward Teller, ο ‘πατέρας της υρδογονοβόμβας’, που αφιερώνει όλο το χρόνο του στα σχέδια της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας.(…)
Αλλά ίσως η πιο ξεκάθαρη απόδειξη για την εξάρτηση των αμερικανικών πανεπιστημίων από το στρατιωτικό-βιομηχανικό πλέγμα είναι η απολυταρχική σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων, των οικονομικών διευθυντών, των επιθεωρητών και τα παρόμοια, που συμπεριλαμβάνουν εκπροσώπους εταιριών όπως η General Dynamics, η Lockheed Aircraft, η General Electric, η United Aircraft, η ITT, η Boeing Aircrafrt, η General Motors, και η Martin Marietta.
Πολλά πανεπιστήμια βρέθηκαν κυριολεκτικά υποταγμένα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τέτοιων εταιριών, όπως είναι η περίπτωση του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Washington, που υποχρεώθηκε να συγκεντρώσει τις προσπάθειές του στην εκπαίδευση προσωπικού για την Boeing Aircraft. Οι ηγετικές θέσεις στο διοικητικό συμβούλιο του Πανεπιστημίου του Harvard βρίσκονται στα χέρια της Chase Bank του Manhattan, που διευθυντής κι αντιπρόεδρός της είναι ο David Rockefeller. Αυτή η Τράπεζα έχει ξένες επενδύσεις που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια δολλάρια, προσφέρει υποστήριξη σε πολλές εταιρίες πετρελαίου στις ΗΠΑ κι ακόμη έχει μια ηγετική θέση στη διοίκηση της εταιρίας Martin Marietta, μιας από τις βασικές φίρμες που παράγουν πυραύλους και στρατιωτικά αεροπλάνα. Τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας Rockefeller εξυπηρετούνται ακόμη και από το Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη».
Σαράντα χρόνια μετά ήλθε η ώρα και για την Ψωροκώσταινα, αφού πρώτα διέσυρε το δημόσιο πανεπιστήμιο, να παραδώσει τα κλειδιά. Όσοι πιστοί προσέλθετε…
Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011
ΡΟΚΕΝΤΡόΛΙΑ
Δεν υπάρχει λόγος ν’ ακούσεις πολλά τραγούδια του Buddy Holly (1936-1959) για ν’ αντιληφθείς το προχωρημένο στυλ του· εκείνο που επηρέασε τους πρώιμους Beatles δηλαδή και, συνεπώς, από ’κει και πέρα, όλους τους υπολοίπους. Ήταν η εμφάνισή του; Το παίξιμό του στην κιθάρα; Το γεγονός ότι καθιέρωσε δίπλα του ένα γκρουπ για να τον συνοδεύει, το οποίο συν-δημιουργούσε τα κομμάτια (οι Crickets); Το συνθετικό και το ερμηνευτικό του ταλέντο έτσι όπως αποτυπώνεται στα “I’m looking for someone to love”, “That’ll be the day”, “Mailman, bring me no more blues”, “Ready Teddy”, “Peggy Sue” ή στο σήμα κατατεθέν “Not fade away”, που δίνει και τον τίτλο στην τριπλή συλλογή τής El Toro; Μήπως το γεγονός ότι πέθανε τόσο νέος, στα 23 του, καταγράφοντας με τη συνολικότερη τραγουδοποιητική παρουσία του μία συνειδητή λευκή περσόνα του rock n’ roll;
Γράφτηκαν πολλά τα τελευταία χρόνια για τη συνεισφορά του Buddy Holly στην pop music, με αφορμή τα 50 χρόνια από το θάνατό του, ενώ ακόμη περισσότερες πρέπει να ήταν οι απανταχού εκδόσεις που μεγέθυναν στο έργο του. Η συγκεκριμένη, πάντως, πρέπει να είναι από τις πιο «εντάξει». Αρχικώς, γιατί αποτελεί τη συνέχεια της “Hollybilly”, που κατέγραψε τις complete recordings του από το 1956. Μιλάμε, συνεπώς, για τις completes του ’57, διανθισμένες από ραδιο-συνεντεύξεις, promotional spots και βεβαίως από sessions στις οποίες συμμετείχε ο Buddy Holly συνοδεύοντας άλλους (Gary Dale, Billy Walker, Jim Robinson, Jack Huddle, Carolyn Hester...). Στα συν το 16σέλιδο ένθετο με τα ιστορικά στοιχεία και την πλήρη, αναλυτική δισκογραφία.
Και αν ο Buddy Holly αντιπροσώπευε, ως εικόνα, μία κάπως clean-cut εκδοχή τού rock n’ roll, o Gene Vincent (1935-1971) ήταν ο άλλος πόλος. Ένας... αληταράς του πάλκου – ίσως ο πρώτος που καθιέρωσε την εμφάνιση με τα μαύρα δερμάτινα ρούχα... αν δεν προγήθηκε ο Εγγλέζος Vince Taylor –, ο οποίος πρόλαβε να ζήσει και την άνοδο, και την αφάνεια, και την πτώση τού... δικού του ειδώλου, βιώνοντας αυτόν τον περιλάλαητο... ροκ τρόπο ζωής· τσακωμοί με παραγωγούς και μάνατζερ, αλκοολίκι, ψυχικά προβλήματα μετά το γνωστό δυστύχημα με ταξί στο Λονδίνο, το 1960, στο οποίο επέβαινε και στο οποίο σκοτώθηκε ο Eddie Cochran, εγκαταλείποντας εν τέλει τα εγκόσμια, στα 36 του, χτυπημένος από έλκος. Γράφει ο Mick Farren (ex-Deviants κ.λπ.) στο όπως-όπως μεταφρασμένο «Το Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάν» [εκδ. Στύγα, Αθήνα 1991]: «Ο Βίνσεντ πήρε όλ’ αυτά που μπορούσαν να του δώσουν και τα πρόβαλλε στο πλήθος με μια ένταση που απειλούσε να κάψει κι αυτόν τον ίδιο. Το πρόσωπό του στράβωνε και άσπριζε νεκρικά. Τα μάτια του στρέφονταν προς τον ουρανό και φαινόταν να τρέμει σαν να βασανιζόταν απ’ την ενέργεια που τον διαπερνούσε. Μ’ ένα στήριγμα αντί για πόδι, ο Τζιν δεν μπορούσε να χορέψει σαν τον Έλβις. Απ’ τη μέση και πάνω είχε ακμαψία, το κατεστραμμένο πόδι του εξείχε προς τα πίσω, καταφεύγοντας στο μικρόφωνο για στήριγμα. Σε στιγμές ακραίου πάθους πάνω στη σκηνή, στροβιλιζόταν μέχρι και 360 μοίρες, ταλαντεύοντας το ανάπηρο πόδι του πάνω απ’ το μικρόφωνο. Όπως είπα και πριν ακτινοβολούσε βρώμα. Τραγουδούσε για βρώμικη αγάπη με κορίτσια που φορούσαν στενές φούστες και κόκκινο κραγιόν, η συμπεριφορά του είχε μια παράφρονη, άμυαλη, νεανική επιθετικότητα. Δεν είχε χρόνο για τους εφηβικούς ευφημισμούς που χρησιμοποιούσαν τ’ ‘αποδεκτά’ αστέρια του ροκ. Ο Τζιν δεν έδινε δεκάρα για το αποδεκτό».
Η συλλογή της Poppydisc Bluejean Bop! & Gene Vincent & The Blue Caps είναι στην ουσία η παράθεση των δύο πρώτων άλμπουμ τού Gene Vincent, του “Blue Jean Bop” [Capitol, 1957] και του “Gene Vincent & The Blue Caps” [Capitol, 1957], συμπληρωμένη με 8 bonus από τη διετία 1956-57, μεταξύ των οποίων φέγγουν τα κλασικά “Be-bop-a-lula” και “Race with the devil” (με τα flip-side τους “Woman love” και “Gonna back up baby”) και βεβαίως τα αθάνατα ροκεντρόλια “Bluejean bop”, “Who slapped John?”, “Jump back, honey, jump back”, “Jumps, giggles and shouts”, “Red blue jeans and a ponytall”, “Hold me, hug me, rock me”, “Cat man”, “Double talkin’ baby” και “Pink thunderbird” που θα τον κρατούν στη μνήμη αιωνίως...
Γράφτηκαν πολλά τα τελευταία χρόνια για τη συνεισφορά του Buddy Holly στην pop music, με αφορμή τα 50 χρόνια από το θάνατό του, ενώ ακόμη περισσότερες πρέπει να ήταν οι απανταχού εκδόσεις που μεγέθυναν στο έργο του. Η συγκεκριμένη, πάντως, πρέπει να είναι από τις πιο «εντάξει». Αρχικώς, γιατί αποτελεί τη συνέχεια της “Hollybilly”, που κατέγραψε τις complete recordings του από το 1956. Μιλάμε, συνεπώς, για τις completes του ’57, διανθισμένες από ραδιο-συνεντεύξεις, promotional spots και βεβαίως από sessions στις οποίες συμμετείχε ο Buddy Holly συνοδεύοντας άλλους (Gary Dale, Billy Walker, Jim Robinson, Jack Huddle, Carolyn Hester...). Στα συν το 16σέλιδο ένθετο με τα ιστορικά στοιχεία και την πλήρη, αναλυτική δισκογραφία.
Και αν ο Buddy Holly αντιπροσώπευε, ως εικόνα, μία κάπως clean-cut εκδοχή τού rock n’ roll, o Gene Vincent (1935-1971) ήταν ο άλλος πόλος. Ένας... αληταράς του πάλκου – ίσως ο πρώτος που καθιέρωσε την εμφάνιση με τα μαύρα δερμάτινα ρούχα... αν δεν προγήθηκε ο Εγγλέζος Vince Taylor –, ο οποίος πρόλαβε να ζήσει και την άνοδο, και την αφάνεια, και την πτώση τού... δικού του ειδώλου, βιώνοντας αυτόν τον περιλάλαητο... ροκ τρόπο ζωής· τσακωμοί με παραγωγούς και μάνατζερ, αλκοολίκι, ψυχικά προβλήματα μετά το γνωστό δυστύχημα με ταξί στο Λονδίνο, το 1960, στο οποίο επέβαινε και στο οποίο σκοτώθηκε ο Eddie Cochran, εγκαταλείποντας εν τέλει τα εγκόσμια, στα 36 του, χτυπημένος από έλκος. Γράφει ο Mick Farren (ex-Deviants κ.λπ.) στο όπως-όπως μεταφρασμένο «Το Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάν» [εκδ. Στύγα, Αθήνα 1991]: «Ο Βίνσεντ πήρε όλ’ αυτά που μπορούσαν να του δώσουν και τα πρόβαλλε στο πλήθος με μια ένταση που απειλούσε να κάψει κι αυτόν τον ίδιο. Το πρόσωπό του στράβωνε και άσπριζε νεκρικά. Τα μάτια του στρέφονταν προς τον ουρανό και φαινόταν να τρέμει σαν να βασανιζόταν απ’ την ενέργεια που τον διαπερνούσε. Μ’ ένα στήριγμα αντί για πόδι, ο Τζιν δεν μπορούσε να χορέψει σαν τον Έλβις. Απ’ τη μέση και πάνω είχε ακμαψία, το κατεστραμμένο πόδι του εξείχε προς τα πίσω, καταφεύγοντας στο μικρόφωνο για στήριγμα. Σε στιγμές ακραίου πάθους πάνω στη σκηνή, στροβιλιζόταν μέχρι και 360 μοίρες, ταλαντεύοντας το ανάπηρο πόδι του πάνω απ’ το μικρόφωνο. Όπως είπα και πριν ακτινοβολούσε βρώμα. Τραγουδούσε για βρώμικη αγάπη με κορίτσια που φορούσαν στενές φούστες και κόκκινο κραγιόν, η συμπεριφορά του είχε μια παράφρονη, άμυαλη, νεανική επιθετικότητα. Δεν είχε χρόνο για τους εφηβικούς ευφημισμούς που χρησιμοποιούσαν τ’ ‘αποδεκτά’ αστέρια του ροκ. Ο Τζιν δεν έδινε δεκάρα για το αποδεκτό».
Η συλλογή της Poppydisc Bluejean Bop! & Gene Vincent & The Blue Caps είναι στην ουσία η παράθεση των δύο πρώτων άλμπουμ τού Gene Vincent, του “Blue Jean Bop” [Capitol, 1957] και του “Gene Vincent & The Blue Caps” [Capitol, 1957], συμπληρωμένη με 8 bonus από τη διετία 1956-57, μεταξύ των οποίων φέγγουν τα κλασικά “Be-bop-a-lula” και “Race with the devil” (με τα flip-side τους “Woman love” και “Gonna back up baby”) και βεβαίως τα αθάνατα ροκεντρόλια “Bluejean bop”, “Who slapped John?”, “Jump back, honey, jump back”, “Jumps, giggles and shouts”, “Red blue jeans and a ponytall”, “Hold me, hug me, rock me”, “Cat man”, “Double talkin’ baby” και “Pink thunderbird” που θα τον κρατούν στη μνήμη αιωνίως...
Τρίτη 23 Αυγούστου 2011
καλό Χειμώνα!
σ’ εκείνη τη νύχτα, σε ό,τι δεν είπαμε
Όλο και πιο συχνά όπου απευθύνω το… καλό Χειμώνα, αυτήν την περίοδο, στο τέλος Αυγούστου, έρχομαι αντιμέτωπος με μια ξινίλα. Οι περισσότεροι θεωρούν τούτη την κλασική ελληνική ευχή ως άστοχη, ως κάτι εκτός τόπου και χρόνου, ενώ κάποιοι (λιγότεροι) μού δίνουν την εντύπωση πως την εκλαμβάνουν ακόμη και σαν… προάγγελο κακών. Ελάχιστοι ευχαριστούν και ανταποδίδουν δια ψυχής το αυτονόητο(;), ενώ ορισμένοι κατεβάζουν-κουνάνε το κεφάλι και δε λένε τίποτα. Φαίνεται πως μέσα στα γενικότερα στριμώγματα και τα ανεπανάληπτα κεσάτια χάνουμε και τα τελευταία ίχνη μιας originality που μας παραδόθηκε ασμένως, και η οποία καίγεται μαζί με τα επιτόκια δανεισμού, τα ασφάλιστρα κινδύνου και τα μεσοπρόθεσμα. Όπως εικάζουν, όσοι δεν μηρυκάζουν, μεσοπρόθεσμα, η… χρεωκοπία θα είναι αναπόφευκτη (αν δεν έχει επέλθει ήδη) και, κυρίως, ανεξάρτητη από τα πολλά, τα λίγα ή τα λιγότερα που θα κουδουνίζουνε στις τσέπες μας.
Σκεπτόμενος, λίγο παραμέσα, για το ζήτημα του «καλού Χειμώνα» έχω την αίσθηση πως αντιμάχονται δυο θέσεις. Η μία εκκινεί από παλαιά, από ’κείνο το… από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα, που αντανακλούσε όχι απλώς το καθήκον του ανθρώπου να επικοινωνεί με οτιδήποτε φυσικό τον περιέβαλε, αλλά και με τη λειτουργία του διπόλου, που διαμόρφωνε στην πορεία ένα υπαρκτό ερώτημα. Καλοκαίρια ή Χειμώνες, ή μήπως Kαλοκαίρια και Xειμώνες, κάπως σαν όψεις του αυτού νομίσματος (αφού την Άνοιξη τη χρειαζόμασταν μόνον ως… δεξαμενή για τις Εκθέσεις στο σχολείο, και το Φθινόπωρο ως… ρομαντικό παραφερνάλιο);
Η δεύτερη (θέση) μοιάζει να έρχεται από το πιο… πρόσφατο παρελθόν. Από την ακατανόητη τάση να εμφανιζόμαστε μαχόμενοι, ακόμη κι όταν δεν χρειάζεται. Να καταναλίσκουμε δυνάμεις εκεί όπου τρίτος δεν χωρεί (σαν τα δημοψηφίσματα που προωθούνται από τα ιδρύματα του πανικού, όταν θα κληθείς να επιλέξεις ανάμεσα σε 4-5 γκρίζα, και όχι ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο), την ώρα κατά την οποίαν προέχει η οικονομία δυνάμεων, το καθαρό μυαλό και περαιτέρω η ακριβής διατύπωση των ζητημάτων. Το θέμα μπορεί να μην είναι σοβαρό (για ορισμένους), αποκτά όμως ακόμη μιαν ενδιαφέρουσα διάσταση, όταν τα όσα προηγούμενα συνδεθούν και μ’ έναν κλασικό αστικό σνομπισμό, που αφορά, κατ’ ουσίαν, στην αποξένωσή μας από το χθόνιο και το παγανιστικό επέκεινα (τούτη είναι η βαρβαρότητα αγαπητή ανίδεη και όχι ο «καλός Χειμώνας»).
Η ευχή, πάντως, καλά κρατεί στην ύπαιθρο (και στις μεγαλύτερες ηλικίες). Στην πόλη συναντά σοβαρά αναχώματα.
Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011
JAZZ & TZAZ 221/222
Στο αυγουστιάτικο τεύχος του Jazz & Τζαζ, που μένει στα περίπτερα και τον Σεπτέμβριο, μπορείτε να διαβάσετε για το Tarkovsky Quartet, το σχήμα των Francois Couturier, Anja Lechner, Jean-Louis Matinier και Jean-Marc Larche που εμπνέεται από τις ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι (γράφει ο Γιάννης Μουγγολιάς). Ακόμη για την ιστορία της Bossa Nova με αφορμή δύο πρόσφατες εκδόσεις της Soul Jazz (γράφει ο… γράφων), για τον Lee “Scratch” Perry και τις εγγραφές του στο Black Ark στούντιο (γράφει ο Θανάσης Μήνας), για τους γάλλους progsters Lard Free του Gilbert Artman, με αφορμή την επανέκδοση των τεσσάρων δίσκων τους από την ισπανική Wah Wah (γράφει ο Γιάννης Μουγγολιάς), για σύγχρονες ευρωπαϊκές folk κυκλοφορίες από τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Λετονία (ο γράφων και ο Δημήτρης Θωμάς επιμελούνται τα σχετικά), για την Madeleine Peyroux, που την βλέπετε και στο εξώφυλλο (γράφει ο Γιώργος Χαρωνίτης). Ακόμη: Jazz Eye (συνέντευξη των Nostalgia 77 στον Δημήτρη Κατσουρίνη), δισκοκριτικές, blues boom!, επανεκδόσεις, δισκορυχείον, πράξεις λόγιας μουσικής (ο Θωμάς Ταμβάκος για τον Ντέμη Βισβίκη), τζαζ & λογοτεχνία, all that art…Στο CD “Super Saxes” ηχογραφήσεις των Lee Konitz και Warne Marsh των ετών 1955-1958.
Σάββατο 6 Αυγούστου 2011
NATIVE dragon jump
Όπως έχω ξαναγράψει η ιαπωνική jazz έσπασε τον πάγο στα 00s με συγκροτήματα όπως οι Kyoto Jazz Massive, οι Soil & “Pimp” Sessions, οι Quasimode και οι Sleep Walker, πράγμα που, γενικώς, είναι σωστό· και λέω «γενικώς», γιατί η σύγχρονη nippon-jazz είχε ήδη από τα sixties, τα seventies και τα eighties (με τους Sadao Watanabe, Yosuke Yamashita, Toshinori Kondo, Aki Takase και τόσους άλλους) ισχυρή παρουσία στα παγκόσμια δρώμενα. Αφήνω, δε, προσωπικότητες τύπου Masayuki Takayanagi (ο Bernard Stollman λίγο έλειψε να βγάλει άλμπουμ του στην ESP-Disk στα τέλη του ’60, δες κι εδώ http://is.gd/SBlhkc) και Kaoru Abe, τις οποίες η Δύση ανακάλυψε τα πιο πρόσφατα χρόνια, για να μείνει άφωνη, τελικώς, από τα full-power, ανορθόδοξα παιξίματά τους. Σ’ αυτό λοιπόν το... απερίγραπτο βιβλίο οι Native έρχονται να προσθέσουν το δικό τους ενδιαφέρον κεφάλαιο.
To συγκρότημα, που είναι βασικά κουαρτέτο αποτελούμενο εκ των Tomoyoshi Nakamura σαξόφωνα, φλάουτο, Taichi Sugimaru πιάνο, Kenichi Ohkubo κοντραμπάσο και Yuichi Fukaia ντραμς, δέχεται καθοριστικές βοήθειες από τη Yannah Valdevit (φωνή των Eddy meets Yannah δες κι εδώ http://is.gd/fDdv1p), τον Koji Murao ντραμς, κρουστά, και τον Yoshiaki Kayano τρομπέτα, προσεγγίζοντας με το παίξιμό του και την εν γένει παρουσία του άψογες, groovy soul-jazz συνταγές. Ισχύει, δε, και στη δική τους περίπτωση κάτι που επίσης έχω ξαναγράψει και το οποίον αφορά στη γενικότερη ιαπωνική στάση. Στη διάθεση δηλαδή και των Native να πουν την… τελευταία λέξη. Παίζουν δηλαδή με τέτοιο τρόπο, λες και κανείς μετά απ’ αυτούς δεν πρόκειται να μπει σε στούντιο ή ν’ ανεβεί σε πάλκο. Πατούν τα γκάζια για να φθάσουν γρηγορότερα στο τέρμα – ή μήπως στο τέλος; – περιφρονώντας, λες, τους συνοδοιπόρους τους (ου μην και την ίδια την ιστορία), τους οποίους θεωρούν οιονεί ηττημένους. Σπιντάτοι, φουριόζοι, πλακωμένοι, εμφανίζουν μιαν αγέρωχη σύγχρονη jazz, που δεν σταματά μπροστά σε τίποτα. Αρκεί να τους ακούσει κάποιος πώς μπαίνουν – με τα μπούνια – στα δύο πρώτα κομμάτια, το “Possibility” και το “The flyway” (με τα ωραία φωνητικά της Yannah)· κάτι που συνεχίζεται βεβαίως και στα υπόλοιπα θέματα. Πρέπει να φθάσουμε δηλαδή έως το track υπ’ αριθμόν 8, το “Love to you”, για να υποδεχθούμε μία μπαλάντα, αφού και πάλι, από ’κει και κάτω, τα mid και up-tempi δίνουν και παίρνουν· με το έσχατο “Rolling-I” και το funky bop του να σε στέλνει.
Το “Possibility” [Arision, 2010] είναι ένα απολαυστικό άλμπουμ, με σαφείς αναφορές στο παρελθόν, αλλά και τοποθετημένο με θέρμη στο jazz «τώρα».
To συγκρότημα, που είναι βασικά κουαρτέτο αποτελούμενο εκ των Tomoyoshi Nakamura σαξόφωνα, φλάουτο, Taichi Sugimaru πιάνο, Kenichi Ohkubo κοντραμπάσο και Yuichi Fukaia ντραμς, δέχεται καθοριστικές βοήθειες από τη Yannah Valdevit (φωνή των Eddy meets Yannah δες κι εδώ http://is.gd/fDdv1p), τον Koji Murao ντραμς, κρουστά, και τον Yoshiaki Kayano τρομπέτα, προσεγγίζοντας με το παίξιμό του και την εν γένει παρουσία του άψογες, groovy soul-jazz συνταγές. Ισχύει, δε, και στη δική τους περίπτωση κάτι που επίσης έχω ξαναγράψει και το οποίον αφορά στη γενικότερη ιαπωνική στάση. Στη διάθεση δηλαδή και των Native να πουν την… τελευταία λέξη. Παίζουν δηλαδή με τέτοιο τρόπο, λες και κανείς μετά απ’ αυτούς δεν πρόκειται να μπει σε στούντιο ή ν’ ανεβεί σε πάλκο. Πατούν τα γκάζια για να φθάσουν γρηγορότερα στο τέρμα – ή μήπως στο τέλος; – περιφρονώντας, λες, τους συνοδοιπόρους τους (ου μην και την ίδια την ιστορία), τους οποίους θεωρούν οιονεί ηττημένους. Σπιντάτοι, φουριόζοι, πλακωμένοι, εμφανίζουν μιαν αγέρωχη σύγχρονη jazz, που δεν σταματά μπροστά σε τίποτα. Αρκεί να τους ακούσει κάποιος πώς μπαίνουν – με τα μπούνια – στα δύο πρώτα κομμάτια, το “Possibility” και το “The flyway” (με τα ωραία φωνητικά της Yannah)· κάτι που συνεχίζεται βεβαίως και στα υπόλοιπα θέματα. Πρέπει να φθάσουμε δηλαδή έως το track υπ’ αριθμόν 8, το “Love to you”, για να υποδεχθούμε μία μπαλάντα, αφού και πάλι, από ’κει και κάτω, τα mid και up-tempi δίνουν και παίρνουν· με το έσχατο “Rolling-I” και το funky bop του να σε στέλνει.
Το “Possibility” [Arision, 2010] είναι ένα απολαυστικό άλμπουμ, με σαφείς αναφορές στο παρελθόν, αλλά και τοποθετημένο με θέρμη στο jazz «τώρα».
Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΛΤΣΑΣ μυθοτοπία
Το άλμπουμ τού Απόστολου Καλτσά «Μυθοτοπία» [Παρουσία, 2010] το έχω κάμποσους μήνες στα χέρια μου. Μου έκανε εντύπωση, από την αρχή, η συσκευασία του. Σκληρό χαρτί για εξώφυλλο, τυπογραφική παραγωγή με σημασία στη λεπτομέρεια και φυσικά στη συνολική αισθητική, κείμενα (του Θάνου Μικρούτσικου, του ιδίου του τραγουδοποιού) που είχαν τη σημασία τους, κάποιοι στίχοι που είχαν να πουν έτσι όπως τους διάβαζα («Άη Στράτης»). Παρά ταύτα το άλμπουμ δεν το έβαλα αμέσως στο player, σημειώνοντάς το για τα υπ’ όψιν. Περνούσε ο καιρός… όταν στα τέλη Μαΐου, στο EuroJazz στο Γκάζι, βρέθηκα σε μια παρέα, μέλος της οποίας ήταν και ο Καλτσάς(!), ο οποίος – φυσικό ήταν – να με ρωτήσει (όταν έμαθε ποιος είμαι) αν είχα λάβει το CD του κι αν το είχα ακούσει. Του απάντησα πως το είχα λάβει και πως επρόκειτο ν’ ασχοληθώ στο αμέσως προσεχές διάστημα. Ο νεαρός τραγουδοποιός ήταν εξαιρετικά καλοπροαίρετος, άνετος και απλός, τονίζοντάς μου πως δεν ήθελε, με κανένα τρόπο, να νοιώσω πως με πιέζει. Του απάντησα πως δεν υφίσταται τέτοιο θέμα και πως είμαι, κατά μίαν έννοια, υποχρεωμένος να το ακούσω και να γράψω μια γνώμη. Και όχι από υποχρέωση.Ο Καλτσάς ανήκει σ’ αυτόν το χώρο του ελληνικού τραγουδιού, τον οποίον ονομάζουμε έντεχνο. Προσωπικώς, όπως έχω γράψει κι άλλες φορές, οι όροι, οι προσδιορισμοί και οι χαρακτηρισμοί δεν με προβληματίζουν. Υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα να μας απασχολήσουν σε σχέση με τη μουσική, και όχι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να συνεννοηθούμε (ας είναι, όμως, κι οι «σωστές», αυτό δεν βλάπτει…).
Όντας λοιπόν εντός του εντέχνου πεδίου ο Καλτσάς αντλεί, ηχητικώς, από διαφόρους χώρους, το rock, την μπαλάντα, την jazz, το blues, τις μουσικές της Λάτιν Αμέρικα, την εγχώρια παράδοση (δημοτική, βυζαντινή) όχι ανακατεύοντας τα επί μέρους, αλλά επενδύοντας τοιουτοτρόπως κάθε σύνθεσή του, αναλόγως τού στιχουργικού του θέματος. Τα τραγούδια είναι γενικώς αυτοβιογραφικά – έχουν αυτοβιογραφία κι οι νέοι άνθρωποι – παρουσιάζοντας, μάλιστα, ένα concept. Είναι οι τόποι – τα χωριά, οι πόλεις, στην Ελλάδα, ή έξω απ’ αυτήν – που έχει επισκεφθεί ο Καλτσάς και οι οποίοι προσφέρουν θέμα· στιχουργικό πάντα και ενίοτε μουσικό. Υπάρχει ποιητική διάθεση ασφαλώς, υπάρχουν κοινωνικές αναφορές, υπάρχει ευαισθησία, υπάρχει περιπλάνηση, και πάνω απ’ όλα υπάρχει ταλέντο· που θέλει μια κατεύθυνση για ν’ αποδώσει όσο πάει. Το «Άμστερνταμ» είναι συνειδητοποιημένο τραγούδι, που αγνοεί το βάρος όσων προηγούμενων (από το κλασικό του Jacques Brel, έως το… λιγότερο κλασικό των Coldplay), χαράζοντας το δικό του δρόμο. Δυνατός ο Πάνος Μουζουράκης ως ερμηνευτής (εδώ τον εξετίμησα, γιατί από άλλα παλαιότερα δικά του δε μου καθότανε με τίποτα) και άψογη η ορχήστρα στον jazz/blues ρόλο της. Πολύ καλό και το «Κάτω Κουφονήσι», με ρεφρέν που ανεβάζει το κομμάτι (ο Καλτσάς έχει εμπεδώσει πολλά μυστικά), και επιτυχής η «Αστροπαλιά», που παρόλο το… ανακάτεμα καθόλου δεν κλωτσάει (συντείνει, οπωσδήποτε, και η ερμηνεία της Μάρθας Φριντζήλα).
Ο Απόστολος Καλτσάς είναι ένας μουσικός (το μπάσο του, άταστο ή μη, κεντάει, όπως κεντάει κι η ορχηστρική Αλεξάνδρειά του) και βεβαίως τραγουδοποιός με ορατό δημιουργικό μέλλον. Δυο-τρεις παρατηρήσεις, με την καλή έννοια· έτσι, κι επειδή είπαμε λίγες κουβέντες, πριν ακούσω το δίσκο του. Η φωνή του είναι συμπαθητική (στο ένα και μοναδικό τραγούδι που αποδίδει). Νομίζω πως πρέπει να την εμπιστευτεί περισσότερο, παρότι οι επιλογές των ερμηνευτών που έκανε υπήρξαν ιδανικές. Εκμεταλλευόμενος, επίσης, το παίξιμό του στο μπάσο, θα μπορέσει να δέσει περισσότερο τις συνθέσεις του. Τέλος, στο επόμενο concept του (αν υπάρχει) θα μπορούσε να επικεντρωθεί ηχητικώς σε κάτι περισσότερο συγκεκριμένο και κατασταλαγμένο (θα το εντοπίσει ο ίδιος). Ωραία είναι τα ταξίδια, κι οι μουσικές που μεταφέρουμε από αυτά, αλλά, ενίοτε, τα πιο αποδοτικά (από τα ταξίδια) τα πραγματοποιούμε, μόνοι μας, από το δωμάτιό μας. Καλή συνέχεια του εύχομαι.
(Το βίντεο – σε στυλ ακούω-δείχνω – που ακολουθεί δε μου λέει κάτι, εν αντιθέσει με το τραγούδι).
Όντας λοιπόν εντός του εντέχνου πεδίου ο Καλτσάς αντλεί, ηχητικώς, από διαφόρους χώρους, το rock, την μπαλάντα, την jazz, το blues, τις μουσικές της Λάτιν Αμέρικα, την εγχώρια παράδοση (δημοτική, βυζαντινή) όχι ανακατεύοντας τα επί μέρους, αλλά επενδύοντας τοιουτοτρόπως κάθε σύνθεσή του, αναλόγως τού στιχουργικού του θέματος. Τα τραγούδια είναι γενικώς αυτοβιογραφικά – έχουν αυτοβιογραφία κι οι νέοι άνθρωποι – παρουσιάζοντας, μάλιστα, ένα concept. Είναι οι τόποι – τα χωριά, οι πόλεις, στην Ελλάδα, ή έξω απ’ αυτήν – που έχει επισκεφθεί ο Καλτσάς και οι οποίοι προσφέρουν θέμα· στιχουργικό πάντα και ενίοτε μουσικό. Υπάρχει ποιητική διάθεση ασφαλώς, υπάρχουν κοινωνικές αναφορές, υπάρχει ευαισθησία, υπάρχει περιπλάνηση, και πάνω απ’ όλα υπάρχει ταλέντο· που θέλει μια κατεύθυνση για ν’ αποδώσει όσο πάει. Το «Άμστερνταμ» είναι συνειδητοποιημένο τραγούδι, που αγνοεί το βάρος όσων προηγούμενων (από το κλασικό του Jacques Brel, έως το… λιγότερο κλασικό των Coldplay), χαράζοντας το δικό του δρόμο. Δυνατός ο Πάνος Μουζουράκης ως ερμηνευτής (εδώ τον εξετίμησα, γιατί από άλλα παλαιότερα δικά του δε μου καθότανε με τίποτα) και άψογη η ορχήστρα στον jazz/blues ρόλο της. Πολύ καλό και το «Κάτω Κουφονήσι», με ρεφρέν που ανεβάζει το κομμάτι (ο Καλτσάς έχει εμπεδώσει πολλά μυστικά), και επιτυχής η «Αστροπαλιά», που παρόλο το… ανακάτεμα καθόλου δεν κλωτσάει (συντείνει, οπωσδήποτε, και η ερμηνεία της Μάρθας Φριντζήλα).
Ο Απόστολος Καλτσάς είναι ένας μουσικός (το μπάσο του, άταστο ή μη, κεντάει, όπως κεντάει κι η ορχηστρική Αλεξάνδρειά του) και βεβαίως τραγουδοποιός με ορατό δημιουργικό μέλλον. Δυο-τρεις παρατηρήσεις, με την καλή έννοια· έτσι, κι επειδή είπαμε λίγες κουβέντες, πριν ακούσω το δίσκο του. Η φωνή του είναι συμπαθητική (στο ένα και μοναδικό τραγούδι που αποδίδει). Νομίζω πως πρέπει να την εμπιστευτεί περισσότερο, παρότι οι επιλογές των ερμηνευτών που έκανε υπήρξαν ιδανικές. Εκμεταλλευόμενος, επίσης, το παίξιμό του στο μπάσο, θα μπορέσει να δέσει περισσότερο τις συνθέσεις του. Τέλος, στο επόμενο concept του (αν υπάρχει) θα μπορούσε να επικεντρωθεί ηχητικώς σε κάτι περισσότερο συγκεκριμένο και κατασταλαγμένο (θα το εντοπίσει ο ίδιος). Ωραία είναι τα ταξίδια, κι οι μουσικές που μεταφέρουμε από αυτά, αλλά, ενίοτε, τα πιο αποδοτικά (από τα ταξίδια) τα πραγματοποιούμε, μόνοι μας, από το δωμάτιό μας. Καλή συνέχεια του εύχομαι.
(Το βίντεο – σε στυλ ακούω-δείχνω – που ακολουθεί δε μου λέει κάτι, εν αντιθέσει με το τραγούδι).
Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011
OXFORDS flying up…
Μπορεί να είναι κάπως περιπλεγμένη η ιστορία των Oxfords, από την Louisville του Kentucky, όμως δεν είναι καθόλου… περιπλεγμένο το άλμπουμ τους “Flying Up Through the Sky”, που επανεκδίδεται για πρώτη φορά σε βινύλιο (με 4 bonus tracks) από την ελληνική Missing Vinyl, 41 χρόνια μετά την αρχική του κυκλοφορία σε κάποια (τοπική;) Union Jac.
H μπάντα φαίνεται να σχηματίζεται το 1964 από τον ντράμερ Jim Guest και μετά από διάφορες αλλαγές στη σύνθεσή της φθάνει να ηχογραφεί, το 1966, το 45άρι “Time and place/ Always something there to remind me”, με το πρώτο κομμάτι να είναι ένα κλασικό garage-punk, δίχως όμως τα... ανάλογα φωνητικά και το flip-side – η διασκευή τους στο τραγούδι του Burt Bacharach –, να προβάλλει μία περισσότερο folky διάσταση (θα μπορούσε να μιλήσει κάποιος για έναν υποτιθέμενο συνδυασμό Leaves και Mamas & The Papas). To 1967 γράφουν ένα ακόμη 45άρι με τα τραγούδια “Sunflower sun/ Chicago woman” (και τα δύο συνθέσεις του Jim Guest και του κιθαρίστα Jay Petach), που κινούνται σε πιο psych φόρμες, τύπου Δυτικής Ακτής (το “Chicago woman” ανακαλεί στη μνήμη μου τους Mystery Trend), προχωρώντας και στην ηχογράφηση ενός LP, αυτού που μας απασχολεί, το οποίον όμως δεν θα κυκλοφορούσε πριν από το 1970.Με νέα line-up οι Oxfords, που αποτελούνταν τώρα από τον Jay Petach κιθάρα, φλάουτο, πλήκτρα, κρουστά, φωνητικά, την Jill De Μarco κιθάρα, καλίμπα, κρουστά, φωνητικά, τον Larry Holt μπάσο, φυσαρμόνικα, φωνητικά και τον Paul Hoerni ντραμς, κρουστά δημιουργούν ένα αξιόλογο άλμπουμ, πάντα κοντά στο flower-power στυλ της Δυτικής Ακτής, γράφοντας όμορφα δικά τους τραγούδια, διασκευάζοντας ινδιάνικα και λοιπά παραδοσιακά, μελοποιώντας ακόμη και E.E. Cummings! Το “Sung at harvest time” (τραγούδι των Ινδιάνων των Άνδεων Quechua) είναι πολύ καλό, ενώ και η εκφραστικότητα της De Μarco στα δύο ποιήματα του Cummings αγγίζει υψηλά επίπεδα. Άψογη… αρμονική pop απολαμβάνουμε, επίσης, στο φερώνυμο “Flying up through the sky”, την ώρα κατά την οποία στο “Come on ‘round” ένα ντεμαράζ μπάσου-ντραμς-κρουστών μας μεταφέρει, ξαφνικά, σε άλλη διάσταση. Το “Young girl’s lament” μπορεί να είναι λαμέντο και παραδοσιακό, όμως το up-tempo και η σφριγηλή ερμηνεία της De Marco τού πάνε μια χαρά. Το έσχατο “The city” (από τα bonus) μοιάζει, απλώς, σαν επιστέγασμα ενός άλμπουμ, που σε κερδίζει άμεσα με την απλότητά του.
H μπάντα φαίνεται να σχηματίζεται το 1964 από τον ντράμερ Jim Guest και μετά από διάφορες αλλαγές στη σύνθεσή της φθάνει να ηχογραφεί, το 1966, το 45άρι “Time and place/ Always something there to remind me”, με το πρώτο κομμάτι να είναι ένα κλασικό garage-punk, δίχως όμως τα... ανάλογα φωνητικά και το flip-side – η διασκευή τους στο τραγούδι του Burt Bacharach –, να προβάλλει μία περισσότερο folky διάσταση (θα μπορούσε να μιλήσει κάποιος για έναν υποτιθέμενο συνδυασμό Leaves και Mamas & The Papas). To 1967 γράφουν ένα ακόμη 45άρι με τα τραγούδια “Sunflower sun/ Chicago woman” (και τα δύο συνθέσεις του Jim Guest και του κιθαρίστα Jay Petach), που κινούνται σε πιο psych φόρμες, τύπου Δυτικής Ακτής (το “Chicago woman” ανακαλεί στη μνήμη μου τους Mystery Trend), προχωρώντας και στην ηχογράφηση ενός LP, αυτού που μας απασχολεί, το οποίον όμως δεν θα κυκλοφορούσε πριν από το 1970.Με νέα line-up οι Oxfords, που αποτελούνταν τώρα από τον Jay Petach κιθάρα, φλάουτο, πλήκτρα, κρουστά, φωνητικά, την Jill De Μarco κιθάρα, καλίμπα, κρουστά, φωνητικά, τον Larry Holt μπάσο, φυσαρμόνικα, φωνητικά και τον Paul Hoerni ντραμς, κρουστά δημιουργούν ένα αξιόλογο άλμπουμ, πάντα κοντά στο flower-power στυλ της Δυτικής Ακτής, γράφοντας όμορφα δικά τους τραγούδια, διασκευάζοντας ινδιάνικα και λοιπά παραδοσιακά, μελοποιώντας ακόμη και E.E. Cummings! Το “Sung at harvest time” (τραγούδι των Ινδιάνων των Άνδεων Quechua) είναι πολύ καλό, ενώ και η εκφραστικότητα της De Μarco στα δύο ποιήματα του Cummings αγγίζει υψηλά επίπεδα. Άψογη… αρμονική pop απολαμβάνουμε, επίσης, στο φερώνυμο “Flying up through the sky”, την ώρα κατά την οποία στο “Come on ‘round” ένα ντεμαράζ μπάσου-ντραμς-κρουστών μας μεταφέρει, ξαφνικά, σε άλλη διάσταση. Το “Young girl’s lament” μπορεί να είναι λαμέντο και παραδοσιακό, όμως το up-tempo και η σφριγηλή ερμηνεία της De Marco τού πάνε μια χαρά. Το έσχατο “The city” (από τα bonus) μοιάζει, απλώς, σαν επιστέγασμα ενός άλμπουμ, που σε κερδίζει άμεσα με την απλότητά του.
Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011
ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ σε πιτσαρία…
Η δουλειά δεν ειν’ ντροπή. Ένας μεγάλος έλληνας μουσικός του country κυκλώματος, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη πριν από 62 χρόνια, ένας από τους τόσους που διαπρέπουν στις ΗΠΑ (είναι εγκατεστημένος στο Βελιγράδι της Montana), ο Κώστας Λαζαρίδης που πρωτοδισκογράφησε long play το 1980 στο Denver του Colorado για την εταιρεία First American [7742] σε παραγωγή του new-ager Dik Darnell και τραγούδια του οποίου έχουν ερμηνεύσει απαξάπαντες (Emmylou Harris, Dwight Yoakam, Alison Krauss, Dixie Chicks, Patty Loveless, Candye Kane, The Mavericks, Vince Gill, Conway Twitty…) περνάει απαρατήρητος παίζοντας σε πιτσαρία στη δεύτερη πατρίδα του. Άσε στην πρώτη...
Τρίτη 2 Αυγούστου 2011
jah guide and protect me…
Το όνομά του ήταν Tenor Saw και αποτελούσε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του (στα 22 του, το 1988), μία από τις σημαίνουσες νέες περιπτώσεις, που θα μπορούσε να ανανεώσουν ήθη και έθη στη reggae culture. Δεν πρόλαβε.
Ωραίος τραγουδιστής ο Tenor Saw – το πρώτο που ακούει κανείς. Και κυρίως, πολύ ανθρώπινος performer (όρα YouTube), όσον αφορά στο dancehall ιδίωμα, το οποίον προήγαγε στη σύντομη ζωή του. Στον Tenor Saw ανήκει, επίσης, μία από τις πιο μεγάλες επιτυχίες στην Τζαμάικα στα χρόνια του ’80, το “Ring the alarm” (1985), το οποίον, περιέργως πως, δεν υπάρχει στο ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του, που είχε τίτλο “Fever” και το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1986. Το 2007 το άλμπουμ αυτό επανεκδόθηκε από την Tafari Records, σε μία απλή/τυπική έκδοση, την οποίαν αναβαθμίζει μόνον η προσφορά 8 dub bonus. Το προσωπικό ύφος του Tenor Saw συνίσταται, αρχικώς, στα κάπως αριστοκρατικά φωνητικά, στο digi rhythm section, στις πιασάρικες μελωδικές γραμμές, τις οποίες επέτεινε μέσω μιας προσεκτικής επαναληπτικότητας και βεβαίως στο ιδιαίτερο stalag riddim (τον ρυθμό stalag, να τον πούμε έτσι), ο οποίος απετέλεσε επιρροή, εκείνη την εποχή, για το hip-hop κίνημα (Public Enemy και τα τοιαύτα). Μνημειώδες, από εδώ, το φερώνυμο κομμάτι (“Fever”), ενώ ας αφήσω ασχολίαστη την «Morricone-ική» εισαγωγή και το τέλος. Και κάτι για τα bonus. Δεν αποτελούν γεμίσματα, προκειμένου η διάρκεια του CD ν’ αγγίξει τα 68 λεπτά, αλλά κανονική προσφορά, δίχως εισαγωγικά (με πρώτα το “Lots of dub” και “Run come dub me”).
Επανεκδόσεων συνέχεια με το “In the Beginning” του Luciano από το 1994 – η έκδοση της Tafari είναι αυτή ακριβώς (38 λεπτά) άνευ bonus. Ενδιαφέρουσα περίπτωση reggae τραγουδοποιίας με εμφανείς αναφορές σε μία ευρύτερη black music, που μπορεί μεν να ξεκινά από τον Bob Marley, περνά όμως από τον Bill Withers και τον George Benson πριν καταλήξει στους... Billy Joel, Eurythmics, καθώς και στους 70s soft-rockers Gallery (“So nice to be with you”). Ακούγεται με άνεση. Συμβάλλουν και τα 38 λεπτά...
Ο Carlton Patterson δεν είναι από τα πάρα πολύ γνωστά πρόσωπα της dub σκηνής. Παρ’ όλα αυτά η παρουσία του στο στούντιο του King Tubby, στο Kingston, τη δεκαετία του ’70 υπήρξε αξιοσημείωτη – όπως, ίσως, έχουν διαπιστώσει οι φίλοι τού dub τα τελευταία χρόνια, μέσω δυο-τριών CD που ανθολόγησαν το έργο του. Επειδή, τώρα, ένα παλαιότερο CD της Pressure Sounds, το “Black & White Story”, δεν είναι σίγουρο πως εντοπίζεται, το παρόν “Black & White In Dub” [Hot Pot, 2007] φαίνεται πως κάνει αρκετά καλή δουλειά προς την κατεύθυνση της γνωριμίας. Στην ουσία μιλάμε για εγγραφές του Patterson στο δικό του label Black & White· συνήθως flip-sides σε 45άρια των Dillinger, Larry Marshall, Leroy Brown, Prince Jammy κ.ά. Παρ’ ότι η συλλλογή επικεντρώνεται στο dub υλικό, το οποίο μιξάρισε ο King Tubby (αγνοώντας δηλαδή τις παραγωγές του Paterson για καλλιτέχνες του ύψους ενός Barrington Levy, ενός Horace Andy, η ενός Sugar Minott), εντούτοις η… εφευρετική εικόνα που σχηματίζεται γι’ αυτόν, μέσω των “Thunderball”, “Iron gate king”, “Psalms of rock” και κάποιων ακόμη tracks, είναι άψογη.
Έψαξα να βρω λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον Lloyd Campbell στη wikipedia, αλλά τζίφος. Είναι νωρίς ακόμη... Πήγα λοιπόν στη… Reggaepedia http://is.gd/5IpzaN για τα περαιτέρω. Παρά ταύτα μένω σε κάποιες πληροφορίες από το booklet του CD “Fighting Dub 1975-1979” [Hot Pot, 2006] σε πρώτη φάση, ικανές να μας πάνε παρακάτω. Ο Campbell, γεννημένος στο Kingston το 1948, θα βρεθεί στη Βρετανία στα sixties, όπου και θα ξεκινήσει την καριέρα του στα λονδρέζικα clubs, ως Lloyd the Matador. Προς τα τέλη της δεκαετίας θα ηχογραφήσει, ενώ το 1972, επιστρέφοντας στην Τζαμάικα, θα γνωρίσει κάποιες πρώτες επιτυχίες. Το 1975 ο Errol “E.T.” Thompson θα κάνει μίξη σ’ ένα άλμπουμ του Campbell, στο οποίο περιλαμβάνονταν κάποια από τα δικά του hits της περιόδου (“Dread out deh”, “Jacket”, First cut is the deepest” – τούτο το τελευταίο είναι βεβαίως το τραγούδι του Cat Stevens, που ανέδειξε η P.P. Arnold), σε dub versions και με τη συμμετοχή των Skin Flesh & Bones· ένα σχήμα το οποίο αποτελούσαν οι Sly Dunbar ντραμς, Jackie Jackson μπάσο, Hux Brown, Rad Bryan κιθάρες και Ansell Collins πλήκτρα. Αυτό ακριβώς το άλμπουμ, που βγήκε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1975 σε ετικέτα Love, επανεκδόθηκε κάποια στιγμή (μέσα στο 2006) με οκτώ bonus tracks, στα οποία παίρνουν μέρος, πλην των Skin Flesh & Bones, οι Jah Woosh και Vin Gordon & The Revolutionaries. Ακόμη και μετά από μία επιφανειακή ακρόαση, ανακαλύπτονται κομματάρες.
Η ιδέα μπορεί να μοιάζει ριζοσπαστική. Και είναι. Πώς, δηλαδή, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ένα dub άλμπουμ, χωρίς καμία στουντιακή ευκολία; Μοιάζει με πρόκληση; Για τον Bebo Phillips υπήρξε απλώς πραγματικότητα, αφού το 1985 επιχείρησε το φαινομενικώς αδιανόητο, έχοντας δίπλα του, όχι το στούντιο, αλλά αληθινούς μουσικούς – Sly Dunbar ντραμς, Robbie Lyn πιάνο, Williw Lindo ρυθμική κιθάρα, Robbie Shakespeare μπάσο, Sticky, Skyjuice & Scully κρουστά, Nambo τρομπόνι, Dear Fraser σαξόφωνα. Το αποτέλεσμα καταγράφηκε στο άλμπουμ “In A Dub Style” [Tafari Records, 2007]. Ηχογραφημένο στο Channel One στούντιο, σε παραγωγή των Beswick Phillips και Clive Jarrett, το «σε στυλ dub» είναι ένα αριστοτέχνημα, εκτός εποχής – υπό την έννοια ότι ο ήχος του σε πάει τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν – στηριγμένο, βασικά, στο ανεπανάληπτο λαστιχωτό rhythm section των Sly & Robbie. Κομμάτια όπως τα “Silence in golden”, “Dunkirk hop” και “Breached” εντυπωσιάζουν, κυρίως με τον αισθητικό προσανατολισμό τους όσον αφορά στην οριοθέτηση μιας εξω-τεχνικής dub αυταπάτης. Όπως εκείνο το “Run run dub”, με τα τανισμένα λάστιχα...
Μεγάλη περίπτωση dub επινοητικότητας αποτελεί το άλμπουμ “Roots Man Dub” [Heartbeat, 2007] των Roots Man Dub, που δεν ήταν άλλοι από τον Alvin “GG” Ranglin και τα μηχανήματά του. Γνωστός, ίσως, από τις παραγωγές του για μια πλειάδα Τζαμαϊκανών – μεταξύ των οποίων εκείνες για τον Gregory Isaacs είναι top of the top – ο Ranglin, πράττει για άλλη μια φορά το καθήκον του. Να προσφέρει dub εκδοχές θεμάτων των Maytones, Ronnie Davis, Earth & Stone, Bim Sherman, Tappa Zukie, Dillinger κ.ά., δημιουργώντας αρχέτυπα εφετζίδικης διαστροφής· δηλαδή στουντιακής συμπεριφοράς. Αναφέρομαι σε μία ιδιαίτερης σημασίας έκδοση 2CD (το original, απλό άλμπουμ πρωτοκυκλοφόρησε το 1978), στην οποίαν περιλαμβάνεται το κανονικό LP + πρόσθετο υλικό (πρώτο CD), καθώς κι ένα ολόκληρο άλμπουμ με ανέκδοτες dub versions (δεύτερο CD), από την περίοδο late seventies-1983.
(Επί τη ευκαιρία «επανέλαβα» το “Dub A De Number One” του Gregory Isaacs, επίσης στην Heartbeat από το 2003 – σίγουρα ένα από τα πιο δημιουργικά dub-sets που έχω ποτέ ακούσει. Υπογράφει, φυσικά, ο Alvin Ranglin).
Ωραίος τραγουδιστής ο Tenor Saw – το πρώτο που ακούει κανείς. Και κυρίως, πολύ ανθρώπινος performer (όρα YouTube), όσον αφορά στο dancehall ιδίωμα, το οποίον προήγαγε στη σύντομη ζωή του. Στον Tenor Saw ανήκει, επίσης, μία από τις πιο μεγάλες επιτυχίες στην Τζαμάικα στα χρόνια του ’80, το “Ring the alarm” (1985), το οποίον, περιέργως πως, δεν υπάρχει στο ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του, που είχε τίτλο “Fever” και το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1986. Το 2007 το άλμπουμ αυτό επανεκδόθηκε από την Tafari Records, σε μία απλή/τυπική έκδοση, την οποίαν αναβαθμίζει μόνον η προσφορά 8 dub bonus. Το προσωπικό ύφος του Tenor Saw συνίσταται, αρχικώς, στα κάπως αριστοκρατικά φωνητικά, στο digi rhythm section, στις πιασάρικες μελωδικές γραμμές, τις οποίες επέτεινε μέσω μιας προσεκτικής επαναληπτικότητας και βεβαίως στο ιδιαίτερο stalag riddim (τον ρυθμό stalag, να τον πούμε έτσι), ο οποίος απετέλεσε επιρροή, εκείνη την εποχή, για το hip-hop κίνημα (Public Enemy και τα τοιαύτα). Μνημειώδες, από εδώ, το φερώνυμο κομμάτι (“Fever”), ενώ ας αφήσω ασχολίαστη την «Morricone-ική» εισαγωγή και το τέλος. Και κάτι για τα bonus. Δεν αποτελούν γεμίσματα, προκειμένου η διάρκεια του CD ν’ αγγίξει τα 68 λεπτά, αλλά κανονική προσφορά, δίχως εισαγωγικά (με πρώτα το “Lots of dub” και “Run come dub me”).
Επανεκδόσεων συνέχεια με το “In the Beginning” του Luciano από το 1994 – η έκδοση της Tafari είναι αυτή ακριβώς (38 λεπτά) άνευ bonus. Ενδιαφέρουσα περίπτωση reggae τραγουδοποιίας με εμφανείς αναφορές σε μία ευρύτερη black music, που μπορεί μεν να ξεκινά από τον Bob Marley, περνά όμως από τον Bill Withers και τον George Benson πριν καταλήξει στους... Billy Joel, Eurythmics, καθώς και στους 70s soft-rockers Gallery (“So nice to be with you”). Ακούγεται με άνεση. Συμβάλλουν και τα 38 λεπτά...
Ο Carlton Patterson δεν είναι από τα πάρα πολύ γνωστά πρόσωπα της dub σκηνής. Παρ’ όλα αυτά η παρουσία του στο στούντιο του King Tubby, στο Kingston, τη δεκαετία του ’70 υπήρξε αξιοσημείωτη – όπως, ίσως, έχουν διαπιστώσει οι φίλοι τού dub τα τελευταία χρόνια, μέσω δυο-τριών CD που ανθολόγησαν το έργο του. Επειδή, τώρα, ένα παλαιότερο CD της Pressure Sounds, το “Black & White Story”, δεν είναι σίγουρο πως εντοπίζεται, το παρόν “Black & White In Dub” [Hot Pot, 2007] φαίνεται πως κάνει αρκετά καλή δουλειά προς την κατεύθυνση της γνωριμίας. Στην ουσία μιλάμε για εγγραφές του Patterson στο δικό του label Black & White· συνήθως flip-sides σε 45άρια των Dillinger, Larry Marshall, Leroy Brown, Prince Jammy κ.ά. Παρ’ ότι η συλλλογή επικεντρώνεται στο dub υλικό, το οποίο μιξάρισε ο King Tubby (αγνοώντας δηλαδή τις παραγωγές του Paterson για καλλιτέχνες του ύψους ενός Barrington Levy, ενός Horace Andy, η ενός Sugar Minott), εντούτοις η… εφευρετική εικόνα που σχηματίζεται γι’ αυτόν, μέσω των “Thunderball”, “Iron gate king”, “Psalms of rock” και κάποιων ακόμη tracks, είναι άψογη.
Έψαξα να βρω λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον Lloyd Campbell στη wikipedia, αλλά τζίφος. Είναι νωρίς ακόμη... Πήγα λοιπόν στη… Reggaepedia http://is.gd/5IpzaN για τα περαιτέρω. Παρά ταύτα μένω σε κάποιες πληροφορίες από το booklet του CD “Fighting Dub 1975-1979” [Hot Pot, 2006] σε πρώτη φάση, ικανές να μας πάνε παρακάτω. Ο Campbell, γεννημένος στο Kingston το 1948, θα βρεθεί στη Βρετανία στα sixties, όπου και θα ξεκινήσει την καριέρα του στα λονδρέζικα clubs, ως Lloyd the Matador. Προς τα τέλη της δεκαετίας θα ηχογραφήσει, ενώ το 1972, επιστρέφοντας στην Τζαμάικα, θα γνωρίσει κάποιες πρώτες επιτυχίες. Το 1975 ο Errol “E.T.” Thompson θα κάνει μίξη σ’ ένα άλμπουμ του Campbell, στο οποίο περιλαμβάνονταν κάποια από τα δικά του hits της περιόδου (“Dread out deh”, “Jacket”, First cut is the deepest” – τούτο το τελευταίο είναι βεβαίως το τραγούδι του Cat Stevens, που ανέδειξε η P.P. Arnold), σε dub versions και με τη συμμετοχή των Skin Flesh & Bones· ένα σχήμα το οποίο αποτελούσαν οι Sly Dunbar ντραμς, Jackie Jackson μπάσο, Hux Brown, Rad Bryan κιθάρες και Ansell Collins πλήκτρα. Αυτό ακριβώς το άλμπουμ, που βγήκε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1975 σε ετικέτα Love, επανεκδόθηκε κάποια στιγμή (μέσα στο 2006) με οκτώ bonus tracks, στα οποία παίρνουν μέρος, πλην των Skin Flesh & Bones, οι Jah Woosh και Vin Gordon & The Revolutionaries. Ακόμη και μετά από μία επιφανειακή ακρόαση, ανακαλύπτονται κομματάρες.
Η ιδέα μπορεί να μοιάζει ριζοσπαστική. Και είναι. Πώς, δηλαδή, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ένα dub άλμπουμ, χωρίς καμία στουντιακή ευκολία; Μοιάζει με πρόκληση; Για τον Bebo Phillips υπήρξε απλώς πραγματικότητα, αφού το 1985 επιχείρησε το φαινομενικώς αδιανόητο, έχοντας δίπλα του, όχι το στούντιο, αλλά αληθινούς μουσικούς – Sly Dunbar ντραμς, Robbie Lyn πιάνο, Williw Lindo ρυθμική κιθάρα, Robbie Shakespeare μπάσο, Sticky, Skyjuice & Scully κρουστά, Nambo τρομπόνι, Dear Fraser σαξόφωνα. Το αποτέλεσμα καταγράφηκε στο άλμπουμ “In A Dub Style” [Tafari Records, 2007]. Ηχογραφημένο στο Channel One στούντιο, σε παραγωγή των Beswick Phillips και Clive Jarrett, το «σε στυλ dub» είναι ένα αριστοτέχνημα, εκτός εποχής – υπό την έννοια ότι ο ήχος του σε πάει τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν – στηριγμένο, βασικά, στο ανεπανάληπτο λαστιχωτό rhythm section των Sly & Robbie. Κομμάτια όπως τα “Silence in golden”, “Dunkirk hop” και “Breached” εντυπωσιάζουν, κυρίως με τον αισθητικό προσανατολισμό τους όσον αφορά στην οριοθέτηση μιας εξω-τεχνικής dub αυταπάτης. Όπως εκείνο το “Run run dub”, με τα τανισμένα λάστιχα...
Μεγάλη περίπτωση dub επινοητικότητας αποτελεί το άλμπουμ “Roots Man Dub” [Heartbeat, 2007] των Roots Man Dub, που δεν ήταν άλλοι από τον Alvin “GG” Ranglin και τα μηχανήματά του. Γνωστός, ίσως, από τις παραγωγές του για μια πλειάδα Τζαμαϊκανών – μεταξύ των οποίων εκείνες για τον Gregory Isaacs είναι top of the top – ο Ranglin, πράττει για άλλη μια φορά το καθήκον του. Να προσφέρει dub εκδοχές θεμάτων των Maytones, Ronnie Davis, Earth & Stone, Bim Sherman, Tappa Zukie, Dillinger κ.ά., δημιουργώντας αρχέτυπα εφετζίδικης διαστροφής· δηλαδή στουντιακής συμπεριφοράς. Αναφέρομαι σε μία ιδιαίτερης σημασίας έκδοση 2CD (το original, απλό άλμπουμ πρωτοκυκλοφόρησε το 1978), στην οποίαν περιλαμβάνεται το κανονικό LP + πρόσθετο υλικό (πρώτο CD), καθώς κι ένα ολόκληρο άλμπουμ με ανέκδοτες dub versions (δεύτερο CD), από την περίοδο late seventies-1983.
(Επί τη ευκαιρία «επανέλαβα» το “Dub A De Number One” του Gregory Isaacs, επίσης στην Heartbeat από το 2003 – σίγουρα ένα από τα πιο δημιουργικά dub-sets που έχω ποτέ ακούσει. Υπογράφει, φυσικά, ο Alvin Ranglin).